ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΣΤΕΛΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 41/2025, 9/4/2025
print
Τίτλος:
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ v. ΣΤΕΛΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ.: 41/2025, 9/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 41/2025)

 

10 Απριλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΣΤΕΛΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εφεσιβλήτου

 

--------------------------------------------------------

 

Σ. Μιχαήλ (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα

Χ. Τριανταφυλλίδης για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε. με Σ. Αυγουστή για Στυλιανός Κ. Αυγουστή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον  Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκείς τις ποινές ενός, δύο και τριών μηνών φυλάκισης, τις οποίες επέβαλε το E.Δ. Λευκωσίας στον Εφεσίβλητο (Κατηγορούμενο 1), ο οποίος είχε παραδεχθεί 249 κατηγορίες, με σοβαρότερα αδικήματα τις πλαστογραφίες επισήμων εγγράφων, τις κυκλοφορίες τέτοιων εγγράφων, την πρόκληση εκτέλεσης τέτοιων εγγράφων και τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ύψους €48.640, προελθόντων από τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων. Ειδικότερα, οι κατηγορίες τις οποίες ο Εφεσίβλητος είχε παραδεχθεί έχουν ως εξής:

 

·          Μια κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (Π.Κ.371)

·          50 κατηγορίες για πλαστογραφία επίσημου εγγράφου (Π.Κ.337)

·          71 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστογραφημένου επίσημου εγγράφου (Π.Κ.339)

·          22 κατηγορίες για πρόκληση άλλου («procures another») δια ψευδών παραστάσεων να πιστοποιήσει επίσημο έγγραφο (Π.Κ.341)

·          2 κατηγορίες για απόπειρα πρόκλησης άλλου δια ψευδών παραστάσεων να πιστοποιήσει επίσημο έγγραφο (Π.Κ.368)

·          55 κατηγορίες για πλαστογραφία εγγράφου (Π.Κ.335)

·          Μια κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Άρθρο 4 του Ν.188(I)/07).

·          47 κατηγορίες για εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις (Π.Κ.305)

 

        Σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα (Έγγραφο Α), όπως τα συνόψισε ο πρωτόδικος Δικαστής, στις 24.1.20, μια λειτουργός του Κέντρου Εξυπηρέτησης του Πολίτη  (ΚΕΠ) στην Έγκωμη, κατήγγειλε ότι στις 23.1.20 η σύζυγος του Εφεσίβλητου τής παρέδωσε δύο πρωτότυπα πιστοποιητικά του Τμήματος Φορολογίας για να πιστοποιηθούν με τη σφραγίδα apostille. Τα δύο έγγραφα αφορούσαν πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας για δύο πρόσωπα και σε αυτά αναγραφόταν ότι ήταν κάτοικοι της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι όλα τα εισοδήματά τους από πηγές εντός και εκτός Δημοκρατίας υπέκειντο σε φορολογία για το φορολογικό έτος 2019 στην Κύπρο και ότι δεν είχαν οποιεσδήποτε οφειλές προς τον Έφορο Φορολογίας. Στη λειτουργό του ΚΕΠ ηγέρθησαν υποψίες ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν ήταν αυθεντικά και ενημέρωσε τη σύζυγο του Εφεσίβλητου ότι θα προέβαιναν σε περαιτέρω ελέγχους, αλλά η τελευταία τής ανέφερε ότι ήταν βιαστική και αποχώρησε. Ακολούθως, διαπιστώθηκε ότι πράγματι τα δύο έγγραφα δεν ήταν αυθεντικά.

 

        Κατόπιν ενταλμάτων σύλληψης εναντίον του Εφεσίβλητου και της συζύγου του, καθώς και κατά την έρευνα της οικίας τους, ο Εφεσίβλητος συνεργάστηκε με τις Αρχές, παραδίδοντας σχετικά τεκμήρια και παραδεχόμενος τη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετωπίζει στην παρούσα υπόθεση. Ο Εφεσίβλητος παραδέκτηκε ότι κατήρτισε διάφορα πλαστά έγγραφα όπως πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας, ενοικιαστήρια έγγραφα, πιστοποιητικά λήψης υπηρεσιών από εταιρείες τηλεπικοινωνιών, την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά. με σκοπό την εξασφάλιση εγγραφής Ελλήνων υπηκόων ως φορολογικών κατοίκων στην Κύπρο και την αποφυγή φορολογίας των αποδοχών τους στην Ελλάδα. Ομολόγησε ότι ο ίδιος κατήρτισε όλα τα πλαστά πιστοποιητικά προς εξασφάλιση φορολογικής κατοικίας προσώπων, πλαστογραφώντας την υπογραφή συγκεκριμένης λειτουργού του Εφόρου Φορολογίας και σφραγίζοντάς τα με πλαστές σφραγίδες. Ο ίδιος είχε εγγράψει τα στοιχεία των εν λόγω προσώπων (πρόκειται για 63 περιπτώσεις), με ψευδείς διευθύνσεις, αναγράφοντας δικό του φανταστικό κείμενο και σφραγίζοντάς το.

 

        Όπως ανέφερε, οι Έλληνες (ναυτικοί), προς όφελος των οποίων εξασφάλιζε φορολογική κατοικία, τον προσέγγιζαν οι ίδιοι, ζητώντας του να τους βοηθήσει να δηλωθούν στις φορολογικές αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας ως φορολογικοί κάτοικοι εξωτερικού. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να εγγραφούν στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στο Τμήμα Φορολογίας, να έχουν ενοικιαστήρια συμβόλαια και να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Κύπρο. Κανένας από αυτούς δεν γνώριζε ότι τα έγγραφα τα οποία τους παρέδιδε ήταν πλαστά. Τα εν λόγω πρόσωπα προχωρούσαν σε μηνιαία εμβάσματα είτε στον δικό του προσωπικό λογαριασμό, είτε στον λογαριασμό της συζύγου του. Η σύζυγός του δεν γνώριζε τον πραγματικό λόγο που γίνονταν τα εμβάσματα στον λογαριασμό της, ούτε για τις ενέργειές του.

 

        Ο πρωτόδικος Δικαστής, με εξαίρεση το αδίκημα της συνωμοσίας (για το οποίο δεν ανέφερε) και το αδίκημα της πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου (για το οποίο, μάλλον εκ παραδρομής, ανέφερε ως προβλεπόμενη την 7ετή αντί τη 10ετή φυλάκιση), αναφέρθηκε ορθώς  στις υπόλοιπες προβλεπόμενες ποινές και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο της απάτης. Ακολούθως κατέγραψε τις προσωπικές περιστάσεις σημειώνοντας για τον Εφεσίβλητο ότι είναι 41 ετών, ότι έχει δύο θυγατέρες (9 και 12 ετών), ότι είναι πτυχιούχος οικονομικών, ότι εργοδοτείται ως λογιστής από το 2014, ότι η σύζυγός του σταμάτησε να εργάζεται λόγω οσφυαλγίας, ότι μετά τη σύλληψή των γονέων οι θυγατέρες τους βίωσαν έντονο άγχος, εφιάλτες, ξαφνικό αναίτιο κλάμα, έντονους φόβους, διαταραχές ύπνου και άγχος αποχωρισμού και τέλος ότι βάσει επιστολής του εργοδότη (του Εφεσίβλητου), αυτός σε περίπτωση ποινής φυλάκισης θα απέλυε τόσο τον Εφεσίβλητο όσο και δύο υφιστάμενους αυτού, αφού πλέον δεν θα ήταν χρήσιμοι. Προτού καταλήξει στο ύψος των ποινών ανέφερε τα εξής:

 

        «Κρίση Δικαστηρίου

        Έχω μελετήσει προσεχτικά το σύνολο των όσων έχουν τεθεί ενώπιόν μου κατά τη διαδικασία παράθεσης γεγονότων και αγόρευσης για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής και τα λαμβάνω υπόψη μου.

        Στην υπό εξέταση περίπτωση, τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν εκτεθεί σε σύνοψη πιο πάνω. Από αυτά εντοπίζονται ως επιβαρυντικοί παράγοντες, το γεγονός ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν με προσχεδιασμό και κατ' επανάληψη, με σκοπό την εξαπάτηση των φορολογικών αρχών τρίτης χώρας και με αντάλλαγμα χρηματικό όφελος προς τον Κατηγορούμενο.

        Ως ελαφρυντικά στοιχεία προς όφελος του Κατηγορουμένου αναγνωρίζω και λαμβάνω υπόψη μου, το λευκό ποινικό μητρώο του, την άμεση του παραδοχή με την οποία δείχνει την έμπρακτή του μεταμέλεια. Αποδέχομαι επίσης, ότι η παραδοχή του ήρθε από την πρώτη στιγμή, κάτι που αποκτά ιδιαίτερη αξία με δεδομένες τις αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει η εξιχνίαση τέτοιων υποθέσεων.

        Συμφωνώ με τον συνήγορο υπεράσπισης ότι ο Κατηγορούμενος θα πρέπει να λάβει το μέγιστο της μείωσης που μπορεί να επιφέρει η παραδοχή στην ποινή Κατηγορουμένου. Περαιτέρω αποδέχομαι ως μετριαστικό παράγοντα την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, αφού τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 2018‑2020 και ολοκληρώνεται στις 24/1/2025, χωρίς να έχει μεσολαβήσει ακρόαση. Αναγνωρίζω προς όφελός του την πιο πάνω συγκεκριμένη καθυστέρηση ως ισχυρό μετριαστικό παράγοντα, ο οποίος δύναται να μειώσει την ποινή που θα του επιβληθεί δραστικά· και συγκεκριμένα στο μισό της ποινής που θα του επιβαλλόταν σε περίπτωση που η υπόθεση είχε ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (αναφορικά με την ανάγκη προσδιορισμού της επίδρασης της καθυστέρησης στην ποινή παραπέμπω στην απόφαση ΕΔΑΔ με την απόφαση Krashias and Others v. Cyprus, Application no. 52551/18, ημερομηνίας 20/6/2023). Αναγνωρίζω επίσης ως μετριαστικό παράγοντα το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος ενδέχεται να υποστεί εξωδικαστική τιμωρία με τον τερματισμό της εργοδότησής του σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης. Αυτό αποκτά αυξημένη σημασία, δεδομένου του ότι αυτήν την στιγμή είναι ο μοναδικός που εισφέρει οικονομικά στην οικογένεια λόγω των προβλημάτων υγείας της συζύγου του. Η απώλεια της εργασίας ενός Κατηγορουμένου είναι ένας παράγοντας που αναγνωρίζεται ως μετριαστικός ως όφελός του για τη διασφάλιση της αρχής της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής, υπό την ευρύτερη έννοια της όποιας απότοκης συνέπειας από την τέλεση του αδικήματος [..............................................................................................................]

        Λαμβάνω επίσης υπόψη μου τις επιπτώσεις που θα έχει ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης στην οικογένεια του Κατηγορουμένου και ειδικότερα στις ανήλικες θυγατέρες του, γεγονός που καταγράφεται στην έκθεση της ψυχολόγου που προσκομίστηκε και που διαφάνηκε ήδη, καθώς οι ανήλικες θυγατέρες του βίωσαν τραυματικά το γεγονός της σύλληψής του (και της συζύγου του) κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.

        Τέλος, λαμβάνω υπόψη μου ως ελαφρυντικό ότι ο Κατηγορούμενος 1 και η σύζυγός του έχουν συγκατατεθεί στην έκδοση διατάγματος δήμευσης συνολικού ποσού €49.139,94 από τους λογαριασμούς τους».

 

        Εν σχέσει με τις αρχές βάσει των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο σε ποινή είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε πρόσφατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Καλλιπολίτη κ.ά., Ποιν. Έφ. 5/2024 κ.ά., ημερ. 12.12.24, αναφέροντας, μεταξύ άλλων ότι:

 

        «Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

              "Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής"».

 

        Η εσφαλμένη καθοδήγηση ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο συνιστά λόγο επέμβασης του Εφετείου (βλ. «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334, Karaviotis a.o. v. Police (1967) 2 C.L.R. 286).

 

        Ο Εφεσείων Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι οι ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς επί τω ότι ο πρωτόδικος Δικαστής: (α) Δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων βάσει της μέγιστης προβλεπόμενης ποινής, (β) Δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα γεγονότα και στην ανάγκη για αποτροπή, (γ) Έδωσε δυσανάλογη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις και τους ελαφρυντικούς παράγοντες.

 

        Είναι πάρα πολύ καλώς γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι η προβλεπόμενη στον Νόμο ποινή συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο την επιμέτρηση, ήτοι τη διαδικασία εξεύρεσης της αρμόζουσας ποινής σε είδος και ύψος, στην ενώπιόν του περίπτωση (Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Η δικαιολογημένη κατά κόρον επανάληψη της νομολογιακής αυτής αρχής δεν θα πρέπει καθόλου να την αποδυναμώνει, καθιστώντας την ως μια τυπική διατύπωση αλλά αντιθέτως θα πρέπει να την εδραιώνει ως τη βασική παράμετρο, την οποία προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής (Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13.3.18, ECLI:CY:AD:2018:B110).

 

        Στην παρούσα περίπτωση για τα πλείστα εκ των αδικημάτων και δη για τα αδικήματα πλαστογραφίας, πρόκλησης εκτέλεσης και κυκλοφορίας επίσημου εγγράφου προνοείται φυλάκιση μέχρι 10 έτη (Π.Κ.337, Π.Κ.341, Π.Κ.339). Πρόκειται για τρία αδικήματα τα οποία κατά τη νομική ορολογία, είναι «διακεκριμένα εγκλήματα» εν συγκρίσει με τα βασικά αντίστοιχα αδικήματα, και τούτο επειδή αφορούν «επίσημα» έγγραφα, (δηλαδή απαιτούνται ιδιαίτερες περιστάσεις για την πραγμάτωση του actus reus). Εξ ου και η επί το αυστηρότερον ιεράρχηση και ποινολογικός χειρισμός τους από τον Νομοθέτη.

 

        Ας σημειωθεί πως για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων προνοείται ακόμα ψηλότερη ποινή, μέχρι 14 έτη φυλάκισης (Άρθρο 4 Ν.188(I)/07), καθώς και ότι η επιβολή ποινής για το γενεσιουργό αδίκημα δεν συνιστά λόγο μη επιβολής ποινής και στο αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων (Δημοκρατία κ.ά. v. Κουρουζίδη, Ποιν. Έφ. 19/2020 κ.ά., ημερ. 20.7.22). Μάλιστα, είναι δυνατόν στην κατάλληλη περίπτωση, να ενδείκνυται βαρύτερη ποινή στο αδίκημα νομιμοποίησης από ό,τι στο γενεσιουργό αδίκημα (βλ. Παπαπαύλου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 121/2021, ημερ. 5.10.22, ECLI:CY:AD:2022:B379).

 

        Για τα υπόλοιπα αδικήματα της παρούσας προνοούνται χαμηλότερες ποινές, ήτοι για τη συνωμοσία (Π.Κ.371) και την απόπειρα εκτέλεσης (Π.Κ.368) προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 7 έτη, ενώ για τη βασική πλαστογραφία (Π.Κ.335) και για την εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις (Π.Κ.305) προβλέπεται φυλάκιση μέχρι 3 έτη.

 

        Εννοείται βέβαια πως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να επιβάλει ποινές πέραν των πέντε ετών, που είναι η δικαιοδοσία του, αλλά παράλληλα εννοείται και «ότι δεν μπορεί να προσδοθεί μειωμένη βαρύτητα εκ του γεγονότος και μόνο ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε για συνοπτική εκδίκαση», ως έχει εξηγηθεί στην Αστυνομία v. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/20, ημερ. 20.5.21, ECLI:CY:AD:2021:B200. Συνεπώς δεν ευσταθεί η γενόμενη εδώ εισήγηση ότι το γεγονός της εκδίκασης από Επαρχιακό Δικαστήριο συνεκτιμάται προς όφελος του κατηγορούμενου. Αντιθέτως, λόγω της παραμονής στο Επαρχιακό Δικαστήριο αυτός ήδη έτυχε επιεικούς μεταχείρισης, έχοντας πλέον τη βεβαιότητα ότι η οποιαδήποτε ποινή δεν θα υπερέβαινε το όριο της δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστή. Πλην όμως, ως έχει νομολογηθεί, το εκδικάζον Επαρχιακό Δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψιν του την προβλεπόμενη στον Νόμο μέγιστη ποινή, ως στοιχείο επί του οποίου καθοδηγείται για τη σοβαρότητα του κάθε αδικήματος, το οποίο και καλείται να τιμωρήσει εντός των ορίων της δικής του πλέον δικαιοδοσίας, ακόμα και να επιβάλει ποινή στο μέγιστο του δικαιοδοτικού ορίου του (βλ. Αστυνομία v. Βακανά, (ανωτέρω), Rock v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251, Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442).

 

        Σπεύδουμε εξαρχής και χωρίς οποιονδήποτε ενδοιασμό να πούμε ότι ο Εφεσείων έχει δίκαιο και στα τρία προαναφερθέντα σημεία επί των οποίων στήριξε την έφεσή του. Η ανεπάρκεια των ποινών στην παρούσα δεν είναι απλώς έκδηλη αλλά ηλίου φαεινότερη. Βέβαια, καθηκόντως, βάσει συνταγματικής επιταγής, οφείλουμε να αιτιολογήσουμε το καταφανές στο οποίο αναφερόμαστε.

 

        Εν πρώτοις, είναι εμφανές ότι, παρά τη λεκτική αναφορά του στις προβλεπόμενες ποινές, ο πρωτόδικος Δικαστής δεν κατηύθυνε την προσοχή του και δεν εντόπισε το βασικότερο ιδιάζον χαρακτηριστικό των σοβαρότερων αδικημάτων της υπόθεσης, ήτοι των αδικημάτων που επισύρουν ποινή 10ετούς φυλάκισης. Όπως εξηγήσαμε ήδη, αυτά  διακρίνονται ως σοβαρότερα (από τα βασικά αδικήματα) επειδή διαπράττονται σε σχέση με «επίσημα έγγραφα». Στην παρούσα είναι  ενδεικτικό πως παρότι, εκ του συνόλου των κατηγοριών, οι 145 κατηγορίες αφορούσαν αυτά τα αδικήματα, εντούτοις η λέξη «επίσημο» δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο του κειμένου της ποινής (εκ 13 σελίδων).

 

        Στα Άρθρα 335 έως 347 του Ποινικού Κώδικος, ο Νομοθέτης θεσμοθετεί αφενός το βασικό αδίκημα της πλαστογραφίας, για το οποίο προνοεί φυλάκιση μέχρι 3 έτη και αφετέρου προβλέπει τρεις κλιμακώσεις επί το βαρύτερον, για τις οποίες παραλλαγές προνοεί φυλακίσεις (α) 7 ετών, (β) 10 ετών και (γ) 14 ετών. Εννοείται βέβαια πως, για σκοπούς καθοδήγησης από τη νομολογία, είναι δυνατή η αναφορά σε παλαιότερες ποινές είτε στη βασική είτε σε κάποια διακεκριμένη μορφή πλαστογραφίας αλλά αυτό πρέπει να γίνεται έχοντας παράλληλα πάντα υπ' όψιν το συγκεκριμένο είδος πλαστογραφίας για το οποίο θα επιβληθεί ποινή. Επί παραδείγματι στη Φελλά v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 8/2021, ημερ. 3.6.21, η οποία αφορούσε την ελαφρύτερη βασική πλαστογραφία (Π.Κ.335) κρίθηκε πως εύστοχα είχε μνημονευθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο η Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104 που αφορούσε τη σοβαρότερη από τις διακεκριμένες πλαστογραφίες (Π.Κ.336) και τούτο επειδή η επιβολή εκεί οκταετούς φυλάκισης (ενόσω ακόμα προνοείτο ισόβια φυλάκιση) «καταδεικνύει την προσέγγιση των Δικαστηρίων σε τέτοιου είδους αδικήματα». Παρομοίως και στην παλαιότερη Rares κ.ά. v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 699, η οποία αφορούσε τη διακεκριμένη πλαστογραφία πιστωτικών καρτών (Π.Κ.336) λέχθηκε πως καθοδήγηση ως προς το ορθό μέτρο της ποινής δύναται «να αντληθεί και από τη νομολογία η οποία αφορά κυκλοφορία πλαστών εγγράφων γενικότερα».

 

        Πιστεύουμε πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση το ότι είναι άκρως απαραίτητο και ουσιώδες σε κάθε ευνομούμενη κοινωνία να υπάρχει εμπιστοσύνη των πολιτών πως τα κυκλοφορούντα έγγραφα είναι γνήσια και όχι ψευδή ή κατασκευασμένα. Αυτό αφορά όλα τα έγγραφα, είτε χρησιμοποιούνται στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών είτε αφορούν στις σχέσεις μεταξύ αυτών και της Πολιτείας. Ο καθένας αντιλαμβάνεται τις τραγικές συνέπειες από έναν ενδεχόμενο κλονισμό ή μια πιθανή κατάρρευση αυτής της εμπιστοσύνης. Για την οποία εμπιστοσύνη προσθέτουμε ότι, υπό τη μορφή αμοιβαίας εμπιστοσύνης, απαιτείται διεθνώς και για την ύπαρξη καλών σχέσεων μεταξύ των Κρατών, προς όφελος και πάλι των πολιτών τους.

 

        Εξ ου και ως προς την πρώτη πτυχή, στην υπόθεση Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286 εμφατικά τονίστηκε πως «[Α]δικήματα που ενέχουν το στοιχείο της απάτης είναι σοβαρά διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών» ενώ και στη μεταγενέστερη Γενικός Εισαγγελέας v. Χατζημιτσή (2005) 2 Α.Α.Δ. 101 λέχθηκε ότι «[Α]δικήματα αυτής της φύσης, και επαναλαμβάνουμε κατά συρροή σε μικρό μάλιστα χρονικό διάστημα, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζονται με τον ανάλογο κολασμό. Άλλως πως το αίσθημα ευνομίας και ευταξίας στον κοινό πολίτη θα πλήττεται, με ολέθρια αποτελέσματα για την κοινωνική συνοχή του τόπου μας».

 

        Στη δε υπόθεση Φελλά (ανωτέρω), η οποία αφορούσε την παρουσίαση από τον κατηγορούμενο πλαστού πληρεξουσίου σε Κρατική Υπηρεσία (Κτηματολόγιο), τονίστηκε ως προς τη δεύτερη πτυχή ότι «[Ο]ι αδικοπραγίες του ενείχαν το στοιχείο της εξαπάτησης των Αρχών του Κράτους προς εξυπηρέτηση των ιδιοτελών του σκοπών και την απόκτηση περιουσιακού οφέλους μεγάλης αξίας», ότι τέτοιες αδικοπραγίες υπονομεύουν και μολύνουν το σύστημα και ότι συνιστούσαν πολύ σοβαρά αδικήματα αφού στόχευαν στην εξαπάτηση και στην εξασφάλιση περιουσίας με δόλιο τρόπο.

 

        Η πλαστογραφία και η κυκλοφορία πλαστών εγγράφων έχουν κατά κανόνα ως άμεσο σκοπό την καταδολίευση άλλων και ως απώτερο στόχο την εξασφάλιση κάποιου οφέλους για τον δράστη, το οποίο δυνατόν να είναι οικονομικό, περιουσιακό ή άλλο όφελος, που βελτιώνει τη δική του θέση είτε εις βάρος άλλων νομοταγών πολιτών είτε όχι. Προεξάρχει λοιπόν το ιδιοτελές συμφέρον του δράστη (ή του περιβάλλοντός του) και είναι ακριβώς σε αυτό στο οποίο έγκειται η βασική εγκληματική απαξία της συμπεριφοράς αυτής. Δεν είναι δε τυχαίο το ότι στις πλείστες των υποθέσεων αναδεικνύεται από τα Δικαστήρια η ιδιοτέλεια η οποία υποκρύπτεται πίσω από τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, ενώ σχεδόν σε όλες τις αποφάσεις τονίζεται η αμείωτη συχνότητα στη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων και η ανάγκη για αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

        Είναι ενδεικτικό, της όλης επικρατούσας κατάστασης, ότι από πολύ παλιά, στην υπόθεση Μουσικός (ανωτέρω) είχε λεχθεί πως «[Έ]χει δε τονισθεί από το Δικαστήριο τούτο σε σειρά αποφάσεων ότι οι ποινές σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είναι αποτρεπτικού χαρακτήρα, όταν δε ένα δικαστήριο αντιμετωπίζει την επιβολή ποινής σε περιπτώσεις που από τη φύση τους απαιτούν αποτροπή, τότε η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορεί να έχει τέτοια επίδραση εις την ποινή που θα επιβληθεί ώστε να υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής». Στη μεταγενέστερη Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210 λέχθηκε ότι «[Τ]ο οικονομικό έγκλημα βρίσκεται τον τελευταίο καιρό σε έξαρση και δραττόμαστε της ευκαιρίας να δηλώσουμε την αποφασιστικότητα των δικαστηρίων να συμβάλουν με αυστηρές ποινές στην πάταξή του». Πολύ πιο πρόσφατα, το 2022 στην Παπαπαύλου (ανωτέρω), έχει επαναληφθεί πως «εγκλήματα, όπως αυτά που διέπραξε ο Εφεσείων, είναι σοβαρά, παρουσιάζουν έξαρση και συνεπώς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια με αυστηρότητα».

 

        Ως ενδεικτικές των ποινών οι οποίες έχουν επιβληθεί κατά καιρούς για τα διάφορα είδη πλαστογραφίας θα μπορούσαν να αναφερθούν:

 

        (Α)   Για την πλαστογραφία του Άρθρου 335 Π.Κ. (μέγιστη: 3 έτη) οι ποινές φυλάκισης μερικών μηνών μέχρι και 15 μήνες για την πλαστογραφία ενός εγγράφου, αναλόγως περιστάσεων [Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315, Αθανασιάδης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 121, Γερμανού v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 127, Φελλά v. Αστυνομίας (ανωτέρω)].

 

        (Β)   Για την πλαστογραφία του Άρθρου 337 Π.Κ. (μέγιστη: 10 έτη) οι ποινές φυλάκισης 10 μηνών μέχρι και 7 έτη, αναλόγως και πάλι των περιστάσεων (Παναγή v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210, Rachoo v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 644, Rashid v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 252/24, ημερ. 25.2.25).

 

        (Γ)   Για την πλαστογραφία του Άρθρου 336 Π.Κ. (μέγιστη: παλαιότερα τα ισόβια και από το 2004 τα 14 έτη) οι ποινές φυλάκισης 18 μηνών μέχρι 8 έτη [Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, Γενικός Εισαγγελέας v. Χατζημιτσή, (ανωτέρω), Mashvili v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 482, Rares κ.ά. v. Αστυνομίας, (ανωτέρω), Konstadinov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 116, Αστυνομία v. Βακανά, (ανωτέρω)].

 

        Όσον αφορά το δεύτερο προβληθέν εκ μέρους του Εφεσείοντος σημείο παρατηρούμε ότι πρωτοδίκως τα γεγονότα και οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων είχαν εκτεθεί μέσω ενός εκτενούς κειμένου (εκ 33 σελίδων). Έχουμε παραθέσει τη σύνοψη στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την οποία βέβαια δεν μπορεί να λεχθεί ότι δεν εξυπηρετούσε επαρκώς το εισαγωγικό μέρος της ποινής. Η ανάλυση όμως και επεξεργασία των γεγονότων αυτών ήταν εκείνη η οποία θα έδιδε την όλη εικόνα της παράνομης δράσης του Εφεσίβλητου. Στο κατάλληλο σημείο, (το οποίο μάλιστα τιτλοφορείται και «Κρίση Δικαστηρίου»), δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε η αναμενόμενη ενασχόληση με τα γεγονότα, με στόχευση την ανάδειξη των ουσιωδών πτυχών τους και την απαραίτητη αυτοκαθοδήγηση για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Ασφαλώς δεν εννοούμε τη στείρα επανάληψη ή αντιγραφή τέτοιων γεγονότων αλλά την έστω και στοιχειώδη επεξεργασία των βασικών γεγονότων ούτως ώστε να διαφανούν οι ουσιώδεις πτυχές των γεγονότων αυτών στο επίπεδο που ενδιαφέρουν από πλευράς επιμέτρησης.

 

        Η αρχή θα έπρεπε να γίνει από την ανάδειξη του όλου σχεδίου το οποίο συνέλαβε και έθεσε σε εφαρμογή από το 2017 ο Εφεσίβλητος. Όντας λογιστής, η ιδέα που είχε ήταν πως αφού υπήρχαν Έλληνες ναυτικοί οι οποίοι επιθυμούσαν να αποκτήσουν φορολογική κατοικία στην Κύπρο, τότε ο ίδιος θα μπορούσε μέσω κάποιων δικών του ενεργειών, δολοπλοκιών και τεχνασμάτων να παρουσιάζει σε εκείνους ότι έχει εξασφαλίσει «επίσημα» και προς όφελος τους αυτό το φορολογικό καθεστώς. Εννοείται πως όλα αυτά δεν ήταν αφιλοκερδώς αλλά έναντι αμοιβής, για κάθε στάδιο, η οποία βέβαια αμοιβή συνιστούσε και το οικονομικό όφελος του Εφεσίβλητου. Για την όλη μεθόδευση απαιτείτο όπως σε πρώτο στάδιο και έναντι αμοιβής (€995 συν Φ.Π.Α.) γίνονταν διαδοχικά: (α) Η αίτηση για εγγραφή και η έκδοση αριθμού κοινωνικών ασφαλίσεων, (β) Η δήθεν πρόσληψη σε κυπριακή εταιρεία μέσω πλαστών εγγράφων εργοδότησης, (γ) Η πληρωμή στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις εισφορών (εργοδοτουμένου) τουλάχιστον ενός μηνός, και (δ) Η ετοιμασία πλαστών εγγράφων (δήλωση εργοδότη, βεβαίωση λογαριασμού κοινής ωφελείας) και η αίτηση στην Υπηρεσία Μετανάστευσης προς έκδοση Άδειας Παραμονής στη Δημοκρατία, η οποία εκδίδετο εντός μιας εβδομάδας και ακολουθούσε, την επόμενη εβδομάδα, η εξασφάλιση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) μέσω διαδικτυακής εγγραφής στο TAXISnet. Σε δεύτερο στάδιο (και έναντι αμοιβής (€200 συν Φ.Π.Α.) γινόταν η αίτηση ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού επ' ονόματι του ενδιαφερόμενου, ο οποίος αποκτούσε πρόσβαση μέσω διαδικτύου.

 

        Οι 47 κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις (Π.Κ.305) αποτελούν αντιστοίχως 47 περιπτώσεις Ελλήνων υπηκόων για τους οποίους ο Εφεσίβλητος κατά το διάστημα από τον Μάιο του 2017 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2020, είχε με τη χρήση πλαστών εγγράφων εξασφαλίσει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία. Όλα τα έγγραφα τα οποία χρησιμοποίησε για την εξασφάλιση των αδειών αυτών ήταν πλαστά. Σε αυτά περιλαμβάνονται πλαστά τιμολόγια παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (MTN, Cyta, Cablenet), τιμολόγια της Α.Η.Κ., ενοικιαστήρια έγγραφα και έντυπα αποδοχών εργοδοτούμενου. Για τα ψευδή ενοικιαστήρια, επ' ονόματι των ναυτικών, ο Εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε διάφορες διευθύνσεις (είτε δύο διαμερισμάτων της μητέρας του είτε των πατρικών οικιών αυτού και της συζύγου του είτε ενός διαμερίσματος στο οποίο διέμενε ο ίδιος παλιά είτε διευθύνσεις άλλων συγγενικών προσώπων της συζύγου του εν αγνοία τους). Εννοείται ότι αριθμός κατηγοριών που αφορούν την κυκλοφορία πλαστών εγγράφων αναφέρονται στη χρήση που έγινε για σκοπούς εξασφάλισης των πιο πάνω αδειών παραμονής.

 

        Όσον αφορά την εξασφάλιση των Πιστοποιητικών Φορολογικής Κατοικίας η μέθοδος την οποία χρησιμοποιούσε ο Εφεσίβλητος ήταν να καταρτίζει ο ίδιος τα ψευδή αυτά πιστοποιητικά, να τα υπογράφει με το όνομα συγκεκριμένης λειτουργού εκ μέρους του Εφόρου Φορολογίας, να τα σφραγίζει με ψευδή σφραγίδα του Τμήματος Φορολογίας, θέτοντας χαρτόσημο του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και ακολούθως να εξασφαλίζει από τα ΚΕΠ την επικύρωσή τους ως εγγράφων πιστοποιημένων με τη διαδικασία apostille, οπότε τα παρέδιδε στους πελάτες.

 

        Στις 50 κατηγορίες, οι οποίες αφορούν την πλαστογραφία επίσημου εγγράφου (Π.Κ.337), περιλαμβάνονται 24 περιπτώσεις καταρτισμού τέτοιων πλαστών πιστοποιητικών φορολογικής κατοικίας για αντίστοιχους ενδιαφερόμενους ενώ οι υπόλοιπες 26 αφορούν τον καταρτισμό άλλων αναγκαίων επίσημων εγγράφων όπως βεβαιώσεις δηλωθέντων εισοδημάτων, τιμολόγια παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ενοικιαστήρια συμβόλαια και σε μία περίπτωση αίτηση για βεβαίωση εγγραφής στη Δημοκρατία. Εννοείται και εδώ πως υπάρχουν και οι αντίστοιχες κατηγορίες για την κυκλοφορία των εγγράφων αυτών. Σημειώνουμε βέβαια ότι και στις 55 συνήθεις πλαστογραφίες (Π.Κ.335) περιλαμβάνονται άλλες 27 περιπτώσεις καταρτισμού πλαστών ενοικιαστηρίων συμβολαίων ενώ οι υπόλοιπες 23 αφορούν τον καταρτισμό πλαστών τιμολογίων της Α.Η.Κ., της Cyta, της Cablenet και πλαστών εντύπων αποδοχών από την εταιρεία Cavdeo International Ltd (που είναι εταιρεία το όνομα της οποίας χρησιμοποιούσε ο Εφεσίβλητος για τέτοιους σκοπούς).

 

        Οι 22 κατηγορίες πρόκλησης άλλου δια ψευδών παραστάσεων να πιστοποιήσει επίσημο έγγραφο (Π.Κ.341) αφορούν αντίστοιχες περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Εφεσίβλητος, με τις ψευδείς παραστάσεις του, εξασφάλισε από λειτουργούς είτε του ΚΕΠ είτε του Υπουργείου Δικαιοσύνης, την αναγκαία πιστοποίηση πιστοποιητικών φορολογικής κατοικίας με την επικύρωση τύπου apostille. Οι δύο κατηγορίες για απόπειρα τέτοιας πρόκλησης (Π.Κ.368) αφορούν δύο αντίστοιχες προσπάθειες που είχε διενεργήσει στις 21.1.20 στο ΚΕΠ Έγκωμης.

 

        Με κάθε σεβασμό έχουμε την ισχυρή πεποίθηση πως η πρωτόδικη κρίση ότι τα αδικήματα διεπράχθησαν «με προσχεδιασμό και κατ' επανάληψη, με σκοπό την εξαπάτηση των φορολογικών αρχών τρίτης χώρας και με αντάλλαγμα χρηματικό όφελος», αδυνατεί να αποδώσει την όλη έκταση της εγκληματικής συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου. Ασφαλώς υπήρξαν τα όσα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Εδώ η εικόνα η οποία αναδύετο ήταν η εικόνα μιας συσταθείσας εξαιρετικά και οργανωθείσας άριστα, παράνομης επιχείρησης για την παραγωγή και πώληση πλαστών Πιστοποιητικών Φορολογικής Κατοικίας. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο που αυτή η δραστηριότητα είχε τριετή συνεχή και επιτυχημένη λειτουργία, με την εξασφάλιση τόσων αδειών παραμονής και τόσων πιστοποιητικών φορολογικής κατοικίας. Σημειώνουμε πως η αποκάλυψή της κατέστη δυνατή μόνον όταν ο Εφεσίβλητος έστειλε τη σύζυγό του στο ΚΕΠ αντί να μεταβεί ο ίδιος, ως έπραττε κατά κανόνα.

 

        Ούτε βέβαια συμφωνούμε ότι θύμα της απάτης ήταν μόνο οι φορολογικές αρχές «τρίτης χώρας» (Ελλάδας), ως ανέφερε ο πρωτόδικος Δικαστής. Μια τέτοια θέση σαφέστατα παραγνωρίζει ότι, κατά την παράνομη αυτή δράση, θύματα της απάτης υπήρξαν πρωτίστως, όχι ένα αλλά διάφορα Τμήματα, Υπηρεσίες και Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το Τμήμα Φορολογίας, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το ΚΕΠ Έγκωμης και το ΚΕΠ Λευκωσίας. Σε αυτό το πλαίσιο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι δεν είναι μόνο η εξαπάτηση των πιο πάνω Κρατικών Αρχών ως φορέων δημόσιας εξουσίας που συνεκτιμάται αλλά και η κατά πρόσωπον εξαπάτηση μεγάλου αριθμού λειτουργών των συγκεκριμένων Αρχών. Κατά δεύτερον εξαπατήθηκαν τραπεζικά ιδρύματα με το άνοιγμα λογαριασμών στη βάση πλαστών στοιχείων. Τελευταίες στη σειρά εξαπατήθηκαν οι φορολογικές υπηρεσίες της Ελληνικής Δημοκρατίας, στις οποίες όντως κατέληγαν τα πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας που κατασκεύαζε ο Εφεσίβλητος. Δεν θα λέγαμε βέβαια ότι γενικά εξαπατήθηκαν και οι ίδιοι οι ενδιαφερθέντες Έλληνες ναυτικοί, αλλά θα σημειώναμε εν σχέσει με τα πιστοποιητικά το ότι, ως και ο Εφεσίβλητος δήλωσε, «κανένας από αυτούς δεν γνώριζε ότι τα έγγραφα που τους παρέδιδε ήταν πλαστά» (Έγγραφο Α, σ. 25).

 

        Συνεπώς η εξαπάτηση εκ μέρους του Εφεσίβλητου κάλυπτε και τις τρεις πτυχές στις οποίες έχουμε προηγουμένως αναφερθεί. Στρεφόταν εναντίον των Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, εναντίον φυσικών προσώπων και ιδιωτικών ιδρυμάτων, καθώς και εναντίον των Αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Στη βάση των πιο πάνω είναι λοιπόν αναντίλεκτο πως απαιτείτο αυστηρή και αποτρεπτική ποινή στην παρούσα περίπτωση.

 

        Ασφαλώς βέβαια είχε τη θέση της και η εξατομίκευση, διαπίστωση η οποία μας φέρνει στο τρίτο σημείο που εγείρει ο Εφεσείων. Είναι προφανές ότι ισχύουν και στην παρούσα κατ’ αναλογίαν τα όσα είχαν τονιστεί στην Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω) και έχουν ως εξής:

 

        «Το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην έξαρση με την οποία διαπράττονται εγκλήματα αυτής της φύσης και στην συνεπακόλουθη ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Παρέβλεψε όμως πλήρως ότι όταν υπάρχει τέτοια ανάγκη, η εξατομίκευση της ποινής δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει το στοιχείο της αποτροπής. Η διαδικασία εξατομίκευσης δεν συνεπάγεται την εξουδετέρωση της σοβαρότητας του εγκλήματος ή του στοιχείου της αποτροπής όταν διαπιστώνεται η ανάγκη να αποδοθεί αποτρεπτικός χαρακτήρας στην ποινή (Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 132). Όπως υποδείχθηκε στην Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 135:

        «Η εξατομίκευση της ποινής έχει ως λόγο τον συσχετισμό της τιμωρίας και με το άτομο του παραβάτη∙ όχι όμως την αποκλειστική συνάρτηση της με τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη (βλ. Eleni Evagorou v. The Police (1971) 2 CLR 194)».

        Συνεπώς, ναι μεν όταν επιβάλλεται η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή δεν ατονεί η υποχρέωση για εξατομίκευση, όμως η σημασία των προσωπικών περιστάσεων ελαχιστοποιείται. Καθοριστικός είναι ο παράγοντας της επιβαλλόμενης αποτροπής ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις είναι ιδιαίτερες (Memic v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 197/2011, ημερ. 16.4.2014)».

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσίβλητος είχε κατ’ αρχάς προς όφελος του, πέραν του λευκού ποινικού μητρώου, τη συνεργασία και ομολογία του στην Αστυνομία. Είχε υποδείξει τα μέσα που χρησιμοποιούσε (υπολογιστή, σφραγίδες κ.λπ) και κατά την έρευνα, σε αποθήκη την οποία χρησιμοποιούσε, παρέδωσε μεγάλο αριθμό εγγράφων (Box File «ΝΑΥΤΙΚΟΙ - YELLOW SLIPS»). Είναι όντως από αυτά τα έγγραφα που προέκυπταν ονομαστικά οι 63 περιπτώσεις ναυτικών για τους οποίους είχε πλαστογραφήσει διαφόρων ειδών έγγραφα ο Εφεσίβλητος, ασχέτως εάν δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικών σε κάποιες περιπτώσεις. Μεταξύ των εγγράφων που εντοπίστηκαν υπήρχαν πάντως ακόμα 20 πλαστογραφημένα από τον ίδιο πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας.

 

        Ακολούθησε και η παραδοχή του στο Δικαστήριο. Ασφαλώς δικαιούτο στην έκπτωση λόγω της στάσης του αυτής, η οποία διέσωσε όντως πολύτιμο δικαστικό χρόνο και δικαστικά έξοδα σύμφωνα με την υπόθεση Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28. Βάσει της ίδιας υπόθεσης και η αποζημίωση τυχόν ζημιωθέντων προσώπων θα ήταν στοιχείο μετάνοιας, αν και όχι βαρυσήμαντο στοιχείο σύμφωνα με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 45. Είχε όμως τη σημασία της και ορθώς λήφθηκε υπ΄ όψιν η συναίνεση στην έκδοση του διατάγματος δήμευσης παράνομων εσόδων ύψους €49.139.

 

        Δεν συμφωνούμε με την προβληθείσα θέση ότι μόλις η Αστυνομία «κάλεσε» τον Εφεσίβλητο για μια πράξη αυτός τις παραδέχθηκε όλες. Η πραγματικότητα είναι ότι η Αστυνομία εκτελούσε ένταλμα έρευνας σε διάφορα υποστατικά του μετά τη διαπίστωση ότι συγκεκριμένα έγγραφα που είχε παρουσιάσει η σύζυγος του στο ΚΕΠ ήταν πλαστά. Το σημειώνουμε υπό την έννοια ότι στην παρούσα η εξιχνίαση δεν οφείλετο αποκλειστικά στην εκούσια αποκάλυψη εγκληματικής δράσης (όπως π.χ. στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 582).

 

        Ούτε βέβαια η ομολογία και συνεργασία του Εφεσίβλητου έθετε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τέρμα στην απαραίτητη διερεύνηση από την Αστυνομία. Η οποία δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την πορεία που μελλοντικά θα είχε η υπόθεση στο Δικαστήριο ενώ ούτως ή άλλως ώφειλε να διερευνήσει την υπόθεση, δεδομένου ότι ως θέμα γενικής αρχής οι περιστάσεις διάπραξης και η ανακάλυψη των ενόχων δυνατόν να προσδώσουν εντελώς διαφορετική διάσταση στη φύση των αδικημάτων (Stamataris v. Police (1983) 2 C.L.R. 107).

 

        Είναι κατά συνέπειαν θέμα λογικής πως απαιτήθηκε και εύλογος χρόνος για τη διερεύνηση μιας τέτοιας φύσης και έκτασης υπόθεσης. Αυτό εξάλλου είναι εμφανές τόσο μέσα από τα αναφερθέντα κατά την έκθεση των γεγονότων όσο και από τη συμπερίληψη 38 μαρτύρων κατηγορίας στο κατηγορητήριο, μεταξύ των οποίων και δύο μέλη των Εργαστηρίων Εξέτασης Εγγράφων και Γραφολογίας της ΥΠ.ΕΓ.Ε, καθώς και ένα μέλος της Υποδιεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Αστυνομίας. Δεν αντιλέγουμε ότι θα μπορούσε να ήταν συντομότερος ο χρόνος. Κατά τη γνώμη μας ο εύλογος αυτός χρόνος δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει κατ’ ανώτατον όριο τους 12 μήνες εντός των οποίων θα έπρεπε να καταχωριστεί και η υπόθεση. Ο υπόλοιπος μεσολαβήσας χρόνος των 14 μηνών μέχρι την καταχώριση, εκλαμβάνεται ως καθυστέρηση και δικαιολογημένα αποτιμάται κατά το πέρας της διαδικασίας ως ελαφρυντικός παράγων στη βάση των σταθερών νομολογιακών αρχών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ. 214/2021, ημερ 19.1.24).

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν προέβη σε οποιαδήποτε διεργασία εξέτασης του διαρρεύσαντος χρόνου. Αντιθέτως εξέλαβε εσφαλμένα και αβασάνιστα όλη την πενταετή περίοδο, από την καταγγελία της υπόθεσης μέχρι την απαγγελία της ποινής, ως καθυστέρηση η οποία επενεργούσε προς όφελος του Εφεσίβλητου, χαρακτηρίζοντας τη μάλιστα και ως «ισχυρό μετριαστικό παράγοντα, ο οποίος δύναται να μειώσει την ποινή … δραστικά». Ασφαλώς η πάροδος σημαντικού χρόνου είναι στοιχείο που συνεκτιμάται σε σχέση με την αλλαγή των προσωπικών και άλλων περιστάσεων του παραβάτη. Όμως δεν ήταν ορθός χειρισμός να λαμβάνεται υπ’ όψιν ολόκληρη η πενταετής περίοδος σωρηδόν προς όφελος του Εφεσίβλητου χωρίς ούτε καν την ελάχιστη διερεύνηση ως προς την υπαιτιότητα του ίδιου του Εφεσίβλητου σε σχέση με την καθυστέρηση στην εκδίκαση (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638).

 

        Αρκούμαστε επί τούτου στο να παρατηρήσουμε ότι ο Εφεσίβλητος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Επαρχιακό Δικαστήριο στις 22.6.22 και ακολούθως ζήτησε και έλαβε για απάντηση πέντε νέες δικασίμους μέχρι τις 18.9.23 που προέβη σε παραδοχή. Κατά την επόμενη δικάσιμο (12.12.23) απουσίαζε ο Εφεσίβλητος λόγω οσφυαλγίας ενώ σε άλλες τρεις περιπτώσεις η υπόθεση αναβλήθηκε με κοινό αίτημα εν αναμονή έκθεσης των ΥΚΕ και συζητήσεων προς διευκρίνιση των  γεγονότων. Η έκθεση των γεγονότων και οι αγορεύσεις άρχισαν στις 20.9.24 και μετά από μια αναβολή, λόγω αδυναμίας του Δικαστηρίου (6.11.24), ολοκληρώθηκαν στις 6.12.24, οπότε επιφυλάχθηκε η ποινή. Δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε οποιαδήποτε αδικαιολόγητη καθυστέρηση και δεν είναι τυχαίο που ενώπιόν μας ο κ. Τριανταφυλλίδης ορθώς περιόρισε τη σχετική εισήγησή του μόνο σε σχέση με την καθυστέρηση στην καταχώριση της υπόθεσης.

 

        Είναι προφανές πως είχε δοθεί πρωτοδίκως υπέρμετρη σημασία και βαρύτητα στον παράγοντα καθυστέρηση. Σε μια υπόθεση μάλιστα, στην οποία ισχύει το λεχθέν στην Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω) ότι: «… όσο κι αν το στοιχείο της ειδικής αποτροπής ατονεί με την πάροδο του χρόνου, έντονη παραμένει [……] η ανάγκη για γενική αποτροπή, εφόσον είναι απαραίτητο να μην αφεθεί η εντύπωση ότι το οικονομικό έγκλημα συμφέρει και αποδίδει» (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 Α.Α.Δ. 543).

 

        Παρατηρούμε τέλος, όσον αφορά τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου, ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψιν πως αυτές είναι ήσσονος σημασίας σε σοβαρά αδικήματα στα οποία η συχνότητα διάπραξής τους απαιτεί την επιβολή αποτρεπτικής ποινής (Γενικός Εισαγγελέας v. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331) και ότι αυτές δεν πρέπει να εξουδετερώνουν την αποτελεσματικότητα του Νόμου (Γενικός Εισαγγελέας v. Τσαπατσάρης (2000) 2 Α.Α.Δ. 304). Παρομοίως και οι επιπτώσεις τυχόν φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορουμένου παρότι συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων, εντούτοις δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (Domotov κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328). Θα προσθέταμε εδώ πως το άγχος και η αγωνία για την τύχη της συζύγου και των τέκνων ένεκα της δικής του αδυναμίας να τους προσφέρει βοήθεια είναι παράγοντες οι οποίοι ανάγονται στον ψυχισμό κάθε ανθρώπου που περιέρχεται στη θέση στην οποία περιήλθε ο Εφεσίβλητος εξαιτίας της παράνομης δράσης του και δεν συνιστούν παράγοντες για μετριασμό της ποινής (βλ. Μιχαήλ v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 602).

 

        Όσον αφορά το ζήτημα της απόλυσης από την εργασία του Εφεσίβλητου ως λογιστή σε άλλο γραφείο, δεν φαίνεται να διαδραμάτισε ‑ και ορθώς ‑ οποιοδήποτε ρόλο στην επιλογή του είδους της ποινής. Εν πάση περιπτώσει δεν θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας, ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από τη φυλάκιση μπορούσαν να διαδραματίσουν οποιονδήποτε ρόλο υπέρ του Εφεσίβλητου (βλ. Κάττος v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 195).

 

        Καταληκτικά και στη βάση όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε την πρέπουσα σημασία στη σοβαρότητα των αδικημάτων που είχε ενώπιόν του, απέτυχε στο να εκτιμήσει στην ορθή τους διάσταση τις περιστάσεις της υπόθεσης και, σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις, απέδωσε σημασία τέτοια που καθιστούσε αναποτελεσματική την εφαρμογή του Νόμου, υποβαθμίζοντας, αν όχι εξαφανίζοντας, κάθε αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής. Η έκδηλη ανεπάρκεια των ποινών προκύπτει κατά πρώτον από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας των εγκλημάτων και των επιβληθεισών ποινών και κατά δεύτερον από την ουσιώδη απόκλιση των ποινών από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

        Πριν τον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής διευκρινίζουμε ότι στην παρούσα δεν προσβάλλεται η μη επιβολή ψηλότερης ποινής στο αδίκημα της νομιμοποίησης από ό,τι στα γενεσιουργά αδικήματα. Συνεκτιμώντας αυτό, καθώς και τη συναινετική έκδοση του Διατάγματος Δήμευσης συμφωνούμε ότι ευλόγως δεν ακολουθήθηκε ο χειρισμός που υπήρξε στην Παπαπαύλου (ανωτέρω), όπου για το αδίκημα της βασικής πλαστογραφίας (Π.Κ.335) επιβλήθηκε φυλάκιση 2,5 ετών και για εκείνο της νομιμοποίησης εσόδων φυλάκιση 4 ετών. Περαιτέρω δεν θεωρούμε ότι απαιτείται οποιαδήποτε ποινή για το αδίκημα της συνωμοσίας εν όψει της επιβολής ποινής στα ουσιαστικά αδικήματα.

 

        Στον καθορισμό της ποινής λάβαμε υπ΄ όψιν: (α) Το λεχθέν στην Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω) ότι αναμφίβολα «θα πρέπει να υπάρχει αναλογία μεταξύ του ποσού που αποσπάστηκε και της ποινής», (β) Τα περιστατικά, τα ποσά και τις ποινές των 3 ή 4 ετών που έχουν επιβληθεί για το σοβαρότερο αδίκημα του Άρθρου 336 Π.Κ. στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χατζημιτσή (ανωτέρω), Rares (ανωτέρω), Konstadinov (ανωτέρω), και Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω).

 

        Παρότι ο Εφεσίβλητος αντιμετωπίζει αδικήματα με μέγιστη ποινή τα 10 έτη, έχουμε την άποψη πως ο αριθμός των περιστατικών, η διάρκεια της δράσης του και το ποσό που αποσπάστηκε θα μπορούσε να δικαιολογήσει και την ποινή των 4 ετών που είχε επιβληθεί στην Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω), η οποία αφορούσε λιγότερα περιστατικά αλλά το πολύ ψηλότερο ποσόν των €383.304. Λαμβάνοντας όμως υπ΄ όψιν την παρατηρηθείσα καθυστέρηση στην καταχώριση και το γεγονός της συναινετικής αποστέρησης του οικονομικού οφέλους κρίνουμε, αν και με κάποιο δισταγμό, ότι δικαιολογείται επιεικέστερη ποινή.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές ακυρώνονται και αντικαθίστανται ως ακολούθως:

 

·          Στην κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (Π.Κ.371) καμμιά ποινή.

·          Στις 50 κατηγορίες για πλαστογραφία επίσημου εγγράφου (Π.Κ.337) φυλάκιση 3 ετών σε κάθε κατηγορία.

·          Στις 71 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστογραφημένου επίσημου εγγράφου (Π.Κ.339) φυλάκιση 3 ετών σε κάθε κατηγορία.

·          Στις 22 κατηγορίες για πρόκληση άλλου δια ψευδών παραστάσεων να πιστοποιήσει επίσημο έγγραφο (Π.Κ.341) φυλάκιση 3 ετών σε κάθε κατηγορία.

·          Στις 2 κατηγορίες για απόπειρα πρόκλησης άλλου δια ψευδών παραστάσεων να πιστοποιήσει επίσημο έγγραφο (Π.Κ.368) φυλάκιση 2 ετών σε κάθε κατηγορία.

·          Στις 55 κατηγορίες για πλαστογραφία εγγράφου (Π.Κ.335) φυλάκιση 10 μηνών σε κάθε κατηγορία.

·          Στην κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Άρθρο 4 του Ν.188(I)/07) φυλάκιση 3 ετών.

·          Στις 47 κατηγορίες για εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις (Π.Κ.305) φυλάκιση 10 μηνών σε κάθε κατηγορία.

 

        Όλες οι ποινές εξακολουθούν να συντρέχουν.

 

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο