
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 446/2019)
11 Απριλίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΚΛΕΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ
Εφεσείουσα/Εναγόμενη Αγ. 2407/12
2. ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας Αγ. 2361/13
και
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΙΗΜΕΡΗ
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα Αγ. 2407/12
/Εναγόμενη Αγ. 2361/13
-----------------------------
Α. Κ. Χατζηιωάννου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες 1 και 2.
Κρίτων Παπαλοΐζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Οδικό τροχαίο δυστύχημα συνέβη το βράδυ της 3 Νοεμβρίου, 2011 στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Παλαιολόγου στον Στρόβολο με εμπλεκόμενα οχήματα το ΚΚΚ 645 που οδηγείτο από την εφεσίβλητη (ενάγουσα στην αγωγή 2407/12) και το ΚΚΥ 383 που οδηγείτο από την εφεσείουσα (εναγόμενη στην αγωγή 2407/12). Συνεπεία του δυστυχήματος προκλήθηκαν ευτυχώς μόνον υλικές ζημιές στα εμπλεκόμενα οχήματα, οι οποίες για το όχημα ΚΚΚ 645 συμφωνήθηκαν στο ποσό των €2.401.73 και για το όχημα ΚΚΥ 383 στο ποσό των €4.228,00. Σημειώνεται ότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος ΚΚΥ 383 είχε κινήσει ξεχωριστή αγωγή (την 2361/13) εναντίον της εφεσείουσας, αλλά οι δύο αγωγές συνεκδικάστηκαν πρωτόδικα με οδηγό υπόθεση την 2407/12.
Από την εκκαλούμενη απόφαση ημερ.29.10.2019, αλλά και από τη δικογραφία των αγωγών προκύπτει ότι αμφότερα τα εμπλεκόμενα οχήματα, προ του δυστυχήματος, οδηγούνταν στην οδό Πειραιώς με αντίθετη κατεύθυνση. Φτάνοντας στη συμβολή της οδού Πειραιώς με την οδό Παλαιολόγου, η οποία είναι αριστερή πάροδος σύμφωνα με την πορεία της εφεσίβλητης και δεξιά πάροδος σύμφωνα με την πορεία της εφεσείουσας και στην οποία επιχείρησε να στρίψει, επήλθε σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων.
Η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ήταν ότι, προπορευόταν του εξ αντιθέτου ερχόμενου οχήματος της εφεσίβλητης, άλλο, άγνωστο όχημα το οποίο επίσης θα έστριβε στην εν λόγω πάροδο και ο οδηγός του οποίου, σταμάτησε και της έδωσε προτεραιότητα για να στρίψει αυτή πρώτα στην πάροδο, ούτως και επιχείρησε να πράξει. Η εφεσίβλητη ωστόσο αιφνίδια, παράνομα και χωρίς να μπορούσε να γίνει εγκαίρως αντιληπτή, προσπέρασε από τα αριστερά το εν λόγω προπορευόμενο όχημα, ανεβαίνοντας μερικώς και επί του πεζοδρομίου/κράσπεδου που βρισκόταν παραπλεύρως του δρόμου, με αποτέλεσμα να καταπέσει επί του δικού της οχήματος κατά τη στιγμή ακριβώς που πραγματοποιούσε τη στροφή προς τη δεξιά πάροδο.
Η θέση της εφεσίβλητης πρωτόδικα ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα προπορευόμενο της όχημα, ούτε βεβαίως και επιχείρησε να προσπεράσει οποιονδήποτε όχημα. Αντίθετα, προχωρούσε νόμιμα και κανονικά κατά μήκος της οδού Πειραιώς, όταν το όχημα που οδηγούσε η εφεσείουσα, αιφνίδια μπήκε στη λωρίδα κυκλοφορίας της, της απέκοψε τη νόμιμη πορεία στην προσπάθεια της τελευταίας να στρίψει δεξιά, με αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουσή μεταξύ των δύο οχημάτων.
Αυτές επί της ουσίας ήταν οι θέσεις με τις οποίες οι διάδικοι προχώρησαν σε ακρόαση. Η ακρόαση ήταν απλή και σύντομη, αφού περιορίστηκε στην κατάθεση μερικών τεκμηρίων και τη δια ζώσης μαρτυρία των δύο εμπλεκόμενων οδηγών - εφεσείουσας και εφεσίβλητης. Απλή, περιεκτική και επί της ουσίας ήταν και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έλαβε χώρα η συνήθης διεργασία αξιολόγησης της μαρτυρίας, η εφεσίβλητη κρίθηκε αξιόπιστη και η εφεσείουσα αναξιόπιστη, με αποτέλεσμα να δικαιωθεί η πρώτη και να εκδοθεί συνακόλουθα απόφαση υπέρ της για το ήδη συμφωνηθέν ποσό.
Η πλευρά της εφεσείουσας όχι απλώς έμεινε δυσαρεστημένη με το αποτέλεσμα, αλλά αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο πολυάριθμα σφάλματα και ολισθήματα, σχηματίζοντας 23 ολόκληρους λόγους έφεσης, για να συγκεκριμενοποιήσει τα παράπονα και τη διαφωνία της.
Οι λόγοι έφεσης 1-4, 7, 9, 10 και 14 άπτονται διαφόρων πτυχών της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Ως εκ τούτου, αφετηρία θα είναι η υπενθύμιση των καθιερωμένων αρχών που άπτονται της δυνατότητας παρέμβασης σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας. Με τις αρχές αυτές είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024, επισημαίνοντας τα εξής:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Έχοντας κατά νουν τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε ότι κανένα περιθώριο παρέμβασης μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, δεν υπάρχει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δυο ανθρώπους που προέβαλαν μια διαφορετική εκδοχή επί ενός πολύ συγκεκριμένου και ουσιαστικού ζητήματος, του κατά ποσό προπορευόταν ή όχι άλλο όχημα του οχήματος της εφεσίβλητης. Προσδιοριστική, πραγματική μαρτυρία ή άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία που να τεκμηριώνει, κατά τρόπο χειροπιαστό, τη μια ή την άλλη εκδοχή δεν υπήρχε. Το σχεδιαγράφημα και οι φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν ήταν επικουρικής περισσότερο σημασίας, δίδοντας μια οπτική απεικόνιση του δρόμου και των τελικών θέσεων των οχημάτων. Δεν τεκμηρίωναν όμως τη μια ή την άλλη εκδοχή.
Παρά την ισχνότητα μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε το μοναδικό προτέρημα να δει και να ακούσει ζωντανά τους διαδίκους που υποστήριζαν τις αντίθετες εκδοχές. Έκρινε, όχι αυθαίρετα και αναιτιολόγητα, αλλά δικαιολογημένα και αιτιολογημένα ότι την αλήθεια την έλεγε η εφεσίβλητη και όχι η εφεσείουσα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στις σελ.9-14 της εκκαλούμενης απόφασης. Από την αιτιολογία αυτή σημειώνουμε ιδιαίτερα, πρώτον, ότι η εφεσείουσα δεν ήταν σε θέση να δώσει καμία απολύτως λεπτομέρεια για το όχημα που υποτίθεται προπορευόταν του οχήματος της εφεσίβλητης και το οποίο φερόταν να της έδωσε προτεραιότητά, ούτε βεβαίως και εμφανίστηκε ποτέ ο οδηγός ενός τέτοιου οχήματος. Δεύτερον, ότι το προπορευόμενο όχημα, σύμφωνα με τη δικογραφημένη εκδοχή της εφεσείουσας (παράγραφος 3Γ της Υπεράσπισης της), είχε σκοπό να στρίψει αριστερά στην οδό Παλαιολόγου, γεγονός που καθιστούσε εντελώς παράλογο, η εφεσείουσα να επιχειρούσε να το προσπεράσει από αριστερά, αφού σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν σχεδόν βέβαιο ότι τα δύο αυτά οχήματα θα συγκρούονταν. Στη γραπτή της κατάθεση βέβαια (τεκμήριο 5) η εφεσείουσα αποφεύγει επιμελώς να κάνει αναφορά σε πρόθεση του άγνωστου οχήματος να στρίψει αριστερά, ενώ στην αντεξέταση της, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την υποτιθέμενη φυγή του άγνωστου οχήματος, η εφεσείουσα μίλησε αντιφατικά, για ελιγμό του άγνωστου οχήματος και στροφή του προς τα δεξιά (σελ.12 πρακτικών). Τρίτον και συναφές, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν προσπερνούσε από τα αριστερά η εφεσείουσα, αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να ανέβει μερικώς στο κράσπεδο/πεζοδρόμιο, στοιχείο που όχι απλώς φάνταζε απομακρυσμένο, αλλά θα ελάττωνε και την ταχύτητα του οχήματος της, κάτι που θα έδιδε χρόνο στην εφεσείουσα να το δει και να αποφύγει την σύγκρουση.
Κανένα έρεισμα δεν υπάρχει στους προαναφερθέντες λόγους έφεσης που να διαφοροποιεί τα πιο πάνω δεδομένα και, όπως προ είπαμε, που να δικαιολογεί παρέμβαση μας. Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης 1-4, 7, 9, 10 και 14 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 11 και 23 «βάλλουν» κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και οι λόγοι έφεσης 18-22 κατά των συμπερασμάτων του, με την εισήγηση ότι είναι εσφαλμένα και/ή αυθαίρετα. Τα συμπεράσματα στα οποία αναφέρονται οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης είναι ουσιαστικά μέρη της διεργασίας που διεξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποτυπώνονται στην απόφαση, για να αιτιολογήσει την κρίση του στο πλαίσιο της αξιολόγησης των μαρτύρων. Δεν διαπιστώνεται κανένα λάθος ουσίας σε αυτή τη διεργασία, της μορφής και της έκτασης που να δικαιολογεί παρέμβαση μας.
Ο λόγος έφεσης 11, μολονότι αναφέρεται σε «εύρημα», αφορά και αυτός μέρος της διεργασίας που διεξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να αιτιολογήσει την κρίση του στο πλαίσιο της αξιολόγησης των μαρτύρων. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εκδοχή της εφεσίβλητης σύναδε με την πραγματική μαρτυρία, ήτοι τις τελικές θέσεις των δύο οχημάτων ως αυτές απεικονίζονται στο τεκμήριο 3, και εσφαλμένα έκανε εύρημα ότι ήταν ευδιάκριτες οι φωτογραφίες του τεκμηρίου 3. Ομοίως, εσφαλμένα έκανε εύρημα ότι η εφεσίβλητη αντέδρασε και ότι το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων ήταν στην αριστερή μπροστινή γωνιά του οχήματος ΚΚΚ 645 και στην αριστερή μπροστινή γωνιά του οχήματος ΚΚY 383. Αντιπαρερχόμαστε της αμφισβήτησης από πλευράς εφεσείουσας της αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι φωτογραφίες ήταν «ευδιάκριτες» και του εγγενώς άστοχου αιτήματος της για ανατροπή αυτής της διατύπωσης από το Εφετείο, για να επαναλάβουμε ότι η πραγματική μαρτυρία που προσκομίστηκε δεν ήταν αρκούντως διαφωτιστική για να τεκμηριώσει τη μια ή την άλλη εκδοχή. Συνεπώς, υπό αυτή την ευρεία έννοια έχει κάποια υπόσταση αυτός ο λόγος έφεσης. Ωστόσο, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν καθορίστηκε από τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, αλλά από άλλα πολύ πιο σημαντικά στοιχεία, μερικά εκ των οποίων έχουμε παραθέσει κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 1-4, 7, 9, 10 και 14. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν το σημείο σύγκρουσης ή οι τελικές θέσεις των οχημάτων δεν ήταν απόλυτα προσδιοριστικά του τρόπου που επισυνέβη το δυστύχημα, η επί τούτων διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν διαδραμάτισε καθοριστικό και καταλυτικό ρόλο στην κρίση του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Έπεται πως ο λόγος έφεσης αυτός δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης.
Ο λόγος έφεσης 23 αφορά γενικά και αόριστα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα ευρήματα παρατίθενται στις σελ.14-16 της εκκαλούμενης απόφασης. Αποτελούν ευθεία αναγωγή της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της αποδοχής της εκδοχής της εφεσίβλητης. Δεν υπάρχει σύγκρουση ή αναντιστοιχία μεταξύ των δύο, και επομένως ο λόγος έφεσης αυτός στερείται ερείσματος.
Εν όψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 11 και 18-23 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 8 αφορούν το τεκμήριο Α για αναγνώριση, το οποίο είναι φωτογραφία που απεικονίζει την κατάσταση του δρόμου κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης (17.9.2019). Το πρώτο παράπονο της εφεσείουσας (λόγος έφεσης 5) είναι ότι η εν λόγω φωτογραφία κατατέθηκε μόνον ως τεκμήριο για αναγνώριση αντί ως κανονικό τεκμήριο. Στην πρωτόδικη διαδικασία η εν λόγω φωτογραφία επιδείχθηκε στην εφεσίβλητη κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο της εφεσείουσας. Κατ’ αρχάς στο σχετικό σημείο των πρακτικών (σελ.4) δεν φαίνεται να υποβάλλεται αίτημα από πλευράς του συνηγόρου της εφεσείουσας για κατάθεση της φωτογραφίας ως κανονικού τεκμηρίου, ούτε και αντίδραση από μέρους του στην υπόδειξη του συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι η φωτογραφία θα έπρεπε να κατατεθεί ως τεκμήριο για αναγνώριση, δεδομένου της υποβολής ερωτήσεων σε ό,τι αφορά τα εικονιζόμενα σ’ αυτή. Η αναγνώριση των εικονιζόμενων στη φωτογραφία από την εφεσείουσα (λόγος έφεσης 6), δεν ήταν από μόνη της καθοριστική, ώστε το Δικαστήριο, χωρίς αίτημα από τον συνήγορο, να προχωρήσει αυτοβούλως, στην κατάθεση της φωτογραφίας ως τεκμηρίου. Εν πάση περιπτώσει και τεκμήριο να κατατίθετο η φωτογραφία, δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην κατάληξη της υπόθεσης ή να ανατρέψει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα τεκμήρια 3 και 4 που αντικατόπτριζαν τα δεδομένα που υφίσταντο κατά τον ουσιώδη χρόνο. Τούτο διότι υπήρχε χρονική απόκλιση 8 ολόκληρων χρόνων μεταξύ του δυστυχήματος και της επίμαχης φωτογραφίας. Ούτε εν πάση περιπτώσει προκύπτει οποιοδήποτε στοιχείο ανατρεπτικό της εκδοχής της εφεσίβλητης από την εν λόγω φωτογραφία.
Σε ό,τι αφορά τον λόγο έφεσης 8, δεν μπορούμε παρά να τον χαρακτηρίσουμε παράδοξο. Με αυτόν η εφεσείουσα διαμαρτύρεται γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στη σελ. 6 της απόφασης του ότι από την εν λόγω φωτογραφία προκύπτει ότι «σήμερα στο σημείο της παρόδου της οδού Παλαιολόγου υπάρχει ελεγχόμενο τετράγωνο» αντί να αναφέρει στην οδό Πειραιώς. Το σημείο της οδού Πειραιώς όπως φαίνεται το ελεγχόμενο τετράγωνο, είναι ακριβώς εκεί όπου οι δύο οδοί εφάπτονται, επομένως κανένα σφάλμα στην αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπάρχει.
Οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 8 απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 12 και 13 αφορούν το θέμα της ευθύνης. Συγκεκριμένα καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στον καταμερισμό πλήρους ευθύνης για το δυστύχημα στην εφεσείουσα. Ο καταμερισμός ευθύνης στην εφεσείουσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν το απότοκο της αξιολόγησης της μαρτυρίας με την αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης και των συνακόλουθων ευρημάτων στα οποία προέβηκε. Ως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά και σε νομολογία, επρόκειτο για περίπτωση ανακοπής ελευθέρας πορείας, χωρίς έλεγχο και προσοχή από μέρους της εφεσείουσας, κάτι που δεν άφηνε επιλογή άλλη από τον καταμερισμό πλήρους ευθύνης σ’ αυτή. Δεν έχουμε παρά να επικροτήσουμε αυτή την κατάληξη.
Απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 12 και 13.
Τέλος, με τους λόγους έφεσης 15, 16 και 17 η εφεσείουσα διαμαρτύρεται γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν σημείωσε ολόκληρη την υπεράσπιση της επί συγκεκριμένης πτυχής στη σελ.4 της απόφασης του (λόγος έφεσης 15), ως επίσης διότι παρέλειψε να αναφερθεί στη σελ.6 σε ουσιώδη μαρτυρία της εφεσίβλητης (λόγος έφεσης 16), αλλά και σε όλη τη μαρτυρία της εφεσείουσας στη σελ.7 (λόγος έφεσης 17). Επ’ ευκαιρία αυτών των λόγων έφεσης, να επισημάνουμε ότι το Δικαστήριο δεν έχει καμία υποχρέωση να καταγράφει στην απόφαση του, κατά τρόπο εκτενή και επαναληπτικό είτε τις δικογραφημένες θέσεις των μερών είτε το πλήρες περιεχόμενο της προσκομισθείσας μαρτυρίας. Αντίθετα. Τούτο πρέπει να αποφεύγεται αφού οδηγεί σε αχρείαστη πολυλογία και φλυαρία, κουράζει αχρείαστα τον αναγνώστη και αποπροσανατολίζει από τα κεντρικά και επίδικα θέματα της υπόθεσης. Εκείνο που απαιτείται είναι η σύνοψη των δικογραφημένων θέσεων, η περιεκτική αναφορά στα επίδικα θέματα και τη μαρτυρία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας με τη διατύπωση κρυστάλλινης κρίσης, η αναγωγή των αποδεχθέντων γεγονότων σε ευρήματα, η εξαγωγή συμπερασμάτων συναρτώντας τη νομική πτυχή της υπόθεσης και τέλος, η καταληκτική ετυμηγορία επίλυσης της διαφοράς (βλ. Φουτάς v. Αστυνομία (2014) 2 Α.Α.Δ. 730, Dairy King Ltd v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 1886 και Κρεοπωλείο Α Κούντουρος Λτδ v. Γεωργιάδης κ.ά. Πολ. Έφεση 121/2019, ημερ. 6.12.2024). Τα στοιχεία αυτά είναι στη θέση τους στην προκειμένη περίπτωση.
Επομένως απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 15, 16 και 17.
Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.900 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο