Milla Global Inc. v. Flystar Holdings Limited κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. Ε3/2025, 29/4/2025
print
Τίτλος:
Milla Global Inc. v. Flystar Holdings Limited κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. Ε3/2025, 29/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε3/2025 i-justice)

ν.

1.     Flystar Holdings Limited, (HE363711) από Κύπρο,

2.     Katz Beteiligungs GmbH, (HRB 30539 P) από Γερμανία,

3.     Hermetia Baruth GmbH, (HRB 22645P) από Γερμανία,

4.     Katz Biotech AG, (HRB 16819 P) από Γερμανία,

5.     Heinrich Katz, από Γερμανία,

Για εφεσείουσα: κ. Χριστόδουλος Κληρίδης για Κληρίδης & Τρύφωνος Δ.Ε.Π.Ε.

Για εφεσίβλητους: κ. Γιώργος Χριστοδούλου με κα Μαριάννα Σοφοκλέους και κα Δέσποινα Χαραλάμπους (ασκούμενη δικηγόρο) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 09/01/2025, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της αγωγής υπ’ αριθμό 2746/2022, και με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ημερομηνίας 29/10/2024 της ενάγουσας – εφεσείουσας για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης. Η εκδίκαση της παρούσας έφεσης προχώρησε με επίσπευση δυνάμει του Μέρους 41.4.(2)(δ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Αυτό, δεδομένου ότι εκκρεμεί και άλλη ενδιάμεση αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για εκδίκαση προδικαστικών ενστάσεων των εφεσιβλήτων – εναγομένων, σε σχέση με ισχυρισμούς που περιέχονται στην ισχύουσα έκθεση απαίτησης. Το αποτέλεσμα της πιο πάνω αίτησης θα καθορίσει και την πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας. Κρίθηκε έτσι, όπως η παρούσα έφεση εκδικαστεί κατά προτεραιότητα αφού τυχόν επιτυχία της, πιθανόν να επηρεάσει την διαδικασία της πιο πάνω αίτησης που θα εξεταστεί στην βάση διαφορετικής έκθεσης απαίτησης.  

Χρήζει στο στάδιο αυτό, μια συνοπτική παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης, προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της παρούσας έφεσης.

Η αγωγή της εφεσείουσας καταχωρίστηκε στις 08/12/2022, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, υπό την  ιδιότητα της ως μέτοχος ποσοστού 24.67% στην εφεσίβλητη 1. Πρόκειται σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης για παράγωγη αγωγή, που ασκείται για λογαριασμό και προς όφελος της εφεσίβλητης 1.

Η εφεσείουσα ζητά μεταξύ άλλων με αγωγή της, απόφαση του Δικαστηρίου που να απαγορεύει την πώληση και/ή μεταβίβαση του 100% των μετοχών της εφεσίβλητης 3 εταιρείας, από την εφεσίβλητη 1 προς την εφεσίβλητη 2, σύμφωνα με τους όρους που ο εφεσίβλητος 5 κοινοποίησε στους μετόχους της εφεσίβλητης 1 στις 19/5/2022, μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ή που αναφέρονται στο έγγραφο με τίτλο «προσφορά για αγορά» (offer to buy), ημερομηνίας 17/5/2022.

Στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, η εφεσείουσα πέτυχε την έκδοση και οριστικοποίηση προσωρινών διαταγμάτων εναντίον της εφεσίβλητης 1, τα οποία της απαγορεύουν να προχωρήσει με την πώληση της εφεσίβλητης 3 που είναι θυγατρική της, προς την εφεσίβλητη 2. Με επιπλέον διάταγμα εμποδίζεται  επίσης η εφεσίβλητη 1, να αποξενώσει περιουσία εκτός των συνήθων εμπορικών εργασιών της, περιλαμβανομένων και των μετοχών που κατέχει στην εφεσίβλητη 3.

Να σημειωθεί ότι μέρος των πιο πάνω απαγορευτικών διαταγμάτων εκδόθηκαν μονομερώς, ενώ το σύνολο των συντηρητικών διαταγμάτων εκδόθηκε και κατέστη οριστικό μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, λόγω παράλειψης της εφεσίβλητης 1 να εμφανιστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την διαδικασία οριστικοποίησης. Σημειώνεται επίσης ότι η εφεσείουσα απέσυρε την αίτηση για προσωρινά διατάγματα, εναντίον των υπολοίπων εφεσιβλήτων.

Στις 03/11/2023, η εφεσείουσα καταχώρησε έκθεση απαίτησης στην αγωγή, την οποία τροποποίησε μονομερώς στις 30/11/2023, ως εδικαιούτο δυνάμει της Δ.25 θ.2 των παλαιών περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Παράλληλα, καταχώρησε 2η μονομερή αίτηση, με την οποία αιτήθηκε την έκδοση επιπλέον ενδιάμεσων απαγορευτικών διαταγμάτων. Στο πλαίσιο της 2ης αίτησης, η εφεσείουσα εξασφάλισε μονομερώς προσωρινό συντηρητικό διάταγμα, που απαγόρευε στην εφεσίβλητη 1 να εγκρίνει συγκεκριμένα ψηφίσματα στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των εφεσιβλήτων 3 και 4 εταιρειών.

Η εφεσίβλητη 1, που στο μεταξύ καταχώρησε εμφάνιση στην αγωγή, μαζί με τους υπόλοιπους εφεσιβλήτους, ήγειραν ένσταση στη συνέχιση ισχύος του προσωρινού διατάγματος, καθώς και στην έκδοση των υπόλοιπων αιτούμενων διαταγμάτων της 2ης αίτησης. Με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 21/03/2024, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα και απέρριψε την 2η αίτηση, στο σύνολο της. Στην πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα δεν είχε προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων που αφορούσαν την 2η αίτηση. Αναφέρεται επίσης ότι η 2η αίτηση, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Τέλος, γίνονται κάποιες επισημάνσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις έγερσης παράγωγης αγωγής και αναφέρεται ότι δεν διακρίνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας της υπό κρίση αγωγής, στο πλαίσιο της εξέτασης της δεύτερης προϋπόθεσης που τίθεται από το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, αναφορικά με την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων.

Στις 27/03/2024 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν υπεράσπιση στην αγωγή, με την οποία εγείρουν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, ισχυριζόμενοι μεταξύ άλλων ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έγερσης παράγωγης αγωγής. Σχετική αίτηση των εναγομένων για προδικαστική εκδίκαση των πιο πάνω ενστάσεων, εκκρεμεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Στην συνέχεια, η εφεσείουσα καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση στις 29/11/2024, με την οποία αιτείται διάταγμα που να τροποποιεί για 2η φορά την έκθεση απαίτησης. Με τις αιτούμενες νέες τροποποιήσεις, επιδιώκεται η προσθήκη στην έκθεση απαίτησης, του ισχυρισμού ότι η εφεσίβλητη 3, μέσω του εφεσίβλητου 5, παρουσίασε ότι θα προχωρούσε σε αγορά γης για ανάπτυξη των εργασιών της και ζήτησε να της παραχωρηθούν κεφάλαια για αυτό το σκοπό. Επιχειρείται επίσης η προσθήκη ισχυρισμού ότι η εφεσίβλητη 1, στη βάση των παραστάσεων του εφεσίβλητου 5, εξέδωσε νέες μετοχές τις οποίες παραχώρησε στην εφεσείουσα έναντι €1.500.000, ποσό που αργότερα παραχωρήθηκε από την εφεσίβλητη 1 στην εφεσίβλητη 3 για να προχωρήσει με την αγορά της γης. Η εφεσείουσα ζήτησε επιπλέον μέσω της τροποποίησης, να προβάλει ισχυρισμούς ότι η αγορά δεν προχώρησε, αλλά ουδέποτε δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις στην εφεσίβλητη 1, για τη χρήση των χρημάτων που έδωσε για τον σκοπό αυτό.

Η εφεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τροποποίηση είναι αναγκαία γιατί μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης στην 2η αίτηση, διαπιστώθηκε ότι η έκθεση απαίτησης δεν ήταν σαφής και είχε γίνει λάθος στον τρόπο με τον οποίο αναφέρονταν κάποιες απαιτήσεις της. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα ότι παρουσιάζονταν ορισμένες απαιτήσεις να «ξεφεύγουν» με την έννοια ότι «είναι δυνατόν να εγερθούν σε παράγωγη αγωγή».

Η πλευρά των εφεσιβλήτων ήγειρε ένσταση στην αιτούμενη τροποποίηση. Υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι η αίτηση καταχωρήθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Επίσης δεν δικαιολογείται επαρκώς πως προέκυψε η ανάγκη τροποποίησης σε εκείνο το στάδιο. Τέλος, σημείωσαν ότι υπάρχουν προς όφελος της εφεσείουσας απαγορευτικά διατάγματα, τα οποία εκδόθηκαν στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων και δεν είναι θεμιτό, να επιτραπεί η εισαγωγή ισχυρισμών στην έκθεση απαίτησης, που τροποποιούν αυτά τα γεγονότα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην Δ.25 θ.5, η οποία εφαρμοζόταν στην εξέταση της αίτησης αλλά και σε σχετική νομολογία, στην συνέχεια τόνισε ότι τα απαγορευτικά διατάγματα της 1ης αίτησης, εκδόθηκαν στην βάση συγκεκριμένων γεγονότων που προέβαλε η εφεσείουσα. Μέρος αυτών των γεγονότων, ήταν ότι οι εφεσίβλητοι  3, 4 και 5 αρνήθηκαν να παράσχουν πληροφορίες που η εφεσείουσα ζητούσε, σε σχέση με την οικονομική διαχείριση των εφεσίβλητων 3 και 4. Επίσης, προβλήθηκε ότι ο εφεσίβλητος 5 με ψευδείς παραστάσεις, παραπλάνησε την εφεσείουσα με σκοπό να επενδύσει το επιπλέον ποσόν των €1.500.000 στην εφεσίβλητη 1 και ως αποτέλεσμα, η εφεσείουσα να υποστεί αντίστοιχη ζημιά.

Οι εν λόγω ισχυρισμοί ότι δηλαδή υπήρξε συνεχής παράλειψη ενημέρωσης προς την εφεσείουσα, και η παραπλάνηση της ώστε να ενεργήσει προς ζημιά της, καθώς και η απόκρυψη δεδομένων που εμπόδιζε την εφεσείουσα να λάβει ενημερωμένες επενδυτικές αποφάσεις, ήταν αυτοί στους οποίους βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αποφάσισε μονομερώς, να παράσχει προσωρινή ενδιάμεση θεραπεία στην εφεσείουσα, εναντίον της εφεσίβλητης 1.

Αναφέρει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην βάση των ίδιων ισχυρισμών ως προς τα γεγονότα, η εφεσείουσα καταχώρησε την αρχική και την τροποποιημένη έκθεση απαίτηση της. Η ίδια θέση ως προς τα γεγονότα, είχε προβληθεί και στο πλαίσιο της 2ης αίτησης, στην οποία εξασφαλίστηκε μονομερώς προσωρινό διάταγμα, που ακολούθως ακυρώθηκε.

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι με την υπό κρίση αίτηση, η εφεσείουσα επιδιώκει να τροποποιήσει αυτό το υπόβαθρο γεγονότων.  Προκύπτει σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις, η εφεσείουσα επιδίωξε να διαφοροποιήσει το παρακλητικό της αγωγής σε συνδυασμό με την αλλαγή του υποβάθρου των ισχυριζόμενων από αυτή γεγονότων ώστε κάποιες θεραπείες που αφορούσαν προσωπικές αξιώσεις της, να αναδιατυπωθούν ώστε να προωθούνται εκ μέρους της εφεσίβλητης 1, με την έννοια της παράγωγης αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε υπό τας περιστάσεις, ότι η έγκριση της τροποποίησης θα καταστρατηγούσε ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα της εφεσίβλητης 1, γιατί θα επέτρεπε στρέβλωση των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου όταν εξέδωσε τα απαγορευτικά διατάγματα. Παράλληλα, θα καταστρατηγούσε ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα όλων των εφεσιβλήτων - εναγόμενων γιατί θα επέτρεπε την αλλαγή του υπόβαθρου, στο οποίο δύο φορές το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε, για να χορηγήσει μονομερώς ενδιάμεση θεραπεία. Τονίστηκε ότι έχουν ήδη επηρεαστεί δραστικά τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων - εναγόμενων με την έκδοση και οριστικοποίηση των συντηρητικών διαταγμάτων, στη βάση γεγονότων που παρουσιάστηκαν από την εφεσείουσα. Το να επιτραπεί η προώθηση μιας άλλης εκδοχής θα συνιστούσε σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, καταστρατήγηση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Η αιτούμενη τροποποίηση δεν δικαιολογείτο κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο και για ακόμα δύο λόγους. Συγκεκριμένα δεν δόθηκε καμία ικανοποιητική εξήγηση γιατί η υπό κρίση τροποποίηση κατέστη αναγκαία στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, και επιπλέον δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς η καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματος τροποποίησης. Τονίστηκε επί του προκειμένου ότι η ενδιάμεση απόφαση στην 2η αίτηση, την οποία επικαλείται η εφεσείουσα ότι κατέστησε αναγκαία την τροποποίηση, εκδόθηκε 7 μήνες πριν την καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης. Περαιτέρω, στην ενδιάμεση απόφαση της 2ης αίτησης, είχαν γίνει διάφορες παρατηρήσεις σε σχέση με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και τις γενικότερες αρχές που αφορούν παράγωγες αγωγές. Όμως η υπό κρίση αίτηση, ασχολείται αποσπασματικά μόνο με κάποιες εξ αυτών.

Στην βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση τροποποίησης, κρίνοντας ότι υπό τας περιστάσεις ενδεχόμενη έγκριση του αιτήματος δεν θα ήταν προς το συμφέρον την δικαιοσύνης.

Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ισχυρίζεται ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη θέματα άσχετα κατά την εξέταση της αίτησης για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης και τα αντιμετώπισε με εσφαλμένο τρόπο. Περαιτέρω, λανθασμένα αποφάσισε χωρίς επαρκή αιτιολογία, ότι η αίτηση τροποποίησης θα καταστρατηγούσε ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα των εφεσιβλήτων, ενώ λανθασμένα δεν εξέτασε και δεν έλαβε υπόψη με οποιονδήποτε τρόπο τις συνέπειες στην εφεσείουσα. Στην αιτιολογία του μοναδικού λόγου έφεσης, αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και χωρίς καμία αναφορά σε συγκεκριμένη μαρτυρία, αποφάσισε ότι η τροποποίηση θα άλλαζε το υπόβαθρο, στη βάση του οποίου εκδοθήκαν τα απαγορευτικά διατάγματα.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας στην αγόρευση του, ανέφερε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και εκτός των παραμέτρων που θέτει η νομολογία, εξέτασε τη μαρτυρία που δόθηκε σε προγενέστερη ενδιάμεση αίτηση, για να καταλήξει σε ευρήματα ότι με την αίτηση τροποποίησης, αλλάζει το υπόβαθρο της απαίτησης. Ο συνήγορος αμφισβήτησε επίσης το εύρημα ότι προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στην εφεσίβλητη 1. Ισχυρίστηκε ότι με την αίτηση, είχε ζητήσει να αφαιρεθούν κάποιες αξιώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι παράτυπες. Αντιθέτως, το πρωτόδικο εύρημα ότι δεν δικαιολογούνται οι αξιώσεις για παράγωγη αγωγή, καταδικάζει την απαίτηση της εφεσείουσας σε αποτυχία. Με αυτό τον τρόπο, είναι η εφεσείουσα κατά τον συνήγορο που θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και όχι οι εφεσίβλητοι αν δεν εγκριθεί η τροποποίηση. Ήταν η θέση του συνηγόρου ότι αυτή η πτυχή της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην εφεσείουσα με την απόρριψη της αίτησης, δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Ο συνήγορος της εφεσίβλητης στην δική του αγόρευση, χαρακτήρισε ως ορθή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση θα έπρεπε να εξεταστεί σε συσχετισμό με την έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων. Όχι μόνον λόγω αλλαγής του υποβάθρου των γεγονότων στα οποία στηρίχθηκαν τα απαγορευτικά διατάγματα, αλλά και με δεδομένη την καθυστέρηση στην εκδίκαση της πορείας της αγωγής. Παρέπεμψε επί του προκειμένου στην υπόθεση Ikos Cif Ltd ν. Martin Coward κ.α (2014) 1 Α.Α.Δ 663, υποστηρίζοντας ότι η αίτηση τροποποίησης, καθυστερεί ακόμη περισσότερο την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής, σε μια υπόθεση στην οποία εκδόθηκαν και οριστικοποιήθηκαν δραστικά απαγορευτικά διατάγματα, εναντίον της εφεσίβλητης 1. Είναι ως εκ τούτου ορθή κατά τον συνήγορο η πρωτόδικη κατάληξη ότι η έγκριση του αιτήματος, θα προξενούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στα συμφέροντα της εφεσίβλητης 1.

Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων επεσήμανε επίσης ότι δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης, η πρωτόδικη κατάληξη για καθυστέρηση και μη αιτιολόγηση του χρόνου που καταχωρίστηκε η αίτηση τροποποίησης. Αυτά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχουν παραμείνει κατά τον συνήγορο αναντίλεκτα και διερωτήθηκε πως θα μπορούσε υπό τας περιστάσεις να ανατραπεί η πρωτόδικη απόφαση, με την παρούσα έφεση.

Στην υπό κρίση περίπτωση, η αίτηση τροποποίησης στηρίχθηκε πρωτοδίκως στην Δ.25 Θ.5 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο για τροποποίηση δικογράφων. Η εξουσία αυτή υπήρξε αντικείμενο πληθώρας αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι νομολογιακές αρχές επί του θέματος όπως συνοψίστηκαν στην υπόθεση Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation κ.α (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ 33, έχουν ως ακολούθως:

1.    Η τροποποίηση επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

2.    Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στη συγκεκριμένη υπόθεση, συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο, καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου.

3.    Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο, δηλαδή ζημιά που δεν μπορεί να θεραπευτεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση.  Όσον μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, ανάλογα επαυξάνει και το βάρος που πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος τροποποίησης. 

4.    Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης. Στο στάδιο αυτό όμως, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave v. Case 28 Ch. D. 361, υπεδείχθη ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα, αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά τη δίκη. 

Ειδικότερα για τον παράγοντα χρόνο, η νομολογία καταδεικνύει ότι είναι σχετικός, χωρίς όμως να είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας και ότι, όπου υπάρχει καθυστέρηση, απαιτείται η παροχή κάποιας εξήγησης (βλ. Astor Co κ.α. v. A. & G. Leventis Ltd κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 223).

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι ριζική μετατροπή της φύσης της αξίωσης ή της υπεράσπισης και εμφανής κακοπιστία εκ μέρους του αιτητή δεν δικαιολογούν έγκριση του αιτήματος. Εκεί όμως που εγείρεται ζήτημα κακοπιστίας, ο διάδικος που την επικαλείται, έχει και το βάρος απόδειξης της  (βλ. Astor Manufacturing Ltd κ.ά. ν. A & G Leventis κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 726). 

Όπως προαναφέρθηκε, η έγκριση αίτησης για τροποποίηση δικογράφου επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης, μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (βλ. μεταξύ άλλων Κρέντου ν. General Constructions Company Ltd κ.α (1997) 1 Α.Α.Δ (1997) 1270 και Μπουντακίδου κα ν. Hellenic Bank Public Company Ltd κα Πολ. Έφεση Ε207/2018 ημ. 17.10.2023).

Σε σχέση με το ίδιο θέμα, στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Alpha Panareti Public Ltd ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας Πολ. Έφεση E27/2020 ημ. 7.4 2025, υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Eurocypria Airlines Ltd  ν. Χριστοφορίδου, Πολ. Έφεση 438/2012, ημ. 8/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A281:

«Κατά πάγια νομολογία επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, προσδιοριστικής του αυτεξούσιου της δικαστικής κρίσης, δικαιολογείται στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η άσκηση της (α) έγινε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, (β) οδηγεί σε πασιφανή αδικία και (γ) είναι προϊόν πλάνης ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων ή μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (βλ. Λυσιώτης (ανωτέρω), APL Alexander Promotions Ltd v. Gerlington Ltd κ.α., Πολ. Εφ. Ε40/15 ημερ. 31.1.18 και Chr. Petrides Tradelings Ltd v. Πετρίδου, Πολ. Εφ. 201/12 ημερ. 7.2.18 που παραπέμπουν στη σχετική επί του θέματος προηγούμενη νομολογία).

Έχοντας υπόψη τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω, και εξετάζοντας το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, θεωρώ ότι δεν ευσταθεί η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν του, άσχετους με την νομολογία παράγοντες και με τον τρόπο αυτό, άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια.  

Προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνω ότι είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν, τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε μέχρι τότε η εφεσείουσα, τα οποία αναφέρονται στην ήδη μια φορά τροποποιημένη έκθεση απαίτησης και στην βάση των οποίων εκδόθηκαν και οριστικοποιήθηκαν, απαγορευτικά συντηρητικά διατάγματα εναντίον της εφεσίβλητης 1.

Όπως ορθή είναι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την επιχειρούμενη τροποποίηση, η εφεσείουσα ανεπίτρεπτα προβαίνει σε αλλαγή του υποβάθρου των πιο πάνω γεγονότων, στα οποία στήριξε μέχρι σήμερα την εκδοχή της. Θα πρόσθετα μάλιστα στην βάση του Μέρους 45.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, που καθορίζει ότι το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι επιχειρούμενες τροποποιήσεις θα έπρεπε να απορριφθούν για τον επιπρόσθετο λόγο ότι αλλάζουν σημαντικά τη φύση της απαίτησης, ως προς το κατά πόσον τεκμηριώνεται παράγωγη αγωγή ή όχι.

Είναι σαφές κατά την κρίση μου ότι η τροποποίηση που επιδιώκεται, είναι ουσιαστική και αν επιτραπεί θα έχει ως αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Σημειώνεται εδώ ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, η εκτεταμένη μετατροπή της φύσης της απαίτησης και ο επαναπροσδιορισμός των επίδικων θεμάτων δεν δικαιολογεί την έγκριση αιτήματος τροποποίησης.  

Υπό τας περιστάσεις, η αιτούμενη τροποποίηση δεν θα μπορούσε να επιτραπεί, όχι μόνον γιατί διαφοροποιούσε το υπόβαθρο των γεγονότων επί των οποίων εκδόθηκαν και οριστικοποιήθηκαν τα απαγορευτικά διατάγματα, αλλά και γιατί με αυτή θα άλλαζε σημαντικά η φύση της απαίτησης της εφεσείουσας, στην βάση της οποίας οι εφεσίβλητοι κατεύθυναν την υπεράσπιση τους.

Πέραν των πιο πάνω, η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί  για ακόμη ένα λόγο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, απέρριψε την αιτούμενη τροποποίηση με την επιπλέον διαπίστωση ότι δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς, ο χρόνος υποβολής του αιτήματος τροποποίησης και η καθυστέρηση στην προώθηση του. Τονίστηκε επί του προκειμένου ότι η ενδιάμεση απόφαση στην 2η αίτηση για απαγορευτικά διατάγματα, την οποία επικαλείται η εφεσείουσα ότι κατέστησε αναγκαία την τροποποίηση, εκδόθηκε 7 μήνες πριν την καταχώρηση της αίτησης. Η εφεσείουσα δεν έδωσε καμιά δικαιολογία γιατί δεν προώθησε άμεσα το αίτημα τροποποίησης και προχώρησε σε αυτό, μόνο μετά την καταχώρηση της αίτησης των εφεσιβλήτων για εκδίκαση των προδικαστικών ενστάσεων και  απόρριψη της αγωγής.

Όπως όμως πολύ σωστά επισημαίνει ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, το εν λόγω εύρημα περί μη αιτιολόγησης της καθυστέρησης που ήταν επίσης καθοριστικό στην απόρριψη της αίτησης δεν εφεσιβλήθηκε με την παρούσα ειδοποίηση έφεσης.

Ανεξαρτήτως τούτου, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα καθυστέρησε να προωθήσει το αίτημα τροποποίησης χωρίς να δώσει κάποια επαρκή δικαιολογία για αυτό, κρίνεται ορθό υπό τας περιστάσεις της υπόθεσης.

Είναι ως εκ τούτου σωστή η πρωτόδικη κατάληξη ότι η τυχόν έγκριση του αιτήματος, θα προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημιά στα συμφέροντα της εφεσίβλητης 1, τόσον αναφορικά με την αλλαγή του πραγματικού υποβάθρου στο οποίο στηρίζει την απαίτηση της η εφεσείουσα στην βάση των οποίων εκδόθηκαν και τα απαγορευτικά διατάγματα, όσον και σε σχέση με την καθυστέρηση της εκδίκασης της ουσίας της αγωγής, με δεδομένο ότι εξακολουθούν να ισχύουν δραστικά απαγορευτικά διατάγματα εναντίον της εφεσίβλητης 1 για πάνω από δύο χρόνια.

Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση Ikos (ανωτέρω)  LTD, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε αίτημα τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης. Αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι για τρία χρόνια βρισκόταν σε ισχύ απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του εφεσιβλήτου, το οποίο αφού κατέστη οριστικό, επηρέαζε τα δικαιώματα του μέχρι την ολοκλήρωση της αγωγής, κρίνοντας ότι η καθυστέρηση εκ μέρους του αιτητή,  αποτελούσε ουσιαστικό παράγοντα στην απόρριψη της αίτησης τροποποίησης.

Δεν ευσταθεί επίσης η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη, τον δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων της εφεσείουσας, προσδίδοντας βαρύτητα μόνο στα συμφέροντα της εφεσίβλητης 1. Όπως έχει νομολογηθεί, παρότι η τροποποίηση είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς, αυτή δυνατόν να απορριφθεί στην περίπτωση που καταδεικνύεται ότι θα επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ως λογικής απόρροιας των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος (βλ. Χρίστου ν. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα εκατέρωθεν συμφέροντα των διαδίκων όπως προέκυπταν από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και συμμορφούμενο με την πιο πάνω νομολογία, έκρινε ότι η παρούσα εντασσόταν σε εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες η αιτούμενη τροποποίηση θα επέφερε βλάβη στα δικαιώματα της εφεσίβλητης 1. Ως εκ τούτου ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να απορριφθεί το αίτημα τροποποίησης. Αιτιολόγησε δε την κατάληξη του αυτή, τόσον όσον αφορά την αλλαγή του πραγματικού υποβάθρου των γεγονότων στα οποία στηριζόταν μέχρι τότε η εφεσείουσα, όσον και στην καθυστέρηση προώθησης του αιτήματος.

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, κρίνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει υποπέσει σε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς τα στοιχεία που συνεκτίμησε για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, απορρίπτοντας την υπό κρίση αίτηση τροποποίησης.

Τελική κατάληξη μου, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια μέσα σε ορθό πλαίσιο και δεν έχει παρατεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να αφορά σε πρωτόδικη εσφαλμένη αντικειμενική κρίση, όπως αυτή καθορίζεται στην προαναφερθείσα νομολογία ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων €6.500,00 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

 

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο