
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 137/2023)
21 Μαΐου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
EMMAH ANDOH EVA
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Ε. Χαραλάμπους (κα), δικηγόρος για ΛΑΖΟΥ-ΜΑΣΟΥΡΑ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσείουσα.
Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη ως προς την κατάληξη της. Το σκεπτικό της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ. και με αυτό συμφωνώ και εγώ. Διακριτό σκεπτικό θα δοθεί από τον Λυσάνδρου, Δ..
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 17.10.2023, απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. 396/2022, την οποία άσκησε η Εφεσείουσα εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 23.11.2021, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της ημερομηνίας 14.10.2019 για χορήγηση διεθνούς προστασίας.
Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης είναι τα ακόλουθα:
Η Εφεσείουσα είναι υπήκοος Καμερούν. Στις 14.10.2019, αφού εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα κατεχόμενα εδάφη, υπέβαλε αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας, ως θύμα (ως ενημέρωσε και το CYPRUS REFUGEE COUNCIL, με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 15.11.2019 προς την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία παραλήφθηκε στις 20.11.2019) σύλληψης της στη χώρα καταγωγής της, λόγω του ομοφυλόφιλου σεξουαλικού της προσανατολισμού, κράτησης και υποβολής της σε βασανιστήρια, καθώς και λόγω απόπειρας βιασμού της.
Δεδομένου ότι στην αδελφή της Εφεσείουσας είχε παραχωρηθεί άσυλο στη Γερμανία, διεξήχθη, στις 5.12.2019 στα πλαίσια διαδικασίας του Δουβλίνου, συνέντευξη της Εφεσείουσας, για επανένωση της με την αδελφή της.
Στις 16.1.2020 έλαβε χώρα συνέντευξη της Εφεσείουσας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματος της για παροχή διεθνούς προστασίας. Στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας, ο λειτουργός συμπλήρωσε έντυπο ιατρικής παραπομπής της Εφεσείουσας, ενόψει των ισχυρισμών της για ξυλοδαρμό της και κοπών (cuts) και σημειώνοντας, στη σχετική παράγραφο υπό τον τίτλο «Evidence of physical injury» (απόδειξη σωματικού τραυματισμού) τη φράση στα αγγλικά «visible scars on her neck and fingers» (εμφανείς ουλές στο λαιμό της και στα δάκτυλα). Παράλληλα, ο ίδιος λειτουργός αποτάθηκε, με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 17.1.2020, στο Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας, επισυνάπτοντας και το προαναφερθέν έντυπο ιατρικής παραπομπής, ζητώντας την ιατρική εξέταση της Εφεσείουσας, ενόψει των ισχυρισμών της ότι έχει υποστεί βασανιστήρια/απάνθρωπη και εξευτελιστική συμπεριφορά. Τέτοια ιατρική εξέταση, ως η ζητηθείσα, δεν έλαβε, εν τούτοις, χώρα.
Τον Ιούνιο του 2020 υποβλήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου ψυχολογική έκθεση εγγεγραμμένης κλινικής ψυχολόγου ημερομηνίας 1.6.2020 σε σχέση με την Εφεσείουσα από το CYPRUS REFUGEEE COUNCIL. Η Εφεσείουσα εξετάστηκε την 1.7.2020 και από ψυχίατρο.
Στις 19.10.2021, έλαβε χώρα νέα συνέντευξη της Εφεσείουσας, στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματος της για παροχή διεθνούς προστασίας, αυτή τη φορά από λειτουργό του European Union Agency for Asylum («EASO», τώρα European Union Agency for Asylum, «EAAA»). Στις 9.11.2021 ετοιμάστηκε έκθεση-εισήγηση του εν λόγω λειτουργού, με εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας για παροχή διεθνούς προστασίας. Η εν λόγω έκθεση-εισήγηση έγινε αποδεκτή από εξουσιοδοτημένο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 23.11.2021.
Για την εν λόγω απορριπτική απόφαση η Εφεσείουσα ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερομηνίας 14.1.2022, την οποία παρέλαβε στις 17.1.2022 και εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχώρησε, στις 19.1.2022, την (ανεπιτυχή, ως προαναφέρθηκε) Προσφυγή Αρ. 396/2022, επί της οποίας ασκήθηκε η παρούσα υπό εξέταση Έφεση.
Οι λόγοι Εφέσεως έχουν ως ακολούθως (με αυτούσια διατηρημένη την ορθογραφία, γραμματική και συντακτικό τους):
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα θεώρησε ότι δεν υπάρχει παράβαση του άρθρου 15 του Περί Προσφύγων Νόμου, παρά την παραπομπή της αιτήτριας από τον λειτουργό που διενέργησε τη πρώτη συνέντευξη για ιατρική εξέταση από ιατροσυμβούλιο.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή δεν εφάρμοσε σωστά και/ή δεν ακολούθησε και/ή παρερμήνευσε την σχετική νομοθεσία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η αιτήτρια/εφεσείουσα είχε παραπεμφθεί σε εξέταση στο Ιατροσυμβούλιο από τον πρώτο λειτουργό που τέλεσε την πρώτη συνέντευξη της και παρά την παραπομπή η εξέταση δεν πραγματοποιήθηκε και εκδόθηκε απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα έκρινε ότι δεν υπήρξε ανάγκη για παραπομπή της αιτήτριας/εφεσειούσας για ιατρική εξέταση σε Ιατροσυμβούλιο και τέλεση αυτής.
3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αναιτιολόγητα έκρινε ότι οι ενέργειες του λειτουργού κατά τη δεύτερη συνέντευξης της αιτήτριας/εφεσείουσας, ήτοι η συμπλήρωση του εργαλείου IPSN «Tool for Identification of Persons with Special Needs» και η ύπαρξη ιατρικών πιστοποιητικών στο διοικητικό φάκελο, δικαιολογούν την μη παραπομπή της αιτήτριας/εφεσειούσας στο Ιατροσυμβούλιο. Η ύπαρξη των εν λόγω εγγράφων στο διοικητικό φάκελο δεν δικαιολογεί την μη τήρηση των προβλεπόμενων από το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου διαδικασιών
4. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία και χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε αιτιολογία από το διοικητικό φάκελο θεώρησε ότι λειτουργός της EUAA διέθετε τα προβλεπόμενα από το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αντικαταστήσει τη γνωμάτευση ενός καταρτισμένου ιατροσυμβουλίου κατόπιν παραπομπής σε αυτό.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα περιορίζει το ζήτημα της εξέτασης της αιτήτριας/εφεσειούσας από Ιατροσυμβούλιο σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου με το ζήτημα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας της αιτήτριας/εφεσείουσας σε συνάρτηση με τη ψυχική της υγείας και λανθασμένα καταλήγει ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 15 και του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή δεν εφάρμοσε σωστά και/ή δεν ακολούθησε και/ή παρερμήνευσε το άρθρο 15 και 18 του περί Προσφύγων Νόμου.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα περιορίζει την ανάλυση του ως προς κατά πόσο τηρήθηκε το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, μόνο ως προς το ζήτημα επηρεασμού της αξιοπιστίας της αιτήτριας/εφεσειούσας από τη ψυχική της υγεία και κατάσταση.
3. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, παραπομπή για ιατρική και ψυχολογική εξέταση διενεργείται όταν διαπιστώνονται ενδείξεις είτε που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν· είτε συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας. Αν και απόλυτα συναφές με τον πιθανόν επηρεασμό της αφήγησης των ισχυρισμών από την αιτήτρια/εφεσείουσα, λόγω της ψυχολογικής της κατάστασης, η παραπομπή για ιατρική και ψυχολογική εξέταση δεν περιορίζεται στο ζήτημα αυτό αλλά αφορά την διαπίστωση ενδείξεων παρελθούσας δίωξης και/ή κατά πόσο η αιτήτρια ήταν θύμα βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών μορφών βίας.
4. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας το ζήτημα αυτό και χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ανάλυση αναιτιολόγητα καταλήγει ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού ο λόγος παραπομπής της αιτήτριας/εφεσειούσας δεν ήταν μόνο η ψυχική της υγεία αλλά τα εμφανή σημάδια από τραύματα που έφερε στο σώμα της. Καμία αναφορά δεν γίνεται ως προς το ζήτημα αυτό από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση της δικαιοδοσίας του αιτιολογεί και υποκαθιστά την διοίκηση ως προς την αιτιολογία της μη τήρησης του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η συμπλήρωση του εργαλείου ISPN από το λειτουργό που διεξήγαγε τη δεύτερη συνέντευξη με την αιτήτρια/εφεσειούσα, η ύπαρξη ιατρικών πιστοποιητικών στο διοικητικό φάκελο, αποτελεί δικαιολογία της συνέχισης της διαδικασίας και της έκδοσης απόφασης από τους Καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητους, παρά την ύπαρξη παραπομπής για ιατρική εξέταση η οποία δεν πραγματοποιήθηκε, υποκατάστησε την διοίκηση στην αιτιολόγηση της κρινόμενης απόφασής της.
2. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα και με τις νομολογιακές αρχές, η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης μπορεί να συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο, στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση της δικαιοδοσίας του, θεώρησε ότι τα πιο πάνω έγγραφα αιτιολογούν τη μη πραγματοποίησης της ιατρική εξέτασης βάση του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, ενώ καμία αναφορά δεν γίνεται από τους Καθ’ ων η αίτηση και ούτε τα έγγραφα αυτά αφορούν το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου ως αναλύεται στον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι λήφθηκε επαρκώς υπόψη τη ψυχική υγεία της αιτήτριας/εφεσειούσας ως παράγοντες που αλλοίωσαν και/ή περιόρισαν τη δυνατότητα της αιτήτριας/εφεσειούσας να αφηγηθεί με λεπτομέρεια και/ή επαρκώς και με διαύγεια τους ισχυρισμούς της.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
1. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εντελώς αυθαίρετο και δεν δικαιολογείται από την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση/Εφεσίβλητων. Η μόνη αναφορά που έγινε από τους Καθ’ ων η αίτηση/Εφεσίβλητους για το ζήτημα, είναι ότι λαμβάνουν υπόψη τη ψυχική υγεία της Αιτήτριας/Εφεσειούσας, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο τι ακριβώς και σε ποια σημεία λήφθηκε υπόψη. Περαιτέρω, θεωρούν ότι η λήψη φαρμακευτικής αγωγής συνιστά λόγο που μετριάζει την αλλοίωση και τον περιορισμό της Αιτήτριας/Εφεσειούσας να αφηγηθεί επαρκώς και λεπτομερώς τους ισχυρισμούς της
2. Λανθασμένα και κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, δη του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου, των σχετικών κατευθυντήριων οδηγιών του UNHCR, της ΕUAA, των Ευρωπαϊκών οδηγιών και νομολογίας έκρινε ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση εκδόθηκε κατόπιν εξατομικευμένης έρευνας λαμβάνοντας υπόψη και τη ψυχική κατάσταση της αιτήτριας/εφεσίβλητης.
3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατά τον έλεγχο ουσίας που πραγματοποίησε δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την κατάσταση της ψυχικής υγείας της αιτήτριας/εφεσείουσας ως παράγοντα που επηρεάζει την αξιοπιστίας.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τον περί Προσφύγων Νόμο και/ή τις κατευθυντήριες αρχές της UNHCR, τους σχετικούς οδηγούς της EUAA, σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες και νομικές και νομολογιακές αρχές ως προς το ζήτημα της αξιοπιστίας της αιτήτριας/εφεσειούσας καταλήγοντας σε ευρήματα που καταφανώς αντιβαίνουν των πιο πάνω αρχών και των δηλώσεων της αιτήτριας κατά την συνέντευξη της.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις αρχές που διέπουν την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας και έκρινε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού είναι εσωτερικά αναξιόπιστες.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας το μοντέλο DSSH που εφαρμόζεται σε αιτήσεις που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό, λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκής λεπτομέρειες ως προς τα ζητήματα της διαφορετικότητας, του στίγματος, της ντροπής αλλά και της βλάβης. Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν ορθά τις αρχές που διέπουν την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας.
ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισε η αιτήτρια/εφεσειούσα προς επίρρωση των ισχυρισμών της κατά τη συνέντευξη της.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του και/ή δεν έδωσε το απαραίτητο βάρος στα έγγραφα που προσκόμισε η αιτήτρια/εφεσείουσα προς επίρρωση των ισχυρισμών της και αγνόησε αυτά ενώ ήταν καθοριστικά για τα όσα ισχυρίζεται.»
Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος Έφεσης, καθώς και ο πέμπτος και έκτος λόγος Έφεσης αντίστοιχα, αναπτύχθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης της Εφεσείουσας μαζί, σε αρμονία, διαπιστώνουμε, με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 41.16(8)(α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος ορίζει (με δικές μας υπογραμμίσεις):
«(8) Στον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης τηρούνται οι ακόλουθες αρχές:
(α) Προσδιορίζονται τα ουσιώδη σημεία στα οποία και επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία. Οι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται ξεχωριστά, εκτός αν είναι επάλληλοι ή συναφείς.»
Μελετήσαμε τα εκατέρωθεν περιγράμματα εφέσεως και την εκεί παρατιθέμενη επιχειρηματολογία προσεκτικά, καθώς και την πρωτόδικη απόφαση, στο πλαίσιο του ενώπιον μας πραγματικού υλικού, ως αυτό αναδύεται μέσα από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
Δεν απαιτείται, στην παρούσα περίπτωση, να επαναλάβουμε, πέραν των όσων θα σχολιαστούν κατωτέρω, ένα έκαστο των επιχειρημάτων των πλευρών. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε και στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23:
«Έχουμε υπόψη το σύνολο των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς και το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, την πρωτόδικη απόφαση και την απόφαση του Εφετείου, περιλαμβανομένης της απόφασης του διαφωνήσαντος δικαστή. Δεν απαιτείται όμως να ενδιατρίψουμε πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες της απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Οδυσσέα ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 490:
«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.»
Η αρχή αυτή έχει επανειλημμένα τονιστεί (Βλ. μεταξύ άλλων, Νίκος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 179/22, ημερ. 8.2.2023, Λ.Γ.Γ. (L.G) ν. Π.Γ., Έφεση Αρ. 2/23 (i-justice), ημερ. 21.6.2023, Sokolowski v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 52/19, ημερ. 23.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:B267, Ειρηναίος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας,Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερ. 14.7.2022), ECLI:CY:AD:2022:B304.»
Εξετάζοντας, καταρχάς, τον πρώτο και δεύτερο λόγο Εφέσεως μαζί, η σχετική πρωτόδικη κρίση επί του επίδικου ισχυρισμού, έχει ως ακολούθως (οι υποσημειώσεις του κειμένου της απόφασης έχουν αφαιρεθεί):
«Η Αιτήτρια υποστηρίζει μέσω της δικηγόρου της ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση λήφθηκε κατά παράβαση της Νομοθεσίας, της Σύμβασης της Γενεύης για το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 και των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών, καθώς και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν εφάρμοσαν ορθά τις προβλεπόμενες διαδικασίες και/ή διαδικαστικές εγγυήσεις που αφορούν ευάλωτα πρόσωπα (ως και η περίπτωση της Αιτήτριας). Καμία αναφορά γίνεται στην εισηγητική έκθεση για τα βασανιστήρια που είχε υποστεί, ενώ παράλληλα υποστηρίζει ότι υπήρξε παράβαση του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(I)/2000). Η δε εν λόγω παράλειψη συναποτελεί παράβαση του Άρθρου 18(3) του Νόμου, εφόσον δεν έγιναν οι απαιτούμενες ενέργειες για τη συλλογή όλων των στοιχείων, ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη διερεύνηση των περιστατικών της περίπτωσης της. Σε ότι αφορά τη ψυχική της υγεία, υποστηρίζει πως με βάση την ιατρική βεβαίωση των αρμόδιων κρατικών αρχών, τεκμηριώνεται η κακή ψυχολογική της κατάσταση και η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει, παράγοντες που έπρεπε να συνυπολογισθούν, καθότι δύναται να αλλοιώσουν και/ή περιορίσουν την δυνατότητα της να αφηγηθεί με λεπτομέρεια και/ή διαύγεια τα όσα έχει βιώσει. Βάσει δε αυτών των παραμέτρων θα έπρεπε να της δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Προσθέτει, επί τούτου ότι κατά την πρώτη συνέντευξη της, κρίθηκε ότι χρήζει παραπομπής σε Ιατροσυμβούλιο και ότι στο διοικητικό φάκελο υπάρχει καταχωρημένη επιστολή ημερ.17/01/20 του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου προς τις Ιατρικές Υπηρεσίες μέσω της οποίας ζητά όπως η Αιτήτρια υποβληθεί σε εξέταση. Περαιτέρω, υποβάλλει πως παρά την αξιολόγηση του εν λόγω λειτουργού ότι υπάρχουν ενδείξεις που καθιστούν εύλογη την παραπομπή της σε ιατρική εξέταση, ο εξεταστής που έκανε τη δεύτερη συνέντευξη δεν αξιολογεί το εν λόγω γεγονός, ούτε και εξηγεί κατ’ οιονδήποτε τρόπο γιατί πλέον δεν θεωρείται απαραίτητη η παραπομπή σε ιατροσυμβούλιο, ενώ είχε ενώπιον του ακόμα περισσότερα στοιχεία και συγκεκριμένα δύο ιατρικές βεβαιώσεις (γίνεται αναφορά σε αντίγραφο ιατρικής βεβαίωσης ημερ.04/06/18 από τις αρχές της χώρας της, καθώς και σε αντίγραφο ιατρικής βεβαίωσης που εκδόθηκε από τις κυπριακές αρχές ημερ.01/07/20), καθώς και την εκκρεμούσα παραπομπή της σε ιατρική εξέταση. Η παντελής έλλειψη αιτιολόγησης της μη παραπομπής της σε ιατροσυμβούλιο, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
[.]
Οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
[.].
Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί του ότι δεν έγινε καμία επιβεβαίωση ή έρευνα μέσω ιατρικής εξέτασης για να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας και ότι αυτή δεν έτυχε ιατρικής και ψυχολογικής εξέτασης ως απαιτεί το Άρθρο 15 του Νόμου, παραθέτουν σχετική νομολογία προς απόρριψη των εν λόγω ισχυρισμών.
[.]
Προέχει η εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης αναφορικά με το κατά πόσο λήφθηκαν υπόψη τυχόν διαδικαστικές ανάγκες της Αιτήτριας (ως ευάλωτο πρόσωπο) καθώς και ο ισχυρισμός περί παράληψης παραπομπής της σε ιατρική και ψυχολογική εξέταση στη βάση του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(I)/2000).
Το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτούντα άσυλο αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν «(α) ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας». Βάσει δε, του εν λόγω άρθρου, η παραπομπή του ενδιαφερόμενου για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο γίνεται σε περίπτωση που αυτό κρίνεται σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας, εναπόκειται, συνεπώς, στην κρίση του εκάστοτε αρμόδιου λειτουργού. Από το ερυθρό 20-21 του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ») φαίνεται ότι έγινε σχετική αξιολόγηση της Αιτήτριας, στη βάση του Άρθρου 9 ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) η οποία δεν κατέδειξε ειδικές ανάγκες υποδοχής της, δηλαδή πρόσωπο που έχει υποστεί βασανιστήρια ή άλλης μορφής ψυχολογικής ή φυσικής βίας. Ακολούθως στο ερυθρό 43-37 ΔΦ εντοπίζεται έντυπο «Medical Referral Form» (ήτοι έντυπο παραπομπής εξέτασης) από τον λειτουργό Π.Κ. που διενήργησε την 1η συνέντευξη της Αιτήτριας ημερ.16/01/20 το οποίο καταγράφει ισχυρισμούς της Αιτήτριας και με το οποίο ζητείται όπως τύχει ιατρικής εξέτασης για εξακρίβωση των ισχυρισμών της. Επίσης, υπάρχει στα ερυθρά 55-52 & 76-72 εκτενής ψυχολογική έκθεση ημερομηνίας 01/06/20 από κλινική ψυχολόγο Π.Σ. (– ευρήματα της οποίας θα αξιολογηθούν στην συνέχεια της απόφασης). Στο ερυθρό 59-56 ΔΦ υπάρχει καταχωρημένο νέο συμπληρωμένο έντυπο (στη βάση του Άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του Νόμου) το οποίο δεν κατέδειξε ειδικές ανάγκες υποδοχής της Αιτήτριας - το μόνο το οποίο καταγράφεται είναι η δυσχερής συναισθηματική κατάσταση της ήτοι φόβος και αίσθημα απώλειας ασφάλειας, καθώς και συναισθηματικές αλλαγές. Καταγράφηκαν δε και οι ισχυρισμοί της περί του ότι «είναι λεσβία όποτε την βασάνισαν, την κτύπησαν και την μαχαίρωσαν, λόγω του ότι είναι λεσβία» και περί του ότι «φυλακίστηκε για 2 εβδομάδες και έμεινε στον θάμνο για 3 μέρες» - ισχυρισμοί που αποτελούν την ουσία του αιτήματος της. Πρόσθετα, στα ερυθρά 61-60 & 83-82 ΔΦ υπάρχει σχετική έκθεση ημερ.01/07/20 από Ψυχίατρο Ε.Χ¨Ι. που ετοιμάστηκε για σκοπούς καταβολής δημόσιου βοηθήματος στο οποίο καταγράφεται ότι είναι ανίκανη για εργασία λόγω του ότι η ψυχοπαθολογία της προκαλεί έκπτωση στη λειτουργικότητα της και ότι νοσηλεύθηκε στη Ψυχιατρική Κλινική Λεμεσού από 26/06/20-01/07/20 – χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε άλλη καταγραφή ιατρικών ευρημάτων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας (ερυθρά 151-136 ΔΦ), έγινε εκτίμηση της κατάστασης της υγείας της από τον λειτουργό-εξεταστή της υπόθεσης (που διενήργησε την 2η συνέντευξη) με βάση το εργαλείο IPSN της EUAA («Tool for Identification of Persons with Special Needs (IPSN)»), που βοηθά στον εντοπισμό πιθανών ειδικών αναγκών στο πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου και της υποδοχής - το οποίο υποστηρίζει την αναγνώριση 14 διαφορετικών κατηγοριών ευάλωτων προσώπων (περιλαμβανομένων όλων εκείνων που αναφέρει το Άρθρο 18(6) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/20 σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι το εδάφιο (6) του Άρθρου 18 του Νόμου, «…τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι έχουν ειδικές ανάγκες μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσής τους». Μετά δε από ενδελεχή εξέταση σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία δεν ανέφερε η ίδια ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τη διαδικασία ήτοι τη συνέντευξη σε σχέση με τις διατάξεις του Δουβλίνου (ερυθρά 11-8 ΔΦ) καθώς και στις δύο συνεντεύξεις επί της ουσίας της αίτησης ασύλου (ερυθρά 35-27 & ερυθρά 106-84 ΔΦ), που ακολούθησαν. Περαιτέρω, ο λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «ΕΥΥΑ») που διεξήγαγε τη 2η συνέντευξη ημερομηνίας 19/10/21 και ετοίμασε την εισηγητική/έκθεση ημερομηνίας 09/11/21 την διενήργησε σχεδόν εξ υπαρχής και/ή προβαίνοντας σε εκτίμηση τυχόν ειδικών διαδικαστικών αναγκών της Αιτήτριας μέσω του σχετικού εργαλείου της ΕΥΥΑ («Tool for Identification of Persons with Special Needs (IPSN)»), ερυθρά 151-136 ΔΦ). Κατά την πιο πάνω συνέντευξη, η Αιτήτρια δήλωσε ότι βρισκόταν σε καλή κατάσταση για να προχωρήσει με τη συνέντευξη (ερυθρό 105/2Χ ΔΦ), ως επίσης ότι αισθανόταν καλά τη δεδομένη στιγμή (ερυθρό 104/1Χ ΔΦ). Περαιτέρω, διακρίνεται ότι τη δεδομένη περίοδο (όταν πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη ημερομηνίας 09/11/21), η Αιτήτρια με βάση τις δηλώσεις της, τύγχανε φαρμακευτικής αγωγής σχετικά με τη τότε ψυχολογική της διάθεση/κατάσταση (ερυθρό 104/1Χ ΔΦ). Επίσης, σημειώθηκε ότι κατά την εν λόγω συνέντευξη η Αιτήτρια παρέδωσε σχετική έκθεση ψυχιάτρου του ΟΚΥπΥ (ημερ. 01/07/20) αναφορικά με τη ψυχική της υγεία (ερυθρά 83-81 και ερυθρό 104/1Χ ΔΦ). Πέραν τούτου, καταγράφεται στην εισηγητική έκθεση και/ή λήφθηκαν υπόψη οι δύο ιατρικές εκθέσεις που εκδόθηκαν στην Δημοκρατία - στις οποίες γίνεται αναφορά στη ψυχολογική κατάσταση της Αιτήτριας, καθώς και στη φαρμακευτική/θεραπευτική αγωγή που λάμβανε (ερυθρό 166 ΔΦ). Συνακόλουθα, αναγνωρίζεται από το λειτουργό η ύπαρξη πιθανών παραγόντων αλλοίωσης λόγω των ψυχολογικών ζητημάτων της Αιτήτριας, γεγονός που λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση της περίπτωσής της (ερυθρό 156 ΔΦ) – ο λειτουργός της ΕΥΥΑ σημειώνει επί τούτου τα ακόλουθα:
«Although the existence of potencial distortion factors due to her psychological issues was taken into consideration in the assessment of the case, it is considered that the applicant was offered many opportunities to elaborate on her experiences in Cameroon. Hence, in light of this consideration and the fact that the applicant stated that she is currently being treated for her psychological condition, it is deemed that she failed to substantiate her claim»
Συνεπώς, μέσω των ενεργειών του λειτουργού κατά την συνέντευξη, των ιατρικών βεβαιώσεων που προσκομίστηκαν από την Αιτήτρια (που ήτο επαρκείς για να σχηματιστεί η εικόνα της ψυχικής υγείας της Αιτήτριας) και των ευρημάτων της έκθεσης/εισήγησης αιτιολογείται η κρίση του πρώτου για μη παραπομπή της τελευταίας σε εξέταση από ιατροσυμβούλιο. Ούτε ευσταθεί η θέση της δικηγόρου της Αιτήτριας ότι οι παράγοντες της δυσχερούς ψυχικής διάθεσης της δεν συνυπολογίστηκαν από τον λειτουργό με βάση τα ανωτέρω. Αυτό το οποίο παραμένει για εξέταση είναι κατά πόσο οι έντονες μεταπτώσεις/διαταραχή στη διάθεση της Αιτήτριας ήτο παράγοντες που αλλοίωσαν και/ή περιόρισαν την δυνατότητα της να αφηγηθεί με λεπτομέρεια και/ή διαύγεια τα όσα έχει βιώσει – ισχυρισμοί που θα αναλυθούν κατωτέρω.
Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης, το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας και των στοιχείων του φακέλου της, σε συνδυασμό με τους (υπολειπόμενους) εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν…»
Κρίνεται, στο σημείο αυτό, ορθό, όπως παρατεθεί το Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 (εφεξής ο «Νόμος»), το οποίο έχει ως ακολούθως:
«15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-
(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και
(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.
(2) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), διενεργείται δημοσία δαπάνη από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τα αποτελέσματά της υποβάλλονται στην Υπηρεσία Ασύλου το ταχύτερο δυνατό.
(3) Η άρνηση του αιτητή να υποβληθεί σε ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.
(4) Τα αποτελέσματα των ιατρικών ή/και ψυχολογικών εξετάσεων που διενεργούνται δυνάμει του εδαφίου (1) ή (8) εκτιμώνται από τον Προϊστάμενο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης.
(5) Σε περίπτωση ύπαρξης ενδείξεων σοβαρής βλάβης, ο αρμόδιος λειτουργός πραγματοποιεί τη συνέντευξη του αιτητή ύστερα από συνεννόηση και σε συνεργασία με αρμόδιο ιατρό.
(6) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση που διενεργείται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται, μεταξύ άλλων, να βασίζεται στο Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης.
(7) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός Υγείας δύναται να ορίζει με απόφασή του τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας που διενεργούν τις ιατρικές ή/και ψυχολογικές εξετάσεις των αιτητών.
(8) Όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τους αιτητές ότι δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρές βλάβες, που υπέστησαν κατά το παρελθόν.»
Με κάθε σεβασμό προς την πρωτόδικη προσέγγιση και κατάληξη επί του θέματος που εξετάζεται (βλ. ανωτέρω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση), η δική μας κρίση και κατάληξη είναι διαφορετική.
Συγκεκριμένα, είναι μεν, ορθή η θέση ότι, η λήψη ή μη απόφασης παραπομπής αιτούντος άσυλο προσώπου σε ιατρό και/ή ψυχολόγο, δυνάμει του Άρθρου 15 του Νόμου, συνιστά απόφαση δυνητική, ανήκουσα στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε αρμόδιου λειτουργού και δεν αποτελεί δέσμια υποχρέωση του.
Τέτοια, όμως, απόφαση λήφθηκε στην παρούσα περίπτωση κατά την πρώτη συνέντευξη της Εφεσείουσας στις 16.1.2020, όχι μόνο ενόψει των ισχυρισμών της τελευταίας για ξυλοδαρμό της και κοπών αλλά και, ως σημειώθηκε ρητώς από τον ίδιο τον λειτουργό, λόγω εμφανών ουλών στο λαιμό και στα δάκτυλα της («visible scars on her neck and fingers», βλ. ανωτέρω στα γεγονότα). Γι’ αυτό ο λειτουργός αποτάθηκε με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 17.1.2020 στο Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας, ζητώντας την ιατρική εξέταση της Εφεσείουσας, προς διαπίστωση (κυρίως), κατά πόσο οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας, ότι έχει υποστεί βασανιστήρια/απάνθρωπη και εξευτελιστική συμπεριφορά, ευσταθούν. Τέτοια εξέταση, συνεπώς, δεν αφορά (μόνο, εν πάση περιπτώσει) τη ψυχολογική διάσταση του ζητήματος και, συγκεκριμένα, κατά πόσο η Εφεσείουσα ήταν ή δήλωνε σε θέση, από ψυχολογική σκοπιά, να υποβληθεί σε συνέντευξη.
Τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης, ως ορίζει το Άρθρο 15(4) του Νόμου, εκτιμώνται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης, προς εξακρίβωση της αληθείας των ισχυρισμών του αιτούντος και προς σχηματισμό κρίσης επί της αξιοπιστίας του.
Επισημαίνουμε, συναφώς ότι, καταλυτικό στοιχείο στην αιτιολόγηση της απόφασης της Εφεσίβλητης για απόρριψη του αιτήματος ασύλου της Εφεσείουσας, αποτέλεσε το εύρημα της ότι κανένα στοιχείο δεν έχει αναδυθεί μέσα από τη συνέντευξη (βλ., ειδικότερα, ερ.164-155 στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης), το οποίο να δεικνύει ότι η Εφεσείουσα υπέστη προσωπική δίωξη κατά την παραμονή της στο Καμερούν (βλ. ερ. 172 στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης «Based on your allegations in the interview, no element has arisen that constitutes that you have suffered individual persecution during your stay in Cameroon, or that you would suffer individual persecution from the authorities or other non-governmental agents from the country of origin for reasons of race, religion, nationality or membership of a particular social group or political opinion.»).
Στην παρούσα περίπτωση, για λόγους άγνωστους, παρόλο που η Εφεσείουσα είχε παραπεμφθεί για ιατρική εξέταση, ακολούθησε δεύτερη συνέντευξη της από άλλο λειτουργό, αυτή τη φορά της EUAA, χωρίς να προηγηθεί η διενέργεια τέτοιας ήδη αρμοδίως διαταχθείσας ιατρικής εξέτασης της και χωρίς οποιαδήποτε μνεία αυτής από τον λειτουργό της EUAA ή οποιασδήποτε ένδειξης στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ότι αυτή η απόφαση του προηγούμενου λειτουργού ήταν, έστω, καν υπόψη του και, έτι περισσότερο, αν τέτοια απόφαση ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε από τον λειτουργό της EUAA. Και αν γι’ αυτό το ζήτημα, αν δηλαδή, ήταν εις γνώση του λειτουργού η εν λόγω προηγηθείσα παραπομπή της Εφεσείουσας σε ιατρική εξέταση, μπορεί να υποστηριχθεί ευλόγως ότι, το τεκμήριο της κανονικότητας διέπει τη διοικητική πράξη και θεωρείται, ως εκ τούτου, ότι, η διοίκηση έλαβε υπόψη της ότι είχε ενώπιον της και, αντίθετα, δεν έλαβε και δεν μπορούσε να λάβει υπόψη της ότι δεν υπήρχε στο διοικητικό φάκελο (βλ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΧΑΤΖΗΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (2001) 3 Α.Α.Δ. 549), αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι, ουδέν καταγράφηκε, ως απαραίτητη αιτιολογία, για τέτοια αλλαγή στάσης εκ μέρους της διοίκησης, ήτοι τη μη παραπομπή, εν τέλει, της Εφεσείουσας για ιατρική εξέταση.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί εξ υπαρχής εξέτασης της περίπτωσης της Εφεσείουσας από τον λειτουργό της EUAA και της επίκλησης της συμπλήρωσης απ’ αυτόν της εκτίμησης τυχόν ειδικών διαδικαστικών αναγκών της Αιτήτριας μέσω του σχετικού εργαλείου της ΕΥΥΑ («Tool for Identification of Persons with Special Needs (IPSN)», δεν απαντά πειστικά και ολιστικά, κατά την κρίση μας, στην προφανή έλλειψη οποιασδήποτε ενασχόλησης της διοίκησης με τον βασικό λόγο που αποφασίστηκε προηγουμένως η παραπομπή της Εφεσείουσας για ιατρική εξέταση, που ήταν, ως προαναφέραμε και τονίζουμε ξανά, όχι μόνο οι ισχυρισμοί της ιδίας, αλλά οι εμφανείς ουλές στο λαιμό και στα δάκτυλα της (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα) και δεν απαντά στην προφανή έλλειψη απόδοσης αιτιολογίας, που να εξηγεί γιατί τέτοια εξέταση δεν κρίθηκε πλέον αναγκαία. Τέτοια, όμως, απόδοση αιτιολογίας απαιτείται από τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και τη νομολογία.
Συγκεκριμένα, όπως ορίζει το Άρθρο 26(β) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999 (με δικές μας υπογραμμίσεις):
«26.—(1) Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες-
(α) [.]
(β) είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου·»
Τα πιο πάνω νομοθετικώς καθοριζόμενα αντικατοπτρίζουν, εν πολλοίς, τη θέση τόσο της πάγιας νομολογίας, όσο και της βιβλιογραφίας επί του θέματος. Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου θα πρέπει να αιτιολογούνται εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ' αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της (βλ. ενδεικτικά απόφαση Σ.τ.Ε. 2387/66, Π. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», έβδομη αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 288, πλαγιάριθμος 642. Eleftherios Soteriou v. The Greek Communal Chamber & Another (1966) 3 C.L.R. 83, 104. Medcon Construction v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, 544. Drousiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546, 552 και Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345).
Χωρίς την απόδοση της απαιτούμενης, ως πιο πάνω επεξηγήθηκε, αιτιολογίας για την αλλαγή στάσης της διοίκησης σε σχέση με το ερώτημα, αν η Εφεσείουσα έπρεπε να παραπεμφθεί σε ιατρό, η αρχική στάση της διοίκησης επί του εν λόγω ζητήματος σε σχέση με τη de facto μεταγενέστερη της παραμένει, εκ των πραγμάτων, από πλευράς επεξήγησης μετέωρη και de facto αναιτιολόγητα αντιφατική.
Η δε, αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης (venire contra factum proprium) προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να στηρίξει την παρανομία της διοικητικής πράξης (βλ. Γεωργία Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614).
Κατά προέκταση, οι πιο πάνω επισημάνσεις θέτουν, εκ των πραγμάτων, εν αμφιβόλω και κατά πόσο η επίδικη απόφαση λήφθηκε υπό δέουσα έρευνα και, εν πάση περιπτώσει, δημιουργούν εύλογη πιθανότητα πλάνης.
Υπό τις περιστάσεις, κρίνουμε ότι, το τεκμήριο κανονικότητας της επίδικης απόφασης, στην παρούσα περίπτωση, έχει καμφθεί. Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), εκεί σελ. 304 και 305, το θέμα τίθεται ως εξής:
«Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως».
Με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος και δεύτερος λόγος Εφέσεως ευσταθούν, υπό την σκοπιά/πτυχή και στην εμβέλεια που δικογραφήθηκε και προωθήθηκε (βλ. αιτιολογία του πρώτου και δεύτερου λόγου Εφέσεως) ότι παρανόμως δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία από τη διοίκηση ή ικανοποιητική αιτιολογία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την αναίρεση/μη εφαρμογή της ληφθείσας, στη βάση του Άρθρου 15 του Νόμου, (ενδιάμεσης) απόφασης της διοίκησης, όπως η Εφεσείουσα παραπεμφθεί σε ιατρική εξέταση.
Ως εκ του άνω αποτελέσματος, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων Εφέσεως που προβλήθηκαν.
Ενόψει των ανωτέρω, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο και επί της ουσίας προχώρησε, κατόπιν, σε εξέταση ορθότητας της επίδικης απόφασης (και επικρότησε) για άλλους λόγους, ακριβώς επειδή έκρινε (και με δεδομένο το εύρημα του και υπό την προϋπόθεση αυτού) ότι δεν υπήρχε κάτι μεμπτό στη διοικητική διαδικασία σε σχέση με τη μη παραπομπή της Εφεσείουσας σε ιατρό (βλ., για του λόγου το ασφαλές, πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση (με δικές μας υπογραμμίσεις) και την εκεί αναφορά «Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης, το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας και των στοιχείων του φακέλου της, σε συνδυασμό με τους (υπολειπόμενους) εγειρόμενους λόγους ακύρωσης…»), παραμερίζεται στην ολότητα της.
Η υπόθεση επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για εκ νέου χειρισμό του θέματος, στο πλαίσιο των άνω αποφασισθέντων και τη λήψη των κατάλληλων ενεργειών και αποφάσεων εκ μέρους του, στο πλαίσιο του φάσματος των εξουσιών του, ως αυτές επισημάνθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 3.4.2025 στην C-283/24 επί προδικαστικής παραπομπής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και τις οποίες δεν θεωρούμε, ακόμη και αν ήθελε κριθεί επιτρεπτό στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας εξουσίας μας, αναγκαίο να προκαθορίσουμε.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης στο ύψος των €2500, επιπλέον Φ.Π.Α.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Mε κάθε σεβασμό προς το σκεπτικό των Αδελφών μου Δικαστών, αποδέχομαι και εγώ την έφεση, με το εξής διακριτό σκεπτικό:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δήλωσε ρητά ότι προβαίνει σε εξέταση ουσίας του αιτήματος της Εφεσείουσας (εννοώντας, προφανώς, την αίτηση διεθνούς προστασίας αυτής) και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της (σελ. 5 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Μετά δε που έκρινε νόμιμη την όλη διοικητική διαδικασία εξέτασης και απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει πως και το ίδιο καταλήγει στο ίδιο εύρημα πως δεν μπορεί να αναγνωριστεί στην Εφεσείουσα το καθεστώς πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας (σελ. 24 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Το Εφετείο επεμβαίνει στην κρίση ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο αν ο πρωτοδίκως προσφεύγων (και ενώπιόν του Εφεσείων) αποδείξει -ως βαρύνεται- ότι αυτή η κρίση πιθανόν να είναι προϊόν ουσιώδους πλάνης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 51/2022 Abdi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 19.12.2024).
Συναφώς, εκτιμώ ότι είναι βάσιμος ο τέταρτος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τη ψυχική υγεία της Εφεσείουσας ως παράγοντα που επηρεάζει την από πλευράς της εξιστόρηση των κατ’ ισχυρισμόν φόβων δίωξης τους οποίους προέβαλε στο πλαίσιο των συνεντεύξεων και κατ’ επέκταση, την αξιοπιστία της ως προς το βάσιμο της αίτησης διεθνούς προστασίας αυτής (συναφής είναι η τέταρτη παράγραφος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης).
Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την αίτηση διεθνούς προστασίας, κρίνοντάς την αβάσιμη, βασιζόμενο στο περιεχόμενο αυτής της αίτησης και, ιδίως, στα λεχθέντα της Εφεσείουσας κατά τη δεύτερη συνέντευξη στην οποία υποβλήθηκε, κρίνοντας την αφήγησή της γενική, αόριστη, χωρίς συνοχή και, τελικώς, αναξιόπιστη.
Όμως, στον διοικητικό φάκελο παρατίθεται ψυχολογική έκθεση εγγεγραμμένης κλινικής ψυχολόγου η οποία (μεταξύ άλλων) αποφαίνεται ότι η Εφεσείουσα «έχει μεγάλη δυσκολία να εξιστορήσει γεγονότα εξαιτίας του συναισθηματικού φόρτου που της προκαλούν και οι αντιδράσεις της δυσχεραίνουν την επικοινωνία» (ερυθρό 55).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στην ψυχολογική έκθεση (σελ. 24 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) αποφαινόμενο τα εξής (οι έντονοι χαρακτήρες είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου):
«Ούτε η εμπιστευτική έκθεση που υπάρχει στα ερυθρά 55-52 & 76-72 ΔΦ ημερομηνίας 01/06/20 από κλινική ψυχολόγο Π.Σ. βοηθά την περίπτωση της Αιτήτριας, καθότι γίνεται απλά καταγραφή των όσων διηγείται η ίδια η Αιτήτρια, ενώ γίνεται ρητή καταγραφή ότι η σκέψη της είχε συνοχή χωρίς σημάδια οποιασδήποτε διαταραχής της σκέψης. Στις δε καταληκτικές εισηγήσεις γίνεται επανάληψη των όσων ισχυρίζεται η Αιτήτρια, δεν γίνεται οποιασδήποτε παραπομπή για περαιτέρω αξιολόγηση της υγείας της- ούτε προκύπτει με σαφήνεια ότι πρόκειται για πρόσωπο που αντιμετωπίζει κάποιου είδους σοβαρής ψυχικής ή νοητικής διαταραχής, ώστε (ενδεχομένως) να χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων.»
Με όλο το σεβασμό, εκτιμώ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη το προρρηθέν απόσπασμα της ψυχολογικής έκθεσης, αυτή δε η παράλειψη στοιχειοθετεί πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης, που δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου, καθότι η εκ του Δικαστηρίου εκτίμηση των λεχθέντων της Εφεσείουσας ενδεχομένως να ήταν διαφορετική αν το προρρηθέν απόσπασμα λαμβανόταν δεόντως υπόψη.
Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμώ ότι η έφεση είναι επιτυχής, άνευ χρείας εξέτασης άλλου τινός.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο