
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 141/2019)
19 Μαΐου, 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΕΡΗ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
και
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
-----------------------------
Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μουαΐμης & Μουαΐμης, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Με την αγωγή που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι αξίωναν από τον εναγόμενο-εφεσείοντα ποσό €1920, στην βάση κατ΄ισχυρισμό πώλησης επί πιστώσει και παράδοσης προϊόντων/εμπορευμάτων και ή τιμολογίου τα οποία δεν εξοφλήθηκαν. Ήταν περαιτέρω ισχυρισμός τους ότι κάλεσαν τον εφεσείοντα επανειλημμένα να πληρώσει το πιο πάνω χρέος του και μάλιστα του απέστειλαν και επιστολή μέσω δικηγόρων, όμως ο εφεσείοντας αρνήθηκε και/ή παρέλειψε και/ή αμέλησε να εξοφλήσει το χρέος τους προς τους εφεσίβλητους.
Ο εφεσείων στην Υπεράσπιση του αρνήθηκε τόσο την απαίτηση των εφεσιβλήτων όσο και όλους τους ισχυρισμούς τους ως αυτοί περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης τους. Ήγειρε επίσης, προδικαστική ένσταση ότι οι εφεσίβλητοι δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν την αγωγή. Αρνήθηκε ότι αγόρασε και/ή παρέλαβε οποιαδήποτε προϊόντα από αυτούς επί πιστώσει και αρνήθηκε ότι τους οφείλει το ισχυριζόμενο και/ή οιονδήποτε ποσό. Τους κάλεσε σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους και αξίωσε την απόρριψη της αγωγής με έξοδα εναντίον τους.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν Απάντηση στην Υπεράσπιση απορρίπτοντας αρχικά την προδικαστική ένσταση του εφεσείοντα, επανέλαβαν όλους τους ισχυρισμούς τους ως εκτέθηκαν στην Έκθεση Απαίτησης τους και ισχυρίστηκαν ότι η αξίωση τους είναι εύλογη και νόμιμη.
Επειδή το επίδικο ποσό της αγωγής δεν υπερέβαινε τις €3000 η υπόθεση εκδικάστηκε με την διαδικασία «ταχείας εκδίκασης» στη βάση της «νέας Δ.30» των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυαν τότε. Ειδικότερα, έγινε αποκάλυψη εγγράφων από τους διαδίκους και δόθηκαν οδηγίες για εκατέρωθεν καταχώρηση της ένορκης μαρτυρίας τους. Για την πλευρά των εφεσιβλήτων καταχωρήθηκε γραπτή ένορκη δήλωση του Χ.Μ. Διευθυντή Οικονομικής Διαχείρισης τους ενώ ο εφεσείων κατέθεσε δική του γραπτή ένορκη δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του σημείωσε ότι αν και οι διάδικοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν όπως αντεξετάσουν τον ενόρκως δηλούντα της άλλης πλευράς επί των προβαλλόμενων ισχυρισμών του, καμία τέτοια αντεξέταση επιχειρήθηκε. Ανέφερε ακολούθως τις αρχές της νομολογίας στη βάση των οποίων θα προσέγγιζε την προσκομισθείσα μαρτυρία σημειώνοντας ότι:
««Στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντίδικου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή, μόνο και μόνο για να αποδειχθεί η έλλειψη υπόβαθρου..., να επισημανθούν αντιφάσεις και ανακρίβειες» και η παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας τους ισοδυναμεί με αποδοχή της (βλ. Κ. Λ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547, Frederickou Schools Co Ltd v. Acuac Inc (2002) 1(Γ) A.A.Δ.1527, Αdidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383) και ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΚΩΣΤΡΙΚΗ ν. 4 ΜΟΤΙΟN AUTOMOTIVES LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 226/2014, 10/7/2015).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απασχόλησε η προδικαστική ένσταση του εφεσείοντα θεωρώντας την ως εγκαταλειφθείσα γι΄αυτό και προχώρησε και εξέτασε τις εκατέρωθεν προβληθείσες εκδοχές. Σημείωσε ότι ο Διευθυντής Οικονομικής Διαχείρισης των εφεσιβλήτων δεν αντεξετάστηκε επί των ισχυρισμών του ότι ο εφεσείοντας είχε παραλάβει και αγοράσει από το κατάστημα των εφεσιβλήτων 120 σάκους 25 κιλών έκαστος, πατατόσπορο ποικιλίας σπούντας ως φαίνεται από το σχετικό τιμολόγιο επί πιστώσει που εκδόθηκε από τους εφεσίβλητους το οποίο κατέθεσε ως τεκμήριο και εξήγησε με λεπτομέρεια. Ανέφερε επίσης ότι ο εφεσείων στην μαρτυρία του περιορίστηκε να ισχυριστεί κατά γενικό και αόριστο τρόπο ότι υπήρξε μεν πελάτης των εφεσίβλητων στο παρελθόν αγοράζοντας προϊόντα από αυτούς, αλλά αρνήθηκε ότι αγόρασε ή παρέλαβε από αυτούς οποιαδήποτε εμπορεύματα επί πιστώσει. Το Δικαστήριο επίσης ανέφερε ότι ο εφεσείοντας στην ένορκη μαρτυρία του δεν σχολίασε καθόλου το τιμoλόγιο που κατατέθηκε, ούτε ανέφερε, με τρόπο ξεκάθαρο και κατηγορηματικό, ότι δεν παρέλαβε τα προϊόντα. Σημείωσε δε ότι το τιμολόγιο φέρει τον αριθμό ταυτότητας και τον αριθμό κινητού τηλεφώνου του εφεσείοντα, στοιχεία που παραδέχεται ο εφεσείων και σχολίασε ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από τον εφεσείοντα γιατί οι εφεσίβλητοι να προβούν στην έκδοση τιμολογίου για πώληση του πατατόσπορου με τα δικά του στοιχεία, ενώ δεν είχε καμία σχέση με αυτά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης αναφέρει στην απόφαση του ότι το επίδικο τιμολόγιο είναι ανυπόγραφο στο σημείο «παραλήπτης/οφειλέτης» και ότι φέρει μόνο μια υπογραφή που συνοδεύεται στο σημείο πωλητής από τη λέξη «αποθηκάριος».
Ως προς τη θέση των εφεσιβλήτων περί αποστολής σχετικής επιστολής των δικηγόρων τους προς τον εφεσείοντα, σημείωσε ότι πέραν της παράλειψης αντεξέτασης του μάρτυρα των εφεσιβλήτων σε σχέση με το γεγονός αυτό, ο εφεσείων δεν τον έπεισε μέσα από την γενική άρνηση του για τη μη παραλαβή της επιστολής του. Ανέφερε ειδικά τα ακόλουθα:
«Περαιτέρω σημειώνεται και η παράλειψη σχολιασμού της αναφερόμενης στην επιστολή διεύθυνσης δηλ. αν είναι όντως η δική του ή όχι, κάτι που δείχνει σαφώς κατά την κρίση μου την διάθεση του εναγόμενου να αποκρύψει την αλήθεια.»
Κατέληξε τελικά, αναφέροντας την πάγια νομολογιακή αρχή ότι σε αστικές υποθέσεις ο ενάγων έχει το γενικό βάρος απόδειξης της υπόθεσης του στη βάση του κριτηρίου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ακολούθως και σε περίπτωση που πετύχει κάτι τέτοιο ο ενάγοντας, τότε ο εναγόμενος έχει ειδικό βάρος απόδειξης να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία προς υποστήριξη των θεμάτων που κατέστησε επίδικα με την δική του εκδοχή ώστε το βάρος να μετατοπιστεί πίσω στον ενάγοντα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι οι εφεσίβλητοι πώλησαν και παρέδωσαν στον εφεσείοντα τα εμπορεύματα που ισχυρίζονται στην μαρτυρία τους στην αξία που αναφέρουν και ότι ο εφεσείων δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι ή προς εξόφληση των προϊόντων που παρέλαβε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας ότι οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης της πώλησης των επίδικων εμπορευμάτων και ότι ο εφεσείων δεν παρουσίασε ικανοποιητική μαρτυρία για απόδειξη της εκδοχής του προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €1920 πλέον νόμιμο τόκο πλέον έξοδα.
Ο εφεσείων επιδιώκει ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας τέσσερις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε και/ή ερμήνευσε την «νέα Δ.30» των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αφού παραγνώρισε ότι δυνάμει της «νέας Δ.30» κατ΄εξαίρεση και μόνο είναι επιτρεπτή η αντεξέταση μαρτύρων και ότι εν προκειμένω δεν συνέτρεχαν λόγοι για να ζητήσει ο εφεσείων να του επιτραπεί κατ΄εξαίρεση να αντεξετάσει τον Διευθυντή Οικονομικής Διαχείρισης των εφεσιβλήτων.
Αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μεροληπτικά και/η παραβίασε την αρχή της δίκαιης δίκης αναφέροντας μόνο την παράλειψη του εφεσείοντα να αντεξετάσει τον μάρτυρα των εφεσειόντων, ενώ δεν σχολίασε καθόλου την αντίστοιχη παράλειψη των εφεσιβλήτων να αντεξετάσουν τον εφεσείοντα, και δεν προέβηκε σε καμία απολύτως αξιολόγηση και σχολιασμό της μαρτυρίας του μάρτυρα των εφεσιβλήτων, αντίθετα με ότι έπραξε για τη μαρτυρία του εφεσείοντα.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την λανθασμένη, κατά τον εφεσείοντα, απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν ότι πώλησαν και ή παρέδωσαν στον εφεσειόντα εμπορεύματα ως η αγωγή, αφού λανθασμένα στηρίχθηκε στη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων με δεδομένο ότι το επίδικο τιμολόγιο ήταν ανυπόγραφο από τον φερόμενο ως παραλήπτη του και ουδέποτε κλήθηκε ως μάρτυρας το πρόσωπο που φαίνεται να το εξέδωσε. Επίσης, αμφισβητά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή των δικηγόρων των εφεσιβλήτων στάληκε στον εφεσείοντα και παρελήφθη από αυτόν.
Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλει τη θέση ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα αναιτιολόγητα και αυθαίρετα συμπεράσματα επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις θέσεις του για το ανυπόγραφο τιμολόγιο και την αποστολή της επιστολής των δικηγόρων των εφεσιβλήτων.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών καταχώρησαν περιγράμματα αγόρευσης τα οποία και υιοθέτησαν ενώπιον μας και αγόρευσαν προβάλλοντας ο καθένας εξ αυτών τη δική του θέση.
Και οι τέσσερεις λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και από το βάρος απόδειξης. Η εξέταση τους συνεπώς θα είναι κοινή και θα γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο λόγο έφεσης όπου αυτό κριθεί αναγκαίο.
Το Εφετείο είχε την ευκαιρία πρόσφατα να ασχοληθεί με τις πρόνοιες της Δ.30 των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και την κατηγορία των υποθέσεων «ταχείας εκδίκασης» στην απόφαση του Πολ. Έφ. 104/2019 Συμβούλιο Αποχευτεύσεων Λάρνακας ν. Α.Σ. Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, ημερ. 19/7/2024 στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Δυο λόγια πρώτα για το βάρος απόδειξης. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι σε πολιτικές υποθέσεις, το βάρος απόδειξης ή το γενικό βάρος όπως κάποτε περιγράφεται (burden/onus of proof) το έχει κατά κανόνα ο ενάγοντας και το επίπεδο απόδειξης (standard of proof) το οποίο θα πρέπει να αποσείσει είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (balance of probabilities), δηλαδή να αποδείξει ότι η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (more probable than not). Σχετική είναι η υπόθεση Χρυσάνθου κ.α. v. Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1295, όπου λέχθηκαν τα ακολούθα:
«Όπως διευκρινίστηκε στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. v. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1858‑
«το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδειχτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). »
Το βάρος απόδειξης, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υποβαθμίζεται ούτε αντιμετωπίζεται εκπτωτικά σε υποθέσεις «ταχείας εκδίκασης» που διέποντο από τις πρόνοιες της Διαταγής 30. Ο ενάγοντας έχει το ίδιο βάρος απόδειξης και θα πρέπει να το αποσείσει στο ίδιο επίπεδο, αν θέλει να δικαιούται σε απόφαση. Συνεπώς, σε μια υπόθεση όπως την παρούσα, οι ενάγοντες/εφεσείοντες όφειλαν να προσκομίσουν αξιόπιστη, σαφή, πειστική, αλλά και την καλύτερη, υπό τις περιστάσεις, μαρτυρία που να αποδείκνυε (α) ότι είχαν τη διά Νόμου εξουσία επιβολής αποχετευτικών τελών και επιβαρύνσεων στην επίδικη περιοχή, (β) ότι η εναγόμενη/εφεσίβλητη ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο πρόσωπο (νομικό επί του προκειμένου) υποκείμενο στην επιβολή τέτοιων τελών - αυτό προϋπόθετε την απόδειξη κυριότητας και/ή κατοχής του ακινήτου και (γ) ότι πράγματι επιβλήθηκαν τα τέλη και επιβαρύνσεις για την αυτή περίοδο στο ύψος που διεκδικούντο - αυτό προϋπόθετε την απόδειξη της δημοσίευσης ή της κοινοποίησης της αρχικής επιβολής των τελών/επιβαρύνσεων προς το υποκείμενο πρόσωπο και/ή τουλάχιστον της επαναβεβαίωσης της επιβολής και της προειδοποίησης ότι υπήρξε καθυστέρηση πληρωμής και (δ) ότι το επιβαλλόμενο ποσό παραμένει απλήρωτο.
Ο συνοπτικός τρόπος εκδίκασης, ήτοι δια της προσαγωγής ενόρκων δηλώσεων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις δεδηλωμένης δικογραφημένης αντίθεσης, θα πρέπει να θέτει σε εγρήγορση τον ενάγοντα κατά τη διεργασία απόδειξης της υπόθεσης του. Θα πρέπει να προσκομίσει ένορκες δηλώσεις από τα αρμόδια πρόσωπα με συνημμένα όλα τα σχετικά τεκμήρια, και αναλόγως αμφισβήτησης, να είναι έτοιμος να ζητήσει την κατ' εξαίρεση ενεργοποίηση του μηχανισμού αντεξέτασης ή ακόμα και προσκόμισης προφορικής μαρτυρίας δυνάμει της Διαταγής 30, Θεσμός 7.
Δεν νοείτο, στην υπό συζήτηση περίπτωση, οι εφεσείοντες, αρκούμενοι σε μια λακωνική και άκρως ελλειμματική ένορκη δήλωση της γραμματέως του Συμβουλίου, μαρτυρώντας συλλήβδην επί παντός επιστητού, μπροστά στο εύρος αμφισβήτησης που υπήρξε από πλευράς εφεσίβλητης, να ανέμεναν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα πως απέσεισαν το βάρος απόδειξης που επωμίζονταν. Αναμφίβολα δεν το απέσεισαν.»
Χρήσιμη για τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης είναι και η παλαιότερη απόφαση Θεοδόσης Ιορδάνου ν. Δήμου Ζήνωνος (1998) 1 Α.Α.Δ. 652.
Το γενικό βάρος απόδειξης σε αστικές υποθέσεις το φέρει ο Ενάγων και βασίζεται στην απλή πιθανολόγηση. Το ειδικό βάρος απόδειξης αφορά την ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας για την υποστήριξη ενός επιδίκου θέματος ή ενός ισχυρισμού που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.
Η αρχή αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Henderson v. Henry E, Jenkings & Sons [1969] 3 All E.R. 756, όπου στις σελ. 766 ο Λόρδος Δικαστής Pearson, ανέφερε τα ακόλουθα:
«LORD PEARSON: My Lords, in my opinion, the decision in this appeal turns on what is sometimes called "the evidential burden of proof" which is to be distinguished from the formal (or legal or technical) burden of proof. Passages which bear on this distinction will be found in Esso Petroleum Co. Ltd. v. Southport Corpn., per Devlin, J. and per Lord Radckuffe and in Barkway v. South Wales Transport Co. Ltd per Lord Ported and per Lord Normand. For the purposes of the present case the distinction can be simply stated in this way. In an action for negligence the plaintiff must allege and has the burden of proving, that the accident was caused by negligence on the part of the defendants. That is the issue throughout the trial, and in giving judgment at the end of the trial the judge has to decide whether he is satisfied on a balance of probabilities that the accident was caused by negligence on the part of the defendants, and if he is not so satisfied the plaintiffs action fails. The formal burden of proof does not shift. But if in the course of the trial there is proved a set of fact which raises a prima facie inference that the accident was caused by negligence on the part of the defendants, the issue will be decided in the plaintiffs favour unless the defendants by their evidence provide some answer which is adequate to displace the prima facie inference In this situation there is said to be an evidential burden of proof resting on the defendants. I have some doubts whether it is strictly correct to use the expression "burden of proof" with this meaning, as there is a risk of it being confused with the formal burden of proof, but it is a familiar and convenient usage.»
Είναι η θέση μας εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης ότι το γενικό βάρος απόδειξης της αξίωσης τους, το έφεραν οι εφεσίβλητοι και το βάρος αυτό δεν μετατοπίστηκε ποτέ, ούτε και θα μπορούσε να μετατοπιστεί, στους ώμους του εφεσείοντα υπό το φως της προσκομισθείσας μαρτυρίας. Σημειώνεται ότι από πλευράς του εφεσείοντα δεν υπήρξε ποτέ παραδοχή αγοράς και συνεπακόλουθα ούτε ισχυρισμός εξόφλησης του επίδικου ποσού. Αντίθετα, η σταθερή θέση του ήταν ότι ουδέποτε αγόρασε και/ή παρέλαβε από τους εφεσίβλητους οποιαδήποτε εμπορεύματα επί πιστώσει και αρνήθηκε ότι οφείλει προς τους εφεσίβλητους το ισχυριζόμενο ποσό και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό.
Συνεπεία των πιο πάνω δεν δημιουργήθηκε ειδικό βάρος απόδειξης εξόφλησης του χρέους και η περί του αντιθέτου θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο είχε ενώπιον του επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία που να τεκμηριώνει και να αποδεικνύει την αξίωση των εφεσίβλητων. Μια τέτοια προσέγγιση δεν έγινε αφού πλην του ανυπόγραφου τιμολογίου, δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία για την αγορά και παραλαβή των εμπορευμάτων από τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επαναλαμβάνει επανειλημμένα το γεγονός ότι ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων δεν αντεξετάστηκε επί των ισχυρισμών του και ειδικά σε σχέση με την έκδοση του τιμολογίου. Σχολιάζει αρνητικά το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν ανέφερε ξεκάθαρα ότι δεν πήρε τους 120 σάκους με πατατόσπορο στις 15/1/2014 σημειώνοντας ότι ο εφεσείων δεν αρνείται ότι το τιμολόγιο φέρει τον αριθμό ταυτότητας και τον αριθμό κινητού του τηλεφώνου και επαναλαμβάνει ότι δεν έχει δοθεί εξήγηση από τον εφεσείοντα γιατί οι εφεσίβλητοι να προβούν στην έκδοση ενός τιμολογίου για πώληση πατατόσπορου με τα δικά του στοιχεία, χωρίς ο ίδιος να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, και χωρίς να εξετάσει ως όφειλε κατά πόσο είχε ενώπιον του επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία που να τεκμηριώνει και να αποδεικνύει την αξίωση των εφεσιβλήτων και ειδικά σαφή και άμεση μαρτυρία ότι πωλήθηκε και παραδόθηκε στον εφεσείοντα ο επίδικος πατατόσπορος, κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα. Εφόσον δεν υπήρξε παραδοχή ότι αγοράστηκε ο πατατόσπορος, ούτε εγέρθη ισχυρισμός από τον εφεσείοντα περί εξόφλησης, δεν τέθηκε θέμα μετατόπισης βάρους απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα. Η ένορκη δήλωση του Διευθυντή Οικονομικής Διαχείρισης των εφεσιβλήτων ήταν ελλειμματική σε σχέση με το εύρος της αμφισβήτησης που υπήρξε από πλευράς του εφεσείοντα. Σημειώνουμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι το επίδικο τιμολόγιο ήταν ανυπόγραφο από πλευράς παραλήπτη και ούτε καν κλήθηκε ως μάρτυρας εκ πλευράς εφεσιβλήτων το πρόσωπο που το υπέγραψε. Επίσης δεν προσκομίστηκε μαρτυρία από το πρόσωπο που παρέδωσε τον πατατόσπορο ή τις εν γένει συνθήκες κάτω από τις οποίες παραδόθηκε το εν λόγω εμπόρευμα στον εφεσείοντα.
Υπό τις περιστάσεις, και έχοντας υπόψη τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων κρίνουμε ότι δεν προσκομίστηκε σαφής, θετική και πειστική μαρτυρία πώλησης και παραλαβής του πατατόσπορου. Το συγκεκριμένο ανυπόγραφο από πλευράς εφεσείοντα τιμολόγιο δεν αποδεικνύει ούτε την παραγγελία ούτε την μετάβαση του εφεσείοντα στα γραφεία των εφεσιβλήτων, ούτε την παραλαβή του επίδικου πατατόσπορου με δεδομένη την άρνηση του εφεσείοντα ότι ουδέποτε συμφώνησε να αγοράσει και/ή αγόρασε και παρέλαβε πατατόσπορο επί πιστώσει, στοιχεία για τα οποία απαιτείται θετική μαρτυρία απόδειξης.
Υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας ότι ένα τιμολόγιο και δη ανυπόγραφο δεν συνιστά βάση αγωγής αλλά ούτε μαρτυρία για την πώληση των εμπορευμάτων που καταγράφει. Το περιεχόμενο των ανυπόγραφων τιμολογίων πρέπει να βεβαιώνεται με προφορική μαρτυρία (βλ. Στρατής ν. Πεντέλης Εταιρείας Μωσαϊκών Λτδ 1999 1 Α.Α.Δ. 1708).
Επίσης, το τιμολόγιο δεν συνιστά μαρτυρία για την εργασία που έγινε αλλά σημείωση για αυτήν η οποία συναρτάται με τη γνώση του γράφοντος για αυτά που κατέγραψε. Η έκδοση τιμολογίου πράξη εν πάση περιπτώσει μονομερής των εφεσιβλήτων δεν είναι βάση για διεκδίκηση του αναφερόμενου ποσού. Το τιμολόγιο δεν συνιστά βάση αγωγής αλλά η τυχόν προηγηθείσα συμφωνία στη βάση και κατακολουθία της οποίας το τιμολόγιο εκδόθηκε.
Τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική αξία ούτε προβάλλονται ως τέτοια. Υπάρχουν για να συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Θεοδώρου Θεόδωρος ν. Χριστάκη Χ. Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ, (2003) 1 Α.Α.Δ. 1492, Νεοκλέους Ανδρέας Σία ν. Μάριος Αφάμης Γενικές Κατασκευές Λίμιτεδ, (2003) 1 Α.Α.Δ. 1661, Demil Imports Exports Ltd ν. Ζήνων Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1Α Α.Α.Δ. 462 και Palatino Developments Limited v. Τelectronics Communication Limited (2002) 1 A.A.Δ. 962.
Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση με δεδομένη την άρνηση του εφεσείοντα ότι ουδέποτε συμφώνησε να αγοράσει και ή αγόρασε και ουδέποτε παρέλαβε από τους εφεσίβλητους πατατόσπορο επι πιστώσει, χρειαζόταν θετική μαρτυρία απόδειξης των όσων καταγράφονται στο επίδικο τιμολόγιο. Η μαρτυρία του Διευθυντή Οικονομικής Διαχείρισης των εφεσιβλήτων δεν ήταν ικανή να στοιχειοθετήσει τα γεγονότα εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως αποδεικτικό υλικό, ώστε να ήταν αναγκαία η αντεξέταση του. Υπενθυμίζουμε το γεγονός ότι το τιμολόγιο ήταν ανυπόγραφο από πλευράς εφεσείοντα και το πρόσωπο που φέρεται να το υπέγραψε από πλευράς των εφεσιβλήτων δεν έδωσε μαρτυρία γραπτή ή προφορική, προκειμένου να διασαφηνιστούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε. Το καθήκον απόδειξης της πώλησης ήταν στους ώμους των εφεσιβλήτων και όχι του εφεσείοντα.
Τα ίδια ισχύουν και για την επιστολή ημερ. 3/9/2015 που ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι ότι απέστηλαν στον εφεσείοντα μέσω των δικηγόρων τους. Οι εφεσείοντες που φέρουν το βάρος απόδειξης όφειλαν να αποδείξουν την αποστολή της με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που αναφέρεται στο έγγραφο. Παραπέμπουμε στην απόφαση του Εφετείου Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λάρνακας ν. Α.Σ. Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω) στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«Εδώ όμως δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για τη δημοσίευση ή την αρχική γνωστοποίηση προς την εφεσίβλητη της επιβολής των αποχετευτικών τελών/επιβαρύνσεων, αλλά ούτε προς επαρκή τεκμηρίωση αποστολής της προειδοποιητικής επιστολής των δικηγόρων των εφεσειόντων και μάλιστα με συστημένο ταχυδρομείο ως διατείνοντο. Θα μπορούσε λόγου χάρη - ενόψει της αμφισβήτησης - να προσκομισθεί μαρτυρία σε σχέση με το συγκεκριμένο πρόσωπο που την ταχυδρόμησε, αλλά και να παρουσιαστεί η απόδειξη αποστολής του ταχυδρομείου, κάτι που θα διάνοιγε ενδεχομένως τον δρόμο για ενεργοποίηση του μαχητού τεκμηρίου λήψης και ενημέρωσης.»
Επίσης, στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Reissue, Τόμος 7(1) σελ.393, παράγρ.882 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα σχετικά με την απόδειξη ταχυδρόμησης:
«882. Proof of posting. The posting of a letter may be proved by the person who posted it, or by showing facts from which posting may be presumed. Thus, evidence of posting may be given by proving that a letter was delivered to an employee who in the ordinary course of business would have posted it, or that it was put into a box which was cleared every day by the postman. The fact that a letter has been copied into a letter book is evidence against the person keeping the book that the letter was posted.
The postmark on an envelope is prima facie evidence of the time and place of posting, and the date which a letter bears is prima facie evidence of the date on which it was written.»
Ως αποτέλεσμα των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4 επιτυγχάνουν.
Θεωρούμε χρήσιμο στο στάδιο αυτό, να επαναλάβουμε όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Πολ. Έφ. 104/2019, Συμβούλιο Αποχευτεύσεων Λάρνακας ν. Α.Σ. Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, ημερ. 19/7/2024, ότι το βάρος απόδειξης, δεν υποβαθμίζεται ούτε αντιμετωπίζεται εκπτωτικά σε υποθέσεις «ταχείας εκδίκασης» που διέποντο από τις πρόνοιες της Δ.30. Ο ενάγοντας έχει το ίδιο βάρος απόδειξης και θα πρέπει να το αποσείσει στο ίδιο επίπεδο, αν θέλει να δικαιούται σε απόφαση.
Επισημάνουμε επίσης ότι η διαδικασία «ταχείας εκδίκασης», καθιερώθηκε με σκοπό την σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων και την εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου, με την αποφυγή προφορικής μαρτυρίας και ατέρμονης αντεξέτασης επι ζητημάτων, άσχετων πολλές φορές με τα επίδικα θέματα. Σε καμία όμως περίπτωση, η διαδικασία αυτή με την προσκόμιση γραπτής αντί προφορικής μαρτυρίας, δεν καταργεί τους ισχύοντες κανόνες απόδειξης ούτε απαλλάσσει τον ενάγοντα από την υποχρέωση του να αποδείξει την υπόθεση του, στην βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Καθήκον στο οποίο απέτυχαν οι εφεσίβλητοι στην παρούσα υπόθεση για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω.
Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο ο εφεσείοντας διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μεροληπτικά και/ή παραβίασε την αρχή της δίκαιης δίκης σημειώνουμε ότι όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε επισταμένα με την παράλειψη του εναγόμενου/εφεσείοντα να αντεξετάσει τον μάρτυρα των εναγόντων/εφεσίβλητων και μάλιστα λανθασμένα όπως έχουμε αποφασίσει πιο πάνω. Επίσης ορθά σχολιάζει ο εφεσείων ότι παρέλειψε ουσιαστικά να εξετάσει και να αξιολογήσει τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων ενώ όντως προέβηκε σε εκτεταμένα σχόλια αναφορικά με την μαρτυρία του εναγόμενου/εφεσείοντα.
Τα πιο πάνω σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την άποψη μας δεν δικαιολογούν όμως τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε με αυτό τον τρόπο την αρχή της δίκαιης δίκης ούτε και συμφωνούμε με τη θέση ότι ενήργησε μεροληπτικά. Στην παρούσα υπόθεση τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης, ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο της επιλογής του, του δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει τη μαρτυρία του και τηρήθηκε η αρχή της ισότητας των όπλων ως αναφέρεται και στο σχετικό σύγγραμμα J.E.S. Fawcett “The application of the European Convention on Human Rights”:
«Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί έκφραση του κανόνα audi alteram partem και εξυπακούει ότι στο κάθε μέρος πρέπει να δίδεται ίση ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του, τόσο πάνω στα γεγονότα, όσο και πάνω στο νόμο, και να σχολιάσει την υπόθεση που παρουσίασε ο αντίδικος του. Η ευκαιρία πρέπει να είναι ίση ανάμεσα στους διαδίκους και να περιορίζεται μόνο από το καθήκον του Δικαστηρίου να αποτρέψει υπερβολική παράταση ή καθυστέρηση της διαδικασίας.»
Έτσι ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η αγωγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται τα έξοδα της παρούσας υπόθεσης τόσο πρωτόδικα όσο κατ΄έφεση υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος των εφεσιβλήτων όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο