ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΑΛΕΚΟΥ v. ΜΑΡΙΑΣ ΦΑΛΕΚΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 323/2018, 3/4/2025
print
Τίτλος:
ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΑΛΕΚΟΥ v. ΜΑΡΙΑΣ ΦΑΛΕΚΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 323/2018, 3/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 323/2018)

 

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΑΛΕΚΟΥ

Εφεσείοντα

v.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΦΑΛΕΚΟΥ

Εφεσίβλητης

-----------------------------

 

 

Ν. Μιχαήλ για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.

Α. Ιακώβου (κα) για Μ. Ιακώβου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη.

 

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης για τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της απάτης βάσει του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

 

Παρατίθενται συνοπτικά τα βασικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την διαπιστωθείσα πρωτοδίκως απάτη: Ο εφεσείοντας, εργαζόμενος σε εταιρεία που ασχολείτο κατά τον επίδικο χρόνο με χρηματιστηριακά θέματα, διαβεβαίωσε την εφεσίβλητη ότι ο λογαριασμός ο οποίος είχε ανοίξει σε ελβετική τράπεζα ήταν καταθετικός και θα είχε ένα σταθερό εισόδημα της τάξης του 7-7,5% ετησίως, με αποτέλεσμα αυτή να μεταφέρει χρήματα σε αυτόν. Αντ’ αυτού, επρόκειτο για λογαριασμό υπό διαχείριση με διακριτική ευχέρεια (Discretionary Asset Management). Ο εφεσείοντας, εν γνώσει του, προέβη στις εν λόγω ψευδείς παραστάσεις με σκοπό να την εξαπατήσει. Η εφεσίβλητη εξαπατήθηκε, και δίδοντας πίστη στις ψευδείς παραστάσεις του εφεσείοντα, κατέθεσε ως ανωτέρω τα χρήματά της στον εν λόγω λογαριασμό. Το ποσό που της επιδικάσθηκε πρωτοδίκως ως αποζημίωση, αντιστοιχούσε σε ποσό που κατέθεσε στον εν λόγω λογαριασμό και το οποίο απωλέσθη και δεν της επεστράφη.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της εφεσίβλητης. Με την αιτιολογία αυτού παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν ήταν αξιόπιστη.

 

Κατ’ αρχήν υπενθυμίζονται τα νομολογηθέντα ως προς το πεδίο επέμβασης του Εφετείου σε ευρήματα αξιοπιστίας, όπως συνοψίστηκαν πρόσφατα στην απόφαση το Εφετείου Μιχάλης Ιωάννου v. SG Massif Wooden Doors & Windows Limited, Πολιτική Έφεση αρ. 81/2019, 21/3/2025:

 

«Σημειώνουμε, εν πρώτοις, την καλά εδραιωμένη στη νομολογία μας αρχή ότι το Εφετείο, σπάνια επεμβαίνει στο έργο της αξιολόγησης, στην οποία προβαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφεση 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288,:

 

«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244). Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

Παραθέτουμε επίσης το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Ιωάννου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»

 

Ως λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να απορριφθεί η μαρτυρία της εφεσίβλητης, προβάλλεται η αποτυχία της να παρουσιάσει διάφορα έγγραφα, τα οποία ο εφεσείοντας θεωρεί σχετικά με τις θέσεις της.

 

Είμαστε της άποψης ότι η όποια αποτυχία της εφεσίβλητης να παρουσιάσει τα εν λόγω έγγραφα, δεν αντικρούει την εκδοχή της επί των επιδίκων γεγονότων, σε βαθμό που να πλήττεται καίρια η αξιοπιστία της.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείοντας υποστηρίζει ότι η θέση της εφεσίβλητης περί μη λήψης ενημέρωσης αναφορικά με τον λογαριασμό της, δεν είναι πειστική, και δεικνύει την αναξιοπιστία της. Η όλη επιχειρηματολογία του εφεσείοντα παραγνωρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείοντας πλαστογράφησε την υπογραφή της εφεσίβλητης επί εντύπου αλλαγής διεύθυνσης αλληλογραφίας, ποινικό αδίκημα για το οποίο ο ίδιος παραδέχθηκε ενοχή σε ποινική υπόθεση εναντίον του. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης επί του ζητήματος αυτού, αντιπαρέθεσε τις θέσεις της εφεσίβλητης με τη θέση του εφεσείοντα και αιτιολόγησε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και όχι την εκδοχή του εφεσείοντα. Θεωρούμε εν όψει αυτής της εκτενούς και επιμελούς ανάλυσης ότι δεν δικαιολογείται επέμβασή μας. 

 

Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος επέμβασής μας όπως εισηγείται ο εφεσείοντας. Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αναξιοπιστίας του εφεσείοντα είναι εσφαλμένη. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου επειδή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική.

 

Η θέση αυτή δεν συγκεκριμενοποιείται με καμία απολύτως αναφορά σε οποιαδήποτε έκφανση της ανάλυσης της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε έγινε οποιαδήποτε συνάρτηση της θέσης αυτής με τα ενώπιον μας πρακτικά. Εν όψει τούτων, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αντιφατικά ευρήματα. Η μόνη εξειδίκευση που γίνεται αφορά ισχυρισμό για αντίφαση μεταξύ ευρήματος του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας δεν είχε καμία πρόσβαση στα ηλεκτρονικά συστήματα της εναγομένης 1, εργοδότριας του, με το εύρημα ότι ο εφεσείοντας διαχειριζόταν τα χρήματα της εφεσίβλητης στην Ελβετία, παραγνωρίζοντας ότι όποια διαχείριση του λογαριασμού της, απαιτεί πρόσβαση στο σύστημα της εναγομένης 1.

 

Το επιχείρημα του εφεσείοντα είναι κατά την άποψή μας ατελέσφορο για τους πιο κάτω λόγους: Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείοντας διέπραξε το αστικό αδίκημα της απάτης, στηριζόμενο στα πιο πάνω αναφερόμενα γεγονότα που αφορούν τις ψευδείς παραστάσεις του προς την εφεσίβλητη, οπότε τα περί πρόσβασης ή μη στο ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρισης των εργοδοτών του, ουδόλως επηρεάζουν τα συστατικά του αδικήματος, όπως τα παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν αποτελεί επομένως, κατά την άποψή μας, ουσιαστικό επίδικο ζήτημα το κατά πόσον ο εφεσίβλητος είχε πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα των εργοδοτών του και η επίκληση του ζητήματος από τον εφεσείοντα, κρίνεται ατελέσφορη. Τονίζεται ότι εν πάση περιπτώσει το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς τη «διαχείριση» του λογαριασμού της εφεσίβλητης, δεν αντιφάσκει, εφόσον η διαχείριση στην οποία αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορά, κατά την άποψή μας, την όλη σχέση του εφεσείοντα με την εφεσίβλητη, και όχι συγκεκριμένες ενέργειες του οι οποίες θα έπρεπε να γίνουν μέσω του εν λόγω ηλεκτρονικού συστήματος.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ακροσφαλής γιατί υπάρχει προφανής σύγχυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα επίδικα θέματα και κατάληξη βασιζόμενη σε μη επίδικα θέματα.

 

Με την αιτιολογία, εξειδικεύεται ότι η αναφορά του Δικαστηρίου στο ζήτημα της επέμβασης του εφεσείοντα στην αλλαγή διεύθυνσης της εφεσίβλητης αφορά άλλες συναλλαγές και όχι την επίδικη. Υποστηρίζεται ότι η αναφορά αυτή συνέτεινε σε σύγχυση, η οποία συνακόλουθα συνέτεινε στην έκδοση της υπό κρίση απόφασης.

 

Θεωρούμε ότι τα πιο πάνω αναφερθέντα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεικνύουν ξεκάθαρα τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της απάτης. Δεν διαπιστώνουμε να υπήρχε σύγχυση ως προς τα συστατικά του αδικήματος. Η αναφορά σε άλλα γεγονότα, όπως το ζήτημα της ενημέρωσης της εφεσίβλητης, ουδόλως προκάλεσε σύγχυση στο Δικαστήριο. Έγινε αναφορά σε αυτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως μέρος της εκδοχής της εφεσίβλητης ως προς το ιστορικό της σχέσης της με τον εφεσείοντα.

 

Εν όψει των πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η επιδίκαση αποζημίωσης είναι εσφαλμένη δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ των διαδίκων βασιζόταν σε σύμβαση για τη «διακριτική διαχείριση χαρτοφυλακίου» και δεν αποδείχθηκε παράβαση της σχέσης αυτής. Ο παρών λόγος έφεσης παραγνωρίζει ότι η βάση αγωγής επί της οποίας επιδικάστηκαν αποζημιώσεις δεν ήταν η παράβαση σύμβασης, αλλά το αστικό αδίκημα της απάτης. Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων είναι εσφαλμένη επειδή δεν υπήρξε μαρτυρία ως προς τη ζημιά της εφεσίβλητης.

 

Παρατηρούμε ότι υπήρχε μαρτυρία ως προς τα ποσά που κατέθεσε η εφεσίβλητη στον επίδικο λογαριασμό στην Ελβετία, βασιζόμενη στις ψευδείς παραστάσεις του εφεσείοντα, τα οποία απώλεσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στην υπόθεση Λοΐζου Ανδρέας και άλλος ν. Ανδρέα Πατσαλίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1379, εφάρμοσε ορθά την αρχή του δικαίου ότι σκοπός των αποζημιώσεων στο αστικό αδίκημα της απάτης είναι όπως ο ενάγων βρεθεί στη θέση που θα ήταν αν δεν γινόταν σ’ αυτόν η συγκεκριμένη ψευδής δήλωση. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά την πιο πάνω αρχή στα ενώπιον του γεγονότα.

 

Επίσης, με τον παρόντα λόγο έφεσης ο εφεσείοντας υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε στην εφεσίβλητη το ποσό των Ευρώ 93.000 που μεταφέρθηκαν από τον λογαριασμό της στον λογαριασμό του αδελφού της. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο παρέθεσε τις τρεις εντολές μεταφορών ποσών στον επίδικο ελβετικό λογαριασμό, για τις οποίες επιδίκασε, εν τέλει, αποζημίωση και σε αυτές δεν περιλαμβάνεται το εν λόγω ποσό, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο εφεσείοντας.

 

Εν όψει των όλων των πιο πάνω, ο έκτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ3, γραφολόγου, ως προς την πλαστογράφηση διαφόρων εγγράφων από τον εφεσείοντα επειδή τα συμπεράσματά του δεν ήταν εύλογα και κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στην εν λόγω μαρτυρία για να καταλήξει σε ευρήματα.

 

Ο παρών λόγος έφεσης κρίνεται ατελέσφορος επειδή, η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με το αστικό αδίκημα της απάτης δεν στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ΜΕ3. Στηρίχθηκε, όπως αναφέρεται πιο πάνω, στις ψευδείς παραστάσεις του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη και τις συνέπειες αυτών ιδωμένες υπό το φως του Άρθρου 36 του Κεφ.148, το οποίο έχει ως εξής:

«36. Απάτη συvίσταται σε ψευδή παράσταση γεγovότoς, η oπoία γίvεται εv γvώσει τoυ ψεύδoυς αυτής, ή χωρίς πίστη για τo αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφoρα τoυ κατά πόσo είvαι αληθής ή ψευδής, με σκoπό όπως τo πρόσωπo πoυ εξαπατήθηκε εvεργήσει με βάση αυτή:

Νoείται ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση εκτός αv αυτή έγιvε με σκoπό εξαπάτησης τoυ εvάγovτα και πράγματι εξαπάτησε αυτόv, και αυτός εvέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτoύ υπέστη ζημιά:

……………………………………………………………………….…..».

 

Οι ενέργειες οι οποίες αποτελούν τα συστατικά του αδικήματος δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε πλαστογραφία από πλευράς εφεσείοντα. Εν όψει αυτής μας της διαπίστωσης, περεταίρω εξέταση του λόγου έφεσης κρίνεται περιττή.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι με την αιτιολογία του παρόντος λόγου έφεσης, προστίθεται το επιχείρημα ότι η αναφορά του Δικαστηρίου στη μαρτυρία του ΜΕ3 είχε ως αποτέλεσμα τη θεμελίωση αποδοχής της μαρτυρίας της εφεσίβλητης. Δεν συμφωνούμε ότι η αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης θεμελιώθηκε αποκλειστικά, ή έστω σε μεγάλο βαθμό, στη μαρτυρία του ΜΕ3.

 

Ανεξαρτήτως τούτου, επισημαίνεται ότι με την αιτιολογία επιχειρείται προσθήκη λόγου έφεσης, πράγμα ανεπίτρεπτο. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΕΑ κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13/2022, 14/2022, 15/2022, 16/2022, 17/2022 & 18/2022, 25/2/2025, λέχθηκαν τα εξής σχετικά με το σημείο αυτό:

«Οι λόγοι έφεσης επί του εφετηρίου χωρίζονται σε δύο τμήματα, τον «λόγο έφεσης» και την «αιτιολογία». Στον «λόγο έφεσης», με περιεκτικό, συνοπτικό και στοχευμένο τρόπο προσδιορίζεται επακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων παραπονιέται. Με τον τρόπο αυτό, το Εφετείο δύναται με ευκολία να εντοπίσει και να κατανοήσει το παράπονο του εφεσείοντος και με ανάλογη στόχευση, να το εξετάσει και να δώσει απάντηση. Στην «αιτιολογία» σε απόλυτη και περιοριστική συνάφεια με τον «λόγο έφεσης», χωρίς αχρείαστους πλατειασμούς, παρατίθενται οι λεπτομέρειες του «λόγου έφεσης». Ως προδιαγράφει και ο υπότιτλος, δίνεται η αιτιολογία του λόγου έφεσης με παραπομπή σε σχετικά γεγονότα, σε επίμαχες αναφορές στην εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και σε βοηθητική νομολογία όπου χρειάζεται. Δεν επιτρέπεται στην «αιτιολογία» η έγερση, επέκταση ή ανάπτυξη θεμάτων που δεν καλύπτονται από τον «λόγο έφεσης», ο οποίος αποτελεί το μόνο και μοναδικό υπόβαθρό προς εξέταση. Όπου γίνεται τούτο, οι αναφορές αγνοούνται από το Εφετείο. Στην Alkis H. Hadjikyriacos (Frou Biscuits) Public Ltd v. Ευσταθιάδης Πολ. Έφεση 322/2013, ημερ.16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A305, ECLI:CY:AD:2019: A305, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:

 

«.Όπως είναι νομολογημένο, ένα θέμα που δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, όπως στο προκείμενο, αλλά παρείσφρησε ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, δεν εξετάζεται. (Βλ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης αποτελούν το περιοριστικό πλαίσιο της έφεσης. Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται, και είναι απαραίτητο όπως με την αιτιολογία προσδιορίζονται τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης που καθιστούν μια απόφαση τρωτή. (Βλ. Προκοπίου vRyan κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982).»

 

Στη Θεοχάρους v. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.α. Πολ. Έφεση 285/2014, ημερ.27.2.2024 λέχθηκαν τα εξής πολύ σημαντικά:

 

«Παρεμβάλλουμε, ότι ο κατά τα άλλα εναργής λόγος έφεσης 3, φαίνεται να διευρύνεται, σε τέτοια μεγάλη έκταση στη συνοδευτική αιτιολογία στο εφετήριο, που κατ' ελάχιστον, να προξενεί σύγχυση και τέτοιο πλατειασμό ώστε να αναιρεί - και αυτό όχι ως ζήτημα τύπου ή φορμαλισμού αλλά ουσίας - το καθήκον για συγκεκριμενοποίηση του όποιου λόγου έφεσης ταυτόχρονα με τη συνοδό και άμεσα σχετική αιτιολογία του, η οποία πρέπει να συγκροτεί, ακριβώς, εκείνο που ο λόγος έφεσης αποδίδει και όχι να περικλείει συγκεκαλυμμένα πρόσθετους λόγους έφεσης (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας  Tricor Limited, Π.Ε. 28/23, ημ. 6.7.23, ECLI:CY:AD:2023:D98, ECLI:CY:AD:2023:D98 [Ολομέλεια])».

 

          Περαιτέρω, στην «αιτιολογία» δεν πρέπει να υπάρχει εκτενής ανάπτυξη επιχειρηματολογίας. Τούτο γίνεται στα διαγράμματα που ακολουθούν, αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Στη Σαμουρίδης vInzeyannis Πολ. Έφεση 326/14, ημερ.18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A133, ECLI:CY:AD:2022:A133, λέχθηκε πως «τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).»

 

 Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο έβδομος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ4, αδελφού της εφεσίβλητης, κατά τρόπο που έθεσε την όλη υπόθεσή της υπό επωφελές προς την ίδια πρίσμα. Μελέτη της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα δεικνύει ότι το μόνο εύρημα του Δικαστηρίου το οποίο προκύπτει από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ4 είναι ότι ουδέποτε υπέγραψε εντολή με βάση την οποία μεταφέρθηκε στον λογαριασμό του ποσόν από τον λογαριασμό της εφεσίβλητης. Μελέτη της απόφασης δεικνύει ότι το ποσόν αυτό δεν περιλήφθηκε στα ποσά τα οποία η εφεσίβλητη κατέθεσε στην ελβετική τράπεζα κατόπιν των επίδικων ψευδών παραστάσεων του εφεσείοντα. Επομένως, το εν λόγω εύρημα δεν αφορά επίδικο ποσόν και δεν επηρέασε την έκβαση της υπόθεσης.

 

Επιπλέον, δεν συμφωνούμε ότι το εν λόγω εύρημα επηρέασε ευμενώς τις θέσεις της εφεσίβλητης, σε βαθμό που να επηρέασε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως εισηγείται ο εφεσείοντας.

 

 Επομένως, ο παρών λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε τα τεκμήρια 2 και 14 ως να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης.  Υποστηρίζεται ότι από την όψη των τεκμηρίων φαίνεται ότι αυτά δεν ετοιμάστηκαν, ούτε δόθηκαν υπό μορφή διαβεβαίωσης ως προς τις αποδόσεις τους αλλά δόθηκαν στην εφεσίβλητη ως πρόχειρος τρόπος συνοπτικής υποβοήθησης της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στα εν λόγω τεκμήρια ως εξής:

 

 «Ειδικότερα, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα κατά τον Σεπτέμβρη 2006 είχε συζητήσεις και επαφές με τον Εναγόμενο 3, ο οποίος είναι πρώτος εξάδελφος της με πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους και εργοδοτούμενος των Εναγομένων 1. Ο Εναγόμενος 3 σύστησε στην Ενάγουσα τους Εναγόμενους 4 ως αξιόπιστη τράπεζα στη Ελβετία και την έπεισε να μεταφέρει σ' αυτούς χρηματικά ποσά της που είχε κατατεθειμένα σε άλλες τράπεζες, διαβεβαιώνοντας την ότι ο λογαριασμός της με τους Εναγόμενους 4 θα ήταν καταθετικός και θα είχε ένα σταθερό εισόδημα της τάξης του 7 - 7,5% ετησίως ως και ότι οι καταθέσεις της θα ήταν ασφαλείς και εγγυημένες. Προκειμένου να πείσει την Ενάγουσα γι' αυτές του τις διαβεβαιώσεις, ο Εναγόμενος 3 ετοίμασε και της παρέδωσε τα τεκμήρια 2 και 14 ημερομηνίας 8.9.06 και 29.7.08 αντίστοιχα

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Επισημαίνουμε ότι η εισήγηση που γίνεται με τον παρόντα λόγο έφεσης περί της «όψης των τεκμηρίων» αντιστρατεύεται τα όσα ανέφερε αντεξεταζόμενος σε σχέση με αυτά ο ίδιος ο εφεσείοντας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τα συνόψισε και αποτύπωσε ορθά, ως ακολούθως:

 

«Το τεκμήριο 2 αποτελεί μια αποτύπωση της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης της Ενάγουσας, το οποίο ο ίδιος σύνταξε σε excel file και παρέδωσε στην Ενάγουσα (8.9.06) προτού αυτή στείλει το ποσό των 200.000 στερλινών στους Εναγόμενους 4. Δέχθηκε ότι το ποσό των 12.000 ΛΚ, αντιπροσωπεύει την απόδοση ύψους 7 - 7,5% επί του ποσού των GBP 200.00 ετησίως (sent to current account in Cyprus every year). Ωστόσο αρνήθηκε ότι είχε παραδώσει στην Ενάγουσα το τεκμήριο 2 ώστε να την πείσει να του εμπιστευθεί τα χρήματα της.

 

Παρέδωσε στην Ενάγουσα το τεκμήριο 14 ημερομηνίας 29.7.08. Στην πρώτη στήλη αναφέρεται το ποσό των GBP 200.000, η απόδοση τους σε GBP 16.000 (income per annum) και ημερομηνία είσπραξης 30.9.08. Ισχυρίστηκε ότι η αναφορά στο τεκμήριο 14 του ποσού των GBP 200.000 ενδεχομένως να έμεινε γραμμένο από το τεκμήριο 2 και όχι με σκοπό να εξαπατήσει την Ενάγουσα. Η αναφορά στο τεκμήριο 14 για είσπραξη στις 30.9.08 €20.000 ως απόδοση των GBP 200.000 αποτελεί μια πρόβλεψη και όχι δέσμευση…Αρνήθηκε επίσης ότι πλαστογράφησε το τεκμήριο 26 ως και ότι παρέδωσε στην Ενάγουσα το τεκμήριο 2 στις 8.9.06 (προτού αποστείλει τις GBP 200.000 στις 13.9.06) εξαπατώντας την, για να την πείσει να του εμπιστευθεί τα χρήματα της, με συγκεκριμένες αποδόσεις.»

 

Είναι εμφανές ότι, κατά παραδοχή του εφεσείοντα, το περιεχόμενο των τεκμηρίων δεν αποτυπώνει τα όσα υποστηρίζονται με τον παρόντα λόγο έφεσης. Εναπόκειτο επομένως, στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα δικά του συμπεράσματα ως προς τον σκοπό για τον οποίο ο εφεσείοντας ετοίμασε και παρέδωσε τα εν λόγω τεκμήρια στην εφεσίβλητη καθώς και ως προς την επίδρασή τους σε σχέση με τις μετέπειτα ενέργειες της. Δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασής μας σε σχέση με τα εν λόγω συμπεράσματα του Δικαστηρίου, αντιθέτως, κρίνονται καθόλα εύλογα.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω ο ένατος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη λάμβανε κανονικά τις καταστάσεις του λογαριασμού της. Όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα δεν αποτέλεσε εύρημα καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της πρωτόδικης απόφασης. Ως εκ τούτου η προώθηση του κρίνεται ατελέσφορη και δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης. Ο δέκατος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητά της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €5.000 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΏΤΟΥ, Π.

 

                                                                   

                                                                    Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΊΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο