
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 3/2022)
9 Απριλίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΠΙΤΤΑΤΖΗΣ
Εφεσείοντας
και
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Εφεσίβλητοι
-----------------------------
Ανδρέας Γ. Πιττάτζης, Εφεσείοντας.
Κυριάκος Μασουρής, για Εφεσίβλητους.
------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από τη Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, Κλιμάκιο Δ, κατηγορητήριο που περιλάμβανε 5 κατηγορίες για ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου, όπως εκτίθενται λεπτομερώς στο κείμενο του κατηγορητηρίου ημερ.13.6.2021, το οποίο διατυπώθηκε από τον Κ. Μ. δικηγόρο ασκών εισαγγελικά καθήκοντα.
Πιο συγκεκριμένα αποδίδεται στον εφεσείοντα ότι ενώ ήταν εγγεγραμμένος δικηγόρος στο μητρώο των ασκούντων το επάγγελμα δικηγόρων και ασκούσε τη δικηγορία, κατά ή περί τον Ιανουάριο του 2021 επέδειξε διαγωγή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του δικηγόρου. Συγκεκριμένα, στις 21.1.2021 στην προσωπική του σελίδα στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Facebook ανάρτησε δημοσίευση, η οποία έχει ως ακολούθως:
«Κύριοι του Al Jazeera. Αφού ήρθατε στην Κύπρο και μας πουλήσετε ηθική και νομιμοφροσύνη, σας προκαλώ να αρνηθείτε τα εξής: Στις XXXXX/2019 στις 10:30 το βράδυ, ο υπό κάλυψη δημοσιογράφος σαν XXXXX XXXXX πήγε ή δεν πήγε στο καμπαρέ D****** στην Αγία Νάπα; Στις 11:36 της ίδιας νύχτας αγόρασε ή δεν αγόρασε «γυναίκα» από το ίδιο μαγαζί αφού φιλιόντουσαν αρκετή ώρα επί πληρωμή; Στις 11:50 της ίδιας νύχτας μετέφερε την Μ**** στο ξενοδοχείο Α**** στην Αγία Νάπα για να προσφερθούν οι αγορασμένες «υπηρεσίες» ναι ή όχι; Για ευνόητους λόγους, video δεν θα παίξει στο facebook. Μου κοκορεύθηκε ή όχι την επόμενη μέρα ότι πέρασε καλά με την κοπέλα; Διερωτώμαι κύριε XXXXX XXXXX, ήσασταν και εσείς στο δωμάτιο με την ιερόδουλη; Γυρίστηκε και εκεί άλλου είδους ταινία; Ποια είναι η θέση σας για τα αδικήματα εμπορίας προσώπων; Ποια είναι η θέση σας ως τάχα έγκριτου δημοσιογράφου για την εκμετάλλευση γυναικών και την πορνεία; Μήπως το ηθικό AL Jazeera ήρθε στην Κύπρο για ιερόδουλες ή για να αποκαλύψει εγκληματίες; Σας ΠΡΟΚΑΛΩ κύριοι του Al Jazeera να διαψεύσετε τα ανωτέρω. Σας ΠΡΟΚΑΛΩ να πείτε ότι δεν είναι αλήθεια. Και πάλι σας ΠΡΟΚΑΛΩ να καλύψω όλα τα έξοδα να στείλετε τις πραγματικές σας ηχογραφήσεις, όχι τα μονταρισμένα και ψεύτικα πλάνα που παίξατε. Και κάτι άλλο.. την επόμενη φορά που θα έρθετε Κύπρ0ο, φέρτε ξανά τις κάμερες μαζί σας. Όχι για να πάτε στα καμπαρέ πάλι και να βγάζετε τα μάτια σας. Ούτε για να μοντάρετε ψεύτικα πλάνα για να παραπλανήσετε την κοινή γνώμη. Αλλά για να πάρετε πλάνα από το σπίτι της μάνας μου από το Βαρώσι και από το γραφείο του πατέρα μου στο Βαρώσι από τα οποία τους έδιωξαν και τα κρατούν τα κολλητάρια σας οι Τούρκοι που τους δάνεισε το Κατάρ κάμποσα δισεκατομμύρια ευρώ. Να σας πάρω να βιντεογραφήσετε τους τάφους των παππούδων μου που θάφτηκαν πρόσφυγες. Δεν σας φοβάμαι. Μπορεί να είμαι λαβωμένος, προδομένος, ματωμένος, διασυρμένος, φερόμενος ως διεφθαρμένος, αλλά δεν σας φοβάμαι. Την αλήθεια και την φοβάμαι. Κοπιάστε. This IS Cyprus Al Jazeera. And I am not afraid of you. I summon you to the Court of Public Opinion and I dare you to respond. Οι δίκαιο δεν χάνονται στις δίκες του χρόνου. To be continued…».
Στην ουσία, αποδιδόταν στον εφεσείοντα ότι με το επίδικο δημοσίευμα είχε καταφερθεί κατά τρόπο περιφρονητικό εναντίον τρίτων προσώπων, αποκαλύπτοντας μέσω της ανάρτησης του στο κοινό πληροφορίες σχετικές με λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση τους ως επίσης αποκαλύπτοντας την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς προηγουμένως να αποταθεί στις αρμόδιες Αστυνομικές Αρχές.
Η συμπεριφορά αυτή, σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο, δεν αρμόζει στον σεβασμό και αξιοπρέπεια του επαγγέλματος του δικηγόρου ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, σχετική είναι η πρώτη κατηγορία.
Η δεύτερη κατηγορία, αναφέρει ότι ο εφεσείων με το πιο πάνω δημοσίευμα ενήργησε με τρόπο που αντίκειται στην υποχρέωση προσήλωσης του στις βασικές αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος. Με την τρίτη κατηγορία, καταλογιζόταν στον εφεσείοντα ότι οι ενέργειες του δεν ανταποκρίνονται στον ρόλο και την αποστολή του δικηγόρου που δημιουργεί καθήκοντα και υποχρεώσεις στο κοινό και που συνδέεται με τον σεβασμό των κανόνων που το ίδιο το επάγγελμα έχει θέσει.
Σύμφωνα με την τέταρτη κατηγορία, ο εφεσείων παραβίασε τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, μη ενεργώντας με βάση τις παραδοσιακές αρετές οι οποίες καθίστανται επαγγελματική υποχρέωση και καθήκον του δικηγόρου. Η ουσία της πέμπτης κατηγορίας ήταν ότι ο εφεσείων προκάλεσε τη δημοσίευση πληροφοριών που σχετίζονται με υπό διερεύνηση υπόθεση εναντίον του.
Βάση όλων των κατηγοριών είναι το άρθρο 17 του περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ. 2 («ο Νόμος»), με πλαγιότιτλο «Πειθαρχικά Αδικήματα και Διαδικασία» το οποίο προνοεί:
«17.-(1) Σε περίπτωση καταδίκης δικηγόρου για oπoιoδήπoτε ποινικό αδίκημα, το οποίο κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ενέχει ηθική αισχρότητα, ή σε περίπτωση κατά την οποία δικηγόρος είναι ένοχος επονείδιστης, δόλιας ή ασυμβίβαστης με τo επάγγελμα διαγωγής ή έχει ενεργήσει ή συμπεριφερθεί κατά τρόπο που αντιβαίνει ή συγκρούεται με τις πρόνοιες των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύvαται να επιβάλει σε αυτόν οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες πειθαρχικές κυρώσεις:
(α) Προειδοποίηση ή επίπληξη∙ και/ή
(β) επιβολή οποιουδήποτε ποσού υπό τη μορφή προστίμου, το οποίο δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000):
Νoείται ότι, το πoσό που καταβάλλεται κατατίθεται στo Ταμείo τoυ Πειθαρχικού Συμβoυλίoυ· και/ή
(γ) αναστολή της άδειας άσκησης τoυ δικηγoρικoύ επαγγέλματός τoυ για όσο χρovικό διάστημα τo Πειθαρχικό Συμβoύλιo θεωρήσει σκόπιμo∙ ή
(δ) διαγραφή τoυ ovόματός τoυ από τo Μητρώo τωv Δικηγόρωv.
Σχετικοί είναι και οι περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμοί ΚΔΠ 237/2002 και ειδικά οι Κανονισμοί 6, 7, 8, 11 και 19, που αφορούν ουσιαστικά ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου και επιτάσσουν υποχρέωση αυστηρής τήρησης τους, για να διασφαλιστεί η άσκηση του λειτουργήματος του δικηγόρου και η ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Ειδικότερα, οι Κανονισμοί που αφορούν την υπό κρίση υπόθεση προνοούν τα ακολούθα:
«6. Ο δικηγόρος έχει υποχρέωση προσήλωσης στις βασικές αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος, που περιλαμβάνουν την εξυπηρέτηση της αλήθειας και του δικαίου με ανεξαρτησία, ελευθερία και αξιοπρέπεια.
7. Ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να ανταποκρίνεται στο ρόλο και στην αποστολή του η οποία του δημιουργεί καθήκοντα και πολλαπλές υποχρεώσεις απέναντι—
…
(ν) στο κοινό, για το οποίο ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο επάγγελμα, που συνδέεται με το σεβασμό των κανόνων που αυτό το ίδιο έχει θέσει, αποτελεί ένα ουσιαστικό μέσο διαφύλαξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου απέναντι στο Κράτος και στις άλλες αρχές·
…
8. Ο κάθε δικηγόρος έχει υποχρέωση αυστηρής τήρησης των κανόνων δεοντολογίας, οι οποίοι προορίζονται να εγγυηθούν και διασφαλίσουν τη δέουσα άσκηση του λειτουργήματος του που αναγνωρίζεται ως αναγκαία και απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία κάθε ανθρώπινης κοινωνίας.
…
11. Ο δικηγόρος οφείλει να ενεργεί πάντοτε έχοντας υπόψη ότι οι σχέσεις εμπιστοσύνης δεν μπορούν να υφίστανται αν υπάρχει αμφιβολία σε σχέση με την εντιμότητα, την τιμιότητα, την ευθύτητα ή την ειλικρίνεια του δικηγόρου. Ο δικηγόρος οφείλει να ενεργεί πάντοτε με βάση τις εν λόγω παραδοσιακές αρετές οι οποίες καθίστανται επαγγελματική υποχρέωση και καθήκον του.
…
19. …
(3) Ο δικηγόρος οφείλει να μη δίνει συνέντευξη καταχρηστική στον τύπο ή γενικά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή να προκαλεί ή να επιτρέπει τη δημοσίευση στοιχείων ή πληροφοριών σε σχέση με οποιαδήποτε εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ή σε οποιαδήποτε υπόθεση.»
Διεξήχθη ακροαματική διαδικασία και το Κλιμάκιο Δ του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, κατά πλειοψηφία, στις 30 Μαΐου του 2022 εξέδωσε απόφαση με την οποία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στις δύο πρώτες κατηγορίες.
Οι κατηγορίες 3, 4 και 5, απορρίφθηκαν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αφετηρία της παρούσας υπόθεσης ήταν η αυτεπάγγελτη καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων συμφώνως του άρθρου 17(3) του Νόμου προς τον οποίο ζητήθηκαν γραπτώς οι απόψεις του και μετά που αυτές αποστάλθηκαν, ετοιμάστηκε το σχετικό κατηγορητήριο.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο για να καταλήξει στην κατά πλειοψηφία απόφαση του, στηρίχτηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση Πέτρου Μ. Πετράκη v. Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων (2000) 1 Α.Α.Δ. 1456, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα ακολούθα:
«Το επάγγελμα του δικηγόρου είναι ένα από τα ύψιστα κοινωνικά λειτουργήματα. Τα αυστηρά ήθη του επαγγέλματος πρέπει να τηρούνται και να διαφυλάσσονται. Η όποια χαλάρωση των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν ή που άπτονται του δικηγορικού επαγγέλματος αντανακλαστικά δημιουργεί δυνητικό κίνδυνο αποσταθεροποίησης του ευρύτερου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης του οποίου αναπόσπαστο μέρος είναι οι δικηγόροι.
Στην In Re AB an Advocate (1969) 1 CLR 388 η οποία αφορούσε αντιδεοντολογική συμπεριφορά δικηγόρου κατά παράβαση του Καν. 3 των Κανονισμών λέχθηκε ότι ο σκοπός του κανόνα αυτού είναι η διαφύλαξη της ορθής επαγγελματικής σχέσης και αμοιβαίου σεβασμού που πρέπει να υπάρχει μεταξύ δικηγόρων που ασκούν το επάγγελμα. Η αυστηρή εφαρμογή του κανονισμού ολοένα καθίσταται πιο επιτακτική ενόψει του εντεινόμενου επαγγελματικού ανταγωνισμού και των κάθε λογής έξωθεν προκλήσεων που ενυπάρχουν κατά την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.»
Κατά το στάδιο επιβολής ποινής, δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσείοντα να αγορεύσει για σκοπούς μετριασμού της ποινής μετά που ο ασκών εισαγγελικά καθήκοντα δικηγόρος Κ.Μ. επιβεβαίωσε ότι ο εφεσείων δεν βαρύνεται με οποιεσδήποτε προηγούμενες καταδίκες.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατέληξε υπό τις περιστάσεις ότι η ενδεικνυόμενη ποινή την οποία και επέβαλε, είναι αυτή του προστίμου, το οποίο καθόρισε στο ποσό των €4.000. Όπως αναφέρεται και στο κείμενο της απόφασης για την ποινή, το Πειθαρχικό Συμβούλιο προβληματίστηκε για το ενδεχόμενο διαγραφής από το μητρώο των δικηγόρων ή για αναστολή άδειας άσκησης του επαγγέλματος, αλλά θεώρησε ότι οι ποινές αυτές δεν ενδεικνύονταν κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Έλαβε σχετικά υπόψη ότι το δημοσίευμα ήταν περιορισμένης χρονικής εμβέλειας, περιήλθε στη γνώση κάποιων, αλλά άγνωστου αριθμού ατόμων, όπως και το γεγονός ότι η δημοσίευση έγινε ως αντίδραση στην πίεση την οποία ο εφεσείων υπέστη και στη δημοσιότητα η οποία δόθηκε στο όλο θέμα. Από την άλλη, έλαβε υπόψη του ότι ο δικηγόρος πρέπει να κινείται μέσα σε επιτρεπτά όρια αντίδρασης σε τέτοιου είδους ή παρόμοιες υποθέσεις και δεν πρέπει να ξεφεύγει των επιτρεπτών ορίων, γιατί τούτο αντανακλά στο σύνολο του δικηγορικού σώματος κατά τρόπο μειωτικό που ενδεχόμενα να προσβάλλει την εμπιστοσύνη του κοινού εν γένει στο λειτούργημα του δικηγόρου ως λειτουργός της δικαιοσύνης. Επισήμανε δε ότι ο κίνδυνος δημιουργίας σάλου με τέτοιου είδους δημοσιεύματα, είναι ορατός.
Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου αμφισβητείται από τον εφεσείοντα με 5 λόγους έφεσης. Σημειώνουμε ότι αρχικά οι λόγοι έφεσης ήταν 6, αλλά ο εφεσείων απέσυρε τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία κατά τον εφεσείοντα ήταν παράνομη και ελαττωματική. Ισχυρίζεται ότι η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που πήρε την απόφαση για πειθαρχική του δίωξη ήταν η ίδια που δίκασε την υπόθεση, και ότι η δικηγόρος Α. Κ. που ήταν μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων και είναι το πρόσωπο που έκανε την καταγγελία για δίωξη του εφεσείοντα, προσήλθε ως μάρτυρας κατηγορίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη μη απόδειξη συστατικού στοιχείου του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, ειδικά την παράλειψη του εφεσείοντα να ενημερώσει πρώτα τις Αστυνομικές Αρχές, και προβάλλεται η θέση ότι δεν έχουν αποδειχτεί τα συστατικά στοιχεία και οι λεπτομέρειες του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας στην οποία και καταδικάστηκε.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η δεύτερη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου στηρίζεται ακριβώς στα ίδια γεγονότα και την ίδια νομική βάση όπως η πρώτη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου, και περιλαμβάνονται λεπτομέρειες ως συστατικά στοιχεία του αδικήματος που δεν αποδείχθηκαν και ούτε προσφέρθηκε μαρτυρία σχετικά. Αφορά και πάλι την παράλειψη του εφεσείοντα να ενημερώσει προηγουμένως τις Αστυνομικές Αρχές για τυχόν διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Ο πέμπτος λόγος έφεσης προβάλλει τη θέση ότι η πλειοψηφία του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων δεν εφάρμοσε ή ερμήνευσε σωστά τη νομοθεσία και τους κανονισμούς και απέδωσαν λανθασμένη ερμηνεία στα γεγονότα και τις πληροφορίες που περιέχοντο στην επίδικη ανάρτηση του εφεσείοντα και λανθασμένα κατέληξαν ότι συνιστούσαν συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του δικηγόρου και επονείδιστη.
Τέλος, αντικείμενο του έκτου λόγου έφεσης είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρόστιμο που του επιβλήθηκε σαν ποινή είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολικό, άδικο και αδικαιολόγητο, αφού δεν υπήρχε καθόλου μαρτυρία στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα και τις συνέπειες της επιβολής τέτοιου προστίμου, και επίσης οι περιστάσεις και οι συνθήκες της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την επιβολή τόσο μεγάλου ποσού προστίμου. Αναφέρει επίσης ο εφεσείων ότι ίσως μία επίπληξη να ήταν και σκληρή ποινή υπό τις περιστάσεις.
Ξεκινώντας από τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά τη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αναφέρουμε τα ακολούθα: Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων που βρίσκονται στον φάκελο του Δικαστηρίου, αλλά και από την ίδια την εκκαλούμενη απόφαση του εν λόγω οργάνου, την υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα εκδίκασε το Κλιμάκιο Δ του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, το οποίο απαρτιζόταν από τους Ξ. Λ. Ξ. Πρόεδρο, Α. Π. και Δρ. Χ. Κ. ως μέλη. Ο δικηγόρος K. M. ασκούσε εισαγγελικά καθήκοντα. Η δικηγόρος A. K., μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ήταν το πρόσωπο που έδωσε μαρτυρία στη διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και επίσης ήταν το πρόσωπο το οποίο ενημέρωσε το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων για τις σχετικές αναρτήσεις του εφεσείοντα στο διαδίκτυο και συγκεκριμένα στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης Facebook. Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι υπήρξε παρανομία και ελαττωματικότητα στη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφού η δικηγόρος A. K. μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι το πρόσωπο που έκανε την καταγγελία για τη δίωξη του και ακολούθως προσήλθε ως μάρτυρας κατηγορίας.
Σημειώνουμε ότι στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπάρχει εκτενής αναφορά στο μέρος της διαδικασίας που αφορούσε τη μαρτυρία της δικηγόρου A. K., τον τρόπο με τον οποίο αυτή αντεξετάστηκε από τον εφεσείοντα και το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων κατέληξε στο εύρημα ότι η μαρτυρία της, παρά τις προσπάθειες του εφεσείοντα και του δικηγόρου Γ. Π. περί του αντιθέτου για εκτροπή της διαδικασίας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι αξιόπιστη. Η αξιοπιστία της μάρτυρος δεν πλήγηκε από τα όσα της έχουν καταλογιστεί για διάφορα δημοσιεύματα που είχαν γίνει στο Facebook από πρόσωπα του επαγγελματικού της περιβάλλοντος, και καταλήγει το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων ότι «Δεν έχουμε πεισθεί ότι αυτά τα οποία μαρτύρησε ήταν αποτέλεσμα οποιασδήποτε προκατάληψης ή αμεροληψίας εναντίον του εγκαλούμενου... ».
Δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να στρέφεται εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας της δικηγόρου A.K. από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων. Επίσης, ούτε για το εύρημα του Πειθαρχικού Συμβουλίου αναφορικά με το ότι δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα για την ανεξαρτησία, αμεροληψία και ακεραιότητα του δικηγόρου K. M., ο οποίος ήσκησε τα εισαγγελικά του καθήκοντα με τον δέοντα τρόπο, υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση.
Ο εφεσείων επικαλέστηκε την απόφαση Χρ. Βασιλείου v. Δήμος Παραλιμνίου (1994) 4 Α.Α.Δ. 2015, προωθώντας τη θέση ότι ο κατήγορος δεν μπορεί να είναι δικαστής. Στην εν λόγω απόφαση επιβεβαιώθηκε το αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης, ότι κανένας δεν μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης, σημειώνοντας ότι προέκταση της αρχής αυτής είναι ότι κατήγορος δεν μπορεί παράλληλα να είναι και κριτής του κατηγορουμένου.
Οι εν λόγω αρχές βεβαίως και θα πρέπει να ακολουθούνται αυστηρά και είναι βασικές για τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν ισχύουν τα όσα ίσχυαν στην απόφαση Βασιλείου (ανωτέρω), αφού στην υπόθεση εκείνη ο Δήμαρχος Παραλιμνίου, o οποίος είχε προβεί στην καταγγελία εναντίον του αιτητή και γνωστοποίησε στο Δημοτικό Συμβούλιο ότι είχε ανακαλύψει ατασθαλίες για τις οποίες ο αιτητής ήταν υπεύθυνος, συμμετείχε στη σύνθεση του Πειθαρχικού Σώματος που επιλήφθηκε των κατηγοριών εναντίον του αιτητή. Αυτό δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Η δικηγόρος Α.Κ. ήταν μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, αλλά για την υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα, όπως έχει ανωτέρω αναφερθεί, διορίστηκε συγκεκριμένο κλιμάκιο, το Κλιμάκιο Δ, αποτελούμενο από τα τρία πρόσωπα που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, και στον δικηγόρο K. M. δόθηκε η εντολή να ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα. Η συμμετοχή της δικηγόρου Α.Κ. στη διαδικασία ήταν να ενημερώσει το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων για τις αναρτήσεις του εφεσείοντα. Κατ' εντολή του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων απηύθυνε επιστολή στον εφεσείοντα πριν να ληφθεί απόφαση για πειθαρχική του δίωξη για να δώσει τις εξηγήσεις του και μετά που λήφθηκε η απόφαση για αυτεπάγγελτη καταγγελία εναντίον του από το Συμβούλιο, προσήλθε ως μάρτυρας στη διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου, αντεξετάστηκε έντονα και επί μακρόν και το Συμβούλιο την έκρινε ως αξιόπιστη μάρτυρα και αποδέχτηκε τη μαρτυρία της. Υπενθυμίζουμε ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Α. Κ.
Επίσης, η απόφαση Βασιλείου (ανωτέρω) διαφοροποιείται από την παρούσα και για έναν ακόμα λόγο. Ο Δήμαρχος Παραλιμνίου στην εν λόγω υπόθεση, όχι μόνο είχε προβεί σε καταγγελία εναντίον του αιτητή, αλλά είχε γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο ότι είχε ανακαλύψει και άλλες ατασθαλίες για τις οποίες ο αιτητής ήταν υπεύθυνος. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η βεβαιότητα ως προς την ευθύνη του αιτητή σε συνδυασμό με την υποβολή της καταγγελίας, εύλογα θα δικαιολογούσαν τρίτο πρόσωπο ενήμερο αυτών των γεγονότων, να θεωρήσει τον δήμαρχο ως στερούμενο των εχεγγύων του αμερόληπτου κριτή της ευθύνης του κατηγορουμένου. Τόνισε επίσης, ότι διαφορετική θα ήταν η περίπτωση αν η αναφορά του Δημάρχου περιοριζόταν στην ανάγκη για τη διερεύνηση καταγγελιών εναντίον του αιτητή ή του τρόπου άσκησης των καθηκόντων του. Κατέληξε το Ανώτατο Δικαστήριο στη Βασιλείου (ανωτέρω) ότι «Η μορφοποίηση οριστικής γνώμης για την ευθύνη του και η προβολή της ως του βάθρου της κατηγορίας, αποστέρησε τον Δήμαρχο από τα εχέγγυα αμεροληψίας που συνιστά προϋπόθεση για την εκπλήρωση του έργου του κριτή του κατηγορουμένου». Επίσης, στην εν λόγω υπόθεση ο Δήμαρχος είχε συμμετοχή στο Πειθαρχικό Σώμα που επελήφθη των κατηγοριών και αυτό ήταν πρόσθετος ανεξάρτητος λόγος o οποίος, σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, δικαιολογούσε την ακύρωση της απόφασης.
Αυτά τα γεγονότα διαφοροποιούν την υπόθεση Βασιλείου (ανωτέρω) από τα γεγονότα ενώπιον μας και με δεδομένο ότι η δικηγόρος Α. Κ. δεν συμμετείχε στη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που δίκασε τον εφεσείοντα, δεν δικαιολογεί τη θέση του εφεσείοντα ότι η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήταν παράνομη και ελαττωματική.
Ενόψει των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Έχει ήδη αναφερθεί ότι ο εφεσείων έχει εγκαταλείψει τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία και οι λεπτομέρειες του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας. Είναι συγκεκριμένα η θέση του ότι στην πρώτη κατηγορία καταγράφεται ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος η παράλειψη του εφεσείοντα να ενημερώσει πρώτα τις Αστυνομικές Αρχές, και τέτοια μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε.
Η πρώτη κατηγορία που αντιμετώπισε ο εφεσείων στο κατηγορητήριο, αφορούσε «Ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου κατά παράβαση του άρθρου 17 (1) του περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ. 2 ως έχει τροποποιηθεί και των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 2002, Κ.8.».
Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι «Η παράλειψη ενημέρωσης των Αστυνομικών Αρχών» δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της ασυμβίβαστης διαγωγής προς το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά αποτελεί μία από τις λεπτομέρειες που εξηγούν το αδίκημα.
Η πρώτη κατηγορία αφορά, όπως έχει αναφερθεί, το αδίκημα της ασυμβίβαστης διαγωγής προς το επάγγελμα του δικηγόρου κατά παράβαση τόσο του άρθρου 17(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, όσο και των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών. Δεν προσδιορίζεται ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος η παράλειψη του εφεσείοντα να αποταθεί στην Αστυνομία, ούτε και το γεγονός ότι δεν είχε δοθεί η συγκατάθεση των τρίτων προσώπων για τα όσα καταγράφονται στο δημοσίευμα ως, λανθασμένα, ο εφεσείων διατείνεται.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων ορθά ανάφερε ότι «Το ερώτημα το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο η ανάρτηση, η δημοσίευση, το περιεχόμενο, το ύφος της, ο τρόπος αντίδρασης, συνιστούν ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα ή παραβιάζουν τις πρόνοιες του περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών», αφού δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι έγινε από τον εφεσείοντα η συγκεκριμένη ανάρτηση σε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης στο Facebook στη δική του προφίλ σελίδα.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων αναφέρθηκε στην απόφαση του στους Κανονισμούς Δεοντολογίας των Δικηγόρων, συγκεκριμένα τους Κανονισμούς 4 και 5, αναφέροντας ότι:
«Για την συμπεριφορά δικηγόρου για θέματα που δεν αφορούν συγκεκριμένο πελάτη ή συγκεκριμένη υπόθεση είναι πλέον δεχτό ότι, και αυτή διέπεται από στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας. Θα ήταν πολύ οξύμωρο σχήμα οι κανόνες δεοντολογίας να περιορίζονται μόνο σε σχέση με τα καθήκοντα του δικηγόρου και/ή τη σχέση του προς τους πελάτες ή με τα καθήκοντα προς το Δικαστήριο, διαιτητές, πραγματογνώμονες και συναδέλφους, αλλά να είναι ανέλεγκτη η εν γένει συμπεριφορά του σε σχέση με άλλα πρόσωπα».
Με παραπομπή στην υπόθεση In Re XZ and Advocate [1972] 5JSC 487, το Πειθαρχικό Συμβούλιο υπογράμμισε την αρχή ότι ο δικηγόρος ως λειτουργός της δικαιοσύνης οφείλει να είναι αξιοπρεπής και να μην επιτρέπει τη δημιουργία σκανδάλων, αλλά και να μην προκαλεί δυσμενή επικριτικά σχόλια για τη συμπεριφορά του.
Αναφέρθηκε επίσης και στο σύγγραμμα «Δικηγορική Δεοντολογία» του Τάκη Ηλιάδη, όπου στη σελίδα 73 σημειώνεται ότι «Ο δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα έχει καθήκον να διατηρεί την τιμή, την αξιοπρέπεια και την παράδοση του δικηγορικού σώματος. Θα πρέπει να μην προκαλεί ρήγματα στο γόητρο του επαγγέλματος.»
Σχετικό είναι επίσης το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Τάκη Ηλιάδη στις σελίδες 217‑219:
«Το ερώτημα αν η ασυμβίβαστη διαγωγή καλύπτει και συμπεριφορά που δεν σχετίζεται άμεσα με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος εξετάστηκε στην υπόθεση In re I.A. an Advocate [1987] 1 CLR 319, που αφορούσε τα επακόλουθα της εγγύησης που ανέλαβε ο εφεσείων δικηγόρος για την τακτική καταβολή του ποσού διατροφής που είχε εκδοθεί εναντίον του πελάτη του, για να μπορέσει ο τελευταίος να μεταβεί στο εξωτερικό όπου κατοικούσε. Εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου ο Δικαστής Πικής τόνισε τα ακόλουθα:
“The rules of etiquette do not in terms limit the application of the code of etiquette to misconduct directly and inextricably associated with the exercise of professional duties. On the contrary examination of the content of the rules suggests that their ambit is wider and covers conduct likely to bring the profession inti disrepute. Rule 3 in particular binds an advocate to maintain the honor and dignity of the legal profession. Furthermore, R. 4 provides that the conduct of an advocate must always be characterized by honesty, straightforwardness, and a sense of justice.”
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Οι κανόνες δεοντολογίας δεν περιορίζουν την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας σε συμπεριφορά που συνδέεται άμεσα με την εξάσκηση επαγγελματικών καθηκόντων. Αντίθετα, εξέταση του περιεχομένου των κανόνων εισηγείται ότι η εμβέλεια τους είναι μεγαλύτερη και καλύπτει συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει το επάγγελμα σε ανυποληψία. Ειδικά ο Κανονισμός 3 δεσμεύει το δικηγόρο να τηρεί την τιμή και την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος. Ο Κανονισμός 4 προνοεί ότι η συμπεριφορά του δικηγόρου πρέπει να διέπεται με τιμιότητα, ευθύτητα και πνεύμα δικαιοσύνης.»
Η θέση ότι η πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου δεν περιορίζεται μόνο σε συμπεριφορά που σχετίζεται με την άσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων αλλά επεκτείνεται και σε πράξεις που τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς το κύρος του επαγγέλματος, εξετάστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο στην καταγγελία εναντίον του δικηγόρου Φ.Β. Αρ. 143/93/353. Στην πιο πάνω υπόθεση ο καθ’ ου η αίτηση δικηγόρος έδωσε οδηγίες σε υπάλληλο του να τηλεφωνήσει στην Ολυμπιακή Αεροπορία, ότι σε αεροπλάνο της Ολυμπιακής που θα αναχωρούσε από Λάρνακα για Αθήνα είχε τοποθετηθεί βόμβα. Και τούτο για να εμποδίσει τη γυναίκα του, με την οποία είχε μια σοβαρή οικογενειακή διαφωνία, να αναχωρήσει από την Κύπρο. Ο δικηγόρος παραδέχθηκε τη σχετική κατηγορία και το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού έκρινε ότι η συμπεριφορά του συνιστούσε διαγωγή ασυμβίβαστη προς την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, του αποστέρησε το δικαίωμα άσκησης το επαγγέλματος για μια περίοδο 6 μηνών. Η θέση ότι οι πράξεις που αναφέρονται στον ιδιωτικό βίο του δικηγόρου μπορεί να αποτελούν αναξιοπρεπή διαγωγή και μπορεί να θεμελιώσουν πειθαρχικό παράπτωμα αν υποπίπτουν στη δημόσια αντίληψη και διεγείρουν την κοινή περιέργεια, έχει υιοθετηθεί στην Ελλάδα. (Βλ. Ανωτ. Πειθ. 14/1948, Σπ. Τσατσώνη, Το πειθαρχικόν δίκαιον των δικηγόρων, σελ. 69-70).
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή δεν περιορίζεται μέσα στα στενά πλαίσια της άσκησης του επαγγέλματος αλλά περιλαμβάνει και εξωεπαγγελματική συμπεριφορά που μπορει να οδηγήσει το επάγγελμα σε ανυποληψία.»
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων επίσης παρέπεμψε και στη σελίδα 477 του συγγράμματος του Andrew Boon, “The Ethics and Conduct of Lawyers in England and Wales”, 3rd Edition, 2014, όπου αναφέρονται τα εξής:
“Some of the fundamental principles appearing at the start of the Bar Code potentially support a duty to third parties. Traditionally, these principles prohibit behaviour that is dishonest or otherwise discreditable to a barrister, prejudicial to the administration of justice or likely to diminish public confidence in the legal profession or the administration of justice or otherwise bring the legal profession into disrepute4. The Bar Code of Conduct itself has no particular focus on lay third parties. Any non-client focus within the rules tends to be directed toward the duties a barrister owes to the court. These duties, for example, covering the treatment of witnesses, are delt with in the chapter on advocacy. Of course, third parties are often the beneficiaries of such duties, because they tend to support openness and fairness in the conduct of litigation. In the new Bar Code of Conduct third parties are not mentioned in the core duties. Some core duties could affect dealings with third parties, but these are at a high level of generality. For example, acting with honesty and integrity5 or behaving so as not to diminish public trust and confidence in the profession6 cover conduct towards third parties.” (δική μας υπογράμμιση)
Περαιτέρω στη σελίδα 15, στο βιβλίο “Professional Ethics”, 16η Έκδοση, 2014, Edited by Robert McPeake, αναφέρονται τα εξής:
“Under the previous edition of the Code, barristers were usually prohibited from expressing personal opinions to the media about cases I which they were briefed or had appeared or expected to appear, other than opinions expressed in an academic or educational context. In April 2013, though, the BSB altered its stance in recognition of barristers’ freedom of expression so that thereafter ‘the starting point is that barristers are fee to make comments to or in the media’. This freedom was nevertheless constrained by various considerations: first, the need to act in the client’s best interests; secondly the need to preserve one’s professional independence and integrity; thirdly, the need to not conduct oneself in such a way as to diminish public trust and confidence in the individual barrister or the profession; (δική μας υπογράμμιση) finally, the need to preserve the confidentiality of the client unless given permission to make a particular disclosure. All of these necessities are present in the new Code of Conduct.”
Τέλος, στον «Κώδικα περί Δικηγόρων», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1994 του Αθανάσιου Κ. Βαρυμποπιώτη, στη σελίδα 81, παράγραφος 19, αναφέρονται τα εξής:
«19. Ο δικηγόρος, ως δικηγόρος και ως κοινωνικόν άτομον και συνεπώς και ως κατηγορούμενος, οφείλει να διάγει και να φαίνεται ότι διάγει αξιοπρεπώς και να συμπεριφέρεται συμφώνως προς τας παραδόσεις του δικηγορικού σώματος και υποχρεούται να τηρεί την προσήκουσαν ευπρέπειαν και μετριότητα εκφράσεων κατά τας προφορικάς και εγγράφους εκθέσεις του, Αν. Πειθ. Συμβ. Δικ. Συλλ. Θες. 2/1984 Αρμ. 39.160.»
Και στην παράγραφο 22 τα εξής:
«22. Οι εξυβριστικές φράσεις συνιστούν και πειθαρχικό παράπτωμα του συντάξαντα και υπογράψαντα αυτές δικηγόρου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρ. 45 § 1, 48 και 46 του Κώδικα περί δικηγόρων, Εφ. Πατρ. 614/1986 Αχ. Νομ. 3. 409.»
Αυτό που το Πειθαρχικό Συμβούλιο εξέτασε, είναι κατά πόσο η ενέργεια του εφεσείοντα να προβεί και να καταγράψει με τον τρόπο που έπραξε τις δηλώσεις, είτε είναι αληθείς είτε όχι απευθυνόμενος στο κοινό, αρμόζει στη συμπεριφορά ενός λειτουργού της δικαιοσύνης. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων κλήθηκε να αξιολογήσει τη συμπεριφορά του εφεσείοντα όπως εξωτερικεύτηκε με τη συγκεκριμένη ανάρτηση του στο Facebook και να την υπαγάγει ή όχι σε ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του δικηγόρου συμπεριφορά. Εάν μία από τις λεπτομέρειες του όρου «Ασυμβίβαστη διαγωγή με το επάγγελμα» όπως τέθηκαν στο κατηγορητήριο δεν έχει αποδειχθεί, το ερώτημα είναι κατά πόσο θα πρέπει η κατηγορία να οδηγηθεί σε απόρριψη. Και τούτο με δεδομένη την αρχή ότι οι λεπτομέρειες οι οποίες δόθηκαν στην πρώτη κατηγορία, για να εξηγήσουν την ασυμβίβαστη διαγωγή δεν αποτελούν ξεχωριστά αδικήματα, όπως προσπαθεί ο εφεσείων να προβάλει.
Είναι η θέση μας ότι ορθά το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων αποφάσισε:
«Υπό τας περιστάσεις, είναι η απόφασή μας ότι, ο εγκαλούμενος είναι ένοχος της πρώτης κατηγορίας σύμφωνα με την οποία, ενώ ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο δικηγόρος εγγεγραμμένος στο μητρώο των ασκούντων το επάγγελμα δικηγόρων και ασκούσε την δικηγορία, στις XXXXX.2021 επέδειξε διαγωγή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του δικηγόρου με την ανάρτηση της προαναφερθείσας δημοσίευσης στην προσωπική του σελίδα προφίλ με την ονομασία XXXXX XXXXX στο Facebook, με την οποία δημοσίευση αντέδρασε κατά τρόπο περιφρονητικό και μη συνάδοντα με την συμπεριφορά που αρμόζει σε λειτουργό δικαιοσύνης και κατά τέτοιο τρόπο που τείνει να μειώσει σκανδαλωδώς την εικόνα των λειτουργών της δικαιοσύνης εν γένει και ο οποίος πλήττει την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος του δικηγόρου.»
Σημειώνουμε επίσης, τα πιο κάτω από την πρωτόδικη απόφαση, τα οποία και επικροτούμε:
«Το πεδίο εφαρμογής του κώδικα δεοντολογίας και εν γένει της δεοντολογίας των δικηγόρων, δεν περιορίζεται σε συμπεριφορά που συνδέεται άμεσα με την εξάσκηση επαγγελματικών καθηκόντων. Η εμβέλειά τους είναι μεγαλύτερη και καλύπτει συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει το επάγγελμα σε ανυποληψία.
Οποιαδήποτε εξωεπαγγελματική συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει το επάγγελμα σε ανυποληψία δεν είναι επιτρεπτή. Ο τρόπος με τον οποίο διατύπωσε τα ερωτήματά του ο εγκαλούμενος δικηγόρος ήταν περιφρονητικός και ανεπίτρεπτος και αντίθετος με τις βασικές αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος. Η αναφορά του σε δημοσιογράφους του Al Jazeera και σε γεγονότα που αφορούσαν πτυχές της ιδιωτικής ζωής τους στις XXXXX.2019 στην Αγία Νάπα, ξέφυγε από τα επιτρεπτά όρια. Όπως και τα ερωτήματα που δημιουργούσαν εντυπώσεις για επίσκεψής του σε καμπαρέ στην Αγία Νάπα και εξασφάλιση αγοραίου έρωτα, εκμετάλλευση γυναικών και για περιπτύξεις επί πληρωμή και άλλα. Το υπονοούμενο για την ύπαρξη επίσης βίντεο και για το τι κοκορεύθηκε ο εν λόγω δημοσιογράφος και κάποιος άλλος, αν ήταν και αυτός στο ίδιο δωμάτιο με την ιερόδουλη, δεν συνάδουν με την συμπεριφορά ενός λειτουργού της δικαιοσύνης και αντανακλούν στο όλο δικηγορικό σώμα και συλλειτουργούς της δικαιοσύνης κατά τρόπο δυσμενή.
Περαιτέρω η ορολογία που χρησιμοποιείται στο δημοσίευμα όπως, «σας προκαλώ να διαψεύσετε τα ανωτέρω, να καλύψω τα έξοδα να στείλετε τις πραγματικές σας ηχογραφήσεις, να φέρετε τις κάμερες μαζί σας για να πάρετε πλάνα της μάνας μου από το Βαρώσι, το γραφείο του πατέρα μου από το Βαρώσι, από τα οποία τους έδιωξαν και τα κρατούν τα κολλητάρια σας οι Τούρκοι που τους δάνεισε το Κατάρ κάμποσα δισεκατομμύρια ευρώ», και τα υπόλοιπα, ήταν αχρείαστος βερμπαλισμός ο οποίος όχι μόνο δεν βοηθά την υπόθεση του εγκαλούμενου αλλά προκαλεί το δημόσιο αίσθημα όπως και η κατάληξη “ This IS Cyprus Al Jazeera. And I am not afraid of you. I summon you to the Court of Public Opinion and I dare you to respond.”
Δικηγόρος ο οποίος βρίσκεται υπό πίεση αντιμετωπίζοντάς ανυπόστατες κατά τον ισχυρισμό του κατηγορίες οφείλει να κρατήσει την ψυχραιμία του και να λειτουργήσει κατά τρόπο που αρμόζει σε λειτουργό της δικαιοσύνης.
Δεν αμφισβητούμε το δικαίωμα του εγκαλούμενου να απαντήσει στις κατηγορίες κατά τρόπο ο οποίος ενδείκνυται παραθέτοντας π.χ. γεγονότα και την πραγματικότητα, όπως στην προκειμένη περίπτωση της ενδεχόμενα παράνομης ηχογράφησης, και ότι ο ίδιος είχε αντιληφθεί εξ υπαρχής ότι επρόκειτο για μία «στημένη» υπόθεση την οποία και κατήγγειλε κατά τους δικούς του ισχυρισμούς άμεσα στις αρμόδιες αρχές και αρμοδίους.»
Επομένως, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η απόρριψη του τρίτου λόγου έφεσης, συμπαρασύρει και τον τέταρτο λόγο έφεσης, o οποίος αφορά τη δεύτερη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου που στηρίχτηκε ακριβώς στα ίδια γεγονότα και νομική βάση όπως και η πρώτη κατηγορία και κατά τον εφεσείοντα, περιλαμβάνονται λεπτομέρειες ως συστατικά στοιχεία του αδικήματος που δεν αποδείχθηκαν. Και πάλι οι λεπτομέρειες αυτές αφορούν τη μη ενημέρωση των Αστυνομικών Αρχών από τον εφεσείοντα περί της ενδεχόμενης διάπραξης αδικημάτων.
Είναι και πάλι λανθασμένη η θέση του εφεσείοντα ότι η καταγγελία της δεύτερης κατηγορίας στηρίζεται και στο συστατικό στοιχείο ότι δεν είχαν ενημερωθεί προηγουμένως οι ενδιαφερόμενοι, το οποίο δεν αποδείχθηκε.
Η δεύτερη κατηγορία του κατηγορητηρίου, αφορούσε τον Κανονισμό 6 των Κανονισμών Δεοντολογίας, με πλαγιότιτλο «Προσήλωση στις Βασικές Αρχές του Επαγγέλματος». Ο δικηγόρος ως λειτουργός της δικαιοσύνης πρέπει να σέβεται τους νόμους και τόσο η ιδιωτική, όσο και η επαγγελματική του ζωή πρέπει να είναι σεμνή και αξιοπρεπής, σε βαθμό που να μην επιτρέπει τη δημιουργία σκανδάλων και να μην προκαλεί δυσμενή επικριτικά σχόλια για τη συμπεριφορά του. Παραπέμπουμε σχετικά στο σύγγραμμα Τ. Ηλιάδη «Δικηγορική Δεοντολογία» στη σελίδα 13.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ο τέταρτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι η πλειοψηφία του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εκδίκασε τον εφεσείοντα δεν εφάρμοσε ή ερμήνευσε σωστά τη νομοθεσία και τους κανονισμούς. Υιοθετώντας τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω, αλλά και την πρωτόδικη απόφαση της πλειοψηφίας στην ολότητα της, και τις αυθεντίες και νομικές αρχές που αναφέρονται σε αυτή, και υπενθυμίζοντας ότι δεν έχει αμφισβητηθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο και τα ευρήματα που προέκυψαν συνεπεία αυτής, θεωρούμε τον πέμπτο λόγο έφεσης εντελώς ανεδαφικό και τον απορρίπτουμε.
Απομένει προς εξέταση ο έκτος και τελευταίος λόγος έφεσης που αφορά την επιβολή ποινής η οποία υπό τις περιστάσεις είναι, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, υπερβολική, άδικη και αδικαιολόγητη. Υπενθυμίζουμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι αυτή του προστίμου των €4.000.
Σε ό,τι αφορά το είδος της ποινής, το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων όπως αναφέρει στη σελίδα 4 της απόφασης του, προβληματίστηκε για το ενδεχόμενο διαγραφής από το μητρώο των δικηγόρων ή για την αναστολή άδειας άσκησης του επαγγέλματος, αλλά αποφάσισε ότι δεν δικαιολογείτο κάτι τέτοιο, γι' αυτό και κατέληξε στην ποινή προστίμου. Όπως φαίνεται μέσα από το κείμενο της απόφασης που αφορά την ποινή, δόθηκε το δικαίωμα και ο χρόνος στον εφεσείοντα να αγορεύσει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου για μετριασμό της ποινής που θα του επιβληθεί. Εναπόκειτο στον ίδιο να παραθέσει γεγονότα που αφορούν μεταξύ άλλων και την οικονομική του κατάσταση και τις επιπτώσεις που τυχόν θα είχε στον ίδιο η επιβολή μιας βαριάς ποινής προστίμου.
Σημειώνουμε, ότι το μέγιστο προβλεπόμενο ποσό προστίμου στη βάση του άρθρου 17 (1)(γ) είναι το ποσό των €20.000 και επομένως δεν θεωρούμε ότι η επιβολή προστίμου €4.000 (που είναι το 1/5 του μέγιστου προβλεπόμενου προστίμου) μπορεί να θεωρηθεί ως βαρύ πρόστιμο.
Περαιτέρω, το Πειθαρχικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και τα οποία αναγνωρίζονται από τη νομολογία ως μετριαστικά για να καταλήξει τόσο στο είδος, αλλά και στο ύψος της ποινής του προστίμου που αποφάσισε ότι ήταν η καταλληλότερη για να επιβληθεί.
Η θέση του εφεσείοντα ότι «Ίσως μία επίπληξη να ήταν και σκληρή ποινή υπό τις περιστάσεις», σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται με βάση τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώθηκε η συμπεριφορά του εφεσείοντα, η οποία δικαιολογημένα κρίθηκε ως ασυμβίβαστη ως προς το επάγγελμα του δικηγόρου.
Συνακόλουθα ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Επομένως, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο