
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε39/2024)
(i‑justice)
3 Απριλίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α. Ν.,
Εφεσείοντας,
v.
Θ. Π.,
Εφεσίβλητης.
_______________________
Χρ. Αργυρού (κα) για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κουκούνης για Γ. Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Οι διάδικοι είναι εν διαστάσει σύζυγοι. Από τον γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, ανήλικα σήμερα. Η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση διαζυγίου, η οποία και εκκρεμεί.
Στις 29.08.2023, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας, στο πλαίσιο εναρκτήριας αίτησης που είχε καταχωριστεί, εξέδωσε, κατόπιν μονομερούς αίτησης, προσωρινό διάταγμα με το οποίο παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης στην εφεσίβλητη και διατάχθηκε ο εφεσείοντας να εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη εντός 72 ωρών από την επίδοση του προσωρινού διατάγματος. Εκδόθηκε, επίσης, προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγόρευε στον εφεσείοντα να εισέρχεται στην οικογενειακή στέγη.
Η εφεσίβλητη, με τη μονομερή αίτηση της, επικαλέστηκε το Άρθρο 17(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/90), οι διατάξεις του οποίου, καθ’ όσον μέρος αφορούν στην υπό κρίση αίτηση, προβλέπουν τα εξής:
«Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο ή στον αρμόδιο θρησκευτικό ηγέτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 10, αντίστοιχα, του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, το Οικογενειακό Δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός από τους συζύγους, εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου υπόκειται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.»
Όπως λέχθηκε στην απόφαση Βουνού v. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168:
«Γνώμονας για την άσκηση των εξουσιών του Οικογενειακού Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 17(1) και (2) (οικογενειακή στέγη και η χρήση των απαραίτητων για ξεχωριστή εγκατάσταση), είναι η επιείκεια, έννοια συνυφασμένη με τη δικαιοσύνη. Ό,τι ο νομοθέτης επεδίωξε με τις διατάξεις του Άρθρου 17, ήταν ο περιορισμός στο βαθμό του εφικτού των δυσμενών επιπτώσεων για την οικογένεια από τη διακοπή της συμβίωσης.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, με την ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 20.5.2024, έκρινε ότι υπήρχε η συνδρομή όλων των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) και κατέστησε το ως άνω προσωρινό διάταγμα απόλυτο. Σε σχέση με τα έξοδα, έκρινε όπως αυτά ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της εναρκτήριας αίτησης και αναλόγως του αποτελέσματος αυτής.
Ο εφεσείοντας δεν έμεινε ικανοποιημένος με την πιο πάνω απόφαση και καταχώρισε την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
«1ος Λόγος Έφεσης
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιείται η δεύτερη και τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 είναι λανθασμένη και/ή χωρίς επαρκή δικαιολογία και/ή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το μαρτυρικό υλικό που ήταν σχετικό με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
2ος Λόγος Έφεσης
Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου των γεγονότων της 14ης Αυγούστου 2023 με την θέση του ότι επειδή πρόκειται για αντικρουόμενες θέσεις και ισχυρισμούς θα αφεθούν να εξεταστούν κατά την εκδίκαση της κυρίως αίτησης και η επιλογή του να βασιστεί για την οριστικοποίηση των δραστικών διαταγμάτων που εξέδωσε, σε γεγονότα ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα γεγονότα του "επίμαχου συμβάντος" χωρίς σε κάθε περίπτωση να αξιολογήσει κατ' ελάχιστον την ενώπιον του μαρτυρία το οδήγησε σε λανθασμένη κρίση.
3ος Λόγος Έφεσης
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ως όφειλε τους λόγους ένστασης του Εφεσείοντα που αφορούν στην απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων και στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν προσήλθε με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου, όσον αφορά στο επίμαχο περιστατικό της 14ης Αυγούστου 2023 αλλά και για τα δήθεν περιστατικά βίας που προηγήθηκαν της 14ης Αυγούστου 2023 ούτε έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για το πως άσκησε την διακριτική του ευχέρεια.
4ος Λόγος Έφεσης
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε επαρκώς και/ή καθόλου τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 17(1) και (2) του Νόμου 23/1990 για την έκδοση και οριστικοποίηση των προσωρινών διαταγμάτων και ιδιαίτερα ποιοι ήταν οι λόγοι επιείκειας που επέβαλλαν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων και/ή η αιτιολογία που έδωσε για την οριστικοποίηση τους δεν δικαιολογούσαν την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης και/ή δεν έλαβε υπόψη τις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία για το αξίωμα της επιείκειας.
5ος Λόγος Έφεσης
Λανθασμένα, χωρίς αιτιολογία και κατά παράβαση των αρχών που καθιερώθηκαν από την νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δικαιολογείτο το κατεπείγον και εξέδωσε τα προσωρινά διατάγματα και ακολούθως τα οριστικοποίησε.
6ος Λόγος Έφεσης
Λανθασμένα το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλεινε υπέρ της οριστικοποίησης των προσωρινών διαταγμάτων και/ή δεν έλαβε υπόψη τις σοβαρές επιπτώσεις που είχε η έκδοση και οριστικοποίηση των διαταγμάτων που οδήγησαν στην αποξένωση του εφεσείοντα από τα ανήλικα τέκνα του και/ή δεν εξέτασε κατά πόσο η έκδοση και οριστικοποίηση των προσωρινών διαταγμάτων ήταν δίκαιη και εύλογη υπό τις περιστάσεις.
7ος Λόγος Έφεσης
Υπήρξε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπό κρίση μονομερούς αίτησης αλλά και στην έκδοση της απόφασης που συνιστά παραβίαση του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος του εφεσείοντα για την διάγνωση των δικαιωμάτων του εντός εύλογου χρόνου και γενικά των δικαιωμάτων του για δίκαιη δίκη με βάση το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και το δικαίωμα του για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνει το άρθρο 8 της Σύμβασης με αποτέλεσμα η πρωτόδικη απόφαση να καθίσταται άκυρη.
8ος Λόγος Έφεσης
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αποφασίζοντας ότι η συζυγική κατοικία δεν μπορεί να διαχωριστεί.»
Η εφεσίβλητη καταχώρισε αντέφεση με την οποία προέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα έξοδα θα έπρεπε να ήταν στην πορεία της εναρκτήριας αίτησης και αναλόγως του αποτελέσματος σ’ αυτή.
Η εφεσίβλητη, στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση της, καταλόγισε στον εφεσείοντα την ευθύνη για την κατάρρευση του γάμου. Αναφέρθηκε σε περιστατικά που άρχισαν να λαμβάνουν χώρα από τον Σεπτέμβριο 2022, με αποκορύφωμα το περιστατικό που επεσυνέβη στις 14.08.2023. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, στις 14.08.2023 αποφάσισε να μιλήσει στον εφεσείοντα για την κατάσταση που επικρατούσε και αυτός άρχισε να της φωνάζει και να την ειρωνεύεται. Στη συνέχεια, ο εφεσείοντας, μπροστά στα μάτια ενός εκ των δύο ανήλικων παιδιών τους, την έσπρωξε βίαια από πίσω προς την συρόμενη γυάλινη πόρτα της κουζίνας. Ακολούθως, ξεκίνησε να την κτυπά πάνω στην πλάτη. Με το πρώτο σπρώξιμο, κτύπησε με το κεφάλι της και το σώμα της πάνω στη γυάλινη πόρτα. Στη συνέχεια, την τράβηξε με βία προς τα πίσω, βρέθηκε μεταξύ της και της γυάλινης πόρτας και έβαλε, με πίεση, τον αγκώνα του στον λαιμό της, με αποτέλεσμα να της κοπεί η αναπνοή. Όπως ισχυρίστηκε η ίδια, μούγκριζε και κόντεψε να πνιγεί. Στον χώρο ήταν παρούσα και η οικιακή τους βοηθός. Ακολούθως, μεταφέρθηκε από τον πατέρα της σε αστυνομικό σταθμό για να υποβάλει παράπονο και καταγγελία για το περιστατικό και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον προσωπικό της γιατρό, εφόσον στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας υπήρχε μεγάλη αναμονή, ο οποίος την εξέτασε και συνέταξε ιατρική έκθεση. Ακολούθως, μετέβηκε στο Τμήμα Βίας στην Οικογένεια της αστυνομίας και υπέβαλε επίσημη καταγγελία και παράπονο εναντίον του εφεσείοντα.
Ο εφεσείοντας, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση του, αρνήθηκε τα όσα του απέδωσε η εφεσίβλητη και επέρριψε ευθύνη σ’ αυτήν και την οικογένεια της για την κατάρρευση του γάμου. Ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη σκηνοθέτησε καταστάσεις, με σκοπό την απομάκρυνση του από τη συζυγική οικία και την αποξένωση του από τα παιδιά του. Τον Σεπτέμβριο του 2022, μετά από μια, κατ' ισχυρισμόν, σκηνοθετημένη από την εφεσίβλητη, κατάσταση, ο ίδιος έφυγε από τη συζυγική στέγη και επέστρεψε τον Δεκέμβριο του 2022. Περιέγραψε, επίσης, περιστατικό κατά το οποίο η εφεσίβλητη τον έσπρωξε βίαια από το κρεβάτι, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω. Για να αποφύγει τις συγκρούσεις, άρχισε ο ίδιος να κοιμάται στον καναπέ. Παρά τις επανειλημμένες προκλήσεις της, ουδέποτε άσκησε οποιαδήποτε βία εναντίον της, ούτε εκφράστηκε με υβριστικό ή απρεπή τρόπο. Ήτο η εφεσίβλητη που ασκούσε λεκτική βία, με διάφορες ύβρεις και σωματική βία.
Ως προς το επίμαχο περιστατικό της 14ης Αυγούστου 2023, ο εφεσείοντας έδωσε τη δική του εκδοχή. Ισχυρίστηκε ότι, εκείνη την ημέρα, η εφεσίβλητη συμπεριφερόταν παράξενα και περιφερόταν γύρω του, κάνοντας κινήσεις με τα χέρια της. Ακολούθως, η εφεσίβλητη του έβαλε τρικλοποδιά, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει κάτω. Παρών ήταν και το ένα εκ των δύο ανηλίκων παιδιών τους. Προσπάθησε να βγει έξω από το σπίτι, αλλά η εφεσίβλητη τον εμπόδισε να ανοίξει την πόρτα. Την σκηνή παρακολούθησε και η οικιακή βοηθός. Όταν κατάφερε να ανοίξει την πόρτα, άκουσε την εφεσίβλητη να λέει ότι θα πήγαινε στην αστυνομία και τότε κατάλαβε ότι σκηνοθέτησε το επεισόδιο, με σκοπό να τον διώξει από το σπίτι. Αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι έκανε επίσημη καταγγελία στην αστυνομία και προέβαλε ότι έκανε μόνο αναφορά ότι την έσπρωξε. Επίσης, υποστήριξε ότι, σύμφωνα με σχετική βεβαίωση από το Τμήμα Βίας στην Οικογένεια (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα), η εφεσίβλητη έκανε, επίσης, αναφορά για το περιστατικό ημερομηνίας 14.08.2023, για σκοπούς καταγραφής για οποιανδήποτε μελλοντική χρήση, αναφέροντας ότι δεν επιθυμούσε εμπλοκή της αστυνομίας. Στην ίδια δε βεβαίωση (Τεκμήριο 4) καταγράφηκε ότι η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε πως είχαν λογομαχία, ότι ο ίδιος προσπάθησε να εξέλθει της κατοικίας τους μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους, η εφεσίβλητη μπήκε μπροστά του για να τον ανακόψει και πως ο ίδιος προέταξε τον αγκώνα του, σπρώχνοντας την, περιγραφή γεγονότων τελείως διαφορετική, κατά τον εφεσείοντα, από τα σοβαρά γεγονότα που του καταλόγισε, με την ένορκο της δήλωση, στην αίτηση αποκλειστικής χρήσης.
Με την υπό κρίση έφεση, δεν αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρείτο η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Το Δικαστήριο, επί του προκειμένου, ανέφερε πως εφόσον οι διάδικοι βρίσκοντο σε διάσταση, γεγονός παραδεκτό, η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να αξιώνει την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης και, επομένως, υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
Θα προχωρήσουμε στη συνεξέταση του πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης, οι οποίοι αφορούν τη δεύτερη και τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, και τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε, κατ’ ελάχιστο, τις αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων. Αυτοί αναπτύχθηκαν μαζί στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα. Θα εξεταστεί, επίσης, μαζί και ο τρίτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά ισχυρισμό για απόκρυψη γεγονότων εκ μέρους της εφεσίβλητης, εφόσον στηρίζεται στην ίδια επιχειρηματολογία.
Η δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τα ενώπιον του γεγονότα και στοιχεία και εσφαλμένα κατέληξε πως πληρείται η δεύτερη και τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τις αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων, είχε, όμως, και τις αντικρουόμενες θέσεις της ίδιας της εφεσίβλητης, τις οποίες δεν στάθμισε σωστά. Συγκεκριμένα, συνεχίζει η εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντα, ενώ η εφεσίβλητη, στην ένορκη δήλωση της, η οποία υποστήριζε την αίτηση της, αναφερόταν σε περιστατικά βίας σε βάρος της από τον εφεσείοντα, πουθενά στη γνωστοποίηση που απέστειλε στον αρμόδιο Επίσκοπο με την οποία του κοινοποιούσε την πρόθεση της για καταχώριση αίτησης διαζυγίου, αλλά ούτε και στην αίτηση διαζυγίου που καταχώρισε στις 17.05.2023 (Δέσμη Τεκμήριο 5 στην ένορκο δήλωση της εφεσίβλητης), δεν αναφέρθηκε σε οποιοδήποτε επεισόδιο βίας, ούτε και χαρακτήρισε τον εφεσείοντα ως βίαιο άτομο. Η δικηγόρος του εφεσείοντα προέβαλε, επίσης, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι ενώ η εφεσίβλητη, στην ένορκο της δήλωση, ισχυρίστηκε πως ο εφεσείοντας, στις 14.08.2023, επέδειξε βίαιη συμπεριφορά και ότι έκανε επίσημη καταγγελία στο Τμήμα για τη Βία στην Οικογένεια, εντούτοις, όπως διαφάνηκε από τη σχετική βεβαίωση, το παράπονο της αφορούσε σε λογομαχία και σε σπρώξιμο της από τον εφεσείοντα με τον αγκώνα του και για το περιστατικό έκανε απλή αναφορά και όχι καταγγελία. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη απέκρυψε από το Δικαστήριο, στην ένορκο της δήλωση, τόσο το γεγονός ότι έκανε απλή αναφορά, ως επίσης και το περιεχόμενο της αναφοράς της, γεγονός που απεκάλυψε ο εφεσείοντας, στη δική του ένορκο δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, με το εξής σκεπτικό:
«Τόσο από τη μαρτυρία της Αιτήτριας όσο και από την μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση συνάγεται πως οι σχέσεις τους είναι τεταμένες και η συνύπαρξη τους κάτω από την ίδια στέγη είναι προβληματική. Εκατέρωθεν επιρρίπτουν ευθύνες και αποδίδουν βίαιη και ανάρμοστη συμπεριφορά ο ένας στον άλλο. Δεν είναι η ώρα να προβώ σε πλήρη ανάλυση της μαρτυρίας των διαδίκων και να κατανείμω ευθύνες ως προς την υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου ή το βαθμό υπαιτιότητας του ενός ή του άλλου, σημασία έχει ότι από την μαρτυρία και των δύο προκύπτει αναμφίβολα ότι η συμβίωση τους είναι προβληματική. Κρίνω λοιπόν ότι πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση που απαιτεί την ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται η Αιτήτρια σε θεραπεία κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.»
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Κατσουρίδης v. Κατσουρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 415, η οποία αφορούσε την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης, δυνάμει του Άρθρου 17 του Ν. 23/90. Στην εν λόγω απόφαση, παρατέθηκε επιδοκιμαστικά απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή, ως προς το πως πρέπει να προσεγγίζεται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 στις υποθέσεις τέτοιας φύσεως:
«Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ούτε την τρίτη από τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης στο άρθρο 32(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα του David Bean, Injunctions, 5η έκδοση σελ. 149 ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου για άμεση παρέμβαση με παρεμπίπτον διάταγμα στις περιπτώσεις οικογενειακών διαφορών που απολήγουν σε πράξεις βίας ή που επηρεάζουν την ευημερία ανηλίκων για να καταλήξει πως "οι πληγωμένες σχέσεις και τα τραυματισθέντα συναισθήματα των διαδίκων και των ανηλίκων δεν αποτιμούνται σε χρήμα και δεν αποκαθίστανται μεταγενέστερα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε ότι λόγω των έντονων συγκρούσεων, δημιουργούντο σοβαρές επιπτώσεις τόσο στους ίδιους τους διαδίκους, όσο και στα παιδιά τους και κατέληξε πως:
«Με βάση λοιπόν το ενώπιον μου υλικό και με γνώμονα ότι η παρούσα υπόθεση αφορά σχέσεις συζύγων που τελούν σε διάσταση και τις δυσμενείς συνέπειες των σχέσεων τους τόσο στους ίδιους όσο και στα ανήλικα τέκνα τους, οι οποίες δεν αποτιμούνται σε χρήμα, ούτε μπορούν να αποκατασταθούν μεταγενέστερα, θεωρώ ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60.»
Αναφορικά με την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα πως η εφεσίβλητη απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα και παραπλάνησε το Δικαστήριο στο να εκδώσει το διάταγμα, η πρωτόδικη Δικαστής ανέφερε τα εξής:
«Σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδη είναι εκείνα τα στοιχεία ή γεγονότα τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας(Cobelfret κ.ά, v. Cvprus Potato Marketinq Board (1996) 1 Α.Α,Δ.733). Το τι
οδήγησε το Δικαστήριο στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος ήταν το σύνολο των
περιστάσεων και των εντάσεων που επικρατούσαν στις σχέσεις των διαδίκων, με
αποκορύφωμα το επίμαχο περιστατικό, ανεξάρτητα του κατά πόσο η Αιτήτρια
προχώρησε, σε σχέση με το επίμαχο περιστατικό, σε επίσημη καταγγελία εναντίον του Καθ' ου η αίτηση με σκοπό την τιμωρία του η όχι, ούτε η υποβολή τέτοιας καταγγελίας
αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Σκοπός του προσωρινού διατάγματος είναι ο περιορισμός στο βαθμό του εφικτού των δυσμενών επιπτώσεων για την οικογένεια και τα μέλη της από τη
διακοπή της συμβίωσης και όχι η τιμωρία οποιουδήποτε μέλους της.
Η ένορκη μαρτυρία του Καθ' ου η αίτηση επιβεβαιώνει τις συγκρουσιακές σχέσεις των διαδίκων. Στην ένορκη του δήλωση ο Καθ' ου η αίτηση δεν αμφισβητεί ότι στις 14 Αυγούστου 2023 υπήρξε άλλη μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των διαδίκων μάλιστα
στην παρουσία του ανήλικου [ ], δίνει όμως την δική του εκδοχή όπως άλλωστε δίνει την δική του εκδοχή και σε σχέση με τα υπόλοιπα περιστατικά που περιγράφει η Αιτήτρια.
Σε σχέση δε με τα γεγονότα που περιβάλλουν το επίμαχο συμβάν της 14ης Αυγούστου 2023, πρόκειται για αντικρουόμενες θέσεις και ισχυρισμούς που πρέπει να αφεθούν
να εξετασθούν τελεσίδικα κατά την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης μια και η
παρούσα διαδικασία δεν προσφέρεται για εξαγωγή ευρημάτων και
συμπερασμάτων. Όσο αφορά την καταγραφή στην αστυνομία όπου αναφέρεται
σπρώξιμο με αγκώνα αντί για τα όσα περιγράφει η Αιτήτρια στην ένορκη της δήλωση,
θεωρώ ότι και αυτό αποτελεί μέρος των αντικρουόμενων ισχυρισμών των διαδίκων
αναφορικά με το τι συνέβηκε την επίμαχη μέρα και συνεπώς αυτοί οι ισχυρισμοί όπως
και όλοι οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί, θα εξεταστούν κατά την εκδίκαση της
εναρκτήριας αίτησης, αφού στο στάδιο αυτό το δικαστήριο δεν θα προβεί σε ευρήματα. Αρκεί το ότι εκατέρωθεν οι διάδικοι συμφωνούν ότι υπάρχει μεγάλη ένταση στο σπίτι
με σοβαρό αντίκτυπο στα ανήλικα παιδιά τους που αναγκάζονται να βιώνουν αυτές τις
καταστάσεις με όλες τις επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τον ψυχικό τους κόσμο.»
Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Η εφεσείουσα, με την ένορκη της δήλωση, κατάφερε να αποδείξει ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Είναι παραδεκτό ότι δημιουργούντο σοβαρά επεισόδια μεταξύ των διαδίκων, ακόμα και μπροστά στα παιδιά τους και ότι η εφεσίβλητη αποτάθηκε στην αστυνομία. Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας την πάγια νομολογία, δεν προέβη σε ευρήματα αναφορικά με τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς, αλλά προέβη σε εκτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης της εφεσίβλητης (βλ. Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 Α.Α.Δ. 263, Κωνσταντίνου και Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Έφεση Αρ. 10/2020, ημερομηνίας 15.10.2020).
Περαιτέρω, κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση του διατάγματος και πως τα τραυματισμένα συναισθήματα των διαδίκων και των ανηλίκων δεν αποτιμούνται σε χρήμα και δεν αποκαθίστανται μεταγενέστερα, ορθώς έκρινε ότι πληρείτο και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Δεν συμφωνούμε, επίσης, με την εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντα πως η εφεσίβλητη δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων που υποστήριζαν την αίτηση της. Επαναλαμβάνουμε πως το ουσιώδες στοιχείο, το οποίο αναφέρθηκε στην ένορκο δήλωση της εφεσίβλητης, ότι υπήρχαν έντονες συγκρούσεις μπροστά στα παιδιά, έγινε παραδεκτό στην ένορκο δήλωση του εφεσίβλητου. Ορθώς, δε, υπέμνησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως δεν ήτο απαραίτητη προϋπόθεση για τους σκοπούς έκδοσης του προσωρινού διατάγματος κατά πόσο υπεβλήθη καταγγελία ή μη, στην αστυνομία. Ούτε και η μη καταγραφή ισχυρισμών βίας στη γνωστοποίηση προς τον αρμόδιο Επίσκοπο, την οποία απέστειλε η εφεσίβλητη και στην αίτηση διαζυγίου που υπέβαλε θα μπορούσε να έχει σημασία για σκοπούς προσωρινού διατάγματος αποκλειστικής χρήσης, εφόσον αφορούν άλλες ξεχωριστές διαδικασίες.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, ο πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Ο τέταρτος και ο έκτος λόγος έφεσης θα συνεξεταστούν. Οι λόγοι αυτοί αφορούν τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει επαρκώς τις προϋποθέσεις του Άρθρου 17 του Ν. 14/60 και ειδικότερα τους λόγους επιείκειας που, σύμφωνα με το Δικαστήριο, επέβαλλαν την οριστικοποίηση του αιτούμενου διατάγματος και τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της οριστικοποίησης του διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο ενυπάρχουν λόγοι επιείκειας και το ισοζύγιο της ευχέρειας, μαζί. Παραθέτουμε απόσπασμα:
«Στην υπό κρίση αίτηση, από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει ότι η συμβίωση των διαδίκων κάτω από την ίδια στέγη δεν είναι ομαλή, αντίθετα είναι συγκρουσιακή και έντονη, όπως προκύπτει από τις εκατέρωθεν ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Η Αιτήτρια δεν έχει την εισοδηματική ικανότητα να ενοικιάσει άλλη κατοικία αφού o μισθός της, ως ισχυρίζεται, είναι μόλις €1400. Αντίθετα όπως προκύπτει ο Καθ' ου η αίτηση λαμβάνει ένα ικανοποιητικό μισθό που του δίνει την οικονομική δυνατότητα να εξεύρει άλλη στέγη. Όπως δε προκύπτει από την ενώπιον μου μαρτυρία, στο
παρελθόν ο Καθ' ου η αίτηση είχε φύγει ξανά από την συζυγική οικία και όπως
αναφέρει στην ένορκη του δήλωση επέστρεψε πίσω τον Δεκέμβριο του 2022 όταν τα
μέρη θεώρησαν ότι ήταν ώριμες οι συνθήκες να επιστρέψει. Λαμβάνω υπόψη μου το
συμφέρον των ανηλίκων, των οποίων την φύλαξη και φροντίδα ασκεί η Αιτήτρια, που συνηγορεί υπέρ της μη μετακόμισης τους από την συζυγική στέγη, όπου είναι το
φυσικό και οικείο περιβάλλον όπου μεγάλωσαν και βρίσκεται κοντά στους φίλους και
στις δραστηριότητες τους. Από την ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει ότι η οικία δεν
μπορεί να διαχωριστεί και σίγουρα οι διάδικοι δεν μπορούν να συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη ομαλά. Ενδεικτικά, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Καθ' ου η αίτηση παραλίγο να την πνίξει και ο Καθ' ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια επιχείρησε να τον κτυπήσει με το αυτοκίνητο. Υπό το φως το πιο πάνω και για λόγους επιεικείας και έχοντας κατά νου την ανάγκη για περιορισμό στο βαθμό του εφικτού των δυσμενών επιπτώσεων για την οικογένεια από τη διακοπή της συμβίωσης, κρίνω ότι το ισοζύγιο
της ευχέρειας κλίνει υπέρ της διατήρησης του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.»
Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και πλήρως συμβατή με το Άρθρο 17(1) του Ν. 23/90 και τη νομολογία. Ένα από τα κριτήρια που θέτει το εν λόγω άρθρο είναι οι λόγοι επιείκειας και το συμφέρον των παιδιών. Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι παραδεκτό ότι εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα με το οποίο ανατέθηκε στην εφεσίβλητη η φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων και ως τόπος διαμονής των ανηλίκων καθορίστηκε ο εκάστοτε τόπος διαμονής της εφεσίβλητης. Ο παράγοντας αυτός προσμετρά προς όφελος της εφεσίβλητης, με την έννοια ότι ως ένας από τους δύο συζύγους και ως ο γονέας με τον οποίο διαμένουν τα τέκνα, έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Οι λόγοι επιείκειας υπαγορεύουν, συνήθως, την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης στον σύζυγο με τον οποίο διαμένουν τα παιδιά (βλ. Σύγγραμμα Οικογενειακό Δίκαιο, Έφη Κουνουγέρη Μανωλεδάκη, Τόμος Ι, 8η Έκδοση, σελ. 305, Μ.Φ. και Ο.Φ. Έφεση Αρ. 35/2022, ημερομηνίας 20.12.2023). Δεν προκύπτει πως το Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει όλα τα δεδομένα, με προεξάρχον το γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε τη φύλαξη των παιδιών, και ότι υπήρχε ανάγκη τα παιδιά να συνεχίσουν να διαμένουν στο σπίτι που ήδη διέμεναν. Σαφώς δε το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της διατήρησης του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.
Ως εκ των ανωτέρω, ο τέταρτος και έκτος λόγος έφεσης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε το κατεπείγον της έκδοσης του διατάγματος. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως την κρίση του για την ύπαρξη του κατεπείγοντος. Υπήρχε άμεση ανάγκη αντιμετώπισης των συνεχών έντονων συγκρουσιακών επεισοδίων που συνέβαιναν μπροστά στα παιδιά τους, αλλά και της περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης. Σημειώνεται, επίσης, ότι η εφεσίβλητη, στην ένορκο της δήλωση, επεξήγησε ότι καταχώρισε την μονομερή αίτηση της έντεκα περίπου μέρες μετά το τελευταίο επεισόδιο της 14ης Αυγούστου 2023, λόγω των διακοπών του δεκαπενταύγουστου και της απουσίας του δικηγόρου της στο εξωτερικό και υποστήριξε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης εκ μέρους της.
Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται πως υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην εκδίκαση της μονομερούς αίτησης, αλλά και στην έκδοση της απόφασης και ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8 του ΕΣΔΑ.
Η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα (βλ. Παπακόκκινου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 1357).
Στην υπό κρίση υπόθεση, η μονομερής αίτηση καταχωρήθηκε στις 29.08.2023 και η απόφαση εκδόθηκε στις 20.05.2024. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρξε καθυστέρηση που να δικαιολογεί την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος. Αναμένεται, όμως, από το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει στην εκδίκαση της ουσίας, το συντομότερο. Ούτε συμφωνούμε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων ενώπιον του, και για λόγους επιείκειας και το συμφέρον των ανηλίκων, οριστικοποίησε το προσωρινό διάταγμα. Εξάλλου, το δικαίωμα του εφεσείοντα για επικοινωνία με τα ανήλικα παιδιά του δεν επηρεάζεται με την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.
Επομένως, ο έβδομος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.
Τέλος, ούτε και ο όγδοος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο έσφαλε, αποφασίζοντας ότι η συζυγική κατοικία δεν μπορεί να διαχωριστεί, ευσταθεί. Η εφεσίβλητη, στην ένορκη της δήλωση, υποστήριξε πως η κατοικία δεν ήτο μεγάλη και δεν μπορούσε να διαχωριστεί, και ότι η παραχώρηση τμήματος μόνο της συζυγικής στέγης δεν θα εξυπηρετούσε την ίδια και τα παιδιά. Ο εφεσείοντας δεν εισηγήθηκε, με την ένορκο δήλωση του, ότι η συζυγική κατοικία θα μπορούσε να διαχωριστεί, επομένως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συζυγική στέγη δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί, ήτο εύλογη.
Συνεπώς, ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με την αντέφεση της, η εφεσίβλητη προσβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επεδίκασε έξοδα στην πορεία της κυρίως αίτησης και ισχυρίζεται ότι η απόφαση αυτή ήτο αναιτιολόγητη.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η γενική αρχή είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Όπως λέχθηκε στην Ζαβρού v. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477:
«Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389.»
Περαιτέρω, στην Μιχαηλίδου v. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία όμως πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση ορισμένα καθιερωμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει κάποιος καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής, όπως για παράδειγμα ευθύνη του επιτυχόντα διαδίκου για την αδικαιολόγητη επιμήκυνση του χρόνου δίκης, νεοφανές νομικό σημείο κ.λ.π. (βλ. μεταξύ άλλων Talyon ν. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 777, Γιαννάκης Φιλίππου ν. Έλενας Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416, Λοφίτη ν. Δημητρίου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1402 και Χρίστος Πασιαρδής ν. Αντωνία Θεοδοσίου, ανωτέρω).»
Σχετικές επί του θέματος των εξόδων είναι και οι αποφάσεις Χαραλάμπους v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση 337/2019, ημερομηνίας 25.11.2024 και Λοϊζου v. Λοϊζου, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2024, ημερομηνίας 21.01.2025.
Στην εκκαλούμενη απόφαση, η πρωτόδικη Δικαστής δεν αιτιολόγησε το λόγο για τον οποίο παρέκκλινε της πιο πάνω νομολογιακής αρχής. Η κρίση της σε σχέση με τα έξοδα, ότι ήτο ορθό να ακολουθήσουν την πορεία της εναρκτήριας αίτησης και αναλόγως του αποτελέσματος αυτής, δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση για την παρέκκλιση από την γενική αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Συνεπώς, η αντέφεση επιτυγχάνει. Η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ακυρώνεται και αντικαθίσταται με διαταγή με την οποία τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος της Αιτήτριας στην πρωτόδικη διαδικασία – εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας της κυρίως αίτησης.
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Όσον αφορά τα έξοδα της αντέφεσης, επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης-εφεσείουσας στην αντέφεση και εναντίον του εφεσείοντα-εφεσίβλητου στην αντέφεση, €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο