
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2022)
29 Απριλίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΙΑΤΡΟΥ
Εφεσιβλήτου
(Ποινική Έφεση Αρ. 213/2022)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΤΡΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Α. Σιαπανή (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. 68/22 και Εφεσίβλητη στην Ποιν. Έφ. 213/22
Α. Ευτυχίου, για Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφ. 68/22 και Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. 213/22
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων στην Ποιν. Εφ. 213/22 και Εφεσίβλητος στην Ποιν. Εφ. 68/22 (εφεξής για σκοπούς εύκολης κατανόησης ο «Κατηγορούμενος»), μετά τη διακοπή αριθμού κατηγοριών, αντιμετώπιζε πρωτοδίκως μεγάλο αριθμό κατηγοριών ως ακολούθως:
- 20 κατηγορίες για Εξασφάλιση Επιταγής με Ψευδείς Παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.») (Κατηγορίες 1, 42, 44, 46, 48, 50, 54, 56, 58, 60, 62, 67, 70, 72, 74, 80, 82, 84, 86 και 88).
- 21 κατηγορίες για Εξασφάλιση Χρημάτων με Ψευδείς Παραστάσεις κατά παράβαση των ίδιων Άρθρων (Κατηγορίες 2, 43, 45, 47, 49, 51, 55, 57, 59, 61, 63, 64, 69, 71, 73, 75, 81, 83, 85, 87 και 89).
- Μια κατηγορία Δεκασμού Δημοσίου Λειτουργού κατά παράβαση του Άρθρου 100(α) του Π.Κ. (Κατηγορία 3).
- 40 κατηγορίες Ανυπακοής σε διατάξεις νόμου που επιβάλλουν καθήκον κατά παράβαση του Άρθρου 136 του Π.Κ. και των Άρθρων 64(3), 42(1) και 49(1) του περί Κοινοτήτων Νόμου Ν.86(Ι)/1999, καθώς και του Άρθρου 84 του περί Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων, και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου Ν.12(Ι)/2006 (Κατηγορίες 4 - 8, 11 - 37, 40, 41 και 112 - 117).
- Μία κατηγορία Καταρτισμού Εγγράφου χωρίς Νόμιμη Εξουσία ή Δικαιολογία κατά παράβαση του Άρθρου 343(α) του Π.Κ. (Κατηγορία 77).
- Μία κατηγορία Κυκλοφορίας Εγγράφου που καταρτίστηκε χωρίς Νόμιμη Εξουσία ή Δικαιολογία κατά παράβαση του Άρθρου 343(β) του Π.Κ. (Κατηγορία 78).
- Μία κατηγορία Παράλειψης παρουσίασης στοιχείων στον Γενικό Ελεγκτή κατά παράβαση του Άρθρου 5 του περί Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στον Γενικό Ελεγκτή Νόμου Ν.113(Ι)/2002 (Κατηγορία 79), και
- 22 κατηγορίες Κατάχρησης Εξουσίας κατά παράβαση του Άρθρου 105 του Π.Κ. (Κατηγορίες 90 - 111).
Η ακροαματική διαδικασία υπήρξε μακρά και επίπονη. Δεν μπορεί να μην σχολιαστεί ο τρόπος σύνταξης του Κατηγορητηρίου στο οποίο περιέχονται 117 κατηγορίες, πλείστες εκ των οποίων αφορούν στα ίδια γεγονότα. Υπήρξε υπερφόρτωση του Κατηγορητηρίου, η οποία ως είναι νομολογημένο αποτελεί ανεπιθύμητη πρακτική, ιδιαίτερα λόγω της δυσχέρειας που προκαλεί σε όλη τη διαδικασία. (βλ. Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541). Επιπλέον κλητεύθηκε μεγάλος αριθμός Μαρτύρων Κατηγορίας, η κυρίως εξέταση των οποίων επεκτάθηκε αχρείαστα. Ο τρόπος παρουσίασης της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ήταν περίπλοκος και δαιδαλώδης σε βαθμό που προκαλεί προβλήματα συνοχής. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νουν, ο τρόπος σύνταξης της Πρωτόδικης Απόφασης είναι ιδιαίτερα βοηθητικός, αφού διαχωρίστηκε η μαρτυρία και η αξιολόγηση αυτής σε είδη κατηγοριών.
Ποινική Έφεση 68/22
Με την Απόφαση του στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η παράλειψη συμμόρφωσης με τα Άρθρα 42 (τήρηση πρακτικών), 46 (αρμοδιότητες Κοινοτάρχη), 49 (πρόσληψη προσωπικού) και 64 (υποβολή προϋπολογισμού) του Ν.86(Ι)/99 δεν δημιουργεί ποινική ευθύνη του Κοινοτάρχη με βάση το Άρθρο 136 του Π.Κ. Ομοίως έκρινε ότι με το Άρθρο 84(1) του Ν.12(Ι)/2006 δεν υπήρχε πρόθεση του Νομοθέτη για δημιουργία ποινικής ευθύνης. Συναφώς ο Εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχτηκε από το στάδιο εκείνο σε όλες τις κατηγορίες Ανυπακοής.
Με την Ποιν. Έφ. 68/22 ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την αθώωση του Κατηγορούμενου σε κάποιες εκ των πιο πάνω κατηγοριών για ανυπακοή και δη στις Κατηγορίες 4 - 8 και 112 (Λόγος Έφεσης 1), στις Κατηγορίες 11 και 12 (Λόγος Έφεσης 2), στην Κατηγορία 13 (Λόγος Έφεσης 3) και στις Κατηγορίες 14 - 37, 40 και 41 (Λόγος Έφεσης 4) με την εισήγηση ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.
Μελέτη του διαγράμματος του Γενικού Εισαγγελέα καταδεικνύει ότι όλοι οι Λόγοι Έφεσης εδράζονται ουσιαστικά επί του ιδίου επιχειρήματος, και συγκεκριμένα στη θέση πως θα έπρεπε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε καταλήξει ότι οι παραλείψεις του Κατηγορούμενου, είτε βάσει του Ν.86(Ι)/1999 είτε βάσει του Ν.12(Ι)/2006, ποινικοποιούνται με το Άρθρο 136 του Π.Κ. Εν πρώτοις επισημαίνουμε ότι στο διάγραμμα απλώς παρατίθενται αυτολεξεί τα επίμαχα άρθρα με την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής, χωρίς όμως κάποια παραπομπή σε τυχόν υποστηρικτική Νομολογία, ημεδαπή ή μη, παρά την προφανή διαφωνία της συνηγόρου με τη σωρεία αυθεντιών επί των οποίων στηρίχθηκε η πρωτόδικη κρίση.
Όπως λέχθηκε στην Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 371, με παραπομπή στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην Coeme and Others v. Belgium, Αίτ. Αρ. 32492/96 κ.ά. ημερ. 18.10.2000 (σε μετάφραση):
«Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει πως, βάσει της νομολογίας του, το Άρθρο 7 εμπεριέχει, μεταξύ άλλων, την αρχή πως μόνο ο Νόμος μπορεί να δημιουργεί ένα αδίκημα και να καθορίζει την ποινή (nullum crimen, nulla poena sine lege), ενώ ειδικά απαγορεύει την επέκταση του σκοπού υφιστάμενων αδικημάτων σε πράξεις που προηγουμένως δεν συνιστούσαν ποινικά αδικήματα, θέτει επίσης την αρχή πως ο ποινικός Νόμος δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά εις βάρος του κατηγορουμένου, π.χ. εφαρμόζοντας την κατ' αναλογία μέθοδο. Κατά συνέπεια τα αδικήματα και οι σχετικές ποινές πρέπει να καθορίζονται ευκρινώς στο Νόμο. Αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται όταν το άτομο μπορεί να γνωρίζει από τη φρασεoλογία των σχετικών διατάξεων και, αν χρειαστεί με την ερμηνευτική βοήθεια του δικαστηρίου, σε ποιες πράξεις και παραλείψεις δυνατό να του αποδοθεί ποινική ευθύνη».
Τα πιο πάνω αποδίδουν κατ’ ακρίβειαν την ουσία του δικαιϊκού αξιώματος nullum crimen nulla poena sine lege certa (ουδέν αδίκημα, ουδεμία ποινή, άνευ ρητού-συγκεκριμένου νόμου), το οποίο συνιστά την πεμπτουσία της αρχής της νομιμότητος. Η εν λόγω θεμελιακή αρχή του δικαίου ενσωματώνεται στις διατάξεις του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος (βλ. Μαρκίδης ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1999) 2 Α.Α.Δ. 598, Στρατουράς ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 88/2022, ημερ. 8.4.2025).
Η αρχή ότι οι ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά είναι καλά εμπεδωμένη στο δίκαιο. Στο σύγγραμμα Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, στη σελ. 239 καταγράφεται ότι απαιτείται σαφής διατύπωση («express language») για τη δημιουργία αδικήματος. Στη Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443 λέχθηκε δε ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία, τότε αυτή αποφασίζεται υπέρ του κατηγορούμενου, έστω και αν αυτό οδηγεί στην απαλλαγή του για τεχνικούς λόγους. Όπως είχε αναφερθεί στην Tuck & Sons v. Priester (1887) 19 QBD 629, απόσπασμα το οποίο παρατίθεται και στο σύγγραμμα «Ερμηνεία στο Κυπριακό Δίκαιο» του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, σελ. 74:
«If there is a reasonable interpretation which will avoid the penalty in any particular case, we must adopt that construction. If there are two reasonable constructions we must give the more lenient one. That is the settled rule for construction of penal sections».
O Francis Bennion στο σύγγραμμα του «Statutory Interpretation», 5η έκδοση, στις σελ. 825επ. αναλύει την αρχή ενάντια στην ποινικοποίηση βάσει αμφιβόλου νόμου («Principle against penalisation under a doubtful law»), καταγράφοντας ότι δεν πρέπει να τιμωρείται κάποιος ποινικά εκτός στη βάση ξεκάθαρου νομοθετήματος. Όπως αναφέρει, τα Δικαστήρια πρέπει να προσπαθούν να αποφεύγουν την υιοθέτηση ερμηνείας νομοθετήματος η οποία ποινικοποιεί πράξη όπου η πρόθεση του Νομοθέτη να πράξει κάτι τέτοιο είναι αμφίβολη («… should therefore strive to avoid adopting a construction which penalises a person where the legislator’s intention to do is doubtful, or penalises him or her in a way which was not made clear»). Όπως λέχθηκε στην Dickenson v. Fletcher (1873) LR 9 CP 1:
«Those who contend that a penalty may be inflicted must show that the words of the Act distinctly enact that it shall be incurred under the present circumstances. They must fail if the words are merely equally capable of a construction that would, and one that would not, inflict the penalty».
Αυτό ήταν και το βάρος που έφερε η Κατηγορούσα Αρχή. Κατάληξη μας αποτελεί ότι δεν το απέσεισε.
Το Άρθρο 64 του Ν.86(Ι)/1999 (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη για την υπόθεση χρόνο) προβλέπει ότι για κάθε οικονομικό έτος έκαστο (Κοινοτικό) Συμβούλιο ετοιμάζει ετήσιο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, ο οποίος υποβάλλεται στον Έπαρχο για έγκριση μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του έτους που προηγείται του οικονομικού έτους στο οποίο αναφέρεται. Με τις Κατηγορίες 4 έως 8 ο Κατηγορούμενος κατηγορείτο ότι δεν υπέβαλε τους ετήσιους προϋπολογισμούς για τα έτη 2007 έως 2011, μέχρι τις 30 Νοεμβρίου εκάστου αντίστοιχου προηγούμενου έτους. Με την Κατηγορία 112 κατηγορείτο ότι δεν υπέβαλε τον προϋπολογισμό για το έτος 2015 μέχρι τις 30.11.2014.
Το Άρθρο 42(1) του Ν.86(Ι)/1999 προβλέπει ότι:
«Αποτελεί καθήκον του Κοινοτάρχη, ως προέδρου του Συμβουλίου, να μεριμνά για την τήρηση άρτιων και λεπτομερών πρακτικών, στα οποία να καταγράφονται επαρκώς αιτιολογημένες οι αποφάσεις του Συμβουλίου, σε περίπτωση δε κατά την οποία συγκεκριμένη απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία, καταγράφεται και η απόφαση της μειοψηφίας».
Με τις Κατηγορίες 11 και 12 ο Κατηγορούμενος κατηγορείτο ότι παρέλειψε να αριθμεί και να επικυρώνει τα πρακτικά αντίστοιχα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε ότι ο Ν.86(Ι)/99 θεσπίστηκε με σκοπό τη ρύθμιση του τρόπου λειτουργίας και διοίκησης των τοπικών κοινοτήτων, διαπίστωσε ορθά ότι οι μόνες ειδικές ποινικές ρυθμίσεις εναντίον Κοινοτάρχη ή μέλους του Συμβουλίου περιέχονται στα Άρθρα 48(3) και 72 του εν λόγω Νόμου. Αφορούν την πρόβλεψη χρηματικών ποινών αφενός σε περιπτώσεις είτε παράβασης του Δεύτερου Πίνακα που αφορά την είσπραξη δικαιωμάτων για πιστοποιήσεις κ.λπ είτε έκδοσης ψευδούς πιστοποιητικού (Άρθρο 48) και αφετέρου σε περιπτώσεις παράλειψης παράδοσης εγγράφων ή πληροφοριών στον Γενικόν Ελεγκτή (Άρθρο 72).
Κρίνουμε χρήσιμη την παράθεση του Άρθρου 45 του Ν.86(Ι)/99, στο οποίο αναφέρθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος που επιβάλλεται από τον παρόντα Νόμο
45. Σε περίπτωση κατά την οποία ο κοινοτάρχης και το Συμβούλιο παραλείπουν να εκτελέσουν οποιοδήποτε επιβαλλόμενο από τον παρόντα Νόμο καθήκον ή να εφαρμόσουν οποιαδήποτε διάταξη του, ο Υπουργός δύναται να καλέσει τον κοινοτάρχη και το Συμβούλιο να εκτελέσουν μέσα σε εύλογη προθεσμία το καθήκον αυτό ή να προβούν στην εφαρμογή της διάταξης του παρόντος Νόμου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο Υπουργός έχει την εξουσία να διορίσει τον Έπαρχο αρμόδιο για την εκτέλεση ή την εφαρμογή των πιο πάνω και το Συμβούλιο επιβαρύνεται με τα αναγκαία για το σκοπό αυτό έξοδα».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Queensland Murgon Shire Council v. Maudsley (1921) St R Qd 1 όπου εξετάστηκε παρόμοια πρόνοια με αυτήν του Άρθρου 136 του Π.Κ. σε σχέση με μη συμμόρφωση με ειδοποίηση Τοπικής Αρχής από ιδιοκτήτη. Όπως κατέγραψε, σύμφωνα με το Άρθρο 154 του Αυστραλιανού Local Authorities Act 1902 - 1917, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ιδιοκτήτη με δοθείσα ειδοποίηση το Συμβούλιο είχε εξουσία το ίδιο να εισέλθει στο ακίνητο και να προβεί στην απαιτούμενη καταστροφή παρασιτικού φυτού, διεκδικώντας ακολούθως τα έξοδα από τον ιδιοκτήτη. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, ακυρώνοντας την καταδίκη και την επιβολή ποινής στον ιδιοκτήτη (που στηρίχθηκε στην ανάλογη πρόνοια του Κυπριακού Άρθρου 136 του Π.Κ.), ανέφερε ότι:
«Prima facie, where the same statute creates a new right and specifies the remedy, that remedy is exclusive…
……………..
We think it must be gathered from the section itself whether the act required or directed to be done is such that it is intended to be visited with punishment by fine. Here, consequences other than punishment by fine are specified».
Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο η πιο πάνω απόφαση εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν και στην ερμηνεία των επίδικων Νομοθετημάτων. Εν προκειμένω το Άρθρο 45 του Ν.86(Ι)/1999 προβλέπει για τη διαδικασία με την οποία αντιμετωπίζεται παράλειψη κοινοτάρχη να συμμορφωθεί με τα Άρθρα 42 και 64 του Νόμου. Η ερμηνεία που εισηγείται η Κατηγορούσα Αρχή θα οδηγούσε στην ποινική τιμωρία του Κατηγορούμενου, χωρίς να υπάρχει ρητή, συγκεκριμένη και σαφής διάταξη η οποία να ποινικοποιεί με την απαιτούμενη βεβαιότητα την επίμαχη συμπεριφορά, στη βάση ενός Νομοθετήματος, για το οποίο υφίστανται αμφιβολίες και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ποινικοποιεί την εν λόγω παράλειψη.
Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Το Άρθρο 49 του Ν.86(Ι)/1999 κατά τον ουσιώδη χρόνο προέβλεπε τα εξής:
«(1) Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να καθορίζει με την έγκριση του Υπουργού τον αριθμό των θέσεων, τα σχέδια υπηρεσίας, καθώς και τις μισθολογικές κλίμακες κάθε θέσης. Ο εγκεκριμένος αριθμός θέσεων αναγράφεται στον ετήσιο προϋπολογισμό του Συμβουλίου με την αντίστοιχη για κάθε θέση μισθολογική κλίμακα.
(2) Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς, οι οποίοι εγκρίνονται από τον Υπουργό και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τους οποίους καθορίζεται η ακολουθητέα διαδικασία για την πλήρωση των κενών θέσεων, οι γενικοί όροι υπηρεσίας των υπαλλήλων του Συμβουλίου, τα καθήκοντα τους, καθώς και η άσκηση ως προς αυτούς πειθαρχικής εξουσίας.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «θέση» σημαίνει οποιαδήποτε θέση προβλέπεται στο εδάφιο (1), αλλά δεν περιλαμβάνει εργάτες που διορίζονται από το Συμβούλιο».
Έχοντας υπόψη την εκτεταμένη μαρτυρία που τέθηκε για το ζήτημα πρόσληψης της Δ.Μ. στο Κοινοτικό Συμβούλιο Ποταμιάς, κατανοούμε ότι θέση της Κατηγορούσας Αρχής αποτελεί πως το γεγονός ότι η Δ.Μ. εκτελούσε καθήκοντα γραμματέως ενώ είχε προσληφθεί ως ωρομίσθια υπάλληλος συνιστά παράβαση του Άρθρου 49 η οποία ποινικοποιείται από το Άρθρο 136 του Π.Κ.
Η εισήγηση στερείται ερείσματος. Όπως και το Πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε, το Άρθρο 49 αναφέρεται σε εξουσία του Συμβουλίου και όχι σε επιβαλλόμενο καθήκον. Κατ’ επέκταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στα όσα ποινικοποιεί το Άρθρο 136 του Π.Κ. που αφορά σε «Ανυπακοή σε διατάξεις νόμων που επιβάλλουν καθήκον».
Ούτε ο Λόγος Έφεσης 3 μπορεί να πετύχει.
Στρεφόμαστε στο Άρθρο 84 του Ν.12(Ι)/2006, το οποίο προβλέπει τους τρόπους και τη διαδικασία ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ανάλογα με το οικονομικό ύψος εκάστης. Με τις Κατηγορίες 14 έως 37, 40 και 41 ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι ανέθεσε εργασίες σε τρίτα πρόσωπα χωρίς να τηρήσει την προβλεπόμενη διαδικασία και ότι έκανε κατάτμηση των έργων προκειμένου να παρακαμφθεί η διαδικασία των προσφορών. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Γενικό Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι «…η μη ποινικοποίηση της μη προκήρυξης προσφορών με βάση το Νόμο 12(Ι)/2006, δεν επηρεάζει την απόδειξη της κατηγορίας της ανυπακοής, εξαιτίας της εσκεμμένης ανυπακοής σε νόμο, της εξουσίας του, που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος…».
Η εισήγηση βρίσκεται σε σύγκρουση με τις αρχές, που παρατίθενται πιο πάνω, για τους κανόνες ερμηνείας ποινικών νομοθετημάτων.
Επί του προκειμένου μας βρίσκει σύμφωνους η Πρωτόδικη Απόφαση από την οποία και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Αναφορικά με τη μη τήρηση των προνοιών του άρθρου 84(1) του Ν.12(Ι)/2006, δεν διαφαίνεται η ύπαρξη πρόθεσης του νομοθέτη για τη δημιουργία ποινικής ευθύνης λόγω μη συμμόρφωσης. Δεν τίθεται θέμα ανυπακοής εν τη εννοία του άρθρου 136 ΠΚ. Αντίθετα, στην εν λόγω πρόνοια χρησιμοποιείται η λέξη δύναται. Αφορά ρύθμιση άσκησης εξουσίας (και κατ’ επέκταση διακριτικής ευχέρειας) και όχι επιβαλλόμενο καθήκον. Η απαγόρευση κατάτμησης (άρθρο 84(2)) θέτει περιορισμό στον τρόπο άσκησης εξουσίας, δεν επιβάλλει όμως καθήκον τέλεσης συγκεκριμένης πράξης. Αν υπήρχε πρόθεση τιμωρίας για τέτοιο ζήτημα τότε ο νομοθέτης όφειλε να συμπεριλάβει ειδικά σαφή και ρητή πρόνοια και τιμωρία (βλ. Ευαγγέλου, ανωτέρω). Διαφοροποιούνται οι περιπτώσεις όπου πρόσωπο εμπλέκεται σε δεκασμό, κατάχρηση θέσεως ή δωροληψίας. Αυτά αποτελούν ξεχωριστά αδικήματα που δεν σχετίζονται με την υπακοή ή την ανυπακοή σε νομοθετική ρύθμιση».
Ακολουθεί πως η Έφεση 68/22 δεν μπορεί να πετύχει.
Ποινική Έφεση 213/22
Με την τελική Απόφαση ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 92 έως 101 και 103 έως 111 που αφορούν όλες σε Κατάχρηση Εξουσίας ενώ αθωώθηκε στις λοιπές Κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Με τρεις Λόγους Έφεσης προσβάλλει την καταδίκη αυτή. Όλοι οι λόγοι άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και των ευρημάτων που έγιναν συνεπεία αυτής.
Σημειώνουμε την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν. Φυσέντζου, Πολ. Έφ. 354/14, ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. 26/2021, ημερ. 28.2.2024:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300)».
Οι προαναφερόμενες Κατηγορίες αφορούσαν στην έκδοση επιταγών από τα Λατομεία Λατούρος Λτδ και την Ελμένι Λατομεία Λτδ (εφεξής οι «Εταιρείες»). Η έκδοση και υπογραφή των επιταγών δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε και διαφαίνεται να αμφισβητείτο το ότι οι επιταγές παραδόθηκαν από τις πιο πάνω Εταιρείες στον Κατηγορούμενο, αμφισβητήθηκε όμως το κατά πόσο τού δόθηκαν υπό την προσωπική του ιδιότητα ή υπό την ιδιότητα του ως Κοινοτάρχη Ποταμιάς.
Οι Μ.Κ.18 και 19 ήταν σαφείς στη θέση ότι τις επιταγές τις έδιδαν για κοινωφελείς σκοπούς και όχι για κομματικούς λόγους ή για χρήση από τον Κατηγορούμενο προσωπικά. Ο Μ.Κ.19 ξεκαθάρισε ότι ένεκα του ότι οι Εταιρείες δεν γνώριζαν ποιοι κάτοικοι της κοινότητας είχαν ανάγκη, αποφάσισαν να δίδουν τις επιταγές στον Κατηγορούμενο υπό την ιδιότητα του ως Κοινοτάρχη (και όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα) ώστε ακολούθως να δίνει τα χρήματα σε άπορες οικογένειες, αφού γνώριζε καλύτερα ποια άτομα αντιμετώπιζαν προβλήματα. Την ίδια θέση εξέφρασε και ο Μ.Κ.18.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Κατηγορούμενο ότι από τη μαρτυρία του Μ.Κ.19 προκύπτει ότι τα χρήματα δίδονταν στον Κατηγορούμενο για να τα διανέμει στην Κοινότητα Ποταμιάς «…όχι υπό την ιδιότητα του ως Κοινοτάρχη και Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Ποταμιάς, αλλά επειδή ήταν Κοινοτάρχης της κοινότητας Ποταμιάς και γνώριζε καλύτερα ποιοι από την κοινότητα είχαν οικονομικές ανάγκες για να διανέμονται τα χρήματα σε αυτούς». Στην κατάθεση του Μ.Κ.18 Τεκμήριο 365 αναφέρεται ρητά ότι «Την επιταγή τη δίναμε στο Παναγιώτη Γιατρού, ως κοινοτάρχη…».
Θεωρούμε ότι η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα χρήματα δίδονταν στον Κατηγορούμενο ως πρόσωπο εμπιστοσύνης, ως εκ της θέσεως του, δηλαδή ως προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου και όχι απλώς ως προσώπου εμπιστοσύνης που γνώριζε τα κοινά, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, όπως επιτρεπτή ήταν και η κατάληξη ότι εάν ο Κατηγορούμενος δεν ήταν Κοινοτάρχης Ποταμιάς δεν θα λάμβανε τα χρήματα που έδιδαν οι Εταιρείες για κοινωφελείς σκοπούς.
Συνεπώς, τόσο κατά τη λήψη όσο και κατά τον περαιτέρω χειρισμό των ποσών των επιταγών ο Κατηγορούμενος ενεργούσε υπό την ιδιότητα του ως δημόσιος λειτουργός, όπως ο όρος αυτός καθορίζεται στο Άρθρο 4 του Π.Κ.
Κατ’ επέκταση οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 δεν μπορούν να πετύχουν.
Με τον Λόγο Έφεσης 3 ο Κατηγορούμενος προσβάλλει το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επιταγές που δίδονταν από τις Εταιρείες στο όνομα της ΠΕΟ Ποταμιάς καθίσταντο στην ουσία χρήματα του Κατηγορούμενου για δική του ωφέλεια. Στην αιτιολογία προβάλλεται πως η ΠΕΟ ήταν αυθύπαρκτη νομική οντότητα και ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που λάμβαναν βοήθεια από τις Εταιρείες. Τη θέση του στήριξε στο περιεχόμενο της κατάθεσης Τεκμήριο 449 (και όχι 419 που κατέγραψε εκ λάθους) καθώς και στη μαρτυρία των Μ.Κ.12 και Μ.Κ.33.
Μελέτη, όμως, της κατάθεσης Τεκμήριο 449 δεν υποστηρίζει τη θέση που καταγράφει στο διάγραμμα του ο συνήγορος για τον Κατηγορούμενο, δηλαδή ότι από την εν λόγω κατάθεση προκύπτουν τα όσα αναφέρονται στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης. Αντιθέτως ο Μ.Κ.12 ανέφερε ότι από το 1995 περίπου ο θεσμός με τα παραρτήματα της ΠΕΟ στα χωριά έχει σταματήσει και πουθενά πλέον δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα και εγκεκριμένα παραρτήματα της ΠΕΟ που να λειτουργούν σαν γραφεία, τα δε γραφεία των χωριών είναι πλήρως αδρανοποιημένα και η ΠΕΟ δεν έχει εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε πρόσωπο να ενεργεί εκ μέρους της σε οποιαδήποτε κοινότητα. Τα πιο πάνω ίσχυαν και για την Ποταμιά, ενώ αναφέρει ότι ο μόνος εγγεγραμμένος σύλλογος στην Ποταμιά λειτουργεί πλέον ως καφενείο. Ούτε το Καταστατικό της ΠΕΟ επιτρέπει το άνοιγμα λογαριασμού σε οποιοδήποτε πρόσωπο πλην των αξιωματούχων της ΠΕΟ, η δε ΠΕΟ δεν είχε γνώση για τον τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα της ΠΕΟ Ποταμιάς. Η Μ.Κ.33 με την κατάθεση της Τεκμήριο 386 παρέδωσε απλώς έγγραφα που κατέχονταν στην περιφερειακή ΣΠΕ Λευκωσίας και πουθενά δεν αναφέρει αυτά τα οποία εισηγείται η πλευρά του Κατηγορούμενου.
Έχοντας διεξέλθει όλη την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατάληξη μας αποτελεί ότι δικαιολογείτο το εύρημα του ότι η ΠΕΟ Ποταμιάς ήταν αρχικά παράρτημα με σκοπό την υποβοήθηση μελών της συντεχνίας ΠΕΟ στην Ποταμιά αλλά στην πορεία παρέμεινε ως τοπικός σύλλογος χωρίς οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα σε σχέση με την ΠΕΟ. Στην ενώπιον του μαρτυρία επίσης βρίσκει έρεισμα και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για μη συγκροτημένο σώμα νομικά ανύπαρκτο και λειτουργούσε χωρίς συγκεκριμένους κανόνες ή καταστατικό και χωρίς να τυγχάνει οποιουδήποτε οικονομικού ελέγχου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με περισσή λεπτομέρεια τις καταθέσεις επιταγών που έγιναν στον λογαριασμό της ΠΕΟ Ποταμιάς, την εξαργύρωση αριθμού εξ αυτών σε μετρητά από τον Κατηγορούμενο, αλλά και την υπογραφή από αυτόν αριθμού επιταγών που εξεδόθησαν από τον προαναφερόμενο λογαριασμό για σκοπούς προσωπικούς των Κατηγορουμένων. Με παραπομπή σε Τεκμήρια κατέληξε ότι τα χρήματα από τις επιταγές (Τεκμήρια 4, 5, 8, 13, 20, 21, 35, 37, 38, 44, 45, 46, 47, 78, 79 και 80) που έδωσαν οι Εταιρείες για κοινωφελείς σκοπούς, είτε εξαργυρώθηκαν σε μετρητά από τον Κατηγορούμενο, είτε χρησιμοποιήθηκαν για πληρωμή προσωπικών του εξόδων, ενίοτε μέσω κατάθεσης τους στην ΠΕΟ και μεταγενέστερης ανάληψης ποσών ή έκδοσης επιταγών από τον λογαριασμό αυτής. Τέτοιες περιπτώσεις προκύπτουν από τις πιο κάτω επιταγές με δικαιούχο την ΠΕΟ Ποταμιάς, οι οποίες κατατέθηκαν στον λογαριασμό της ΠΕΟ Ποταμιάς και ακολούθως εξεδόθησαν επιταγές υπογραμμένες και από τον Κατηγορούμενο από τον ίδιο λογαριασμό που χρησιμοποιήθηκαν ως ακολούθως:
- Επιταγή Τεκμήριο 14 ημερ. 11.12.2007 και η μετέπειτα έκδοση επιταγών για πληρωμή ασφαλιστικού συμβολαίου για το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου (Τεκμήριο 83.2), λογαριασμού τηλεφώνου του (Τεκμήριο 83.3).
- Επιταγή Τεκμήριο 13 ημερ. 3.12.2008 και η μετέπειτα ανάληψη μετρητών από τον Κατηγορούμενο στις 5.12.2008, η κατάθεση επιταγής στον προσωπικό του λογαριασμό (Τεκμήριο 73) και η κατάθεση μετρητών στον προσωπικό του λογαριασμό στις 16.12.2008.
- Επιταγή Τεκμήριο 37 ημερ. 16.4.2009 και η μετέπειτα ανάληψη μετρητών από τον Κατηγορούμενο στις 22.4.2009 με κατάθεση αντίστοιχου ποσού σε μετρητά στον προσωπικό του λογαριασμό στις 30.4.2009.
- Επιταγή Τεκμήριο 45 ημερ. 12.4.2010 και η εξαργύρωση μέρους της σε μετρητά από τον Κατηγορούμενο.
- Επιταγή Τεκμήριο 4 ημερ. 16.12.2010 και η ανάληψη μετρητών από τον Κατηγορούμενο με κατάθεση ποσού μετρητών στον προσωπικό του λογαριασμό στις 17.12.2010.
- Επιταγή Τεκμήριο 80 ημερ. 16.11.2011 και η εξαργύρωση της σε μετρητά από τον Κατηγορούμενο με κατάθεση ποσού σε μετρητά στον προσωπικό του λογαριασμό στις 15.12.2011.
- Επιταγή Τεκμήριο 78 ημερ. 17.6.2013 η οποία κατατέθηκε στον λογαριασμό της ΠΕΟ στις 17.6.2013, έγινε ανάληψη μετρητών από τον Κατηγορούμενο στις 26.6.2013 και κατάθεση ποσού σε μετρητά στον προσωπικό του λογαριασμό την ίδια μέρα.
- Επιταγή Τεκμήριο 79 ημερ. 22.12.2014 η οποία κατατέθηκε στον λογαριασμό της ΠΕΟ στις 24.12.2014 και ακολούθως έγινε ανάληψη μετρητών από τον Κατηγορούμενο στις 7.1.2015.
Με δεδομένα τα πιο πάνω έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να δικαιολογεί επέμβαση μας στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος και άλλο πρόσωπο διαχειρίζονταν τον τραπεζικό λογαριασμό της ΠΕΟ «ωσάν να ήταν προσωπικός τους λογαριασμός. Ότι δηλαδή χρησιμοποιούσαν τα χρήματα ωσάν να ήταν δικά τους».
Συνεπώς ούτε και ο Λόγος Έφεσης 3 μπορεί να πετύχει.
Οι Εφέσεις 68/22 και 213/22 κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο