
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 224/2024)
30 Μαΐου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
TALAL AL KHALED
Εφεσιβλήτου
(Ποινική Έφεση Αρ.: 225/2024)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
KARAB BACHA
Εφεσιβλήτου
(Ποινική Έφεση Αρ.: 226/2024)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
SOHAIB KHALED
Εφεσιβλήτου
(Ποινική Έφεση Αρ.: 227/2024)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
MOHAMED ALKHALED
Εφεσιβλήτου
----------------------------------------------------
Α. Χατζηκύρου για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα σε όλες τις εφέσεις
Χ. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο στην 224/2024
Κ. Σοφοκλέους (κα), για τον Εφεσίβλητο στην 225/2024
Α. Σαββίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους στην 226/2024 και στην 227/2024
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι (εφεξής όπου δει «οι Κατηγορούμενοι 2, 3, 7 και 8», κατ' αύξοντα αριθμό εφέσεων) κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργοδικείο Πάφου, κατόπιν ακρόασης, στην Κατηγορία 7 για το αδίκημα της απαγωγής (Π.Κ. 251) ενώ περαιτέρω οι Κατηγορούμενοι 3, 7 και 8 κρίθηκαν ένοχοι και στην Κατηγορία 9 για το αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία [Π.Κ. 122(β) Π.Κ.]. Σε σχέση με το τελευταίο οι Κατηγορούμενοι 3, 7 και 8 είχαν κριθεί ένοχοι και στην Κατηγορία 8 για συνωμοσία προς πλημμέλημα (Π.Κ. 372) ενώ και σε σχέση με την απαγωγή όλοι οι Εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι και στην Κατηγορία 10 για συνωμοσία προς κακούργημα (Π.Κ. 371). Στα αδικήματα συνωμοσίας δεν είχαν επιβληθεί ποινές λόγω της επιβολής ποινών στα ουσιαστικά αδικήματα. Προστίθεται επίσης πως ο Κατηγορούμενος 8 κρίθηκε ένοχος και στην Κατηγορία 4 η οποία αφορούσε το αδίκημα της καταστροφής αποδεικτικού στοιχείου (Π.Κ. 120) και δη ενός νύσσοντος και τέμνοντος οργάνου και συγκεκριμένα του μαχαιριού το οποίο ευρίσκετο στη σκηνή (όπου επήλθε ο θάνατος του θύματος της απαγωγής) αδίκημα για το οποίο τιμωρήθηκε με φυλάκιση 6 μηνών.
Με τις τέσσερεις αντίστοιχες εφέσεις του ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκή τη φυλάκιση δύο ετών στον καθένα από τους Κατηγορούμενους 2, 3, 7 και 8 για την απαγωγή και τη φυλάκιση ενός έτους στον καθένα από τους Κατηγορούμενους 3, 7 και 8 για την παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία.
Τα αδικήματα είχαν προκύψει κατά τη διερεύνηση του θανάτου ενός άλλου Σύρου, του Jamal, στις 10.4.20 στη Χλώρακα. Ο Κατηγορούμενος 1 στην υπόθεση, ο οποίος πιο κάτω αναφέρεται ως «Walid», είχε παραδεχθεί την Κατηγορία 6 για ανθρωποκτονία του Jamal [Π.Κ. 205(1)], καθώς και την απαγωγή (Π.Κ. 251) και τιμωρήθηκε με ποινές φυλάκισης 17 ετών και 3 ετών αντίστοιχα, οι οποίες επικυρώθηκαν κατ’ έφεσιν (βλ. Walid Al Moustafa v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 98/2021, ημερ. 3.2.23, ECLI:CY:AD:2023:B44). Οι Κατηγορούμενοι 2, 3, 7 και 8 αρνήθηκαν ενοχή και αθωώθηκαν σε σχέση με την ανθρωποκτονία μετά την ακρόαση. Τα σχετικά γεγονότα, όπως τα είχε συνοψίσει το Κακουργοδικείο μετά την καταδίκη για σκοπούς ποινής (αλλά πλέον με χρονολογική σειρά), έχουν ως εξής:
«Κατηγορία 10: Οι κατηγορούμενοι 2, 3, 7 και 8 συμφώνησαν μεταξύ τους ότι θα πρέπει να βρουν τον Jamal και να τον μεταφέρουν στο σπίτι του Sohaib (Κατηγορούμενος 7) για να μιλήσει με τον Walid και όλων η θέση ήταν ότι ο Jamal θα πρέπει να τιμωρηθεί για την πράξη του να έχει σχέση με τη γυναίκα του Walid. Αν δεν υπήρχε συμφωνία γι' αυτό το θέμα ποια η ανάγκη να τηλεφωνά ο ένας στον άλλο και να ενημερώνονταν μεταξύ τους που βρίσκεται ο Jamal και να κατευθύνονται στο χώρο.
Κατηγορία 7: Οι κατηγορούμενοι 2, 3, 7 και 8, στις καταθέσεις τους αναφέρουν ο καθένας ξεχωριστά τι έκανε και το πως βρήκαν τον Jamal, ποια ενημέρωση είχαν μεταξύ τους και πώς τον μετέφεραν στο σπίτι του Sohaib (κατηγορούμενος 7) στο οποίο βρισκόταν και ο Walid. Ο κατηγορούμενος 2 έψαχνε να βρει τον Jamal, οδηγούσε το αυτοκίνητο μάρκας Mercedes μαύρου χρώματος και ενώ κατευθύνετο προς την Έμπα του τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος 7 ότι ο Jamal ήταν στο Κτήμα. Αργότερα ενημερώθηκε ότι βρίσκετο λίγο πιο κάτω από ένα βενζινάδικο στο δρόμο προς τη Μεσόγη. Πήγε στο χώρο στάθμευσε δίπλα από το αυτοκίνητο του Jamal και δίπλα του στάθμευσε ο κατηγορούμενος 7 με αυτοκίνητο μάρκας Honda Civic και συνοδηγό τον κατηγορούμενο 8. Ο κατηγορούμενος 2 αναφέρει ότι μόλις τους είδε ο Jamal φοβήθηκε και το όχημα του όπως ήταν ξεκινημένο κινήθηκε προς τα εμπρός και έπεσε μέσα σε ένα χαντάκι που ήταν μπροστά του. Τον πλησίασε του είπε να μην φοβάται και ότι θέλουν να μιλήσουν. Ο Jamal μπήκε στο αυτοκίνητο που οδήγησε ο κατηγορούμενος 2, ο κατηγορούμενος 7 κάθισε μαζί του στο πίσω κάθισμα και από την άλλη πλευρά κάθισε ακόμα ένα πρόσωπο και έφυγαν για το σπίτι του Sohaib (Κατηγορούμενος 7). Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 7 οδηγήθηκε από τον κατηγορούμενο 8. Ο κατηγορούμενος 3 παραδέχεται ότι είναι αυτός που ενημέρωσε τους υπόλοιπους πού θα βρίσκετο κατ' αρχάς ο Jamal, συμφώνησε πού θα βρεθούν και ενημέρωσε τους υπόλοιπους. Στη συνέχεια αφού δεν τα κατάφεραν να βρεθούν στο immigration τους ενημέρωσε εκ νέου πού βρίσκετο ο Jamal και είναι η περιοχή που βρήκαν τον Jamal οι υπόλοιποι. Όλων η θέση ήταν ότι ο Jamal για την πράξη του να έχει σχέση με την γυναίκα του Walid θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να τιμωρηθεί ώστε να σταματήσει αυτή η πράξη.
Κατηγορία 8: Οι κατηγορούμενοι 3, 7 και 8 για την επίτευξη του σκοπού τους συμφώνησαν μεταξύ τους ότι θα έπρεπε να μετακινηθεί το πτώμα και να αποκρυβεί γιατί σ' αυτό υπήρχαν τα αποτυπώματα και το DNA τους. Περαιτέρω όλοι είχαν ένα κοινό σκοπό να εξαφανίσουν το πτώμα γιατί σ' αυτό βρίσκονταν τα αποτυπώματα και το DNA τους και θα εμπλέκονταν σε φόνο. Η συμφωνία των τριών μαζί με άλλο πρόσωπο επιτεύχθηκε.
Κατηγορία 9: Οι κατηγορούμενοι 3, 7 και 8 επέστρεψαν πίσω στο χώρο του εγκλήματος φορούσαν γάντια και αφού έβαλαν το πτώμα του Jamal σε ένα σεντόνι που το είχαν φέρει μαζί τους μετέφεραν το πτώμα το έριξαν κάτω από ένα γκρεμό, έριξαν από πάνω καλάμια, επέστρεψαν στο χώρο που βρισκόταν το πτώμα και κάλυψαν τα αίματα με τσακίλι, μάζεψαν τα γάντια, το σεντόνι και την ζακέτα του θύματος τα μετέφεραν σε άλλο χώρο και τα έκαψαν. Αναφέρουν ότι το έκαναν αυτό γιατί στο πτώμα υπήρχαν τα αποτυπώματα και το DNA τους και να μην βρεθούν μπλεγμένοι στο φόνο».
Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:
«Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».
Τονίζεται επίσης ότι η εσφαλμένη καθοδήγηση ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ή το δίκαιο συνιστά λόγο επέμβασης του Εφετείου (βλ. «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2013, σ. 334, Karaviotis a.o. v. Police (1967) 2 C.L.R. 286).
Οι εφέσεις εναντίον των Κατηγορουμένων 3, 7 και 8 περιλαμβάνουν έκαστη τρεις πανομοιότυπους λόγους έφεσης, με τους οποίους προβάλλεται ότι: (1) Οι ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς λόγω του ότι δεν συνυπολογίστηκαν ορθώς διάφορα στοιχεία, (2) Εσφαλμένα λήφθηκε υπ’ όψιν ως μετριαστικός παράγων η καταχώριση αναστολής ποινικής δίωξης για συγκατηγορούμενους και (3) Δεν συνυπολογίστηκαν τα γεγονότα της Κατηγορίας 9, ούτε απασχόλησε το θέμα επιβολής διαδοχικών ποινών εν σχέσει με την Κατηγορία 7. Η έφεση εναντίον του Κατηγορούμενου 2 περιλαμβάνει μόνον τους δύο πρώτους λόγους έφεσης ως ανωτέρω και τούτο εν μέρει γίνεται με διαφορετική αιτιολογία.
Για το αδίκημα της απαγωγής άλλου με σκοπό αυτός να τύχει τέτοιας μεταχείρισης ώστε να τεθεί σε κίνδυνο βαριάς βλάβης («grievous hurt») προνοείτο κατά τον επίδικο χρόνο μέγιστη ποινή φυλάκισης 10 ετών και για το αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία μέγιστη ποινή φυλάκισης 3 ετών. Το Κακουργοδικείο επεσήμανε αφενός ότι η συμπεριφορά των Κατηγορουμένων 2, 3, 7 και 8 συνιστούσε εγωιστική και ετσιθελική έκνομη δράση και αφετέρου ότι δεν εντόπισε άμεση σχετική νομολογία, καθότι οι παλαιότερες αποφάσεις αφορούν αδικήματα απαγωγής που συνδέονται είτε με ανθρωποκτονία είτε με άλλου είδους αδίκημα, στις οποίες επιβλήθηκαν μεν ποινές για την απαγωγή αλλά αυτές ήταν συνακόλουθες των βασικών και σοβαρότερων αδικημάτων. Μάλιστα ως πρώτη τέτοια υπόθεση παρέθεσε την προκύψασα από τα γεγονότα της παρούσας, ήτοι την υπόθεση Walid Al Moustafa (ανωτέρω), στην οποία επικυρώθηκε φυλάκιση 3 ετών για την ίδια απαγωγή. Σημείωσε δε το Κακουργοδικείο πως εκεί ο εφεσείων, πέραν της απαγωγής είχε καταδικαστεί και για την ανθρωποκτονία. Προσέθεσε και τις υποθέσεις Γερμανός κ.ά. v. Δημοκρατία (2013) 2 Α.Α.Δ. 525 και Mihalta κ.ά. v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 764, στις οποίες σε συνδυασμό με το βαρύτερο αδίκημα του βιασμού επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης 3 ετών για την απαγωγή. Ας σημειωθεί όμως, για ό,τι αξίζει πως μόνο η πρώτη εξ αυτών αφορούσε την απαγωγή του Άρθρου 251 Π.Κ. και ότι η δεύτερη αφορούσε την απαγωγή του Άρθρου 248 Π.Κ. για την οποία προνοείται ελαφρύτερη ποινή (7 ετών).
Σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις το Κακουργοδικείο έλαβε υπ' όψιν τη νεαρή ηλικία των Εφεσιβλήτων (24, 20, 25 και 22 ετών, αντίστοιχα), το λευκό ποινικό μητρώο, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη Συρία, τον χρόνο ο οποίος διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων, την ευθύνη και των ιδίων για μέρος της καθυστέρησης, το γεγονός της αναστολής δίωξης για δύο συγκατηγορούμενους για λόγους που είχαν πρωτοδίκως εξηγηθεί, καθώς και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που περιέβαλλαν τις οικογενειακές και άλλες περιστάσεις τους. Ο Κατηγορούμενος 2 είναι νυμφευμένος και έχει δύο ανήλικα τέκνα (5 και 6 ετών). Ο Κατηγορούμενος 3 διατηρεί σχέση με φοιτήτρια την οποία συντηρεί, όπως συντηρεί και τα δύο μικρότερα αδέλφια του και τη μητέρα του, η οποία είναι στην Τουρκία. Ο Κατηγορούμενος 7 είναι νυμφευμένος και έχει επίσης δύο ανήλικα τέκνα (1,5 και 2 ετών) ενώ περίμενε τρίτο παιδί. Ο Κατηγορούμενος 8 είναι νυμφευμένος και ανέμενε το πρώτο του παιδί.
Κρίνουμε πως δεν είναι αναγκαίο να μας απασχολήσουν όλες οι εισηγήσεις και όλα τα επιχειρήματα του Εφεσείοντος. Θα συμφωνήσουμε εξαρχής με την εισήγηση ότι αντικειμενικά η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, λαμβανομένων υπ' όψιν της σοβαρότητας του αδικήματος της απαγωγής και των περιστάσεων της υπόθεσης γενικά. Η πεποίθησή μας αυτή δεν σχετίζεται με την αναντιστοιχία την οποία ενδεχομένως θα διέβλεπε κάποιος αφενός εν σχέσει με την ψηλότερη ποινή των τριών ετών που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο 1 κατόπιν παραδοχής και αφετέρου με την ποινή των δύο ετών στο αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία για το οποίο προνοείται η πολύ ελαφρύτερη ποινή των τριών ετών.
Αυτό το οποίο εντοπίζουμε είναι ότι το Κακουργοδικείο επέδειξε υπερβάλλουσα ευαισθησία και φροντίδα, προσπαθώντας να μην αποστεί από τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις στις οποίες είχε προβεί στην προηγηθείσα απόφασή του με την οποία αθώωσε στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Είχε εκεί καταλήξει πως η συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων δεν επέτρεπε την εξαγωγή συμπεράσματος ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν συμφωνήσει κάτι πέραν αυτού που είχαν αναφέρει οι ίδιοι, στις καταθέσεις τους, ήτοι ότι «ο Jamal θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να τιμωρηθεί», ότι «ήθελαν να βρουν και να δείρουν το θύμα» και ότι η συμπεριφορά τους μεταξύ της συμφωνίας τους για απαγωγή και του τελικού αποτελέσματος, ήτοι του θανάτου, δημιουργούσε ρήγματα στην εκδοχή ότι η αρχική έκνομη ενέργειά τους «είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το θάνατο του θύματος». Αυτή ήταν η βάση επί της οποίας είχαν αθωωθεί στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας (Απόφαση ημερ. 23.7.24, σ.40). Αυτό ακριβώς ήταν το νόημα της διευκρινιστικής επανάληψης κατά την επιβολή ποινής ότι «...το θύμα οδηγήθηκε τελικώς στον θάνατο, αποτέλεσμα αποσυνδεδεμένο όμως από την δική τους δράση για λόγους που εξηγήσαμε στην απόφαση μας ημερ. 23.7.24».
Από νομικής πλευράς η αθώωση στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας, είχε στηριχθεί στη νομική αρχή ότι η απλή παρουσία στη σκηνή και η απραξία προς αποτροπή του κατ' αρχάς δεν στοιχειοθετούν συνέργεια (Μαμαλικόπουλος κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 25/14 κ.ά., ημερ. 20.9.18). Έχουμε όμως την άποψη πως η αθώωση δεν αποτελούσε καθόλου εμπόδιο στο να ληφθούν υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση όλα τα γεγονότα και οι περιστάσεις οι οποίες περιέβαλλαν τα αδικήματα στα οποία οι Εφεσίβλητοι είχαν κριθεί ένοχοι. Εν ολίγοις έπρεπε να είχε ληφθεί υπ' όψιν η συνολική εγκληματική συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων, προς εξεύρεση της ποινής η οποία αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Πράγμα το οποίο δεν διαπιστώνεται στην παρούσα.
Τα γεγονότα της παρούσας δεν αφορούσαν μια απλή περίπτωση απαγωγής κατά την οποία κάποιος με βία ή απειλή παρακινεί άλλο πρόσωπο να φύγει από κάπου, ως ορίζεται στο Άρθρο 247 Π.Κ.. Οι Εφεσίβλητοι κατ' αρχάς, δρώντας ως ομάδα εν πλήρη γνώσει της επιθυμίας του Κατηγορούμενου 1 συμφώνησαν να αναζητήσουν, εντοπίσουν και μεταφέρουν το θύμα σε χώρο στον οποίο θα ανέμενε ο Κατηγορούμενος 1 με σκοπό εκείνος να τον τιμωρήσει. Οι κινήσεις τους, οι προσπάθειες τους και γενικά η περιγραφόμενη στα γεγονότα δράση τους αποκαλύπτει ένα καλά οργανωμένο και συντονισμένο σχέδιο, στο οποίο μετέχουν όλοι έχοντας κάθε στιγμή συγκεκριμένους ρόλους ο καθένας (τηλέφωνα, αυτοκίνητα, ενημέρωση, συνοδεία κ.λπ). Η αποτυχημένη αρχικά προσπάθεια απαγωγής (από το Immigration) και ο εκ νέου επιτυχημένος συντονισμός καταδεικνύει τόσο τη διάρκεια της δράσης όσο και την εμμονή στον στόχο.
Συνιστούσε εύρημα του Κακουργοδικείου πως οι Εφεσίβλητοι βρήκαν τον Jamal στη Μεσόγη και τον μετέφεραν αρχικά στο σπίτι του Κατηγορούμενου 7. Αργότερα δε, όλοι μετέβησαν και στην παραλία στη Χλώρακα, στην οποία είχε αποφασιστεί να μεταφέρουν το θύμα, πάλι για να τύχει της μεταχείρισης η οποία παρέμενε ο στόχος της εγκληματικής δράσης τους. Ασφαλώς το θύμα εξακολουθούσε να ευρίσκεται υπό καθεστώς απαγωγής. Στόχος της απαγωγής παρέμενε το να ξυλοκοπηθεί το θύμα λόγω της ερωτικής σχέσης που είχε συνάψει με τη σύζυγο του Κατηγορούμενου 1. Εκεί τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως περιγράφονται στην απόφαση Walid (ανωτέρω), ήτοι ακολούθησαν το γρονθοκόπημα, τα κτυπήματα, το μαχαίρωμα και εν τέλει ο θάνατος του θύματος.
Οι Εφεσίβλητοι είχαν προβάλει τις εκδοχές τους κατά την ακρόαση ως προς τη δράση του ο καθένας στην παραλία και αυτές οι καταθέσεις τους ήταν που αποτέλεσαν κατά το Κακουργοδικείο «ασφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τη δράση ενός εκάστου των κατηγορουμένων». Όπως είπαμε αυτές ήταν και η βάση για την αθώωσή τους στην ανθρωποκτονία.
Αυτά όμως όλα δεν αναιρούσαν καθόλου το γεγονός ότι στη βάση σχεδίου είχαν απαγάγει τον Jamal με σκοπό αυτός να τύχει τέτοιας μεταχείρισης ώστε να τεθεί σε κίνδυνο να υποβληθεί σε βαριά βλάβη. Με άλλα λόγια, με εξαίρεση το αποτέλεσμα (της ανθρωποκτονίας), όλη η προηγηθείσα μεταχείριση την οποία είχε υποστεί ο Jamal παρουσία όλων, ενέπιπτε εντός του συμφωνηθέντος στόχου της απαγωγής, την οποία απαγωγή οργανωμένα διέπραξαν και περιφρούρησαν σε κάθε στάδιο της. Βεβαίως και δεν τους χρεώνεται η ανθρωποκτονία. Αλλά από την άλλη πλευρά δεν ήταν καθόλου ορθός χειρισμός να διαγράφονται όσα είχαν προηγηθεί αυτής τα οποία αποτελούσαν ασφαλώς απαράδεκτη, εξευτελιστική και αποτρόπαιη μεταχείριση ενός ανυπεράσπιστου συνανθρώπου μας.
Από πλευράς νομολογίας η δική μας έρευνα έχει αποφέρει την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 83 στην οποία το βαρύτερο αδίκημα ήταν η απαγωγή βάσει του Άρθρου 251 Π.Κ. και το ελαφρύτερο η βαριά σωματική βλάβη του Άρθρου 231 Π.Κ.. Αφορούσε περίπτωση απαγωγής γυναίκας από μπυραρία και την κακομεταχείρισή της για 15 περίπου ώρες από ομάδα προσώπων, εκ των οποίων ο εφεσείων είχε τέσσερεις προηγούμενες καταδίκες αλλά όχι για ομοειδή αδικήματα, ως είχε επισημανθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας τις ποινές 4 ετών φυλάκισης για την απαγωγή και 3 ετών φυλάκισης για τη βαριά σωματική βλάβη ανέφερε τα εξής:
«Το Κακουργοδικείο χαρακτήρισε την περίπτωση ως μια από τις σοβαρότερες μορφές εγκλημάτων βίας και τα γεγονότα δικαιολογούν πλήρως αυτή την αποτίμηση. Ο εφεσείων επέδειξε πρωτοφανή σκληρότητα και υπέβαλε την παραπονούμενη, χωρίς υπερβολή, σε βασανιστική και εξευτελιστική μεταχείριση του χειρίστου είδους για δεκαπέντε περίπου ώρες.»
Το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι στην παρούσα συνωμότησαν και υλοποίησαν την απαγωγή του άτυχου Jamal για να τύχει κακομεταχείρισης με κίνδυνο τη βαριά βλάβη αλλά εν τέλει ο κίνδυνος όχι μόνον επήλθε αλλά υπερκεράστηκε, δεν είναι λογικό να οδηγεί σε επιεικέστερη ποινολογική μεταχείρισή τους από ό,τι επιτάσσει η ως άνω νομολογία μας. Ιδιαίτερα έχοντας υπ' όψιν και τη μεταγενέστερη δράση αφενός των Κατηγορουμένων 3, 7 και 8 σε σχέση με την εξαφάνιση του πτώματος και αφετέρου του Κατηγορούμενου 2 σε σχέση με την εξαφάνιση του μαχαιριού.
Καταλήγουμε ότι είναι επιβεβλημένη η αύξηση της ποινής στην κατηγορία της απαγωγής. Δεν συμφωνούμε ότι ενδείκνυται αύξηση της ποινής στο αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν εν μέρει. Η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή των 2 ετών στην Κατηγορία 7 αντικαθίσταται με φυλάκιση 3 ετών για έκαστο των Εφεσιβλήτων Κατηγορουμένων 2, 3, 7 και 8. Οι ποινές για τον καθένα εξακολουθούν να συντρέχουν.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο