S. M. G. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2024, 30/4/2025
print
Τίτλος:
S. M. G. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2024, 30/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2024)

 

      30 Απριλίου, 2025

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                             S. M. G.

 

                                                                                                                Εφεσείων,

 

       v.

 

                            ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                                        ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                           Εφεσίβλητης.

                                                  -------------------

Π. Πιερίδης, δικηγόρος για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημητριάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

        --------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ..

--------------------

                                            

  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 31.5.2024, απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. 634/2023, την οποία άσκησε ο Εφεσείων εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 23.1.2023, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του για χορήγηση διεθνούς προστασίας.

 

Όσον αφορά τα ουσιώδη γεγονότα:

 

Η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα είναι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κόγκο, με την εκεί τελευταία του συνήθη διαμονή στην Κινσάσα, όπου διαμένουν η μητέρα του και οι έξι αδελφές του. Στις 31.8.2019 ο Εφεσείων κατέφτασε αεροπορικώς στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εισερχόμενος παράνομα στις ελεύθερες περιοχές την επόμενη ημέρα, από όπου ακολούθως υπέβαλε, στις 2.9.2019, αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας.

 

Στις 7.7.2022, στα πλαίσια του πιο πάνω αιτήματος του, έλαβε χώρα συνέντευξη του Εφεσείοντα από λειτουργό του European Union Agency for Asylum (EASO) ενώπιον του οποίου επικαλέστηκε, ως λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας, τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, καθώς και την άσκηση έναντι του σεξουαλικής βίας και του ξυλοδαρμού του στη φυλακή, γιατί είναι ομοφυλόφιλος. Η σχετική έκθεση-εισήγηση του λειτουργού του EASO, κρίνοντας αρνητικά την εσωτερική αξιοπιστία του Εφεσείοντα στους βασικούς του ισχυρισμούς, ήταν αρνητική, τόσο για τη χορήγηση ασύλου, όσο και συμπληρωματικής προστασίας στον Εφεσείοντα. Υιοθετώντας την εν λόγω εισήγηση-έκθεση, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα και εξέδωσε απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Η σχετική ενημέρωση του Εφεσείοντα έλαβε χώρα με σχετική επιστολή ημερομηνίας 23.1.2023, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 27.1.2023.

 

Στις 24.2.2023 ο Εφεσείων καταχώρησε εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την προαναφερθείσα Προσφυγή Αρ. 634/2023 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Κατά τις διευκρινήσεις της υπόθεσης (16.4.2024), ο δικηγόρος του Εφεσείοντα περιόρισε τους λόγους ακυρώσεως σ’ αυτούς που αφορούσαν την έλλειψη δέουσας έρευνας από τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ ισχυρισμό παράλειψης της Υπηρεσίας Ασύλου να παραπέμψει τον Εφεσείοντα σε ιατρό ή ψυχολόγο, κατά παράβαση του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000. Με την απόφαση του ημερομηνίας 31.1.2023 το πρωτόδικο Δικαστήριο διεξήγαγε, στο πλαίσιο εξέτασης των λόγων ακυρώσεως που τελικώς προωθήθηκαν, έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής απόφασης, με απορριπτικό αποτέλεσμα των όσων ο Εφεσείων εισηγήθηκε και, επιπρόσθετα κατέληξε ότι, δεν μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της περίπτωσης, ο Εφεσείων να τύχει ούτε του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Παράλληλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβαίνοντας και σε έλεγχο ορθότητας της απόφασης, κατέληξε ότι, η περίπτωση του Εφεσείοντα δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σ’ αυτόν χορήγησης ασύλου, αλλά ούτε παροχής σ’ αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης, ασκήθηκε, ως προαναφέρθηκε, η παρούσα Έφεση, με πέντε συνολικά λόγους Έφεσης, εκ των οποίων ο πρώτος αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της Έφεσης. Οι εναπομείναντες τέσσερεις έχουν ως ακολούθως (συνταχτικό, γραμματική, ορθογραφία, τονισμοί και υπογραμμίσεις είναι οι αυτούσιες του κειμένου.):

 

          «ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και /ή τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και η πρωτόδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας που αποτελεί αιτία ανατροπής πρωτόδικης απόφασης.

 

 

 

Αιτιολογία

 

1.   Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης»(σελ. 5 της απόφασης)

2.   Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι ο αιτητής ήταν αξιόπιστος.

3.   Πληθώρα εξωτερικών πηγών πιστοποιούν τα λεγόμενα του αιτητή, τη δίωξη του αιτητή, λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του

4.   Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε επαρκή βαρύτητα στις και/ή δεν αποτάθηκε σε εξωτερικές πηγές.

5.   Το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε ότι ο αιτητής δικαιούτο το ευεργέτημα της αμφιβολίας (σελ. 5 της απόφασης).

6.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια και ότι παρείχε αντιφατικές πληροφορίες.

7.   Το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τη νομολογία και τον έκρινε αναξιόπιστο διότι δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες χωρίς ο ίδιος ο λειτουργός να του ζητήσει να επεκταθεί. Ο λειτουργός δεν ενέργησε καλόπιστα.

8.   Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε: «κρίνεται ότι δεν τεκμηρίωσε ο Αιτητής με τους ισχυρισμούς του ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του, ούτε ότι καταζητείται και σε περίπτωση επιστροφής του θα διωχθεί, συλληφθεί ή καταδικασθεί λόγω του ότι ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα (σελ. 5 της απόφασης).

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση/Εφεσίβλητους.

 

Αιτιολογία

 

1.   Η συνέντευξη ήταν ελλιπής από θέμα ερωτήσεων και έκτασης. Δεντέθηκανεπαρκείςερωτήσεις στον αιτητή από τη λειτουργό και/ή το δικαστήριο ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να διευκρινήσεις τους λόγους που κινδυνεύει να διωχτεί.

2.   Ο λειτουργός είναι υποχρεωμένος κατά τη συνέντευξη να κατευθύνει ορθά τον αιτητή ώστε να αντλήσει από τον αιτητή όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται ώστε να εξετάσει την αίτηση του.

3.   Εσφαλμένα ο πρωτόδικος δικαστής αποφάνθηκε ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε με τους ισχυρισμούς του «ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του, ούτε ότι  καταζητείται και σε περίπτωση επιστροφής του θα διωχθεί, συλληφθεί ή καταδικασθεί λόγω του ότι ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» (σελ. 5 της απόφασης)

 

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Αιτητής/Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωση του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα βάσει του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και/ή το καθεστώς της υποκατάστατης προστασίας βάσει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου (σελ. 5 της απόφασης)

 

 

Αιτιολογία

 

1.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ ή παραγκώνισε τον ισχυρισμό του αιτητή περί κινδύνου της ζωής του. Η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση εν όψει της μη εξακρίβωσης των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, αφού δεν έγινε η δέουσα έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου και ούτε ζητήθηκε από το Δικαστήριο η εξακρίβωση ή μη των ισχυρισμών του Αιτητή/Εφεσείοντα.

 

2.   Πληθώρα εξωτερικών πηγών πιστοποιούν τα λεγόμενα του αιτητή, τη δίωξη του αιτητή, λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του

 

3.   Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ότι ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή και ατομική δίωξη λόγω του ψηλού επιπέδου αδιάκριτης βίας στην χώρα καταγωγής του βάσει του άρθρου 15(Γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

 

ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι «παράβαση του Άρθρο (sic)  15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) δεν υφίσταται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου»(σελ. 1 της απόφασης).

 

 

Αιτιολογία

 

1.   Ο λειτουργός δεν υπέβαλε και/ή δεν φρόντισε να συμπληρωθεί ειδικό έντυπο-ερωτηματολόγιο για τον καθορισμό του αιτητή ως ευάλωτο άτομο.

2.   Το ερωτηματολόγιο έπρεπε να συμπληρωθεί πριν τη λήψη της συνέντευξης. »

 

 

Μελετήσαμε προσεκτικά τους προαναφερθέντες λόγους Έφεσης, τα περιγράμματα αγορεύσεων, το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου της υπόθεσης, καθώς και το διοικητικό φάκελο που έχει κατατεθεί (Τεκμήριο 1).

 

Ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος Έφεσης αναπτύχθηκαν μαζί από τον Εφεσείοντα στο περίγραμμα του, ως συναφείς μεταξύ τους και ο πέμπτος λόγος Έφεσης αναπτύχθηκε ξεχωριστά.

 

Με τον ίδιο τρόπο θα τύχουν εξέτασης και από το παρόν Δικαστήριο, αφού, όντως, η αιτιολογία των εν λόγω λόγων Εφέσεως (εκτός του πέμπτου λόγου Έφεσης) σε ορισμένο βαθμό είναι αλληλοεπικαλυπτόμενη και/ή συμπληρωματική η μία της άλλης. Αυτό, ωστόσο, υπό τον περιορισμό ότι, όσα αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης για τον Εφεσείοντα, τα οποία δεν εναρμονίζονται και δεν κινούνται στο πλαίσιο των λόγων Έφεσης, αλλά προσθέτουν σε αυτούς, δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη και να εξεταστούν. Υπενθυμίζουμε, συναφώς, ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία επί του θέματος η ανάπλαση ή διεύρυνση λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του μέσω του περιγράμματος αγόρευσης είναι δικονομικά ανεπίτρεπτη και απορριπτέα (απόφαση ημερομηνίας 14.1.2025 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.20/2023 OKORO ν. Δημοκρατίας). Επίσης, η εξέταση μας τελεί και υπό τον περιορισμό των όσων ισχυρισμών τελικώς προωθήθηκαν πρωτόδικα από τον Εφεσείοντα, με την προσθήκη, βεβαίως, των όποιων λόγων Εφέσεως και αιτιολογίας αυτών άπτονται του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης και τον έλεγχο ορθότητας αυτής.

 

Καταρχάς παρατηρούμε ότι, παρά την περί του αντιθέτου θέση του Εφεσείοντα, η εξέταση των περιστάσεων που διέπουν την παρούσα περίπτωση προκύπτει ρητώς και επαρκώς εξατομικευμένα από το ίδιο το κείμενο της δικαστικής απόφασης, τόσο κατά την εξέταση της νομιμότητας της επίδικης διοικητικής απόφασης, όσο και κατά την εξέταση και λήψη απόφασης επί της ορθότητας της. Η  αιτιολογία της επίδικης απόφασης αναδύεται μέσα από το κείμενο της και σε καμία περίπτωση, κρίνουμε, δεν πάσχει αυτή από έλλειψη τέτοιας.

 

Περαιτέρω, αντιπαραβάλαμε το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης με τα αναφερόμενα στο κείμενο της δικαστικής απόφασης. Δεν έχουμε εντοπίσει ανεπαρκή έρευνα εκ μέρους της Εφεσίβλητης. Ουδέν από όσα προώθησε η πλευρά του Εφεσείοντα, η οποία, κατά την κρίση μας, δεν απέφυγε την παγίδα των γενικόλογων τοποθετήσεων, τεκμηριώνει το αντίθετο ή έλλειψη δέουσας έρευνας από την Υπηρεσία Ασύλου ή αναιτιολόγητων συμπερασμάτων αυτής ή έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή σφάλμα στις διαπιστώσεις του.     

 

Αντιθέτως, οι σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επαληθεύονται, κατά την κρίση μας, ως ορθές. Οι οποίες απαντούν- πειστικά, κρίνουμε- σε ένα έκαστο των επιχειρημάτων τιθέμενων υπό την αιτιολογία, την οποία πρόβαλε ο Εφεσείων στους λόγους Έφεσης 2, 3 και 4.

 

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 3 έως και 5 της πρωτόδικης απόφασης) περί ορθότητας της κρίσης του Εφεσείοντα ως μη αναξιόπιστου από την Υπηρεσία Ασύλου, όσον αφορά το βασικό ισχυρισμό του για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ως ομοφυλόφιλου και ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά ενόσω βρισκόταν στη φυλακή το έτος 2019, αυτό, σε αντιπαραβολή με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, είναι, κρίνουμε, εύλογο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, σχετικά, την εφαρμογή, στην εξεταζόμενη περίπτωση, εκ μέρους του αρμόδιου λειτουργού του μοντέλου DSSH (Difference, Stigma, Shame, Harm) παραθέτοντας αναλυτικά τα επί μέρους συμπεράσματα και αξιολόγηση του λειτουργού και, πρόσθετα, την έρευνα του λειτουργού σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες δεν απαγορεύονται από τον νόμο της χώρας καταγωγής οι ομοφυλοφυλικές δραστηριότητες, αν και λόγω δημόσιας διακριτικότητας είναι πιθανό να επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο και/ή φυλάκιση. Ομοίως με το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνουμε ότι, η έκθεση-εισήγηση του λειτουργού, η οποία βασίστηκε κυρίως στη συνέντευξη του Εφεσείοντα και αποτέλεσε το υπόβαθρο λήψης της επίδικης διοικητικής απόρριψης του αιτήματος ασύλου του Εφεσείοντα, φανερώνει επάρκεια στις ερωτήσεις που τέθηκαν στον Εφεσείοντα, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στις εξωτερικές πηγές, στις οποίες ο λειτουργός ανέτρεξε, εφαρμόστηκε σωστά και καλόπιστα η συναφής νομολογία και τα συμπεράσματα του λειτουργού είναι προϊόν δέουσας αξιολόγησης των συγκεκριμένων δεδομένων της περίπτωσης και ποσώς πάσχουν.

 

Εύλογο είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ο Εφεσείων δεν παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια στον εξεταστή για την στοιχειοθέτηση της υπόθεσης του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, στα πλαίσια των υποχρεώσεων του συμφώνως του Άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Ορθώς, επίσης, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε στον Εφεσείοντα το ευεργέτημα της αμφιβολίας (βλ. σελ. 5 της δικαστικής απόφασης), αφού αυτό αποδίδεται μόνο όταν έχουν πρσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και ο εξεταστής παραμένει γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος, η οποία εύλογα κρίθηκε ότι δεν είναι η παρούσα περίπτωση.

 

Στη βάση των ανωτέρω, ορθώς κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. σελ. 5 της πρωτόδικης απόφασης) ότι δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Εφεσείοντα οι προϋποθέσεις παραχώρησης ασύλου, ως αυτές κωδικοποιούνται στο Άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όπως, επίσης, ορθά κατέληξε ότι, δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του Άρθρο 19 του Ν.6(Ι)/2000, για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Συναφώς, ορθή και αψεγάδιαστη κρίνουμε και την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αφενός, ο Εφεσείων δεν πρόβαλε σε κανένα στάδιο οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι κινδυνεύει από τυχόν επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του και, αφετέρου, ότι από την έρευνα που έχει το ίδιο το Δικαστήριο διεξάγει (σημ.: τις πηγές της οποίας κατονομάζει και η αξιοπιστία τους δεν έχει, κρίνουμε, επιτυχώς αμφισβητηθεί) κατέληξε ότι, ο Εφεσείων δεν θα αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, αφού δεν παρατηρούνται εκεί ένοπλες συγκρούσεις και, εν πάση περιπτώσει, παρά τα κάποια περιστατικά ασφαλείας εκεί, ο αριθμός αυτός είναι χαμηλός και όχι σε βαθμό που να τεκμηριώνουν ότι η παρουσία και μόνο του Εφεσείοντα εκεί τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης,  

 

Με βάση τα ανωτέρω, κρίνουμε ότι ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος Έφεσης είναι αβάσιμοι και, συνεπώς, απορρίπτονται.

 

Όσον αφορά, τέλος, τον πέμπτο λόγο Έφεσης, σημειώνουμε, καταρχάς, ότι, στο περίγραμμα αγόρευσης του ο Εφεσείων προωθεί, αφενός, τον ισχυρισμό περί παράβασης του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, εστιάζοντας, στο περίγραμμα αγόρευσης του στο ότι, η Εφεσίβλητη δεν φρόντισε να συμπληρωθεί ειδικό έντυπο-ερωτηματολόγιο για τον καθορισμό του Εφεσείοντα ως ευάλωτο άτομο, αλλά, αφετέρου και επιπρόσθετα, εγείρει ζήτημα, ότι, ο Εφεσείων όφειλε να τύχει και δεν έτυχε ιατρικής και ψυχολογικής εξέτασης, κατ’ εφαρμογή των Άρθρων 15 και 18(6), 9 ΚΓ και/ή ΚΔ(3)(α) του Ν.6(Ι)/2000. Ως προς το δεύτερο, σημειώνουμε ότι, αυτός ο ισχυρισμός δεν δικογραφήθηκε στον πέμπτο λόγο Έφεσης (βλ. ανωτέρω παρατιθέμενο λόγο Έφεσης, για του λόγου το ασφαλές) και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να τύχει εξέτασης, αφού, ως προαναφέρθηκε ανωτέρω στην παρούσα,  η ανάπλαση ή διεύρυνση λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του μέσω του περιγράμματος αγόρευσης είναι δικονομικά ανεπίτρεπτη. Εν πάση περιπτώσει, βρίσκουμε τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί όλων των άνω ισχυρισμών (βλ. σελ. 1 και 2 της πρωτόδικης απόφασης) εύλογα και ορθά. Αποφάνθηκε, συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εξής:

 

«Καταρχάς, παράβαση του Άρθρο (sic) 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)2000 δεν υφίσταται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση του αιτούντα αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν «(α) ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν. και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας», ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας την περίπτωση του Αιτητή δεν έκρινε σκόπιμο να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση, καθότι απέρριψε τους ισχυρισμούς δίωξης του ως εσωτερικά αναξιόπιστους. Άλλωστε έγινε σχετική αξιολόγηση του Αιτητή στα πλαίσια ειδικών αναγκών υποδοχής, με την καταγραφή του αιτήματος του, από λειτουργό στη βάση του Άρθρου 9 ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2003 (Ν.6(Ι)/2000) η οποία δεν κατέδειξε εμφανείς ειδικές ανάγκες υποδοχής του δηλαδή πρόσωπο που έχει υποστεί βασανιστήρια ή άλλης μορφής ψυχολογικής ή φυσικής βίας (ερυθρό 8-5 του διοικητικού φακέλου στο εξής «Δ.Φ.»). Σημειώνεται ότι, στο σημείο 19 της αίτησης ασύλου του Αιτητή όπου θα έπρεπε να περιγράφει με σαφήνεια ή έστω με κάποιες λεπτομέρειες τους λόγους δίωξης του περιορίστηκε μόνο στη φράση «I came here for the death threat in our country» (ερυθρό 17 &1 του Δ.Φ.), χωρίς περαιτέρω στοιχεία ή πληροφορίες. Πέραν τούτου, ούτε έχει προσκομιστεί οποιοδήποτε στοιχείο, μαρτυρία ή ιατρικό πιστοποιητικό στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής του για να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο.»

 

Συνεπώς, ούτε ο πέμπτος λόγος Έφεσης ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Ελλείψει, λοιπόν, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, περίπτωσης έλλειψης δέουσας έρευνας ή άλλης πλημμέλειας, το ζήτημα απολήγει στην κρίση ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Υπενθυμίζουμε εκ νέου, ως γενική παρατήρηση,  ότι, η στάθμιση αυτή δεν δύναται να αναψηλαφείται από το Εφετείο (εκτός, ίσως, σε περίπτωση ακραία αυθαίρετων συμπερασμάτων, που δεν είναι η υπό εξέταση περίπτωση), υπό τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, αν δηλαδή λήφθηκαν όλα όσα έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Επαναλαμβάνουμε για ακόμη μία φορά ότι αυτή η στάθμιση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί έκφραση της (ουσιαστικής) αξιολογικής κρίσης του, η οποία, σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, δεν ελέγχεται, παρά μόνο ως προς τη νομιμότητα της. Ως έχει πλειστάκις αναφερθεί, το Εφετείο δεν συνιστά δικαστήριο ελέγχου ουσίας της διοικητικής ή της πρωτόδικης απόφασης (βλ. απόφαση ημερομηνίας 29.11.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 Εjikeme ν. Δημοκρατίας) αλλά μόνο νομιμότητας (βλ. και Άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018, Ν.73(Ι)/2018).

 

Για όλους τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων Εφέσεως ευσταθεί.

 

Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2000 ευρώ υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο