
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε155/2022)
5 Μαΐου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
ALPHA BANK CYPRUS LTD
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ
Εφεσίβλητου/Καθ’ ου η αίτηση
-----------------------------
Ε. Κορακίδης και Λ. Κορακίδης για Επαμεινώνδας Κορακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσείουσα.
Νίκος Α. Τσιαπαλής, για τον εφεσίβλητο.
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αίτηση η οποία βασιζόταν στα Άρθρα 23-77 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών Νόμου του 2015 («ο Νόμος»), και στον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 («ο Κανονισμός»). Με την εν λόγω αίτηση ζητούσε τον παραμερισμό διατάγματος με το οποίο επιβλήθηκε στους πιστωτές του εφεσίβλητου, «χρεώστη», το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής, («ΠΣΑ»), το οποίο είχε απορριφθεί σε σχετική συνέλευση πιστωτών. Ο εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση, με πρώτο λόγο ένστασης το ότι η εν λόγω αίτηση της εφεσείουσας στερείτο νομικής βάσης. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση υποστηρίχθηκε ότι στη νομική βάση της εν λόγω αίτησης, αναφερόταν με τρόπο γενικό και αόριστο ο Νόμος και ο Κανονισμός και όχι συγκεκριμένος κανονισμός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας με το σκεπτικό ότι η εφεσείουσα δεν επικαλέστηκε στην αίτησή της τη Δ.48, των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και, όπως σημείωσε, ιδιαίτερα τη Δ.48, θ.8(4) «για να προσδώσει εξουσία στο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης».
Περαιτέρω έλαβε υπόψη ότι η αίτηση δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου ή των Κανονισμών το οποίο να στοιχειοθετεί το νομικό υπόβαθρο της αίτησης. Κατέληξε ότι η γενική αναφορά στην πιο πάνω νομοθεσία και η παράλειψη της Δ.48 δεν παρείχαν με οποιοδήποτε τρόπο δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης.
Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης προσβάλλεται το πιο πάνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επισημαίνεται κατ’ αρχήν ότι προκύπτει σαφώς από το Άρθρο 30 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 ότι η πολιτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου ανατίθεται σε αυτό είτε βάσει των προνοιών του εν λόγω Νόμου είτε βάσει των προνοιών άλλου Νόμου. Η δε πολιτική δικαιοδοσία ασκείται σύμφωνα με τη δικονομία και πρακτική καθοριζόμενη από διαδικαστικούς κανονισμούς.
Παρατίθεται αυτούσιο το λεκτικό του Άρθρου 30 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960:
«Πρακτική και Δικovoμία
30. Η εις oιovδήπoτε δικαστήριov καθιδρυόμεvov υπό τoυ παρόvτoς vόμoυ αvατιθεμέvη υπό τoυ παρόvτoς ή oιoυδήπoτε άλλoυ vόμoυ πoλιτική δικαιoδoσία θα ασκήται συμφώvως πρoς τηv δικovoμίαv και πρακτικήv τηv καθoριζoμέvηv υπό oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ γεvoμέvoυ επί τη βάσει τoυ άρθρoυ 163 τoυ Συvτάγματoς.»
Εν προκειμένω, η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης ανατίθεται σε αυτό βάσει του Άρθρου 72(5) του Νόμου.
Το Άρθρο 72 του Νόμου, περιλαμβάνει διατάξεις αναφορικά με Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής το οποίο απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών. Προβλέπει ότι ο χρεώστης δύναται να αιτείται μονομερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύμφωνα με τις διάταξεις του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου. Το εδάφιο (4) αυτού προβλέπει ότι ο χρεώστης μετά την έκδοση διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους πιστωτές, τους εγγυητές, τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας. Το εδάφιο (5) αυτού, το οποίο μας ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας, προβλέπει τα εξής:
«(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.»
Επισημαίνεται επίσης ότι σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου στην ερμηνεία, «δικαστήριο» σημαίνει επαρχιακό δικαστήριο κατά την έννοια των διατάξεων του περί Δικαστηρίων Νόμου.
Σχετικό είναι και το Άρθρο 3 του Νόμου στο οποίο προβλέπονται τα εξής:
«Δικαιοδοσία δικαστηρίων
3.-(1) Η δικαιοδοσία που παραχωρείται από Τον παρόντα Νόμο στο δικαστήριο, θα ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου.
(2) Αίτηση στο δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου υποβάλλεται στον Πρωτοκολλητή του κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου.»
Σαφώς συνάγεται από το πιο πάνω νομοθετικό πλαίσιο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης. Δεν επαφίεται στον διάδικο να προσδώσει διαδικασία στο Δικαστήριο με την αναφορά στην ορθή νομοθετική δικαιοδοτική πρόνοια στο ένδικο μέσο που επιλέγει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Εgiazaryan Ashot και Άλλοι ν. Denoro Investments Ltd και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 409, προς υποστήριξη της κατάληξής του. Με κάθε σεβασμό, είμαι της άποψης ότι η εν λόγω απόφαση δεν υποστηρίζει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τονίζεται ότι στην εν λόγω απόφαση δεν είχε περιληφθεί στη υπό εξέταση αίτηση το εκεί σχετικό δικαιοδοτικό Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960. Εν όψει τούτου, η παρούσα υπόθεση, στην οποία το δικαιοδοτικό Άρθρο 72(5) αναφέρεται στη νομική βάση της αίτησης, διαφοροποιείται ουσιωδώς.
Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίσθηκε στην υπόθεση Μαχλουζαρίδη ν. Ιωαννίδη και Άλλων (1990) 1 A.A.Δ. 965 όπου λέχθηκαν τα εξής:
". . . o καθορισμός του νομικού βάθρου, με αναφορά στο άρθρο ή άρθρα της νομοθεσίας και των θεσμών που τον στοιχειοθετούν, αποτελεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.48, θ.1 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού μέτρου."
Σημειώνεται κατ’ αρχήν ότι η υπόθεση Μαχλουζαρίδης, ανωτέρω, δεν έθεσε το θέμα της παράλειψης που περιγράφεται σε αυτή ως λόγο βάσει του οποίου το Δικαστήριο δεν αποκτά δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Μαχλουζαρίδης, ανωτέρω, έχουν προ πολλού επεξηγηθεί υπό το φως της Δ.64 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία θεσπίστηκε μεταγενέστερα αυτής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο συνόψισε στην υπόθεση ΚΗΘ Ο ΚΑΤΩΚΟΠΙΤΗΣ ΛΤΔ v. ΣΤΕΛΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E181/2016, 22/9/2023 την εξέλιξη της νομολογίας ως εξής:
«H Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έχει καταργήσει τη διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου και επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να θεραπεύσει την παρατυπία. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψιν έχουν καθιερωθεί στις υποθέσεις Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 366 και Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Aρ. 2) (2009) 1(Α) Α.Α.Δ 356.»
Στην υπόθεση ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ v. BADJINDER BRAR κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E235/2015, 25/7/2023, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε τη σημασία της κατάδειξης από πλευράς του καθ’ ου η αίτηση δυσμενούς επηρεασμού εξαιτίας της «παρατυπίας»:
«Δεδομένη είναι η αναγκαιότητα επίκλησης και αναγραφής στο σώμα μιας ενδιάμεσης αίτησης της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται. Τούτο, άλλωστε, απαιτεί η Δ.48 Κ.1 και 2(1) (βλ. μεταξύ άλλων Μαχλουζαρίδης v Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965). Ωστόσο, η παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες των Κ.Π.Δ., ως έχει διακηρυχθεί από τα Δικαστήρια, δύναται να θεωρηθεί «Παρατυπία» δυνάμενη να «θεραπευτεί», χωρίς να καθιστά άκυρη μια διαδικασία ή να οδηγεί τούτο, νομοτελειακά, σε παραμερισμό της. Έχει κατ' επανάληψη κριθεί από τη νομολογία πως μια σημαντική παράμετρος που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη εξετάζοντας αν θα παραμερίσει μια διαδικασία ως αποτέλεσμα αυτής της παράλειψης, εξ' ολοκλήρου ή η εν μέρη, είναι ο δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων ή των δικαιωμάτων των διαδίκων. (βλ. Δ.64 των Κ.Π.Δ. και Wunderlich κ.α. v. Παναγιώτου (1999) 1 ΑΑΔ 366).»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος, αν και προέταξε ως πρώτο λόγο ένστασής του στην αίτηση των εφεσειόντων, το ότι στη νομική βάση της εν λόγω αίτησης αναφέρεται με τρόπο γενικό και αόριστο ο Νόμος και ο Κανονισμός, δεν υπέδειξε να έχει υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό. Ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε τέτοιο επηρεασμό.
Στην υπό κρίση υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την πιο πάνω νομολογία, και κατά συνέπεια δεν έλαβε υπόψη τον πιο πάνω κορυφαίας σημασίας παράγοντα, της έλλειψης δυσμενούς επηρεασμού, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να απορρίψει την αίτηση χωρίς να εξετάσει την ουσία της.
Εν όψει όλων των πιο πάνω οι πάνω οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Το Εφετείο έχοντας όλες τις εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ των εφεσειόντων κρίνοντας ότι η όποια παρατυπία θεραπεύεται λόγω του ότι ο εφεσίβλητος δεν κατέδειξε επηρεασμό από την επικαλούμενη παράλειψη.
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας έφεσης και με δεδομένη τη μη διαμόρφωση πρωτόδικης κρίσης επί της ουσίας της αίτησης παραμερισμού των εφεσειόντων, οι λοιποί λόγοι έφεσης οι οποίοι αφορούν την ουσία της αίτησης, δεν μπορούν να εξεταστούν.
Ελλείψει πρωτόδικης κρίσης επί της ουσίας της αίτησης, στην παρούσα υπόθεση, κρίνω πως είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης η εκδίκαση της αίτησης να παραπεμφθεί σε άλλο αρμόδιο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, βλ. EUROENERGY INVESTMENTS LIMITED κ.α. v. PRIMAFACIO LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε150/2022, 16/10/2023.
Η αίτηση παραμερισμού των εφεσειόντων παραπέμπεται ως ανωτέρω προβλέπεται για επανεκδίκαση από άλλο αρμόδιο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Η διαταγή για έξοδα πρωτοδίκως ακυρώνεται και αντικαθίστανται με έξοδα δίκης στην επανεκδίκαση.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου €4.000, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο