Aerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Παναγιώτης Σπανός, Πολιτική Έφεση αρ. Ε210/2021, 8/4/2025
print
Τίτλος:
Aerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Παναγιώτης Σπανός, Πολιτική Έφεση αρ. Ε210/2021, 8/4/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε210/2021)

                  

ν.

Παναγιώτης Σπανός

Για εφεσείουσα: κ. Πάρις Σπανός με κα Ε. Χρυσάνθου (ασκούμενη δικηγόρο) για Μάρκος Π. Σπανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε

Για εφεσίβλητο: κα Χριστιάνα Μάρκου για X. Μάρκου & Σία Δ.Ε.Π.Ε

                  

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).

                  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία ακυρώθηκαν προηγούμενα διατάγματα του ιδίου Δικαστηρίου, για σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στον εφεσίβλητο – εναγόμενο.

Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσείουσας – ενάγουσας, ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, που είναι ελλαδικής καταγωγής και διαμένει στην Ελλάδα, συμφώνησε να της παρέχει υπηρεσίες μηχανικού αεροσκαφών για περίοδο 3 ετών. Τα μέρη είχαν υπογράψει τρεις διαδοχικές συμφωνίες εκπαίδευσης, με τις οποίες η εφεσείουσα ανέλαβε την υποχρέωση όπως εκπαιδεύσει τον εφεσίβλητο σε συγκεκριμένο τύπο αεροσκάφους. Η εκπαίδευση ήταν συνολικού κόστους €6.000,00, το οποίο θα κάλυπτε η εφεσείουσα. Σε αντάλλαγμα, ο εφεσίβλητος υποχρεούτο να παρέχει τις υπηρεσίες του αποκλειστικά στην εφεσείουσα για διάστημα 3 ετών. Αν δεν παρείχε κατ’ αποκλειστικότητα την εργασία του για το εν λόγω διάστημα θα του επιβαλλόταν συγκεκριμένο ποσό, ως μέρος της δαπάνης εκπαίδευσης, ανάλογα με τον χρόνο αποχώρησης, λόγω μη τήρησης της δέσμευσης του.

Τελικώς περί την 10/03/2019, ο εφεσίβλητος τερμάτισε τις υπηρεσίες του στην εφεσείουσα, λόγω προβλήματος υγείας. Η εφεσείουσα καταχώρησε εναντίον του αγωγή, επικαλούμενη παράβαση των πιο πάνω συμφωνιών εκπαίδευσης. Λόγω του ότι ο εφεσίβλητος είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, το κλητήριο ένταλμα είχε σφραγιστεί με διάταγμα ημερομηνίας 08/10/2019. Σχετικό διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας εκδόθηκε στις 17/12/2019.

Μετά την επίδοση, ακολούθησε αίτηση του εφεσιβλήτου για ακύρωση της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου. Υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στερείτο δικαιοδοσίας εκδίκασης της αγωγής, στην βάση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 (ο Κανονισμός), στον οποίο προβλέπεται ότι εργοδότης μπορεί να εγείρει αγωγή για θέματα που σχετίζονται με ατομική σύμβαση εργασίας, μόνον ενώπιον Δικαστηρίου του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει ο εργαζόμενος την κατοικία του.

Με την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 08/10/2021, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τα διατάγματα σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου. Περαιτέρω, παραμέρισε το κλητήριο ένταλμα, αποδεχόμενο την θέση του εφεσιβλήτου ότι δεν έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής. Κρίθηκε συναφώς ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων, είναι απολύτως σχετική με την ατομική σύμβαση εργασίας, που είχαν υπογράψει. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Κανονισμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής.

Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι συμβάσεις εργασίας και εκπαίδευσης, ήταν απολύτως συνδεδεμένες. Αυτό, γιατί η δεύτερη προέβλεπε ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να παρέχει τις υπηρεσίες του δυνάμει της πρώτης και αν δεν το έπραττε, τότε όφειλε να καταβάλει συγκεκριμένα ποσά. Όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «το αντάλλαγμα της σύμβασης εκπαίδευσης, ήταν η αποκλειστική παροχή υπηρεσιών στην εφεσείουσα από τον εφεσίβλητο, δηλαδή η εκτέλεση της ίδιας της σύμβασης εργασίας».

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία ο χαρακτηρισμός των όρων «ατομική σύμβαση εργασίας» και «εργαζόμενος» δεν πρέπει να γίνεται δυνάμει του εθνικού δικαίου αλλά από το ενωσιακό δίκαιο και την νομολογία του ΔΕΕ, η οποία έχει αυξημένη τυπική ισχύ (βλ. C- 47/14-Holterman Ferho Exploitatie  ημερ. 10/09/2015).

Με αυτή την έννοια, έκρινε ότι δεν εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση, τα λεχθέντα στην απόφαση Toni & Guy Limassol Ltd και Άλλοι ν. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ 496, στην οποία εν πάση περιπτώσει, το τι αποφασίστηκε είναι η δικαιοδοσία ή όχι του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και αν σχετική με την εργοδότηση σύμβαση εκπαίδευσης, δημιουργεί αυτοτελές δικαίωμα. Δεν κρίθηκε δηλαδή αν η σύμβαση εκπαίδευσης σχετίζεται με την ατομική σύμβαση εργασίας, στο πλαίσιο ερμηνείας του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/12.

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή σε νομολογία του ΔΕΕ, έκρινε ότι παρότι η βάση αγωγής αφορούσε την σύμβαση εκπαίδευσης, η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των μερών είναι απολύτως σχετική με την ατομική σύμβαση εργασίας που είχαν συνυπογράψει. Επομένως, καμία προγενέστερη συμφωνία των διαδίκων ως προς το Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία δεν μπορεί να ισχύσει (βλ. Άρθρο 23 του Κανονισμού).

Ενόψει των πιο πάνω, ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι δυνάμει του Άρθρου 22 του Κανονισμού, δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπό κρίση αγωγής. Συνακόλουθα, παραμερίστηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, τόσο η επίδοση και η σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, όσο και το ίδιο το κλητήριο.

Η εφεσείουσα με 8 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τους λόγους έφεσης 1 και 2, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στην κατηγορία «διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας» εν τη εννοία του Άρθρου 20 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/12. Με τους λόγους έφεσης 3 και 4, προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα καθοδηγήθηκε στην λήψη της απόφασης του από αγγλική νομολογία, χωρίς να λάβει υπόψη ότι αυτή διαφοροποιείται από τα γεγονότα της παρούσας αλλά και τα γεγονότα της κυπριακής υπόθεσης Toni & Guy Limassol Ltd κ.α ν. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ 496. Συναφής είναι και ο λόγος έφεσης 5, με τον οποίο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε την υπόθεση Toni & Guy (ανωτέρω), θεωρώντας ότι συγκρούεται με τις αποφάσεις του ΔΕΕ C- 47/14 - Holterman Ferho Exploitatie. ημερ. 10/9/15 και C-804/19 BU ν Markt24 GmbH ημερ. 25/2/21.

Με τους λόγους έφεσης 6 και 7, η  εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι συμβάσεις εργασίας και οι συμφωνίες εκπαίδευσης, είχαν ουσιαστική σχέση μεταξύ τους και ήταν σε τέτοιο βαθμό συνδεδεμένες ώστε να μην μπορούσαν να διαβάζονται ανεξάρτητα η μια από την άλλη.

Τέλος με τον λόγο έφεσης 8, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα αποφάσισε ότι λόγω του Άρθρου 23 του Κανονισμού, δεν τυγχάνει εφαρμογής η πρόνοια των συμβάσεων εκπαίδευσης, με την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν ότι κάθε διαφορά τους θα επιλύεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και ότι ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, δυνάμει του Άρθρου 25 του Κανονισμού.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας ανέφερε στην αγόρευση του ότι την ίδια δικαστική διαφορά είχε η εφεσείουσα και με άλλους μηχανικούς αεροσκαφών, που ζουν στο εξωτερικό. Σε δύο τέτοιες περιπτώσεις, καταχωρήθηκε αγωγή στην Κύπρο και ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία για παραμερισμό του κλητηρίου. Εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο, δύο διαφορετικές αποφάσεις. Στην πρώτη υπόθεση, κρίθηκε ότι τα Δικαστήρια στην Κύπρο είχαν δικαιοδοσία και στην άλλη υπόθεση ότι δεν είχαν. Καταχωρήθηκαν εφέσεις εναντίον και των δύο αποφάσεων, οι οποίες ακούστηκαν μαζί λόγω του ότι αφορούσαν τα ίδια νομικά θέματα. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του ενέκρινε και τις δύο εφέσεις (βλ. Aerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Γκιόκα κα Πολ. Εφέσεις Ε136/2020 και Ε165/2020 ημ. 24/01/2022).

Κρίθηκε στην πιο πάνω απόφαση ότι εσφαλμένα τα πρωτόδικα Δικαστήρια είχαν σε εκείνο το στάδιο προχωρήσει, σε ευρήματα επί της ουσίας της υπόθεσης. Λέχθηκε ότι η μόνη αρμοδιότητα που είχαν τα πρωτόδικα Δικαστήρια ήταν να αποφασίσουν ως προς το κατά πόσο είχε αποδειχθεί καλή αιτία αγωγής με βάση τα δικόγραφα και ικανοποιείτο η προϋπόθεση της Δ.6 που αφορούσε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Ήταν η θέση του συνηγόρου για την εφεσείουσα ότι το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να ακολουθηθεί και στην παρούσα περίπτωση, αφού τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα με τις πιο πάνω υποθέσεις. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι εφόσον υπήρχε διαφωνία των διαδίκων ως προς την δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης, δεν ήταν επιτρεπτό στο στάδιο εκείνο, να αποφασιστεί το ζήτημα δικαιοδοσίας που συνιστούσε θέμα ουσίας σύμφωνα με την απόφαση Αerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Γκιόκα κα (ανωτέρω).

Η συνήγορος του εφεσίβλητου, με παραπομπή στον πιο πάνω Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1215/12 και σε σχετική νομολογία του ΔΕΕ, υποστήριξε πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Αναφορικά με τα λεχθέντα στην απόφαση Αerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Γκιόκα κα (ανωτέρω), ανέφερε ότι αυτή κρίθηκε με τα δικά της περιστατικά, τα οποία είναι διαφορετικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ισχυρίστηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την δικαιοδοσία με βάση το παραδεκτό υλικό που είχε ενώπιον του και ειδικά την φύση των επίδικων συμβάσεων.

Η συνήγορος, εισηγήθηκε επιπλέον ότι αυτό είναι το στάδιο για να αποφασιστεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και ότι υπάρχει σωρεία νομολογίας, στην οποία κατόπιν των ίδιων αιτημάτων παραμερίστηκε το κλητήριο, λόγω ακριβώς έλλειψης δικαιοδοσίας. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, υιοθέτησε την νομολογία του ΔΕΕ ως προς την ερμηνεία της ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και αγγλική νομολογία που ερμηνεύει τον σχετικό Άρθρο 20 του Κανονισμού.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης, κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στις δικονομικές πρόνοιες επί των οποίων στηρίχθηκε η πρωτόδικη αίτηση για παραμερισμό της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου, με βάση τους παλιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που ήταν σε ισχύ κατά τους επίδικους χρόνους. Η νομολογία που ερμήνευσε τις εν λόγω δικονομικές διατάξεις, δίδει απάντηση και στο ερώτημα που τέθηκε από τους συνηγόρους στην παρούσα, κατά πόσον και σε ποιο βαθμό, το Δικαστήριο αποφασίζει ζητήματα αρμοδιότητας του να εκδικάσει την αγωγή, σε αυτό το στάδιο και σε τέτοιου είδους αιτήσεις.  

Διαταγή για επίδοση του κλητηρίου στο εξωτερικό, μπορούσε να εκδοθεί δυνάμει των παλαιών Θεσμών, μετά από μονομερή αίτηση του ενάγοντα. Διαφυλασσόταν όμως στον εναγόμενο το δικαίωμα να ακουστεί, χάριν της φυσικής δικαιοσύνης και να ζητήσει τον παραμερισμό του διατάγματος (βλ. S.P.P. Projects Ltd v. Integral Equipment Sarl (1993) 1 Α.Α.Δ 762).

Στα πλαίσια του αιτήματος για παραμερισμό του διατάγματος, μπορεί να αμφισβητηθούν τόσο τα γεγονότα που το στοιχειοθετούν όσο και η δικαιοδοτική του βάση. Το δικαίωμα κατοχυρωνόταν από την Δ.16 θ.9, η οποία είχε ως εξής:

9. A defendant before appearing shall be at liberty, without obtaining an order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service.

Όπως έχει νομολογηθεί, η αίτηση για παραμερισμό της σφράγισης και της επίδοσης του κλητηρίου, θα πρέπει να καταχωρείται στα πλαίσια της αγωγής. Με την πιο πάνω διαδικασία κατ' ουσία, είναι η τύχη της αγωγής που κρίνεται και ως εκ τούτου, η σχετική αίτηση πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο της (βλ. El Sayegh v. Credit Suisse (1996) 1 Α.Α.Δ. 836).

Αναφορικά με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για άδεια επίδοσης στο εξωτερικό, στην Δ.6 θ.1 καθορίζονταν οι κατηγορίες υποθέσεων για τις οποίες παρεχόταν η εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την επίδοση κλητηρίου ή ειδοποίησης κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας. Επιπλέον στην Δ.6 θ.4, αναφερόταν ότι ο αιτητής πρέπει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία με ένορκη δήλωση, που να το ικανοποιεί ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής (prima facie good cause of action) και ότι η υπόθεση είναι κατάλληλη (proper) για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Στην υπόθεση Amathus Ltd n Concord Liners κα (1993) 1 Α.Α.Δ 1030, λέχθηκε ότι η πίστη αφ’ εαυτής για ύπαρξη καλής υπόθεσης από τον ομνύοντα δεν αρκεί. Επιβάλλεται η στοιχειοθέτηση της με μαρτυρία. Σχετική είναι και η υπόθεση Zachariades & Pantelides Enterprises Ltd v Fiat Auto Spa (2000) 1Α Α.Α.Δ 447, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Η ύπαρξη των προϋποθέσεων για την χορήγηση αδείας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας πρέπει να τεκμηριώνεται με την προσαγωγή ανάλογης μαρτυρίας και δεν αρκεί η επίκληση γνώμης για την ύπαρξη των αναγκαίων δεδομένων, ούτε, ασφαλώς η απλή γενική και συμπερασματική αναφορά ότι οι προϋποθέσεις συντρέχουν»

Από την άλλη, το Δικαστήριο στην εξέταση αιτήματος για επίδοση κλητηρίου στο εξωτερικό δεν αποφασίζει την ουσία της αγωγής και κατά πόσον ο ενάγων δικαιούται στις αιτούμενες με την αγωγή θεραπείες. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται, στην εξέταση του κατά πόσον αποδεικνύεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση, όπως προκύπτει από την μαρτυρία που προσκομίζεται στις ένορκες δηλώσεις.

Στην υπόθεση GCC Computers Ltd ν. Penril Datacom Ltd (2000) 1Γ Α.Α.Δ 1584, λέχθηκε ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, το έχει ο ενάγοντας καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας ακύρωσης της επίδοσης. Επαναλήφθηκε επίσης ότι η ορθή νομική θέση είναι ότι σε αιτήσεις τέτοιου είδους, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει κατά πόσο ο ενάγων θα πετύχαινε στην αγωγή του, αλλά περιορίζεται ουσιαστικά στην ανεύρεση μιας εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με βάση πάντοτε τη μαρτυρία που έχει ενώπιον του υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων.

Επιπλέον σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει αποδειχθεί καλή και συζητήσιμη υπόθεση που εμπίπτει στα πλαίσια μιας από τις υποπαραγράφους της Δ.6 θ.1, τότε θα αποφανθεί ότι καλώς εξεδόθη το διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Αν όμως από την άλλη αυτά τα στοιχεία αποδεικνύονται τελικώς αβάσιμα μετά από αίτηση του εναγομένου, δυνάμει της Δ.16 θ.9, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να ακυρώσει το διάταγμα επίδοσης. Σχετική είναι και η υπόθεση Her Brit. Maj. Secr. of State for Def. ν. A. P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1Β Α.Α.Δ 995,1003, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής:

« Χρειάζεται πάντως εύλογη μαρτυρία από την οποία να προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος: βλ. Hentelryck v. William Lyall Shipbuilding Co Ltd [1921] 1 A.C. 698, στη σελ. 701. Και μάλιστα με πληρότητα. Όπως επεσήμανε ο Ιωσηφίδης, Δ. στη George D. Counnas and Sons Ltd ν. Zim Israel Navigation Co. Ltd and Another (1963) 2 C.L.R. 266,268: "the plaintiff has to state in the affidavit or affidavits in support of his application the entire set of facts founding the enforceable right". Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με την έννοια ότι δεν αποφαίνεται το Δικαστήριο αναφορικά με την αξία της μαρτυρίας.

Προκύπτει νομολογία ότι στο πλαίσιο της υποχρέωσης του ενάγοντα να αποκαλύψει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής, συμπεριλαμβάνεται και η απόδειξη ότι το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει την απαίτηση του. Σε περίπτωση που δεν αποδεικνύεται το στοιχείο αυτό, έπεται ότι ο ενάγων αποτυγχάνει στην υποχρέωση του να αποδείξει το στοιχείο της καλής βάσης αγωγής, που είναι αναγκαίο για την σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου στο εξωτερικό (βλ. μεταξύ άλλων Tlais Enterprises Ltdν. Her Majestys Revenue & Customs (2015) 1(A) Α.Α.Δ. 616).

Σχετική είναι και η S.P.P. Ltd ν. Integral Equipment Sarl (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκε ότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου στο εξωτερικό, η ύπαρξη δικαιοδοσίας εκ μέρους του δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

« Η διαταγή για την επίδοση κλητηρίου (ειδοποίησης) εντάλματος στο εξωτερικό επιμαρτυρεί την ύπαρξη των προϋποθέσεων που θέτει η Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας για την εκδίκαση αγωγής που στρέφεται εναντίον κάτοικου του εξωτερικού, οπόταν δικαιολογείται η επίδοσή της στην αλλοδαπή. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη δικαιοδοσίας εκ μέρους του δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς. Η έκδοση διατάγματος για επίδοση στο εξωτερικό, υποδηλώνει ότι το δικαστήριο είναι αρμόδιο και έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του επίδικου θέματος [βλ. Sekavin SA. v. Ship "PLATON CH." (1987) 1 C.L.R. 297

Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσίβλητος αιτήθηκε ως είχε δικαίωμα, την ακύρωση της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου. Επικαλέστηκε συγκεκριμένα ότι δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις της Δ.6 θ.4, σύμφωνα με την οποία, η εφεσείουσα όφειλε να παρουσιάσει μαρτυρία για εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής εναντίον του. Η θέση του εφεσίβλητου επί του προκειμένου με παραπομπή στο Άρθρο 20 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/12, ήταν, ότι λόγω της φύσης της απαίτησης όπως προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  αυτό δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή που καταχώρησε η εφεσείουσα εναντίον του.

Δεν συμφωνώ με την θέση του συνηγόρου για την εφεσείουσα ότι από την στιγμή που αμφισβητείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε συσχετισμό με την φύση της επίδικης σύμβασης, το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να προβεί σε σχετικό εύρημα αρμοδιότητας σε εκείνο το στάδιο. Ούτε η απόφαση ως προς την έλλειψη δικαιοδοσίας στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στα δικόγραφα και το υπόλοιπο υλικό που τέθηκε ενώπιον του, συνιστά απόφαση επί της ουσίας της αγωγής, ως ισχυρίζεται η εφεσείουσα.

Αντιθέτως όπως έχει προαναφερθεί, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκδικάσει τη  αγωγή,  συνιστά βασική προϋπόθεση για να αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της καλής βάσης αγωγής, ώστε να δοθεί άδεια για σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου στο εξωτερικό. Εξάλλου, στην ίδια την πιο πάνω υπόθεση Αerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Γκιόκα κα, επαναλήφθηκε η αρχή ότι στο πλαίσιο της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου στο εξωτερικό, είναι αναγκαίο να καταδειχθεί από τον ενάγοντα ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς των διαδίκων. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

«Ανάμεσα στα προαπαιτούμενα, είναι και το καθήκον του αιτούντος να καταδείξει αντικειμενικώς - κατά τους αναφερόμενους στο κλητήριο ένταλμα ισχυρισμούς και κατά την προτασσόμενη μαρτυρία στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση (ή και την όποια ένσταση) - ότι τούτος/τούτη έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση (καλή αιτία αγωγής) εναντίον του εναγόμενου και πως το Δικαστήριο είναι δικαιοδοτικώς αρμόδιο να επιληφθεί την επίμαχη διαφορά»

Σημειώνεται επιπλέον, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξετάσει σε σωρεία αποφάσεων, αιτήματα δυνάμει της Δ.16 θ.9 που αποσκοπούσαν στην ακύρωση της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου, λόγω ακριβώς της έλλειψης αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή (βλ. μεταξύ άλλων Tlais Enterprises Ltdν. Her Majesty’s Revenue & Customs ανωτέρω και Powertools Electro SRL ν. Black & Decker (ΕΛΛΑΣ) Α.Ε. (2013) 1 Α.Α.Δ 2182).

Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση G. J. Magdon Ltd v. A.L. Metal Trading Ltd (2001) 1 A.A.Δ 2064, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η Δ.16 θ.9, αποσκοπεί στην άμεση και κατά προτεραιότητα εξέταση πιθανής ένστασης στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και ότι ζητήματα αρμοδιότητας δεν μπορούν να παραμένουν στην ελεύθερη επιλογή χρόνου από τον εναγόμενο. Επομένως, σε περίπτωση που δεν ληφθεί άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης υπό αίρεση, η αίτηση για παραμερισμό της επίδοση του κλητηρίου εντάλματος δυνάμει της Δ.16 θ.9 λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, θα πρέπει να καταχωρείται εντός ευλόγου χρόνου, και να εξετάζεται άμεσα και κατά προτεραιότητα.

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι στο πλαίσιο αιτημάτων για ακύρωση της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου, το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου εξετάζεται κατά προτεραιότητα, ως προαπαιτούμενο της απόδειξης καλής βάσης αγωγής. Ως αποτέλεσμα, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου που σχετίζεται άμεσα με την βάση αγωγής όπως αυτή προκύπτει από το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης, δεν είναι θέμα ουσίας που θα πρέπει να αφήνεται στο τέλος της αγωγής, όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας.  

Η απόφαση Αerocandia Aviation Services Cy Ltd v. Γκιόκα κα (ανωτέρω) κρίθηκε με τα δικά της περιστατικά. Εκεί θεωρήθηκε ότι πρωτοδίκως, κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, έγιναν ευρήματα για τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης ενώ το μόνο που έπρεπε να εξεταστεί ήταν η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής βάσης αγωγής. Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι «εκφράσθηκαν σε ενδιάμεσο δικονομικό στάδιο, δικαστικά ευρήματα και καταλήξεις επί κομβικών θεμάτων απτόμενων της ουσίας των αγωγών, στην απουσία κοινών παραδεκτών και κατάλληλων για αυτό γεγονότων μεταξύ των μερών». Κάτι όμως που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην διερεύνηση της δικαιοδοσίας του να εκδικάσει την αγωγή, στο πλαίσιο βέβαια της υποχρέωσης της εφεσείουσας να αποδείξει εκ πρώτης όψεως καλή βάση αγωγής.

Εξάλλου όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Στις υποθέσεις Μούρτζινος ν Global Cruises S.A. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ 1160 και Βουνού ν Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ 168 επισημάνθηκε, με αναφορά στην Σεβεγέπ Λτδ ν. United Sea Transport and Another (1989) 1(E) Α.Α.Δ 729, ότι αφενός μεν το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ζήτημα της αρμοδιότητάς του να επιληφθεί της διαφοράς σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και ότι είναι ορθό όπως το ζήτημα αυτό επιλύεται το συντομότερο δυνατό, αφετέρου δε ότι το βάθρο για την εξέταση της αρμοδιότητας είναι η διαφορά όπως καθορίζεται στο δικόγραφο, το οποίο προσδιορίζει το επίδικο θέμα.

Υπό τας περιστάσεις, η εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο της υπό κρίση αίτησης, της δικαιοδοσίας του να εκδικάσει την αγωγή, όχι μόνον δεν ήταν λανθασμένη όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας, αλλά αντιθέτως ήταν επιβεβλημένη, ώστε να καταδειχθεί το στοιχείο της καλής βάσης αγωγής, που συνιστά προαπαιτούμενο για την σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου στο εξωτερικό.

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, θα εξετάσω στην συνέχεια κατά πόσον ορθά αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απόρριψη της σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου στο εξωτερικό λόγω έλλειψης αρμοδιότητας να εκδικάσει την αγωγή, στην βάση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/12.

O πιο πάνω Κανονισμός που καθορίζει την διεθνή δικαιοδοσία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρει στο Άρθρο 4.1 ως γενική αρχή ότι πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος - μέλος της Ένωσης, ενάγονται ενώπιον των Δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους.

Στην υπόθεση Οwusu v. Jackson Case C-281/02, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αποφάσισε (παρ.37) ότι το άρθρο 2 της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 που καθόριζε αποκλειστική δωσιδικία κατοικίας του εναγομένου, είχε επιτακτικό χαρακτήρα και ότι μπορούσε να υπάρξει παρέκκλιση από τον βασικό κανόνα που καθιερώνει η διάταξη αυτή, μόνο στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονταν από τη Σύμβαση. Τονίστηκε επίσης ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών, απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία, την οποία αντλεί από το Άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως με το σκεπτικό ότι δικαστήριο μη συμβαλλομένου κράτους είναι καταλληλότερο για την εκδίκαση της διαφοράς, ακόμη και αν δεν τίθεται ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους ή η ως άνω διαφορά δεν έχει κανένα άλλο συνδετικό στοιχείο με άλλο συμβαλλόμενο κράτος

Παρά το ότι η συνθήκη των Βρυξελλών έχει αντικατασταθεί από τον Κανονισμό 44/2001 και στην συνέχεια από τον Κανονισμό 1215/2012, η αρχή που τέθηκε στην Owusu (ανωτέρω) συνεχίζει να έχει εφαρμογή αφού η εν λόγω υπόθεση έχει υιοθετηθεί σε σειρά αποφάσεων από τα Κυπριακά Δικαστήρια (βλ. μεταξύ άλλων Hampton Advisory Group SA v. Bost AD κ.ά. Πολ. Έφ. 13/2009 ημερ. 27.3.2012 και The Cyprus Phassouri Plantations Co Ltd v Hapag-Lloyd AG Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 38/2016 ημ. 21/06/2018).

Είναι σαφές ότι ο Κανονισμός καθορίζει ως βασικό κανόνα, την αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο (βλ. παρ. 15 στο προοίμιο του Κανονισμού).  Έτσι στον γενικό αυτό κανόνα που αναφέρεται στην νομική ορολογία ως “δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου”, ο Κανονισμός καθορίζει κάποιες εξαιρέσεις.

Για τους σκοπούς της παρούσας, μας ενδιαφέρει η εξαίρεση του άρθρου 25 στις περιπτώσεις που καθορίζεται συμβατική ρήτρα δικαιοδοσίας μεταξύ συμβαλλομένων. Αυτό γιατί, η εφεσείουσα επικαλέστηκε, συμβατικό όρο για αποκλειστική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

Το Άρθρο 25.1 που προσδιορίζει την πιο πάνω ρήτρα με τον όρο «παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας», έχει ως εξής:

Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας

1.    Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως.

Αναφέρεται επίσης στο εδάφιο α του Άρθρου 25.1 του Κανονισμού ότι η εν λόγω συμφωνία, καταρτίζεται μεταξύ άλλων είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση.

Όμως όσον αφορά την διεθνή δικαιοδοσία που σχετίζεται με ατομικές  συμβάσεις εργασίας, τέτοιες συμφωνίες παρέκτασης θα πρέπει να είναι μεταγενέστερες της διαφοράς των διαδίκων.

Σχετικό είναι το Τμήμα 5 του Κανονισμού (Άρθρα 20 – 24) που αφορά την διεθνή δικαιοδοσία σε ατομικές συμβάσεις εργασίας. Σύμφωνα με το Άρθρο 22.1, ο εργοδότης μπορεί να ασκήσει αγωγή «μόνο ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος έχει την κατοικία του». Το Άρθρο 23 καθορίζει ως παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα αποκλειστικής δωσιδικίας της κατοικίας του εργοδοτουμένου, την συμφωνία των μερών που πρέπει όμως να «είναι μεταγενέστερη της γένεσης της διαφοράς».

Αυτές οι ειδικές ρυθμίσεις διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ανταποκρίνονται σε έναν από τους σκοπούς του Κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των εργαζομένων που θεωρούνται ως το ασθενέστερο μέρος της σχέσης εργασίας. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Samengo-Turner v J & H Marsh & McLennan (Services) Ltd  [2007] EWCA Civ 723, που αφορούσε τις ίδιες διατάξεις του προηγούμενου Κανονισμού 44/2001, και στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

«The general rule is that a party is entitled to be sued in the courts of his or her own domicile, but there are exceptions to this rule, for example where the parties have agreed otherwise (art 23). In matters relating to contracts of employment however, the employee can only be sued in the court of his domicile (art 20) unless he has agreed to some other jurisdiction after the dispute has arisen (art 21(1)). These special provisions meet one of the objectives of the Jurisdiction Regulation which is to protect employees who are regarded as the weaker party in the employment relationship from a socio-economic point of view. So much is common ground between the parties in this case, as is the principle that if Section 5 is engaged the fact that the employer is not domiciled in a member state is irrelevant (see Société Group Josi Reinsurance Co SA v Universal General Insurance Co Case C-412/98 [2000] 2 All ER (Comm) 467, [2000] ECR I-5925).

Στο σύγγραμμα των Αρβανιτάκη – Βασιλακάκη «Κανονισμός 1215 κατ’ άρθρο ερμηνεία» Εκδόσεις Σάκκουλα (2020) στην σελίδα 431, αναφέρονται τα πιο κάτω σε σχέση με την αποκλειστική δωσιδικία του τόπου κατοικίας του εργοδοτουμένου, σε αγωγές που καταχωρούνται εναντίον του από τον εργοδότη:

«Εκκινώντας πάντα από την ανάγκη προστασίας του ασθενέστερου μέρους ο παρών κανονισμός, στο άρθρο 22 ορίζει ότι σε περίπτωση αγωγής ασκούμενης από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή μόνο ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου ο εναγόμενος εργαζόμενος έχει την κατοικία του. Έτσι, ενώ το άρθρο 21 προσφέρει στον ενάγοντα εργαζόμενο ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, αντίθετα το άρθρο 22.1 υποχρεώνει τον ενάγοντα εργοδότη να ενάγει τον εναγόμενο μισθωτό αποκλειστικά και μόνο στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί τελευταίος. Όπως λοιπόν στις ασφαλιστικές και καταναλωτικές συμβάσεις καθιερώνεται και στις ατομικές συμβάσεις εργασίας ένα γενικευμένο φόρουμ προς όφελος του εργαζομένου ως ασθενέστερου μέρους χωρίς την παράλληλη δυνατότητα εφαρμογής των ειδικών συντρεχουσών δικαιοδοτικών βάσεων του κανονισμού.»

Στην παρούσα περίπτωση, η εφεσείουσα επικαλέστηκε πρωτοδίκως μεταξύ άλλων, συμβατικό όρο για αποκλειστική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αναφορικά με διαφορές που προκύπτουν από τις συμφωνίες εκπαίδευσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, με αναφορά στο Τμήμα 5 του Κανονισμού (Άρθρα 20 – 24), έκρινε ότι δεν έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες για δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Αποφασίσθηκε συναφώς, ότι η διαφορά των διαδίκων σχετίζεται με ατομική σύμβαση εργασίας δυνάμει του Άρθρου 20 και ως εκ τούτου, αποκλειστική δικαιοδοσία έχει δυνάμει του Άρθρου 22, το δικαστήριο της κατοικίας του εργοδοτουμένου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην συνέχεια στο Άρθρο 23, στο οποίο καθορίζεται ότι για να ισχύει η εξαίρεση της συμφωνίας καθορισμού άλλης δωσιδικίας θα έπρεπε αυτή η συμφωνία να γίνει μετά την δημιουργία της διαφοράς. Κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Είναι ως εκ τούτου σημαντικό να εξεταστεί η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ότι οι επίδικες συμφωνίες σχετίζονται με ατομική σύμβαση εργασίας και ως εκ τούτου, εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση οι διατάξεις του καθορίζονται στο Τμήμα 5 του Κανονισμού (Άρθρα 20 – 24).

Τα άρθρα αυτά όπως προκύπτει και από το προοίμιο του Κανονισμού, καταδεικνύουν τη σημασία της εναρμόνισης των ευρωπαϊκών κανονισμών για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων και την αποτελεσματική εφαρμογή των διεθνών δικαιοδοτικών κανόνων. Σκοπός του Κανονισμού είναι μεταξύ άλλων, η προστασία των εργαζομένων και η διευκόλυνση τους στο δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη.  Ως εκ τούτου, η σαφής κατανόηση των εν λόγω εφαρμοστέων νομικών διατάξεων, είναι κρίσιμης σημασίας για την εργασιακή σταθερότητα και την ευημερία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το Άρθρο 20.1 του Κανονισμού έχει ως εξής:

1.    Ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 6, του άρθρου 7 σημείο 5 και, όταν η διαδικασία κινείται κατά εργοδότη, του άρθρου 8 σημείο 1.

Εξετάζοντας την ελληνική μετάφραση του Άρθρου 20.1 σε συνδυασμό με το αγγλικό κείμενο, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι  το αγγλικό κείμενο είναι πιο ακριβές και εξειδικευμένο, ενώ παρέχει πιο ευρύ νόημα από το ελληνικό. Συγκεκριμένα το ελληνικό κείμενο αναφέρεται σε «διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας», ενώ το αγγλικό σε «matters relating to individual contracts of employment». Προκύπτει ότι το αγγλικό «relating» μεταφράζεται στα ελληνικά σε «από». Ως αποτέλεσμα, το αγγλικό κείμενο περιλαμβάνει όχι μόνο τις διαφορές που γεννούν αυτές καθαυτές οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, αλλά και όσες διαφορές σχετίζονται με αυτές τις συμβάσεις.

Πέραν τούτου, είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σύμφωνα με την νομολογία, η ερμηνεία των όρων «ατομική σύμβαση εργασίας» και «εργοδοτούμενος» που αναφέρονται στον Κανονισμό, πρέπει να γίνεται δυνάμει του ενωσιακού και όχι του εθνικού δικαίου. Σχετική είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου C-47/14 Holterman Ferho Exploitatie ημερομηνίας 10/09/2015, στην οποία νομολογήθηκε ότι ο Κανονισμός απαιτεί, αυτοτελή ερμηνεία της έννοιας της «ατομικής συμβάσεως εργασίας» και του «εργοδοτούμενου».

Ως εκ τούτου, καθοριστικό στοιχείο για τη διαπίστωση της φύσης της επίδικης σύμβασης για τους σκοπούς του Κανονισμού δεν θα πρέπει να είναι ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν σε αυτήν τα μέρη ούτε αυτός που της απέδωσε το εθνικό δίκαιο. Όπως αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση, οι έννοιες αυτές πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών του Κανονισμού, προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του, σε όλα τα κράτη μέλη.

Σχετική είναι και η απόφαση Samengo-Turner (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

« It is well established that the terms used in an instrument such as the Regulation have to be given an autonomous (European) meaning so that each member state will apply it consistently and not interpret it in accordance with its own national law.»

Υπό αυτήν την έννοια, είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υιοθέτηση των όσων αναφέρονται στην κυπριακή υπόθεση Toni & Guy Limassol Ltd και Άλλοι ν. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ 496, δεν είναι επιτρεπτή από τη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Εν πάση όμως περιπτώσει, όπως πολύ ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το τι αποφασίστηκε στην πιο πάνω υπόθεση Toni & Guy, είναι κατά πόσον είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και αν σχετική ρύθμιση εκπαίδευσης με αυτή της σύμβασης, γεννά αυτοτελές δικαίωμα αγωγής. Δεν ερμηνεύθηκαν δηλαδή οι υπό κρίση πρόνοιες του Κανονισμού, ούτε κρίθηκε κατά πόσον η σύμβαση εκπαίδευσης σχετίζεται με την ατομική σύμβαση εργασίας, που είναι το κύριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στην παρούσα περίπτωση.

Είναι παραδεκτό ότι στον ίδιο τον Κανονισμό δεν καθορίζεται η ερμηνεία των εννοιών «ατομική σύμβαση εργασίας» και «εργοδοτούμενος». Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει τις πιο πάνω έννοιες,  σε μια σειρά αποφάσεων του, σε κάποιες από τις οποίες έκανε αναφορά και το πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων  C- Holterman (ανωτέρω), C-804/19 BU v Markt24 GmbH, 25/2/2021, C-1/17, Petronas Lubricants Italy SpA v Guida 21/6/2018).

Στην πιο πάνω νομολογία, αναφέρεται ότι η έννοια της ατομικής σύμβασης εργασίας, προϋποθέτει σχέση εξάρτησης του εργαζομένου έναντι του εργοδότη. Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να καταδεικνύεται ότι οι συμβαλλόμενοι συνδέονται με «σύμβαση εργασίας», κατά την έννοια του Άρθρου 20 του Κανονισμού, ανεξαρτήτως του αν η εργασία που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, εκτελέστηκε ή όχι.

Αυτό που προκύπτει αβίαστα από την πιο πάνω νομολογία του ΔΕΕ, είναι ότι στις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας, είναι σκόπιμο να προστατεύεται το αδύναμο μέρος, με τους  ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του, κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Αυτό άλλωστε αναφέρεται και στην παράγραφο 18 του προοιμίου του Κανονισμού.

Κλασικό δείγμα της πιο πάνω τάσης της νομολογίας του ΔΕΕ για ευρεία ερμηνεία του Κανονισμού ως προς το τι συνιστά διαφορά που σχετίζεται με ατομική σύμβαση εργασίας, αποτελεί η απόφαση C - 604/20 ROI Land Investments Ltd ημ. 20/10/2022. Στην εν λόγω υπόθεση, λέχθηκε ότι το Άρθρο 21, έχει την έννοια ότι εργαζόμενος μπορεί να εναγάγει ενώπιον του δικαστηρίου ένα νομικό πρόσωπο, το οποίο ανεξαρτήτως αν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, δεν συνδέεται τυπικώς μαζί του με σύμβαση εργασίας, αλλά, δυνάμει συμφωνίας (letter of comfort) αναλαμβάνει την εξασφάλιση των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι του εργαζομένου, χωρίς την οποία δεν θα είχε συναφθεί η σύμβαση εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, κρίθηκε ότι το νομικό αυτό πρόσωπο, ευθύνεται άμεσα έναντι του εργαζομένου για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη. Αυτό, γιατί η συμφωνία με το τρίτο νομικό πρόσωπο για εξασφάλιση των υποχρεώσεων του εργοδότη, είναι συνδεδεμένη και σχετίζεται άμεσα με την συμφωνία εργοδότησης, καθώς χωρίς αυτήν, δεν θα είχε συναφθεί η συμφωνία εργοδότησης από τον εργοδοτούμενο.   

Αναφορά έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε αγγλική νομολογία, η οποία δεν ερμηνεύει τις εν λόγω έννοιες από την σκοπιά του αγγλικού εθνικού δικαίου, αλλά παραπέμπει στο ενωσιακό δίκαιο και ιδιαίτερα στον βασικό σκοπό του Κανονισμού για ενιαία ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Semtech Corp ν Lacuna Space Ltd, [2021] EWHC 1143, Alfa Laval Tumba ΑΒ ν Separator Spares International Ltd, [2013] C.P. Rep. 9, Yukos International UK BV v Merinson, [2018] I.L.Pr. 44 και Petter ν EMC Europe Ltd, [2016] I.L.Pr. 3).

Όπως προαναφέρθηκε, σχετική κυπριακή νομολογία δεν εντοπίζεται αφού η υπόθεση Toni & Guy (ανωτέρω) δεν ασχολήθηκε με την ερμηνεία του Κανονισμού, αλλά περιορίζεται στο ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και αν η σύμβαση εκπαίδευσης εργοδοτούμενου, γεννά αυτοτελές δικαίωμα αγωγής.

Αναφορικά με την προαναφερθείσα αγγλική νομολογία, προκύπτει ότι τα αγγλικά δικαστήρια εφάρμοζαν τον Κανονισμό διασταλτικά, ασχέτως από το αν η βάση της αγωγής προκύπτει από παράβαση της σύμβασης εργοδότησης ή όχι. Ιδιαίτερα, αναφορικά με συμβάσεις που σχετίζονται με ατομική σύμβαση εργασίας δυνάμει του Κανονισμού, λέχθηκε ότι στην φράση “relating to”, πρέπει να δίνεται μια ευρεία ερμηνεία. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σύμφωνα με τις αποφάσεις Yukos και Petter (ανωτέρω), είναι κατά πόσον το επίδικο θέμα σχετίζεται με οιονδήποτε τρόπο, με την ατομική σύμβαση εργοδότησης (relating to an individual contract of employment).

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η βιβλιογραφία που ερμηνεύει τις πιο πάνω πρόνοιες που παρατίθενται στο Τμήμα 5 του Κανονισμού. Στο σύγγραμμα Civil Jurisdiction and Judgments in Europe, Trevor Hardley, Oxford Private International Law Series, Second Edition, στην σελίδα 210, αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με τις πρόνοιες του Κανονισμού για τις συμβάσεις εργασίας:

«The instruments provide no definition of an individual contract of employment … As one would expect, the CJEU has said that an autonomous, EU-law definition must be applied.»

Γίνεται επίσης παραπομπή στην απόφαση Majamdia v. Algeria, Case C-157/11, στην οποία λέχθηκε πως οι ειδικές προβλέψεις σε σχέση με την εργοδότηση «must be interpreted with account being taken of the concern to ensure proper protection of the employee as the weaker of the contracting parties» (βλ. παρ. 46 της απόφασης).

Αναφέρονται επιπλέον τα πιο κάτω στο εν λόγω σύγγραμμα, αναφορικά με την ερμηνεία της σύμβασης εργασίας δυνάμει του Ενωσιακού δικαίου σε αντίθεση με το εθνικό δίκαιο:

« For this reason, the CJEU will probably give a wide definition to the concept of employment in certain situations, and will hold that the special provisions on employment cover categories of persons who might not be regarded by Member- State law as having a contract in employment with the person for whom they are working. This will prevent unscrupulous employers from manipulating the terms of the contract in order to deprive the employee from protection.»

Επίσης στο σύγγραμμα Conflict of Laws, Collier’s, Cambridge University Press, Fourth Edition, σελίδα 103,  αναφέρονται τα εξής:

«The section applies to individual contracts of employment and seeks to protect the employee as the weaker party to the contract. Although there is no express definition of an individual contract of employment it should have an autonomous interpretation. »

Σε σχέση με την ευρεία ερμηνεία της εννοίας της διαφοράς που σχετίζεται με ατομική σύμβαση εργασίας, και την μη αναγκαιότητα η αγωγή να στηρίζεται μόνο στην σύμβαση εργασίας, σχετικό είναι το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Private International Law by Chesire, North and Fawcett, pages 342,342, Oxford University Press:  

«The new wording, which merely requires that a claim is made in respect  of a contract (i.e. it relates to or is connected with the contract) given its natural meaning, leads to the result that the cause of action does not have to be based on the contract. The Court of Appeal had thus held that the expression “in respect of a contract” should be considered broadly, and should encompass a claim for a constructive trust arising out of a contract. Similarly, a restitutionary  claim for the return of an overpayment of money by one contracting party to another, which is based on unjust enrichment has been held to fall within the new provision.»

Στην παρούσα περίπτωση, είναι σαφές ότι οι συμφωνίες εκπαίδευσης του εφεσίβλητου, σχετίζονταν άμεσα με την ατομική σύμβαση εργασίας που συνήψε με την εφεσείουσα. Είναι ως εκ τούτου ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων, ήταν απολύτως σχετική με την ατομική σύμβαση εργασίας που είχαν συνυπογράψει, δεδομένου  ότι το αντάλλαγμα της εκπαίδευσης ήταν η αποκλειστική παροχή υπηρεσιών στην εφεσείουσα από τον εφεσίβλητο. Εξάλλου, η ίδια η απαίτηση της εφεσείουσας για αποζημίωση, προέκυψε ακριβώς λόγω της κατ’ ισχυρισμό παράβασης εκ μέρους του, της σύμβασης εργασίας. Να σημειωθεί ότι η απαίτηση της εφεσείουσας, ήταν για συγκεκριμένο ποσόν ως επιστροφή μέρους της δαπάνης εκπαίδευσης, λόγω μη τήρησης των υποχρεώσεων του, αναφορικά με την σύμβαση εργασίας. Υπό τας περιστάσεις, δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς θα μπορούσε να διαχωριστεί η απαίτηση της εφεσείουσας από την επίδικη σύμβαση εργασίας.

Με δεδομένο λοιπόν ότι η διαφορά των διαδίκων σχετιζόταν άμεσα με την ατομική σύμβαση εργασίας που συνήψαν, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι αυτή εμπίπτει εντός των διαφορών που ρυθμίζονται από το Άρθρο 20 του Κανονισμού, για την οποία αποκλειστική δικαιοδοσία σύμφωνα με το Άρθρο 22.1, έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος έχει την κατοικία του, που στην περίπτωση αυτή είναι τα ελληνικά δικαστήρια.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης όπως εκτίθενται ανωτέρω, κρίνονται ως αβάσιμοι. Είναι ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στην κατηγορία «διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας» εν τη εννοία του Άρθρου 20 του Κανονισμού (λόγοι έφεσης 1 & 2), για την οποία αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα ελληνικά δικαστήρια.

Ορθή είναι και η παραπομπή για τον σκοπό αυτό, σε αγγλική νομολογία που ερμηνεύει το Τμήμα 5 του Κανονισμού, χωρίς να ληφθεί υπόψη η απόφαση Toni & Guy (ανωτέρω) που δεν σχετίζεται με τα επίδικα θέματα της παρούσας (λόγοι έφεσης 3, 4 & 5).

Αβάσιμοι κρίνονται και οι λόγοι έφεσης 6 & 7, αφού κρίνεται ως ορθή η πρωτόδικη κατάληξη ότι οι συμβάσεις εργασίας και εκπαίδευσης, είχαν ουσιαστική σχέση μεταξύ τους και ήταν σε τέτοιο βαθμό συνδεδεμένες ώστε να μην μπορούσαν να διαβάζονται ανεξάρτητα η μια από την άλλη.

Τέλος, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η πρόνοια των συμβάσεων εκπαίδευσης, με την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν ότι κάθε διαφορά τους θα επιλύεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (λόγος έφεσης 8). Αυτό γιατί όπως προαναφέρθηκε, δυνάμει του Άρθρου 23 του Κανονισμού, καμία προγενέστερη συμφωνία τους ως προς το Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία δεν μπορεί να ισχύσει.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου, ύψους €2.000,00 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

 

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο