
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 77/2021)
30 Απριλίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΑΡΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΊΑΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Ε. Λοιζῒδου (κα), για Α.Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.
Μ. Κυπριανού (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εφεξής «η ΕΕΥ») διόρισε την Εφεσείουσα ως καθηγήτρια, τοποθετώντας την στο κατεχόμενο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Ο διορισμός, ο οποίος γινόταν με διαδοχικές πράξεις της ΕΕΥ ημερ. 19.3.2015 και εντεύθεν (έκαστη αφορούσα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα διορισμού), γινόταν επί συμβάσει και στη βάση του Άρθρου 28Ε των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 10 του 1969»). Το εν λόγω Άρθρο 28Ε προβλέπει τον κατά προτεραιότητα -επί ειδική συμβάσει- διορισμό, σε σχολείο των κατεχόμενων, προσώπων που (μεταξύ άλλων) είναι υποψήφια για διορισμό στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία με βάση τους πίνακες διοριστέων και έχουν συγκεκριμένου τύπου συγγένεια με εγκλωβισμένο (στην οποία κατηγορία προσώπων αμφότεροι οι διάδικοι συμφωνούν ότι εντασσόταν η Εφεσείουσα). Οι πλείστες πράξεις διορισμού (και ειδικά οι τρεις τελευταίες, συμπεριλαμβανομένης και της εδώ επίδικης -τερματισθείσας- τελευταίας) ρητά διασαφήνιζαν ότι η ανακύψασα απασχόληση είναι προσωρινή και δεν παρέχει δικαίωμα για μόνιμο διορισμό βάσει του Νόμου 10 του 1969.
Με επιστολή της ημερ. 8.10.2018, η ΕΕΥ ενημέρωσε την Εφεσείουσα πως, επειδή συμπλήρωσε την απαιτούμενη τριαντάμηνη απασχόληση ως καθηγήτρια φιλολογικών, η ισχύουσα σύμβαση απασχόλησής της κατέστη αορίστου χρόνου από 1.9.2018 στη βάση των περί Εργοδοτούμενων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 98(Ι) του 2003»).
Εντούτοις, το Υπουργείο Εξωτερικών, με διαδοχικές του επιστολές ημερ. 25.9.2018 και 25.10.2018 αντίστοιχα, ενημέρωσε την ΕΕΥ πως το κατοχικό καθεστώς δεν επέτρεπε στην Εφεσείουσα να συνεχίσει να διδάσκει στο Ριζοκάρπασο.
Σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά, η ΕΕΥ επιλήφθηκε του θέματος κατά τη συνεδρία της ημερ. 26.11.2018. Σημείωσε (μεταξύ άλλων) ότι (βάσει γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας) ο διορισμός εκπαιδευτικών στα κατεχόμενα δεν τους δίνει δικαίωμα να υπηρετήσουν με το ίδιο καθεστώς σε σχολείο στις ελεύθερες περιοχές. Εν συνεχεία, αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης της Εφεσείουσας κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 9 των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 24 του 1967») εξαιτίας της άρνησης του κατοχικού καθεστώτος να επιτρέψει τη συνέχεια αυτής της απασχόλησης. Επίσης, η ΕΕΥ αποφάσισε τη δέουσα αποζημίωση της Εφεσείουσας, σημειώνοντας τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι δεν ήταν δυνατή η απόσπασή της σε άλλη διεύθυνση ή υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Η Εφεσείουσα ενημερώθηκε συναφώς με την επιστολή ημερ. 5.12.2018 η οποία διευκρίνιζε ότι ο διορισμός εκπαιδευτικού σε κατεχόμενο σχολείο δεν του δίνει δικαίωμα να υπηρετήσει με το ίδιο καθεστώς σε σχολείο στις ελεύθερες περιοχές και ότι οι διορισμοί με σύμβαση σε σχολεία των ελεύθερων περιοχών γίνονται με βάση το Άρθρο 32 του Νόμου 10 του 1969 και όχι με βάση την ειδική διάταξη του Άρθρου 28Ε του ίδιου Νόμου βάσει της οποίας η Εφεσείουσα είχε διοριστεί στο κατεχόμενο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου.
Η Εφεσείουσα προσέβαλε την επιστολή ημερ. 5.12.2018 διά της Προσφυγής Αρ. 177/2019 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτη, με το σκεπτικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, που συνιστά προϋπόθεση για το παραδεκτό προσφυγής καταχωρούμενης βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Συγκεκριμένα -κατά την πρωτόδικη κρίση- η προσβαλλόμενη απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου υπό το φως της δεσμευτικής περί του θέματος νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Αυτό, διότι ο διορισμός της Εφεσείουσας έγινε δυνάμει του Άρθρου 28Ε του Νόμου 10 του 1969 στη βάση αλλεπάλληλων συμβάσεων ορισμένης διάρκειας, ωσότου κατέστη εργοδοτούμενη αορίστου διάρκειας διά του Άρθρου 7 του Νόμου 98(Ι) του 2003.
Ένεκα των άνωθεν χαρακτηριστικών του εργασιακού καθεστώτος της Εφεσείουσας, αυτό διεπόταν -κατά την πρωτόδικη κρίση- από το ιδιωτικό δίκαιο σύμφωνα με τη νομολογία (Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49), με αποτέλεσμα αρμόδιο Δικαστήριο να είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, και όχι το Διοικητικό Δικαστήριο, για την εκδίκαση υπόθεσης που αφορά αυτό το καθεστώς, περιλαμβανομένης υπόθεσης (όπως η επίδικη) αφορούσας τον τερματισμό της εργασιακής σχέσης.
Με την παρούσα έφεση, η Εφεσείουσα βάλλει κατά της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ως εσφαλμένης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσής της, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διέπεται από το δημόσιο δίκαιο και, συνεπώς, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, διότι-
(α) κρίθηκε προσοντούχος κατά το δημόσιο δίκαιο (το Νόμο 10 του 1969) από την ΕΕΥ με εκτελεστή πράξη και συμπεριλήφθηκε σε πίνακα διοιριστέων που διαμόρφωσε υπέρ της το συγκεκριμένο δημόσιο δικαίωμα που επέτρεπε διορισμό στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία·
(β) η υπηρεσία της δεν οφείλεται σε σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αλλά σε άσκηση του imperium της ΕΕΥ με βάση τις σχετικές εξουσίες και προϋποθέσεις των Άρθρων 27 και 32, σε συνδυασμό με την ειδική διάταξη του Άρθρου 28Ε, του Νόμου 10 του 1969·
(γ) ο διορισμός σε προσωρινή υπηρεσία προσμετρά ως πράξη εκτελεστή κατά τον Νόμο (Άρθρο 27 του Νόμου 10 του 1969), προάγουσα δημόσιο σκοπό·
(δ) η διαδικασία διορισμού, κατά το Άρθρο 28Ε του Νόμου 10 του 1969, είναι ισότιμη με τη διαδικασία διορισμού του μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού και ουδεμία σχέση έχει με διαδικασία πρόσληψης έκτακτου προσωπικού την οποία αφορούσε η Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, οπότε επί των επίδικων γεγονότων έχει εφαρμογή η Paschalidou ν. Republic (1969) 3 CLR 297) αντί της Αβραάμ και
(ε) ως εκ των ανωτέρω, αρμόδιο Δικαστήριο προς απόδοση θεραπείας, σε σχέση με τον τερματισμό της απασχόλησης της Εφεσείουσας διά της προσβαλλόμενης απόφασης, έχει το Διοικητικό Δικαστήριο και όχι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Επίσης, η Εφεσείουσα αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο διότι εσφαλμένα έκρινε ότι ήταν δυνατός ο τερματισμός του διορισμού επειδή το ζήτησε το παράνομο κατοχικό καθεστώς και χωρίς να εξευρεθεί από την ΕΕΥ άλλη εργασία για την Εφεσείουσα, παραγνωρίζοντας την τέταρτη επιφύλαξη του Άρθρου 28Ε του Νόμου 10 του 1969 που επέτρεπε στην ΕΕΥ να αποσπάσει την Εφεσείουσα (εν είδει προβλεπόμενου υπέρ του υπηρετούντος δικαίωμα) σε άλλη υπηρεσία στις ελεύθερες περιοχές ή να την εντάξει σε υπηρεσία οικείου Υπουργείου ή άλλου Υπουργείου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Καταρχάς, είναι αβάσιμη η θέση της Εφεσείουσας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε δικαιολογημένο τον τερματισμό της αορίστου διαρκείας απασχόλησής της διά της προσβαλλόμενης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στο να κρίνει πως το αντικείμενο της Προσφυγής εκφεύγει της δικαιοδοσίας του, χωρίς να εκφέρει κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης.
Ούτε και υφίσταται «τέταρτη επιφύλαξη» του Άρθρου 28Ε του Νόμου 10 του 1969, ως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, που να προβλέπει «δημόσιο προβλεπόμενο υπέρ του υπηρετούντος δικαίωμα απόσπασης».
Όσον αφορά την ένταξη ή μη της προσβαλλόμενης απόφασης στο δημόσιο δίκαιο:
Η απασχόληση της Εφεσείουσας, η οποία τερματίστηκε διά της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν αορίστου χρόνου και κατέστη τέτοια διά της ρύθμισης του Άρθρου 7(1)(α) του Νόμου 98(Ι) του 2003 που προβλέπει τη μετατροπή σύμβασης σε αορίστου διαρκείας όταν ο εργοδοτούμενος απασχολήθηκε επί συμβάσει για συνολική περίοδο τριάντα μηνών, εκτός αν ο εργοδότης αντιπροτάξει αντικειμενικούς λόγους περί του αντιθέτου. Το δε Άρθρο 10 του Νόμου 98(Ι) του 2003 ορίζει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ως το αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω Νόμου.
Επίσης, η ΕΕΥ αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης της Εφεσείουσας κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 9 του Νόμου 24 του 1967. Το δε εδάφιο (1) του Άρθρου 30 του Νόμου 24 του 1967 προβλέπει-τηρουμένων των προβλεπόμενων στο εδάφιο (2) του ίδιου Άρθρου που δεν αφορούν την ενώπιόν μας υπόθεση- ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κέκτηται αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί άπασας εργατικής διαφοράς αναφυόμενης συνεπεία της εφαρμογής του εν λόγω Νόμου ή/και κανονισμών εκδιδόμενων δυνάμει αυτού.
Συνάγεται ότι -κατά τις οικείες νομοθετικές διατάξεις- ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο επίδικος τερματισμός απασχόλησης δεν ενέπιπτε στη δίκη του δικαιοδοσία.
Έτι σημαντικότερο είναι ότι η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης επιβεβαιώνεται και από τη νομολογία, η οποία συνιστά πηγή δικαίου λόγω της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, η οποία συνιστά σημαντικό πυλώνα της κυπριακής δικαιοταξίας (Αναφορικά με την Αίτηση Αρ. 10/2023 αφορούσα την απόφαση Εφετείου επί της Έφεσης κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 58/2019, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ημερ. 19.3.2024· Aναφορικά με την Αίτηση Αρ. 2/2024 αφορούσα την απόφαση Εφετείου επί της Έφεσης κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2019, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 18.4.2024· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 13/2019 NEW FRONTIER INVESTMENTS INC κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου απόφαση ημερ. 20.2.2025).
Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά βασίστηκε στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, η οποία συνιστά απόφαση Πλήρους Ολομέλειας του (τότε) Ανωτάτου Δικαστηρίου και η οποία, συνεπώς, έχει την ύψιστη δεσμευτικότητα ως ημεδαπό δικαστικό προηγούμενο, καίτοι η Πλήρης Ολομέλεια την αποφάσισε σε πρώτο βαθμό (NEW FRONTIER INVESTMENTS INC. κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., ανωτέρω). Συγκεκριμένα, στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, η οποία αφορούσε τον τερματισμό της απασχόλησης έκτακτης συμβασιούχου στο Δημόσιο, η οποία είχε καταστεί συμβασιούχος αορίστου χρόνου, κρίθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης συμβασιούχου -ακόμα και αορίστου διαρκείας- που υπηρετεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, συνιστά διαφορά αστικής φύσης για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι -κατά το Άρθρο 10 του Νόμου 98(Ι) του 2003, το οποίο είναι συμβατό με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ[1] την οποία ο Νόμος 98(Ι) του 2003 ενσωματώνει- το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Κατά προέκταση, τέτοιος τερματισμός ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ως τέτοια εκπίπτει από τη δικαιοδοσία του αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστηρίου.
Η Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω υιοθετήθηκε στη Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 211, όπου επαναλήφθηκε ότι η απόλυση έκτακτου συμβασιούχου στον δημόσιο τομέα, όπως και η φύση της εργοδότησής του, ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ώστε να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, όπως ακριβώς ισχύει για την αφετηρία και εξέλιξη της όλης εργασιακής σχέσης.
Στη Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Σοφοκλέους (2016) 1 Α.Α.Δ. 105, το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε τη φιλοσοφία της Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω και της Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, επισημαίνοντας ότι έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ύπαρξης σύμβασης ανεξάρτητα αν, για σκοπούς εφαρμογής της προστασίας την οποία παρέχει ο Νόμος 98(Ι) του 2003, χαρακτηρίζεται ως αορίστου ή καθορισμένου χρόνου. Είναι η σύμβαση που δίνει στην εργασιακή σχέση τον προσωρινό χαρακτήρα της, απομακρύνοντάς την από το χώρο του δημόσιου δικαίου. Ακόμα και όταν ο εργοδότης είναι το Δημόσιο, η σύμβαση είναι αστικής φύσης -υπό την έννοια ότι η Διοίκηση δεν μετέχει σ’ αυτή με υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου- και διαφοροποιείται από τα των δημόσιων υπαλλήλων, οι οποίοι διορίζονται μέσω, άλλου, αυστηρού, θεσμικού πλαισίου και στο πλαίσιο άσκησης διοικητικής λειτουργίας. Κατά τα νομολογηθέντα στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, ο τερματισμός απασχόλησης έκτακτου συμβασιούχου στο δημόσιο τομέα ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, ώστε να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, με την έμφαση να δίνεται στη σύμβαση ως τη βάση της εργασιακής σχέσης, παρά στον προσδιορισμό του συμβασιούχου ως «έκτακτου».
Στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 26/2016 Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 4.4.2023, το Ανώτατο Δικαστήριο βασίστηκε και πάλι στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω και στη Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, για να αποφανθεί ότι ο τερματισμός απασχόλησης έκτακτων συμβασιούχων στο Δημόσιο ανάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο, παρότι προσλήφθηκαν με βάση διαδικασία ετοιμασίας καταλόγου υποψηφίων την οποία προέβλεπε συγκεκριμένος νόμος.
Στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 115/2015 Χρυσικού ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 20.6.2023, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την ίδια προσέγγιση, κρίνοντας ότι ο τερματισμός της απασχόλησης συμβασιούχου εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο και όχι στο δημόσιο δίκαιο, εκπίπτοντας έτσι της δικαιοδοσίας του αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστηρίου, ασχέτως αν η πρόσληψη του συμβασιούχου διεπόταν και έγινε δυνάμει συγκεκριμένου νόμου. Εξαρχής η εργοδότηση του συμβασιούχου βασίστηκε σε ιδιωτικού δικαίου κριτήρια εξ ου και η κατάρτιση σύμβασης.
Στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 34/2020 Δημοκρατία ν. Γεωργίου, απόφαση ημερ. 24.1.2025, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επικαλέστηκε την Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, επικυρώνοντας έτσι το σκεπτικό της, σημειώνοντας πως ο τερματισμός απασχόλησης έκτακτης συμβασιούχου αορίστου διαρκείας ενέπιπτε στο ιδιωτικό και όχι στο δημόσιο δίκαιο.
Στη δε πρόσφατη Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 118/2020 Γεωργούδη ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 25.2.2025, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε -βασιζόμενο στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω και στην επακόλουθη αυτής νομολογία- ότι η θέση σε διαθεσιμότητα συμβασιούχου αορίστου χρόνου, παρότι προσλήφθηκε επί συμβάσει δυνάμει νόμου, ήτοι δυνάμει του Άρθρου 9(2) του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτούμενων Ορισμένου Χρόνου Νόμου 70(Ι) του 2016, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, επισημαίνοντας ότι θα ήταν αντινομικό η αφετερία και εξέλιξη της εργασιακής σχέσης να είναι ιδιωτικού δικαίου και με τη διαθεσιμότητα να μεταβάλλεται σε δημόσιου δικαίου.
Τα ανωτέρω καταδεικνύουν τη σταθερή προσέγγιση της δεσμευτικής ημεδαπής νομολογίας κατά την οποία η εργασιακή σχέση συμβασιούχου στο Δημόσιο, ακόμα και αν αυτή κατέστη αορίστου χρόνου και ανεξαρτήτως του προσδιορισμού του ως έκτακτου ή μη, διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο και, συνεπώς, δεν εμπίπτει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία (του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εν προκειμένω). Αυτό ισχύει και για τον τερματισμό αυτής της εργασιακής σχέσης.
Στις άνω δικαστικές υποθέσεις που ακολούθησαν την Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο (και, εν συνεχεία, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο) κλήθηκε ενίοτε να διαφοροποιηθεί από την Αβραάμ αλλά δεν το έπραξε, προφανώς σεβόμενο την αρχή της δεσμευτικότητας. Ως ενδεικτικά ειπώθηκε στη Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω:
«Και στην Αβραάμ - όπως εν προκειμένω - ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε πως με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του διοικητικού οργάνου με την οποία τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της εφεσείουσας, θέμα που ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και άρα παραμένει κινούμενο εντός της εμβέλειας του αρθ.146 του Συντάγματος.
Το ίδιο ζήτημα - με όλο το σεβασμό - εγείρεται και εδώ, αφού εκείνο που στην ουσία προσβάλλεται είναι η απόφαση των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την υπηρεσία του εφεσείοντα, στη βάση ανάρμοστης συμπεριφοράς αφού έτσι κρίθηκε με βάση τον πιο πάνω σχετικό νόμο.
Παρά την προσπάθεια που καταβάλαμε και τη μελέτη των επιχειρημάτων και των υποθέσεων στις οποίες ο κ. Αγγελίδης μας παρέπεμψε, δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε περιθώριο διαφοροποίησης με την Αβραάμ. Ακριβώς στην Αβραάμ, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πλήρη ολομέλεια, αφού άκουσε παρεμφερή επιχειρήματα, χαρακτήρισε την τέτοια εργοδότηση και τον τερματισμό της, ως πράξη αναγόμενη στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου.»
Για να μας πείσει περί του αντιθέτου, η Εφεσείουσα αντιτάσσει την Paschalidou ν. Republic (1969) 3 CLR 297, η οποία σχολιάστηκε πρόσφατα στη Δημοκρατία ν. Γεωργίου ανωτέρω. Κρίνουμε ότι η εν λόγω απόφαση (Paschalidou) δεν μπορεί να υπερκεράσει την Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω, όχι μόνο διότι η τελευταία συνιστά νεότερη νομολογία (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.490· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 44/2020 Δημοκρατία ν. Μακρή-Ονουφρίου, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 19.2.2025) αλλά και ειδικότερη, αφού αφορά τον τερματισμό της απασχόλησης συμβασιούχου αορίστου διαρκείας, ως το ενώπιόν μας επίδικο θέμα.
Περαιτέρω, ενώ με το περίγραμμά της η Εφεσείουσα τοποθετήθηκε πως η Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω διακρίνεται από τα ενώπιόν μας επίδικα γεγονότα, κατά την ενώπιόν μας ακρόαση μας κάλεσε, μέσω της ευπαίδευτης συνήγορού της, να αποστούμε από αυτή διότι συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ την οποία ο Νόμος 98(Ι) του 2003 ενσωματώνει και δη της Ρήτρας 8.3 της Συμφωνίας-Πλαισίου την οποία η Οδηγία υλοποιεί.
Με κάθε σεβασμό, αδυνατούμε να υιοθετήσουμε τις άνωθεν εισηγήσεις.
Η μεν Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω εφαρμόζεται επακριβώς επί των επίδικων γεγονότων, καταδεικνύοντας ότι ο τερματισμός απασχόλησης συμβασιούχου αορίστου διαρκείας ανάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο και εμπίπτει έτσι στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Η απόκλισή μας από το δικαστικό προηγούμενο της Αβραάμ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω ως εσφαλμένο δεν έχει δικογραφηθεί ειδικά (ως απαιτεί η νομολογία: MOLIVO LTD κ.ά. v. HUDAVERDI κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 278) και δεν δύναται, συνεπώς, να εξετασθεί. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν είχε δεόντως δικογραφηθεί, δεν αντιλαμβανόμαστε πως ο εκ της ημεδαπής νομοθεσίας και νομολογίας προσδιορισμός του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (ως του δικαστικού forum για εκδίκαση της νομιμότητας του επίδικου τερματισμού της απασχόλησης) αντιβαίνει την Ρήτρα 8.3 της Συμφωνίας Πλαισίου την οποία η Οδηγία 1999/70/ΕΚ υλοποιεί, η οποία Ρήτρα δεν επιτρέπει την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων, ένεκα της εφαρμογής της εν λόγω Συμφωνίας.
H Eφεσείουσα μας παρέπεμψε και στην απόφαση ημερ. 8.9.2011 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το ΔΕΕ») στην Υπόθεση C-177/10 Santana που αφορά την ερμηνεία της Ρήτρας 4 της Συμφωνίας Πλαισίου, η οποία Ρήτρα απαιτεί τη μη δυσμενή αντιμετώπιση, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζομένων αορίστου χρόνου (ως αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων ορίζονται στη Ρήτρα 3 της Συμφωνίας Πλαισίου), εκτός αν αυτό δικαιολογείται για αντικειμενικούς λόγους.
Εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε ότι η Ρήτρα 4 και η ερμηνεύουσα αυτήν νομολογία του ΔΕΕ δεν αφορά τον εκ της Δημοκρατίας (ως κράτους μέλους) προσδιορισμό του αρμόδιου εθνικού Δικαστηρίου, ώστε να θεωρηθεί ότι ο τερματισμός της απασχόλησης συμβασιούχου στο Δημόσιο θα έπρεπε να εκδικάζεται από το περί αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο (σε πρώτο στάδιο, αφού εν συνεχεία το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος παραπέμπει σε πολιτικό Δικαστήριο για την διεκδίκηση αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας), επειδή αυτό ισχύει για τον τερματισμό της υπηρεσίας μόνιμου δημόσιου υπαλλήλου.
Η από πλευράς κράτους μέλους προσδιορισμός εθνικού Δικαστηρίου για εκδίκαση θέματος το οποίο διέπεται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζεται όχι από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, αλλά από το Άρθρο 19.1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (απόφαση ημερ. 14.9.2017 ΔΕΕ στην Υπόθεση C-628/15 The Trustees of BT Pension Scheme, σκέψη 47).
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή ως δικονομικά απαράδεκτη, λόγω του ότι βάλλει κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Η αποτυχία του πρώτου λόγου έφεσης οδηγεί άνευ ετέρου σε αποτυχία και τον δεύτερο λόγο έφεσης, κατά τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή χωρίς να την εξετάσει επί της ουσίας της. Το δικονομικά απαράδεκτο της Προσφυγής σημαίνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε τη δικαιοδοσία να εξετάσει την Προσφυγή επί της ουσίας της (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/2016 Τσιήσσιου ν. Δήμου Παραλιμνίου, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου απόφαση ημερ. 3.10.2023).
Ως έπραξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν παραγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες της επίδικης υπόθεσης, ως ευθέως συναρτώμενης με το εθνικό μας πρόβλημα, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πηγάζει ή/και συνδέεται άμεσα με την αδικαιολόγητη στάση του παράνομου κατοχικού καθεστώτος να μην αποδέχεται τη συνέχιση της απασχόλησης της Εφεσείουσας στο κατεχόμενο γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου.
Εντούτοις, υπό το φως της δεσμευτικής νομολογίας, η έκβαση της έφεσης δεν μπορεί να είναι επιτυχής.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση απορρίπτεται.
Δεν επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης, εφόσον πολύ ορθά και η ίδια τα αποποιήθηκε κατά την ενώπιόν μας ακρόαση λόγω της ιδιαιτερότητας του επίδικου θέματος, που άπτεται της απασχόλησης της Εφεσείουσας -ως συγγενούς εγκλωβισμένου- σε κατεχόμενο σχολείο.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
[1] Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L175 της 10.7.999, σελ.43).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο