ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥΡΑΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 88/2022, 7/4/2025
print
Τίτλος:
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥΡΑΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 88/2022, 7/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 88/2022)

 

8 Απριλίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥΡΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-------------------------------------------------------------

 

Χ. Στρατουράς, για τον Εφεσείοντα

Β. Μπίσσας για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Στις 22.4.2022, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας καταδίκασε τον Εφεσείοντα για τη μη χρήση μάσκας προστασίας προσώπου σε εξωτερικό χώρο, κατά παράβαση του Άρθρου 2.8 του περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων Παρεμπόδισης της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διατάγματος (Αρ. 52) του 2020 (Κ.Δ.Π. 520/20). Του επιβλήθηκε χρηματική ποινή ύψους 1.350. Το αδίκημα διαπράχθηκε στις 29.12.2020, στην οδό Στασικράτους στη Λευκωσία.

 

        Με τους  τρεις λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης και συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι: (α) καταδικάστηκε για ανύπαρκτο αδίκημα καθότι η Κ.Δ.Π. 520/20 (Διάταγμα Αρ. 52) εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και στερείτο έννομου αποτελέσματος, (β) εσφαλμένα η μαρτυρία του κρίθηκε αναξιόπιστη, (γ) είναι εσφαλμένη η ερμηνεία του Άρθρου 2 της Κ.Δ.Π. 520/20, ότι το κάπνισμα δεν περιλαμβανόταν στις εξαιρέσεις της χρήσης μάσκας σε εξωτερικούς χώρους. Με τον τέταρτο λόγο  έφεσης η ποινή προστίμου προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική.

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

(Ι) Κατά πόσο η Κ.Δ.Π. 520/20 εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας

 

        Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι η Κ.Δ.Π. 520/20 εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και αντίθετα προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η βάση της επιχειρηματολογίας του είναι εν συντομία η ακόλουθη: Συμφώνως του Άρθρου 6 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Διατάγματα να εκδίδει Κανονισμούς και επομένως δεν έχει καμία εξουσία να εκδίδει Διατάγματα. Συνακόλουθα, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εξουσιοδοτεί τον αρμόδιο Υπουργό να ασκεί εξουσία μόνον για την έκδοση Κανονισμών μέσω Διαταγμάτων, βάσει του Άρθρου 3(1) του περί Εκχωρήσεως της Ενάσκησης των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν.23/1962). Εν προκειμένω, η εκχώρηση από το Υπουργικό Συμβούλιο της εξουσίας έκδοσης Διαταγμάτων στον Υπουργό Υγείας, για τους σκοπούς που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 6 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, έγινε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και στερείτο έννομου αποτελέσματος. Επομένως, η Κ.Δ.Π. 520/20 είναι άκυρη εξ υπαρχής. Η δε καταδίκη του Εφεσείοντος για ανύπαρκτο αδίκημα παραβιάζει το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος.

 

        Σε περίπτωση που ο Υπουργός Υγείας εξουσιοδοτείτο από το Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του Άρθρου 6 του Κεφ. 260, να εκδίδει Κανονισμούς, αυτοί θα έπρεπε να κατατεθούν στη Βουλή, συμφώνως του Άρθρου 3(1),(2) του περί Καταθέσεως στην Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμου  του 1989 (Ν.99/1989). Η αναγκαιότητα κατάθεσης των Κανονισμών στη Βουλή για έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη, διασφαλίζει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, καθότι οι όποιοι περιορισμοί στα ανθρώπινα δικαιώματα που τίθενται με την έκδοση Κανονισμών για τους σκοπούς του Άρθρου 6 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, θα τυγχάνουν λεπτομερούς ελέγχου από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

        Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του επικαλείται την υπόθεση Partastampo Shipping and Fishing Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 370, αφορώσα τους περί Αλιείας (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2005 (Κ.Δ.Π. 354/2005), στην οποία, μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε ότι:

 

        «Η νομοθετική εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο για έκδοση Κανονισμών παρέχεται με πρόνοια να κατατεθούν αυτοί για έγκριση στη Βουλή των Αντιπροσώπων προτού τεθούν σε ισχύ και με την επιφύλαξη εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων να τους εγκρίνει ή να μην τους εγκρίνει ή να τους τροποποιήσει».

 

        Σε σχέση με την ερμηνεία του Άρθρου 6 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου και δη της φράσης «δύναται με Διατάγματα να εκδίδει Κανονισμούς», ο συνήγορος του Εφεσείοντος στηρίζει την εν λόγω εισήγηση στη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων (βλ. μεταξύ άλλων, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λίμιτεδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151).  

 

        Περιπλέον, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε να μην ακούσει προδικαστική ένσταση με την οποία ο Εφεσείων επιχείρησε να θέσει θέμα παραβίασης της αρχής nullum crimen nulla poena, sine lege  (κανένα αδίκημα, καμία ποινή, χωρίς νόμο) λόγω έκδοσης της Κ.Δ.Π. 520/20 καθ’ υπέρβαση  εξουσίας. Η εν λόγω θεμελιακή αρχή κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος (βλ. Μαρκίδης ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1999) 2 Α.Α.Δ. 598, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του Α.Ν. Λοίζου, σελ. 79-84) και το Άρθρο 7.1 της ΕΣΔΑ (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η έκδοση, του Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, σελ. 351-354). Ταυτόχρονα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε στον ευπαίδευτο συνήγορο ότι είναι θέμα το οποίο εάν επιθυμεί να το εγείρει στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, παραμένει ανοικτό προς εξέταση. Το κατ’ ισχυρισμό σφάλμα έγκειται στο ότι επειδή αφορούσε θέμα ουσίας το οποίο ανάγεται στο θεμέλιο της κατηγορίας, ο Εφεσείων είχε δικαίωμα να το εγείρει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (βλ. μεταξύ άλλων Κ.Ο.Τ. ν. Σωφρονίου (2008) 2 Α.Α.Δ. 803, Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 74/2020, ημερ. 31.7.2020, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η έκδοση, Γ.Μ. Πική, σελ. 145) και συνακόλουθα το Δικαστήριο όφειλε να το ακούσει στο στάδιο κατά το οποίο ηγέρθη. Ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι το σφάλμα αυτό συνιστά αφ΄ εαυτού λόγο ακύρωσης της καταδικαστικής απόφασης.

 

        Κατά κανόνα θέματα ουσίας τα οποία ανάγονται στο θεμέλιο της κατηγορίας, όπως εν προκειμένω η κατ’ ισχυρισμό ανυπαρξία ποινικού αδικήματος, θα πρέπει να εξετάζονται το συντομότερο δυνατό και μπορούν να εγερθούν από το ίδιο το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Εάν  τέτοιο θέμα εγερθεί από τον κατηγορούμενο στο προδικαστικό στάδιο τότε προέχει η εξέταση του καθότι τυχόν επιτυχία του θα είναι καθοριστική για την έκβαση της υπόθεσης. Η δίκη δεν πρέπει να αφήνεται να προχωρά όταν τίθεται ένα τέτοιας θεμελιακής φύσης ζήτημα. Στην Αντωνίου (ανωτέρω), υπογραμμίστηκε ότι η καταδίκη για αδίκημα το οποίο δεν προνοείται στο νόμο είναι τόσο ουσιαστικό και σοβαρό ζήτημα που εκθεμελιώνει την ποινική δίκη. Μάλιστα σε τέτοια περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι περιορισμοί που θέτει το Άρθρο 153 του Κεφ. 155, καθότι «η δίκη είναι εκ βάθρων ακροσφαλής» (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η έκδοση, Γ.Μ. Πική, σελ. 345).

 

        Στην Charilaou Bros Ltd v. Magnior Ltd κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 363, όπου θέμα κατάχρησης ηγέρθη από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορία, με αποτέλεσμα την απαλλαγή του κατηγορούμενου, χωρίς να προηγηθεί η εξέταση του κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αποφασίστηκε από τον Οικονόμου, Δ.:

 

        «Ζήτημα κατάχρησης μπορούσε να εγερθεί αυτεπάγγελτα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Το ότι ετέθη με το πέρας της υπόθεσης της κατηγορούσας πλευράς, δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο όφειλε, πριν να εξετάσει το ζήτημα της κατάχρησης, να είχε αποφανθεί επί του ζητήματος της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Εφόσον το δικαστήριο έκρινε ότι ετίθετο θέμα κατάχρησης, προείχε η εξέταση του θεμελιακού εκείνου θέματος, η απόφαση επί του οποίου θα μπορούσε να προκρίνει την τύχη της όλης υπόθεσης».

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Το εν λόγω σκεπτικό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και σε ένσταση επί της εγκυρότητας του κατηγορητηρίου λόγω ανυπαρξίας ποινικού αδικήματος. Θέμα για το οποίο μάλιστα δεν χρειάζεται να ακουστεί μαρτυρία ή να τεθεί κοινώς αποδεκτό υπόβαθρο γεγονότων, όπως απαιτείται  συνήθως για τα θέματα κατάχρησης διαδικασίας.

 

        Η Εφεσίβλητη υποστηρίζει την ορθότητα της πρακτικής την οποία ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενη την υπόθεση Μάρκου ν. Παπαγεωργίου, Ποιν. Έφ. 58/2016, ημερ. 16.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B89, στην οποία παρατηρείται ότι: «δεν είναι επιθυμητό να κατατεμαχίζεται η ποινική δίκη και να διεξάγονται ‘‘ενδιάμεσες δίκες’’ επί διαδικαστικών θεμάτων, όπως η παρούσα, όταν αυτά μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της δίκης, έτσι ώστε να μην δαπανάται δικαστικός χρόνος». Δεν εντοπίζεται πληροφόρηση στην εν λόγω απόφαση ως προς το ποια ήταν η φύση των διαδικαστικών θεμάτων τα οποία αποφασίστηκαν στο προδικαστικό στάδιο και κατά πόσον αφορούσαν ατέλεια η οποία ανάγεται στο θεμέλιο της κατηγορίας. Επομένως δεν θεωρούμε ότι ο λόγος της Παπαγεωργίου (ανωτέρω) βρίσκεται σε διάσταση με την κρίση μας επί του προκειμένου. Αντίθετα, εάν τέτοιας θεμελιακής φύσης θέμα, όπως το υπό συζήτηση, αφεθεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της δίκης αντί στο προδικαστικό στάδιο, θα οδηγήσει σε αχρείαστη ταλαιπωρία και έξοδα, πέραν του ότι στην περίπτωση προδικαστικής εξέτασης δεν θα κατατεμαχίσει τη δίκη εφόσον δύναται να προκρίνει το όλο αποτέλεσμά της.

 

        Εν προκειμένω υπήρχε μόνο μια κατηγορία και ένας μάρτυρας κατηγορίας (Αστυφύλακας). Tην ημέρα που ηγέρθη η προδικαστική ένσταση η υπόθεση ήταν ήδη προγραμματισμένη για ακρόαση. Μετά την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης, ακούστηκε η μαρτυρία του Αστυφύλακα, ολοκληρώθηκε η παρουσίαση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής, και αυθημερόν ο συνήγορος του Εφεσείοντα υπέβαλε εισήγηση για τη μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προβάλλοντας στο πλαίσιο αυτό τα όσα θα ήγειρε υπό μορφή προδικαστικής ένστασης. Με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 2.3.2022 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του Εφεσείοντος με λεπτομερή αιτιολογία και τον κάλεσε σε απολογία. Στην τελική του απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο επαναλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους είχε κρίνει ότι η Κ.Δ.Π. 520/20, εκδόθηκε σύννομα.

 

        Με κάθε σεβασμό βάσει των όσων έχουμε ήδη αναφέρει, διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εξετάσει το υπό συζήτηση θέμα πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Όμως, το εν λόγω σφάλμα δεν δύναται αφ’ εαυτού να καταστήσει την καταδίκη ακροσφαλή. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η Κ.Δ.Π. 520/20 στην οποία στηρίχτηκε η κατηγορία εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση του Εφεσείοντος, με το σκεπτικό ότι το Άρθρο 6 του Κεφ. 260, επιτρέπει στο Υπουργικό Συμβούλιο την έκδοση Κανονισμών και Διαταγμάτων, χωρίς την επιφύλαξη του δικαιώματος της Βουλής των Αντιπροσώπων να τους εγκρίνει, απορρίψει ή τροποποιήσει με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 99/1989. Το Άρθρο 7 του Κεφ. 260 ποινικοποιεί την παράβαση Κανονισμών ή Διαταγμάτων. Η δε εκχώρηση των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου στον Υπουργό Υγείας έγινε σύννομα με βάση το Άρθρο 3(1) του Ν.23/1962.  

 

        Το κατά πόσο το Άρθρο 6 του Κεφ. 260, εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Διατάγματα ή μόνο Κανονισμούς, αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 67/22, ημερ. 4.3.2024, αντικείμενο της οποίας ήταν η νομιμότητα Διατάγματος (το οποίο εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας με την Κ.Δ.Π. 142/2021), αφορώντος τον Καθορισμό Μέτρων για την Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

        «Διάταγμα ή Κανονισμοί;

 

        Υπενθυμίζουμε το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι επρόκειτο για Κανονισμούς που θα έπρεπε να είχαν κατατεθεί στη Βουλή για έγκριση σύμφωνα με τον Νόμο 99/1989. Είναι πρόδηλο, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, από τον τίτλο και μόνο του Άρθρου 6 του Κεφ. 260 (Εξουσία έκδοσης Κανονισμών) ότι πρόκειται για Κανονισμούς.

        ..……………………………………………………………………………………..

        Σημασία εν προκειμένω έχει το γεγονός ότι η ίδια η Βουλή με τον περί Λοιμοκάθαρσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2020, Ν. 31(Ι)/2020, τροποποίησε το Άρθρο 7 του βασικού Νόμου (Αδικήματα και Ποινές) διαχωρίζοντας ως διακριτές μεταξύ τους έννοιες τους Κανονισμούς αφενός και τα Διατάγματα αφετέρου. Η ίδια διάκριση εντοπίζεται και στο Άρθρο 7Α που προστέθηκε με τον περί Λοιμοκάθαρσης (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 2020, Ν.72(Ι)/2020. Την ίδια επίσης διάκριση εντοπίζουμε στους περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμοι του 1997 έως (Αρ.4) του 2022.

        Συνεπώς δεν πρόκειται για, κατ' ουσίαν, ταυτοσημία, όπως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα, ο οποίος υπέβαλε ότι το Άρθρο 6 εξουσιοδοτεί για την έκδοση Κανονισμών και όχι Διαταγμάτων και ότι τα Διατάγματα απλώς συνιστούν το μέσο δια του οποίου δημοσιεύονται οι Κανονισμοί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Τα Διατάγματα δεν αποτελούν το μέσο. Αποτελούν αυτοτελείς πράξεις, η παράβαση των οποίων συνιστά ποινικό αδίκημα (Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ.74/2020, 31.7.2020).  Παράλληλα από το λεκτικό του Άρθρου 6 προκύπτει ότι τούτο εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο για την έκδοση Κανονισμών.

        Εν πάση περιπτώσει, εάν χρειάζεται να αναφερθούμε, η πρόθεση του νομοθέτη προβάλλει με σαφήνεια: Το Άρθρο 6 εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Διατάγματα για τη λήψη μέτρων για την παρεμπόδιση εξάπλωσης επικίνδυνων μολυσματικών ασθενειών. Πρόκειται για καταστάσεις που απαιτούν άμεσες ενέργειες και δεν συνάδουν με τις προβλεπόμενες διαδικασίες αναφορικά με Κανονισμούς (Άρθρο 3(1) του Νόμου 99/1989)».

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Επομένως, με βάση τα αποφασισθέντα στην Βαρνακίδης (ανωτέρω), το Υπουργικό Συμβούλιο κέκτηται εξουσία έκδοσης Διαταγμάτων με βάση το Άρθρο 6 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου

 

        Περιπλέον, στην ίδια υπόθεση αποφασίστηκε: (α) ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να εκχωρήσει νομοθετική εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο σε σχέση με περιορισμούς σε θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες τα οποία κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, σε ό,τι αφορά «στη θέσπιση της μορφής, του τρόπου και άλλων λεπτομερών διατάξεων για την υλοποίηση και την εφαρμογή των συγκεκριμένων περιορισμών εντός του πλαισίου όπως καθορίστηκε από το νόμο, π.χ. δια της προσθήκης περαιτέρω στοιχείων ή περιπτώσεων που εμπίπτουν στον εν λόγω περιορισμό», και (β) ότι το Υπουργικό Συμβούλιο νομιμοποιείτο να εκχωρήσει περαιτέρω την εξουσία του στον αρμόδιο Υπουργό καθότι το συγκεκριμένο διάταγμα αποτελούσε πράξη διοικητικής ή εκτελεστικής φύσης. To Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο όπως εκδίδει κανονιστικά και εκτελεστικά των νόμων διατάγματα, ως οι νόμοι ορίζουν.

 

        Η υπόθεση Partastampo (ανωτέρω) την οποία επικαλείται ο συνήγορος του Εφεσείοντος διακρίνεται από την παρούσα. Όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (σελ. 6) για το ζήτημα της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και υποστηρίζεται στην αγόρευση της Εφεσίβλητης, η υπόθεση εκείνη αφορούσε την έκδοση Κανονισμών με βάση τον περί Αλιείας Νόμο, Κεφ. 135, στον οποίο μάλιστα υπήρχε ρητή πρόνοια [Άρθρο 6(4)] για κατάθεση τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς έγκριση, απόρριψη ή τροποποίηση. Σημαντικό είναι επίσης ότι το Άρθρο 3(1) του Ν.99/1989, αναφέρεται μόνο σε υποχρέωση κατάθεσης Κανονισμών στην Βουλή χωρίς να περιλαμβάνει την υποχρέωση κατάθεσης Διαταγμάτων.

 

(ΙΙ)   Η αρχή του Δικαστικού προηγούμενου - Κατά πόσο δικαιολογείται απόκλιση από την Βαρνακίδης

 

        Κατά τις ενώπιον μας προφορικές αγορεύσεις ο συνήγορος για τον Εφεσείοντα μας κάλεσε να αποστούμε από τον λόγο της Βαρνακίδης (ανωτέρω) την οποία θεωρεί εσφαλμένη. Συμφώνως της νομολογίας απόκλιση από προηγούμενη απόφαση επιτρέπεται όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις κάτωθι αυστηρές προϋποθέσεις:

 

        (α)   ύπαρξη λόγων κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου,

        (β)   εάν η προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου, ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα.

 

        (βλ. μεταξύ άλλων, Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Ρόναλτ Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401).

 

        Εν προκειμένω, πέραν του ότι συμφωνούμε πλήρως με τον λόγο της Βαρνακίδης, επισημαίνεται ότι ακόμη και εάν, με κάθε σεβασμό, διαφωνούσαμε με την ερμηνεία που δόθηκε στο Άρθρο 6 του Κεφ. 260, αυτό δεν θα αποτελούσε βάσιμο λόγο απόκλισης από το δικαστικό προηγούμενο. Όπως λέχθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοσυμβουλίου στην Chandler v. The State (No. 2) (Trinidad and Tobago) [2022] UKPC 19, από τον Λόρδο Hodge, παρ. 59:

 

        “Since the House of Lords Practice Statement (Judicial Precedent) [1966] 1 WLR 1234, the Supreme Court has been able to depart from its own or House of Lords precedent when it considers that it is right to do so. In exercising this power, the court accepts that the view of a present panel of Justices that a prior decision is wrong is not a sufficient reason for departing from that decision. More is needed. That extra thing may be that the decision under challenge is hampering the proper development of the law or has otherwise distorted the law”.

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Στην Ρόναλτ Γουότς (ανωτέρω) επισημαίνονται τα ακόλουθα για την εφαρμογή της αρχής του δικαστικού προηγούμενου σε σχέση με την ερμηνεία νόμου, από τον Ερωτοκρίτου, Δ.:

 

        «Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δικαστικό προηγούμενο που αφορά σε ερμηνεία νόμου, δεν πρέπει να ανατρέπεται, εκτός σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι καλύτερα τα πράγματα να αφήνονται στο Κοινοβούλιο να τροποποιεί το νόμο, παρά να ανατρέπεται προηγούμενη δεσμευτική νομολογία (βλ. President of India v. La Pintada Cia Navegacion SA [1984] 2 All ER 773 και Smith and Bailey on The Modern English Legal System (1991) σελ. 395).

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        (βλ. απόφαση Λόρδου Reid στην Jones v. Secretary for Social Services [1972] ΑC 944, σελ. 966, και The Law Making Process, 8th edn., Michael Zander, σελ. 232).

 

        Η ίδια αρχή επανατονίστηκε πιο πρόσφατα από την Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοσυμβουλίου, στην Chandler (ανωτέρω), παρ. 61:

 

        the court has recognised that there is less scope for reconsidering a decision on a question of statutory interpretation than there may be in relation to a decision involving a judicial exposition of the common law. Respect must be given to the words and purpose of the statutory provision and, where a court of final appeal has given an authoritative interpretation of such a provision, it will normally be for Parliament to change the law if that interpretation is thought to be incorrect. In R v National Insurance Comr, Ex p Hudson [1972] AC 944, 966, Lord Reid stated that it should only be in rare cases that the court should reconsider questions of statutory construction. Similar views were expressed in that case by Lord Morris of Borth-y-Gest, who thought that it was for Parliament to consider proposals for change (p 973), Lord Wilberforce (p 995), and Lord Simon of Glaisdale (p 1024), who considered that it had to be shown that the construction was causing administrative difficulties or individual injustice. Viscount Dilhorne (p 993) took a different view, seeing no reason why the court should be especially reluctant to correct an error in the construction of a statute; but that was a minority view. There is, in the Board’s view, a distinction to be drawn between the judicial exposition of the rules of the common law, which may be reformulated and developed by judges, on the one hand and statutory law on the other. As R A Posner stated, “Statutory law differs in that the statutory text … is in some important sense not to be revised by the judges, not to be put in to their own words. They cannot treat the statute as a stab at formulating a concept.” (R A Posner, The Problems of Jurisprudence, p 248).

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντος ως αναξιόπιστης. Η εκδοχή του ήταν ότι βρισκόταν στην οδό Στασικράτους στη Λευκωσία με κατεβασμένη την προστατευτική μάσκα προσώπου κατά τρόπον ώστε να μην καλύπτει το στόμα και τη μύτη για να μπορεί να καπνίζει. Ο μάρτυρας κατηγορίας (Αστυφύλακας), ο οποίος εκρίθη αξιόπιστος, ανέφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο ο Εφεσείων δεν έφερε προστατευτική μάσκα προσώπου και δεν κάπνιζε. Στο συγκεκριμένο σημείο όπου εντοπίστηκε, βρίσκονταν και διακινούνταν αρκετά άλλα πρόσωπα. Την ημέρα εκείνη (29.12.2020) λόγω των εορτασμών των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, η οδός Στασικράτους ήταν ανοικτή μόνο για πεζούς.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας ακούσει και παρακολουθήσει τον Εφεσείοντα να καταθέτει μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, έκρινε ότι η μαρτυρία του δεν συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά μαρτυρίας που να την καθιστούν αληθοφανή και αξιόπιστη. Το παρουσιαστικό του στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν πτωχό και άφησε αρνητικές εντυπώσεις. Ήταν δε πρόδηλη η προσπάθεια του να προωθήσει μια εκδοχή η οποία κατά την πεποίθηση του ήταν απαλλακτική της ποινικής του ευθύνης, η οποία εκρίθη από το Δικαστήριο ως «εγγενώς απίθανη». Εν σχέσει με την εκδοχή του μάρτυρα κατηγορίας, στην απόφαση αναφέρεται ότι: «δεν προκύπτει να υπάρχει οποιαδήποτε λογική τα γεγονότα να συνέβησαν όπως ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε και ο ΜΚ να τα υποστήριζε στο Δικαστήριο διαφορετικά, από τη στιγμή που οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου θα δικαιολογούσαν και πάλι την από πλευράς του ΜΚ καταγγελία του Κατηγορούμενου για την ίδια παράβαση».

 

        Ο συνήγορος του Εφεσείοντος υποστηρίζει ως πιο λογική τη θέση ότι είχε τη μάσκα κάτω από το μάγουλο του για να μπορεί να καπνίζει. Προσθέτει δε πως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και έτσι να είχαν τα πράγματα και πάλι θα δικαιολογείτο η καταγγελία του Εφεσείοντος, παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ η ταλαιπωρία στην οποία τον υπέβαλε με πολλές εμφανίσεις του, δεικνύει την ύπαρξη προκατάληψης εναντίον του.  

 

        Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται επέμβαση στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας μαρτύρων. Συγκεφαλαιώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300, σελ. 320-1:

 

        «Στο δικό µας σύστηµα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των µαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους µάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συµπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισµό ευρηµάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται µόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου, (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396.

 

        Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν ήταν με κανένα τρόπο ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Ο Εφεσείων λαμβάνει ως δεδομένο ότι εφόσον κάπνιζε τη δεδομένη χρονική στιγμή της επίδικης καταγγελίας ήταν λογικό να έχει την προστατευτική μάσκα κατεβασμένη κάτω από το πρόσωπο. Όμως, η εκδοχή περί καπνίσματος και χρήσης προστατευτικής μάσκας δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με την απόρριψη της εκδοχής γεγονότων του Εφεσείοντος καταρρέει και το όλο επιχείρημα περί λογικής.

 

        Σε ό,τι αφορά τη θέση περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας και προκατάληψης του Δικαστηρίου ένεκα τούτου, με κάθε σεβασμό στερείται κάθε νομικού ερείσματος. Το τεκμήριο της αθωότητας είναι αλληλένδετο με την αρχή του αποδεικτικού βάρους. Οι περί ων ο λόγος παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετίζονται με την κρίση του περί της αξιοπιστίας του αστυνομικού οργάνου. Στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, αποφασίστηκε ότι ως θέμα αρχής και νομολογιακής τάξης, η αξιοπιστία των μαρτύρων διαχωρίζεται από την απόσειση του βάρους απόδειξης. Το ότι θα προέκυπτε διάπραξη του ποινικού αδικήματος ακόμα και εάν τα γεγονότα συνέβαιναν ως ο Εφεσείων τα ισχυρίστηκε, αφορά στην ερμηνεία του Άρθρου 2.8 του επίδικου Διατάγματος, ως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης, όπου διαπιστώνεται ότι οι καπνιστές δεν εξαιρούνταν από την υποχρεωτική χρήση μάσκας προσώπου.

 

        Σε ό,τι αφορά την κατ’ ισχυρισμό προκατάληψη ένεκα του όλου χειρισμού της υπόθεσης και αχρείαστης ταλαιπωρίας του Εφεσείοντος ένεκα των κατ’ ισχυρισμόν πολλών εμφανίσεων, με κάθε σεβασμό, από το πρακτικό της δίκης το οποίο διεξήλθαμε και παραθέτουμε εν συντομία, δεν προκύπτει καμία αχρείαστη ταλαιπωρία. Στις 4.11.2021, ο Εφεσείων παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως και δεν παραδέχτηκε. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 22.11.2021. Εκείνη την ημερομηνία, παρότι η κατήγορος ήταν έτοιμη να παρουσιάσει την υπόθεση της, εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο συνήγορος του Εφεσείοντος, ο οποίος μόλις είχε αναλάβει τη νομική του εκπροσώπηση, και ζήτησε χρόνο για να λάβει και μελετήσει το μαρτυρικό υλικό. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 6.12.2021. Στην επόμενη αυτή εμφάνιση (6.11.2021) ο συνήγορος του Εφεσείοντος ήγειρε την προαναφερθείσα προδικαστική ένσταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι θα την ακούσει στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, και προχώρησε να ακούσει τον μοναδικό μάρτυρα κατηγορίας. Η υπόθεση της κατηγορίας ολοκληρώθηκε αυθημερόν και ο συνήγορος του Εφεσείοντος ήγειρε θέμα μη απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης λόγω, μεταξύ άλλων, ανυπαρξίας του ποινικού αδικήματος επί του οποίου ερείδετο η κατηγορία. Η κατήγορος ζήτησε χρόνο να απαντήσει λόγω της νομικής φύσης του θέματος, και η υπόθεση επαναορίστηκε στις 26.1.2022. Την ημέρα εκείνη η υπόθεση αναβλήθηκε διότι ο συνήγορος του Εφεσείοντος νόσησε με Covid-19, και επαναορίστηκε για τον ίδιο σκοπό στις 8.2.2022, οπόταν η κατήγορος κατέθεσε γραπτό κείμενο αγόρευσης. Το Δικαστήριο επαναόρισε την υπόθεση στις 2.3.2022 για να δώσει την ενδιάμεση του απόφαση, όπερ και εγένετο. Στις 2.3.2022, ο Εφεσείων κλήθηκε σε απολογία και αυθημερόν κατέθεσε ενόρκως ολοκληρώνοντας την κυρίως του εξέταση. Η αντεξέταση αναβλήθηκε για άλλη ημερομηνία επειδή η κατήγορος η οποία χειριζόταν την υπόθεση απουσίαζε λόγω νόσησης με Covid-19. H υπόθεση επαναορίστηκε για συνέχιση της ακρόασης στις 16.3.2022. Την ημερομηνία εκείνη ο Εφεσείων αντεξετάστηκε από την κατήγορο και ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του. Η Υπεράσπιση δήλωσε ότι δεν θα καλέσει μάρτυρες. Αυθημερόν το Δικαστήριο άκουσε τις τελικές αγορεύσεις. Στις 6.4.2022 το πρωτόδικο Δικαστήριο ανακοίνωσε την καταδικαστική του απόφαση και αυθημερόν άκουσε την αγόρευση μετριασμού ποινής και επέβαλε στον Εφεσείοντα χρηματική ποινή 1.350 με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση.

 

        Πέραν του ανεδαφικού της εισήγησης περί αχρείαστης ταλαιπωρίας του Εφεσείοντος, ακόμη και έτσι να ήταν τα πράγματα, αυτό από μόνο του δεν υποδηλώνει την ύπαρξη υποκειμενικής ή φαινομενικής προκατάληψης του Δικαστηρίου. Η ύπαρξη πραγματικής προκατάληψης πρέπει να αποδειχθεί με μαρτυρία. Όπως αναφέρεται στον Archbold 2021, par. 16-102 (Right to an impartial tribunal) με παραπομπή σε αριθμό αποφάσεων του ΕΔΑΔ: The onus of establishing actual bias on the subjective test is a heavy one. There is presumption that the court has acted impartially, which must be displaced by evidence to the contrary”. Καμία τέτοια μαρτυρία δεν προσφέρθηκε από την Υπεράσπιση. Σε σχέση με την ύπαρξη φαινομενικής προκατάληψης το κριτήριο είναι κατά πόσον αυτή δικαιολογείται στα μάτια του αντικειμενικού παρατηρητή. Όπως τονίστηκε στην Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, από τον Χατζηχαμπή, Δ., όπως ήταν τότε:

 

        «Ο αντικειμενικός παρατηρητής δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο».

 

        (βλ. και Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, Χατζηξενοφώντος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 26/20, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B441).

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους η εισήγηση περί ύπαρξης προκατάληψης του Δικαστηρίου στερείται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Στο σημείο αυτό θεωρούμε χρήσιμο να υπενθυμίσουμε την επισήμανση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, σελ. 315:

 

        «Επιχειρήματα προκατάληψης και σχετικές επικρίσεις εναντίον Δικαστών, πρέπει να αναπτύσσονται μόνο μετά από μεγάλη περίσκεψη και να στοιχειοθετούνται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια και λεπτομέρεια».

 

        (βλ. και Kamara v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 92/20, ημερ. 20.12.2023).

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

        Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (που ως προλέχθη αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από το Δικαστήριο), η αφαίρεση από αυτόν την(;) προστατευτικής μάσκας προσώπου που φορούσε, έστω και προσωρινά, για να καπνίσει κατά τον χρόνο που βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο στην οδό Στασικράτους και όταν μετακινείτο μέσα από πλήθος προσώπων, δεν εκφεύγει της προαναφερόμενης απαγόρευσης που έθετε το Άρθρο 2.8 του Διατάγματος αρ. 52», καθότι το κάπνισμα δεν περιλαμβάνεται σε καμία από τις εξαιρέσεις του Άρθρου 2.8, οι οποίες περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση του Υπουργείου Υγείας ημερομηνίας 7.12.2020. Η εξέταση του κατά πόσο η εκδοχή γεγονότων του Εφεσείοντος αποτελούσε υπεράσπιση στη διάπραξη του υπό εκδίκαση αδικήματος, είναι ενδεικτική της επιμέλειας με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη νομική πτυχή της υπόθεσης.

 

        Εν όψει της κατάληξης μας επί του δεύτερου λόγου έφεσης κρίνουμε ότι ο τρίτος λόγος έφεσης δεν χρήζει ιδιαίτερης ενασχόλησης. Αρκούμεθα στο να πούμε τα εξής:

 

        Διαφωνούμε με την εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι το κάπνισμα περιλαμβανόταν στην εξαίρεση του εν λόγω Άρθρου 2.8. η οποία αφορά «Άτομα που ενεργά πίνουν ή τρώνε σε χώρους εστίασης», καθότι το κάπνισμα «είναι μια πράξη-ενέργεια που εμπίπτει στη σφαίρα του πίνω». Πρώτον, η εν λόγω εξαίρεση αφορά χώρους εστίασης, οι οποίοι καθορίζονται μη εξαντλητικά στο Άρθρο 2.6(β) του επίδικου Διατάγματος. Εφόσον το επίδικο αδίκημα της μη χρήσης μάσκας προσώπου διαπράχθηκε σε δημόσιο δρόμο και όχι σε χώρο εστίασης, η εξαίρεση δεν δύναται να το καλύψει. Δεύτερον, η προτεινόμενη ερμηνεία της λέξης «πίνω» δεν συνάδει με τη συνήθη της σημασία, η οποία αφορά στη κατανάλωση υγρού ή ποτού, (βλ. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη (1998) ηλεκτρονική έκδοση, και Bennion on Statutory Interpretation, 5th edn., Section 363, σελ. 1181).

 

        Υπό το φως των ανωτέρω o τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

 

        Με τέταρτο λόγο έφεσης η χρηματική ποινή των 1.350 προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις.

 

        Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται επέμβαση στην ποινή. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής πράγμα το οποίο αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η υπερβολικότητα στην ποινή πρέπει να είναι «έκδηλη» τουτέστιν πασιφανής. Το κριτήριο της υπερβολής πρέπει να δύναται να προσδιοριστεί αντικειμενικά. Δεν εξαρτάται μόνον από την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου (βλέπε Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Η κλασσική διατύπωση του κριτηρίου της έκδηλης υπερβολής βρίσκεται στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525:

 

        «Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου, τη σοβαρότητα του εγκλήματος με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-

               (1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και

               (2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου».

 

        (βλ. και Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 854, Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, Alan v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 149/2020, ημερ. 26.11.2021).

 

        Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος με γνώμονα τη μέγιστη δια νόμου προβλεπόμενη ποινή, ήτοι μέχρι ένα χρόνο φυλάκιση ή  και χρηματική ποινή μέχρι 50.000, τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, τις πιθανές επιπτώσεις με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα που αποτέλεσαν τη βάση έκδοσης του επίδικου Διατάγματος, ως καταγράφονται σ’ αυτό, την έξαρση που παρατηρείτο στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων και ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Από την άλλη, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, λήφθηκε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο, η ηλικία (36 ετών) καθώς και η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση. Εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας επέβαλε την προσβαλλόμενη χρηματική ποινή.

 

        Ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι δεν έγινε ορθή εξισορρόπηση μεταξύ της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικής ποινής και των προσωπικών περιστάσεων του, με αποτέλεσμα την ισοπέδωση των μετριαστικών παραγόντων και την επιβολή υπερβολικής ποινής. Επίσης, ότι: «στην προσπάθεια του να επιβάλει όσον γίνεται πιο αυστηρή ποινή στον κατηγορούμενο, με λανθασμένη αιτιολογία ότι υπάρχει έξαρση της αρρώστιας πράγμα που δεν υφίστατο και η ποινή θα έπρεπε να ήταν αποτρεπτική, δεν έλαβε υπόψη ότι τα μέτρα οδηγούνταν σε κατάργηση και καταργήθηκαν αμέσως μετά την απόφαση λόγο της ύφεσης της υποτιθέμενης πανδημίας».

 

        Αρχίζοντας από τη δεύτερη εισήγηση, τέτοια θέση δεν τέθηκε από τον συνήγορο του Εφεσείοντος κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

 

        Διαφωνούμε επίσης με την εισήγηση για την ύπαρξη έκδηλης υπερβολικότητας στη ποινή. Για το διαπραχθέν αδίκημα εκδόθηκε εξώδικο πρόστιμο €300, με βάση τον περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμο του 1997 (Ν.47(Ι)/1997), Πίνακας IV (Α/Α 151). Όμως, το εξώδικο πρόστιμο δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν παρέχει καθοδήγηση ως προς την αρμόζουσα ποινή. Στην Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

        «Έχουμε την άποψη πως εφόσο ένας αδικοπραγών δεν επωφεληθεί της ευκαιρίας που του προσφέρεται από την εξώδικη ρύθμιση τότε η επιμέτρηση της ποινής για το διαπραχθέν αδίκημα διέπεται αποκλειστικά από τις γενικές αρχές που ρυθμίζουν την επιμέτρηση της ποινής. Το ποσό του εξώδικου προστίμου δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο και δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη».

 

        Από την άλλη, στην Αντωνίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) η οποία αφορούσε μετακίνηση κατά παράβαση διατάγματος εκδοθέντος με βάση τον περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμο, αποφασίστηκε ότι η ευκαιρία για εξώδικη ρύθμιση, αποτελεί παράγοντα ο οποίος δεν θα έπρεπε να αφήσει το Δικαστήριο αδιάφορο ως προς το είδος της ποινής.  

 

        Σε σχέση με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματά, στην Αντωνίου (ανωτέρω), λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Μαλαχτό, Δ.:

 

        «Είναι ακριβώς τα μέτρα που λήφθηκαν και υλοποιήθηκαν με ρυθμίσεις όπως το επίδικο Διάταγμα και η συμμόρφωση του κοινού σε αυτά με υπευθυνότητα και ευσυνειδησία, αλλά και για κάποιους υπό το φόβο της τιμωρίας, που αναχαίτισαν την εξάπλωση του κορωνοϊού στην Κύπρο. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής όχι μόνο δεν είχε ατονήσει, αλλά ήταν έντονο και δεν διαφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι προκειμένου να επιτελέσουν το σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνία, αλλά και να στείλουν τα σωστά μηνύματα, τα Δικαστήρια όφειλαν να επιβάλλουν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

        Όταν διαπιστώνεται αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ο παράγων της εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε έκταση τέτοια ώστε να εξουδετερώνει τον παράγοντα αυτής της αποτροπής (Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ.132, Souilmi v. Της Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Τσουλόφτας ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 391). Όμως, όσο και αν η ανάγκη για αποτροπή μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης, δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη (Χαραλάμπους ν. Της Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14.

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Ως προς την καταλληλότητα επιβολής χρηματικής ποινής αναφέρεται σε άλλο σημείο της απόφασης:

 

        «Στον Εφεσείοντα θα μπορούσε να επιβληθεί χρηματική ποινή, η οποία να ήταν τέτοια ώστε αφ' ενός να τιμωρήσει τον ίδιο τον Εφεσείοντα και αφ' ετέρου να επενεργήσει αποτρεπτικά για το ευρύτερο κοινό».

 

        Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω επισημάνσεων για την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, σε συνάρτηση με το ότι ο Εφεσείων καταδικάστηκε μετά από ακρόαση το οποίο τον αποστερεί από την έκπτωση στην ποινή την οποία θα εδικαιούτο σε περίπτωση παραδοχής, είμαστε της γνώμης ότι η επιβληθείσα χρηματική ποινή δεν ήταν έκδηλα υπερβολική.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο