
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 63/2021)
30 Απριλίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
2. ΝΙΚΟΣ ΜΑΛΕΚΟΣ
Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητοι,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας.
-------------------
Κ. Κίκας, δικηγόρος για ΚΡΙΤΩΝ Α. ΠΑΠΑΛΟΪΖΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τους Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητους.
Σ. Μαξιούτη (κα), δικηγόρος για ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόροι για την Εφεσίβλητη/ Αντεφεσείουσα.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ..
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητοι άσκησαν τις Προσφυγές Αρ. 37/2016 και 38/2016 αντίστοιχα, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, αξιώνοντας την ίδια θεραπεία, ως εξής:
«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ ή απόφαση των Καθ’ ων η Αί
τηση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή των ημερομηνίας 2/11/2015 δια της οποίας πληροφορούν τον Αιτητή ότι δεν θα επιστραφούν τα κατακρατηθέντα ποσά προ τις 1/10/2014, ημερομηνίας απόφασης της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ’ αριθμό 740/2011 Προσφυγή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
Οι άνω Προσφυγές προσομοιάζουν ως προς τα ουσιώδη γεγονότα τους. Αμφότεροι οι Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητοι ήταν υπάλληλοι στην Εφεσίβλητη/ Αντεφεσείουσα μέχρι την αφυπηρέτηση τους, ο μεν πρώτος Εφεσείων μέχρι τον Δεκέμβριο του 2000, ο δε δεύτερος Εφεσείων μέχρι τον Ιούλιο του 2004. Ο πρώτος Εφεσείων εξελέγη στις δημοτικές εκλογές Δεκεμβρίου του 2000 ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Μόρφου, θέση την οποία διατηρούσε κατά πάντα ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση χρόνο. Ο δεύτερος Εφεσείων εξελέγη στις δημοτικές εκλογές Δεκεμβρίου 2006 ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λευκωσίας και, ακολούθως, στις δημοτικές εκλογές Ιανουαρίου του 2012 κατέλαβε, αρχικά, τη θέση του επιλαχόντος μέλους και, ακολούθως, τον Μάρτιο του 2013, τη θέση του μέλους του Δήμου Λευκωσίας. Ο πρώτος Εφεσείων, ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Μόρφου, ελάμβανε αντιμισθία ύψους €439,13 μηνιαίως, ενώ ο δεύτερος Εφεσείων, ως μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λευκωσίας, το ποσό των €800,00 μηνιαίως. Αυτό μέχρι και την θέσπιση, έναρξη ισχύος και εφαρμογή του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου του 2011, Ν. 88(I)/2011 (εφεξής «ο Νόμος») και τα προβλεπόμενα στο εκεί Άρθρο 3(β) (το οποίο μέχρι και τον τροποποιητικό Ν.154(Ι)/2013 παρέμεινε αναλλοίωτο), τα οποία έχουν ως εξής:
«(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), σε περίπτωση που αξιωματούχος ή συνταξιούχος ανέλαβε ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση, η σύνταξη που θα καταβάλλεται ή καταβάλλεται σ’ αυτόν αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή υπηρεσία του στο λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο μηνιαίος μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία, είναι χαμηλότερος της μηνιαίας σύνταξης κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, καταβάλλεται σ΄ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης:
Νοείται περαιτέρω ότι η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο αν δεν είχε ανασταλεί.»
Ενόψει της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας και από την έναρξη ισχύος και κατ’ εφαρμογή της, ανεστάλη μέρος της σύνταξης που οι Εφεσείοντες μηνιαίως ελάμβαναν, λόγω της αντιμισθίας που ελάμβαναν, ως εκ της θέσεως που είχαν καταλάβει. Σημειώνεται ότι, από την έναρξη εφαρμογής του Άρθρου 3(β) του Νόμου στην περίπτωση τους και για όλο το χρονικό διάστημα που ακολούθησε μέχρι και την 12.1.2015, οι Εφεσείοντες δεν είχαν αμφισβητήσει δικαστικώς ή άλλως πως τις ανωτέρω αναστολές καταβολής σύνταξης.
Με την απόφαση (πλειοψηφίας) ημερομηνίας 7.10.2014 της Ολομέλειας του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μαρία Ιωαννίδου-Κουτσελίνη και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 3 ΑΑΔ 361, το Άρθρο 3(β) του Νόμου (οι Εφεσείοντες δεν συμπεριλαμβάνονταν στους εκεί αιτητές) κηρύχθηκε αντισυνταγματικό. Η καταληκτική κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνοψίστηκε στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Με τα προαναφερόμενα υπόψιν κρίνουμε ότι το Άρθρο 3(β) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικό, επειδή με αυτό τίθεται, δια νόμου, ανεπίτρεπτος (δηλαδή μή προβλεπόμενος) περιορισμός σε περιουσιακό ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα των αιτητών και συγκεκριμένα το συμβατικό, κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα τους στη σύνταξη, το οποίο πηγάζει από συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση. Ο περιορισμός που τέθηκε στο Άρθρο 3(β) του Νόμου δεν είναι απαραίτητος, ούτε και δικαιολογείται, με βάση τους σκοπούς που ρητά προνοούνται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.»
Με επιστολή του (ίδιου) δικηγόρου τους προς την Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα ημερομηνίας 12.1.2015 οι Εφεσείοντες αξίωσαν ως ακολούθως:
«Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Λευκωσία
12/01/2015
Κύριοι,
Αναφερόμαστε στην απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ’ αριθμό 740/2011 κ.α. ημερομηνίας 7/10/2014 και κατ’ εντολή των πελατών μας Νίκου Μαλέκου με Α.Δ.Τ. [.], Συνταξιούχου Υπαλλήλου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και Δημοτικού Συμβούλου του Δήμου Λευκωσίας και Χαρίλαου Χαριλάου με Α.Δ.Τ. [.], επίσης Συνταξιούχου Υπαλλήλου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και Δημοτικού Συμβούλου του Δήμου Μόρφου, και παρακαλούμε όπως εμβάσετε σε αυτούς όλα τα καθυστερημένα οφειλόμενα μέχρι την έκδοση της Δικαστικής απόφασης ποσά, εντός 15 ημερών από σήμερα.
Παρακαλώ σημειώσατε ότι εάν παραλείψετε να συμμορφωθείτε, θα ληφθούν τα δέοντα Δικαστικά μέτρα εναντίον σας.
Κατ’ εντολή,
Κρίτων Α. Παπαλοϊζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.,
Δικηγόροι»
Απάντηση στην πιο πάνω επιστολή-απαίτηση δόθηκε με επιστολή ημερομηνίας 2.11.2015 από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ προς τον δικηγόρο των Εφεσειόντων με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«[.]
Θέμα: Συνταξιούχοι Υπάλληλοι της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.κ. Ν. Μαλέκος και Χ. Χαριλάου
Αναφέρομαι στη συνημμένη επιστολή σας προς την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ), η οποία παραπέμφθηκε για χειρισμό από την ΑΤΗΚ προς το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (το Ταμείο), ως το καθ’ ύλη αρμόδιο σώμα για τα θέματα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των συνταξιούχων του Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, και σας αναφέρω τα πιο κάτω:
Μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην 740/2011, η Γενική Εισαγγελία της Δημοκρατίας, απαντώντας σε ερώτημα που της υποβλήθηκε από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής της εν λόγω απόφασης στους επηρεαζόμενους συνταξιούχους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εξέδωσε τη συνημμένη γνωμάτευση.
Τόσο η ΑΤΗΚ όσο και το Ταμείο αποφάσισαν πλήρη συμμόρφωση με τις υποδείξεις της Γενικής Εισαγγελίας.
Ως εκ τούτου, η αποκοπή που επιβαλλόταν στη μηνιαία σύνταξη των πελατών σας τερματίστηκε αναδρομικά από 1/10/2014 (σημ. 6 ημέρες ενωρίτερα από ότι ήταν η υποχρέωση του Ταμείου με βάση την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης).
Με εκτίμηση,
Χάρης Παφίτης
Γραμματέας του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Συνημμένα
Κοιν. Γραμματέα Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
[.]»
Ενόψει της πιο πάνω απάντησης, οι Εφεσείοντες άσκησαν, ως προαναφέρθηκε, τις Προσφυγές Αρ. 37/2016 και 38/2016, αιτούμενοι την προαναφερθείσα ταυτόσημη θεραπεία.
Πρωτόδικα οι Προσφυγές, ενόψει των ομοιοτήτων τους, συνεκδικάστηκαν.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η πλευρά της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας, με την γραπτή αγόρευση της, ήγειρε την ακόλουθη προδικαστική ένσταση:
«1. Την ευθύνη για καταβολή της σύνταξης των αιτητών έχει το Tαμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής το Ταμείο) το οποίο με τη θέσπιση της ΚΔΠ 360/14 και την εγγραφή του σύμφωνα με το Ν.208(Ι)/12 έχει τη δική του ανεξάρτητη Νομική Προσωπικότητα. Η Αρχή έχει δικαίωμα διορισμού 7 από τα 10 μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής ενώ άλλα 3 εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση των μελών.
Η απόφαση για μη καταβολή των αναδρομικών συντάξεων των αιτητών λήφθηκε από το Ταμείο όπως φαίνεται και στο Παράρτημα 2 στην Ένσταση.
Η προηγηθείσα απόφαση της Αρχής Παράρτημα 1 στην Ένσταση δεν είναι εκτελεστή διοικητική Πράξη αφού είναι απόφαση που αφορά τον τρόπο ενέργειας των 7 Διαχειριστών που διορίζονται από την Αρχή και είναι συμβουλευτικού χαρακτήρα. Από μόνη της η απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα που να επηρεάζουν τους αιτητές.
Το Ταμείο δεν είναι διοικητικό όργανο για να ελέγχονται οι αποφάσεις του δια προσφυγής η δε απόφαση του Παράρτημα 2 στην Ένσταση είναι απόφαση που λήφθηκε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή δέον να απορριφθεί ως απαράδεκτος αφού δεν προσβάλλει εκτελεστή διοικητική πράξη.»
Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εξής:
«Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθεί πως η απόφαση μη καταβολής των αναδρομικών συντάξεων των αιτητών, δεν λήφθηκε από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων ΑΤΗΚ, ως ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση, αλλά το Ταμείο, γνωστοποίησε προς τους αιτητές, την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση, η οποία απόφαση ελήφθη κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 25.11.2014. Συνεπώς, ο αντίθετος ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση, απορρίπτεται.»
Προχώρησε, κατόπιν, το πρωτόδικο Δικαστήριο και απέρριψε τις Προσφυγές, ακολουθώντας την ίδια γραμμή, η οποία και έκρινε το αποτέλεσμα στην απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.5.2018 στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ, 79/15 κ.ά. Μιχαήλ κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, κρίνοντας ότι οι Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητοι στερούνται εννόμου συμφέροντος, αφού απεμπόλησαν το δικαίωμα τους να αξιώνουν ως η θεραπεία των Προσφυγών τους (επιστροφή κατακρατηθέντων ποσών προ της 1/10/2014, βλ. ανωτέρω), λόγω της εκ μέρους τους ανεπιφύλακτης αποδοχής της κατάστασης πραγμάτων, που δημιούργησε η εφαρμογή του Άρθρου 3(β) του Νόμου και στην περίπτωση τους. Απέρριψε, εν συνεχεία, διαζευκτικά και/ή εν παρόδω και λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε, υπό το πρίσμα της χρηστής διοίκησης, περί ύπαρξης δεδικασμένου από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ιωαννίδου- Κουτσελίνη (supra) και εν σχέση με τους Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητους, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να προσβάλουν την αναστολή του μέρους της σύνταξης τους και δεν το έπραξαν.
Οι Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητοι, με τέσσερις λόγους Έφεσης στην υπό εξέταση Έφεση προσβάλλουν, την πιο πάνω απορριπτική κατάληξη των Προσφυγών τους, εισηγούμενοι το λανθασμένο των (πιο πάνω) ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Από την άλλη, η πλευρά της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας καταχώρησε, κατόπιν σχετικής αιτήσεως και παραχωρηθείσας αδείας, Αντέφεση, με ένα και μοναδικό λόγο Αντέφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της προδικαστικής ένστασης της (βλ. ανωτέρω). Η θέση της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας έχει ως εξής:
«.1 Ευσεβάστως εισηγούμαστε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αποφάσισε ότι η απόφαση μη καταβολής των αναδρομικών συντάξεων των Εφεσειόντων κατόπιν αιτήματός τους λήφθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής σε συνεδρία του ημερομηνίας 25 Νοεμβρίου 2014, για τους λόγους που αναπτύσσονται αμέσως πιο κάτω.
1.2 Πρωτίστως, το ότι η επίδικη απόφαση δεν λήφθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσίβλητης αλλά από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ (εφεξής καλούμενο ως «το Ταμείο») αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το αίτημα των Εφεσειόντων για καταβολή των αναδρομικών τους συντάξεων υποβλήθηκε με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 12 Ιανουαρίου 2015 (Παράρτημα 4 στις Προσφυγές των Εφεσειόντων/αιτητών) ενώ η συνεδρία τους Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής έλαβε χώρα, προγενέστερα, ήτοι στις 25 Νοεμβρίου 2014. Συνεπώς, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να επιλήφθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής του αιτήματος για καταβολή αναδρομικών συντάξεων πριν από την υποβολή του ίδιου του αιτήματος. Εκ τούτου και μόνο διαπιστώνεται το εσφαλμένο της Πρωτόδικης κρίσης επ’ αυτού του σημείου.
1.3 Περαιτέρω, εισηγούμαστε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αποφάσισε ότι το Ταμείο απλώς κοινοποίησε την απόφαση που είχε λάβει το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής καθότι, στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη (Παράρτημα 5 στις Προσφυγές των Εφεσειόντων) αναφέρεται ρητώς ότι έλαβε απόφαση και το Ταμείο ως το αρμόδιο καθ’ ύλην σώμα για τα θέματα των συνταξιούχων του Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Ειδικότερα, στην εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 2 Νοεμβρίου 2015 αναφέρονται τα ακόλουθα εκ μέρους του Ταμείου προς τους Δικηγόρους των Εφεσειόντων: [.]
1.3.1. Από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα ότι την απόφαση έλαβε το Ταμείο και όχι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, καθιστώντας την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένη, όπως και τις σχετικές επί τούτου αναφορές των Εφεσειόντων στο Περίγραμμα Αγόρευσης που καταχωρήθηκε εκ μέρους τους.
1.4. Είναι, περαιτέρω, η θέση μας ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αποφάσισε ουσιαστικά ότι ορθά εγέρθηκαν οι προσφυγές εναντίον της Αρχής παραγνωρίζοντας ότι το μόνο αρμόδιο καθ’ ύλην σώμα για τα θέματα των συνταξιούχων του Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου είναι το Ταμείο, το οποίο έχει ξεχωριστή και αυτοτελή νομική προσωπικότητα, και όχι η Αρχή.
1.4.1. Ως καταγράφεται και στην αρχική γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Αρχής (σελ. 15 στα πρακτικά της Έφεσης), την ευθύνη για την καταβολή της σύνταξης των Εφεσειόντων έχει το Ταμείο και όχι Αρχή. Η εν λόγω αρμοδιότητα του Ταμείου πηγάζει από τον Κανονισμό 9(1) των περί Συντάξεων Υπαλλήλων Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Κανονισμών του 2014, Κ.Δ.Π. 360/2014, ο οποίος διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Ιδρύεται Ταμείο, προς συμμόρφωση με το Νόμο με την επωνυμία Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της Αρχής, το οποίο έχει νομική προσωπικότητα και σφραγίδα, με εξουσίες απόκτησης, διατήρησης ή αποξένωσης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας, συνομολόγηση συμφωνιών, έγερσης αγωγών ή άλλων ένδικων μέσων και υπερασπίσεων στο όνομά του και να προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τους σκοπούς του Σχεδίου και των παρόντων Κανονισμών.»
1.4.2. Συνεπώς, οι προσφυγές των Εφεσειόντων εσφαλμένα στρέφονταν εξ αρχής εναντίον της Αρχής η οποία δεν έχει αρμοδιότητα επί του επίδικου αιτήματος των Εφεσειόντων, πόσο μάλλον αποφασιστική. Όφειλαν, δηλαδή, οι Εφεσείοντες να στραφούν εναντίον του Ταμείου, το οποίο, ως εγγεγραμμένο και εποπτευόμενο ως τέτοιο δυνάμει του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου του 2012, του περί της Ίδρυσης των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου του 2020 και τους περί Συντάξεων Υπαλλήλων Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Κανονισμούς του 2014, Κ.Δ.Π. 360/2014, είναι ανεξάρτητο από την Αρχή, με αυτοτελή νομική προσωπικότητα. Το εν λόγω Ταμείο είναι το μόνο αρμόδιο για τις συντάξεις των υπαλλήλων της Αρχής καθώς και οποιαδήποτε σχετικά με τις συντάξεις ζητήματα και συνεπώς, το μοναδικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έπρεπε να στραφούν οι Εφεσείοντες. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν λήφθηκε ούτε από την Αρχή ούτε από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, παραγνωρίζοντας τις σχετικές επί τούτου θέσεις της Αρχής.
1.4.3. Ευσεβάστως, εισηγούμαστε, λοιπόν, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα κατέληξε στο προσβαλλόμενο εύρημά του, παραγνωρίζοντας τη σχετική Νομοθεσία, ήτοι τον περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών του 2012, τον περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμο του 2020, τους περί Συντάξεων Υπαλλήλων Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Κανονισμούς του 2014, Κ.Δ.Π. 360/2014.
1.5. Είναι, περαιτέρω, η θέση μας ότι η πράξη και/ή απόφαση της Αρχής δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη καθότι για να γεννηθούν νέα δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις και/ή για να επέλθει αλλαγή στο νομικό και πραγματικό καθεστώς των Εφεσειόντων απαιτούνταν προηγουμένως η λήψη απόφασης από το Ταμείο το οποίο υπέχει ξεχωριστή και αυτοτελή νομική προσωπικότητα από αυτή της Αρχής και εναντίον του οποίου Ταμείου οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην στραφούν με τις Προσφυγές τους.
1.5.1. Ειδικότερα, δεν υπήρξε καμία απόφαση της Αρχής επί του συγκεκριμένου επίδικου αιτήματος των Εφεσειόντων και συνεπώς, οι Προσφυγές έπρεπε να είχαν απορριφθεί προδικαστικά από το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι στρέφονται εναντίον προσώπου το οποίο δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Για τον ίδιο λόγο και η παρούσα Έφεση που καταχωρήθηκε εκ μέρους των Εφεσειόντων πρέπει να απορριφθεί προδικαστικά καθότι στρέφεται εναντίον προσώπου το οποίο δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
1.6. Με το αιτητικό των Προσφυγών τους, οι ίδιοι οι Εφεσείοντες καθόρισαν ως προσβαλλόμενη με τις προσφυγές τους πράξη την απόφαση η οποία τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή του Ταμείου ημερομηνίας 2 Νοεμβρίου 2015 στην οποία καταγράφεται ρητώς ότι και το Ταμείο έλαβε απόφαση ως το αρμόδιο καθ’ ύλην σώμα για τα θέματα των συνταξιούχων του Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι και το ότι η επιστολή φέρει το λογότυπο του Ταμείου και όχι της Αρχής και υπογράφεται από τον Γραμματέα του Ταμείου και όχι εκ μέρους της Αρχής και/ή του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής. Ενώ, δηλαδή, τέθηκε ρητά εις γνώσιν των Εφεσειόντων ότι την απόφαση έλαβε το Ταμείο, οι ίδιοι εσφαλμένα επέλεξαν να στραφούν εναντίον της Αρχής, σφάλμα το οποίο υπό πλάνη και/ή εσφαλμένα επικύρωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
1.7. Συνεπώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και παρά το αιτητικών των Προσφυγών των Εφεσειόντων, αποφάσισε ότι το Ταμείο δεν έλαβε απόφαση.
1.8. Ως εκ τούτου, ευσεβάστως εισηγούμαστε ότι η εν λόγω κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να παραμερισθεί για τους λόγους που επεξηγούνται αμέσως πιο πάνω.»
Η πλευρά των Εφεσειόντων/Αντεφεσίβλητων απορρίπτει τα ανωτέρω, υιοθετώντας ως ορθή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι την επίδικη απόφαση έλαβε η Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα, και επιχειρηματολογώντας- επικαλούμενη και τη μη δικογράφηση του ζητήματος από την Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα- το αβάσιμο του ισχυρισμού περί διαφοράς ιδιωτικού δικαίου.
Εκ των πραγμάτων, η εξέταση των εγειρόμενων ζητημάτων οφείλει να εκκινήσει από τον λόγο Αντέφεσης. Αυτό διότι, εάν ήθελε κριθεί ότι την επίδικη απόφαση έλαβε το- με δική του, ξεχωριστή απ’ αυτήν της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας νομική προσωπικότητα- Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ και όχι η Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα, τότε τίθεται, μεταξύ άλλων, ζήτημα μη επίδοσης των Προσφυγών στον ορθό διάδικο (βλ. Κανονισμό 5 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ. 1) Διαδικαστικοί Κανονισμών του 2015 (6/2015)), ο οποίος, ως εκ της μη ειδοποίησης του, δεν ακούστηκε πρωτόδικα, κάτι που θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος του να ακουστεί (βλ. Κλείτου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και Άλλοι (2000) 3 Α.Α.Δ. 763). Αυτό έχοντας, ιδιαίτερα, υπόψη ότι, η έννοια του διαδίκου οριοθετεί τα πρόσωπα που αποτελούν τους φορείς της έννομης σχέσης της δίκης, προσδιορίζει δηλαδή τα πρόσωπα έναντι των οποίων η απόφαση θα αναπτύξει τα αποτελέσματα της και κυρίως το δεδικασμένο (Η. Νικολάου, Γ. Τσαούση «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021, σελ.95). Και αυτό, ανεπηρέαστα από την τελική απορριπτική κατάληξη των Προσφυγών, ενόψει και του ότι τέθηκε (ήδη πρωτόδικα) ταυτόχρονα με τον ισχυρισμό περί λανθασμένου διάδικου και ζήτημα μη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, λόγω του ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, για το οποίο ζήτημα ο (ορθός) διάδικος έχει κάθε δικαίωμα να ακουστεί.
Εξετάσαμε τα εκατέρωθεν επιχειρήματα των διαδίκων με προσοχή.
Δεν συμμεριζόμαστε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, οι επίδικες αποφάσεις λήφθηκαν από την Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα.
Εξηγούμε: Από το ίδιο το κείμενο της επιστολής ημερομηνίας 2.11.2015 από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ προς τον δικηγόρο των Εφεσειόντων (παρατέθηκε στην ολότητα του ανωτέρω στην παρούσα), είναι σαφές ότι, οι αποφάσεις οι οποίες εκεί εμπεριέχονται, μία για έκαστο Εφεσείοντα/Αντεφεσίβλητο, λήφθηκαν από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, στο οποίο, ως σημειώνεται στην ίδια την επιστολή, το θέμα παραπέμφθηκε από την Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα για χειρισμό, «…ως το καθ’ ύλη αρμόδιο σώμα για τα θέματα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των συνταξιούχων του Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου…».
Η αναφορά στην ίδια την επιστολή ότι «Τόσο η ΑΤΗΚ όσο και το Ταμείο αποφάσισαν πλήρη συμμόρφωση με τις υποδείξεις της Γενικής Εισαγγελίας.» αφήνει, φρονούμε, ανεπηρέαστο το γεγονός ότι, το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ ενήργησε (έστω κατά την αντίληψη του) ως το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο για το ζήτημα, ήτοι ασκώντας αποφασιστική αρμοδιότητα. Οι ειλημμένες από το εν λόγω Ταμείο αποφάσεις παρατίθενται καταληκτικά στην επιστολή ημερομηνίας 2.11.2015 (ανωτέρω), συνοψιζόμενες στην αναφορά «Ως εκ τούτου, η αποκοπή που επιβαλλόταν στη μηνιαία σύνταξη των πελατών σας τερματίστηκε αναδρομικά από 1/10/2014 (σημ. 6 ημέρες ενωρίτερα από ότι ήταν η υποχρέωση του Ταμείου με βάση την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης). Αυτές είναι και οι αποφάσεις, των οποίων επιδιώκεται η ακύρωση με τις αιτούμενες θεραπείες στις Προσφυγές, ήτοι αυτές που εμπεριέχονται στην επιστολή ημερομηνίας 2.11.2015 και επεξηγήθηκαν ανωτέρω και όχι η όποια απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας ημερομηνίας 25.11.2014 (η φύση της δεν απαιτείται, ως εκ των ανωτέρω, να εξεταστεί), ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο και που, ειρήσθω εν παρόδω, εύστοχα σημειώνει και η πλευρά της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας, προηγήθηκε χρονικά του αιτήματος των Εφεσειόντων/Αντεφεσίβλητων, ως αυτό τέθηκε με την επιστολή τους ημερομηνίας 12.1.2015 (βλ. ανωτέρω).
Το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, όντως, ως προκύπτει από τον ίδιο τον Κανονισμό 9(1) της Κ.Δ.Π. 360/2014, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαθέτει εκ της (δευτεροβάθμιας) νομοθεσίας δική του νομική προσωπικότητα. Για του λόγου το ασφαλές παραθέτουμε το λεκτικό του εν λόγω Κανονισμού, με δική μας υπογράμμιση:
«9 (1) Ιδρύεται Ταμείο, προς συμμόρφωση με το Νόμο με την επωνυμία Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, το οποίο έχει νομική προσωπικότητα και σφραγίδα, με εξουσίες απόκτησης, διατήρησης ή αποξένωσης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας, συνομολόγηση συμφωνιών, έγερσης αγωγών ή άλλων ένδικων μέσων και υπερασπίσεων στο όνομα του και να προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τους σκοπούς του Σχεδίου και των παρόντων Κανονισμών.»
Με δεδομένο τον πιο πάνω Κανονισμό και το σαφές λεκτικό του, δεν χρειάζεται να εξεταστεί περαιτέρω, κατά πόσο το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, δυνάμει εγγραφής του στο σχετικό Μητρώο που διατηρεί ο Έφορος Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (από την επιστολή ημερομηνίας 2.11.2015 (ανωτέρω), προκύπτει ότι το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ φέρει αριθμό εγγραφής Τ.Σ. 3257, γεγονός που δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά των Εφεσειόντων/Αντεφεσιβλήτων) θα εθεωρείτο ότι είχε αποκτήσει ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, στη βάση, αρχικά, του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου του 2012, Ν.208(Ι)/2012, εκεί Άρθρο 8(1) (ο οποίος ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης) και, ακολούθως, διατηρεί αυτή, με βάση τον περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμο, Ν.10(I)/2020, εκεί Άρθρο 11(1),(2), ο οποίος αντικατέστησε τον Ν.208(Ι)/2012, καταργώντας αυτόν, (βλ. Άρθρο 94 του Ν.10(Ι)/2000), διατηρώντας όμως τις εγγραφές που ήδη είχαν συντελεστεί με τον Ν.208(Ι)/2012 ως ισχύουσες (βλ. Άρθρο 93 του Ν.10(Ι)/2000).
Καταλήγουμε, με βάση τα ανωτέρω, ότι, το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, το οποίο, ως επεξηγήθηκε, έλαβε τις εδώ επίδικες αποφάσεις, είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο ξεχωριστή νομική προσωπικότητα (και έναντι της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας) και, συνεπώς, λανθασμένα καταγράφηκε ως διάδικος η Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα και όχι το εν λόγω Ταμείο και, κατ’ επέκταση, λανθασμένα δεν επιδόθηκαν σε αυτό οι Προσφυγές.
Με βάση τα ανωτέρω, ο λόγος Αντέφεσης επιτυγχάνει.
Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των λόγων Εφέσεως, τους οποίους οι Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητοι προέβαλαν, αφού όλη η πρωτόδικη απόφαση λήφθηκε εκ των πραγμάτων επί λανθασμένης αντίληψης για το ποιες συνιστούν τις επίδικες αποφάσεις και τον ορθό διάδικο, ο οποίος δεν κλήθηκε να συμμετάσχει και, συνεπώς, αυτή παραμερίζεται.
Μας προβλημάτισε, κατά πόσο η λανθασμένη περιγραφή του διαδίκου ή, εν πάση περιπτώσει, η μη συμπερίληψη του ορθού διάδικου στο δικόγραφο των Προσφυγών, οδηγεί τις Προσφυγές σε απόρριψη. Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι δεν θα ήταν ορθή τέτοια αυστηρή προσέγγιση, ιδιαίτερα αφού οι αποφάσεις, των οποίων εδώ επιδιώκεται η ανατροπή, προσδιορίζονται σαφώς στο αιτητικό των Προσφυγών. Οι προσφυγές στρέφονται ενάντια στη νομιμότητα αποφάσεων και όχι των διοικητικών οργάνων που τις λαμβάνουν, τα οποία, βέβαια, για σοβαρούς λόγους, κάποιοι εκ των οποίων προαναφέρθηκαν και ως ορίζουν και οι σχετικές δικονομικές διατάξεις (βλ. ανωτέρω), οφείλουν να λαμβάνουν γνώση των προσφυγών που τους αφορούν, και να ακούονται κατά τη σχετική δικαστική διαδικασία. Ως αναφέρθηκε και στην Σιέπη ν. Δήμου Πάφου (1989) 3 ΑΑΔ 2472:
Η Αναθεωρητική Δικαιοδοσία έχει εισαχθεί στην Κύπρο με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η φύση της είναι πολύ διαφορετική από τη δικαιοδοσία στις πολιτικές υποθέσεις. Η προσέγγιση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου τούτου είναι ότι δεν επιτρέπεται παρατυπίες να εμποδίσουν την άσκηση της μοναδικής αυτής δικαιοδοσίας.
Στην υπόθεση Menelaos Demetriou Etc. (C.B.C. Staff Society) and The Republic (Public Service Commission) 1 R.S.C.C. 99, στη σελ. 105 ειπώθηκε:-
"It is quite correct that this Court has repeatedly stated that it will not dismiss a case for merely technical defects and it will try as far as possible to do justice in a case on the substance thereof, avoiding thus duplicity of, and delay in, proceedings."
Στην υπόθεση The Attorney-General and Kyriacos Kouppi and 2 Others 1 R.S.C.C. 115, επιτράπηκε η καταχώριση αναφοράς με βάση το Άρθρο 144 του Συντάγματος από το τότε Ανώτατο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης, παρόλο ότι ο τύπος της δεν ήταν ούτε ικανοποιητικός, ούτε σύμφωνος με τις οδηγίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και στη σελ. 117 αναφέρεται: -
"After some correspondence between a Registrar of this Court and the Acting Chief Registrar of the High Court on this matter concluding with the letter of the latter of the 25th May, 1961, this Court has decided, in the interests of justice and in the public interest in general and in order to avoid further delay, to direct that this reference should be accepted by the Registry of this Court and filed therewith in spite of the fact that it was still in an unsatisfactory form, in view of the fact that it was still signed by the Acting Chief Registrar of the High Court. This course has been adopted without in any way intending it to become a precedent. On the 26th May, 1961, this reference was, therefore, duly filed with the Registry of this Court."»
Όπως επεξηγήθηκε και στην Θεοχάρους v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3250:
«Η προσφυγή επιδόθηκε στους πιο πάνω καθ' ων η αίτηση στις 17 Δεκεμβρίου 1990. Στις 6 Μαρτίου 1991 και πριν την καταχώρηση ένστασης από μέρους των καθ' ων η αίτηση, ο αιτητής καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία εξαιτείτο την τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής με την προσθήκη της "Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ως καθ' ου η αίτηση 3". Σαν λόγο για την μη περίληψη της Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στον τίτλο, ο αιτητής επικαλείται λάθος και ή παράλειψη. Ακολούθησε η καταχώρηση της ένστασης στην προσφυγή στις 2 Απριλίου 1991, με την οποία οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση "με τον ισχυρισμό ότι η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να εκδικαστεί για το λόγο ότι στρέφεται εναντίον αναρμόδιου οργάνου". Η προδικαστική ένσταση αναφέρει επίσης ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη λήφθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ενώ η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων και του Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας.
Στις 10 Ιουλίου 1991 οι καθ' ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση για τροποποίηση. Κύριος λόγος της ένστασης τους ήταν ότι "η τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής στο παρόν στάδιο συνεπάγεται παραβίαση του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος".
Ήταν η θέση της δικηγόρου του αιτητή, κατά την ακρόαση της αίτησης για τροποποίηση, ότι θα πρέπει να εγκριθεί η τροποποίηση γιατί σε καμμιά περίπτωση δεν προσβάλλεται το όργανο αλλά η διοικητική πράξη. Από την άλλη η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι η τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής θα συνεπάγετο παραβίαση του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.
Με σειρά αποφάσεων αυτού του Δικαστηρίου έχει καθιερωθεί η αρχή ότι μια διοικητική προσφυγή, όπως η παρούσα, η οποία καταχωρείται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, προσβάλλει πράξη, απόφαση, ή παράλειψη, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της και δεν στοχεύει το όργανο που είναι υπεύθυνο για την έκδοσή της και το οποίο είναι διάδικος στην προσφυγή μόνο υπό την έννοια ότι του δίνεται η ευκαιρία να ακουστεί στην προσφυγή. Αυτό γίνεται απόλυτα καθαρό όχι μόνο από τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος στο σύνολο τους, αλλά επίσης και λόγω της φύσης της δικαιοδοσίας που δημιουργείται από αυτό το άρθρο και των γενικών αρχών του δημοσίου δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται στην άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας. (Βλέπε Hadjipapasymeou v. The Republic (1984)3 C.L.R. 1182, 1184· Cyprus Transport Co. Ltd (No. 1) v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 501, 502· Lambrou v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 75, 79· Lambrakis v. The Republic (1970) 3 CL.R. 72, 73·Minister of Finance, v. The Public Service Commission (1968) 3 C.L.R. 691, 696, 697· Γιάγκου ν. Της Δημοκρατίας Υπ. αρ. 142/87 ημερ. 7.10.91 και Φεσάς ν. της Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 98/86, ημερομηνίας 21 Ιανουαρίου 1989. Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Της Δημοκρατίας 1 R.S.C.C. 1, το Δικαστήριο προχώρησε αυτεπάγγελτα στο στάδιο της έκδοσης της απόφασης του να τροποποιήσει τον τίτλο της διαδικασίας για να συνάδει με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Τονίζεται ότι αρχικά η προσφυγή είχε καταχωρηθεί εναντίον "Polykarpos Yorkadjis Minister of Interior" ως καθ' ου η αίτηση, και το Δικαστήριο τροποποίησε την περιγραφή του καθ' ου η αίτηση και τον μετέτρεψε "The Republic of Cyprus through the Collector of Customs, Nicosia". Όπως δε πολύ ορθά υποδεικνύεται στην υπόθεση Hadjipapasymeou (πιο πάνω), το γεγονός ότι στην Χριστοδούλου υιοθετήθηκε η πορεία της τροποποίησης του τίτλου εύγλωττα καταδεικνύει ότι αυτό που πράγματι έχει σημασία σε μια προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146, είναι το αντικείμενο της και ότι η περιγραφή του καθ' ου η αίτηση είναι τύπος δευτερεύουσας σημασίας. (Βλέπε και υπόθεση Sotiropoulou and The Republic (1968) 3 C.L.R. 596), στην οποία το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα τροποποίησε τον τίτλο της προσφυγής στο στάδιο της έκδοσης της απόφασης επειδή η τροποποίηση δεν θα επηρέαζε δυσμενώς οποιοδήποτε διάδικο ή τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η διαδικασία της δικαστικής αναθεώρησης, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν μπορεί να εξουδετερωθεί από παράγοντες δευτερεούσης σημασίας όπως είναι ο πραγματικός τίτλος της διαδικασίας. (Βλέπε Minister of Finance v. Public Service Commission (πιο πάνω)).
Στην υπόθεση Τιμοθέου ν. Της Δημοκρατίας υπόθεση αρ. 96/84 ημερομηνίας 13 Φεβρουαρίου 1989 (απόφαση της Ολομέλειας), επισημαίνεται πως η εφαρμογή των διατάξεων των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, υπόκειται στις γνωστές αρχές του Διοικητικού Δικαίου που υπερισχύουν όταν οι θεσμοί είναι αντίθετοι με αυτές. Υπενθυμίζεται ότι στην Τιμοθέου, η αίτηση για τροποποίηση, η οποία εγκρίθηκε απέβλεπε στην τροποποίηση του ονόματος του ενδιαφερόμενου μέρους.
Αφού έλαβα υπόψη μου τις πιο πάνω αρχές και ιδιαίτερα την αρχή ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της πράξης, απόφασης, ή παράλειψης η οποία είναι το αντικείμενο της μαζί με τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, σύμφωνα με τα οποία η προσφυγή πράγματι στρέφεται εναντίον της απόφασης και παράλειψης η οποία αποτελεί το αντικείμενο της θεωρώ ότι δεν θα επηρεασθούν τα συμφέροντα οποιουδήποτε ή τα συμφέροντα της δικαιοσύνης αν εγκρίνετο η αιτούμενη τροποποίηση. Περαιτέρω θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις η έγκριση της τροποποίησης δεν παραβιάζει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος και ότι θα ήτο προς το συμφέρο της δικαιοσύνης να εγκριθεί η τροποποίηση του τίτλου ούτως ώστε να συνάδει με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. (Βλέπε Χριστοδούλου πιο πάνω).
Η αίτηση επιτυγχάνει. Εγκρίνεται η αιτούμενη τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής. Κλητήριο με τον τροποποιημένο τίτλο να επιδοθεί στους καθ' ων η αίτηση. [.]»
Με τις πιο πάνω παρατηρήσεις, αποφασίζεται η τροποποίηση του τίτλου των Προσφυγών, με τη διαγραφή της Εφεσίβλητης/Αντεφεσείουσας από αυτόν και την αντικατάσταση της από το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων των Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ. Δίδονται οδηγίες στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στο οποίο οι Προσφυγές επιστρέφονται, προς λήψη νέας δικαστικής κρίσης, όπως διενεργηθεί η επίδοση των Προσφυγών στο εν λόγω Ταμείο.
Ως τελευταία παρατήρηση επισημαίνεται ότι, δεν έχουμε εξετάσει το έτερο επιχείρημα στην Αντέφεση, ήτοι ότι το Ταμείο, το οποίο έλαβε τις επίδικες αποφάσεις, δρα στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου κατά την λήψη τους. Δεν θεωρούμε, όμως, ότι είχαμε τη δυνατότητα προς κάτι τέτοιο, ενόψει της άνω κατάληξης μας, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα, ήδη σε πρώτο βαθμό, να κληθεί και να ακουστεί, ως αναγκαίος διάδικος, το Ταμείο, προβάλλοντας και υπερασπιζόμενο τις όποιες θέσεις του με τον τρόπο που επιθυμεί.
Συνοψίζοντας, η Αντέφεση επιτυγχάνει, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το σύνολο της πρωτόδικης απόφασης, η οποία παραμερίζεται, συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων.
Ως εκ τούτου, καθίσταται άνευ αντικειμένου και η Έφεση.
Οι Προσφυγές επιστρέφονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, για να τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή (ενόψει του ότι ήδη υπήρξε τοποθέτηση της προηγούμενης Δικαστού της υπόθεσης και επί της ουσίας των Προσφυγών) για να τις επιληφθεί εκ νέου και κατά προτεραιότητα, στα πλαίσια και των ανωτέρω οδηγιών του Εφετείου.
Υπό τις περιστάσεις, τα έξοδα περιορίζονται στο συνολικό ύψος των €2500 (επιπλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει) υπέρ της Εφεσίβλητης/ Αντεφεσείουσας και εναντίον των Εφεσειόντων/Αντεφεσίβλητων, τόσο πρωτόδικα, όσον και κατ’ Έφεση/Αντέφεση.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο