ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2019, 29/4/2025
print
Τίτλος:
ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2019, 29/4/2025

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2019)

 

29 Απριλίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

ΚΟΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες

v.

 

1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΥΡΙΜΟΥ

2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

3. A. L. VASILIOU MOTORS LTD,

Εφεσιβλήτων

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες

Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 1

Μ. Ξιαρής με Γ. Νικολάου (κα) (ασκούμενη δικηγόρο) για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 2

Λ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 3

 

------------------------

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Τροχαίο δυστύχημα, στο οποίο ενεπλάκησαν όχημα και μοτοσυκλέτα, είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του οδηγού της τελευταίας. Με αγωγή του, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, ως ενάγων, αξίωσε αποζημιώσεις για υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες, αποδίδοντας αποκλειστική αμέλεια στον οδηγό του οχήματος, ως εναγόμενου 1. Στράφηκε, όμως, εναντίον και των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών του οχήματος, ως εναγομένων 2, για, κατ’ ισχυρισμόν του, εκ προστήσεως ευθύνη τους, αλλά και εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας στην οποία είχε ασφαλιστεί το όχημα, ως εναγομένων 3.

 

Είναι χρήσιμο να εξηγηθεί ότι, ως προκύπτει, το εν λόγω όχημα είχε πωληθεί από τους εναγόμενους 2 στον εναγόμενο 1, με πρόβλεψη καταβολής του τιμήματος διά μηνιαίων δόσεων, το όχημα παρέμεινε εγγεγραμμένο επ’ ονόματι των εναγομένων 2 και ασφαλίστηκε από αυτούς στους εναγόμενους 3 για ευθύνη έναντι τρίτου.

 

Επίδικα θέματα, πέραν της ευθύνης των εμπλεκομένων οδηγών και των ζημιών που ο ενάγων υπέστη και, κατ’ επέκταση, των αποζημιώσεων που δικαιούτο, αποτέλεσαν το κατά πόσο οι εναγόμενοι 2 ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνοι για τυχόν αμέλεια του εναγομένου 1, αλλά και το κατά πόσο το εκδοθέν ασφαλιστήριο έγγραφο κάλυπτε τον εναγόμενο 1, εφόσον, σύμφωνα με τους εναγόμενους 3, αυτός, ως εκ της πώλησης του οχήματος σ’ αυτόν, απέκτησε την κυριότητα του οχήματος, ανεξαρτήτως του ότι το όχημα παρέμεινε εγγεγραμμένο στο όνομα των εναγομένων 2. Δικονομικά, επί των θεμάτων που αφορούν το ζήτημα της ασφάλειας, οι εναγόμενοι 3 καταχώρισαν ειδοποίηση προς συνεναγόμενους προς τους εναγόμενους 1 και 2, ως έπραξε και ο εναγόμενος 1 προς τους εναγόμενους 2 και 3. Μεταξύ εναγομένων 2 και 3, αντηλλάγησαν και δικόγραφα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, κατέληξε ότι η ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα θα έπρεπε να καταμεριστεί σε ποσοστό 80% εναντίον του εναγομένου 1 και 20% εναντίον του ενάγοντα. Κατέληξε, περαιτέρω, ότι οι εναγόμενοι 3 ήσαν υπεύθυνοι, καθότι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ο εναγόμενος 1 καλύπτετο από έγκυρη και σε ισχύ ασφάλεια. Στη βάση αυτής της κατάληξης, έκρινε ότι οι αξιώσεις του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου 1 ήταν αβάσιμες και απέρριψε την αγωγή εναντίον του. Απέρριψε, επίσης, την αγωγή εναντίον των εναγομένων 2, αφού έκρινε ότι δεν υφίστατο εκ προστήσεως ευθύνη από μέρους τους. Συνακόλουθα, εξέδωσε απόφαση, ως ακολούθως:

 

«(Ι)         Η αγωγή σε όση έκταση αφορά στους εναγομένους αρ.3 επιτυγχάνει. 

Κατά συνέπειαν και εφ'όσον ο εναγομένος αρ.1 κρίνεται ως υπεύθυνος για το δυστύχημα κατά 80%, και επί τη βάσει αυτού του ποσοστού ευθύνης, επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντος και εναντίον των εναγομένων αρ.3 τα ακόλουθα ποσά: (1) €72.000 (€90.000x80%:100%) ως γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που αυτός υπέστηκε και τις συνέπειές τους, (2) €16.000 ως η απώλεια της εργασιακής του ικανότητας (€20.000x80%:100%) και (3) €21.124 (€26.405x80%:100%) ως οι ειδικές αποζημιώσεις. 

Το ποσά των €72.000 και των €16.000 θα φέρουν τόκο με νόμιμο επιτόκιο από τις 15.12.2009, ημερομηνία κατά την οποίαν συνέβηκε το δυστύχημα, μέχρι να εξοφληθούν. Το ποσόν των €21.124 θα φέρει τόκο με νόμιμο επιτόκιο από την 6.10.2011, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, μέχρι να εξοφληθεί. 

Τα έξοδα της αγωγής, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντος και εναντίον των εναγομένων αρ.3. 

            (ΙΙ)        Η αγωγή σε όση έκταση αφορά στους εναγομένους αρ.1 και 2, αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

Τα έξοδα της αγωγής, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων αρ.1 και 2 και εναντίον του ενάγοντος. 

            Περαιτέρω, εκδίδεται διαταγή διά της οποίας οι εναγόμενοι αρ.3 διατάσσονται να καταβάλουν στον ενάγοντα και τα έξοδα τα οποία αυτός διετάχθηκε να καταβάλει στους εναγομένους αρ.1 και 2.

 

            (ΙΙΙ)       Η απαίτηση των εναγομένων αρ.3 εναντίον των εναγομένων αρ.2 αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επειδή η εκδίκαση της απαίτησης αυτής έγινε στο πλαίσιο εκδίκασης της αγωγής, δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.

            (IV)      Η ανταπαίτηση των εναγομένων αρ.2 εναντίον των εναγομένων αρ.3 επιτυγχάνει. Δεδομένης της ήδη διατυπωθείσας κρίσης περί της αποκλειστικής ευθύνης των εναγομένων αρ.3 να καλύψουν τις ζημίες του ενάγοντος και δεδομένης της ήδη διατυπωθείσας κρίσης περί της απουσίας οιασδήποτε σχετικής ευθύνης των εναγομένων αρ.2, κρίνεται αχρείαστη η έκδοση των δηλωτικών αποφάσεων που επιδιώκονται δια της ανταπαίτησης αυτής. Περαιτέρω, και επειδή η εκδίκαση της ανταπαίτησης αυτής έγινε στο πλαίσιο ακρόασης της αγωγής, δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.»

 

          Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβάλλεται, με την παρούσα έφεση, από τους εναγόμενους 3 πρωτοδίκως (εφεσείοντες). Ως εφεσίβλητοι έχουν καταστεί οι ενάγοντας, ως εφεσίβλητος 1, εναγόμενος 1, ως εφεσίβλητος 2 και εναγόμενοι 2, ως εφεσίβλητοι 3. Με την έφεση, εγείρονται συνολικά δέκα λόγοι έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1 έως 6 αφορούν θέματα ουσίας της αξίωσης του εφεσίβλητου 1. Οι λόγοι έφεσης 7 έως 9 αφορούν την εγειρόμενη υπεράσπιση των εφεσειόντων περί μη ασφαλιστικής κάλυψης του εφεσίβλητου 2, ενώ ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά την πρωτόδικη κρίση ως προς την επιδίκαση των εξόδων.

 

          Από την πλευρά του, ο εφεσίβλητος 1 καταχώρησε ειδοποίηση αντέφεσης, εγείροντας τρεις λόγους που αφορούν, ο πρώτος, το καταμερισθέν ποσοστό ευθύνης προς 20% εις βάρος του, ο δεύτερος, την απόρριψη της αγωγής εναντίον του εφεσίβλητου 2, και ο τρίτος, τις γενικές αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν.

 

          Η διαδικασία παρέμεινε σε αυτό το δικονομικό πλαίσιο, με τους εφεσείοντες να καταχωρούν περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την έφεση τους και έτερο περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την αντέφεση του εφεσίβλητου 1, ενώ ο εφεσίβλητος 1 καταχώρισε περίγραμμα αγόρευσης αναφορικά με την έφεση και την αντέφεση. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3, έχοντας εναντίον τους την έφεση των εφεσειόντων, καταχώρισαν το περίγραμμα αγόρευσης τους αναφορικά με αυτήν. Από πλευράς των εφεσιβλήτων 3, εγείρονται, ως προδικαστικά ζητήματα, ενστάσεις σε σχέση με το ότι η έφεση είναι αλυσιτελής, εφόσον ουσιαστικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκαν, καθώς επίσης, με το ότι οι λόγοι έφεσης είναι ατελείς και, συνεπώς, θνησιγενείς.

 

          Έχουμε μελετήσει διεξοδικά κάθε τι σχετικό με την παρούσα, ενώπιον μας, διαδικασία, περιλαμβανομένων των εγειρόμενων λόγων έφεσης και αντέφεσης, της αιτιολογίας αυτών και της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων όλων των εμπλεκομένων πλευρών και των εγειρόμενων από αυτούς θεμάτων. Απαιτείται, κατά την άποψη μας, μία ορθολογιστική σειρά εξέτασης των εγειρόμενων θεμάτων, ώστε να αποφασιστούν, με επάρκεια, όσα καθίσταται αναγκαίο να αποφασιστούν.

 

          Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι που κρίνεται ότι προέχει η εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν την ασφαλιστική κάλυψη του εφεσίβλητου 2 από τους εφεσείοντες. Τούτου δοθέντος, θα πρέπει να εξεταστούν πρώτα τα όσα οι εφεσίβλητοι 3 προβάλλουν υπό τύπο προδικαστικών ενστάσεων και τα οποία αφορούν τους εν λόγω λόγους έφεσης. Το τι οι εφεσίβλητοι 3 επικαλούνται είναι ότι οι εφεσείοντες δεν εφεσιβάλλουν με αυτοτελείς λόγους έφεσης συγκεκριμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αποτέλεσμα, ως εισηγούνται, το ουσιαστικό μέρος αυτό της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο οδήγησε στην κατάληξη ύπαρξης έγκυρης ασφαλιστικής κάλυψης, να μην έχει εφεσιβληθεί. Εισηγούνται, επίσης, ότι η μη αμφισβήτηση των ως άνω συγκεκριμένων συμπερασμάτων και ο τρόπος διατύπωσης των λόγων έφεσης και αιτιολογίας αυτών τους καθιστούν θνησιγενείς.

 

          Με τον έβδομο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ως λανθασμένη, η απόρριψη της αξίωσης των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων 3 και η απόφαση ότι, κατά την οδήγηση του οχήματος από τον εφεσίβλητο 2, υπήρχε ισχυρή και έγκυρη ασφαλιστική κάλυψη για την ευθύνη του οποίου οι εφεσείοντες όφειλαν να αποζημιώσουν τον εφεσίβλητο 1. Τον λόγο έφεσης αυτόν, οι εφεσείοντες αιτιολογούν στη βάση έντεκα στοιχείων, τα οποία εξειδικεύουν. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται παραλείψεις και σφάλματα που αφορούν εφαρμογή νομολογίας, αξιολόγησης μαρτυρίας και διαπίστωσης συμπερασμάτων.

 

          Με τον όγδοο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ως λανθασμένη, η από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου επίκληση του δόγματος της συμβατικής σχέσης (privity of contract) ώστε να κριθεί ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούντο να επικαλούνται τη συμφωνία πώλησης του οχήματος, αντλώντας από αυτήν δικαιώματα. Αιτιολογικά, προβάλλεται ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός των εφεσειόντων, αλλά ότι επικαλέστηκαν τη συμφωνία πώλησης ως στοιχείο απόδειξης του ισχυρισμού τους περί έλλειψης ασφαλιστικού συμφέροντος, κάτι το οποίο οι εφεσίβλητοι 3 απέκρυψαν.

 

          Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά πρωτόδικη κρίση περί αντιφατικών ισχυρισμών και αιτιολογείται συναφώς.

 

          Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι εισηγήσεις των εφεσιβλήτων 3. Ως πρώτη παρατήρηση, ορθό είναι να λεχθεί ότι τέτοια θέματα δεν ηγέρθησαν κατά την προδικασία, κατά την οποία, σύμφωνα με το Μέρος 41.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 εξετάζεται, μεταξύ άλλων, αν η ειδοποίηση έφεσης συνάδει προς τους κανονισμούς και το Εφετείο δύναται να επιληφθεί κάθε συναφούς θέματος και να εκδώσει κάθε πρέπουσα διαταγή ή οδηγία σε σχέση με οποιαδήποτε παρατυπία και την τυχόν θεραπεία της. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα, η πλευρά των εφεσειόντων να είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί ή και να ενεργήσει αναλόγως. Εν πάση περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δίδοντας οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων, έκρινε και την επάρκεια της διατύπωσης των λόγων έφεσης.

 

          Επί της ουσίας, όμως, του τι εγείρεται, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι, με αναφορά στον έβδομο λόγο έφεσης, προφανώς τα σφάλματα τα οποία προσβάλλονται αφορούν το ίδιο αντικείμενο και όχι δύο διαφορετικά και ανεξάρτητα σφάλματα. Εύκολα δε, διαπιστώνεται το τι προσβάλλεται καθώς επίσης, και οι λόγοι που στοιχειοθετούν το σφάλμα.

 

          Δεν προσομοιάζει με την παρούσα η νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε η πλευρά των εφεσιβλήτων 3. Στην Polytropo Advertising Limited v. Adboard Ltd, (2003) 1 ΑΑΔ 1486, το τι κρίθηκε είναι ότι συγκεκριμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν εφεσιβλήθηκε, αποτελούσε αυτοτελή λόγο ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος. Επομένως, ακόμη και να κρινόταν ότι λανθασμένα ακυρώθηκε το προσωρινό διάταγμα πρωτόδικα, στη βάση των προβληθέντων λόγων έφεσης, παρέμενε ισχυρός ο λόγος ακύρωσης του διατάγματος που δεν εφεσιβλήθηκε. Στην Marketrends Insurance Co Ltd v. Μιχαήλ, (2006) 1 ΑΑΔ 740, κρίθηκε βάσιμος ο μοναδικός λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλετο η πρωτόδικη απόρριψη αγωγής. Επομένως, η έφεση πέτυχε, όμως, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε, δηλαδή δεν εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας καθότι, ως λέχθηκε, η μοναδική μαρτυρία που παρουσίασε προς υποστήριξη της απαίτησης της απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως απαράδεκτη και εξ ακοής. Το σαφές αυτό εύρημα δεν εφεσιβλήθηκε και παρέμενε ισχυρό. Στη δε Φυλακτού ν. Δημοκρατίας, (2001) 3 ΑΑΔ 321, το τι εμπόδισε το Εφετείο να επιληφθεί της ουσίας της υπόθεσης ήταν το ότι ουδόλως εφεσιβλήθηκε η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βεβαιωτική και, συνεπώς, μη εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

          Ως προς τη δεύτερη εγειρόμενη ένσταση των εφεσιβλήτων 3, στην Κρομμύδα ν. Γιάγκου, (1994) 1 ΑΑΔ 665, δεν καθορίστηκαν ούτε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία αμφισβητούντο, ούτε τα συμπεράσματα τα οποία προσβάλλονταν. Επομένως, εξέλιπε το βάθρο προς το οποίο θα μπορούσε να συσχετισθεί η αιτιολόγηση που παρεχόταν, η οποία, επίσης, ήταν αόριστη σε βαθμό που, συσχετιζόμενη με τη βάση της έφεσης, καθιστούσε αδύνατο τον προσδιορισμό του επίδικου θέματος της έφεσης. Εις δε την Ταμείο Πρόνοιας Πιλότων και Ιπτάμενων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd, Πολιτική Έφεση 280/2012, ημερομηνίας 21.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479, κρίθηκε ως ατελής, λόγος έφεσης με τον οποίο δεν προσδιοριζόταν με σαφή τρόπο το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εξηγήθηκε ότι καταλογιζόταν « αορίστως  ότι «έσφαλε νομικώς και/ή διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο και/ή τα γεγονότα».  Και αυτό στη βάση 12 θέσεων οι οποίες εν είδη αιτιολογίας - όπως επισημάνθηκε - καταλογίζουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο αντίστοιχο αριθμό σφαλμάτων που, όπως ορθώς επισημάνθηκε από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των εφεσιβλήτων, συνιστούν ξεχωριστούς λόγους έφεσης, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν στοιχειοθετούνται από ξεχωριστή αιτιολογία όπως απαιτεί η νομολογία.  Πρόκειται κατά την άποψή μας  για έκδηλη και κλασσική περίπτωση ατελούς λόγου έφεσης και ως τέτοιος δεν μπορεί να εξεταστεί και απορρίπτεται.»

 

          Ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, ο λόγος έφεσης συντίθεται πρώτο από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Ατελής, και κατά συνέπεια υποκείμενος σε απόρριψη, είναι λόγος έφεσης που υπολείπεται το ένα ή το άλλο.

 

          Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι υπό αναφορά λόγοι έφεσης προσδιορίζουν το επικαλούμενο σφάλμα και τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Το αν τέτοιοι λόγοι, από μόνοι τους, θα μπορούσαν να προδιαγράψουν ξεχωριστό λόγο έφεσης, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αποτελούν τέτοια προβαλλόμενη αιτιολογία προς αμφισβήτηση της επάρκειας της πρωτόδικης κρίσης επί του εξεταζόμενου θέματος. Η περίπτωση κατά την οποία, επί της ουσίας, ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμένουν χωρίς οποιανδήποτε αμφισβήτηση, και συνεπώς, παραμένουν ισχυρά, αποτελεί άλλο ζήτημα.  Με τα δεδομένα, ως είναι ενώπιον μας, δεν βρίσκουμε έρεισμα στις εισηγήσεις των εφεσιβλήτων 3.  Δεν εντοπίζουμε να προκύπτει οποιαδήποτε σύγχυση ή αμφιβολία αναφορικά με το τι οι εφεσείοντες προσβάλλουν και αμφισβητούν από τα αποφασισθέντα πρωτοδίκως.  Το να λεχθεί ότι οι εφεσείοντες δεν αμφισβητούν τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα ήταν άτοπο. Επομένως, προχωρούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης.

 

          Όσον αφορά το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας συνοψίσει τις θέσεις των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων 3, εξέτασε και κατέληξε επί του θέματος ως εξής:

 

« (7)(3) Όσον αφορά στους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα της πλευράς των εναγομένων αρ. 3 περί ακυρότητας του καλυπτικού σημειώματος (τεκμήριο 28) και του ασφαλιστηρίου εγγράφου (τεκμήριο 4) και/ή περί της ευθύνης των εναγομένων αρ. 2, παρατηρούνται και διαπιστώνονται τα εξής: (α) Ως ο εναγόμενος αρ.1 XXXXX Θεοδούλου (Μ.Υ.1) και ο XXXXX Βασιλείου (Μ.Υ.5) εδήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου,  η συμφωνία πώλησης του αυτοκινήτου, η οποία συνήφθηκε μεταξύ του πρώτου και των εναγομένων αρ.2, περιελάμβανε τον ρητό όρο πως η μεταβίβαση της κυριότητας και η εγγραφή του επ΄ονόματι του πρώτου θα ελάμβανε χώρα αμά τη εξοφλήσει της τιμής πώλησης. Η τιμή πώλησης θα εξοφλείτο μεταγενέστερα με δόσεις. Για το λόγον αυτό οι εναγόμενοι αρ.2, ως οι ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου, μερίμνησαν, ιδίοις εξόδοις, για την ασφαλιστική κάλυψή του αυτοκινήτου όταν αυτό παρεδόθηκε στον εναγόμενο αρ.1. Μετά την παράδοση του αυτοκινήτου στον εναγόμενο αρ.1 αυτός το οδηγούσε με την σύμφωνη γνώμη και την εξουσιοδότηση των εναγομένων αρ.2. Μετά το δυστύχημα, οι εναγόμενοι αρ.2 παρέλαβαν το αυτοκίνητο ως οι ιδιοκτήτες του. Η μαρτυρία αυτή δεν αντεκρούσθηκε με την παρουσίαση θετικής, πλήρους και αξιόπιστης μαρτυρίας περί του αντιθέτου. Δεν επαρουσιάσθηκε θετική, πλήρης και αξιόπιστη μαρτυρία η οποία να παρουσιάζει μια άλλην συνεννόηση μεταξύ του εναγομένου αρ.1 και των εναγομένων αρ.2, εν σχέσει με τους όρους πώλησης του αυτοκινήτου, δεν επαρουσιάσθηκε θετική, πλήρης και αξιόπιστη μαρτυρία η οποία παρουσιάζει τον εναγόμενο αρ.1 ως το πρόσωπο το οποίο ανέλαβε, ιδίοις εξόδοις, την ασφάλιση του αυτοκινήτου και ούτε επαρουσιάσθηκε μαρτυρία η οποία να παρουσιάζει τον εναγόμενο αρ.1 να διατηρεί την κατοχή του αυτοκινήτου μετά από το δυστύχημα. 

            Εν όψει τούτων, διαπιστώνεται πως, κατά το χρόνο συνομολόγησης του καλυπτικού σημειώματος και του ασφαλιστηρίου εγγράφου (τεκμήρια 28 και 4, αντιστοίχως) ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου ήσαν οι εναγόμενοι αρ.2. Συνεπώς, οι περί τούτου δηλώσεις τους προς τους διαμεσολαβητές «Stelios Insurance Agencies Ltd" ήσαν ακριβείς. Διαπιστώνεται, επίσης, πως κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το δυστύχημα, ο εναγόμενος αρ.1 οδηγούσε το αυτοκίνητο κατ΄εξουσιοδότησιν των εναγομένων αρ.2, ως η επίδικη ασφαλιστική κάλυψη επιτρέπει. Για τους λόγους αυτούς ουδεμία ακυρότητα του πιστοποιητικού κάλυψης και του ασφαλιστηρίου εγγράφου (τεκμήρια 28 και 4, αντιστοίχως) συντρέχει. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο εναγόμενος αρ.1 εκαλύπτετο από έγκυρη και εν ισχύι ασφάλεια, για την οποίαν υπεύθυνοι ήσαν οι εναγόμενοι αρ.3.

            Ως εκ τούτου, οι αξιώσεις του ενάγοντος εναντίον του εναγομένου αρ.1 είναι αβάσιμες. Η αγωγή σε όση έκταση αφορά στον εναγόμενο αρ.1 οδηγείται σε αποτυχία. 

(7)(4) Επί τη βάσει του δόγματος της συμβατικής σχέσης (privity of contract), συμβατικά δικαιώματα και συμβατικές υποχρεώσεις δημιουργούνται μόνον μεταξύ των συμβαλλομένων (Πίριλλος ν. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ.1153 και απόφαση στην Πολιτική Έφεση αρ.348/2009 Eurogal Surveys Ltd v D.Trade International Ltd, ημερ.17.10.2014). Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι αρ.3 δεν αποτελούν συμβαλλόμενο μέρος στην συμφωνία πώλησης του αυτοκινήτου, η οποία συνήφθηκε μεταξύ των εναγομένων αρ.2 και του εναγομένου αρ.1 και η οποία επιμαρτυρείται από το τεκμήριο 3. Κατά συνέπειαν, οι εναγόμενοι αρ.3 δεν δικαιούνται να επικαλούνται την συμφωνία αυτή  για να αντλήσουν δικαιώματα και ούτε δικαιούνται να την χρησιμοποιούν ως έρεισμα της αξίωσής τους να θεωρηθούν ως μη δεσμευόμενοι από την επίδικη ασφαλιστική κάλυψη. Ειδικότερα, και επί τη βάσει του δόγματος της συμβατικής σχέσης (privity of contract), οι εναγόμενοι αρ.3 δεν δικαιούνται να επικαλούνται τον όρο περί της υποχρέωσης του εναγομένου αρ.1 να ασφαλίσει το αυτοκίνητο (τεκμήριο 3) για την προώθηση των θέσεών τους.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, επίσης, την εγειρόμενη από τους εφεσείοντες θέση περί μη κάλυψης χρήσης που σχετίζεται με την εμπορία οχημάτων και κατέληξε πως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τόσο το καλυπτικό σημείωμα, όσο και το ασφαλιστήριο έγγραφο ήταν έγκυρα και ισχυρά και παρείχαν ασφαλιστική κάλυψη στον εφεσίβλητο 2.  Κάλυψη για την οποία αποκλειστικώς υπεύθυνοι ήταν οι εφεσείοντες, χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε ευθύνη από τους εφεσίβλητους 3 προς τους εφεσείοντες. 

 

          Τα παράπονα των εφεσειόντων εστιάζονται, μεταξύ άλλων, στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στη σχετική με το θέμα νομολογία και συνοπτικά και χωρίς αιτιολογία απέρριψε την αξίωση των εφεσειόντων.  Επί τούτου δε, αξιολόγησε τη μαρτυρία κατά αντίθεση των νομολογιακών αρχών, ενώ η διαπίστωση ότι η συμφωνία πώλησης του οχήματος περιελάμβανε ρητό όρο πως η μεταβίβαση της κυριότητας και εγγραφή του οχήματος επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 2 θα λάμβανε χώραν άμα τη εξοφλήσει της τιμής πώλησης είναι αντίθετη με το περιεχόμενο της εγγράφου συμφωνίας (Τεκμήριο 3).  Με αυτό τον τρόπο, οι εφεσείοντες εισηγούνται, εισήχθη στη γραπτή συμφωνία, αυθαίρετα, εξωγενής μαρτυρία.  Περαιτέρω, προβάλλεται η θέση ότι, με την πώληση του οχήματος με δόσεις, ο εφεσίβλητος 2 δεν ενέπιπτε στην κατηγορία του εξουσιοδοτημένου οδηγού, σύμφωνα με τη νομολογία που τέθηκε υπόψιν του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στην οποία αυτό δεν αναφέρθηκε.  Παραπονούνται, επίσης, για την παραγνώριση ρητού όρου στη συμφωνία πώλησης περί ασφάλισης από τον αγοραστή, ενώ λήφθηκε υπόψιν το άσχετο γεγονός της κατοχής του οχήματος, μετά το δυστύχημα, από τους εφεσίβλητους 3.  Η απόκρυψη, εκ μέρους των εφεσιβλήτων 3, από τους εφεσείοντες, της πώλησης του οχήματος και η μη ύπαρξη ασφαλιστικού συμφέροντος των εφεσιβλήτων 3, κατά την ασφάλιση του οχήματος, συμπληρώνουν τη βάση αμφισβήτησης της πρωτόδικης κρίσης, μαζί με το ότι η επίκληση της συμφωνίας πώλησης δεν έγινε προς άντληση δικαιωμάτων από αυτήν αλλά προς τεκμηρίωση της μη ύπαρξης ασφαλιστικού συμφέροντος στους εφεσίβλητους 3.

 

          Είναι βάσιμα, θεωρούμε, τα παράπονα των εφεσειόντων.  Ξεκινώντας από την τελευταία, πιο πάνω, αναφορά, η οποία συνθέτει τον όγδοο λόγο έφεσης, αλλά συνδέεται και με τα ευρύτερα θέματα του έβδομου λόγου έφεσης, είναι προφανές ότι η έγερση του σημείου του περιεχομένου της συμφωνίας πώλησης του οχήματος (Τεκμήριο 3) ουδόλως απέβλεπε στην αναζήτηση δικαιώματος εκ μέρους των εφεσειόντων από αυτή.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε ο ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3 συμφώνησαν όπως η κυριότητα στο όχημα παραμείνει στους πωλητές μέχρι την εξόφληση του τιμήματος.  Σαφώς, το περιεχόμενο της γραπτής συμφωνίας πώλησης, το οποίο δεν περιλαμβάνει τέτοιο όρο και μάλιστα περιέχει όρο που προνοεί για την ασφάλιση του οχήματος από τον αγοραστή, θεμιτά μπορεί να προβληθεί ως στοιχείο μαρτυρίας το οποίο διαψεύδει τέτοιο ισχυρισμό και, κατ’ επέκταση, τεκμηριώνει τη θέση περί μη ύπαρξης ασφαλιστικού συμφέροντος και απόκρυψης του γεγονότος κατά την ασφάλιση του οχήματος από τους εφεσίβλητους 3. Λανθασμένη, συνεπώς, κρίνεται η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως ανωτέρω προβάλλεται, καθιστώντας βάσιμο τον όγδοο λόγο έφεσης.

 

          Παρεμβάλλεται, στο στάδιο αυτό, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον τρόπο που διαχειρίστηκε την εξέταση του θέματος, ως αποτυπώνεται στο πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, άφησε τις αναφερόμενες διαπιστώσεις του, δικαίως, να υπόκεινται σε αμφισβήτηση.  Συναφώς, αποδέχθηκε την ως άνω ύπαρξη ρητού όρου πως η μεταβίβαση της κυριότητας και η εγγραφή του οχήματος επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 2 θα γινόταν με την εξόφληση του οχήματος επειδή αυτό δήλωσαν ο εφεσίβλητος 2 και ο διευθυντής των εφεσιβλήτων 3.  Όμως, δεν προκύπτει πουθενά η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Ούτε φαίνεται να απασχόλησε το ενδεχόμενο οι εν λόγω μάρτυρες να κατέθεταν αυτό που τους βόλευε ώστε την ευθύνη να επωμίζονταν οι εφεσείοντες. 

 

Κρίθηκε, μάλιστα, ότι δεν παρουσιάστηκε θετική, πλήρης και αξιόπιστη μαρτυρία περί άλλης συνεννόησης των εφεσιβλήτων 2 και 3.  Υπήρχε, όμως, η καλύτερη μαρτυρία που ήταν το γραπτό κείμενο της συμφωνίας πώλησης (Τεκμήριο 3), το οποίο δεν περιλάμβανε τέτοιο όρο.  Δεν εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση γιατί το στοιχείο αυτό της μαρτυρίας παραγνωρίστηκε. 

 

          Δικαιολογήθηκε από την πιο πάνω διαπίστωση, και η ασφάλιση του οχήματος από τους εφεσίβλητους 3 και η παράδοση του στον εφεσίβλητο 2.  Κρίθηκε δε, ότι δεν υπήρξε θετική, πλήρης και αξιόπιστη μαρτυρία που να παρουσίαζε τον εφεσίβλητο 2 ως το πρόσωπο που ανέλαβε, ιδίοις εξόδοις, την ασφάλιση το οχήματος.  Υπήρχε όμως, ως ανωτέρω αναφέρεται, ο όρος αυτός στη συμφωνία πώλησης (Τεκμήριο 3), κάτι το οποίο, και πάλι, δεν εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση γιατί παραγνωρίστηκε. 

 

          Τα πιο πάνω, εμφανώς, καθιστούν τρωτά τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Δεδομένου ότι πρόκειται για τεκμήριο το οποίο δεν αμφισβητείται ως προς την ύπαρξη και περιεχόμενο του, καθίσταται προφανές ότι είμαστε σε θέση να κρίνουμε ότι το μοναδικό συμπέρασμα που θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ήταν άλλο.  Επρόκειτο για συμφωνία η οποία κατέστη γραπτή συμφωνία, περιλαμβάνοντας τους όρους που οι πλευρές είχαν πρόθεση να περιλάβουν σ’ αυτήν.  Δεν υπήρχε βάση αποδοχής αντίθετης εξωγενούς μαρτυρίας.  Το μόνο συμπέρασμα που προβάλλει είναι ότι οι εφεσίβλητοι 3 παρέδωσαν το όχημα στον εφεσίβλητο 2 για να το κατέχει και χρησιμοποιεί ως ο ίδιος επιθυμούσε, έστω και αν δεν εξοφλήθηκε το τίμημα αγοράς.  Ο ίδιος δε, θα έπρεπε να ενεργήσει για την ασφάλιση του. 

 

          Έχοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπιστώσει ότι ιδιοκτήτες του οχήματος ήταν οι εφεσίβλητοι 3, έκρινε ότι οι δηλώσεις τους προς τους διαμεσολαβητές των εφεσειόντων ήταν ακριβείς και ότι, κατά το δυστύχημα, ο εφεσίβλητος 2 οδηγούσε κατ’ εξουσιοδότηση των εφεσιβλήτων 3, ως η ασφαλιστική κάλυψη επέτρεπε.  Γι’ αυτό, δεν υπήρχε ακυρότητα του ασφαλιστηρίου.  Και πάλι, αφήνεται σύγχυση να αιωρείται ως προς το τι απεδέχθη το πρωτόδικο  Δικαστήριο.  Οι εφεσίβλητοι 3 προέβαλαν στη μαρτυρία ότι αποκάλυψαν την πώληση και ζήτησαν την ασφάλιση του εφεσίβλητου 2.  Όμως, αυτό συγκρούεται, τόσο με την πρόταση για ασφάλιση (Τεκμήριο 27), την οποία αυτοί υπέγραψαν και στην οποία πουθενά δεν αποκαλύπτεται η πώληση ή ο εφεσίβλητος 2, όσο και με την κατάθεση του μάρτυρα των εφεσιβλήτων 3 (Τεκμήριο 30) στην οποία αναφέρει ότι έδωσε οδηγίες για έκδοση καλυπτικού σημειώματος στο όνομα της εταιρείας του έναντι τρίτου.  Ο ίδιος είναι που έδωσε το όχημα στον εφεσίβλητο 2 για να το οδηγεί με τη συγκατάθεση του. 

 

          Υπό αυτά τα δεδομένα, προβάλλει ότι το συμπέρασμα, πρωτοδίκως, δεν μπορεί να είναι άλλο από το ότι το τι οι εφεσίβλητοι 3 απεκάλυψαν είναι αυτό που φαίνεται στο γραπτό κείμενο του Τεκμηρίου 30.  Αυτές τις δηλώσεις φαίνεται να αποδέχθηκε ως ακριβείς το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εξ ου και η παρεπόμενη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος 2 οδηγούσε με την εξουσιοδότηση των εφεσιβλήτων 3.  Αντίθετη θεώρηση, θα απαιτούσε εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση αφού θα σήμαινε ότι το εκδοθέν ασφαλιστήριο δεν συνήδε με την πρόταση για ασφάλιση του εφεσίβλητου 2.

 

          Επομένως, με τα ως άνω δεδομένα, ως ανωτέρω αναλύονται, όντως άσχετο παραμένει το τι έγινε με το όχημα μετά το δυστύχημα, ενώ, καθόλα σχετικά παραμένουν τα όσα προβλήθηκαν πρωτοδίκως σε σχέση με τα νομολογηθέντα επί του θέματος.

 

          Οι εφεσείοντες παρέπεμψαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και αναζήτησαν εφαρμογή των όσων αποφασίστηκαν στην Peters v. General Accident & Life Assurance Corpn, Ltd [1937] 4 All ER 328 και επικυρώθηκαν κατ’ έφεση ([1938] 2 All ER 267). Κρίθηκε ότι κατά το δυστύχημα, ο αγοραστής δεν μπορούσε να λεχθεί ότι οδηγούσε το όχημα κατ’ εντολή ή με την άδεια του πωλητή, αφού το όχημα αποτελούσε πλέον περιουσία του αγοραστή.  Το ότι δεν καταβλήθηκε ολόκληρο το τίμημα πώλησης παρέμενε άσχετο αφού ο πωλητής δεν διατήρησε συμφέρον στο όχημα.  Δεν φαίνεται να απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ως άνω.

 

          Όμοια προβάλλει να είναι και η κατάσταση πραγμάτων στην παρούσα.  Η πώληση του οχήματος με δόσεις δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτό παραδόθηκε στον εφεσίβλητο 2 για να το χρησιμοποιεί ως δικό του.  Δεν είχαν λόγο, οι εφεσίβλητοι 3, στη χρήση του οχήματος από τον εφεσίβλητο 2.  Διατηρούσαν, επί του προκειμένου, δικαίωμα για το υπόλοιπο του τιμήματος, όμως, ως προς τα λοιπά, το όχημα αποτελούσε περιουσία του εφεσιβλήτου 2, ο οποίος είχε πλέον το ασφαλιστικό συμφέρον για το όχημα.  Άλλωστε, αυτό συνάδει και με τη λογική των πραγμάτων, αφού αν ο πωλητής είχε δικαίωμα να ασφαλίσει το όχημα ο ίδιος και να δώσει αυτό στον αγοραστή να το οδηγεί με τη συγκατάθεση του, ενώ δεν έχει πλέον κατοχή αυτού, κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα της ασφαλιστικής εταιρείας να αξιολογήσει τον αγοραστή και να κρίνει αν είναι ασφαλίσιμος και με τί ασφάλιστρο.  Καθ’ όλα κατατοπιστικό είναι και το σκεπτικό στην ως άνω αγγλική υπόθεση, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση. 

 

          Τα πιο πάνω δεν διαφοροποιούνται από το πότε έγινε η πώληση και πότε η ασφάλιση, ούτε και η ως άνω νομολογία ανατράπηκε, ως εισηγείται η πλευρά του εφεσίβλητου 2.  Το τι λέχθηκε στην Siu Yin Kwan (Adminstratix of the Estate of Chan Ying Lung, Decd.) And another v. Eastern Insurance Co Ltd (The Osprey) [1994] 1 All ER 2013, ως προκύπτει και από το απόσπασμα στο οποίο παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος, είναι ότι «…there is nothing in Peters’ case which decides that a vendor cannot take out insurance on behalf of a purchaser, should he so wish, provided always, of course, that the information given to the insurers relates to the purchaser, and not the vendor»

 

          Στην περίπτωση μας, το Τεκμήριο 27 είναι ξεκάθαρο ότι επιζητείτο η ασφάλιση των εφεσιβλήτων 3 και όχι του εφεσίβλητου 2, αγοραστή, ο οποίος, σύμφωνα και με το πρωτόδικο Δικαστήριο, οδηγούσε κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και όχι ως καθορισμένο ασφαλισμένο πρόσωπο.

 

          Ως εκ των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κατάληξη του ότι υφίστατο έγκυρη και σε ισχύ ασφαλιστική κάλυψη του εφεσίβλητου 2 κατά τον χρόνο του δυστυχήματος.  Αναπόφευκτα, ως ασφαλιστήριο προς κάλυψη του εφεσίβλητου 2, το τι εκδόθηκε κατέστη άκυρο, ενώ, συνεπεία της παράδοσης του οχήματος στον εφεσίβλητο 2, ως αποτέλεσμα της πώλησης του σ’ αυτόν, οι εφεσίβλητοι 3 δεν είχαν ασφαλιστικό συμφέρον να το ασφαλίσουν.

 

          Βάσιμος, συνεπώς, κρίνεται και ο έβδομος λόγος έφεσης, οδηγώντας στον παραμερισμό της, επί του θέματος αυτού, πρωτόδικης απόφασης.  Στη βάση δε των ως άνω διαπιστώσεων μας, καθίσταται αναγκαίο όπως η πρωτόδικη κρίση αντικατασταθεί από κατάληξη ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσίβλητος 2 δεν καλύπτετο από ασφαλιστική κάλυψη των εφεσιβλήτων 3.  Με αποτέλεσμα, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπέρ του εφεσίβλητου 1 και εναντίον των εφεσειόντων να παραμερίζεται και η αξίωση των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων 3 να επιτυγχάνει, ως ανωτέρω αναλύεται. 

 

          Μια τέτοια κατάληξη συμπαρασύρει τους λόγους έφεσης 1 – 6 και 9, καθιστώντας αχρείαστη τη σε ακαδημαϊκό πλέον επίπεδο ενασχόληση του Εφετείου με αυτούς. Ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος καθίσταται, πλέον, και ο δέκατος λόγος έφεσης αφού ο λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην εκκαλούμενη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα, πλέον εξέλειπε.  Κατά συνέπεια, οι λόγοι έφεσης 1 – 6, 9 και 10 καθίστανται άνευ αντικειμένου και ως τέτοιοι απορρίπτονται.

 

          Παραμένουν προς εξέταση τα όσα αφορούν την αντέφεση μεταξύ εφεσιβλήτου 1 και εφεσειόντων.  Ως λέχθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης, ο εφεσίβλητος 1 έκρινε ορθό να αμφισβητήσει τα όσα αμφισβητεί από την πρωτόδικη απόφαση μέσω αντέφεσης. Στο πλαίσιο αυτό, περιορίστηκε εναντίον των εφεσειόντων, χωρίς να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε άλλου διαδίκου στην παρούσα υπόθεση. Σύμφωνα με τη Δ.35 Θ.10 των σε ισχύ κατά την καταχώριση της αντέφεσης Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας «10. It shall not under any circumstances be necessary for a respondent to make a cross-appeal; but if he intends upon the hearing of the appeal to contend that the decision of the Court below should be varied, he shall give a written notice of his intention, specifying in what respects he contends that the decision should be varied, to any parties or person who may be affected by his contention, and to the Registrar of the Court of Appeal. Such notice shall set forth fully the respondent's grounds and reasons therefor for seeking to have the decision varied on appeal.  …»

 

          Ο εφεσίβλητος 1 δεν έδωσε τέτοια ειδοποίηση προς τον εφεσίβλητο 2 ή τους εφεσίβλητους 3.

 

          Διαπιστώνεται από τους λόγους αντέφεσης ότι ο πρώτος και τρίτος λόγος αντέφεσης, θα μπορούσε να κριθεί ότι αφορούν τους εφεσείοντες, αφού, εφόσον η απόφαση περί ύπαρξης ευθύνης τους επικυρωνόταν, θα υπήρχε ενδεχόμενος επηρεασμός τους από την ενδεχόμενη ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης επί της ευθύνης του εφεσίβλητου 1 (πρώτος λόγος αντέφεσης) ή του ποσού των αποζημιώσεων (τρίτος λόγος αντέφεσης). Οι λόγοι αυτοί, όμως, έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου ως εκ της ως άνω κρίσης μας επί των λόγων έφεσης επτά και οκτώ.  Συνεπώς, εκ των πραγμάτων απορρίπτονται.

 

          Όσον αφορά το δεύτερο λόγο αντέφεσης, ο οποίος προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση να απορρίψει την αγωγή εναντίον του εφεσιβλήτου 2 ενώ αυτός είχε ευθύνη για το δυστύχημα, παρατηρείται ότι ο λόγος αυτός δεν αφορά τους εφεσείοντες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Αντιθέτως, τον μόνο που αφορά είναι τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος, όμως, δεν έχει καταστεί από τον εφεσίβλητο 1 διάδικο μέρος στην αντέφεση.

 

          Υπό αυτά τα δεδομένα, κρίνουμε ότι δεν μας παρέχεται ευχέρεια να εξετάσουμε τον εν λόγω λόγο αντέφεσης, μη έχοντας, ο εφεσίβλητος 2, που είναι το μόνο διάδικο μέρος το οποίο ο λόγος έφεσης αφορά, καταστεί μέρος της αντέφεσης, ώστε να έχει την ευκαιρία να ακουστεί και τοποθετηθεί επ’ αυτού.  Κρίνουμε ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε όχι μόνο τον ως άνω διαδικαστικό κανονισμό, αλλά και κάθε αρχή φυσικής δικαιοσύνης.

 

          Κατά συνέπεια, απορρίπτουμε και τον τρίτο λόγο αντέφεσης.

 

          Συνακόλουθα των ως άνω, η πρωτόδικη απόφαση, όσον αφορά την ευθύνη των εφεσειόντων έναντι του εφεσίβλητου 1 παραμερίζεται.  Η αγωγή του εφεσίβλητου 1 εναντίον των εφεσειόντων απορρίπτεται.  Η αξίωση των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων 3 επιτυγχάνει ως οι παράγραφοι (Α) και (Β) αυτής.  Ακυρώνεται, επίσης, η πρωτόδικη απόφαση καθ’ όσον αφορά τα έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.  Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου 1 τα πρωτόδικα έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

          Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 €4.200.- πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης. Λαμβανομένων υπόψη των κοινών εξόδων με την έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου 1 €1.000.- πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της αντέφεσης,

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.    

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.   

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο