
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E36/2020)
4 Απριλίου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
1. CAMERIN INVESTMENTS LLP
2. SUNNEX INVESTMENTS LLP
3. TAMPLEMON INVESTMENTS LLP
4. BERLINI COMMERCIAL LLP
5. LUMIL INVESTMENTS LLP
6. SOFINAM INVESTMENTS LLP
Εφεσείουσες/Ενάγουσες
v.
PUBLIC JOINT-STOCK COMPANY COMMERCIAL BANK "PRIVATBANK"
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
Ν. Μακρίδης για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντες.
Κ. Κακουλλή (κα) και Ι. Α. Μαδέλλα (κα) για Χρύσης Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Μ. Τριανταφυλλίδου (κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους.
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον της εφεσίβλητης τράπεζας.
Η αγωγή αφορά αξιώσεις των εφεσειόντων για τα πιστωτικά υπόλοιπα των τρεχούμενων λογαριασμών που διατηρούσαν στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης τράπεζας στην Κύπρο.
Οι εφεσείοντες χαρακτήρισαν την υπόθεσή τους απλή και ξεκάθαρη εφόσον βασίζεται στην παράβαση συμφωνιών κατάθεσης οι οποίες τερματίστηκαν από αυτούς. Στην ουσία απαιτούν την επιστροφή των χρημάτων που κατέθεσαν στην εφεσίβλητη. Είναι η θέση τους ότι η αξία των εν λόγω λογαριασμών έχει απομοιωθεί παρανόμως και αδικαιολόγητα από την εφεσίβλητη τράπεζα.
Η εφεσίβλητη τράπεζα προέβαλε τρία ζητήματα ως συζητήσιμη υπεράσπιση στα οποία θα αναφερθώ κατωτέρω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη έθεσε με λεπτομέρεια τους λόγους που θεωρεί ότι έχει βάσιμη υπεράσπιση προβάλλοντας ισχυρισμούς τόσο νομικούς όσο και επί γεγονότων.
Με την έφεση προβάλλεται με δύο λόγους έφεσης ότι η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου είναι εσφαλμένη.
Η αιχμή του δόρατος των επιχειρημάτων των εφεσειόντων όπως αναλύονται στο περίγραμμα αγόρευσής τους είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι η απαίτηση των εφεσειόντων για έκδοση συνοπτικής απόφασης, περιορίστηκε και αφορούσε μειωμένο πόσον, ήτοι όχι το σύνολο των χρημάτων που κατατέθηκαν στους επίδικους λογαριασμούς και ζητείται με την αγωγή.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν συναφώς, ότι η μία εκ των τριών υπερασπίσεων που προώθησε η εφεσίβλητη δεν αφορά το μειωμένο ποσό. Πρόκειται για την υπεράσπιση ότι οι συμφωνίες κατάθεσης και/ή οι καταθέσεις είναι παράνομες και προϊόν παρανομίας.
Ειδικότερα, οι εφεσείοντες επισημαίνουν ότι η έκθεση ανεξάρτητου οίκου, στην οποία στηρίχθηκε η εφεσίβλητη αναφορικά με την υπεράσπιση της περί παρανομίας σε σχέση με την προέλευση των επίδικων καταθέσεων, δεν αφορά το μειωμένο ποσόν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων κατά την ακρόαση της έφεσης, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει το μειωμένο ποσόν με τις κατ’ ισχυρισμόν παράνομες δραστηριότητες που αναλύονται στην εν λόγω έκθεση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, στην αγόρευσή της, σημείωσε ότι πράγματι, η εν λόγω έκθεση δεν αφορά το μειωμένο ποσόν. Σημειώνεται παρενθετικά ότι η εν λόγω έκθεση αναφέρει ότι μέρος των επίδικων ποσών, εξαιρουμένου του μειωμένου ποσού, ήταν προϊόν παρανομίας, μέσω ανακύκλωσης δανείων.
Η συνήγορος επεσήμανε ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση της εφεσίβλητης, πέραν των όσων περιλαμβάνονται στην έκθεση του εν λόγω ανεξάρτητου οίκου, με τη συμπληρωματική δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση της εφεσίβλητης, προβάλλεται ένας επιπλέον και διαφορετικός ισχυρισμός περί παρανομίας. Ο εν λόγω ισχυρισμός έχει ως ακολούθως:
Μελέτη των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την αίτηση των εφεσειόντων για έκδοση συνοπτικής απόφασης, φανερώνει ότι σε αυτές υποστηρίζεται ότι τα κατατιθέμενα ποσά στους επίδικους λογαριασμούς, αποτελούν μέρος της αντιπαροχής που εισέπραξαν δύο φυσικά πρόσωπα, από την πώληση μετοχών που κατείχαν έμμεσα σε ορυχείο σιδήρου στην Ουκρανία προς τρίτο φυσικό πρόσωπο. Σε σχέση με αυτόν τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, που τονίζω αφορά το σύνολο των καταθέσεων, η εφεσίβλητη εγείρει την υπεράσπιση ότι τα χρήματα αυτά ελήφθησαν ως αντιπαροχή για πώληση μετοχών που αποκτήθηκαν κατά τρόπο που ενέχει παρανομία. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής ο ενόρκως δηλών από πλευράς εφεσίβλητης, παραπέμπει σε δημόσιες δηλώσεις του εμπλεκόμενου πωλητή των εν λόγω μετοχών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στην υπεράσπιση αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό παρανομία δεν ανέλυσε τις δύο αυτές εκδοχές, εντούτοις, όπως φαίνεται από τις παραπομπές του στις ξεχωριστές παραγράφους της ένορκης δήλωσης από πλευράς εφεσίβλητης, στις οποίες προωθούνται οι εν λόγω διαφορετικοί ισχυρισμοί περί παρανομίας, εντόπισε το ότι η εφεσίβλητη επικαλέστηκε δύο διαφορετικές εκδοχές αναφορικά με πράξεις των εφεσειόντων που ενέχουν παρανομία.
Ανέφερε μεν περιληπτικά ότι η προωθούμενη υπεράσπιση συνίσταται στο ότι το σύνολο των καταθέσεων αποτελούν προϊόν εγκληματικών και/ή παράνομων συναλλαγών, χωρίς ρητή αναφορά στις δύο διαφορετικές εκδοχές περί παρανομίας, όμως, παρέπεμψε στις αντίστοιχες με κάθε έκφανση της επικαλούμενης παρανομίας παραγράφους της εν λόγω ένορκης δήλωσης.
Συγκεκριμένα, παρέπεμψε στις παραγράφους 11 (13-15) της ένορκης δήλωσης οι οποίες πράγματι αφορούν την παρανομία που κατ’ ισχυρισμόν προκύπτει από την έκθεση του ανεξάρτητου οίκου, καθώς επίσης και στην παράγραφο 11 (20) η οποία αναφέρεται και στην υπεράσπιση σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν παρανομία που αφορά στην πώληση των ως άνω μετοχών. Θεωρώ χρήσιμο να την παραθέσω αυτολεξεί:
«On the basis of the above, it is the position of the Respondent that Applicants 1-6 are not entitled to enforce the Deposit Account Agreements or the Current Account Agreements nor claim the money credited in the Accounts as the money claimed by the Applicants was extorted from the Respondent through a well-planned network of virtual transactions between the Applicants and third parties and, alternatively, this money constitutes the product of criminal and/or illegal transactions.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Εν όψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω ότι η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η υπεράσπιση περί παρανομίας κάλυπτε το μειωμένο ποσό, δεν ευσταθεί. Δεν γίνεται δεχτή η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων όπως προωθείται με την αγόρευσή του ότι η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι μέρος των καταθέσεων είναι προϊόν παρανομίας, ενώ άλλο μέρος δεν είναι. Παρομοίως δεν γίνεται δεχτή η θέση του ότι ήταν δεδομένη η μη αμφισβήτηση της νόμιμης προέλευσης του μειωμένου ποσού. Οι πιο πάνω θέσεις δεν βρίσκουν έρεισμα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση των εφεσειόντων. Προκύπτει δε από τα πρακτικά της ακρόασης πρωτοδίκως, ότι οι θέσεις αυτές αντικρούστηκαν επανειλημμένα από τον συνήγορο της εφεσίβλητης κατά την αγόρευσή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω, ότι εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι η όποια θέση των εφεσειόντων περί παρανομίας αποτελούσε τη βάση ανταπαίτησης τους, η αίτηση για συνοπτική απόφαση έπρεπε να πετύχει, εφόσον, εν προκειμένω, η ανταπαίτηση είναι ξένη με την αγωγή. Υποστηρίζεται ότι η ανταπαίτηση βασίζεται σε αστικό αδίκημα ενώ η αγωγή βασίζεται σε παράβαση σύμβασης. Υποστηρίζεται επίσης ότι υπάρχει απουσία οποιασδήποτε διασύνδεσης του μειωμένου ποσού με τη βάση ανταπαίτησης.
Οι εφεσείοντες επικαλούνται συναφώς τα πιο κάτρω νομολογηθέντα στην CY.E.M.S.CO. ν. CENTRAL CO-OPERATIVE INDUSTRIES (1982) 1 CLR 897:
«It is well settled that where the defendant sets up a bonafide counterclaim arising out of the same subjectmatter of the action, and connected with the grounds of defence, the order should not be for judgment on the claim subject to a stay of execution pending the trial of the counterclaim, but should be for unconditional leave to defend, even if the defendant admits the whole or part of the claim. (Morgan & Son Ltd. v. S. Martin Johnson & Co., [1949] 1 K.B. 107, C.A.).A counterclaim is a crossaction but for the purposes of Order 14 it ought to be treated as a defence. (Zoedone Co. v. Barrett, (1882) 26 S.J. 657, C.A., per Cotton, L.J.).
In Anglo-Italian Bank v. Wells (supra) it was held that the right to bring a counterclaim is not a right of course but depends on the discretion of the Judge. Where, therefore, there is clearly no defence to the plaintiff's claim so that the plaintiff should not be put to the trouble and expense of proving it, but the defendant sets up a plausible counterclaim for an amount not less than the plaintiff's claim, the order should not be for leave to defend but should be for judgment for the plaintiff on the claim with costs, with a stay of execution until the trial of the counterclaim or pending further order. (Sheppards&Co. v. Wilkinson&Jarvis, [1889] 6 T.L.R. 13, C.A.).
The counterclaim will be disregarded if it is totally foreign to the action or it ought for any reason in the discretion of the Judge to be disposed of by a separate action.»
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης είναι ξένη προς την απαίτηση των εφεσειόντων, όσον αφορά το μειωμένο ποσό και συνεπώς, εμπίπτει εντός των περιπτώσεων όπου έπρεπε να αγνοηθεί.
Η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων παραγνωρίζει την πλέον σχετική με το ζήτημα που εγείρουν απόφαση στην υπόθεση Subotic Vidisava ν. Δήμου Στυλιανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 22, στην οποία αναφέρθηκε ρητώς το πρωτόδικο Δικαστήριο. Λέχθηκαν στην εν λόγω υπόθεση τα εξής:
«Είναι καθιερωμένο ότι όπου εγείρεται καλή τη πίστει ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται τέτοια άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση (Βλέπε: Morgan & Son Ltd. v. S. Martin Johnson & Co. [1949] 1 K.B. 107). Η ανταπαίτηση είναι αγωγή (cross action) αλλά για τους σκοπούς της Δ.18 πρέπει να θεωρείται ως Υπεράσπιση (Βλέπε: Zoedone Co. v. Barrett [1882] 26 S.J. 657).»
Είμαι της άποψης ότι στην υπό κρίση απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφάρμοσε ορθά τα πιο πάνω νομολογηθέντα, εφόσον μετά τη ρητή αναφορά του στις σχετικές με το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμόν παρανομίας παραγράφους της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την ένσταση της εφεσίβλητης, κατέληξε ως ακολούθως:
«Έτσι και εδώ, το Δικαστήριο κρίνει ότι από τη στιγμή που εγείρεται καλόπιστα ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται με τους λόγους υπεράσπισης, τότε πρέπει να δοθεί άδεια για καταχώριση υπεράσπισης.»
Τονίζω δε ότι στην υπόθεση Subotic Vidisava, ανωτέρω, λέχθηκαν και τα εξής:
«Είναι καθιερωμένο νομολογιακά ότι όταν ο Δικαστής έχει εξασκήσει την εξουσία του σύμφωνα με τη Δ.18, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου εμφιλοχώρησε κάποιο λάθος αρχής ή παρανόησης των γεγονότων ή δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα σε οποιαδήποτε πτυχή των γεγονότων.»
Η ίδια προσέγγιση παρατίθεται και στην προγενέστερη υπόθεση CY.E.M.S.CO, ανωτέρω:
«Thus the burden is on the defendant to satisfy the Court that he bona fide has a good defence in the sense that there is a triable issue to be argued before a competent Court. In deciding this matter the Judge has to exercise his discretion.
It is well settled that where a Judge has exercised his discretion under Order 18, the Court of Appeal will not interfere with the exercise of his discretion unless there has been some error of principle or misapprehension of fact on his part, or unless he has given undue weight to a particular aspect of the facts. (Gordon v. Cradock, [1963] 2 All E.R. 121; Kypros S. Kyprianidesv. Symeonloannou, (1966) 1 C.L.R. 265).
The Court of Appeal must, if necessary, examine anew the relevant facts and circumstances, in order to exercise by way of review a discretion which may reverse or vary the order of the trial Judge. (Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, per Lord Wright at p. 654).»
Με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιοσδήποτε από τους αναφερομένους στις πιο πάνω αποφάσεις λόγος, που θα δικαιολογούσε την επέμβασή μου.
Στρέφομαι στις λοιπές υπερασπίσεις που προώθησε η εφεσίβλητη και την αντίστοιχη θέση των εφεσειόντων αναφορικά με αυτές, όπως τις συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Σε σχέση με την ισχυριζόμενη υπεράσπιση της κατάχρησης της διαδικασίας διατυπώνουν τη θέση ότι η παρούσα διαδικασία η οποία είναι αστικής φύσεως και αφορά συμβάσεις που διέπονται από το Κυπριακό Δίκαιο είναι παντελώς διαφορετική από την Ουκρανική διαδικασία η οποία είναι διοικητικής φύσεως με αντικείμενο την ακύρωση προσβαλλόμενων αποφάσεων των Ουκρανικών αρχών.
Σε σχέση με τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι η απομείωση των καταθέσεων των Αιητών αποτελεί μέτρο εξυγίανσης που τους έχει επιβληθεί από την Κεντρική Τράπεζα της Ουκρανίας και ότι με αυτά διαφοροποιήθηκαν τα συμβατικά δικαιώματα των διαδίκων στη βάση των Συμφωνιών Κατάθεσης, προβάλλουν ότι οι Ουκρανικές διαδικασίες εξυγίανσης σε σχέση με τους Καθ’ ων η Αίτηση δεν δύνανται να επηρεάσουν τα συμβατικά δικαιώματα των Αιητητών βάσει των σχετικών Συμφωνιών αναφορικά με τις επίδικες καταθέσεις οι οποίες διέπονται από το Κυπριακό Δίκαιο.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προανάφερα, αναφέρθηκε σε όλες τις υπερασπίσεις που προώθησε η εφεσίβλητη και κατέληξε ως ακολούθως:
«Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, προκύπτει σαφώς πως οι Εναγόμενοι θέτουν με λεπτομέρεια τους λόγους που θεωρούν ότι έχουν βάσιμη υπεράσπιση στην Αγωγή προβάλλοντας ως Υπεράσπιση ισχυρισμούς τόσο νομικούς όσο και επί γεγονότων.»
Παρατηρώ ότι η επιχειρηματολογία η οποία αναπτύσσεται με την έφεση και επιχειρεί να ανατρέψει την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίζεται, εν μέρει, σε ισχυρισμούς επί αμφισβητούμενων γεγονότων.
Ειδικότερα, οι εφεσείοντες, θέτουν ως ζήτημα, ότι η διαδικασία στην Ουκρανία είναι παντελώς διαφορετική από την παρούσα διαδικασία εν τη εννοία της νομολογίας αναφορικά με την κατάχρηση της διαδικασίας. Το αλλοδαπό δίκαιο, αποτελεί θέμα πραγματικό που αποδεικνύεται με μαρτυρία εμπειρογνώμονα βλ. BULLOCK κ.α. ν. GORSOAN LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε40/2013, 20/7/2021.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη νομολογία τόνισε ότι δεν ενδείκνυται σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση να γίνεται στάθμιση των συγκρουόμενων ισχυρισμών των δύο πλευρών και να καταλήγει το Δικαστήριο σε συμπεράσματα ότι μια πλευρά προέβαλε πιο πειστικούς και αξιόπιστους ισχυρισμούς από την άλλη (βλ. FPP Fish Processing Ltd κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2007) 1ΑΑΔ 1230 και Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2001) 1 ΑΑΔ1230.)
Η πιο πάνω θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Με βάση τις αρχές που τίθενται στις υποθέσεις Subotic Vidisava και CY.E.M.S.CO ανωτέρω, δεν διαπιστώνω λόγο επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση.
Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της επίδρασης της διαδικασίας εξυγίανσης στην Ουκρανία στη συμβατική σχέση μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσίβλητης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων επικαλέστηκε αγγλική νομολογία η οποία υποστηρίζει τη θέση του, όπως την κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφασή του.
Είμαι της άποψης, ότι η εν λόγω θέση των εφεσειόντων πρέπει να κριθεί υπό το φως των πιο κάτω αρχών όπως τέθηκαν στην υπόθεση Λαζάρου Eυάγγελος και Άλλη ν. Γιάννη Π. Mακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817 στην οποία, σημειωτέον, παρέπεμψε συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Είναι ευρέως νομολογημένο ότι η διαδικασία με βάση τη Δ.18 για συνοπτική απόφαση είναι ένα εξαιρετικό μέτρο, το οποίο στην ουσία καταλήγει σε απόφαση χωρίς να ακουστεί ο εναγόμενος και ως εκ τούτου πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όπου η υπόθεση του ενάγοντα είναι καθαρή και είναι προφανές πέραν από λογική αμφιβολία ότι ο εναγόμενος δεν έχει καλόπιστη υπεράσπιση.
Στο Supreme Court Practice, 1999, Vol.1, στη σελ. 174, παράγραφο 14/4/9, αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Τhe power to give summary judgment under O.14 is "intended only to apply to cases where there is no reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment, and where therefore it is inexpedient to allow a defendant to defend for mere purposes of delay" (Jones v. Stone [1894] A.C. 122). As a general principle, where a defendant shows that he has a fair case for defence, or reasonable grounds for setting up a defence, or even a fair probability that he has a bona fide defence, he ought to have leave to defend (Saw v. Hakim [1889] 5 T.L.R. 72; Ironclad, etc. Co. v. Gardner [1892] 4 T.L.R. 18; Ward v. Plumbley [1890] 4 Ex.D. 279).
Leave to defend must be given unless it is clear that there is no real substantial question to be tried (Codd v. Delap [1905] 92 L.T. 510, HL); that there is no dispute as to facts or law which raises a reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment (Jones v. Stone [1894] A.C. 122; Thompson v. Marshall [1880] 41 L.T. 720, CA; Jacobs v. Booth's Distillery Co. [1901] 85 L.T. 262, HL; Lindsay v. Martin [1889] 5 T.L.R. 322)."
Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Vidisava Subotic v. Δήμου Στυλιανίδη (1998) 1 A.A.Δ. 22.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Θεωρώ ότι το ζήτημα που εγείρουν οι εφεσείοντες ως προς το θέμα της επίδρασης των ενεργειών του κράτους της Ουκρανίας στη συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων, δεν ικανοποιεί το κριτήριο που τίθεται από τη νομολογία, ήτοι δεν βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης όπου είναι ξεκάθαρο ότι το εν λόγω νομικό ζήτημα, δεν αφήνει καμία εύλογη αμφιβολία για το κατά πόσον οι εφεσείοντες δικαιούνται σε απόφαση.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν μπορούσαν «να τύχουν αξιολόγησης ως προς τη δύναμη ή καλύτερα τη δυναμική τους.»
Εν όψει όλων των πιο πάνω οι δύο λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων ύψους €7.400 πλέον Φ.Π.Α εάν υπάρχει.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο