RAZIYE DJEMIL CUFI ΚΑΙ ΜΙΧΑΛΗ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ DJEMIL CUFI SULEYMAN v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 85/2021, 10/4/2025
print
Τίτλος:
RAZIYE DJEMIL CUFI ΚΑΙ ΜΙΧΑΛΗ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ DJEMIL CUFI SULEYMAN v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 85/2021, 10/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 85/2021)

 

11 Απριλίου, 2025

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

RAZIYE DJEMIL CUFI ΚΑΙ ΜΙΧΑΛΗ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ DJEMIL CUFI SULEYMAN

 

Εφεσειόντων/Εναγόντων

 

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

 

-----------------------------

 

Αίτηση ημερομηνίας 27. 12. 2024 υπό εφεσειόντων - αιτητών για παραπομπή Προδικαστικού Ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε)

 

 

Μιχάλης Βλαδιμήρου, για εφεσείοντες - αιτητές.

Ε. Φλωρέντζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητο - καθ’ ου η αίτηση.

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση, οι εφεσείοντες αιτούνται διάταγμα παραπομπής δύο προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») βάσει του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ.

 

Τα προτεινόμενα ερωτήματα έχουν ως εξής:

 

«1)    Έχει η οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 που αφορά την Αρχή της Ίσης Μεταχείρισης Ανεξαρτήτως Φυλετικής ή Εθνοτικής Καταγωγής ως πεδίο εφαρμογής τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, στις εργασιακές συνθήκες μόνο, ή το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καλύπτει και την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες;

2)      Συνάδει η απόφαση του Εφετείου Π.Ε.85/21 ημερομηνίας 28/3/24 και που αφορούσε αίτημα προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, με την ερμηνεία των προνοιών της οδηγίας 2000/43/ΕΚ, όπως δόθηκε στην απόφαση CHEZ από το ΔΕΕ και κατά πόσο το ratio decidendi της απόφασης CHEZ είναι εφαρμοστέο και στις πρόνοιες του Νόμου 139/91 που αφορά τις Τουρκοκυπριακές περιουσίες;»

 

 

Σημειώνεται ότι η αναφερόμενη στο δεύτερο προτεινόμενο ερώτημα 2, ανωτέρω, απόφαση του Εφετείου είναι η Raziye Djemil Cufi και Μιχάλης Βλαδιμήρου ως διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος Djemil Cufi Suleyman v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 85/21, 28/3/2024, η οποία εκδόθηκε αναφορικά με προηγούμενη ενδιάμεση αίτηση των εφεσειόντων για παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ.

 

Αντικείμενο της εν λόγω απόφασης, αποτελούσε προηγούμενη αίτηση του εφεσείοντα στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, με την οποία ζητούσε διάταγμα παραπομπής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ στην ίδια νομική βάση όπως και στην παρούσα αίτηση, τα οποία συνοψίστηκαν από το Εφετείο ως ακολούθως:

 

«Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν κατά βάση, το κατά πόσον εμπίπτει η υπό κρίση περίπτωση στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/43 ΕΚ σε σχέση με το άρθρο 3.1 αλλά και την έννοια της φράσης «λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση» στο άρθρο 2.2 (α) της Οδηγίας ενόψει και της απόφασης του Δ.Ε.Ε, C - 83/14; CHEZ Razpredelinie Bulgaria. Επιζητείται επίσης παραπομπή του ερωτήματος κατά πόσον συμβιβάζεται με το Άρθρο 2.2(α) και (β) της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, η σχετική με την παρούσα υπόθεση εθνική νομοθεσία και νομολογία και σε περίπτωση ασυμβίβαστου αν έχει το εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση να μην τις εφαρμόσει και να προστρέξει στους ορισμούς που περιέχονται στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ

 

Στην εν λόγω απόφαση, το Εφετείο έκρινε ότι η αιτούμενη παραπομπή δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς εκδίκασης της έφεσης ή για τη διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας των ενωσιακών διατάξεων και ως εκ τούτου απέρριψε την αίτηση.

 

Παρατηρούμε ότι το πρώτο προτεινόμενο ερώτημα στην παρούσα αίτηση, διαμορφώνει με πιο εξειδικευμένο τρόπο το ίδιο ζητούμενο το οποίο είχε τεθεί με τα προτεινόμενα ερωτήματα που εξετάστηκαν στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου. Παρατηρούμε ταυτόχρονα, ότι η εξειδικευμένη αυτή έκφανση των γενικότερα διατυπωμένων προηγούμενων ερωτημάτων, ήδη εξετάστηκε από το Εφετείο στην πιο πάνω απόφαση. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το εγερθέν σημείο, λέχθηκαν τα εξής:

 

 

«Στην ίδια κατεύθυνση είναι και το Εγχειρίδιο σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο κατά των διακρίσεων από τις εκδόσεις του Δ.Ε.Ε όπου αναφέρεται στην σελίδα 23 ότι το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας για την Φυλετική Ισότητα 2000/43/ΕΚ αφορά στην απαγόρευση των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης, της πρόσβασης στο σύστημα πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και σε αγαθά και υπηρεσίες.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι στην απόφαση του Δ.Ε.Ε C- 83/14 CHEZ Razpredelinie Bulgaria στην οποία μας παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, αναφέρεται ότι το άρθρο 3 της Οδηγίας που αφορά την καθ' ύλην εφαρμογή της, δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Εντούτοις, τα περιστατικά και της υπόθεσης αυτής, κρίθηκαν υπό το φως του εισαγωγικού Άρθρου 12 της οδηγίας που απαριθμεί τους τομείς που καλύπτονται από την Οδηγία, ένας εκ των οποίων είναι η πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές, αγαθά και υπηρεσίες, όπως η ηλεκτρική ενέργεια. Στοιχείο  που ελλείπει παντελώς στην παρούσα υπόθεση.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το παρόν Δικαστήριο)

 

Εν όψει των πιο πάνω, τα οποία και υιοθετούμε, θεωρούμε ότι η εκ νέου εξέταση του σημείου που εγείρεται με το πρώτο προτεινόμενο ερώτημα και στην παρούσα έφεση, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική κατάληξη από την κρίση του Εφετείου στην εν λόγω απόφαση, ήτοι στην απόρριψη του αιτήματος παραπομπής του εν λόγω ερωτήματος. Συνακόλουθα, η αίτηση αναφορικά με το πρώτο προτεινόμενο ερώτημα απορρίπτεται.

 

Ως προς το δεύτερο προτεινόμενο ερώτημα, θα πρέπει, εν πρώτοις, να σημειωθεί ότι η διατύπωση του, δεν συνάδει με τα όρια που τίθενται από την ίδια τη νομολογία του ΔΕΕ, ως προς τη αρμοδιότητά του στο πλαίσιο του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ.  Όπως έχει λεχθεί από το ΔΕΕ σε σωρεία αποφάσεων του, δεν δύναται να αποφανθεί αναφορικά με τη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, όπως δηλαδή προτείνεται με το δεύτερο ως άνω προτεινόμενο ερώτημα.

 

Δεν μας διαφεύγει ωστόσο, πως υπάρχει η δυνατότητα όπως το ΔΕΕ διαφοροποιήσει τον τρόπο διατύπωσης του ερωτήματος ώστε να αποφανθεί μόνο ως προς την ερμηνεία του Ενωσιακού δικαίου, χωρίς να προχωρήσει με διαπίστωση, όπως προτείνεται από το υπό εξέταση προτεινόμενο ερώτημα. Παραπέμπουμε σε σχέση με τα πιο πάνω στο σύγγραμμα EU Procedural Law, Koen Lenaerts, Ignace Maselis and Kathleen Gutman, Oxford University Press, Έκδοση 2014, σελίδα 233 και στην εκεί αναφερόμενη νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ενδεικτικά παραπέμπουμε επίσης, στις σκέψεις 23-25 της υπόθεσης C‑118/08, Transportes Urbanos y Servicios Generales SAL κατά Administración del Estado, της 26ης Ιανουαρίου 2010:

 

« 23  Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, καίτοι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της συμβατότητας διατάξεων του εθνικού δικαίου με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, έχει κρίνει επανειλημμένως ότι είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το δίκαιο αυτό ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1993, C-292/92, Hünermund κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. Ι‑6787, σκέψη 8, και της 31ης Ιανουαρίου 2008, C-380/05, Centro Europa 7, Συλλογή 2008, σ. I‑349, σκέψη 50).

 

24      Για τον λόγο αυτόν, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 13 των προτάσεών του, η νομοθετική, κανονιστική ή νομολογιακή προέλευση των κανόνων του εθνικού δικαίου, ως προς τη συμβατότητα των οποίων με το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο υπό το πρίσμα των ερμηνευτικών στοιχείων που του έχει παράσχει το Δικαστήριο, ουδόλως επηρεάζει την αρμοδιότητα αυτού να εκδώσει απόφαση επί της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

 

25      Άλλωστε, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, όπως η συνεργασία αυτή προβλέπεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, τα οποία έχουν επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, έργο των εθνικών δικαστηρίων είναι να εκτιμήσουν, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες κάθε υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσουν να εκδώσουν την απόφασή τους όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που θέτουν στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο κατ’ αρχήν οφείλει να αποφανθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I-2099, σκέψη 38· της 22ας Μαΐου 2003, C‑18/01, Korhonen κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-5321, σκέψη 19, και της 23ης Απριλίου 2009, C-261/07 και C-299/07, VTB-VAB και Galatea, Συλλογή 2009, σ. Ι-2949 σκέψη 32).»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Ερχόμενοι τώρα στην ουσία του δεύτερου προτεινόμενου ερωτήματος, επισημαίνουμε ότι όπως αναφέρεται στη σκέψη 25 της υπόθεσης C‑118/08, που παρατίθεται ανωτέρω, επαφίεται στο Εφετείο να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της παρούσας, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως από το ΔΕΕ για να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του στην παρούσα έφεση, όσο και την αναγκαιότητα των ερωτημάτων που καλείται να θέσει στο ΔΕΕ.

 

Λαμβάνουμε συναφώς υπόψη, τα λεχθέντα από το ΔΕΕ στις σκέψεις 60-61 στην υπόθεση C‑508/19, M. F. κατά J. M., της 22ας Μαρτίου 2022, ως προς το ζήτημα αυτό:

 

«60      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, και ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

61      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).»

 

Εν προκειμένω, κρίνουμε ότι το υπό εξέταση προτεινόμενο δεύτερο ερώτημα δεν συνάδει με τα πιο πάνω λεχθέντα, τα οποία αφορούν το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος στο πλαίσιο του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, εφόσον θέτει το ερώτημα εάν το σκεπτικό της πιο πάνω προαναφερόμενης ενδιάμεσης απόφασης του Εφετείου στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, δια της οποίας απορρίφθηκε αίτημα παραπομπής τέτοιου προδικαστικού ερωτήματος, συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο.

 

Η όποια κρίση του Εφετείου στην πιο πάνω ενδιάμεση απόφασή του, αναφορικά με το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραπομπή ερωτήματος στο ΔΕΕ βάσει του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, δεν μπορεί, εκ της φύσεως της, να είναι καταλυτική για την έκδοση της απόφασης του Εφετείου επί της ενώπιον του έφεσης. Συνακόλουθα, το όποιο προδικαστικό ερώτημα βάσει του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ σε σχέση με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση, δεν θα στόχευε σε απόφαση του ΔΕΕ, αναγκαία για την έκδοση της απόφασης του Εφετείου επί της έφεσης. Εν όψει τούτου, κρίνουμε ότι το αιτούμενο ερώτημα δεν πληροί τα κριτήρια τα οποία περιγράφονται στην υπόθεση C‑118/08, (ανωτέρω).

 

Επομένως κρίνεται ότι και η δεύτερη αιτούμενη παραπομπή δεν είναι αναγκαία για σκοπούς εκδίκασης της έφεσης ή για τη διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας των κοινοτικών διατάξεων.

 

Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται στην ολότητά της με έξοδα ύψους €1.300, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο