ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 15/2024, 20/5/2025
print
Τίτλος:
ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 15/2024, 20/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 15/2024)

 

20 Μαΐου 2025


[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσείων

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

--------------------------------------------------------

 

Δ. Τσολακίδης για Δ. Τσολακίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

Ν. Παπούτσα (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Στις 7.7.2023 ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργοδικείο Πάφου κατόπιν παραδοχής, σε 7ετή ποινή φυλάκισης για παράνομη κατοχή με σκοπό την προμήθεια (Κατηγορία 3), και προμήθεια (Κατηγορία 5), 4 κιλών και 963,8 γραμμαρίων κάνναβης. Η ίδια ποινή φυλάκισης επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής και σε άλλο πρόσωπο (Κατηγορούμενος 1), το οποίο συγκατηγορείτο με τον Εφεσείοντα (Κατηγορούμενος 2), για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών.

 

        Με την έφεση η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική για δυο λόγους. Ο πρώτος αφορά παραβίαση της αρχής της ισότητας. Κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ο Εφεσείων ήταν 20 ετών και ο συγκατηγορούμενος του 36 ετών. Υποστηρίζεται ότι η επιβολή της ίδιας ποινής φυλάκισης στον Εφεσείοντα, παρά το νεαρό της ηλικίας του, καθιστά την ποινή έκδηλα υπερβολική, δικαιολογώντας την παρέμβαση του Εφετείου προς αποκατάσταση του μέτρου της ισότητας. Αναφορά γίνεται και σε πρόσθετες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε ο συγκατηγορούμενος του, ήτοι αντίστασης σε νόμιμη σύλληψη και κατοχή μικρής ποσότητας κάνναβης συνολικού βάρους 8,54 γραμμαρίων, για τις οποίες του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 μηνών. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική εν όψει των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων και προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντος.

 

        Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων συνοψίζονται στο κάτωθι απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση (σελ. 2-3):

 

        «Κατόπιν πληροφορίας στις 2/6/2023 πως ο κατηγορούμενος 1 αναμένετο να παραλάβει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών από άγνωστο πρόσωπο και ενώ οι κατηγορούμενοι 1 και 2 υπόκειντο σε παρακολούθηση, αμφότεροι συναντήθηκαν και στάθμευσαν τα οχήματα τους κατά τρόπο που τα πίσω μέρη των οχημάτων των, εφάπτονταν. Ο κατηγορούμενος 2 εξήλθε του οχήματος του και άνοιξε το καπό από όπου πήρε αριθμό συσκευασιών τυλιγμένων με διάφανή μεμβράνη και τις τοποθέτησε στην κάσα του διπλοκάμπινου οχήματος το οποίο ο κατηγορούμενος 2 χρησιμοποιούσε. Τα οχήματα των κατηγορουμένων ανεκόπησαν. Κατά την προσπάθεια ακινητοποίησής του κατηγορούμενου 1 από τους αστυνομικούς, αντιστάθηκε κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του. Όταν τελικά ακινητοποιήθηκε και αφού πληροφορήθηκε για το λόγο της σύλληψης του, του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο και ουδεμία απάντηση έδωσε.

 

        Ακολούθως, εν τη παρουσία αμφότερων των κατηγορουμένων, η αστυνομία έσκισε μέρος μιας εκ των 5 συσκευασιών που ο κατηγορούμενος 2 μετέφερε στο όχημα του κατηγορούμενου 1, εντός της οποίας διαπιστώθηκε πως υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης, ήτοι κάνναβη. Πληροφορούμενοι για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β για το οποίο συνελήφθησαν, τους επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο. Ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «εν ιξέρω τίποτε» και ο κατηγορούμενος 2 δήλωσε «εν έχω να πω τίποτε».

 

        Αυθημερόν, διενεργήθηκε έρευνα στην οικία του κατηγορούμενου 1, κατόπιν έγγραφης συγκατάθεσής του, και ο ίδιος οδήγησε τους αστυνομικούς στου μπαλκόνι όπου τους υπέδειξε ένα νάιλον διάφανες σακούλι με μαύρες γραμμές τύπου ZIP-LOCK στο οποίο υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης, ήτοι κάνναβη. Πληροφορούμενος ότι θα ληφθεί ως τεκμήριο, και αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος δήλωσε «Τούτο είναι το μόνο που έχω» ως και ότι «Είναι για δική μου χρήση». Η έρευνα ολοκληρώθηκε δίχως να ανευρεθή ο,τιδήποτε πρόσθετο παράνομο.  Κατά την ίδια ημέρα διεξήχθη έρευνα και στην οικία του κατηγορούμενου 2, συνεπεία έγγραφης συγκατάθεσής του, όπου δεν εντοπίστηκε ο,τιδήποτε έκνομο».

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφαση του (σελ. 15) ότι ο ρόλος των κατηγορούμενων από τη στιγμή που προμηθεύτηκαν τα ναρκωτικά μέχρι και τη σύλληψη τους ήταν ο ίδιος, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητείται. Παρότι ο Εφεσείων αντιμετώπιζε την πρόσθετη κατηγορία της προμήθειας των ναρκωτικών στον συγκατηγορούμενο του, αυτό δεν διαφοροποιεί τον βαθμό συμμετοχής του στο έγκλημα, καθότι και οι δυο εκτελούσαν ρόλο διακινητή των ναρκωτικών.

 

        Η ίση μεταχείριση των παραβατών κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο απαγορεύει κάθε μορφής δυσμενούς διάκρισης. Πρόκειται για θεμελιακή αρχή του δικαίου. Στην υπόθεση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141, υπογραμμίστηκε από τον Πική, Π.: «Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο. Αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της Δικαιοσύνης». Σε άλλο μέρος της απόφασης τονίζεται: «Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης». Η δε «επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου» (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοϊζου κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 371). Στις πιο πάνω αποφάσεις επισημαίνεται ότι η διασφάλιση της αρχής της ισότητας αποτελεί επιτακτική υποχρέωση της δικαστικής λειτουργίας βάσει του Άρθρου 35 του Συντάγματος. (βλ. και Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 141/2023, ημερ. 20.10.2023).

 

        Η αρχή της ισότητας «εδράζεται όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί στην ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου» (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115).

 

        Ως προς την σημασία του όρου «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, παραπέμπουμε στο κάτωθι απόσπασμα από την Λοϊζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546, στο οποίο συγκεφαλαιώνονται οι αρχές της νομολογίας:

 

        «Η εισήγηση για ανισότητα έχει σαν έρεισμα το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την αρχή της ισότητας. Έχει νομολογηθεί ότι αυτή η αρχή τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις επιμέτρησης της ποινής (Βλ. Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120, Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, Georghiou & Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67 και Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354). Ωστόσο, η αρχή της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125)».

 

        Στην Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, υιοθετήθηκε το κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα Sentencing References 1998” του David Thomas, σελ. 45:

 

        “There is no disparity if a difference in sentence reflects a difference in the respective responsibilities of the offenders, or a difference in their ages, previous convictions, or the existence of personal mitigating factors peculiar to one of them. Where one offender has the benefit of personal mitigation which is not available to other offenders, the other offenders should not be given the benefit of that mitigation”.

 

Σε μετάφραση:

 

        «Δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών, ή διαφορά στην ηλικία τους, προηγούμενες καταδίκες, ή την ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με ένα από αυτούς.  Όπου ένας παραβάτης διαθέτει το ευεργέτημα προσωπικών ελαφρυντικών περιστάσεων, το οποίο δεν διαθέτουν οι άλλοι παραβάτες, στους άλλους παραβάτες δεν πρέπει να δοθεί το ευεργέτημα εκείνου του ελαφρυντικού».

 

        (βλ. και Principles of Sentencing, 2nd edn., D.A. Thomas, σελ. 68).

 

        Στην Μπαλλής (ανωτέρω), η οποία ακολουθείται στην Λοϊζου (ανωτέρω) και Χαρτούπαλλος (ανωτέρω), εξηγείται πότε δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου λόγω άνισης μεταχείρισης στην ποινολογική μεταχείριση των αδικοπραγούντων:

 

        «Η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος εφέσεως σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα, όπως αναφέρεται στο Principles of Sentencing 2nd Edition, D. A. Thomas στη σελ. 71 όπου αναφέρει ότι η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης  που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης».

 

        [βλ. και Koukos v. The Police (1986) 2 C.L.R. 1, Georghiou a.o. v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354, Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, Σιδερένου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190, Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 833, Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 138/2020, ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B176].

 

        Σχετική επί τούτου είναι και η κάτωθι αναφορά από το σύγγραμμα Archbold 2021, (Chapter 5A), para. 5ASC-99:

 

        “The court has repeatedly commented that the test which must be satisfied before a reduction in sentence for disparity is made is a high one, see for example Wilson [2017] EWCA Crim 1860, [2018] 1 Cr. App. R.(S) 25”.

 

        Στρεφόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης. Το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο το οποίο επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος είναι το νεαρό της ηλικίας του, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στο προαναφερθέν απόσπασμα από το σύγγραμμα του David Thomas στη Χαρτούπαλλος (ανωτέρω), και στο σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση του Γ. Μ. Πική, σελ. 88, όπου τονίζεται ότι σε νεαρά άτομα προέχει ισχυρή η ανάγκη για αναμόρφωση παρά η τιμωρία εφόσον το ενδεχόμενο αναμόρφωσης τους είναι συγκριτικά μεγαλύτερο απ’ ό,τι σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, ιδιαίτερα όταν δεν βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες (βλ. Ioannou a.o. v. The Police (1986) 2 C.L.R. 149). Από την άλλη, στο εν λόγω σύγγραμμα αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δεν θα διστάσει να επιβάλει πολυετείς ποινές φυλάκισης σε αδικοπραγούντες νεαρής ηλικίας εάν αυτό επιβάλλει η σοβαρότητα και οι περιστάσεις διάπραξης του εγκλήματος (βλ. μεταξύ άλλων Menelaou a.o. v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 146, Φαναράς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50).

 

        Επικαλείται επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος, το Άρθρο 30(4)(β)(i) του Ν.29/77, στο οποίο, μεταξύ των περιστατικών που καθιστούν το αδίκημα λιγότερο σοβαρό, περιλαμβάνεται η ηλικία του κατηγορούμενου. Επ’ αυτού παρατηρούμε ότι το νεαρό της ηλικίας δεν θα πρέπει να ιδωθεί απομονωμένα από τις υπόλοιπες περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του Άρθρου 30(4), τουτέστιν «(iii) ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη σε εμπορία ή διακίνηση ναρκωτικών και ότι το παράπτωμα του σχετίζεται αποκλειστικά με χρήση ναρκωτικών˙ και (vi) το είδος και την ποσότητα των απαγορευμένων ουσιών που βρέθηκαν στην κατοχή του˙». Η απουσία των εν λόγω περιστάσεων και δη η μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών την οποία εν προκειμένω διακινούσε ο Εφεσείων, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για αποτρεπτική ποινή. Επίσης δεν υπήρξε συνεργασία με τις αρχές για τη δίωξη των προμηθευτών, το οποίο ορθώς επισημαίνει το Κακουργοδικείο. Η δε σύλληψη επ’ αυτοφώρω περιορίζει τη σημασία της παραδοχής ως μετριαστικού παράγοντα (βλ. Κατσαπάου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 318, Παύλου ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 44/2016, ημερ. 4.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B130).

 

        Ο Εφεσείων κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά. Στο Τμήμα Φυλακών εντάχθηκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ», πράγμα το οποίο δεικνύει την πρόθεση του για αναμόρφωση. Ο συνήγορος του πρωτόδικα και ενώπιον μας αναφέρθηκε σε νομολογία ότι η προσπάθεια απεξάρτησης πρέπει να αμείβεται με ανάλογη έκπτωση στην ποινή. Στο ίδιο πρόγραμμα απεξάρτησης εντάχθηκε και ο συγκατηγορούμενος του, και επομένως δεν αποτελεί αφ’ εαυτού διαφοροποιητικό παράγοντα μεταξύ των δυο. Λήφθηκε δε υπόψη από το Κακουργοδικείο στην επιμέτρηση της ποινής. Εν όψει όμως της ποσότητας ναρκωτικών η σημασία του παράγοντα αυτού είναι σαφώς περιορισμένη (βλ. Μαυρολούκα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 74/2021 κ.ά., ημερ. 31.10.2023).

 

        Η νομολογία καταδεικνύει ότι σε περιπτώσεις κατοχής με σκοπό την προμήθεια μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου έρχονται σε δεύτερη μοίρα, καθότι προέχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής χάριν προστασίας του κοινωνικού συνόλου, χωρίς όμως να δίνεται η εντύπωση ότι δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη [βλέπε επισκόπηση νομολογίας στην Μαυρολούκα ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)]. Πρόσωπα νεαρής ηλικίας, τα οποία συνήθως επιλέγονται ως μεταφορείς ναρκωτικών, δεν εξαιρούνται από αυτό τον κανόνα, ως υπογραμμίστηκε στην Marius ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 397, όπου ο εφεσείων ήταν 23 ετών.  Σχετική είναι η κάτωθι περικοπή από την απόφαση:

 

        «Υποβλήθηκε συναφώς ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη βαρύτητα που θα έπρεπε να δώσει στο νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα. Δεν συμφωνούμε.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του και αυτό τον παράγοντα, παρατηρώντας όμως ταυτόχρονα, με αναφορά στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 ότι «η πείρα καταδεικνύει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για τη μεταφορά ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου». Υιοθετούμε ως ορθή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του θέματος, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι ναι μεν το νεαρό της ηλικίας ενός παραβάτη δεν πρέπει να παραγνωρίζεται στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής, αλλά ειδικά σ' ότι αφορά τον τομέα των ναρκωτικών θα πρέπει να αναπτύξουν ιδιαίτερες αντιστάσεις, σκεπτόμενοι ότι αυτά προορίζονται κυρίως για συνομήλικους τους, στην εξαθλίωση των οποίων συμβάλλουν με την εμπλοκή στη διακίνηση τους».

 

        (βλ. Saliba v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 388).

 

        Στο σύγγραμμα Principles of Sentencing, 2η έκδοση, του D. Α. Thomas, επισημαίνεται ότι εξασθενεί η ανάγκη για διάκριση στην ποινολογική μεταχείριση των αδικοπραγούντων λόγω ηλικίας ή άλλων μετριαστικών παραγόντων σε αδικήματα για τα οποία υπάρχει ιδιαίτερη έμφαση στην αποτροπή, εκτός εάν διαφέρει ο βαθμός συμμετοχής τους στο έγκλημα. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, στη σελ. 68:

 

        “As was argued earlier, allowance for mitigation is not considered an entitlement, and mitigating factors may be ignored where there is a particular emphasis on deterrence or some other specific penal objective. In such a case discrimination between offenders on grounds of age, record or other circumstances going to mitigation is not necessary, but it is still appropriate to reflect differences in degrees of responsibility in the commission of the offence”.

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Εν προκειμένω υπήρξε ο ίδιος βαθμός συμμετοχής στη διάπραξη των αδικημάτων μεταξύ των συγκατηγορούμενων. Εν όψει της μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών τάξεως Β’ η οποία ανέρχεται σε σχεδόν 5 κιλά, και της ανάγκης για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, δεν θεωρούμε ότι χωρούσε διάκριση ή διαφοροποίηση στην ποινολογική μεταχείριση του Εφεσείοντος. Ούτε τα αδικήματα αντίστασης σε νόμιμη σύλληψη και κατοχής μικρής ποσότητας κάνναβης για προσωπική χρήση του συγκατηγορούμενου, τα οποία συγκριτικά ήταν ήσσονος σημασίας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την όποια διαφοροποίηση στην ποινή.

 

        Δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι στην Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) το νεαρό της ηλικίας θεωρήθηκε ως βάσιμος λόγος για διαφοροποίηση κατά ένα έτος μεταξύ της ποινής η οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα (45 ετών) και τον πρώην συγκατηγορούμενο του (23 ετών), για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 53 γραμμαρίων κοκαΐνης) τουτέστιν 4 και 3 έτη φυλάκισης αντίστοιχα. Άλλος παράγοντας ο οποίος λήφθηκε υπόψη στη διαφοροποίηση της ποινής στην Ευαγγέλου, ήταν οι τρεις ποινικές υποθέσεις οι οποίες λήφθηκαν υπόψη εναντίον του εφεσείοντος, οι δυο εκ των οποίων αφορούσαν παρόμοιας φύσης αδικήματα, το οποίο αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα, δικαιολογώντας αύξηση της ποινής.

 

        Σε ό,τι αφορά το νεαρό της ηλικίας, παρατηρούμε ότι στην προκείμενη περίπτωση τα αδικήματα για τα οποία επιβλήθηκε η εκκαλούμενη ποινή φυλάκισης είναι συγκριτικά σοβαρότερα από την Ευαγγέλου, έχοντας ενδεικτικά κατά νου τις ποινές οι οποίες επιβάλλονται από τα Δικαστήρια για αντίστοιχες ποσότητες ναρκωτικών, ενώ δεν υπάρχει το έτερο διαφοροποιητικό στοιχείο το οποίο λήφθηκε υπόψη.

 

        Υπό τις περιστάσεις δεν θεωρούμε ότι ο Εφεσείων ικανοποίησε το ψηλό κριτήριο ανισότητας στη μεταχείριση των παραβατών, το οποίο θέτει η νομολογία για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. 

 

        Συνακόλουθα ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η ποινή των 7 χρόνων φυλάκισης προσβάλλεται ως υπερβολική, ανεξαρτήτως της κατ’ ισχυρισμό άνισης μεταχείρισης. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την εξουσία του Εφετείου να επέμβει στην επιβληθείσα ποινή είναι καλά γνωστές και δεν χρήζουν επανάληψης. Τι συνιστά έκδηλη υπερβολή στην ποινή εξηγήθηκε στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, ήτοι:

 

        «(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και

        (2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου».

 

        Το κριτήριο είναι καθαρά αντικειμενικό. Δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του μελών του Εφετείου (βλ. Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση του Γ.Μ. Πική, σελ. 98-102).

 

        Στην εμπεριστατωμένη απόφαση του Κακουργοδικείου λήφθηκε υπόψη κάθε σχετικός παράγοντας, με έμφαση στην ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματα. Η θέση της νομολογίας αντικατοπτρίζεται στο κάτωθι απόσπασμα από την Κλεομένης ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350:

 

        «Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική».

 

        (Βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει).

 

        (βλ. και Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110).

 

        Ο Εφεσείων δεν ήταν άβουλο όργανο στα χέρια των εντολέων του αλλά αποδέχτηκε εκουσίως να ενεργήσει ως διακινητής των ναρκωτικών έναντι χρηματικού ανταλλάγματος (βλ. R v. Boakye a.o. [2012] EWCA Crim 833, Valdez κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/2016 κ.ά., ημερ. 21.2.2017). Στην Xhaferi v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 207/2021, ημερ. 16.11.2022, ECLI:CY:AD:2022:B453, το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες επισημάνσεις σε σχέση με την ποινολογική μεταχείριση των διακινητών ναρκωτικών:

 

        «Παρότι αυτός ο τρόπος δράσης δεν μετατρέπει κάποιο συνεργό αυτού του είδους σε ιθύνοντα νου και ούτε εξισώνει την ευθύνη μεταξύ τους, εντούτοις δεν καθιστά άνευ σπουδαιότητας και σημασίας τη συνδρομή, συνέργεια, βοήθεια και εκδούλευση την οποία παρέχουν οι ενδιάμεσοι συνεργάτες προς ευόδωση του τελικού στόχου, που είναι η ολοκλήρωση του εγκλήματος, χωρίς τον κίνδυνο σύλληψης του ίδιου του εμπόρου από την Αστυνομία. Στην πραγματικότητα οι συνεργοί αυτού του είδους, εν γνώσει τους και έναντι κάποιας μορφής ανταλλάγματος, συμμετέχουν στα πιο ριψοκίνδυνα στάδια της δραστηριότητας και συνιστούν απαραίτητους κρίκους στην αλυσίδα διακίνησης ναρκωτικών κατά τρόπο που μπορεί να λεχθεί ότι χωρίς την προθυμία τέτοιων ατόμων δεν θα διαπράττετο το αδίκημα ή τουλάχιστον δεν θα καθίστατο τόσο εύκολη η διάπραξη του για τους οργανωτές του».

 

        Στην πιο πάνω απόφαση υιοθετείται η προσέγγιση στην Salaryand v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 541, ότι επιβάλλεται η αυστηρή τιμωρία όχι μόνο των εμπόρων ναρκωτικών αλλά και των συνεργών τους, στους οποίους συγκαταλέγονται αναμφίβολα οι διακινητές, «το οποίο  αποτελεί στοιχειώδη άμυνα της κοινωνίας και πράξη συμβάλλουσα στην παγκόσμια εκστρατεία καταπολέμησης και, ει δυνατόν, εκρίζωσης του κακού, που έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως η «μάστιγα των ναρκωτικών».

 

        Σε σχέση με την εκκαλούμενη ποινή φυλάκισης θεωρούμε ότι είναι καθόλα ισορροπημένη και δεν αποκλίνει από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία, στο οποίο αναφέρθηκε το Κακουργοδικείο. Άμεσα σχετικές είναι οι υποθέσεις Xhaferi v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 68/2020, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B180, και Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/19 κ.ά., ημερ. 10.3.2021, στις οποίες γίνεται ευρεία αναφορά και σε άλλες υποθέσεις ενδεικτικές του μέτρου των ποινών σε υποθέσεις ναρκωτικών ανάλογης φύσης και σοβαρότητας.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης στην επιβληθείσα ποινή.

 

        Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο