
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 112/2025)
2 Μαΐου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείουσα
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------------------------------------------
Α. Κληρίδης για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα
Α. Τιμοθέου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ενδιάμεση απόφαση του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λεμεσού, ημερ. 16.4.2025, με την οποία διατάχθηκε η κράτηση της Εφεσείουσας λόγω των κινδύνων φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων. H Εφεσείουσα (κατηγορούμενη 4 στην πρωτόδικη διαδικασία), μαζί με άλλα έξι άτομα αντιμετωπίζει από κοινού αριθμό σοβαρών κατηγοριών συνωμοσίας (Κατηγορίες 1-3), νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ύψους €5.890 (Κατηγορία 18), καθώς και κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών (Κατηγορίες 4-17). Οι τελευταίες συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης (σελ. 2):
«Διάφορα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και συγκεκριμένα κοκαΐνη βάρους 150,26 γραμμαρίων (κατηγορίες 4 και 11 αντίστοιχα), δισκία, συμπαγή ουσία και κρυσταλλική ουσία που περιείχαν MDMA συνολικού βάρους 223,57 (κατηγορίες 5 και 12 αντίστοιχα), 153,8 γραμμάρια αποξηραμένα μανιτάρια που περιείχαν ψιλοκυβίνη (κατηγορίες 6 και 13 αντίστοιχα) και 27 συσκευασίες ηλεκτρονικών τσιγάρων που περιείχαν ελαιώδες υγρό (THC) τετραυδροκανναβινόλη, συνολικού βάρους 27 γραμμαρίων (κατηγορίες 7 και 14 αντίστοιχα).
Διάφορα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Β΄ και συγκεκριμένα κάνναβη, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, συνολικού βάρους 10 κιλών και 454,08 γραμμαρίων (κατηγορίες 8 και 15 αντίστοιχα), 672,39 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης (κατηγορίες 9 και 16 αντίστοιχα), μπισκότα συνολικού βάρους 20 κιλών και 2,54 γραμμαρίων καθώς και ζελεδάκια συνολικού βάρους 9 κιλών και 285,77 γραμμαρίων που περιέχουν την ουσία εξαυδροκανναβινόλη (HHC) (κατηγορίες 10 και 17 αντίστοιχα)».
Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης, τους οποίους παραθέτουμε εν συντομία με τη σειρά που προβάλλονται:
Πρώτον, λανθασμένα αποφασίστηκε «ότι υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας στη βάση και μόνο της σοβαρότητας της ποινικής υπόθεσης και της πιθανότητας καταδίκης παρά την υπόλοιπη μαρτυρία που υπήρχε αναφορικά με τα υποκειμενικά κριτήρια της Εφεσείουσας και την όλη στάση της». Η Εφεσείουσα, η οποία είναι άτομο νεαρής ηλικίας (24 ετών) το οποίο εξαρτάται και υποστηρίζεται οικονομικά από τους γονείς της, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να διαφύγει στο εξωτερικό, ούτε οποιουσδήποτε δεσμούς με άλλη χώρα. Σε ό,τι αφορά την «όλη στάση της», ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρει ότι «ενώ η υπόθεση βρισκόταν φανερά υπό διερεύνηση από τον Αύγουστο του 2024 και η Εφεσείουσα κλήθηκε από την Αστυνομία να μεταβεί για κατάθεση τον Ιανουάριο του 2025, και μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό όπου και συνελήφθη». Επίσης, ενώ η ίδια υπόθεση η οποία εκκρεμούσε εναντίον της αναστάλθηκε και επανακαταχωρήθηκε, αυτή δεν επιχείρησε στο μεταξύ να διαφύγει. Περιπλέον, άλλοι κατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση αφέθηκαν ελεύθεροι παρά την ύπαρξη παρόμοιας πιθανότητας καταδίκης. Εισηγείται ότι η παρουσία της Εφεσείουσας στην δίκη θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης.
Δεύτερον, λανθασμένα διαπιστώθηκε η ύπαρξη κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων με βάση το σύνολο των καταδικών και εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων για ναρκωτικές ουσίες, αφορώσες υποθέσεις απλής κατοχής ναρκωτικών ουσιών ή μικρές ποσότητες ναρκωτικών, μη συγκρινόμενες σε φύση ή σοβαρότητα με την υπόθεση την οποία τώρα αντιμετωπίζει.
Τρίτον, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης καθότι η κατηγορούσα αρχή κατά την προώθηση του αιτήματος κράτησης της Εφεσείουσας «δεν παρουσίασε καμία αιτιολογία ή δικαιολογία ως προς την διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της Εφεσείουσας και των κατηγορουμένων 5 και 7 για τους οποίους δεν ζητήθηκε η κράτηση τους και συμφωνήθηκε όπως αυτοί αφεθούν ελεύθεροι με όρους». Επίσης, στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαφοροποίησε την πιθανότητα καταδίκης μεταξύ της Εφεσείουσας και του κατηγορούμενου 5, αναφέροντας ότι ο κατηγορούμενος 5 συνδέθηκε με ένα δακτυλικό αποτύπωμα ενώ η Εφεσείουσα συνδέθηκε με δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό. Προσέτι, αγνόησε μαρτυρία τηλεφωνικών επικοινωνιών του κατηγορούμενου 5, η οποία τον συνδέει με τα υπό κατηγορία αδικήματα. Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 7, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέφερε το βάρος απόδειξης στην Εφεσείουσα να υποδείξει τις προηγούμενες καταδίκες και εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις τις οποίες ο εν λόγω κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, ενώ τούτο ήταν καθήκον της κατηγορούσα αρχής η οποία είχε πρόσβαση στη σχετική πληροφόρηση.
Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία ο συνήγορος της Εφεσείουσας έθεσε ενώπιον μας προγενέστερη ενδιάμεση απόφαση άλλου πρωτόδικου Δικαστηρίου (την οποία λάβαμε de bene esse χωρίς να αποφασίζουμε στο στάδιο εκείνο το επιτρεπτό της προσκόμισης της ή τη σημασία της, δεδομένου ότι δεν είχε παρουσιαστεί πρωτοδίκως) με την οποία ο κατηγορούμενος 7 αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους σε ποινική υπόθεση στην οποία κατηγορείτο για τα ίδια αδικήματα με αυτά τα οποία τώρα αντιμετωπίζει, η οποία στη συνέχεια ανεστάλη για να καταχωρηθεί η παρούσα. Στην εν λόγω ενδιάμεση απόφαση γίνεται αναφορά σε εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις εναντίον του κατηγορούμενου 7. Εξηγώντας για ποιο λόγο τα στοιχεία αυτά δεν τέθηκαν ενώπιον του Κακουργοδικείου, ο συνήγορος της Εφεσείουσας είπε ότι ενδιαφέρθηκε να τα πληροφορηθεί μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης καθότι θεώρησε ότι δεν είχε η πελάτιδα του το βάρος προσαγωγής μαρτυρίας.
Έχουμε λάβει υπόψη όλα όσα έχουν λεχθεί ενώπιον μας κατά τις προφορικές αγορεύσεις τα οποία δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε εκτός στον βαθμό που κρίνεται αναγκαίο. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης υπεραμύνθηκε της εκκαλούμενης απόφασης.
(Ι) ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΦΥΓΟΔΙΚΙΑΣ
Οι αρχές βάσει των οποίων εξετάζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι καλά γνωστές και δεν κρίνουμε ότι χρήζουν επανάληψης (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/2023, ημερ. 21.7.2023, Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 78/24, ημερ. 8.4.2024). Αναφέρονται δε εν εκτάσει στην εκκαλούμενη απόφαση.
Το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί αιτήματος κράτησης υποδίκου, είναι περιορισμένο. Συμφώνως της νομολογίας η άσκηση της εξουσίας αυτής «δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Αναθεωρείται όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της» (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, Dydi κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/20 κ.ά., ημερ. 3.9.2020, Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/2021 κ.ά., ημερ. 28.12.2021).
Έχουμε εξετάσει με προσοχή την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας. Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τις προβαλλόμενες θέσεις και εισηγήσεις, οι οποίες εξετάστηκαν με λεπτομέρεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ειδικότερα, στην εκκαλούμενη απόφαση ορθώς αναφέρεται ότι αναμφίβολα οι κατηγορίες τις οποίες η Εφεσείουσα αντιμετωπίζει είναι πολύ σοβαρές, πράγμα το οποίο επηρεάζει το ύψος της ποινής σε περίπτωση καταδίκης, η οποία ενδέχεται να είναι αυστηρή και πολυετής. Το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποινή που ενδεχομένως να επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης (βλ. Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538, Νικήτα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 143/24, ημερ. 27.6.2024).
Το κίνητρο φυγοδικίας αυξάνεται αναλόγως της σοβαρότητας της υπόθεσης την οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει (βλ. Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600, Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 281). Στην Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, τονίστηκε ότι η σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.
Ούτε αμφισβητείται από την Εφεσείουσα η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πιθανολόγησης καταδίκης από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του. Τα πιο πάνω αντικειμενικά κριτήρια λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν πρωτοδίκως με τα υποκειμενικά δεδομένα, τα οποία προέρχονται από τους οικογενειακούς ή άλλους δεσμούς της Εφεσείουσας με την Κύπρο και τις προσωπικές της περιστάσεις, ως επιβάλλει η νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Νικολάου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω):
«…. είναι αυτονόητο ότι ένας Κύπριος κατηγορούμενος έχει κατά κανόνα δεσμούς με τη χώρα του που μπορεί να είναι δυνατοί ή χαλαροί, ανάλογα με τις ιδιαίτερες του συνθήκες. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν ως ασπίδα για τον ύποπτο ή υπόδικο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόπτου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εν όψει της σοβαρότητας της υπόθεσης, της πιθανότητας καταδίκης και της αυστηρότητας της ενδεχόμενης επιβληθησομένης ποινής, τα εν λόγω υποκειμενικά δεδομένα δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας και να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης υπό όρους.
Στην άσκηση της εν λόγω διακριτικής εξουσίας λήφθηκε υπόψη και η συμπεριφορά την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος της Εφεσείουσας, η οποία εκρίθη ότι δεν αίρει τον κίνδυνο φυγοδικίας για τους εξής λόγους:
(α) Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν φαίνεται ότι κατά τον χρόνο που η Εφεσείουσα κλήθηκε να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία, ήτοι μετά παρέλευση πέντε περίπου μηνών (16.1.2015) από τότε που άρχισε η διερεύνηση της υπόθεσης (21.8.2014) «γνώριζε ότι υπήρχε εναντίον της μαρτυρία, η οποία την συνέδεε ή ενέπλεκε με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ότι θα συλλαμβανόταν». Παρατηρώντας ταυτόχρονα ότι η παρούσα διαφοροποιείται σαφώς από άλλες υποθέσεις, όπως για παράδειγμα την Παρασκευά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, «όπου ο εφεσείων επέστρεψε στην Κύπρο από το εξωτερικό όταν πληροφορήθηκε ότι εναντίον του διερευνάτο σοβαρή υπόθεση ναρκωτικών και έθεσε έτσι εαυτόν στη διάθεση της Αστυνομίας».
(β) Η αυτόβουλη παραμονή της Εφεσείουσας στον χώρο του Δικαστηρίου μετά που απαλλάχθηκε από την ποινική υπόθεση 634/25, εν αναμονή καταχώρησης κατηγορητηρίου για παραπομπή της παρούσας σε απευθείας δίκη ενώπιον Κακουργοδικείου, όπου θα υποβαλλόταν εκ νέου αίτημα κράτησής της, δεν αποτελεί παράγοντα ιδιαίτερης βαρύτητας ή σημασίας στην αποτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας (βλ. Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 143/24, ημερ. 27.6.2024, και Παπεττίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 251/24, ημερ. 22.10.24, Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 279/24 κ.ά., ημερ. 11.12.2024).
Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση η οποία είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με την ισχύουσα νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία εντός του ορθού νομικού πλαισίου λαμβάνοντας υπόψη και συσταθμίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα. Δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης του Εφετείου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
(ΙΙ) ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΠΡΑΞΗΣ ΝΕΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ
Το Κακουργοδικείο διέταξε την κράτηση της Εφεσείουσας και λόγω του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων.
Η Εφεσείουσα βαρύνεται με δυο προηγούμενες καταδίκες για κατοχή και χρήση ναρκωτικών ως εξής:
(1) Στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 12445/22 του Ε.Δ. Λεμεσού για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’ και καπνίσματος κάνναβης με ημερομηνία διάπραξης τις 24.9.2019, στην οποία στις 2.11.2022, είχε δεσμευθεί με εγγύηση €1.000 να τηρεί τους Νόμους για δυο χρόνια, με ημερομηνία αποκατάστασης τις 11.12.2025 (λόγω επέκτασης βάσει επόμενης ποινής, ως εξηγήθηκε πρωτοδίκως και δεν εφεσιβάλλεται).
(2) Στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 19235/22 του Ε.Δ. Λεμεσού για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’ με ημερομηνία διάπραξης τις 14.2.2020, στην οποία στις 11.12.2023, τής επιβλήθηκε χρηματική ποινή €300 και υπογραφή εγγύησης €600 να τηρεί τους Νόμους για δυο χρόνια, με ημερομηνία αποκατάστασης τις 11.12.2025.
Επίσης, εναντίον της Εφεσείουσας εκκρεμούν δυο ποινικές υποθέσεις για ναρκωτικές ουσίες ως εξής:
(1) Η Υπόθεση Αρ. 22081/22 του Ε.Δ. Λεμεσού όπου κατηγορείται από κοινού με άλλα δυο πρόσωπα ότι στις 5.3.2020 στη Λεμεσό, συνωμότησαν να διαπράξουν τα κακουργήματα της κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, δηλαδή ίχνη κοκαΐνης και μεθαμφεταμίνης, και ότι κατείχαν με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β’, δηλαδή 46,98 γραμμάρια φυτού κάνναβης. Επίσης κατηγορείται ότι στις 4.3.2020 κάπνισε φυτό κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί ρητίνη.
(2) Η Υπόθεση Αρ. 283/2025 του Ε.Δ. Λεμεσού, όπου κατηγορείται ότι στις 3.3.2024 στη Λεμεσό είχε στην κατοχή της ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α’, δηλαδή 2,19 γραμμάρια κοκαΐνης.
Η κρίση του Κακουργοδικείου ως προς τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων περιέχεται στο κάτωθι απόσπασμα, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο (σελ. 22-23):
«Στο πλαίσιο εξέτασης του θέματος λαμβάνουμε κατ’ αρχάς υπόψη ότι τόσο οι προηγούμενες καταδίκες της κατηγορούμενης 4 όσο και οι εκκρεμούσες εναντίον της υποθέσεις αφορούν ίδιας φύσης αδικήματα με τα σοβαρότερα στην παρούσα, υπό την έννοια ότι αφορούν παραβάσεις των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/1977 και σχετίζονται με την κατοχή ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα διαφορετικών ειδών (τάξεως Α’ και Β’). Δεν μας διαφεύγει βέβαια ότι οι προηγούμενες καταδίκες αφορούν αδικήματα κατοχής και χρήσης ναρκωτικών, ούτε και ότι η Υπόθεση 283/2025 αφορά αδικήματα κατοχής μικρής ποσότητας ναρκωτικών. Δεν μας διαφεύγει ούτε ότι η Υπόθεση Αρ. 22081/2022, όπου η κατηγορούμενη 4 αντιμετωπίζει και αδίκημα κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, αφορά πολύ μικρότερη ποσότητα και περιορίζεται σε ναρκωτικά τάξεως Β’.
Ενώ όμως κάθε μια από τις ως άνω υποθέσεις ξεχωριστά δεν έχει τον ίδιο βαθμό σοβαρότητας με την παρούσα και δεν μπορεί να οδηγήσει σε στοιχειοθέτηση κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, όλες μαζί, συνεκτιμούμενες αθροιστικά καταδεικνύουν, κατά την κρίση μας, την ύπαρξη μιας επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς, η οποία αποκαλύπτει ροπή της κατηγορούμενης 4 στη διάπραξη αδικημάτων όμοιας φύσης με τα επίδικα στην παρούσα, στο μέτρο που αφορούν ναρκωτικά, τέτοια που μας δημιουργεί ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων σε περίπτωση που αυτή αφεθεί ελεύθερη (όσον αφορά την συνεκτίμηση προηγούμενων καταδικών και εκκρεμουσών υποθέσεων βλ. και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 290/24, ημερ. 09/12/2024)».
Όπως λέχθηκε κατ’ αναλογία στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) είναι γεγονός ότι οι προηγούμενες καταδίκες για κατοχή και χρήση μικρής ποσότητας ναρκωτικών είναι συγκριτικά ήσσονος σημασίας σε σχέση με την παρούσα, στην οποία σε περίπτωση καταδίκης η Εφεσείουσα ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με πολυετή ποινή φυλάκισης. Η δε υπόθεση για κατοχή μικρής ποσότητας κοκαΐνης, καίτοι σοβαρότερη από τις προαναφερθείσες, είναι επίσης συγκριτικά ήσσονος σημασίας σε σχέση με την παρούσα. Την όλη όμως εικόνα διαφοροποιεί η εκκρεμής ποινική Υπόθεση Αρ. 22081/22, στην οποία η Εφεσείουσα αντιμετωπίζει κατηγορία για κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών τάξεως Β’. Παρότι η ποσότητα ναρκωτικών είναι σαφώς μικρότερη από τις ποσότητες για τις οποίες εν προκειμένω κατηγορείται, εντούτοις πρόκειται για όμοιας φύσης αδίκημα, ήτοι σχετιζόμενο με τον σκοπό προμήθειας ναρκωτικών. Συνεκτιμώμενη, η επαναλαμβανόμενη παραβατική και φερόμενη παραβατική συμπεριφορά της Εφεσείουσας, η οποία δυστυχώς φαίνεται να κλιμακώνεται σταδιακά σε βαθμό σοβαρότητας, με αποκορύφωμα την παρούσα, δημιουργεί την εικόνα προσώπου το οποίο έχει ροπή στη διάπραξη αδικημάτων σχετιζόμενων με απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες. Ήταν επομένως δικαιολογημένη η ισχυρή εντύπωση ότι σε περίπτωση που αφηνόταν ελεύθερη υπήρχε κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων.
Επισημαίνουμε επίσης ότι τα σοβαρά αδικήματα για τα οποία τώρα κατηγορείται η Εφεσείουσα φέρονται να διαπράχθηκαν σε περίοδο στην οποία αυτή βρισκόταν ελεύθερη υπό όρους στις δύο προαναφερθείσες εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις, πράγμα το οποίο αποτελεί παράγοντα αυξημένης σημασίας στην εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων συμφώνως της νομολογίας (βλ. μεταξύ άλλων Μπατιρίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 231/2024, ημερ. 8.10.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Seraq κ.ά., Ποιν. Έφ. 269/24, ημερ. 23.1.2025). Ωσαύτως επενεργεί και το ότι η φερόμενη διάπραξη των υπό κατηγορία εδώ αδικημάτων, όπως και η φερόμενη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 283/2025, φέρεται να έλαβε χώρα εντός της περιόδου ισχύος της εγγύησης να τηρεί την τάξη και τον νόμο, η οποία της επιβλήθηκε ως μέρος της ποινής και στις δυο ποινικές καταδίκες.
Υπό το φως των ανωτέρω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
(III) ΑΝΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ
Η αρχή της ίσης μεταχείρισης κατοχυρώνεται από το άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Πρόκειται για θεμελιακή αρχή του δικαίου η σημασία της οποίας εξαίρεται, μεταξύ άλλων, στο κάτωθι απόσπασμα από την Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141:
«Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.» Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου».
(βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοϊζου (2000) 2 Α.Α.Δ. 321).
Στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, επισημαίνεται ότι:
«Η ισότητα ενώπιον του νόμου και της δικαιοσύνης όπως και κάθε άλλη πτυχή της ισότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 28.1, εδράζεται όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί στην ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου».
Η εφαρμογή της αρχής της ισότητας στην μεταχείριση υποδίκων, αναγνωρίστηκε στην Κακούρη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 392, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η αρχή της ισότητας είναι καλά εμπεδωμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα. Αποτελεί ρητή πρόνοια του Συντάγματος (άρθρο 28) και περιλαμβάνει ασφαλώς και την ισονομία. Όμοιες κατά τα βασικά πράξεις δεν είναι επιτρεπτό να τιμωρούνται με διαφοροειδείς ή διαφοροϋψείς ποινές. Η νομολογία μας βρίθει περιπτώσεων που αποκαταστάθηκε η ισορροπία και διακηρύχθηκε εμφαντικά πως δεν είναι ανεκτή η προσβολή της αρχής. Δεν υπάρχει λόγος γιατί η εφαρμογή της αρχής να μην επεκταθεί για να καλύψει, στις κατάλληλες περιπτώσεις, πέρα από τους καταδικασθένες και τους υποδίκους. Το θέμα πάντοτε φυσικά είναι κατά πόσον υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση παράβαση».
Διευκρινίζεται ότι η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των υποδίκων από το Δικαστήριο. Δεν εκτεινόταν σε κατ’ ισχυρισμό άνιση μεταχείριση από την κατηγορούσα αρχή λόγω μη υποβολής αιτήματος κράτησης για άλλους υπόδικους οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι υπό όρους. Από την έρευνα μας δεν έχουμε εντοπίσει σχετική νομολογία. Η καθολικότητα όμως της θεμελιακής αρχής της ισότητας και η επιτακτική υποχρέωση εφαρμογής της βάσει του Άρθρου 35 του Συντάγματος, εξυπακούει ότι μεταξύ υποδίκων το πρωτόδικο Δικαστήριο θα πρέπει κατά πάντα να διασφαλίζει την εφαρμογή της με βάση τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του, ούτως ώστε να αποφεύγεται η επιλεκτική και άδικη μεταχείρισή τους.
Ως προς την σημασία της φράσης «ίσοι έναντι του νόμου» στην Καλαθάς ν. Γενικού Εισαγγελέα (2002) 2 Α.Α.Δ. 38, επαναλήφθηκε η πάγια θέση της νομολογίας ότι:
«Ο όρος «ίσοι ενώπιον του νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την εικόνα της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά αποβλέπει στη διασφάλιση και κατοχύρωση του ατόμου μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων χωρίς να αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνονται λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων Βλ. Μikrommatis ν. The Republic, 2 R.S.C.C. 125».
(βλ. και Ξυδιάς ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174).
Οι πιο πάνω αρχές της νομολογίας παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση.
Η θέση για κατ’ ισχυρισμό άνιση μεταχείριση μεταξύ της Εφεσείουσας αφενός και των κατηγορούμενων 5 και 7 αφετέρου, τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της ενώπιον του Κακουργοδικείου, το οποίο την απέρριψε με το εξής σκεπτικό (σελ. 25):
«Όσον αφορά τον κίνδυνο φυγοδικίας, προς υποστήριξη της θέσης για άνιση μεταχείριση, σε σχέση με τον κατηγορούμενο 5, ο κ. Κληρίδης υποστήριξε βασικά ότι δεν ζητήθηκε η κράτηση αυτού ενώ «είχε παρόμοια, αν όχι την ίδια εμπλοκή, με την κατηγορούμενη 4, δηλαδή συνδεόταν μέσω γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων» και «δεν είχε προσβάλλει το εν λόγω διάταγμα», σε αντίθεση με την κατηγορούμενη 4. Εξέταση όμως της μαρτυρίας αποκαλύπτει ότι ο κατηγορούμενος 5, σε αντίθεση με την κατηγορούμενη 4, δεν συνδέθηκε με τα επίδικα στην παρούσα αδικήματα με γενετικό υλικό αλλά με ένα και μόνο δακτυλικό αποτύπωμα (βλ. Έγγραφο 22(1) και 22(3)) σε ένα σχισμένο νάιλον σακούλι χρώματος μπλε που βρέθηκε στο όχημα Α. Είναι λοιπόν εμφανές ότι η μαρτυρία που συνδέει την κατηγορούμενη 4 με τα επίδικα αδικήματα δεν είναι όμοια ούτε και της ίδιας ισχύος με αυτή που συνδέει τον κατηγορούμενο 5 ώστε να γίνεται λόγος για διαφορετική και άνιση μεταχείρισης μεταξύ τους, λόγω της υποβολής του αιτήματος κράτησης, που να επαναλάβουμε εξετάζεται και αποφασίζεται από το Δικαστήριο.
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο 7, ο κ Κληρίδης ανέφερε ότι «εξ όσων γνωρίζει» αντιμετωπίζει εκκρεμούσες υποθέσεις, χωρίς όμως να αναφέρει περαιτέρω στοιχεία, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχουν τέτοιες αλλά και εάν ως εκ της φύσης και σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν μπορούν να συγκριθούν κατά πόσο είναι όμοιες με αυτές που αφορούν την κατηγορούμενη 4. Ούτε λοιπόν σε σχέση με τον κατηγορούμενο 7 δεν φαίνεται τα δεδομένα να είναι όμοια ώστε να γίνεται λόγος για άνιση μεταχείριση της κατηγορούμενης, λόγω της υποβολής του αιτήματος κράτησης».
Συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε δικαστικά με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 5, η εκτίμηση του μαρτυρικού υλικού στην όψη του και η προκύπτουσα ισχύς της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής για σκοπούς πιθανολόγησης καταδίκης, είναι θέματα τα οποία ανάγονται στην διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την οποία το Εφετείο δεν δύναται να υποκαταστήσει. Ο συνήγορος της Εφεσείουσας επικαλέστηκε προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του, επιπρόσθετα στα όσα αναφέρονται στο προαναφερθέν απόσπασμα, τηλεφωνικό μήνυμα από το κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου 5 προς το τηλέφωνο το οποίο δηλώθηκε ότι ανήκει στον κατηγορούμενο 1, το οποίο μήνυμα κατ’ ισχυρισμό συνδέει τον κατηγορούμενο 5, με τη διάπραξη όλων των αδικημάτων. Το εν λόγω μήνυμα βρίσκεται στο μαρτυρικό υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του Κακουργοδικείου, στο οποίο περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός τηλεφωνικών μηνυμάτων και επικοινωνιών που ανταλλάγηκαν μεταξύ κατηγορουμένων στην υπόθεση.
Κατ’ αρχάς αναφέρουμε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργοδικείου από τον συνήγορο της Εφεσείουσας κατά την ανάπτυξη της θέσης για άνιση μεταχείριση μεταξύ της ιδίας και του κατηγορούμενου 5, η οποία θέση στηρίχθηκε στην κατ΄ισχυρισμό σύνδεση και των δυο με γενετικό υλικό και δακτυλικά αποτυπώματα. Δεύτερον, η περί ης ο λόγος τηλεφωνική επικοινωνία στην οποία ανατρέξαμε (η αποδεικτική σημασία της οποίας αφορά θέμα το οποίο ανάγεται στη δίκη μετά από εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας), δεν μεταβάλλει την εύλογη διάκριση στην οποία προέβη το Κακουργοδικείο μεταξύ της δυναμικής της υπόθεσης την οποία αντιμετωπίζει η Εφεσείουσα αφενός και ο κατηγορούμενος 5 αφετέρου, για σκοπούς πιθανολόγησης καταδίκης, ούτως ώστε να παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Στρεφόμενοι στη θέση περί εκκρεμουσών υποθέσεων κατά του κατηγορούμενου 7, τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον μας από την ενδιάμεση απόφαση στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 991/2025, δεν τέθηκαν ενώπιον του Κακουργοδικείου, ενώ από τα όσα μας ανέφερε ο συνήγορος της Εφεσείουσας στο στάδιο των προφορικών αγορεύσεων, προκύπτει ότι αυτά θα μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστούν και να τεθούν ενώπιον του Κακουργοδικείου είτε με τον τρόπο που ανέφερε ότι εκ των υστέρων εντοπίστηκαν ή ζητώντας να εφοδιαστεί με τα συγκεκριμένα στοιχεία από την κατηγορούσα αρχή. Στο ερώτημα του Εφετείου γιατί δεν φρόντισε προηγουμένως να εφοδιαστεί με τα εν λόγω στοιχεία η θέση του συνηγόρου ήταν ότι δεν το έπραξε επειδή θεώρησε ότι δεν είχε το βάρος προσαγωγής μαρτυρίας.
Με κάθε σεβασμό διαφωνούμε με αυτή την προσέγγιση. Η πλευρά της Εφεσείουσας είχε το βάρος να υποστηρίξει τη θέση της περί άνισης μεταχείρισης, με την προσαγωγή μαρτυρίας ή στοιχείων ενώπιον του Κακουργοδικείου. Εφόσον η μαρτυρία αυτή μπορούσε, ως διεφάνη, να εντοπιστεί με εύλογη επιμέλεια είχε καθήκον να το πράξει. Εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Εφετείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του μαρτυρία ή στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να προσαχθούν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την πλευρά η οποία τα επικαλείται. Τέτοια ενέργεια θα υποκαθιστούσε τον ρόλο του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την κράτηση υποδίκου.
Υπό το φως των ανωτέρω ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο