ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΛΙΑΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 113/2025, 22/5/2025
print
Τίτλος:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΛΙΑΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 113/2025, 22/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 113/2025)

 

22 Μαΐου 2025


[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΛΙΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

--------------------------------------------------------

 

Χ. Κωνσταντίνου (κα), για τον Εφεσείοντα

Α. Σιαπανή (κα) με Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται το διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντος ημερομηνίας 17.4.2025, το οποίο εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας βάσει  των κινδύνων φυγοδικίας και επηρεασμού μαρτύρων. Το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε μετά από την παραπομπή του Εφεσείοντος μαζί με άλλα δυο συγκατηγορούμενα πρόσωπα, σε απευθείας δίκη από το Μόνιμο Κακουργοδικείο Λευκωσίας, στις 24.6.2025.

 

        Ο Εφεσείων (Κατηγορούμενος 1) αντιμετωπίζει κατηγορίες συνωμοσίας, διαφθοράς, ενεργού δωροληψίας οικείων δημόσιων αξιωματούχων, δεκασμού δημόσιου λειτουργού, κατάχρησης εξουσίας, αθέμιτης απόκτησης περιουσιακού οφέλους, και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Κατηγορίες 1 έως 14).

 

        Από τις λεπτομέρειες αδικημάτων προκύπτει ότι οι κατηγορίες αφορούν δυο ξεχωριστές περιπτώσεις στις οποίες ο Εφεσείων, εντός των Κεντρικών Φυλακών, ενώ ήταν δεσμοφύλακας, φέρεται να έλαβε για τον εαυτό του από τον κατάδικο Π.Χ., ως αμοιβή, τα χρηματικά ποσά των 600 (τον μήνα Οκτώβριο 2024) και 500 (μεταξύ Οκτωβρίου 2024 και 10 Απριλίου 2025) αντίστοιχα, για να μπορεί ο κατάδικος να αγοράσει προϊόντα από τον Κατηγορούμενο 2 (ο οποίος ήταν επίσης κατάδικος) εντός της Πτέρυγας 10Α των Κεντρικών Φυλακών.

 

        Η μαρτυρία κατά του Εφεσείοντος προκύπτει από κατάθεση την οποία έδωσε ο Μ.1, κατάδικος Π.Χ. στις  Κεντρικές  Φυλακές, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται συνοπτικά για σκοπούς πιθανολόγησης καταδίκης. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

        «… ο Κατηγορούμενος 1 που είναι επικεφαλής της πτέρυγας 10Α των Κεντρικών Φυλακών συνεργάζεται με τον Κατηγορούμενο 2 που είναι κατάδικος στην εν λόγω πτέρυγα με σκοπό το χρηματικό όφελος. Ο Κατηγορούμενος 2 ασχολείτο με το εμπόριο προϊόντων εντός της πτέρυγας, τα οποία προμηθεύεται από το κυλικείο των φυλακών και στη συνέχεια τα μεταπωλεί σε συγκρατούμενους του σε πολύ ψηλότερη τιμή από την κανονική. Οι συγκρατούμενοι του αναγκάζονται να αγοράζουν προϊόντα από αυτό καθότι πολύ συχνά στο κυλικείο αρνούνται να τους παρέχουν προϊόντα που επιθυμούν, αναφέροντας τους ότι ξεπέρασαν το εβδομαδιαίο όριο που δικαιούνται υποχρεώνοντας τους με τον τρόπο αυτό να αποταθούν στον Κατηγορούμενο 2. Ο τρόπος πληρωμής γίνεται κυρίως με την χρήση paysafe αφού τα μετρητά εντός των Κεντρικών Φυλακών απαγορεύονται. Συγκεκριμένα, συγγενικό πρόσωπο εκτός των Κεντρικών Φυλακών του εκάστοτε κρατούμενου που επιθυμεί να αγοράσει προϊόντα αγοράζει κάρτα paysafe και στη συνέχεια του αναφέρει τον δεκαεξαψήφιο μοναδικό κωδικό που υπάρχει στην κάρτα τον οποίο δίνουν στην συνέχεια στον Κατηγορούμενο 2. Ακολούθως αυτός ενημερώνει την σύζυγο του Κατηγορούμενη 3 η οποία πιστώνει τα χρήματα στον λογαριασμό τους. Ο δε Κατηγορούμενος 1 λαμβάνει το μερίδιο του από τις πωλήσεις, το οποίο αντιστοιχεί στα μισά χρήματα από κάθε πώληση και του τα αποστέλλει η Κατηγορούμενη 3 μέσω revolut, για να αφήνει τον Κατηγορούμενο 2 να προβαίνει στις προαναφερόμενες πωλήσεις. Επίσης άλλος τρόπος πληρωμής είναι μέσω akis express σε αριθμό τηλεφώνου, ο οποίος διεφάνει ότι ανήκει στην Κατηγορούμενη 3. Επίσης, σύμφωνα με την κατάθεση του ΜΚ1, αυτός είχε καταβάλει στον Κατηγορούμενο 1 σε 3-4 περιπτώσεις χρηματικά ποσά για τα προϊόντα που είχε χρειαστεί να λάβει από τον κατηγορούμενο 2 και η πληρωμή είχε γίνει στο επισκεπτήριο της πτέρυγας 10 και αφορούν το συνολικό ποσό των 1.100…».

 

        Σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο φυγοδικίας με την έφεση υποστηρίζεται ότι πρωτοδίκως υπήρξε εσφαλμένη συστάθμιση των αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων καθότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και την επιβληθησόμενη ποινή, χωρίς να ληφθούν υπόψη, στον απαιτούμενο βαθμό, οι ισχυροί δεσμοί του Εφεσείοντος με την Κύπρο και η δυνατότητα εξασφάλισης της παρουσίας του στη δίκη με κατάλληλους όρους εγγύησης. Η δε κατάληξη του Δικαστηρίου για τον κίνδυνο φυγοδικίας δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Για τη δε σοβαρότητα των αδικημάτων και την επιβληθησόμενη ποινή, υποστηρίζεται ότι πρωτοδίκως λήφθηκε υπόψη το μέγιστο της προβλεπόμενης δια νόμου ποινής, άνευ συσχετισμού με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον βαθμό σοβαρότητας της υπόθεσης και το κίνητρο φυγοδικίας. Τίθεται, επίσης, με την έφεση, θέμα άνισης μεταχείρισης του Εφεσείοντος σε σχέση με την Κατηγορούμενη 3, της οποίας δεν ζητήθηκε η κράτηση και αφέθηκε ελεύθερη υπό όρους, παρά το ότι αντιμετωπίζει από κοινού κατηγορίες συνωμοσίας για διαφθορά και ενεργού δωροδοκίας οικείων δημόσιων αξιωματούχων, ως επίσης και κατηγορία (από κοινού με τον Κατηγορούμενο 2) για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες για ποσό 5.790.

 

        Αναφορικά με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι η πρωτόδικη απόφαση  εσφαλμένα στηρίχτηκε στην επαγγελματική του θέση και διασυνδέσεις του στον χώρο των Φυλακών, οι οποίες θα του επέτρεπαν να επηρεάσει μάρτυρες, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν τέτοιο συμπέρασμα.

 

        Το πρώτο κατά λογική σειρά θέμα προς εξέταση είναι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων καθότι εάν συντρέχει τέτοιος κίνδυνος «δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορούμενου με εγγυήσεις» (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109). Οι αρχές οι οποίες διέπουν τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι καλά γνωστές και έχουν εξηγηθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων. Περί πιθανολόγησης ο λόγος. Το κριτήριο είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό μαρτύρων είναι ευλόγως δικαιολογημένοι στη βάση μαρτυρίας η οποία τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Σιημητράς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397, Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Φανιέρος κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2011) 2 Α.Α.Δ. 472,  Χουσεϊν κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 80/2019 κ.α., ημερ. 8.7.2019, Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 2016/21 κ.ά., ημερ. 29.12.2021, Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/2023, ημερ. 21.7.2023, Chamount v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 178/24, ημερ. 10.9.2024, Καραγιάννη κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 20/25, ημερ. 10.2.2025). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), παρατίθεται με επιδοκιμασία το κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα "Law of the European Convention on Human Rights" των D.J. Harris, M.D. Boyle και C. Warbrick, στη σελ. 140:

 

        "A justifiable fear that the accused will interfere with the course of justice is another permissible ground for detention. This includes destroying documents, warning or collusion with other possible suspects and bringing pressure to bear upon witnesses.  A general statement that the accused will interfere with the course of justice is not sufficient; supporting evidence must be provided…".

 

        Το ίδια επαναλαμβάνονται στην πιο πρόσφατη, 5η έκδοση (2023) του εν λόγω συγγράμματος, σελ. 356, με παραπομπή στις υποθέσεις Clooth v. Belgium, Application No. 12718/87 (1991) para. 44, και Becciev v. Moldova, Application No. 9190/03 (2005) para. 59. Στην δεύτερη υπόθεση αναφέρεται:

 

        “59. The danger of the accused’s hindering the proper conduct of the proceedings cannot be relied upon in abstracto, it has to be supported by factual evidence (Trzaska v. Poland, no. 25792/94, § 65, 11 July 2000)”.

 

        (βλ. και Human Rights and Criminal Justice, 3rd edn., των Ben Emmerson QC, Andrew Ashworth QC, Alison Macdonald, παρ. 8-42, σελ. 370).

 

        Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο Εφεσείων τελούσε σε διαθεσιμότητα λόγω της εναντίον του ποινικής υπόθεσης. Το σκεπτικό βάσει του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα για την ύπαρξη κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων περιέχεται στο κάτωθι απόσπασμα (σελ. 48 πρακτικών):

 

        «Για την κατάληξη μου αυτή όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 1 έλαβα υπόψη μου τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε υπό την ιδιότητα που κατείχε ασκώντας επιρροή στα λοιπά εμπλεκόμενα πρόσωπα, ότι για 30 και πλέον χρόνια εργάζεται ως δεσμοφύλακας με αποτέλεσμα να μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι έχει δημιουργήσει τέτοιες διασυνδέσεις στον συγκεκριμένο χώρο που θα του επέτρεπαν να επηρεάσει μάρτυρες λαμβανομένου υπόψη ότι στους μάρτυρες συμπεριλαμβάνονται κατάδικοι αλλά και δεσμοφύλακες. Το γεγονός ότι έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα δεν αναιρεί την ικανότητα του να επικοινωνήσει απευθείας αλλά και μέσω τρίτων με πρόσωπα, ούτως ώστε να δύναται να εξαλείψει τον κίνδυνο αυτό….Επίσης, για τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων έλαβα υπόψη μου τον τρόπο όπου ο ΜΚ1 απευθύνθηκε προς τις αστυνομικές αρχές και τους φόβους που εξέφρασε με αποτέλεσμα να μετακινηθεί σε άλλη πτέρυγα των κεντρικών φυλακών προτού δώσει κατάθεση αναφέροντας όσα ήθελε να πει».

 

        Με κάθε σεβασμό η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρξε εσφαλμένη. Απουσιάζει παντελώς η ύπαρξη μαρτυρίας η οποία να καθιστά δικαιολογημένο τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων. Η νομολογία είναι διαφωτιστική ως προς τη φύση την οποία δύναται να προσλάβει τέτοια μαρτυρία. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την Chamount v. Αστυνομίας (ανωτέρω):

 

        «Στην Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) η κατηγορούσα αρχή έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου επιστολή δυο μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι πληροφορούσαν τον δικηγόρο του Εφεσείοντος για την πρόθεση τους να αναιρέσουν προηγούμενη τους κατάθεση. Κρίθηκε ότι η μαρτυρία αυτή δικαιολογούσε την κράτηση του εφεσείοντος λόγω κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων. Στην Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, μαρτυρία ότι υπήρξε προσπάθεια της συζύγου του κατηγορούμενου να επηρεάσει μάρτυρα κατηγορίας σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, κρίθηκε ότι ικανοποιούσε την ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Αποφασίστηκε επίσης ότι δεν χρειαζόταν προφορική μαρτυρία για τη στοιχειοθέτηση του κινδύνου. Η κατηγορούσα αρχή μπορούσε να στηριχτεί στο περιεχόμενο του φακέλου ενώπιον Δικαστηρίου επικαλούμενη τα στοιχεία εκείνα που υποστήριζαν την εισήγησή της. Στην Φανιέρος ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) ο φόβος επηρεασμού μαρτύρων κρίθηκε δικαιολογημένος λόγω (α) ανώνυμου τηλεφωνήματος προς τον παραπονούμενο με στόχευση τη μη αναγνώριση προσώπου με ρόλο στην υπόθεση, (β) απειλές τις οποίες δέχθηκε μάρτυρας κατηγορίας κατά της ζωής του από συγγενικό πρόσωπο του εφεσείοντος, (γ) αναίρεση προηγούμενης κατάθεσης προσώπου το οποίο ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα».

 

        Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε την ύπαρξη κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων λόγω: (α) της κατ’ ισχυρισμόν επιρροής της οποίας ο Εφεσείων φέρεται να ασκούσε στα εμπλεκόμενα πρόσωπα υπό την ιδιότητα του ως δεσμοφύλακας, και (β) των διασυνδέσεων του στον χώρο των Κεντρικών Φυλακών ένεκα της μακροχρόνιας υπηρεσίας του. Ο κίνδυνος εξ αντικειμένου αποσοβείται με τη διαθεσιμότητα στην οποία τέθηκε ο Εφεσείων για χρονικό διάστημα τριών μηνών, εφόσον δεν ασκεί πλέον καθήκοντα δεσμοφύλακα και βρίσκεται εκτός του χώρου των Κεντρικών Φυλακών. Η δε ύπαρξη ικανότητας και μόνο του Εφεσείοντος να επικοινωνήσει με μάρτυρες, είτε απευθείας είτε μέσω τρίτων, υπό τις περιστάσεις της παρούσας δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να καταστήσει δικαιολογημένο τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων βάσει της προαναφερθείσας νομολογίας. Σε ό,τι αφορά τον «τρόπο με τον οποίο ο ΜΚ.1 απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές και τους φόβους που εξέφρασε», για να δώσει κατάθεση, δεν προσδιορίζεται κατά πόσο οι φόβοι αφορούν τον Εφεσείοντα, ούτε υπάρχει μαρτυρία η οποία να καθιστά τον φόβο δικαιολογημένο. Όπως λέχθηκε στην Φανιέρος ν. Αστυνομίας (ανωτέρω):

 

        «Ο δικαιολογημένος φόβος ότι ο κατηγορούμενος θα επέμβει με την πορεία της δικαιοσύνης είναι επιτρεπτός λόγος για την κράτηση του. Γενική δήλωση ότι ο κατηγορούμενος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει προς τούτο να δοθεί μαρτυρία που υποστηρίζει τη δήλωση (Δέστε: Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιημητράς ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 245 και Χριστούδιας, ανωτέρω)».

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι οι όποιοι φόβοι του Μ.1 αντιμετωπίστηκαν από τη Διεύθυνση Φυλακών με τη μετακίνηση του σε άλλη πτέρυγα.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω υπήρξε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την κράτηση του Εφεσείοντος λόγω του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων.

 

        Στρεφόμαστε  στον κίνδυνο φυγοδικίας. Δεν θα επαναλάβουμε τις αρχές οι οποίες είναι γνωστές και έχουν αναφερθεί σε πλειάδα αποφάσεων. Αρκεί προς τούτο να παραπέμψουμε στην Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν. (ανωτέρω), στην οποία γίνεται επισκόπηση της σχετικής επί του θέματος νομολογίας. Εκτενές απόσπασμα (εν πολλοίς αχρείαστα) από την Γ.Ν. παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση.

 

        Στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε συνοπτικά στην μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του και την προκύπτουσα πιθανότητα καταδίκης από εκτίμηση του μαρτυρικού υλικού στην όψη του, ανέφερε ότι έχοντας κατά νου τη σχετική νομολογία η ποινή η οποία ενδέχεται να επιβληθεί είναι αυστηρή και δη πολυετής φυλάκιση.

 

        Σε ό,τι αφορά την εξέταση των υποκειμενικών παραγόντων και δη τους οικογενειακούς και άλλους δεσμούς του Εφεσείοντος με τη Δημοκρατία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει (σελ. 45 πρακτικών):

 

        «… κρίνω ότι οι δεσμοί του, ήτοι ότι πρόκειται για μονογονιό ενήλικου τέκνου πλέον Κύπριο Πολίτη που εργαζόταν για πέραν των 30 χρόνων στις Κεντρικές Φυλακές με άριστες αξιολογήσεις ως προς την επίδοση του δεν είναι τέτοιοι που να εξουδετερώνουν τον κίνδυνο φυγοδικίας».

 

        Ακολουθεί στην απόφαση μια στερεότυπη αναφορά ότι: «Οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του κατηγορούμενου 1, δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν σ’ αυτή την περίπτωση, όσο δυσμενείς και αν είναι γι’ αυτόν και την οικογένεια του οι συνέπειες από την κράτηση». Και ότι: «αυτά τα οποία ο κατηγορούμενος 1 έχει να απωλέσει εν όψει των πολυετών ποινών φυλάκισης τις οποίες αντιμετωπίζει σε περίπτωση καταδίκης είναι πολύ περισσότερα συγκριτικά από όσα θα απωλέσει σε περίπτωση φυγοδικίας». Σε σχέση με τους προτεινόμενους όρους εγγύησης του Εφεσείοντος, οι οποίοι αφορούσαν ποσό μέχρι 20.000 τοις μετρητοίς και 40.000 με αξιόχρεο εγγυητή, καθημερινή εμφάνιση σε Αστυνομικό Σταθμό παράδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, και τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία (stop list), το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι εν προκειμένω δεν είναι αρκετοί για την εξασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο.

 

        Από την πρωτόδικη απόφαση διαφαίνεται ότι δόθηκε υπέρμετρη σημασία στη σοβαρότητα των αδικημάτων με γνώμονα τις δια νόμου προβλεπόμενες ποινές (7 - 14 έτη φυλάκισης), χωρίς αυτά να υπαχθούν καταλλήλως στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Χωρίς να παραγνωρίζεται η απαξία των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ως δεσμοφύλακας, η αυστηρότητα της επιβληθησόμενης ποινής, δεν είναι τέτοιας φύσης και έκτασης που θα ωθούσε κάποιο να φυγοδικήσει ή να καθιστά αδύνατη την εξασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη με κατάλληλους όρους εγγύησης. Ούτε φαίνεται να συνεκτιμήθηκαν στον απαιτούμενο βαθμό, οι ισχυροί δεσμοί του Εφεσείοντος με τη Δημοκρατία και δη ότι είναι μονογονιός. Προσέτι, ο Εφεσείων, ο οποίος είναι Κύπριος πολίτης ηλικίας 59 ετών, δεν έχει οποιουσδήποτε δεσμούς με χώρα του εξωτερικού.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω κρίνουμε ότι η παρουσία του Εφεσείοντος στη δίκη θα μπορούσε να διασφαλιστεί με την επιβολή όρων.

 

        Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας παρέλκει η εξέταση του λόγου έφεσης που αφορά την κατ’ ισχυρισμό άνιση μεταχείριση μεταξύ του Εφεσείοντος και της Κατηγορούμενης 3.

 

        Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται η απόλυση του Εφεσείοντος υπό  τους κάτωθι όρους:

 

        1.    Θα προσκομίσει στην Πρωτοκολλητή τραπεζική επιταγή (Bankers Draft) ύψους 20.000 και ή θα καταθέσει μέσω τραπεζικού εμβάσματος το ποσόν των €20.000 στον τραπεζικό λογαριασμό του Εφετείου.

 

        2.    Θα παραδώσει όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα στην Αστυνομία.

 

        3.    Το όνομα του θα τεθεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία και η διέλευση του στις Κατεχόμενες περιοχές.

 

        4.    Θα παρουσιάζεται στον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας τρεις φορές την εβδομάδα, ήτοι κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μεταξύ των ωρών 18:00 έως 22:00.   

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο