
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 134/2022)
14 Μαΐου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Ε.Ν.Α. ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ
2. ΝΙΚΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ
Εφεσείοντες
v.
1. Π. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΛΙΜΙΤΕΔ
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------------------
Ν. Μιχαήλ για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες
Α. Αργυρού με Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την παρούσα ποινική έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερομηνίας 31.5.2022, με την οποία αθώωσε και απάλλαξε τους Εφεσίβλητους 1 και 2, από 28 κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν, εκ των οποίων οι 14 αφορούσαν την Εφεσίβλητη 1 για το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής άνευ ευλόγου αιτίας κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και οι υπόλοιπες 14 κατηγορίες αφορούσαν τον Εφεσίβλητο 2, ως διευθυντή της Εφεσίβλητης 1, για το αδίκημα της συμμετοχής στα εν λόγω αδικήματα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εν συντομία τα εξής: Στις 16.3.2015, υπεγράφη Συμφωνία (εφεξής «η Συμφωνία») μεταξύ της εταιρείας P.A. Pastellas Brothers Ltd (εφεξής «P.A. Pastellas») ως πωλήτριας, και της Εφεσίβλητης 1 ως αγοράστριας, για την αγορά μιας μηχανής κατασκευής μπουκαλών με εξοπλισμό (εφεξής «η μηχανή»), ο οποίος αναφέρεται στο Παράρτημα 1, έναντι ανταλλάγματος €50.000, πληρωτέου με 25 μεταχρονολογημένες επιταγές της Εφεσίβλητης 1 σε ισόποσες δόσεις, οι οποίες θα παραδίδονταν στην P.A. Pastellas, ως αναφέρεται στο Παράρτημα 2 της Συμφωνίας. Οι μεταχρονολογημένες επιταγές καθίσταντο πληρωτέες διαδοχικά την 10η, 20η και 30η ημέρα εκάστου μηνός, αρχομένων από 10.5.2015, με την τελευταία εξ αυτών πληρωτέα στις 10.1.2016.
Η Συμφωνία υπεγράφη στην Πάφο, στο εργοστάσιο της Εφεσείουσας 1, όπου βρισκόταν η μηχανή. Ο Εφεσείων 2 υπέγραψε ως μάρτυρας υπογραφών των συμβαλλομένων μερών. Ο λόγος που η μηχανή βρισκόταν στο εργοστάσιο της Εφεσείουσας 1 έγκειτο στο ότι υπήρχε οφειλή της P.A. Pastellas προς την ίδια την Εφεσείουσα για ποσό €32.000, πράγμα το οποίο δεν ήταν σε γνώση των Εφεσιβλήτων. Με την υπογραφή της Συμφωνίας οι επιταγές παραδόθηκαν ανοικτές, χωρίς συμπλήρωση του ονόματος του δικαιούχου, από τον Εφεσίβλητο 2 στον κ. Παστελλά, διευθυντή της P.A. Pastellas. Ο δεύτερος, μετά που του παραδόθηκαν οι 25 ανοικτές επιταγές, έδωσε 16 εξ αυτών στον Εφεσείοντα 2 προς εξόφληση της οφειλής των €32.000. Ο μεταξύ τους διαμοιρασμός των ανοικτών επιταγών εμφαίνεται σε χειρόγραφες σημειώσεις επί εγγράφου (Τεκμήριο 4) το οποίο είναι πιστό αντίγραφο του Παραρτήματος 2 της Συμφωνίας. Οι πρώτες δύο εκ των 25 επιταγών τιμήθηκαν, ενώ ανακλήθηκε η πληρωμή όλων των υπολοίπων. Η δικαιολογία η οποία δόθηκε στην Τράπεζα για την ανάκληση των επιταγών ήταν «παράβαση συμφωνίας».
Η εκδοχή του Εφεσείοντος 2 ότι οι επιταγές έμειναν ανοικτές με σκοπό να αναγραφεί το όνομα της Εφεσείουσας 1 σε αριθμό επιταγών προς εξόφληση της οφειλής των €32.000 της πωλήτριας P.A. Pastellas προς την ίδια, η οποία (οφειλή) ήταν σε γνώση των Εφεσιβλήτων, δεν έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως, επειδή: (α) δεν επιβεβαιωνόταν από το κείμενο της Συμφωνίας, η οποία προνοούσε ρητά ότι όλες οι επιταγές θα παραδίδονταν στην P.A. Pastellas, (β) η Συμφωνία προνοούσε ότι η εξόφληση του τιμήματος αγοράς θα γινόταν με την παράδοση των 25 μεταχρονολογημένων επιταγών στην P.A. Pastellas, (γ) το οποίο «αποδεικνύει ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να λάβει μόνο η εν λόγω εταιρεία τις επίδικες επιταγές και πως ουδέποτε οι κατηγορούμενοι συμφώνησαν να λάβουν και οι παραπονούμενοι κάποιες από τις επιταγές που εκδόθηκαν στα πλαίσια της εν λόγω Συμφωνίας», (δ) το έγγραφο (Τεκμήριο 4) στο οποίο καταγράφεται ο διαμοιρασμός των επιταγών μεταξύ της P.A. Pastellas και της Εφεσείουσας 1, δεν φέρει την υπογραφή των Εφεσιβλήτων, και δεν πληροί τα απαραίτητα στοιχεία για να δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί συμφωνία. Δεν έγινε επίσης αποδεκτό ότι ο Εφεσίβλητος 2 ήταν παρών κατά τον διαμοιρασμό των επιταγών και ότι στην παρουσία του ο κ. Παστελλάς και ο Εφεσείων 2 συμπλήρωσαν το όνομα των δικαιούχων.
Έγινε επίσης δεκτή η θέση του Εφεσίβλητου 2 ότι μετά την παραλαβή της μηχανής διαπίστωσε ότι αυτή δεν βρισκόταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση και αποτάθηκε σε ηλεκτρολόγο μηχανολόγο ο οποίος παρήγγειλε τα αναγκαία εξαρτήματα από το εξωτερικό και μόνο όταν τα εγκατέστησε η μηχανή άρχισε να αποδίδει το μέγιστο της περί το τέλος του 2017. Επίσης ουδέποτε παραδόθηκε το ντεπόζιτο υψηλής πίεσης το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της Συμφωνίας.
Η ανάκληση πληρωμής των επιταγών, ως δηλώθηκε γραπτώς στην Τράπεζα από τους Εφεσίβλητους, οφειλόταν σε αθέτηση συμφωνίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αθέτηση συμφωνίας ικανοποιούσε την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας που προνοεί το Άρθρο 305Α(2) του Κεφ. 154, την οποία οι Εφεσίβλητοι απέδειξαν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, καθότι: (α) οι Εφεσίβλητοι ειλικρινά πίστευαν ότι είχαν δικαίωμα να σταματήσουν την πληρωμή των επιταγών κατά τον ουσιώδη χρόνο, και (β) η πεποίθηση τους ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις (βλ. μεταξύ άλλων, N.C. Diamonds Co. Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, Ttozios Management Ltd κ.ά. v. Κυριάκου (2016) 2 Α.Α.Δ. 277, Pre Neuro-Spine Specialists Ltd v. Ευαγόρου, Ποιν. Έφ. 154/21, ημερ. 19.1.2024, CNP Asfalistiki Ltd v. P.A.S. Insurance Agents & Consultants Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ. 66/2022, ημερ. 22.1.2025).
Με πέντε λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης. Τους παραθέτουμε συνοπτικά με τη σειρά που προβάλλονται. Πρώτον, ότι δεν υπήρχε απόδειξη βάσει της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός και δη ότι υπήρχε εύλογη αιτία ανάκλησης των επιταγών και ότι η μηχανή ήταν ελαττωματική. Δεύτερον, ότι εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη ότι οι πρώτες δυο επιταγές εξοφλήθηκαν από τους Εφεσίβλητους ενώ έγραφαν το όνομα των Εφεσειόντων. Τρίτον, πλημμελώς έγινε δεκτή η μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2 καταλήγοντας σε συμπεράσματα εξ αντικειμένου ανυπόστατα, τα οποία αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Τέταρτον, εσφαλμένα απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος 2. Πέμπτον, εσφαλμένα εκρίθη ότι η μηχανή ήταν ελαττωματική και πως τούτο συνιστούσε εύλογη αιτία ανάκλησης των επιταγών.
Το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης διέπεται από το Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155, το οποίο έτυχε στενής ερμηνείας σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94). Οι αρχές της νομολογίας συγκεφαλαιώνονται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Corina Snacks Limited v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. 212/2015, ημερ. 29.5.2018:
«Το εν λόγω άρθρο έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν[1], με τις οποίες το κριτήριο που διέπει το επιτρεπτό έφεσης στα πλαίσια του άρθρου αυτού καθορίστηκε με αναφορά στη διάκριση μεταξύ ευρημάτων επί γεγονότων (πρωτογενή ευρήματα) και συμπερασμάτων από τα διαπιστωθέντα γεγονότα (δευτερογενή ευρήματα), έτσι ώστε να μην παρέχεται δυνατότητα έφεσης προς αμφισβήτηση πρωτογενών ευρημάτων, αλλά σε σχέση με θέματα που ουσιαστικά εγείρουν νομικό σημείο προς εξέταση. Ο όρος «νομικό σημείο» σ΄αυτά τα πλαίσια δεν έχει εξαντλητικό ορισμό, αλλά οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, εκτός εάν αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Η έννοια δε του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων. Η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) περιλαμβάνει και δικαστική ενέργεια, χωρίς μαρτυρία, αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού. Οπωσδήποτε όμως, η συγκεκαλυμμένη αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ευρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137. Τέλος, η νομολογία υποδεικνύει πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος».
Ότι βάσει του Άρθρου 137(1)(α) δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση της αξιολόγησης μαρτυρίας, αποφασίστηκε επίσης στις υποθέσεις Μ. And A. Christaki Christodoulou Ltd v. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά., Ποιν. Έφ. 291/2015, ημερ. 3.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B238, Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών ν. Καπετάνιου κ.ά., Ποιν. Έφ. 190/2021, ημερ. 19.1.2023, και A. Tembriotis & Co Limited v. V.P. Motors Ltd κ.ά, Ποιν. Έφ. 105/21, ημερ. 19.1.2023. Στις τελευταίες δυο υποθέσεις, με παραπομπή στην Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, επανατονίστηκε η αρχή ότι η τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων που θέτει το Άρθρο 137(1)(α), αποτελεί όρο ανάληψης δικαιοδοσίας από το Εφετείο.
Στην πιο πάνω νομολογία αναφερθήκαμε εκτενώς πρόσφατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριακίδη κ.ά., Ποιν. Έφ. 256/22 κ.ά., ημερ. 27.2.2025.
Εν προκειμένω διαπιστώνουμε ότι με τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης και τη συναφή αιτιολογία, κατ’ ουσίαν προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης αυτοί απορρίπτονται καθότι δεν εμπίπτουν στο αυστηρό πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α). Ωσαύτως και το μέρος του πρώτου και πέμπτου λόγου έφεσης που αφορά στην ελαττωματικότητα της μηχανής, καθότι άπτονται της πρωτόδικης αξιολόγησης και ευρημάτων. Ό,τι ενέχει νομικό σημείο εντός της εννοίας του Άρθρου 137(1)(α), είναι η ύπαρξη εύλογης αιτίας ανάκλησης των επιταγών.
Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι ο λόγος ανάκλησης των επιταγών, ο οποίος δηλώθηκε στην Τράπεζα, δεν τους υπεβλήθη κατά την αντεξέταση για να έχουν την ευκαιρία να προβάλουν τη θέση τους και επομένως δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Τους υπεβλήθη μόνο ότι δεν ήταν νόμιμοι κομιστές των επιταγών και δεν κατείχαν τις επιταγές για αξία.
Έχουμε διεξέλθει το πρακτικό της δίκης εκ του οποίου προκύπτει ότι στον Εφεσείοντα 2 έγιναν όλες οι αναγκαίες υποβολές που σχετίζονται με την ελαττωματικότητα της μηχανής. Ειδικότερα, του υπεβλήθη: (i) ότι η μηχανή ήταν ελαττωματική όταν παρελήφθη, (ii) ότι χρειαζόταν σοβαρές επιδιορθώσεις για να λειτουργήσει κανονικά, (iii) ότι προς τον σκοπό αυτό παραγγέλθηκαν εξαρτήματα από το εξωτερικό, και (iv) ότι ουδέποτε παραδόθηκε το ντεπόζιτο ψηλής πίεσης. Οι υποβολές έγιναν προς αντίκρουση της θέσης του Εφεσείοντος 2 στην γραπτή του δήλωση (παρ. 21), ότι η μηχανή ήταν πλήρως λειτουργική όταν παρελήφθη από τους Εφεσίβλητους.
Η ελαττωματικότητα της μηχανής οδήγησε στην ανάκληση των επίδικων επιταγών κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το κατά πόσο η ελαττωματικότητα της μηχανής συνιστούσε αθέτηση Συμφωνίας δεν ήταν θέμα γεγονότων το οποίο η πλευρά των Εφεσιβλήτων όφειλε να υποβάλει στον μάρτυρα, αλλά αμιγώς νομικό ζήτημα το οποίο επαφίετο στην κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εξέτασης της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας. Εκείνο το οποίο η πλευρά των Εφεσιβλήτων όφειλε να υποβάλει στον μάρτυρα κατηγορίας ήταν τα γεγονότα τα οποία κατά τη θέση της στοιχειοθετούσαν την παράβαση της Συμφωνίας, πράγμα το οποίο και έπραξε. Επομένως, υπήρξε εν προκειμένω συμμόρφωση με τον βασικό κανόνα αντεξέτασης, ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα του αντιπαραθετικού συστήματος της δικαιοσύνης, ότι η εκδοχή της κάθε πλευράς πρέπει να τίθεται στους μάρτυρες του αντιδίκου ούτως ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να την αμφισβητήσουν. Παραβίαση του εν λόγω κανόνα, στην απουσία ικανής δικαιολογίας, δίνει στο Δικαστήριο το δικαίωμα να αγνοήσει την μονομερώς τεθείσα εκδοχή (βλ. μεταξύ άλλων, Adidas v. The Jonitexo Limited (1987) 1 C.L.R. 383, Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, Phipson on Evidence, 19th edn., (2018), para. 12-35).
Περιπλέον, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγείται ότι ο Εφεσίβλητος 2 στη μαρτυρία του προέβαλε αντιφατικούς λόγους ανάκλησης των επιταγών, οι οποίοι δεν σχετίζονται ούτε με τις υποβολές του συνηγόρου του κατά την αντεξέταση, ούτε με τον λόγο ανάκλησης ο οποίος δηλώθηκε στην Τράπεζα. Τα όσα σχετικώς επικαλείται ο συνήγορος των Εφεσειόντων είναι συνοπτικά τα ακόλουθα:
Πρώτον, στη μαρτυρία του ο Εφεσίβλητος 2 αναφέρθηκε στη σύναψη δεύτερης προφορικής συμφωνίας με τον κ. Παστελλά, πράγμα το οποίο δεν υπεβλήθη κατά την αντεξέταση του Εφεσείοντος 2 και επομένως δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Δεύτερον, ενώ η Συμφωνία προνοούσε ρητά ότι η μηχανή είναι ελεύθερη παντός βάρους ή επιβάρυνσης ή ενεχυρίασης, στην πραγματικότητα η μηχανή κρατείτο από τους Εφεσείοντες ως ενέχυρο για την εξόφληση του ποσού των €32.000.
Τρίτον, ο Εφεσίβλητος 2 ανέφερε στη μαρτυρία του αντεξεταζόμενος ότι εξόφλησε τις επίδικες επιταγές και γι’ αυτό τον λόγο τις ανακάλεσε.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις πιο πάνω θέσεις τις οποίες κρίνουμε αβάσιμες για τους πιο κάτω λόγους.
Σε σχέση με το πρώτο, κατ’ αρχάς παρατηρούμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συναρτά την ύπαρξη εύλογης αιτίας ανάκλησης των επιταγών με τη σύναψη δεύτερης προφορικής συμφωνίας, αλλά με την αθέτηση της (πρώτης) Συμφωνίας και δη την ελαττωματικότητα της μηχανής. Περαιτέρω, από το πρακτικό της δίκης προκύπτει ότι υπεβλήθη στον Εφεσείοντα 2 κατά την αντεξέταση ότι: (α) οι Εφεσίβλητοι ξεκίνησαν να πωλούν νερό στην εταιρεία P.A. Pastellas από τις 10.6.2015 μέχρι τις 26.5.2017, οπόταν έληξε η μεταξύ τους συνεργασία. Κατά τη λήξη της συνεργασίας η συνολική αξία νερού που αγόρασε η P.A. Pastellas από την Εφεσίβλητη 1 ανήλθε στις €29.029,99, και (β) σήμερα η P.A. Pastellas οφείλει στην Εφεσίβλητη 1 ποσό €1.184,74 δυνάμει τιμολογίου. Σε όλες τις υποβολές, οι οποίες αφορούσαν τη δεύτερη συμφωνία, η απάντηση του Εφεσείοντος 2 ήταν ότι δεν γνωρίζει και δεν ξέρει τι έκαναν μεταξύ τους. Επομένως, όχι μόνο έγιναν υποβολές αφορώσες τη δεύτερη συμφωνία, αλλά από τις απαντήσεις προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο Εφεσείων 2 στερείτο γνώσης.
Σε σχέση με το δεύτερο, η ενδεχόμενη ύπαρξη πρόσθετου λόγου ανάκλησης των επιταγών, δεν αναιρεί τον βασικό λόγο για τον οποίο οι επιταγές ανακλήθηκαν, ως έγινε δεκτός πρωτοδίκως, ο οποίος αφορούσε την παράβαση της (πρώτης) Συμφωνίας, ήτοι λόγω ελαττωματικότητας της μηχανής.
Σε σχέση με το τρίτο, με κάθε σεβασμό, από τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2 προκύπτει ότι εξόφλησε μέρος του ποσού των επιταγών με την προμήθεια (πώληση) νερού στην P.A. Pastellas το οποίο υπήρξε αντικείμενο δεύτερης προφορικής συμφωνίας. Εκείνο το οποίο προκύπτει από τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2 είναι ότι σταδιακά ανακαλούσε την πληρωμή των επιταγών (οδηγίες προς την Τράπεζα Κύπρου ημερομηνίας 28.5.2015, 7.7.2015, 12.8.2015, 12.10.2015), εν αναμονή επιδιόρθωσης της μηχανής. Η ελαττωματικότητα της μηχανής, αποστέρησε την Εφεσίβλητη 1 από το αναγκαίο εισόδημα για την εξόφληση των επίδικων επιταγών. Μέχρις ότου οι Εφεσίβλητοι αποφασίσουν την πορεία την οποία θα ακολουθούσαν σε σχέση με τις επιταγές εν όψει του προβλήματος της μηχανής, πληρώθηκαν οι πρώτες δυο επιταγές. Επειδή δεν έγινε κατορθωτή η λειτουργία της μηχανής εντός του χρονικού πλαισίου που οι υπόλοιπες επιταγές κατέστησαν πληρωτέες, η Εφεσίβλητη 1 ανακαλούσε σταδιακά την πληρωμή τους. Συν τω χρόνω, βάσει της δεύτερης προφορικής συμφωνίας την οποία η Εφεσίβλητη συνήψε με την P.A. Pastellas, η οποία φαίνεται να αντικατέστησε την πρώτη, πωλούσε στην P.A. Pastellas νερό προς εξόφληση του ποσού των επιταγών.
Παρατηρούμε ότι παραμένει αδιευκρίνιστο από τη μαρτυρία για ποιο λόγο θεωρήθηκε ότι εξοφλήθηκε το ποσό των επιταγών βάσει της δεύτερης προφορικής συμφωνίας εφόσον σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2 κατά τη λήξη της μεταξύ τους συνεργασίας, η συνολική αξία νερού που αγόρασε η P.A. Pastellas από την Εφεσίβλητη 1 ανήλθε στις €29.029,99 ενώ το ποσό των επιταγών οι οποίες δόθηκαν βάσει της (πρώτης) Συμφωνίας ανερχόταν σε €50.000. Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας ούτε υπάρχει σχετικό εύρημα περί τούτου. Ωσαύτως παραμένει αδιευκρίνιστο και το κατά πόσον η εν λόγω διαφορά στο ποσό έγκειται σε τυχόν μείωση του αρχικού τιμήματος πώλησης της μηχανής, την οποία οι Εφεσίβλητοι κράτησαν και επιδιόρθωσαν με δικά τους έξοδα καθώς και στη μη παράδοση του ντεπόζιτου ψηλής πίεσης. Αυτά όμως είναι ζητήματα τα οποία αφορούν το περιεχόμενο της δεύτερης προφορικής συμφωνίας. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχε εύλογη αιτία ανάκλησης των επιταγών λόγω αθέτησης της (πρώτης) Συμφωνίας.
Είναι προφανές ότι η διαπιστωθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ελαττωματικότητα της μηχανής οδήγησε στην ανάκληση των επιταγών, συνάδοντας πλήρως με τον λόγο ανάκλησης ο οποίος δηλώθηκε γραπτώς στην Τράπεζα. Επομένως, ορθώς διαπιστώθηκε η ύπαρξη εύλογης αιτίας ανάκλησης των επιταγών βάσει του Άρθρου 305Α(2) του Π.Κ., λόγω αθέτησης Συμφωνίας.
Τέλος, επισημαίνεται ότι οι επίδικες επιταγές κατά την παράδοση τους από τους Εφεσίβλητους, ήταν ημιτελή έγγραφα εφόσον απουσίαζε το όνομα του δικαιούχου. Με βάση το Άρθρο 20(2) του Κεφ. 262, για να καθίσταντο εκτελεστά έγγραφα η συμπλήρωση των επιταγών θα έπρεπε να γίνει «αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία». Εφόσον με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να λάβει μόνον η P.A. Pastellas τις επίδικες επιταγές, η συμπλήρωση του ονόματος των Εφεσειόντων έγινε κατά παράβαση της δοθείσας από τον εκδότη εξουσίας με αποτέλεσμα οι επίδικες επιταγές να καθίστανται άκυρες έναντι των Εφεσειόντων ως δικαιούχων [όχι όμως έναντι τρίτου καλόπιστου νομιμοποιημένου κομιστή (holder in due course)] (βλ. σύγγραμμα «Τραπεζική Επιταγή» του Χρ. Λουκά, έκδοση 1997, Τόμος Ι, σελ. 245, Byles on Bills of Exchange, 26th edn., σελ. 35-39). Στην υπόθεση L.C.A. Domiki Ltd v. R.K.A. Kikkos Developers Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 18, αποφασίστηκε ότι ο ορισμός της επιταγής στο ερμηνευτικό Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δεν μπορεί να αποκλίνει από την έννοια της επιταγής στο Κεφ. 262 (βλ. και Πελεκάνος ν. Βαγιανός & Προμαχώνας Λτδ κ.ά., Ποιν. Έφ. 192/21, ημερ. 31.10.2023). Η νομική αυτή πτυχή της υπόθεσης η οποία αφορά την εγκυρότητα των επίδικων επιταγών, δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εσφαλμένα έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων με μόνο επίδικο θέμα το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν εύλογη αιτία ανάκλησης των επιταγών.
Υπό το φως των ανωτέρω το μέρος των λόγων έφεσης που εμπίπτει στο Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155, απορρίπτεται ως αβάσιμο.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.800 έξοδα συν Φ.Π.Α. (αν υπάρχει) προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος των Εφεσειόντων.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο