
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 233/2019)
6 Μαΐου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στες]
1. Robert Keith Stark, από την Αγγλία
2. Christine Ann Stark, από την Αγγλία
Εφεσείοντες
ν.
1. David Marsland, από την Αγγλία
2. Judith Marsland, από την Αγγλία
Εφεσίβλητοι
Για Εφεσείοντες: κ. Παύλος Γ. Ευθυμίου για Παύλος Γ. Ευθυμίου ΔΕΠΕ
Για Εφεσίβλητους: κα Ελπίδα Αμοιρίδου για L.G. Zambartas LLC
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Οι διαφορές των διαδίκων έχουν έρεισμα την σύμβαση ημερομηνίας 31/07/2006, με την οποία οι εφεσείοντες πώλησαν στους εφεσίβλητους, μια υπό ανέγερση οικία στο χωριό Γιόλου στην Πάφο. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες που είναι ζεύγος από την Αγγλία, ανέλαβαν δυνάμει της εν λόγω σύμβασης, την ανέγερση και παράδοση της πιο πάνω οικίας στους εφεσίβλητους που επίσης είναι ζεύγος από την Αγγλία.
Εντούτοις κατά τους εφεσίβλητους, οι εφεσείοντες παρέβηκαν τις υποχρεώσεις τους όπως πηγάζουν από την εν λόγω σύμβαση, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να υποστούν οικονομική ζημία. Συγκεκριμένα, δεν παρέδωσαν την κατοικία στον καθορισμένο χρόνο και έτσι όταν οι εφεσίβλητοι έφτασαν στην Κύπρο, αναγκάστηκαν να ενοικιάσουν διαμέρισμα για 6 μήνες, πληρώνοντας ως ενοίκιο το συνολικό ποσόν των €2.569,56. Επιπλέον, η οικία παραδόθηκε με σημαντικές κακοτεχνίες στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, με αποτέλεσμα η χρήση της να καθίσταται προβληματική. Περαιτέρω σύμφωνα με επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης, έγιναν οικοδομικές εργασίες κατά παράβαση της πολεοδομικής άδειας, οι οποίες έπρεπε να διορθωθούν. Σύμφωνα με τις εκθέσεις εκτίμησης που ετοιμάστηκαν με οδηγίες των εφεσιβλήτων και κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, για διόρθωση των πιο πάνω κακοτεχνιών απαιτείται το συνολικό ποσόν των €123.838,50.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν την υπό κρίση αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προβούν στα δέοντα διορθωτικά μέτρα. Με την αγωγή, αξίωσαν διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους εφεσείοντες να προβούν στα πιο πάνω διορθωτικά οικοδομικά μέτρα, στην κατοικία. Διαζευκτικά, απαίτησαν ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, την πληρωμή του πιο πάνω ποσού των €123.838,50 για οικοδομικές εργασίες που θα αναγκαστούν να εκτελέσουν, το ποσόν των €2.569,56 που πλήρωσαν ως ενοίκια, τα έξοδα εκτίμησης ύψους €2.672,31 καθώς και τιμωρητικές αποζημιώσεις. Η απαίτηση των εφεσιβλήτων, πέραν από την παράβαση της συμφωνίας ημερομηνίας 31/07/2006, στηρίχθηκε και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας. Υποστηρίχθηκε ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν αμελείς προς τους εφεσίβλητους, ως προς την διεκπεραίωση των συμβατικών υποχρεώσεων τους.
Πρωτοδίκως κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους 5 μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και 2 Πολιτικοί Μηχανικοί ως εμπειρογνώμονες (Μ.Ε.3 και Μ.Ε.5). Ο Μ.Ε.3 κατέθεσε για την ύπαρξη των κατ’ ισχυρισμό κακοτεχνιών, ενώ ο Μ.Ε.5 κατέθεσε για το κόστος επιδιόρθωσης τους. Για τους εφεσείοντες, κατέθεσε μόνο ο εφεσείων 1 (Μ.Υ).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημειώνει ότι ο εφεσείων 1 (Μ.Υ) αποδέχθηκε ευθέως στην μαρτυρία του, την ύπαρξη των ελαττωμάτων που παρουσιάστηκαν στην οικία μετά που κατοίκησαν σε αυτό οι εφεσίβλητοι, στην συνέχεια για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση του, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι ενώ απέρριψε αυτή του ΜΥ. Σημείωσε επίσης ότι δεν κατατέθηκε από πλευράς υπεράσπισης, οποιαδήποτε μαρτυρία από τον αρχιτέκτονα ή τον μηχανικό του έργου για να αντικρούσει ή διαφωτίσει το Δικαστήριο, σε όσα έθεσαν οι εφεσίβλητοι με την μαρτυρία που προσκόμισαν, υποστηρίζοντας την εκδοχή τους.
Στη βάση αυτής της αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι είναι δίκαιο να επιδικαστεί προς όφελος των εφεσιβλήτων ως αποζημιώσεις, μέρος των κονδυλίων που περιγράφονται στην εκτίμηση του Μ.Ε.5 (τεκμ.18), όχι όμως για όλα τα ποσά, αλλά αφαιρουμένων των ποσών που σχετίζονται σε μετακινήσεις της πισίνας. Τούτο, ενόψει της μαρτυρίας του Μ.Ε.4 υπαλλήλου της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου ότι η πισίνα είναι σε ελαφριά διαφορετική θέση και θα μπορούσε να δοθεί για αυτήν άδεια οικοδομής, νοουμένου ότι θα υποβάλλονταν τροποποιητικά σχέδια. Παρότι και για τα υπόλοιπα ζητήματα ο Μ.Ε.4 ανέφερε ότι μπορεί να εξασφαλιστεί καλυπτική άδεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι η ίδια περίπτωση όπως αυτή της πισίνας, που αφορά μόνο την τοποθέτηση της, σε ελαφρώς διαφορετική θέση. Υπενθύμισε δε ότι η περίπτωση που αφορά στον δοκό και στο κλιμακοστάσιο εμπεριέχει επικινδυνότητα, επομένως οι επιδιορθώσεις θεωρούνται αναγκαίες. Επίσης σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν δικαιολογήθηκε από την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, η επιδίκαση σειράς άλλων κονδυλίων που δεν προέκυψαν από τις εκτιμήσεις των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.5.
Στη βάση των πιο πάνω συμπερασμάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, για το ποσόν των €63.691,00 ως αποζημιώσεις για κακοτεχνίες, πλέον €854,30 που καταβλήθηκαν ως ενοίκιο από τους εφεσίβλητους λόγω καθυστέρησης στην παράδοση της οικίας, καθώς και αποζημιώσεις για έξοδα εκτίμησης, ύψους €2.120,31.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν με εννέα λόγους έφεσης, την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι λόγοι έφεσης 1, 7 και 8, αφορούν θέματα που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, με τον 1ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη κατοικία έπρεπε να είχε κτιστεί με βάση τεχνικές προδιαγραφές και αρχιτεκτονικά σχέδια. Αναφέρεται επί του προκειμένου στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης ότι η κατοικία ήταν κτισμένη όταν υπεγράφη η επίδικη συμφωνία πώλησης, και αυτό, είναι παραδεκτό από τον ίδιο τον ενάγοντα στην αντεξέταση του. Με τον 7ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το πρωτόδικο εύρημα ότι η απαίτηση για την κατ’ ισχυρισμό αποκατάσταση ζημιών στο επίδικο ακίνητο, ήταν συνέχεια της επιστολής - απαίτησης των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες (τεκμήριο 27). Περαιτέρω με τον 8ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης (Μ.Υ).
Σημειώνουμε, εν πρώτοις, την καλά εδραιωμένη νομολογιακή αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο έργο της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Πολ. Έφεση 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288: ,
«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407).
Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244). Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»
Παραθέτουμε επίσης το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση , Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Έχουμε την άποψη, πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, τα συνακόλουθα ευρήματα αλλά και την αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση που βρίσκει έρεισμα και στα πρακτικά της διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς, τη μη αποδοχή της εκδοχής του εφεσείοντα 1 (Μ.Υ) για τα γεγονότα. Αιτιολόγησε επίσης επαρκώς γιατί έγινε αποδεκτή η εκδοχή των εφεσιβλήτων ότι η κατοικία όφειλε να οικοδομηθεί, στη βάση συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών σχεδίων και της σχετικής άδειας οικοδομής. Σημειώνουμε επί του προκειμένου ότι η επίδικη συμφωνία αναφέρεται σε πώληση οικίας υπό κατασκευή. Ούτε υπάρχει σχετικό πρωτόδικο εύρημα ότι η κατοικία είχε ή όχι ολοκληρωθεί κατά την σύναψη της συμφωνίας. Στοιχείο που εν πάση περιπτώσει είναι άσχετο αφού η υποχρέωση συμμόρφωσης με τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τις άδειες οικοδομής, δεν ατονεί αν η κατοικία για την οποία συνήφθη η σύμβαση δεν ήταν ολοκληρωμένη.
Όσον αφορά την επιστολή των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες που αναφέρεται στον 7ο λόγο έφεσης (τεκμήριο 27), κρίνουμε αιτιολογημένη την πρωτόδικη κρίση ότι αυτή η επιστολή σηματοδότησε την αρχή της απαίτησης των εφεσιβλήτων αφού περιείχε σημαντικό μέρος των κακοτεχνιών που οι εφεσίβλητοι διαπίστωσαν, αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στην επίδικη οικία.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την αξιολόγηση της μαρτυρίας γενικότερα, και ειδικότερα, στην αιτιολογία που έδωσε για απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ, αλλά και στην κατάληξη του ως προς την μη συμμόρφωση με τα αρχιτεκτονικά σχέδια κατά την οικοδόμηση της οικίας και την έναρξη της απαίτησης των εφεσιβλήτων με την πιο πάνω επιστολή (τεκμήριο 27).
Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 1, 7 και 8 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Με τον 2ο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η αποδοχή του Μ.Ε.3 ως εμπειρογνώμονα και στη βάση αυτής, τα ευρήματα του περί ύπαρξης κακοτεχνιών, που συνδέονταν με πράξεις και παραλείψεις των εφεσειόντων. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Μ.Ε.3 δεν είχε κάμει ποτέ στην επαγγελματική του καριέρα άλλη εκτίμηση και αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία του ως εκτιμητή. Επιπλέον η έκθεση που ετοίμασε, ήταν μετά από μια απλή επίσκεψη του στην επίδικη κατοικία, σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο από την παράδοση της.
Τα ίδια αναφέρονται και στον 3ο λόγο έφεσης, αναφορικά με τον έτερο εμπειρογνώμονα των εφεσιβλήτων (Μ.Ε.5). Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε την μαρτυρία του Μ.Ε.5 ως εμπειρογνώμονα και στη βάση αυτής της αποδοχής, προέβη σε ευρήματα ως προς την ύπαρξη κακοτεχνιών, καθώς και για την αξία επιδιόρθωσης τους. Ισχυρίζονται μεταξύ άλλων επί του προκειμένου ότι ο Μ.Ε.5 στηρίχθηκε στην έκθεση που ετοίμασε ο Μ.Ε.3, ο οποίος δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτός ως εμπειρογνώμονας και του οποίου η έκθεση ετοιμάστηκε με ασαφή και αόριστο τρόπο.
Η προσέγγιση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, έχει αναλυθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. (1989) 1 C.L.R 1, (1990) 1 Α.Α.Δ 984, (1982) 1 Α.Α.Δ 41 και (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ 746).
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη - Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές 2014 στη σελίδα 276, για να καταθέσει κανείς ως πραγματογνώμονας πρέπει να καταδείξει ότι η μαρτυρία του είναι αναγκαία για την υπόθεση και ότι κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα για κάτι τέτοιο. Τούτο αποφασίζεται από το Δικαστήριο μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας και εξέτασης των γνώσεων και εμπειρίας του μάρτυρα, στο συγκεκριμένο θέμα που καλείται να καταθέσει.
Σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία θα πρέπει πρώτα το Δικαστήριο να πεισθεί ότι ο μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα που καταθέτει και στη συνέχεια να εξετάσει αν με τη μαρτυρία του, έχει δώσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια, έτσι ώστε να το καταστήσει ικανό να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του, προκειμένου να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία. Σημειώνεται επίσης ότι η εκτίμηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα δεν διαφέρει από την αντιμετώπιση άλλων μαρτύρων. Μόνο που η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει τόση σπουδαιότητα για την διαπίστωση της αξιοπιστίας του, παρόλο που παραμένει ένα από τα στοιχεία για να κριθεί η αξία της γνώμης του.
Σχετική είναι η υπόθεση (1992) 1 Α.Δ.Δ. 875, όπου επιβεβαιώθηκε ότι και στην αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων, ισχύει η πάγια νομολογιακή αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτυρίας, εκτός αν αυτή φαίνεται εξ αντικειμένου ανυπόστατη ή όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Έγινε ειδική παραπομπή στην αγγλική υπόθεση [1992] 2 All E.R. 65, αναφορικά με την έκταση της αναθεώρησης των ευρημάτων αξιοπιστίας κατώτερων Δικαστηρίων όπου λέχθηκε ότι τα συμπεράσματα τους δεν είναι ανατρέψιμα αν ήταν:
«fairly open to the courts below on the evidence and it was impossible to say that they were wrong»
Σχετική είναι και η πιο πρόσφατη απόφαση (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, στην οποία αναφέρεται ειδικά, πότε ένα Εφετείο είναι δυνατόν να παρέμβει στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα και απέρριψε την μαρτυρία ενός άλλου. Πολ. Πολ. Έφεση 47/2015, ημ. 1/12/2023, όπου γίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο ανακεφαλαίωση των πιο πάνω αρχών, ως προς την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Στην εν λόγω απόφαση, γίνεται επίσης παραπομπή στην υπόθεση
Στην πιο πάνω απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή στο σύγγραμμα Phipson on Evidence 13 Ed. para. 2735 και στην αγγλική υπόθεση R [1981] 2 All E 21, τόνισε ότι σπάνια το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση εμπειρογνώμονα, εκτός αν υπάρχει εμφανές σφάλμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αναφέρθηκαν συγκεκριμένα τα εξής στην υπόθεση (ανωτέρω):
«Μια και μιλούμε για τη μαρτυρία των ειδικών κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε εδώ στην αρχή ότι ένα Εφετείο είναι απρόθυμο να επέμβει σε ευρήματα του εκδικάζοντος Δικαστή με τα οποία προτίμησε τη μαρτυρία ενός ειδικού από τον άλλο, παρόλο που η συμπεριφορά του ειδικού μάρτυρα δεν είναι τόσο σημαντική για τους σκοπούς της εκτίμησης της αξιοπιστίας όπως είναι στην υπόθεση ενός μάρτυρα πάνω σε γεγονότα. Οπωσδήποτε όμως ένα Εφετείο θα είναι έτοιμο να παρέμβει αν ο Δικαστής έχει σαφώς σφάλει.»
Στην παρούσα περίπτωση, το παράπονο των εφεσειόντων αναφορικά με τον Μ.Ε.3, σχετίζεται κυρίως με την κατ’ ισχυρισμό απειρία του αφού η υπό κρίση εκτίμηση, ήταν η πρώτη της καριέρας του.
Όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα νομολογία, για να κριθεί ένας μάρτυρας ως εμπειρογνώμονας, απαιτείται να έχει τα αναγκαία επιστημονικά προσόντα που να τον καταστούν ικανό έτσι ώστε να διαφωτίσει το Δικαστήριο για τα επίδικα ζητήματα της υπόθεσης. Είναι σημαντικό να αποδειχθεί ότι ο εμπειρογνώμονας, έχει αποκτήσει είτε κατόπιν σπουδών, είτε λόγω εμπειρίας, επαρκή γνώση του αντικειμένου ώστε η γνώμη του να καθίσταται πολύτιμη (of value) στην επίλυση των επίδικων θεμάτων (βλ. (2013) 2 Α.Α.Δ 110). ,
Όπως έχει νομολογηθεί, η πραγματογνωμοσύνη καταδεικνύεται εκτός από την απόδειξη των ακαδημαϊκών γνώσεων και ως αποτέλεσμα απόδειξης της σχετικής μελέτης και πείρας του μάρτυρα, στο σχετικό ζήτημα για το οποίο καταθέτει. Όμως, η πείρα αποκτά μεγαλύτερη σημασία στις περιπτώσεις όπου δεν καταδεικνύονται ακαδημαϊκές γνώσεις αφού σύμφωνα με την νομολογία, ένας μάρτυρας μπορεί να χαρακτηριστεί ως εμπειρογνώμονας στο ζήτημα που καταθέτει ακόμη και αν δεν έχει τα ακαδημαϊκά προσόντα αν αποδειχθεί η μεγάλη πείρα του επί του θέματος (βλ. επίσης Ηλιάδη & Σάντη - Το Δίκαιο της Απόδειξης ανωτέρω στις σελ. 575 - 587).
Η βασική νομολογιακή αρχή όμως, είναι ότι μια μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα, όταν προέρχεται από επιστήμονα, στο πλαίσιο της επιστημοσύνης του, σε συνδυασμό βέβαια με την μελέτη και πείρα του επί του θέματος (βλ. Ποιν. Έφεση 162/2014, 02/05/2017), ECLI:CY:AD:2017:B154. Στο πιο πάνω σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη - Το Δίκαιο της Απόδειξης στην σελίδα 575, γίνεται παραπομπή στην αγγλική απόφαση (1782) 3 Dong KB 157-15.4.13, στην οποία έγινε αποδεκτή μαρτυρία από Μηχανικό που είχε ασχοληθεί με κατασκευή λιμανιού, για να καταθέσει εάν ανάχωμα που κατασκευάστηκε για να εμποδίζει την εισροή θαλάσσιου νερού σε παρακείμενα χωράφια, συνέβαλε στην πρόκληση ζημιών σε διπλανό λιμάνι. Λέχθηκε χαρακτηριστικά ότι μια μαρτυρία δυνατόν να γίνει αποδεκτή, όταν προέρχεται από επιστήμονες στο πλαίσιο της επιστημοσύνης τους (by men of science within their own science ).
Στην παρούσα, ο Μ.Ε.3 κατέθεσε ότι είναι εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ από την ίδρυσή του και ασκεί το επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού από το 1991. Προκύπτει έτσι ότι κατά τη διενέργεια της εκτίμησης το 2009-2010, είχε ήδη 18 χρόνια εμπειρίας στο επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού, ενώ ανέφερε ότι έχει εργαστεί ως διευθυντής επίβλεψης σε μεγάλα έργα, τα οποία απαρίθμησε.
Κρίνουμε υπό τας περιστάσεις σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το γεγονός της μη προηγούμενης σύνταξης έκθεσης εκτίμησης παρόμοιας φύσης, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ότι ο Μ.Ε.3 στερείτο των απαραίτητων ακαδημαϊκών γνώσεων ή εμπειρίας για να καταθέσει ως προς την ύπαρξη των κατ’ ισχυρισμό κακοτεχνιών στην επίδικη οικία. Αντιθέτως, τόσο οι ακαδημαϊκές του γνώσεις όσο και η πολύχρονη πείρα του στο επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού, τον καθιστούσαν ειδικό επί του θέματος, για το οποίο κατέθεσε στο Δικαστήριο.
Τα ίδια ισχύουν και για τον Μ.Ε.5, ο οποίος κατέθεσε ότι είναι Πολιτικός Μηχανικός εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ και εργάζεται ως τεχνικός διευθυντής σε κατασκευαστική εταιρεία. Αφού αποφοίτησε με πτυχίο πολιτικής μηχανικής από το πανεπιστήμιο του Sunderland, ασκεί το επάγγελμα του ως Πολιτικός Μηχανικός στην Αγγλία, Μέση Ανατολή και στην Κύπρο από το 1972. Εγγράφηκε στο ΕΤΕΚ το έτος 2008, και είναι επίσης μέλος του Συμβουλίου Πολιτικών Μηχανικών (I.C.E.) τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Κύπρο. Υπό τας περιστάσεις, κρίνεται ως ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και ο Μ.Ε.5 θα μπορούσε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας, αναφορικά με την εκτίμηση του κόστους των εργασιών επιδιόρθωσης, για τις κακοτεχνίες που αναφέρονται στην έκθεση του Μ.Ε.3.
Αλλά και επί της ουσίας, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων (Μ.Ε.3 και Μ.Ε.5). Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση εμπειρογνώμονα, εκτός αν αυτή φαίνεται εξ αντικειμένου ανυπόστατη ή όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Στην παρούσα περίπτωση όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, η μαρτυρία των πιο πάνω εμπειρογνωμόνων αιτιολογήθηκε με επαγγελματική επάρκεια, παραπέμποντας σε αποδεικτικό υλικό που συνίστατο σε φωτογραφίες, αρχιτεκτονικά σχέδια, και τις προδιαγραφές κατασκευής της επίδικης κατοικίας.
Ενόψει τούτου, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.
Με τον 4ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι διεξήχθη δίκαιη δίκη και ότι οι εφεσείοντες δεν στερήθηκαν του δικαιώματος τους να λάβουν γνώση της ετοιμασίας των εκτιμήσεων που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι.
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι οι εκθέσεις των δύο εμπειρογνωμόνων (Μ.Ε.3 και Μ.Ε.5) που κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους, έγιναν χωρίς να ειδοποιηθούν οι εφεσείοντες σε οιονδήποτε στάδιο. Οι εκθέσεις των εν λόγω εμπειρογνωμόνων ήρθαν σε γνώση των εφεσειόντων, στο στάδιο πριν την ακρόαση της αγωγής και πολλά χρόνια μετά την ετοιμασία τους. Υπό τας περιστάσεις, ήταν αδύνατον οι εναγόμενοι να ετοιμάσουν οιανδήποτε απαντητική έκθεση, εφόσον οι εργασίες επιδιόρθωσης είχαν γίνει κάποια χρόνια πριν την καταχώρηση της αγωγής και πριν οι εφεσείοντες λάβουν γνώση των εκθέσεων των πραγματογνωμόνων.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι απουσιάζει συγκεκριμένη εισήγηση εκ μέρους των εφεσειόντων για το είδος της ζημιάς που υπέστησαν στην υπεράσπιση τους, λόγω της μη ειδοποίησης τους για την επίσκεψη στην επίδικη οικία των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.5 και την ετοιμασία των σχετικών εκθέσεων. Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται, οι εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα να επιθεωρήσουν την οικία οποτεδήποτε το ζητούσαν. Σημειώνεται ότι ούτε ο Μ.Υ κατέθεσε πως οι εφεσείοντες ζήτησαν οποτεδήποτε να μεταβούν στην επίδικη οικία για τέτοιο σκοπό και τους απαγορεύθηκε. Ούτε τίθεται ζήτημα αντικειμενικής δυσκολίας για επιθεώρηση της κατάστασης από τους εφεσείοντες μετά την παρέλευση αρκετού χρόνου, αφού σύμφωνα με την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μικρό μόνο μέρος επιδιορθώσεων των κακοτεχνιών πραγματοποιήθηκε, μέχρι και την ακροαματική διαδικασία.
Ήταν περαιτέρω επιλογή των εφεσειόντων να μην προβούν σε ανάλογη έκθεση με αυτήν που ετοίμασαν ο Μ.Ε.3 και ο Μ.Ε.5, όπως επίσης, δικαίωμα τους ήταν να μην παρουσιάσουν ως μάρτυρα τον Αρχιτέκτονα του έργου που θα μπορούσε να αντικρούσει την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων των εφεσιβλήτων. Σημειώνεται επιπλέον ότι οι εφεσείοντες πήραν αντίγραφο των εν λόγω εκθέσεων των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.5, και στη βάση αυτών, τους αντεξέτασαν κατά την δίκη, προβάλλοντας τις δικές τους θέσεις.
Πολύ ορθά ενόψει των πιο πάνω, απορρίφθηκε η θέση των εφεσειόντων για παραβίαση του δικαιώματος τους για δίκαιη δίκη. Ως αποτέλεσμα, και ο 4ος λόγος έφεσης, απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Με τον 5ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες, υπήρξαν αμελείς ως προς την διεκπεραίωση των συμβατικών υποχρεώσεων τους προς τους εφεσίβλητους. Στην αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, αναφέρεται ότι η αγωγή καταχωρήθηκε μετά την πάροδο 3 ετών από την ολοκλήρωση της βάσης της αξίωσης των εφεσιβλήτων, και ως εκ τούτου η απαίτηση στην βάση αγωγής για αμέλεια είχε παραγραφεί. Υποστηρίχθηκε επί του προκειμένου ότι η παραγραφή είναι θέμα δημόσιας τάξης και έστω και αν δεν περιλαμβανόταν στην υπεράσπιση των εφεσειόντων, θα έπρεπε να είχε εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Εν πρώτοις, σημειώνουμε ότι το κύριο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφορά την ύπαρξη ζημιάς στην βάση αγωγής για παράβαση της επίδικης σύμβασης εκ μέρους των εφεσειόντων. Η αναφορά και σε αμέλεια των εφεσειόντων, έγινε εκ του περισσού και σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει το εύρημα για ζημιά των εφεσιβλήτων στην βάση αγωγής για παράβαση σύμβασης.
Ανεξαρτήτως τούτου, είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων ότι το αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται θεμελιωμένο και ο χρόνος της παραγραφής ξεκινά να προσμετρά, από την στιγμή που επισυμβαίνει μία κατάσταση γεγονότων που δίνει το δικαίωμα σε ένα δυνητικό ενάγοντα να επιτύχει θεραπεία εναντίον ενός δυνητικού εναγομένου ((1978) 1 C.L.R. 257). Σύμφωνα δε με το Άρθρο 68 (β) του Κεφ. 148 που εφαρμοζόταν κατά την επίδικη περίοδο, η παραγραφή δεν ξεκινά να μετρά «αν το αστικό αδίκημα προκαλεί νέα ζημιά κατά εξακολούθηση από μέρα σε μέρα, εντός τριών ετών από την κατάπαυση αυτής»
Στην προκειμένη περίπτωση, τον Ιούνιο του 2007, ήτοι ένα μήνα μετά την μετακόμιση στην επίδικη οικία, οπόταν και φάνηκαν οι πρώτες ζημίες στο ακίνητο, μέχρι και την ετοιμασία της έκθεσης για τις συνολικές ζημίες, διαφάνηκε ότι είχαν προκληθεί και άλλες, που οφείλονταν σε παραλείψεις και αμέλεια των εφεσειόντων. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το αδίκημα της αμέλειας είχε παραγραφεί στις 05/11/2010 που καταχωρήθηκε η υπό κρίση αγωγή.
Ανεξαρτήτως τούτου, επαναλαμβάνεται ότι, όπως πολύ σωστά υποδεικνύει και η συνήγορος των εφεσιβλήτων στην αγόρευση της, τυχόν εύρημα για παραγραφή του αστικού αδικήματος της αμέλειας, δε θα επηρέαζε την πρωτόδικη απόφαση, καθώς η επιδίκαση των αποζημιώσεων δεν έγινε στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας, αλλά στη βάση της παράβασης από τους εφεσείοντες, της μεταξύ των μερών σύμβασης.
Ως εκ τούτου και ο 5ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 6ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβη σε εύρημα ότι η συμβατική ευθύνη των εφεσιβλήτων δεν περιοριζόταν στους 12 μήνες και ότι οιαδήποτε ειδοποίηση μεταξύ των μερών δεν ήταν αναγκαίο να γίνει όπως προέβλεπε η μεταξύ των μερών συμφωνία, με συστημένο ταχυδρομείο.
Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η μέθοδος απαίτησης για συμβατική ευθύνη, ήταν σαφής στην ίδια την επίδικη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ρητά ότι οιαδήποτε σχετική ειδοποίηση μεταξύ των μερών θα δινόταν εντός 12 μηνών από την παράδοση, με συστημένο ταχυδρομείο. Υποδεικνύεται από τους εφεσείοντες ότι κατά παράβαση του πιο πάνω όρου, καμία ειδοποίηση δεν δόθηκε από τους εφεσίβλητους με τον προβλεπόμενο στην επίδικη συμφωνία τρόπο.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Ο όρος 4(e) της επίδικης συμφωνίας που επικαλούνται οι εφεσείοντες, προνοεί ότι οι εφεσείοντες εγγυώνται για περίοδο 12 μηνών από την παράδοση της κατοχής του ακινήτου, την καλή ποιότητα κατασκευής και ότι θα επισκευάσουν χωρίς χρέωση οποιοδήποτε ελάττωμα ή ατέλεια που οφείλεται σε ή προκαλείται από κακή κατασκευή.
Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο πιο πάνω συμβατικός χρόνος των 12 μηνών, αφορούσε την περίοδο εγγύησης που οι εφεσείοντες ανέλαβαν για να επιδιορθώσουν κακοτεχνίες χωρίς να επιβαρύνουν τους εφεσίβλητους. Δεν συμφωνήθηκε δηλαδή ότι οι εφεσείοντες θα απαλλάσσονταν για τυχόν κακοτεχνίες, αν αυτές δεν εγείρονταν εντός 12 μηνών από την παράδοση της οικίας.
Ανεξαρτήτως τούτου, όπως πολύ ορθά επίσης επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η θέση των εφεσειόντων ότι δεν εγέρθηκε από τους εφεσίβλητους εντός των 12 μηνών, οποιαδήποτε απαίτηση για κακοτεχνίες. Αντιθέτως, διαφαίνεται μέσα από τα πρωτόδικα ευρήματα ότι πολύ νωρίς ο εφεσίβλητος 1, απέστειλε μέσω των δικηγόρων του στον εφεσείοντα 1, επιστολή (τεκμήριο 27) που περιλάμβανε κάποια οικοδομικά προβλήματα και κακοτεχνίες προς επιδιόρθωση, που αρχικά εντοπίστηκαν στην οικία. Δεν επηρεάζει την απαίτηση των εφεσιβλήτων, το γεγονός ότι δεν συμπεριλαμβάνονται στην επιστολή αυτή όλες οι αξιώσεις, αφού το σύνολο των κακοτεχνιών παρουσιάστηκαν και εντοπίστηκαν μετά την κατοίκηση στην οικία. Όπως πολύ σωστά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση, κάποιες κακοτεχνίες αφορούν σε ζητήματα που δεν ήταν αναμενόμενο να εμφανισθούν από το πρώτο χρονικό διάστημα κατοίκησης της οικίας.
Ορθή είναι επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γεγονός ότι η επιστολή - τεκμήριο 27 δεν στάλθηκε με συστημένο ταχυδρομείο δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού σκοπός του συγκεκριμένου συμβατικού όρου, ήταν η απόδειξη για την παραλαβή οποιασδήποτε ειδοποίησης. Και στην παρούσα περίπτωση ο Μ.Υ αποδέχθηκε ότι παρέλαβε το τεκμήριο 27, ανεξαρτήτως αν αυτό δεν στάλθηκε με συστημένο ταχυδρομείο.
Ως εκ τούτου, και ο 6ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Με τον 9ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται για την επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας εναντίον τους.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τον πιο πάνω λόγο έφεσης. Σύμφωνα με τη νομολογία, το αποτέλεσμα της δίκης συνιστά τον βασικό παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για επιδίκαση των εξόδων. Σχετική είναι, μεταξύ άλλων, η υπόθεση (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1566, στην οποία λέχθηκε ότι όταν δεν συντρέχουν ικανοί λόγοι προς το αντίθετο, τα έξοδα πρέπει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Στην παρούσα περίπτωση, κρίνουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί από τους εφεσείοντες, κανένας λόγος που να δικαιολογεί την στέρηση από τους εφεσίβλητους που ήταν οι επιτυχόντες διάδικοι, των δικηγορικών εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ τους στην πρωτόδικη διαδικασία.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα της παράβασης των συμβατικών όρων εκ μέρους των εφεσειόντων αλλά και της παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας τους, στην κατασκευή της επίδικης οικίας, πολύ ορθά και με επαρκή αιτιολογία, αποδέχθηκε την θέση των εφεσιβλήτων για τα πιο κάτω:
· Την ύπαρξη των οικοδομικών ελαττωμάτων και κακοτεχνιών που παρουσιάστηκαν στην επίδικη οικία μετά που κατοίκησαν σε αυτή οι εφεσίβλητοι, μέρος των οποίων προωθήθηκαν προς τους εφεσείοντες τον Ιούνιο του 2007 μέσω της επιστολής – απαίτησης τους, τεκμήριο 27.
· Ότι ο Μ.Υ αποδέχθηκε με την κατάθεση του στο πρωτόδικο Δικαστήριο την ύπαρξη αυτών των κακοτεχνιών στην επίδικη οικία χωρίς να παρουσιάσει καμία πειστική εξήγηση ως προς την αιτία τους.
· Οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν καμία μαρτυρία ούτε από τον Αρχιτέκτονα - Μηχανικό του έργου ή οποιονδήποτε άλλο εμπειρογνώμονα, προκειμένου να αντικρούσουν την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων των εφεσιβλήτων (Μ.Ε.3 και Μ.Ε.5), με την οποία τεκμηριώθηκε η ύπαρξη των κακοτεχνιών στην επίδικη οικία και το κόστος αποκατάστασης τους.
· Οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν μαρτυρία για να αντικρούσει ή διαφωτίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, περί του αντιθέτου, σε όσα έθεσαν οι εφεσείοντες υποστηρίζοντας την εκδοχή τους και γενικότερα οι θέσεις των εφεσειόντων δεν υποστηρίχθηκαν από αξιόπιστη μαρτυρία και ως εκ τούτου παρέμειναν μετέωρες.
Επιπλέον, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, τις θέσεις των εφεσειόντων περί παραγραφής του αστικού αδικήματος της αμέλειας και περί παραβίασης τους δικαιώματος τους για δίκαιη δίκη.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης €2.750,00 πλέον ΦΠΑ, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο