
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 78/2019)
29 Απριλίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΥΛΛΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΦΟΙΒΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
TRAN THI DUC,
Εφεσίβλητη.
____________________
Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Στ. Καρακατσάνη (κα) για Αργεντούλα Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη διεκδίκησε, με αγωγή, ως ενάγουσα, αποζημιώσεις εναντίον του εφεσείοντα, ως εναγόμενου, εξ αιτίας τροχαίου ατυχήματος, ημερομηνίας 12.11.2009, στο οποίο αυτή ενεπλάκη, ως πεζή, με τον εφεσείοντα, ηλικίας 75 ετών, τότε, ως οδηγό οχήματος. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η εφεσίβλητη, ηλικίας 42 ετών, τότε, βάδιζε στο αριστερό παγκέτο του δρόμου σε σχέση με την πορεία του οχήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, που εκδίκασε την αγωγή, αποφάνθηκε ότι, ως προς την ευθύνη του δυστυχήματος, ο εφεσείοντας ήταν υπεύθυνος σε ποσοστό 40%, ενώ η εφεσίβλητη ήταν υπεύθυνη συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 60%. Όσον αφορά στις αξιούμενες αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθόρισε το ποσό των €34.124,55, ως ειδικές αποζημιώσεις, επί πλήρους ευθύνης, και το ποσό των €100.000,00, επί πλήρους ευθύνης, ως γενικές αποζημιώσεις. Κατ’ επέκταση, στη βάση του πιο πάνω ποσοστού ευθύνης του εφεσείοντα, εξέδωσε απόφαση, προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, (α) για το ποσό των €40.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του δυστυχήματος (12.11.2009) μέχρι εξόφλησης και (β) για το ποσό των €13.649,82 ως ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του δυστυχήματος (12.11.2009) μέχρι εξόφλησης. Επιπλέον, επιδικάστηκαν έξοδα της αγωγής προς όφελος της εφεσίβλητης.
Οι διάδικοι διαφωνούν με την προαναφερόμενη, εκκαλούμενη, απόφαση. Ως εκ τούτου, ο εφεσείοντας καταχώρισε την παρούσα έφεση και η εφεσίβλητη καταχώρισε ειδοποίηση αντέφεσης.
Με την έφεση του ο εφεσείοντας, με τέσσερεις λόγους έφεσης, μάχεται κατά της ορθότητας της εκκαλούμενης απόφασης και ειδικότερα, σ’ ότι αφορά την απόδοση σ’ αυτόν 40% ευθύνης –αμέλειας, την οποία θεωρεί λανθασμένη (πρώτος λόγος έφεσης), θεωρεί, επίσης, λανθασμένο το συμπέρασμα ότι ο εφεσείοντας ήταν υπεύθυνος – υπαίτιος του ατυχήματος σε ποσοστό 40%, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε την αρχή ότι η εφεσίβλητη είχε το βάρος απόδειξης, πλην όμως δεν προσέφερε μαρτυρία για τέτοιο συμπέρασμα, καθώς και ότι το εν λόγω συμπέρασμα δεν ήταν δικαιολογημένο από τα ευρήματα που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και των παραδεκτών γεγονότων (δεύτερος λόγος έφεσης), λανθασμένα, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφενός, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ11 ως προς το καθήκον του οδηγού ο οποίος βλέπει πεζό να βαδίζει εκτός δρόμου κατά μήκος του παγκέτου και, αφετέρου, σε ό,τι αφορά την ανυπαρξία, επί του δρόμου, ιχνών τροχοπέδησης του οχήματος του εφεσείοντα (τρίτος λόγος έφεσης) και, ακόμη, ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα αποφάνθηκε πως η εφεσίβλητη έδωσε την εικόνα μάρτυρα της αλήθειας λέγοντας πως το μόνο που θυμόταν ήταν ότι την κτύπησε αυτοκίνητο (τέταρτος λόγος έφεσης).
Η εφεσίβλητη με την αντέφεση της θεωρεί ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε πως αυτή ευθύνεται κατά 60% για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και/ή λανθασμένα κατέληξε ότι η εφεσίβλητη έχει οποιαδήποτε ευθύνη (πρώτος λόγος αντέφεσης) και πως λανθασμένα, επίσης, κατέληξε ότι το ποσό των €100.000,00, επί πλήρους ευθύνης, ήταν δίκαιη και εύλογη αποζημίωση και, κατ’ επέκταση, λανθασμένα εξέδωσε απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης για το ποσό των €40.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις (δεύτερος λόγος αντέφεσης).
Με την αιτιολογία που συνοδεύει κάθε λόγο έφεσης και αντέφεσης εξειδικεύεται η υποστήριξη ενός εκάστου λόγου, με τα επιχειρήματα και τις θέσεις της κάθε πλευράς να αναπτύσσονται, επαρκώς, μέσα από τα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων.
Ως καθίσταται αντιληπτό, οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι και αφορούν στο ζήτημα της ευθύνης, ως αυτό καθορίστηκε πρωτοδίκως. Ως επίσης, από την ανάλυση του πρώτου λόγου αντέφεσης, προκύπτει ότι αυτός συσχετίζεται με τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης. Ως εκ τούτου, κρίνεται επιτρεπτή και εφικτή η συνεξέταση των πρώτων τριών λόγων έφεσης, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τον πρώτο λόγο αντέφεσης.
Είναι χρήσιμο, πριν διατυπώσουμε τη θέση μας επί της ουσίας των προαναφερόμενων λόγων έφεσης και αντέφεσης, να παραθέσουμε, στη συνέχεια, αυτούσια αποσπάσματα από την πρωτόδικη εκκαλούμενη απόφαση, τα οποία αφορούν στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στο συμπέρασμα του σχετικά με το θέμα της ευθύνης, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Στις 12.11.2009 και περί ώρα 14:45 ο εναγόμενος οδηγούσε το όχημα KKD887 στην οδό Συνεργατισμού στα Πάνω Πολεμίδια στην Λεμεσό με ανατολική κατεύθυνση. Η ενάγουσα κατά τον ίδιο χρόνο βάδιζε στην βόρεια πλευρά του δρόμο, επίσης με ανατολική πορεία. Όταν η ενάγουσα επιχείρησε να διασταυρώσει τον δρόμο από βόρεια προς νότια, κτυπήθηκε από το όχημα του εναγομένου. Η ενάγουσα εισήλθε στον δρόμο βαδίζοντας και όχι τρέχοντας. Η ορατότητα σε σχέση με την πορεία του οδηγού ήταν πέραν των 150 μέτρων. Το όριο ταχύτητας είναι 50 χ.α.ω. Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές. Τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του δρόμου δεν υπάρχουν πεζοδρόμια αλλά μόνο παγκέττο, μέρος του οποίου είναι χωμάτινο και μέρος επιστρωμένο με άσφαλτο. Το παγκέττο είναι στο ίδιο επίπεδο με τον δρόμο. Στην βόρεια πλευρά του δρόμου, το παγκέττο είναι μήκους 2,60 μέτρα. Μετά την σύγκρουση το όχημα κατέληξε στην θέση «Α1» επί του σχεδιαγραφήματος, Τεκμήριο 3. Η τελική του θέση ήταν εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του εναγόμενου, με διαγώνια κλίση προς τα δεξιά. Η δεξιά μπροστινή γωνία του οχήματος απείχε μόλις 10 εκατοστά από την άσπρη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων κυκλοφορίας. Η κάθε λωρίδα κυκλοφορίας είναι πλάτους 3,4 μέτρα. Τελική θέση της ενάγουσας ήταν στο σημείο «Β2» επί του ίδιου σχεδιαγραφήματος, όπου εντοπίστηκαν κηλίδες αίματος επί της ασφάλτου. Οι κηλίδες αίματος βρίσκονταν σε απόσταση 0,4 εκατοστά νότια της διαχωριστικής γραμμής. Ίχνη τροχοπέδησης δεν ανευρέθηκαν, ούτε και ίχνη τριβής ή γυαλιά. Η ζημιά στο όχημα ήταν στο μπροστινό καπώ. Ξεκινούσε από τον ανεμοθώρακα και κατέληγε στην γρίλια. Δεν μπορώ να καταλήξω σε εύρημα ως προς το σημείο σύγκρουσης της πεζής με το όχημα. Τούτο όμως βρίσκεται περίπου στο μέσο της λωρίδας κυκλοφορίας του εναγόμενου.
……………………………………………………………………………………………
Η προσοχή του Δικαστηρίου σε υποθέσεις αμέλειας όπως η παρούσα, θα πρέπει να στρέφεται προς την κατεύθυνση συγκεκριμενοποίησης της φύσης του καθήκοντος, που μέσα στα πλαίσια των γεγονότων της υπόθεσης ήταν επιφορτισμένο να εκπληρώσει ένα πρόσωπο και όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη του, κατά πόσο το έχει εκπληρώσει [Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1, Βακανάς ν. Θωμά και άλλου (1989) 1 Α.Α.Δ. 530, Αδάμης και άλλος ν. Ηρακλέους (1982) 1 Α.Α.Δ. 746, Πολυκάρπου και άλλος ν. Αδάμου (1988) 1 Α.Α.Δ. 727].
Υπό το φως των ευρημάτων στα οποία κατέληξα κρίνω ότι ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος φέρει τόσο η ενάγουσα όσο και ο εναγόμενος. Η ενάγουσα, προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει, όφειλε να ελέγξει την τροχαία κίνηση στον δρόμο. Η ορατότητα τόσο της ίδιας προς τα δυτικά, όσο και του εναγόμενου, ήταν πέραν των 150 μέτρων. Και ο εναγόμενος όφειλε να είναι προσεκτικός. Δεδομένου του ότι η ενάγουσα περπατούσε στην αριστερή πλευρά του δρόμου όπου δεν υπήρχε πεζοδρόμιο αλλά παγκέττο, όφειλε να οδηγεί με τέτοια προσοχή ώστε να είναι σε θέση να αντιδράσει σε περίπτωση που η ενάγουσα εισερχόταν στον δρόμο. Με δεδομένη την ενέργεια του να κλίνει το όχημα προς τα δεξιά, θεωρώ πως προσπάθησε να κάμει ενέργεια ώστε να αποφύγει την σύγκρουση. Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία έχω καταλήξει πως η ευθύνη βαρύνει την ενάγουσα κατά τι περισσότερο. Κρίνω πως η ευθύνη βαρύνει την ενάγουσα σε ποσοστό 60% και τον εναγόμενο 40%.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο.)
Με δεδομένο τον σεβασμό μας στην ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή, φρονούμε πως το σκεπτικό με το οποίο αποδόθηκε ευθύνη στον εφεσείοντα συγκρούεται με τη νομολογία και την κοινή λογική. Ενόσω η εφεσίβλητη πεζή περπατούσε στο παγκέτο του δρόμου, ο εφεσείοντας δεν είχε υποχρέωση ούτε για λήψη μέτρων ούτε να αυξήσει την προσοχή του για να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο εισόδου της εφεσίβλητης στον δρόμο. Ως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Murrel v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 217 «Η παρουσία ενήλικου πεζού στο κράσπεδο του δρόμου δεν υποδηλώνει αφ’ εαυτής την ύπαρξη κινδύνου έναντι του οποίου πρέπει να ληφθούν προφυλακτικά μέτρα. Κίνδυνος μπορεί να προκύψει, όπως προέκυψε και σ’ αυτήν την υπόθεση, αφότου ο πεζός αποπειράται να διασταυρώσει το δρόμο.».
Κατ’ επέκταση των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος. Επιπλέον, βάσιμος κρίνεται, εν μέρει, και ο τρίτος λόγος έφεσης καθώς η μαρτυρία του ΜΕ11 υιοθετήθηκε καθολικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το οδήγησε στο συμπέρασμα με το οποίο αποδόθηκε ευθύνη στον εφεσείοντα, στη βάση όμως λανθασμένου σκεπτικού. Υπενθυμίζουμε πως ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος, είναι δυνατόν μέρος της μαρτυρίας του, ή της γνώμης του αν είναι εμπειρογνώμονας, να μην γίνει αποδεκτό. Τέτοια περίπτωση ήταν και το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ11 όπου κατέθεσε πως ο εφεσείοντας οδηγός όφειλε να ήταν πιο προσεκτικός και να λάβει μέτρα επειδή υπήρχε ορατότητα 150 μέτρων και στο παγκέτο του δρόμου που οδηγούσε, και ως η πορεία του, κινείτο πεζή η εφεσίβλητη.
Σ’ ότι αφορά στον τέταρτο λόγο έφεσης, φρονούμε πως, εντέλει, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΜΕ10 – εφεσίβλητη ήταν ειλικρινής, επί της ουσίας του συμπεράσματος που αποδόθηκε ευθύνη στον εφεσείοντα δεν είχε συνδράμει σε οτιδήποτε, συνεπώς, δεν βρίσκουμε βασιμότητα στον υπό συζήτηση λόγο έφεσης, δεδομένης και της επιτυχίας των λόγων έφεσης 1 και 3.
Ευρισκόμενοι ακόμη στο θέμα της ευθύνης, λόγω του περιεχομένου του πρώτου λόγου αντέφεσης, το οποίο αφορά στο συμπέρασμα με το οποίο αποδόθηκε στην εφεσίβλητη συντρέχουσα αμέλεια - ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα, εκκρεμούσης δε ακόμη και της εξέτασης του δεύτερου λόγου έφεσης, διαπιστώνουμε, κατ’ αρχάς, ότι στο εν λόγω συμπέρασμα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πριν αποφανθεί εάν ο εφεσείοντας είχε ευθύνη. Ως έχει νομολογηθεί (βλέπε Μαυρίδης v. Dharaghji κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013), σε υποθέσεις αμέλειας το Δικαστήριο πρώτα εξετάζει αν στοιχειοθετείται αμέλεια εκ μέρους του εναγόμενου, που ήταν ο εφεσείοντας, και μετά εξετάζει αν προκύπτει συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντα, που ήταν η εφεσίβλητη. Δεν τηρήθηκε αυτή η διαδικασία με αποτέλεσμα ο τρόπος καθορισμού της ευθύνης να ελέγχεται.
Ενόψει όλων των προαναφερόμενων, το πρωτόδικο συμπέρασμα ως προς τον καθορισμό της ευθύνης παραμερίζεται, διατηρουμένων όμως των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αυτά προέκυψαν από την αποδεκτή και μη αμφισβητούμενη μαρτυρία, ενόψει του ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν προσβάλλεται είτε με την έφεση είτε με την αντέφεση. Ως έχει ήδη σημειωθεί, η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της εφεσίβλητης αφορά μόνο στο θέμα της ευθύνης και δεν έχει πλέον νόημα αφού το πρωτόδικο συμπέρασμα επί της ευθύνης κρίθηκε λανθασμένο. Άλλωστε, η εφεσίβλητη μαρτύρησε πως το μόνο που θυμόταν και ήθελε να αναφέρει είναι ότι περπατούσε όχι επί του πεζοδρομίου αλλά σε χωμάτινο έδαφος και κινούνταν προς τη δυτική πλευρά. Συνεπώς, ακόμα και να κριθεί λανθασμένη η αποδοχή της μαρτυρίας της ως προς το θέμα της ευθύνης, δεν υπάρχει υπόβαθρο το οποίο να αλλάξει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κατ’ επέκταση δε των προλεγόμενων και δεδομένου ότι και η εφεσίβλητη διαφωνεί με την απόδοση ευθύνης προς αυτήν, ό,τι προβάλλει, ως ερώτημα, ενώπιον μας είναι κατά πόσο είναι δίκαιο και ορθό, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να εξετάσουμε θέμα διαταγής για επανεκδίκαση. Έχοντας κατά νου την πρόνοια του Άρθρου 25(3) του Ν. 14/1960, τις πρόνοιες του Μέρους 41.12(1) και 41.13(4), των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, αλλά και το γεγονός ότι οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν τοποθετηθεί, τόσον πρωτοδίκως όσον και ενώπιον μας, για όλα τα επίδικα θέματα που απασχολούν (βλέπε Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Πάφου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 285/2018, ημερομηνίας 20.06.2024, Αϊντινίδης v. Άλφα Ασφαλιστική Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 238/2018, ημερομηνίας 28.06.2024 και Ασφαλιστική Εταιρεία η «Κεντρική» Λίμιτεδ κ.α. v. Naso Eliadou Insurance Agents And Consultants Ltd, Πολιτική Έφεση Ε80/2023, ημερομηνίας 23.09.2024), η απάντηση προβάλλει αρνητική, δεδομένου ότι, ως έχει προαναφερθεί, η αξιοπιστία των μαρτύρων της υπόθεσης δεν αμφισβητείται με κάποιον λόγο έφεσης ή αντέφεσης, καθώς και λόγω της παρόδου πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος, τόσο από την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (31.01.2019) αλλά και από το επίδικο δυστύχημα (12.11.2009). Κρίνουμε ότι το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης επιβάλλει να προχωρήσουμε στον καθορισμό της ευθύνης στη βάση των δικών μας συμπερασμάτων.
Εξετάζοντας, στη συνέχεια, κατά πόσο στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχειοθετείται αμέλεια εκ μέρους του εφεσίβλητου, που ήταν ο εναγόμενος, επιθυμούμε, κατ’ αρχάς, να διασαφηνίσουμε το ζήτημα της απόστασης που χώριζε το όχημα του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη όταν αυτή εισήλθε στον δρόμο για να διασταυρώσει. Η πλευρά της εφεσείουσας θεωρεί δεδομένο, και αναπτύσσει, ως εκ τούτου, σχετική επιχειρηματολογία, και αιτιολογία, επί του δεύτερου λόγου έφεσης, πως «Στον χρόνο 1.07 που η εφεσίβλητη χρειάστηκε να καλύψει την απόσταση 1.50 μ., το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα κινούμενο με ταχύτητα 40χαω την οποία θεώρησε ως λογική ο ΜΕ11, ήταν σε απόσταση 11.89 μ. από την εφεσίβλητη και για τον εφεσείοντα απαιτείτο για να αντιδράσει περισσότερος χρόνος 1.07 δευτερολέπτου, τον οποίο ο ΜΕ11 καθόρισε σε 2-2.5 δευτερόλεπτα. Το δε αυτοκίνητο του εφεσείοντα με την ταχύτητα των 40χαω κάλυψε 11.11 μ. ανά δευτερόλεπτο». Έχουμε εξετάσει την προαναφερόμενη θέση και τα επιχειρήματα που προωθήθηκαν από τη συνήγορο του εφεσείοντα. Κρίνουμε ότι τα στοιχεία της μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνηγορούν πως ο ΜΕ11 αποδέχθηκε ξεκάθαρα την απόσταση των 11.89 μ. ως την απόσταση που χώριζε το όχημα του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, πεζή, όταν αυτή εισήλθε στον δρόμο για να διασταυρώσει. Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης, αφορώντα στην αντεξέταση του ΜΕ11, τα οποία έχουν ως ακολούθως.
«Η κα Ερωτοκρίτου συνεχίζει:
Ε. Πες μου, με 40 χιλιόμετρα εκείνη τη στιγμή το αυτοκίνητο, πόσο μακριά ήταν την ώρα που τούτη μπαίνει μες τον δρόμο; Μπορείς να υπολογίσεις με 40 χιλιόμετρα;
Α. Για την υπόθεση του 1,07 δευτερόλεπτα;
Ε. Πήρες εσύ το 1,07.
Α. Μπορούμε απλά, έχω και την υπολογιστική μου, να το κάνω. Μπορώ να χρησιμοποιήσω την υπολογιστική μου;
Δικαστήριο ...
Ο μάρτυρας συνεχίζει:
Α. Στον χρόνο του 1,07 το δευτερόλεπτο με την ταχύτητα των 40 χ.α.ω. η οποία είναι… για να μπορέσεις να προβείς σε κάποιον υπολογισμό με βάση χιλιομέτρων, πρέπει να μετατρέψεις τα χιλιόμετρα σε μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Για να γίνει αυτή η μετατροπή, είναι τα 40 χιλιόμετρα διά 3,6, όπου έχουμε αποτέλεσμα 11,11 μέτρα του δευτερολέπτου. Δηλαδή ένα όχημα το οποίο οδηγείται με ταχύτητα των 40 χιλιομέτρων, καλύπτει 11,11 μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Πολλαπλασιάζονται τώρα επί 1,07, το οποίο είναι ο χρόνος που χρειάζεται η πεζή να εισέλθει στο σημείο σύγκρουσης, πέστε και 11,88 μέτρα προς τα πίσω.
Ε. Ώστε την ώρα που μπαίνει η πεζή μες τον δρόμο και βρίσκεται στο 1,50, το αυτοκίνητο είναι 11,80 μέτρα πίσω.
Α. Όχι.
Ε. Αυτό μας είπες τώρα.
Α. Να απαντήσω, Εντιμοτάτη. Ρωτήθηκα αν η πεζή ερχόταν στον χρόνο που χρειάζεται η πεζή, πόσο πίσω θα ήταν το αυτοκίνητο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν έχω κάποια τέτοια μαρτυρία. Η μαρτυρία που έχω από τον οδηγό του οχήματος είναι ότι στα 4 μέτρα μακριά—
Ε. Ξέχασ’ το, κύριε, τι είπε ο οδηγός. Δεν είναι αυτό που σε ρωτώ. Ακούστε—
Δικαστήριο: Κυρία Ερωτοκρίτου, σας παρακαλώ.
Η κα Ερωτοκρίτου συνεχίζει:
Ε. Απαντάτε μου αυτό που σας ρωτώ.
Δικαστήριο: …
κα Ερωτοκρίτου: …
Δικαστήριο: …
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): …
κα Ερωτοκρίτου: …
Δικαστήριο: …
κα Ερωτοκρίτου: …
Δικαστήριο: …
κα Ερωτοκρίτου: …
Ο μάρτυρας συνεχίζει:
Α. Να μου επαναλάβετε την ερώτηση;
Ε. Εσείς πήρατε σαν δεδομένο ότι βαδίζοντας η πεζή, η οποία κάλυψε 1,50 μέτρα, χρειάστηκε 1,07 δευτερόλεπτα για να το καλύψει από την άκρια του ασφάλτινου πεζοδρομίου εισερχόμενη στον δρόμο, είπε ότι ένα αυτοκίνητο με 40 χιλιόμετρα καλύπτει 11,11 μέτρα ανά δευτερόλεπτο και λέω, αυτό το 1,07 δευτερόλεπτα που χρειάζετουν η πεζή να φτάσει στο 1,50, το αυτοκίνητο πόσο πίσω της ήταν; Ποια ήταν η απόσταση το αυτοκινήτου, έχοντας σαν δεδομένο ότι καλύπτει 11,11 ανά δευτερόλεπτο, κύριε; Ήταν απλή η ερώτηση μου.
Α. Έχω καταλάβει την ερώτηση της κυρίας Ερωτοκρίτου, αλλά όταν εγώ μου δόθηκε να αναλάβω μίαν… δεν μπορώ να απαντώ υποθετικά σενάρια. Στο συγκεκριμένο τροχαίο δυστύχημα, υπάρχει μαρτυρία ότι στα 4 μέτρα προ της πεζής, αυτή εισήλθε στον δρόμο τρέχοντας, άρα δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι όταν εισήλθε εντός του δρόμου, το όχημα βρισκόταν 11 μέτρα πιο δυτικά από την πεζή. Αφού υπάρχει μαρτυρία από τον ενεχόμενο ότι στα 4 μέτρα πλησιάζοντας, προσεγγίζοντας στα 4 μέτρα την πεζή, αυτή εισήλθε στον δρόμο, αυτό απάντησα.
Ε. Όχι, με συγχωρείτε πάρα πολύ. Κύριε, αν ο πεζός έλεγε ότι στα 11,80 αντί 4 μέτρα, εσείς τι θα λέγατε;
Α. Θα λάμβανα σοβαρά υπόψη μου τον ισχυρισμό, είτε του οδηγού είτε του πεζού που ισχυρίζονταν το συγκεκριμένο θέμα και θα προσπαθούσα να λύσω και να δημιουργήσω μίαν έκθεση βάσει εκείνων των δεδομένων που έχω. Στο δεδομένο τροχαίο δυστύχημα, στην έκθεση που μου δόθηκε, τα δεδομένα μου ήταν συγκεκριμένα. Στα 4 μέτρα, προσεγγίζοντας στα 4 μέτρα την πεζή, αυτή εισήλθε στον δρόμο τρέχοντας.
……………………………………………………………………………………..
Ε. Τα είπετε. Και η ερώτηση ξέρετε είναι τέλεια ξεκάθαρη. Σε αυτήν την απόσταση του 1,07 δευτερολέπτου της πεζής με ταχύτητα 40 χιλιόμετρα του αυτοκινήτου, πόσο πίσω ήταν το αυτοκίνητο που την πεζή με αυτό το υποθετικό σενάριο, αφού το θέλετε υποθετικό;
Α. Όταν μιλάτε για υποθετικό και όχι για τη συγκεκριμένη υπόθεση, θα ήταν 11,89 μέτρα.
……………………………………………………………………………………..
Α. …. Αν τώρα έλεγε ο ενεχόμενος οδηγός ότι «Σαν οδηγούσα στα 10-15 μέτρα μπήκε ένα πεζό άτομο στον δρόμο, το οποίο δεν είχα αντιληφθεί προηγουμένως», τότε σίγουρα ο τρόπος της έκθεσης μου θα ήταν διαφορετικός. …»
(Οι υπογραμμίσεις έγιναν από το Εφετείο).
Ως γίνεται αντιληπτό, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο ΜΕ11 αποδέχθηκε, κατά την αντεξέταση του, τη θέση του εφεσείοντα ως προς την απόσταση που τον χώριζε από την εφεσίβλητη, πεζή, όταν αυτή εισήλθε στον δρόμο. Ταυτόχρονα, είναι πολύ σημαντικό να υποδείξουμε την ύπαρξη ρητής διατύπωσης του ΜΕ11, στη σελίδα 17 επί της έκθεσης που ετοίμασε – Τεκμήριο 21 – (μέρος της κύριας εξέτασης του) στην οποία αναφέρει ότι «Στην ταχύτητα των 40 χαω το ενεχόμενο όχημα ευρισκόταν από 16,66 έως 45,55 μέτρα μακριά από το σημείο σύγκρουσης κατά την εκκίνηση της πεζής να εισέλθει στον δρόμο». Για την εν λόγω διατύπωση δεν υπήρξε αντεξέταση του ΜΕ11, ούτε με ειδική αναφορά στο Τεκμήριο 21 ούτε και με γενική παραπομπή σε αυτό. Επιπλέον, φρονούμε πως δεν νομιμοποιούμαστε να εμβαθύνουμε περαιτέρω επί της μαρτυρίας του ΜΕ11, καθ’ ότι δεν υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης ως προς την αποδοχή της αξιοπιστίας του. Συνεπώς, δεν παρέχονται περιθώρια αποδοχής της υπό συζήτηση θέσης του εφεσείοντα, ως εκ τούτου την απορρίπτουμε. Θεωρούμε ότι η απόσταση που χώριζε το όχημα του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, όταν αυτή εκκίνησε για να διασταυρώσει, ήταν αυτή που ο ΜΕ11 καθόρισε στην έκθεση του, Τεκμήριο 21 (ήτοι 16,66 – 45,55 μέτρα).
Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν αδιαμφισβήτητο πως το ενεχόμενο όχημα του εφεσείοντα δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης προ του σημείου σύγκρουσης και πως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ11, το όχημα του εφεσείοντα βρισκόταν από 16,66 έως 45,55 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης κατά την εκκίνηση της πεζής να εισέλθει στο δρόμο, καθώς και ότι η σύγκρουση έγινε 1,50 μ. εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του εφεσείοντα, χωρίς μαρτυρία ότι αυτός δεν μπορούσε να κάνει κίνηση αποφυγής της σύγκρουσης, πριν από αυτήν, χρησιμοποιώντας την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και μέρος του υπόλοιπου της λωρίδας του, ήτοι 1,90 μ., (υπόλοιπο μέρος της λωρίδας του) και 3,40 μ. της αντίθετης λωρίδας, συνολικού πλάτους 5,30 μ.. Στη βάση αυτών των δεδομένων, κρίνεται ότι ο εφεσείοντας ήταν αμελής αφού δεν απέφυγε τη σύγκρουση με την πεζή, αφού ήταν σε τέτοια απόσταση που είχε τον χρόνο, αν ήταν προσηλωμένος στην οδήγηση και στον δρόμο, χωρίς εμπόδιο στην ορατότητα του, να αντιδράσει, όταν η πεζή – εφεσίβλητη εισήλθε στον δρόμο για να διασταυρώσει, ωστόσο αυτός δεν προέβη σε αποτρεπτική ενέργεια, όπως η ορθή χρήση των φρένων του έγκαιρα, γι’ αυτό δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης, καθώς επίσης η μη έγκαιρη κίνηση αποφυγής, προ της σύγκρουσης, δεξιότερα παρ’ ότι υπήρχε ικανός χρόνος και χώρος. Η απόσταση που διένυσε η πεζή – εφεσίβλητη μέχρι να κτυπηθεί από το όχημα του εφεσείοντα είναι 1,50 μ., ήτοι μόλις δύο βήματα, περίπου.
Κλείνοντας το ζήτημα της ευθύνης του εφεσείοντα, αισθανόμαστε την ανάγκη να εξηγήσουμε πως δεν παραγνωρίσαμε το αποτέλεσμα της υπόθεσης Murrel (ανωτέρω) με την οποία ο εκεί εφεσείοντας - οδηγός αθωώθηκε κατ’ έφεση όταν εισήλθε στην πορεία του πεζή για να διασταυρώσει. Ωστόσο, θεωρούμε ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ως διακριτά, δικαιολογούν το αποτέλεσμα στο οποίο έχουμε, πιο πάνω, καταλήξει. Ειδικότερα, προκύπτει από τις αναφορές στην υπόθεση Murrel ότι το όριο ταχύτητας δεν ήταν 50 χαω (γίνεται λόγος πως ο εφεσείων είχε ταχύτητα 60 χαω και χαρακτηρίστηκε σύννομη), συνεπώς το όριο ήταν μεγαλύτερο και άρα υπήρχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά του δρόμου, κυρίως ήταν εκτός κατοικημένης περιοχής (δρόμος Λάρνακας – Δεκέλειας το 1994). Επίσης, η απόσταση που χώριζε τον πεζό από τον οδηγό ήταν 15,80 μ. ενώ στην παρούσα υπόθεση, ως εκτιμήθηκε από τον ΜΕ11, ήταν 16,66 έως 45,55 μέτρα, με το εν λόγω γεγονός να έχει πρόσθετη σημασία επειδή ήταν σε δρόμο κατοικημένης περιοχής, όπου απαιτείται αυξημένη προσοχή απ’ ότι σε μη κατοικημένη. Όχι ακριβώς ίδια πλην όμως παρόμοια γεγονότα, όπου πεζός εισήλθε από πεζοδρόμιο στον δρόμο και κτυπήθηκε από όχημα, υπήρξαν στην υπόθεση Συκοπετρίτης v. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218 και αποδόθηκε ευθύνη και στους δύο ενεχόμενους, 50% σε έκαστον, και δη τέτοιο ποσοστό και στον οδηγό προφανώς επειδή η ταχύτητα του ήταν πολύ πιο μικρή (15-20 χαω) από την ταχύτητα που είχε ο, εδώ, εφεσείοντας.
Επίσης, κρίνουμε πως η υπόθεση Παπάς v. Ναθαναήλ κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 275, την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος του εφεσείοντα, διαφοροποιείται από την παρούσα, καθ’ ότι, αφορούσε όχημα το οποίο κτύπησε ανήλικο ο οποίος διασταύρωνε πεζός τον δρόμο, και αποφασίστηκε ότι «Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι ο εφεσίβλητος έφερε ευθύνη για τη σύγκρουση. Αποκλειστικός λόγος πρόκλησης του ατυχήματος ήταν η παράλειψη του εφεσείοντος να αντιληφθεί την παρουσία του οχήματος του εφεσίβλητου. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία ο εφεσίβλητος εφάρμοσε τα φρένα του για να αποφύγει τη σύγκρουση μόλις αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα. Η μη αποφυγή της σύγκρουσης δεν εξυπακούει αμέλεια.». Σημειώνεται, εδώ η μη ορθή και έγκαιρη χρήση φρένων εκ μέρους του εφεσείοντα, εξ ου και το όχημα του δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης. Η θέση που υπέβαλε η συνήγορος του εφεσείοντα ότι ένα όχημα δεν αφήνει ίχνη τροχοπέδησης αν η χρήση φρένων γίνεται ομαλά, σαφώς, έστω και αν αυτή ήταν η περίπτωση, (αφού ο εφεσείοντας επέλεξε να μην μαρτυρήσει και να δώσει τέτοια εκδοχή), και πάλι δεν τον απαλλάσσει ευθύνης, καθ’ ότι, ενώπιον του είχε τεθεί κίνδυνος που επέβαλλε έγκαιρη χρήση φρένων, στην οποία θα προέβαινε αν ήταν προσηλωμένος στην οδήγηση και τους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου.
Σ’ αυτό το στάδιο εξετάζουμε και τον πρώτο λόγο αντέφεσης, ο οποίος σχετίζεται με το παράπονο της εφεσίβλητης ότι λανθασμένα κρίθηκε υπεύθυνη συντρέχουσας αμέλειας, τον οποίο όμως κρίνουμε, εν’ όψει των προλεχθέντων, αβάσιμο. Επιπρόσθετα, θεωρούμε πως οι θέσεις, και τα επιχειρήματα της πλευράς της εφεσίβλητης, ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να δικαιολογούσε συμπέρασμα ότι αυτή ευθυνόταν για την πρόκληση του δυστυχήματος, είναι ανεδαφικές. Ο ΜΕ11, τον οποίο αυτή παρουσίασε, μαρτύρησε πως, υπό τις περιστάσεις, ήταν αποδεκτό, εκ μέρους του, ότι η πεζή – εφεσίβλητη εισήλθε στο δρόμο να διασταυρώσει χωρίς να ελέγξει τον δρόμο. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της δίκης, τα οποία ως προέκυψαν κατά την αντεξέταση του ΜΕ11, έχουν ως ακολούθως:
«κα Ερωτοκρίτου:
Ε. Δηλαδή δέχεστε το εσείς απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ότι η πεζή δεν έλεγξε τον δρόμο πριν να διασταυρώσει.
Α. Εντιμότατη, δεν μπορώ να αρνηθώ γιατί δεν έχω οποιανδήποτε άλλη μαρτυρία που να λέει ότι η πεζή έλεγξε τον δρόμο.
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Πώς τοποθετείστε;
Μάρτυρας: Σίγουρα δεν μπορώ να διαφωνήσω με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Η ορατότητα υπάρχει και για τους δύο ενεχόμενους, τόσο για τον οδηγό αλλά και για την πεζή. Αν η πεζή έλεγξε στα δεξιά της την τροχαία κίνηση, αφού είχε και αυτή ορατότητα 150 μέτρων, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αντιλαμβανόταν το αυτοκίνητο και να μην εισερχόταν στον δρόμο. Δεν μπορώ να το αρνηθώ και ούτε να το υιοθετήσω.»
Επιπλέον, ελλείψει αντίθετης μαρτυρίας, προκύπτει από την κοινή λογική ότι εφ’ όσον το όχημα του εφεσείοντα βρισκόταν σε απόσταση 16,66 – 45,55 μέτρα από την εφεσίβλητη, όταν αυτή επιχείρησε να διασταυρώσει τον δρόμο, η εφεσίβλητη δεν άσκησε ορθό έλεγχο πριν εισέλθει στον δρόμο, ως εκ τούτου αδιαφόρησε για την ασφάλεια της. Αυτό είναι λογική απόρροια του ότι δεν αναμενόταν να μην αντιληφθεί το όχημα του εφεσείοντα.
Στη βάση όλων των αμέσως προλεγόμενων, κρίνουμε πως η ευθύνη του εφεσείοντα ήταν πολύ μικρότερη από τη συντρέχουσα, ως κρίνουμε, αμέλεια της εφεσείουσας, η οποία εισήλθε στον δρόμο να διασταυρώσει χωρίς να λάβει υπόψη της την παρουσία του οχήματος του εφεσείοντα, το οποίο ήταν πλήρως ορατό, και σε κοντινή απόσταση.
Αποδίδουμε, συνακόλουθα των πιο πάνω, 25% ευθύνη στον εφεσείοντα και 75% ευθύνη στην εφεσίβλητη.
Ό,τι απομένει προς εξέταση, είναι ο δεύτερος λόγος αντέφεσης, ο οποίος άπτεται του ύψους των αποζημιώσεων που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Παραπονείται, η εφεσίβλητη, ότι το ποσό των €100.000,00, επί πλήρους ευθύνης, που καθορίστηκε για τα τραύματα της είναι πολύ χαμηλό. Κυρίως, τονίζεται η θέση ότι η εφεσίβλητη απώλεσε την πιθανότητα να επανέλθει στην προ του δυστυχήματος κατάσταση της, διότι έχει υποστεί μόνιμη νευρολογική βλάβη με αποτέλεσμα να έχει επηρεαστεί η ομιλία της, η μνήμη της, καθώς και αντίληψη της. Τα ευρήματα, αναφορικά με τους τραυματισμούς, ως διαπιστώθηκαν πρωτοδίκως, έχουν ως ακολούθως:
«Η ενάγουσα τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου κρατήθηκε για νοσηλεία στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Στις 15.11.2009 η ενάγουσα μεταφέρθηκε στον ορθοπεδικό θάλαμο του Νοσοκομείου Λεμεσού. Στις 16.11.2009 μεταφέρθηκε στο χειρουργικό τμήμα όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη μέχρι τις 24.11.2009. Στην συνέχεια μεταφέρθηκε εκ νέου στο ορθοπεδικό τμήμα. Εξήλθε του Νοσοκομείου στις 14.1.2010. Από το ατύχημα, η ενάγουσα υπέστη τα τραύματα όπως αυτά καταγράφονται στα Ιατρικά Πιστοποιητικά, Τεκμήρια 5, 8, 9 και 13. Μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο, διέμενε στην Στέγη «Άγιος Παντελεήμονας» μέχρι και τις 13.5.2012.
……………………………………………………………………………………………
Το επόμενο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αυτό των αποζημιώσεων.
Υπό το φως των ευρημάτων όπως αυτά έχουν διατυπωθεί ανωτέρω, αναφορικά με τους τραυματισμούς που υπέστη η ενάγουσα, την θεραπεία, την νοσηλεία που έτυχε και γενικά τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη, το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε αποτίμηση της δίκαιης αποζημίωσης.
…………………………………………………………………………………………….
Στην προκειμένη περίπτωση οι σωματικές βλάβες και οι όποιες συνέπειες για την ενάγουσα έχουν καταγραφεί στα ευρήματα μου.
Κατά τον καθορισμό των Γενικών Αποζημιώσεων άντλησα καθοδήγηση από αποφάσεις τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και των Επαρχιακών Δικαστηρίων στις οποίες υπάρχει αναλογία με τη συγκεκριμένη υπόθεση στην έκταση των κακώσεων και στα επακόλουθα τους προβαίνοντας βέβαια στις αναγκαίες προσαρμογές και λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε υπόθεση έχει τις ιδιαιτερότητες της και είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν δύο υποθέσεις με τα ίδια ακριβώς στοιχεία [Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298].
Συνεκτιμώντας την σοβαρότητα των τραυματισμών της ενάγουσας, τα κατάλοιπα τους, την ηλικία της, την θεραπεία που έτυχε, τον πόνο, την ταλαιπωρία, την απώλεια ανέσεων και απολαύσεων που υπέστη και γενικά την όλη δυσχέρεια στην οποία περιήλθε, καθώς επίσης και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, κρίνω πως το ποσό των €100.000,- επί πλήρους ευθύνης θα αποτελούσε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. Λήφθηκε επίσης υπόψη πως η ενάγουσα δεν μπορεί πλέον να εργάζεται ως οικιακή βοηθός.»
Από τα πιο πάνω αποσπάσματα προκύπτει, με βεβαιότητα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε ειδικά στους τραυματισμούς της εφεσίβλητης και τις συνέπειες αυτών, ούτε κατά την εξαγωγή των ευρημάτων του, ούτε κατά την αποτίμηση τους για τον καθορισμό του ποσού που εντέλει επιδίκασε. Αρκέστηκε, μόνο, να παραπέμψει στο περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών, τεκμήρια 5, 8, 9 και 13. Ωστόσο, συνοπτική αναφορά των σοβαρότερων τραυμάτων και των συνεπειών τους ήταν χρήσιμη. Το γεγονός, όμως, δεν είναι θανάσιμο. Δεν είναι, επίσης, θανάσιμο το ότι δεν γίνεται παραπομπή σε υποθέσεις με παρόμοια ή παραπλήσια τραύματα και συνέπειες αυτών. Καλό, όμως, είναι να γίνεται, αφού βοηθά στην αντίληψη του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός και αν δεν υπάρχει νομολογία με σχετικά παρόμοια τραύματα ή σχετικά στοιχεία.
Ακόμη, προκύπτει ότι στο ποσό των €100.000,00 συμπεριελήφθηκε και το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται ως οικιακή βοηθός, προφανώς, ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, χωρίς, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε διαχωρισμό των δύο ποσών, ως απαιτεί η νομολογία (βλέπε υπόθεση Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396, Φοινικαρίδης και Άλλη v. Γεωργίου και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 και Προεστός v. Προδρόμου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 326/2011, ημερομηνίας 12.04.2017, ECLI:CY:AD:2017:A140). Άλλωστε, ενδέχεται κάποιος διάδικος να διαφωνεί με το ποσό των γενικών αποζημιώσεων για πόνο και ταλαιπωρία και να συμφωνεί με το ποσό απώλειας μελλοντικών απολαβών, οπότε δεν θα μπορέσει να διαχωρίσει τη διαφωνία του, στην πράξη, με λόγο έφεσης. Επιπλέον, οι αποζημιώσεις για απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν θα πρέπει να φέρουν τόκο, οπότε, αν τα δύο ποσά ενωθούν σε ένα θα επιβάλλεται τόκος και για τα δύο, με αποτέλεσμα την πρόκληση αδικίας για τον οφειλέτη των ποσών (βλέπε Χριστοδούλου, ανωτέρω).
Η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καθορίσει ένα ενιαίο ποσό στερεί το Εφετείο να κατανοήσει σε ποια βάση δόθηκε το ποσό των €100.000,00. Σημειώνεται, άλλωστε, πως η εφεσίβλητη, επί της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης της, αξιώνει ξεχωριστά «Β. Γενικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και ταλαιπωρία τις οποίες υπέστη η Ενάγουσα συνεπεία του επίδικου δυστυχήματος» και «Γ. Αποζημιώσεις για μελλοντική απώλεια εισοδήματος και/ή μόνιμη ανικανότητα να εργαστεί η Ενάγουσα». Ως εκ τούτου, η επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ελέγχεται ως λανθασμένη.
Η κατάληξη επί του ποσού των €100.000,00 επί πλήρους ευθύνης παραμερίζεται, ως και η απόφαση που εκδόθηκε προς όφελος της εφεσίβλητης, για συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, λόγω του νέου καθορισμού της ευθύνης ως έχει πιο πάνω καθοριστεί.
Για τους ίδιους λόγους, και επί της ίδιας βάσης που έχουμε προαναφέρει, θα αποφασίσουμε και το ζήτημα των αποζημιώσεων επιλέγοντας έτσι να μην το παραπέμψουμε για επανακρόαση.
Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο να αναφερθούμε στους τραυματισμούς της εφεσίβλητης και τις συνέπειες αυτών, ως προκύπτουν από τη μαρτυρία των ιατρών που μαρτύρησαν και τις σχετικές εκθέσεις που αυτοί ετοίμασαν. Υπενθυμίζεται ότι η αξιοπιστία των ιατρών, ως την δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εφεσιβάλλεται.
Την 12.11.2009, η εφεσίβλητη, μετά τον τραυματισμό της, μεταφέρθηκε στο ΤΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Εισάχθηκε, από τους γενικούς χειρούργους, λόγω κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης και καταγμάτων κρανίου. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της, αρχικά είχε μεταφερθεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Η αξονική τομογραφία εγκεφάλου, η οποία έγινε στις 15.11.2009, έδειξε μικρές αιμορραγικές θλάσεις αριστερού κροταφικού λοβού εγκεφάλου με συνοδό περιεστιακό οίδημα. Λόγω πιθανότητας να αναπτύξει μετατραυματική επιληψία, με τη συμβουλή νευροχειρούργων, της δόθηκε αντιεπιληπτική φαρμακευτική αγωγή. Η εφεσίβλητη παρέμεινε στο Χειρουργικό και Ορθοπεδικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού μέχρι τις 14.01.2010.
Περαιτέρω, η διάγνωση των ιατρών που κατέθεσαν στη δίκη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση με κάταγμα κρανίου αριστερά βρεγματοινιακά, κάταγμα του 2ου αυχενικού σπονδύλου, κάταγμα του σώματος του 12ου θωρακικού σπονδύλου, κάταγμα του 1ου οσφυικού σπονδύλου, κάταγμα εγκάρσιας απόφυσης του 5ου οσφυικού σπονδύλου, και κάταγμα του ιερού οστού δεξιά και ειδικού οστού δεξιά. Τα κατάγματα τα οποία υπέστη έχουν επουλωθεί όμως η εφεσίβλητη παρουσιάζει έντονη αστάθεια και ατροφία στο δεξί κάτω άκρο. Τα ενοχλήματα θα παραμείνουν μόνιμα και δεν αναμένεται να παρουσιάσουν περαιτέρω βελτίωση. Η εφεσίβλητη έχει υποστεί σοβαρότατους τραυματισμούς οι οποίοι έθεσαν τη ζωή της σε κίνδυνο και δεν μπορεί πλέον να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Χρειάζεται βοήθεια η ίδια, με νοσηλευτική φροντίδα. Εξ αιτίας των πιο πάνω τραυματισμών η συμπεριφορά της εφεσίβλητης έχει αλλάξει. Παρουσιάζει δυσκολίες στη συγκέντρωση, τη μνήμη και την έκφραση. Η κύστη στο αριστερό κροταφικό λοβό αποτελεί μόνιμη βλάβη του εγκεφάλου και υπάρχουν πιθανότητες να αναπτύξει μετατραυματική επιληψία. Δεν μπορεί πλέον (για το υπόλοιπο της ζωής της) να εκτελεί βαριές εργασίες, δηλαδή, δεν μπορεί να σηκώνει βαριά αντικείμενα ή να σκύβει και πρέπει να αποφεύγει να εργάζεται για πολλές συνεχόμενες ώρες. Δυσκολεύεται να εξυπηρετεί πλήρως τον εαυτό της. Πιθανώς να έχει χρόνια αυχεναλγία και οσφυαλγία, συνεπεία των καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης.
Εύλογα προκύπτει, από τα προαναφερόμενα, ότι οι τραυματισμοί που υπέστηκε η εφεσίβλητη ήταν πολύ σοβαροί. Ωστόσο, μελέτη της υπόθεσης A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, την οποία επικαλούνται οι συνήγοροι της εφεσίβλητης, αποδεικνύει ότι οι εκεί τραυματισμοί είναι ακόμη πολύ πιο σοβαροί, ομοίως και οι συνέπειες τους. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στις λεπτομέρειες, εξάγεται εύλογα από τη μελέτη πως η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό την εφετειακή του δικαιοδοσία), για αύξηση του ποσού των αποζημιώσεων σε £200.00,00, ήταν το προϊόν της αποδοχής της μεγάλης σοβαρότητας των τραυματισμών και των πολύ σοβαρών κατάλοιπων, τα οποία σε εύρος δεν πλησιάζουν οι τραυματισμοί της εφεσίβλητης. Τονίζουμε μόνο πως η προαναφερόμενη υπόθεση αφορούσε πρόσωπο ηλικίας 20 ετών, πλήρως εξαρτημένο από άλλα πρόσωπα μετά τους τραυματισμούς του, και η καθημερινή στήριξη ήταν απαραίτητη για τις πιο στοιχειώδεις λειτουργίες, γεγονός που ήταν και όρος για τη μη επιδείνωση της κατάστασης του. Δεν αποδεχόμαστε, αν και έχουμε κατά νου τα αποφασισθέντα στην υπόθεση A. Panayides (ανωτέρω), ότι αυτή αποτελεί όμοια υπόθεση και κριτήριο για καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων της εφεσίβλητης. Ιδιαίτερα δεν αποδεχόμαστε ότι το ποσό των €300.000,00, που εισηγούνται οι συνήγοροι της εφεσίβλητης, είναι εύλογο για την παρούσα υπόθεση.
Στην υπόθεση Ψαρά v. Μούσκου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1820, η εφεσίβλητη, ηλικίας 60 ετών, υπέστη σοβαρής μορφής κρανιοεγκεφαλική κάκωση με υποσκληρίδιο αιμάτωμα, κατάγματα κρανίου και κάκωση μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου. Αποφασίστηκε ότι η εφεσίβλητη υπέστηκε σοβαρό τραυματισμό ο οποίος έθεσε τη ζωή της σε κίνδυνο, ενώ ταλαιπωρήθηκε με τις επανειλημμένες επεμβάσεις και επιπλοκές που παρουσίασε. Το ποσό των £37.000,00 (€63.218,00) που αποφασίστηκε πρωτόδικα επικυρώθηκε ως μη υπερβολικό.
Στην υπόθεση Οικονομίδου v. Κούβελλα (2012) 1 Α.Α.Δ. 2299, η εφεσείουσα, ηλικίας 45 ετών, υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συντριπτικό κάταγμα της αριστερής ωμοπλάτης, κάταγμα του έσω σφυρού της δεξιά ποδοκνημικής άρθρωσης, κάταγμα του αριστερού ηβοϊσχιακού κλάδου και πολλαπλά κατάγματα πλευρών. Παρουσίασε επίσης αιματουρία. Παρουσίαζε χωλότητα κατά τη βάδιση. Η κοινωνική της ζωή ήταν ανύπαρκτη για δύο χρόνια περίπου μετά το δυστύχημα. Ξεπέρασε τους κινδύνους επιληπτικής κρίσης, αλλά ο κίνδυνος, αν και μικρός, υπήρχε. Κατέστη ανίκανη να εκτελεί τα επαγγελματικά της καθήκοντα. Παρέμεινε αιμωδία και η αίσθηση βάρους στο δεξιό κάτω άκρο. Εν τέλει, μπορούσε να περπατά χωρίς να χωλαίνει, εξακολουθούσε όμως να αντιμετωπίζει δυσκολία στην ανάβαση σκαλών. Το ποσό των £30.000,00 (€51.258,00) αυξήθηκε, κατ’ έφεση, στο ποσό των £70.000,00 (€119.602,00).
Ως έχει νομολογηθεί, ο εντοπισμός αποφάσεων με ίδιους ακριβώς ή παρόμοιους τραυματισμούς, ακόμη και στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο λόγω κάποιων ιδιαιτεροτήτων που η κάθε υπόθεση έχει, κυρίως, και ενδεικτικά, η ιδιότητα του θύματος, η ηλικία του, το εύρος και το είδος της ταλαιπωρίας αλλά και η χρονολογία των προηγούμενων αποφάσεων, εν’ όψει της μείωσης της αξίας του χρήματος.
Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα και λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη τους τραυματισμούς της εφεσίβλητης και τις επιπτώσεις που αυτοί επέφεραν στη ζωή της, ως τους έχουμε συνοψίσει πιο πάνω, τον πόνο και την ταλαιπωρία που αυτή υπέστη και υφίσταται, ως και τη μονιμότητα στα κατάλοιπα, κρίνουμε ότι το ποσό των €140.000,00, επί πλήρους ευθύνης, είναι εύλογο και δίκαιο.
Όσον αφορά στην αξίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών υπενθυμίζουμε τα νομολογηθέντα πως όπου ελλείπουν τα στοιχεία για αριθμητικό προσδιορισμό μελλοντικής ζημιάς με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου, είναι επιτρεπτό να επιδικάζεται κατ’ αποκοπήν ποσό (βλέπε Ismail v. Αντωνίου κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 347).
Η παρούσα υπόθεση, ως είναι εμφανές, δεν προσφέρεται για υιοθέτηση της μεθόδου πολλαπλασιαστή επί του πολλαπλασιαστέου, καθ’ ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για την καθαρή αμοιβή ή τον καθαρό μισθό που είχε η εφεσίβλητη προ του δυστυχήματος, αλλά ούτε και κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Προκύπτει όμως, ότι είχε μηνιαίο ακάθαρτο μισθό €422,00 τον δέκατο μήνα του έτους 2009, ήτοι λίγο πριν το δυστύχημα. Αυτό το στοιχείο, αν και δυσκολεύει κάπως το έργο μας, δεν μας εμποδίζει να υιοθετήσουμε ένα, κατ’ αποκοπήν, ποσό, στη βάση πάλι του ίδιου δεδομένου, και δη ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για το ύψος των καθαρών εισοδημάτων της εφεσίβλητης. Αναμφίβολα, προκύπτει ότι οι τραυματισμοί και τα κατάλοιπα τους επηρέασαν σοβαρά την εισοδηματική της ικανότητα. Δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της οικιακής βοηθού, αλλά ούτε και βαριά εργασία ή για συνεχόμενες ώρες.
Στην υπόθεση Καϊλάς v. Παπαχαραλάμπους (2009) 1 Α.Α.Δ. 596 αναφέρθηκαν, αναφορικά με την απώλεια μελλοντικών απολαβών, τα εξής:
«Στη Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, σε σχέση με τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας σε περίπτωση μη εφαρμογής της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, αναφέρεται ότι:- (σελ. 75-76):-
«Το ύψος συναρτάται μ' όλους εκείνους τους παράγοντες που τείνουν να διαφωτίσουν για την πιθανότητα απώλειας εισοδήματος στο μέλλον. ... Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπως επισημαίνεται, είναι η ηλικία του ενάγοντα, η επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση, καθώς και η φύση της ανικανότητάς του (για εργασία). ... Η περιορισμένη μόρφωση αποτελεί πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα για τις μελλοντικές εισοδηματικές του προοπτικές. ...».»
Περαιτέρω, στην υπόθεση Κωμιάτη v. Πολίτσου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226 αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:
«Στην προκείμενη περίπτωση, οι δύο διαπιστώσεις του Δικαστηρίου - ότι ο εφεσείων, αφενός, δεν απώλεσε την ικανότητά του για εργασία, αλλά, αφετέρου, ότι η ικανότητα αυτή μειώθηκε σε μεγάλο και ουσιαστικό βαθμό - παρέχουν το στίγμα για την επιμέτρηση της μελλοντικής του ζημίας, υπό το φως των δεδομένων του εφεσείοντος, τα οποία είναι: ανειδίκευτος εργάτης, με πολύ περιορισμένη ικανότητα προσαρμογής σε νέα δεδομένα.»
Επομένως, με την εκτίμηση ότι ως οικιακή βοηθός το 2009 είχε ακάθαρτο μηνιαίο μισθό, €422,00, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε, και με τη λογική ότι θα μπορούσε να εργαστεί τουλάχιστον για πολύ ελαφριά εργασία και όχι πολλές ώρες, ως επίσης, ότι το 2019, που εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση, ήταν ηλικίας 52 ετών, και ένα ανειδίκευτο σε άλλη εργασία πρόσωπο, κρίνουμε ότι, επί πλήρους ευθύνης, το, κατ’ αποκοπήν, ποσό των €35.000,00 αποτελεί εύλογη, υπό τις περιστάσεις, αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μαρτυρία πως δεν θα μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε εργασία. Κάποια ελαφριά εργασία θα μπορούσε να ασκήσει. Με τα προβλήματα της, όμως, η εισοδηματική της ικανότητα έχει επηρεασθεί ουσιωδώς.
Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων, η πρωτόδικη απόφαση, προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, διαφοροποιείται ως ακολούθως:
(α) η απόφαση για το ποσό των €40.000,00, αντικαθίσταται με το ποσό των €35.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις, στη βάση του ποσοστού ευθύνης 25% (€140.000,00 Χ 25%), το οποίο αποδόθηκε στον εφεσείοντα, με τόκο που επιδικάστηκε πρωτόδικα, ήτοι πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος (12.11.2009) μέχρι εξόφλησης,
(β) η απόφαση για το ποσό των €13.649,82 ως ειδικές ζημιές, αντικαθίσταται με το ποσό των €8.531,13, στη βάση του ποσοστού ευθύνης, 25% (€34.124,55 Χ 25%), το οποίο αποδόθηκε στον εφεσείοντα, με τόκο ως επιδικάστηκε πρωτοδίκως, ήτοι νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος (12.11.2009) μέχρι εξοφλήσεως,
τέλος, εκδίδεται απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €8.750,00, ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, στη βάση του ποσοστού ευθύνης 25% (€35.000,00 Χ 25%), το οποίο αποδόθηκε στον εφεσείοντα. Το εν λόγω ποσό δεν είναι δίκαιο, λόγω της φύσης του ως μελλοντική απώλεια, να φέρει τόκο από την ημερομηνία του δυστυχήματος ή της καταχώρισης της αγωγής. Θα φέρει, όμως, νόμιμο τόκο από την 31.01.2019, ημερομηνία έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης.
Όσον αφορά στα πρωτόδικα έξοδα, υπό το αποτέλεσμα της παρούσας απόφασης μας, δεν κρίνουμε ορθό να ανατρέψουμε την πρωτόδικη κατάληξη, η οποία παραμένει ως έχει.
Όσον αφορά στα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης, έχουμε συνυπολογίσει το γεγονός ότι η καταχώριση της έφεσης ήταν δικαιολογημένη λόγω του λανθασμένου σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ωστόσο, προκύπτει ότι υπήρχε ευθύνη εκ μέρους του εφεσείοντα, πλην όμως αυτός προωθούσε τη θέση ότι δεν είχε καθόλου ευθύνη, οπότε θεωρούμε δίκαιο να μειωθούν τα έξοδα της έφεσης κατά ½.
Ως προς την αντέφεση, θεωρούμε ότι είναι δίκαιο να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή, εφ’ όσον, ουσιαστικά, και οι δύο λόγοι αντέφεσης αποτυγχάνουν, αφού και με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης, αν και το ποσό των αποζημιώσεων, επί πλήρους ευθύνης αυξήθηκε, λόγω του ποσοστού ευθύνης που καθορίστηκε από το Εφετείο, το ποσό της απόφασης, εντέλει, δεν είναι μεγαλύτερο από αυτό που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δε πλευρά του εφεσείοντα υποστήριξε ως ορθό το ποσό των €100.000,00 που καθορίστηκε πρωτόδικα, επί πλήρους ευθύνης.
Συνακόλουθα, επιδικάζονται έξοδα στην έφεση €2.100,00 (μειωμένα ήδη κατά 1/2), πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.
Καμία διαταγή για έξοδα στην αντέφεση.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο