
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 111/2025)
29 Μαΐου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΚΙΤΣΙΟΥ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----
Σ. Χρυσοστόμου για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα
Ν. Καντάρας για Π. Σιαηλή (κα), για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα αντιμετωπίζει πρωτόδικα έξι κατηγορίες, συγκεκριμένα για: (α) Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.»), (β) Δύο κατηγορίες για Κλοπή κατά παράβαση του Άρθρου 262 του Π.Κ., (γ) Κακόβουλη βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 324(α) του Π.Κ., και (δ) Κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών κατά παράβαση του Άρθρου 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως ήταν εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, αφού η Εφεσίβλητη απάντησε μη παραδοχή στις πιο πάνω Κατηγορίες και προτού οριστεί ημερομηνία ακρόασης, εξετάστηκε το αίτημα για κράτηση. Αφού εξεδόθη η πρωτόδικη Απόφαση κρίνοντας ότι η κράτηση δεν δικαιολογείτο, τότε προχώρησε το Δικαστήριο και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 20.3.2026.
Εν πρώτοις δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια μας για τον ορισμό ποινικής υπόθεσης για ακρόαση μετά από ένα σχεδόν χρόνο. Πρόκειται για μια σχετικά απλή υπόθεση με επτά μάρτυρες, εκ των οποίων οι έξι είναι αστυφύλακες που δεν αναμένεται να χρειαστεί πολλές δικασίμους για να εκδικαστεί.
Το ουσιαστικότερο σφάλμα, όμως, έγκειται στην εξέταση του αιτήματος κράτησης πριν τον ορισμό της υπόθεσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 όταν Δικαστήριο αναβάλει υπόθεση «βάσει της αναβολής αυτής» αποφασίζει κατά πόσο θα απολύσει τον κατηγορούμενο με όρους ή θα προφυλακίσει αυτόν. Ο χρόνος εξάλλου μέχρι την επόμενη δικάσιμο είναι εκ των παραγόντων που πρέπει να συνεκτιμούνται σε απόφαση ως προς το κατά πόσο θα πρέπει να διατάσσεται η κράτηση κατηγορουμένου. Κατ’ επέκταση η διαδικασία που ακολουθήθηκε οδήγησε στην εξέταση του αιτήματος χωρίς να μπορεί να ληφθεί υπόψη ουσιώδες στοιχείο.
Με τα πιο πάνω κατά νουν θα εξετάσουμε τους Λόγους Έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι ότι τα ενώπιον του στοιχεία δεν συνέθεταν ισχυρή εντύπωση για ύπαρξη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων (Λόγος Έφεσης 1) καθώς και οι πρωτόδικες αναφορές ότι κατά τον χρόνο διάπραξης αδικημάτων στις προηγούμενες καταδίκες η Εφεσίβλητη ήταν ανήλικη (Λόγος Έφεσης 2).
Το αίτημα για κράτηση είχε στηριχθεί μόνο στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη ενώπιον μας δέχτηκε ότι με τα δεδομένα της υπόθεσης θα μπορούσε να είχε διαταχθεί η κράτηση της αλλά τώρα ενίσταται ενόψει του ορισμού της υπόθεσης σε τόσο μακρινή ημερομηνία.
Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη Νομολογία για εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων συνοψίστηκαν στην Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024 ως εξής:
«(1) Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.
(2) Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.
(3) Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί: (α) Από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας, (β) Από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους (όπως έγινε στην υπόθεση Matznetter v. Austria, Appl. 2178/64, ημερ. 10.11.69 και στις υποθέσεις Κωνσταντινίδη και Χριστούδια, ανωτέρω)».
Η Εφεσίβλητη, γεννηθείσα τον Ιούνιο 1999, βαρύνεται με αριθμό προηγούμενων καταδικών. Ειδικότερα:
- Στην υπόθεση Υπ’ Αρ. 3507/20 που αφορούσε σε πέντε διαφορετικές περιπτώσεις διαρρήξεων και κλοπής, αδικήματα διαπραχθέντα τον Απρίλιο 2020.
- Στην υπόθεση Υπ’ Αρ. 329/19 για αδικήματα κακόβουλης ζημιάς και κλοπής διαπραχθέντα τον Αύγουστο 2017.
- Στην υπόθεση Υπ’ Αρ. 4218/18 για αδικήματα διάρρηξης κατοικίας και κλοπής διαπραχθέντα επίσης τον Αύγουστο 2017.
- Στην υπόθεση Υπ’ Αρ. 1120/19 για αδικήματα κλοπής, διάρρηξης αποθήκης και απόπειρας διάρρηξης κατοικίας διαπραχθέντα τον Σεπτέμβριο 2017.
- Στην υπόθεση Υπ’ Αρ. 902/19 για τρία αδικήματα κλοπής διαπραχθέντα τον Ιούλιο 2015 (ήτοι ενώ η Εφεσίβλητη ήταν 16 χρονών).
- Στην υπόθεση Υπ’ Αρ.6799/20 για το αδίκημα της ψευδορκίας που διαπράχθηκε τον Απρίλιο 2017, και
- Στην υπόθεση Υπ’ Αρ. 866/19 για αδικήματα κλοπής διαπραχθέντα τον Οκτώβριο 2017.
Εκκρεμούν εναντίον της επιπλέον οι υποθέσεις με αρ. 769/23 και 1160/19 που αφορούν, μεταξύ άλλων, σε κατηγορίες για κλοπή και κλεπταποδοχή για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν τον Ιανουάριο 2023 και Οκτώβριο-Νοέμβριο 2016 αντίστοιχα.
Από τις ημερομηνίες διάπραξης των αδικημάτων των πιο πάνω προηγούμενων καταδικών προκύπτει ότι σε όλες τις περιπτώσεις, πλην της 902/19, η Εφεσίβλητη ήταν ενήλικη κατά τη διάπραξη αυτών. Ομοίως, στα όσα της καταλογίζονται με την εκκρεμούσα υπόθεση αρ. 1160/19. Η σχετική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη ήταν ανήλικη κατά τη διάπραξη των αδικημάτων στις υποθέσεις υπ’ αρ. 329/19, 4218/18, 1120/19, 6799/20 και 866/19 δεν ήταν ορθή.
Πέραν του προαναφερόμενου σφάλματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα εξής τα οποία προβληματίζουν:
«Η συνολική εικόνα που εισπράττει το Δικαστήριο μέσα από το σύνολο των δεδομένων είναι ότι η Κατηγορούμενη που σήμερα είναι σε ηλικία 26 περίπου ετών, εν’ όσο (sic) ήταν ανήλικη για ένα χρονικό διάστημα, τουλάχιστον από το 2015 έως και το 2020 με την μετεφηβεία της απασχόλησε έντονα τις αρχές με αδικήματα κατά της περιουσίας. Όλοι γνωρίζουμε ότι όταν μιλούμε για αυτήν την ηλικιακή περίοδο η πάροδος του χρόνου επιδρά ως προς το να διαμορφωθεί η συμπεριφορά και οι προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου».
Με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα πιο πάνω αποτελούν συνειρμούς εκτός του πλαισίου που εξετάζεται σε αιτήματα κράτησης. Ό,τι απασχολεί κατά την εξέταση της ύπαρξης κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων είναι το κατά πόσον από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα (βλ. Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Δημοκρατία ν. Χαρίτου Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/24, ημερ. 16.4.2024).
Η ύπαρξη επτά προηγούμενων καταδικών για αδικήματα παρόμοιας φύσης με αυτά της παρούσας υπόθεσης, σε κάποιες εκ των οποίων είχαν μάλιστα ληφθεί υπόψη και άλλες υποθέσεις παρόμοιας φύσης, καθώς και η εκκρεμότητα άλλων δύο υποθέσεων επίσης για παρόμοια αδικήματα, αναμφίβολα δημιουργούσε τέτοια ισχυρή εντύπωση (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373). Στην Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 567 αποφασίστηκε ότι αρκούσε η ύπαρξη δύο άλλων υποθέσεων για την πιθανότητα επανάληψης της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας. Στην Αρέστη ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1 λέχθηκε ότι:
«…οι υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον του Εφεσείοντα αλλά και τα προηγούμενα του, έστω και αν είναι παλαιά, θεμελίωναν επαρκώς την πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων και δικαιολογούσαν, κατά την κρίση μας, την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά τον τρόπο που ασκήθηκε, με διαταγή δηλαδή για κράτηση του Εφεσείοντα…».
Πόσω μάλλον το γεγονός ότι τα αδικήματα της υπό κρίση υπόθεσης φέρονται να διαπράχθηκαν μέσα στην περίοδο αναστολής της ποινής φυλακίσεως που είχε επιβληθεί στις έξι εκ των επτά πιο πάνω υποθέσεων. Όπως λέχθηκε στην Θεοχάρους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 217/2024, ημερ. 22.10.2024:
«Συνιστά νομολογιακή αρχή ότι όπου η διάπραξη νέων αδικημάτων λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο που ο κατηγορούμενος βρίσκεται υπό καθεστώς αναστολής έκτισης ποινής φυλάκισης τότε ο παράγων αυτός αποκτά αυξημένη ισχύ (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 397, Ευθυμίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 147, Λυσσάνδρου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 242/24, ημερ. 18.10.24). Βέβαια στην παρούσα περίπτωση δεν είναι τα εκδικαζόμενα αδικήματα αυτά που φέρονται να έχουν διαπραχθεί εντός περιόδου αναστολής αλλά από την άλλη δεν μπορεί να μην έχει τη σημασία του το ότι από το σχετικά πρόσφατο ιστορικό του Εφεσείοντος διαπιστώνεται πως είναι πρόσωπο το οποίο (όχι έχει προσαχθεί αλλά) έχει καταδικαστεί για αδικήματα τα οποία διέπραξε εντός περιόδου αναστολής ποινής φυλάκισης. Η σημασία λοιπόν της ύπαρξης δύο προηγούμενων καταδικών στη μια εκ των οποίων αφενός ενεργοποιήθηκε παλαιότερη ανασταλείσα ποινή και αφετέρου αργότερα έτυχε του ευεργετήματος της υπό όρους αποφυλάκισης επ’ αδεία, σφραγίζουν την ύπαρξη εύλογου κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Κατ’ αναλογίαν όσων είχαν λεχθεί στην Ευριπίδου (ανωτέρω), ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων στην περίπτωση απόλυσης του Εφεσείοντος αποτελεί, εν όψει των προηγούμενων καταδικών, ρεαλιστική αποτίμηση της προοπτικής αυτής».
Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση τα δεδομένα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγούσαν ξεκάθαρα στη δημιουργία ισχυρής εντύπωσης περί της ύπαρξης κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων από την Εφεσίβλητη σε περίπτωση που αυτή αφήνετο ελεύθερη.
Οι Λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 2 ευσταθούν.
Μας έχει προβληματίσει το γεγονός ότι η υπόθεση έχει οριστεί σε ιδιαίτερα μακρινή ημερομηνία, αφού είναι ανεπιθύμητο να διατάσσεται κράτηση υποδίκου για τέτοιο μεγάλο διάστημα. Χωρίς να επεμβαίνουμε στην εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ορίσει την υπόθεση, και εν όψει της εκδιδόμενης τώρα διαταγής κράτησης, δίδονται οδηγίες όπως φροντίδι του αρμόδιου Πρωτοκολλητή η υπόθεση τεθεί ενώπιον της πρωτόδικης Δικαστού το αργότερο μέχρι τις 6.6.2025 και ώρα 9π.μ. ούτως ώστε να επαναπρογραμματιστεί για ακρόαση το συντομότερο, λαμβανομένου πλέον υπόψη του δεδομένου ότι η Εφεσίβλητη θα βρίσκεται υπό κράτηση.
Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η κράτηση της Εφεσίβλητης μέχρι την επόμενη εμφάνιση της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ως ανωτέρω.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο