ΣΟΦΡΩΝΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΟΦΡΩΝΙΟΥ v. GORDIAN HOLDINGS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 289/2018, 30/4/2025
print
Τίτλος:
ΣΟΦΡΩΝΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΟΦΡΩΝΙΟΥ v. GORDIAN HOLDINGS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: 289/2018, 30/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 289/2018)

 

30 Απριλίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΣΟΦΡΩΝΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΟΦΡΩΝΙΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

GORDIAN HOLDINGS LTD

Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Χρ. Πουτζιουρής για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Με τροποποιήσεις στον Ν. 9/1965, τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο, που επήλθαν με τους τροποποιητικούς Ν. 142(Ι)/2014 και Ν. 87(Ι)/2018, ενυπόθηκος δανειστής δύναται, αφού αποστείλει τις νενομισμένες και προνοούμενες από τα Άρθρα 44Β και 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν. 9/1965 Ειδοποιήσεις, κατά τον Τύπο «Θ», «Ι», «ΙΑ» και «ΙΒ» προς τον ενυπόθηκο οφειλέτη και όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, να καθορίσει ημερομηνία διεξαγωγής πλειστηριασμού ενυπόθηκου ακινήτου, ο οποίος θα διεξαχθεί εκτός αν εν τω μεταξύ εξοφληθεί το οφειλόμενο ποσό, οι τόκοι και τα έξοδα ή εξασφαλιστεί διάταγμα αναστολής του πλειστηριασμού.

 

Με βάση το πιο πάνω νομοθετικό πλαίσιο, οι ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, ως ενυπόθηκοι δανειστές, και οι οποίοι στην πορεία έχουν υποκατασταθεί από τους εφεσίβλητους, είχαν αποστείλει αρχικά Ειδοποιήσεις κατά τον Τύπο «Θ» και «Ι» στον εφεσείοντα, ως ενυπόθηκο οφειλέτη, και στη συνέχεια του επέδωσαν Ειδοποιήσεις κατά τον Τύπο «ΙΑ» και «ΙΒ», αφενός, καθορίζοντας ημερομηνία πλειστηριασμού, την 04.09.2018, και, αφετέρου, κλήθηκε ο εφεσείοντας να διορίσει εκτιμητή με σκοπό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων, ήτοι τεσσάρων ακινήτων τα οποία είχαν υποθηκευθεί με τρεις υποθήκες.

 

Ο εφεσείοντας αντέδρασε στις προαναφερόμενες Ειδοποιήσεις καταχωρώντας, την 01.06.2018, αίτηση – έφεση, σε πρωτόδικο Δικαστήριο, ζητώντας τον παραμερισμό των Ειδοποιήσεων κατά τον Τύπο «ΙΑ» και «ΙΒ», ημερομηνίας 25.05.2018, που αφορούσαν στα τέσσερα ακίνητα, καθώς και την ακύρωση των δύο πλειστηριασμών που ορίστηκαν για να διεξαχθούν στις 04.09.2018. Οι ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ καταχώρισαν Ειδοποίηση Περί Πρόθεσης Ένστασης ενάντια στην αίτηση – έφεση του εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, που εκδίκασε την εν λόγω αίτηση – έφεση, αποφάνθηκε ως ακολούθως:

 

«Η Καθ΄ ης η αίτηση εφεσίβλητη Τράπεζα έχει συμμορφωθεί πλήρως με τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Ν.9/65 όπως έχει τροποποιηθεί με τους Ν.142(Ι)/14και 87(Ι)/18, ήτοι:

 

1.   Επιδόθηκε στον εφεσείοντα ειδοποίηση υπό τον τύπο «Θ» ως προς την παρατηρηθείσα υπερημερία δυνάμει του άρθρου 44Β(2). Επιπλέον, επιδόθηκε ειδοποίηση υπό τον τύπο «Ι» δυνάμει του άρθρου 44Γ(1) με την οποία ο εφεσείων κλήθηκε εντός 30 ημερών να εξοφλήσει τα ενυπόθηκα χρέη, άλλως θα προχωρούσε η διαδικασία εκποίησης. Με την πιο πάνω ειδοποίηση, επισυνάφθηκε κατάσταση λογαριασμού, αναφορικά με το ενυπόθηκο χρέος όπως καθορίζεται στο άρθρο 44Γ(1).

2.   Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με την απαίτηση της ειδοποίησης υπό τον τύπο «Ι» δυνάμει του άρθρου 44Γ(1). Στη συνέχεια του επιδόθηκε η ειδοποίηση κατά τον τύπο «ΙΑ» δυνάμει του άρθρου 44Γ(2) ώστε να δρομολογηθεί η διαδικασία εκποίησης με τον καθορισμό ημερομηνίας και τόπου πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου. Ταυτόχρονα επιδόθηκε στον εφεσείοντα η ειδοποίηση τύπου ΙΒ για το διορισμό εκτιμητή προς το σκοπό καθορισμού αγοραίας αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων.

 

Περαιτέρω από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, κρίνω ότι ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει καμία από τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο Νόμος 9/1965 ως έχει τροποποιηθεί με τον Νόμο 87(Ι)/2018 για ακύρωση της ειδοποίησης τύπου «ΙΑ» και της συνεπακόλουθης επίδικης διαδικασίας πλειστηριασμού. Ειδικότερα δεν έχει αποδείξει ότι έχει εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα στην αγωγή 1012/17 των εφεσιβλήτων στην οποία από τις 16.4.18 καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση με την οποία να διατάσσεται η αναστολή εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων.

 

Εν κατακλείδι, ο  Αιτητής - Εφεσείων δεν έχει καταδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/65 ως έχει τροποποιηθεί από τους Νόμους 142(1)/14 και 87(1)/18 και παρά την ύπαρξη αγωγής (ανταπαίτησης στην αγωγή 1012/17)  με την οποία αμφισβητεί τις συμβάσεις υποθηκών, αποδεικνύεται πως η παράλειψη του να εξασφαλίσει παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα είναι καταλυτική για την τύχη της Αίτησης - ΄Εφεσης, η οποία απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»

 

Ο εφεσείοντας θεωρεί λανθασμένη την πιο πάνω πρωτόδικη κρίση.  Με την παρούσα έφεση προωθεί τις θέσεις του, περί της εσφαλμένης απόφασης, ως ισχυρίζεται, διατυπώνοντας πέντε λόγους έφεσης.  Ειδικότερα, θεωρεί, ο εφεσείοντας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, δεν αποφάσισε πως αυτός δεν κατέστη υπερήμερος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 27 του Ν. 9/1965 (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα δεν αποφάσισε επί της αντισυνταγματικότητας του Ν. 87(Ι)/2018, αναφορικά με την αναδρομικότητα του στη δικαστική διαδικασία που εκκρεμούσε ενώπιον του (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι ο εφεσείοντας δεν είχε δίκαιη δίκη καθ’ ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του, ως προνοείται στο Ν. 142(Ι)/2014, για ακύρωση των επίδικων ειδοποιήσεων αφού εκκρεμούσε ανταπαίτηση του εναντίον των ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, αναφορικά με την επίδικη υποθήκη (προφανώς εννοείται για όλες τις υποθήκες) (τρίτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφάσισε πως οι Ειδοποιήσεις κατά τον τύπο «ΙΑ» και «ΙΒ», ημερομηνίας 25.05.2018, επιδόθηκαν νομότυπα και κανονικά στον εφεσείοντα (τέταρτος λόγος έφεσης) και, ότι το εύρημα, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως δεν δικογραφήθηκαν σωστά οι λόγοι αντισυνταγματικότητας, παρανομίας και καταχρηστικότητας και ότι αυτοί ήταν γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι ή δεν εξειδικεύθηκαν στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτηση – έφεση του εφεσείοντα, είναι λανθασμένο (πέμπτος λόγος έφεσης).

 

Σημειωτέον ότι ο τέταρτος λόγος έφεσης, ο οποίος σχετίζεται με την ορθότητα της επίδοσης των επίδικων Ειδοποιήσεων κατά τον Τύπο «ΙΑ» και «ΙΒ», εγκαταλείφθηκε στις 31.01.2025, με δήλωση του συνηγόρου του εφεσείοντα.  Όσον αφορά στους υπόλοιπους λόγους έφεσης, έχουμε διεξέλθει με τη δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα και τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως προωθούνται μέσα από τους λόγους έφεσης και τα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων.

 

Ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος έφεσης, λόγω του περιεχομένου τους, και της σημασίας τους σε περίπτωση που κριθούν βάσιμοι,   είναι αναγκαίο να εξετασθούν πρώτα και μαζί. Αφορούν και οι δύο στο ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του Ν. 87(Ι)/2018.

 

Το παράπονο του εφεσείοντα είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν. 87(Ι)/2018, αναφορικά με την αναδρομικότητα του εν λόγω νόμου στη διαδικασία που εκκρεμούσε ενώπιον του.  Ειδικότερα, αναφέρει πως η αίτηση – έφεση του εφεσείοντα είχε καταχωρισθεί την 01.06.2018, ο δε Ν. 87(Ι)/2018 τέθηκε σε ισχύ στις 13.07.2018, ωστόσο ο νομοθέτης αφαίρεσε, αναδρομικά, το κεκτημένο δικαίωμα του εφεσείοντα όπως πετύχει η αίτηση – έφεση του δυνάμει του Άρθρου 44Γ(3)(δ), ως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο της καταχώρισης της αίτησης – έφεσης του, στη βάση, μόνο, ότι υπήρχε εκκρεμοδικία αγωγής, ως ικανού λόγου ακύρωσης των επίδικων Ειδοποιήσεων. 

 

Είναι γεγονός ότι αναπτύχθηκε λεπτομερής επιχειρηματολογία, εκ μέρους του συνηγόρου του εφεσείοντα, επί της ουσίας της θέσης του, ότι η πρόνοια του Ν. 87(Ι)/2018, με την οποία δόθηκε αναδρομικότητα στην εφαρμογή του, είναι αντισυνταγματική, ωστόσο, κρίνουμε πως προέχει, πριν αναφέρουμε οτιδήποτε το σχετικό επί της εν λόγω θέσης, να υποδείξουμε ότι με την αίτηση – έφεση του εφεσείοντα δεν ηγέρθηκε ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Ν. 87(Ι)/2018, αφ’ ενός, διότι όταν καταχωρίστηκε η εν λόγω αίτηση – έφεση δεν είχε θεσπιστεί ο Ν. 87(Ι)/2018, αφετέρου, όταν ο εν λόγω νόμος τέθηκε σε εφαρμογή και με σαφή πρόνοια περί αναδρομικότητας, ο εφεσείοντας δεν προέβη σε τροποποίηση της εν λόγω αίτησης – έφεσης του ώστε να εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας, επί του δικογράφου του, και κυρίως πριν την ακρόαση της αίτησης – έφεσης του.  

 

Το Άρθρο 4 του τροποποιητικού Ν. 87(Ι)/2018, το οποίο προστέθηκε στο Άρθρο 44Α(3) του Ν.9/1965 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που έχει αρχίσει οποιαδήποτε διαδικασία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2018, οι διατάξεις του εν λόγω Νόμου θα εφαρμόζονται, ανεξαρτήτως εάν στάλθηκαν οποιεσδήποτε ειδοποιήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Μεταβιβάσεων και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2018.»

 

Ήταν σαφές, ως προκύπτει, ότι με την πιο πάνω πρόνοια του τροποποιητικού Ν. 87(Ι)/2018 δόθηκε σ’ αυτόν αναδρομική ισχύ ως προς τις εκκρεμούσες διαδικασίες.  Συνεπώς, ο εφεσείοντας όφειλε, εφόσον θεωρούσε, τότε, την προαναφερόμενη πρόνοια αντισυνταγματική, να εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας στο δικόγραφο του, πριν την ακρόαση, με τροποποίηση στην αίτηση – έφεση του, και να το αναπτύξει δεόντως, ως απαιτεί η νομολογία. 

 

Στην υπόθεση Investylia Ltd v. Ε. & Π. Λειβαδιώτης Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1872, το θέμα της μη δικογράφησης της συνταγματικότητας ή μη ενός νόμου κρίθηκε ως ακολούθως:

 

«Κατά τη συζήτηση της έφεσης υποδείξαμε στο δικηγόρο των εφεσειόντων πως έχει να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό κώλυμα, ότι δηλαδή δεν μπορεί να εξεταστεί η επιχειρηματολογία του, για την αντισυνταγματικότητα των νόμων, επειδή δεν προβλήθηκε, όπως επιβαλλόταν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτή η εισήγηση.  Η νομολογία  επί του ζητήματος είναι πάγια και αυστηρή.  Θέμα αντισυνταγματικότητας εγείρεται στο δικόγραφο, στο οποίο δίδονται πλήρεις λεπτομέρειες της εισήγησης, όπως π.χ. ποίο άρθρο ή άρθρα ή μέρους άρθρου του νόμου αντίκειται στο Σύνταγμα, βεβαίως και σε ποιο άρθρο του.  Ακολουθεί η αιτιολογία της εισήγησης.»

 

Στο ίδιο πνεύμα κρίθηκε το θέμα έγερσης αντισυνταγματικότητας ενός νόμου και στις υποθέσεις, στις οποίες παραπέμπουμε,  Οικονόμου v. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) μέσω του Προέδρου αυτού, (2002) 3 Α.Α.Δ. 676 και  Νικολάου v. Βασιλείου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1566.)

 

Συνακόλουθα, εφόσον το θέμα της αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 4 του Ν. 87(Ι)/2018, με το οποίο είχε εισαχθεί ως προϋπόθεση, για παραμερισμό ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» ή «ΙΒ», η έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος υπέρ του ενυπόθηκου οφειλέτη σύμφωνα με το Άρθρο 32 του Ν. 14/1960, δεν ηγέρθηκε κατά τον ορθό τρόπο, δεν θα μπορούσε να εξετασθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των επιχειρημάτων που ανέπτυξε ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα, συνεπώς, ορθά δεν εξετάσθηκε και δεν αποφασίσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά πόσο το Άρθρο 4 του Ν. 87(Ι)/2018 ήταν ή δεν ήταν αντισυνταγματικό.

 

Ενόψει των προλεχθέντων, ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι δεν ήταν υπερήμερος.  Η θέση του είναι πως αποδείχθηκε πως δεν ήταν υπερήμερος καθ’ ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν ακολουθήσει την ορθή διαδικασία του Μέρους VIA του Ν. 9/1965 και, επίσης, πως οι επίδικες Ειδοποιήσεις στάλθηκαν πρόωρα και παράνομα, εφόσον, ως απαραίτητη προϋπόθεση για έναρξη των διαδικασιών, θα έπρεπε, ο εφεσείοντας, να καταστεί πρώτα υπερήμερος για 120 ημέρες.  Δεν αποδείχθηκε, συνεπώς, κατά τη θέση του εφεσείοντα, η πρόνοια του Άρθρου 27 του Ν. 9/1965.

 

Η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης προϋποθέτει παραπομπή στις πρόνοιες του Άρθρου 27 και του Άρθρου 44Β του Ν. 9/1965, ως έχει προστεθεί με τον Ν. 142(Ι)/2014 και 87(Ι)/2018 (και πριν τις τροποποιήσεις που επέφεραν στο Άρθρο 44Β οι Ν. 65(Ι)/2023 και Ν. 155(Ι)/2023), τα οποία προνοούν τα ακόλουθα:

 

Άρθρο 27

«27.-(1) Οσάκις εν συμβάσει υποθήκης προνοείται ότι το διά της υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν θα αποπληρωθή διά δόσεων πληρωτέων κατά τας εν τη συμβάσει καθωρισμένας ημερομηνίας, και η πληρωμή οιασδήποτε δόσεως καθίσταται υπερήμερος, ολόκληρον το ούτω εξασφαλιζόμενον ποσόν καθίσταται απαιτητόν από της ημερομηνίας καθ’ ην η πληρωμή της δόσεως κατέστη υπερήμερος, εκτός εάν η σύμβασις διαλαμβάνη ρήτραν περί του εναντίου.

(2) Οσάκις εν συμβάσει υποθήκης προνοείται ότι ο επί του διά της υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού πληρωτέος τόκος θα καταβάλληται εις τακτικά διαστήματα προ της καθωρισμένης διά την πληρωμήν του τοιούτου ποσού ημερομηνίας, και η πληρωμή τοιούτου τόκου καθίσταται υπερήμερος, ολόκληρον το ούτω εξασφαλιζόμενον ποσόν καθίσταται απαιτητόν από της ημερομηνίας καθ’ ην η πληρωμή του τόκου κατέστη υπερήμερος, εκτός εάν η σύμβασις διαλαμβάνη ρήτραν περί του εναντίου.»

 

 

Άρθρο 44Β

 

«44Β.-(1)  Σε περίπτωση υπερημερίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27, ως αποτέλεσμα της οποίας ολόκληρο το ενυπόθηκο χρέος καθίσταται πληρωτέο και η υπερημερία αφορά σε περίοδο όχι μικρότερη των εκατόν είκοσι (120) ημερών από την ημερομηνία που αυτό καθίσταται πληρωτέο, δυνάμει των όρων της σύμβασης ή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να προχωρήσει στη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν Μέρος, εκτός εάν με βάση τις διατάξεις οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή Κανονισμών ή οδηγιών,  η προώθηση της διαδικασίας αναγκαστικής πώλησης του ενυποθήκου ακινήτου εκ μέρους του ενυπόθηκου δανειστή, ανασταλεί.

(2) Οποιαδήποτε ειδοποίηση ως προς παρατηρηθείσα  υπερημερία ή απαίτηση για πληρωμή του ενυπόθηκου χρέους, η οποία  αποστέλλεται από τον ενυπόθηκο δανειστή όταν αυτός είναι αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει των διατάξεων του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου προς τον ενυπόθηκο οφειλέτη ή προς οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, συνοδεύεται από την ειδοποίηση που αναφέρεται στον Τύπο «Θ» του Δεύτερου Παραρτήματος:

Νοείται ότι η αποστολή της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «Θ» πραγματοποιείται μόνο μία φορά:

Νοείται περαιτέρω ότι δεν υπάρχει υποχρέωση αποστολής της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «Θ», εάν ο ενυπόθηκος δανειστής έχει εξασφαλίσει δικαστική απόφαση εναντίον του ενυπόθηκου οφειλέτη ή εάν υπάρχει κατατεθειμένη αίτηση πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VI.

(3) Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Μέρος, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν αποκλείουν τον ενυπόθηκο οφειλέτη ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο από του να ασκήσει το δικαίωμά του να προχωρήσει με ένδικα μέσα ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου με βάση οποιουσδήποτε άλλους εν ισχύι νόμους και Κανονισμούς αμφισβητώντας το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να κινεί τις διαδικασίες και να επιζητεί τις θεραπείες που προβλέπονται από τις διατάξεις του  παρόντος Μέρους.»

 

 

Είναι, επίσης, χρήσιμο να σημειώσουμε ότι στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης η θέση του εφεσείοντα, περί του ότι οι εφεσίβλητοι δεν ακολούθησαν την ορθή διαδικασία, γίνεται με παραπομπή στους λόγους 3, 4 και 6 της αίτησης – έφεσης του, στους οποίους, ως λόγους ακύρωσης, ο εφεσείοντας πρόταξε ότι «Δεν ακολουθήθηκε σωστά η διαδικασία του μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/1965» (Λόγος 3), ότι «Λανθασμένα και/ή παράνομα και/ή παράτυπα και/ή κακόπιστα και κακή τη πίστη οι Εφεσίβλητοι – Καθ’ ων η Αίτηση προχώρησαν τη διαδικασία του μέρους VIA του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/1965 για πλειστηριασμό των ως άνω ενυπόθηκων ακινήτων ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα – Αιτητή» (τέταρτος λόγος), και ότι «Οι προσβληθείσες ειδοποιήσεις …. Είναι άκυρες και/ή δέον όπως ακυρωθούν και/ή παραμεριστούν από το Δικαστήριο, καθότι στάλθηκαν πρόωρα και/ή παράνομα και/ή κακόπιστα και/ή ενώ εκκρεμεί η Αγωγή Αρ. 1012/17 Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που καταχωρήθηκε από τους Εφεσίβλητους – Καθ’ ων η Αίτηση και στην οποία με την Υπεράσπιση του ο Εφεσείοντας – Αιτητής εγείρει Ανταπαίτηση η οποία καταχωρίστηκε την 16/04/2018» (έκτος λόγος).  Ό,τι εντοπίζεται ως σχετικό στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε, πρωτοδίκως, την αίτηση – έφεση του εφεσείοντα, είναι η αναφορά πως αυτός καταχώρισε υπεράσπιση και ανταπαίτηση σε εκκρεμούσα τότε αγωγή που είχαν καταχωρίσει οι εφεσίβλητοι.  Είναι πρόδηλο ότι ο εφεσείοντας αρνιόταν την αξίωση των εφεσίβλητων και προφανώς και το χρέος.  Επίσης, εντοπίζεται η αναφορά ότι, εξ όσων τον έχουν συμβουλεύσει οι δικηγόροι του, η όλη διαδικασία ήταν παράτυπη και καταχρηστική, αντίκειται στα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα, καθ’ ότι οι εφεσίβλητοι, ενώ εκκρεμεί αγωγή (Ανταπαίτηση) του, προχώρησαν στέλνοντας σχετικές ειδοποιήσεις πλειστηριασμού, Τύπος ΙΑ. Εντοπίζεται, τέλος, αναφορά περί αυστηρών προθεσμιών που τίθενται από το νόμο.

 

Το ερώτημα που προκύπτει, εύλογα, είναι κατά πόσο οι προειρημένες αναφορές, επί της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα, ως μαρτυρία, ήταν ικανές ώστε να οδηγούσαν σε διαφορετικό συμπέρασμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ειδικότερα, επί της προϋπόθεσης (δ) του Άρθρου 44Γ(3) του Ν. 9/1965, ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 142(Ι)/2014 και το Ν. 87(Ι)/2018.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την (δ) προϋπόθεση, για ακύρωση του πλειστηριασμού ή παραμερισμό των επίδικων Ειδοποιήσεων, κατά τον Τύπο «ΙΑ» και «ΙΒ», έκρινε ότι:

 

«2.   Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με την απαίτηση της ειδοποίησης υπό τον τύπο «Ι» δυνάμει του άρθρου 44Γ(1). Στη συνέχεια του επιδόθηκε η ειδοποίηση κατά τον τύπο «ΙΑ» δυνάμει του άρθρου 44Γ(2) ώστε να δρομολογηθεί η διαδικασία εκποίησης με τον καθορισμό ημερομηνίας και τόπου πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου. Ταυτόχρονα επιδόθηκε στον εφεσείοντα η ειδοποίηση τύπου ΙΒ για το διορισμό εκτιμητή προς το σκοπό καθορισμού αγοραίας αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων.

Περαιτέρω από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, κρίνω ότι ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει καμία από τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο Νόμος 9/1965 ως έχει τροποποιηθεί με τον Νόμο 87(Ι)/2018 για ακύρωση της ειδοποίησης τύπου «ΙΑ» και της συνεπακόλουθης επίδικης διαδικασίας πλειστηριασμού. Ειδικότερα δεν έχει αποδείξει ότι έχει εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα στην αγωγή 1012/17 των εφεσιβλήτων στην οποία από τις 16.4.18 καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση με την οποία να διατάσσεται η αναστολή εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων.»

 

 

Προφανώς, ήταν αποδεκτό ότι η επίδοση της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» έγινε αφού πρώτα είχαν αποσταλεί Ειδοποιήσεις κατά τον Τύπο «Θ» και «Ι». Ορθά δεν διαπιστώθηκε πως παραβιάστηκε η προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία.  Ούτε και δόθηκε τέτοια μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα.  Επομένως, η θέση περί του ότι η διαδικασία προωθήθηκε πρόωρα, δεν ευσταθεί.  Είναι δε σημαντικό να γίνει κατανοητό πως οι λόγοι ακύρωσης της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» είναι συγκεκριμένοι. Άλλοι λόγοι και θέματα, ασύνδετα με τους λόγους παραμερισμού, δεν τυγχάνουν εξέτασης, ούτε και περαιτέρω ανάλυσης, εκτός και αν αφορούν γενικότερες, πλην όμως θεμελιώδεις, αρχές του δικαίου, όπως είναι το ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας ή κωλύματα (π.χ. δεδικασμένο κλπ). Όσον αφορά στον πυρήνα της θέσης που διέπει τον πρώτο λόγο έφεσης, και δη ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε πως ο εφεσείοντας δεν ήταν υπερήμερος, σημειώνουμε ότι, επί της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση - έφεση του, ο εφεσείοντας δεν πρόταξε μαρτυρία (π.χ. απόδειξη πληρωμής) που να αφορά στη θέση, ή και την απόδειξη της θέσης, ότι δεν είχε καταστεί υπερήμερος.  Εν πάση περιπτώσει, το θέμα αυτό θα μπορούσε να συσχετιζόταν και με την  προϋπόθεση (δ) με την οποία απαιτείτο η εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος, στο πλαίσιο της ανταπαίτησης του εφεσείοντα, οπότε το Δικαστήριο, στο οποίο αν αποτεινόταν ο εφεσείοντας, θα εξέταζε τα στοιχεία και τη μαρτυρία και θα έκρινε κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 και αναλόγως, συνεκτιμούμενης, μεταξύ άλλων, τυχόν πιθανότητας να μην υπήρχε υπερημερία εκ μέρους του, θα εξέδιδε προσωρινό διάταγμα, οπότε, τέτοιο διάταγμα, προς όφελος του, αυτομάτως, θα εκπλήρωνε την προϋπόθεση (δ) του Άρθρου 44Γ(3) του Ν. 9/1965 και οι επίδικες Ειδοποιήσεις θα παραμερίζονταν.  Δεν πληρώθηκε αυτή η προϋπόθεση, ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραμέρισε τις επίδικες ειδοποιήσεις.

 

Συνακόλουθα και ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Όσον αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος είναι συνυφασμένος με τον δεύτερο και πέμπτο λόγο έφεσης, καθώς και με τις προωθούμενες σ’ αυτούς θέσεις, οι οποίες όμως έχουν απορριφθεί, ως έχουμε ήδη εξηγήσει, κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε τα όσα σχετικά έχουμε παραθέσει πιο πάνω κατά την εξέταση του δεύτερου και πέμπτου λόγου έφεσης.  Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγεί, και με παραπομπή σε σχετική νομολογία ως προς το επιτρεπτό της εφαρμογής ενός νομοθετήματος με αναδρομικότητα, εφάρμοσε τον τροποποιητικό Ν. 87(Ι)/2018.  Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν γίνεται αποδεκτή η θέση του εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης.  Κρίνουμε, ως εκ τούτου, αβάσιμο και τον τρίτο λόγο έφεσης.

 

Συνακόλουθα, εφόσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των εφεσίβλητων  και εναντίον του εφεσείοντα, ύψους €7.400,00 πλέον Φ.Π.Α.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο