ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΧΙΤΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 253/2024, 28/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΧΙΤΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 253/2024, 28/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 253/2024)

 

28 Μαΐου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΧΙΤΗΣ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑----------------

Α. Αλεξάνδρου με Ε. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα

Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η


        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος παραδέχθηκε πρωτοδίκως έξι κατηγορίες που αφορούσαν σε διάρρηξη κατοικίας κατά παράβαση του Άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.») (Κατηγορία 1), κλοπή από κατοικία κατά παράβαση του Άρθρου 266(β) του Π.Κ. (Κατηγορία 2), κακόβουλη βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Π.Κ. (Κατηγορία 5), είσοδο σε ξένη περιουσία με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του Άρθρου 280 του Π.Κ. (Κατηγορία 6), μεταφορά μαχαιριού εκτός της κατοικίας του κατά παράβαση του Άρθρου 82(2) του Π.Κ. (Κατηγορία 7) και μεταφορά επιθετικού όπλου κατά παράβαση του Άρθρου 3(1) του περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμου Κεφ. 159. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως στις Κατηγορίες 1, 2, 5, 7 και 8 με μεγαλύτερη αυτή της 18μηνης φυλάκισης στην 1η Κατηγορία. Επιπλέον διατάχθηκε η ενεργοποίηση εξάμηνης ποινής φυλακίσεως από προηγούμενη ανασταλείσα ποινή φυλακίσεως 30 μηνών.

 

        H πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με έξι Λόγους Έφεσης, ήτοι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:  (α) Επέβαλε έκδηλα υπερβολική ποινή και δεν απέδωσε ουσιαστικά βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του (Λόγος Έφεσης 1), (β) Έκανε λανθασμένη αναφορά σε αυθεντίες ανόμοιες με τα γεγονότα της υπόθεσης και θεώρησε εσφαλμένα ότι επέβαλλε ποινή για αδίκημα διάρρηξης εν καιρώ νυκτός (Λόγος Έφεσης 2), (γ) Έκρινε λανθασμένα ότι ο Εφεσείων ενήργησε με προσχεδιασμό (Λόγος Έφεσης 3), (δ) Ενήργησε κατά παράβαση των αρχών της Νομολογίας (Λόγος Έφεσης 4), (ε) Έσφαλε στην απόφαση του να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης (Λόγος Έφεσης 5), και (στ) Λανθασμένα κατέληξε σε ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής φυλάκισης (Λόγος Έφεσης 6).

 

        Όπως μπορεί να συναχθεί από τα πρακτικά, τα γεγονότα που περιβάλλουν τις Κατηγορίες είναι τα ακόλουθα:

 

        Στις 25.9.2024 ενώ ο παραπονούμενος απουσίαζε από την οικία του, έλαβε μήνυμα στο κινητό του από κάμερα που ευρίσκετο εντός του υπνοδωματίου για ανίχνευση κίνησης. Διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων προσπαθούσε να εισέλθει στην οικία του. Επιστρέφοντας σε αυτήν διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων βρισκόταν όντως εντός της οικίας, από την οποία έκλεψε μια απόδειξη χειρόγραφη, δύο τραπεζικές κάρτες, ένα τροφοδοτικό ισχύος (powerbank) με το σύρμα του, διάφορα γραμματόσημα και παλαιά κέρματα, δύο νομίσματα  των 500 μιλς (συλλογή) και μία γυναικεία τσάντα, όλα συνολικής αξίας €80. Ο Εφεσείων τράπηκε σε φυγή αλλά ανεκόπη και περιορίστηκε από πολίτες σε απόσταση περίπου 100μ., όπου και αναγνωρίστηκε από τον παραπονούμενο. Στην κατοχή του Εφεσείοντος εντοπίστηκε μαχαίρι μήκους 11εκ., ενώ στην προσπάθεια του να εισέλθει στην οικία του παραπονούμενου προκάλεσε ζημιά ύψους €35 στο παράθυρο του μπάνιου. Αφού συνελήφθη, ο Εφεσείων απολογήθηκε στον παραπονούμενο και προέβη σε θεληματική κατάθεση αναφέροντας ότι ο λόγος που τον ώθησε στη συγκεκριμένη πράξη ήταν οι οικονομικές δυσκολίες και υποχρεώσεις προς άλλα άτομα.

 

        Ο Εφεσείων βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες, ήτοι: (α) στην υπόθεση υπ. αρ. 4426/23 ημερ. 23.6.2023 που αφορούσε, μεταξύ άλλων, αδικήματα κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια, όπου του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως με ψηλότερη αυτή των 16 μηνών με τριετή αναστολή εκτέλεσης, και (β) στην υπόθεση υπ’ αρ. 2733/22 ημερ. 28.2.2024 που περιελάμβανε αδικήματα ληστείας, κακόβουλης ζημιάς και οπλοφορίας και επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές με μεγαλύτερη αυτή των 30 μηνών με τριετή αναστολή εκτέλεσης. Προκύπτει κατ’ επέκταση ότι ο Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα της υπό κρίση υπόθεσης μέσα στην περίοδο ισχύος και των δύο πιο πάνω αναστολών.

 

        Τα αδικήματα που διέπραξε ο Εφεσείων είναι σοβαρά, ιδιαίτερα αυτό της διάρρηξης για το  οποίο  η προβλεπόμενη ποινή στο Άρθρο 292(α) του Π.Κ. είναι αυτή της φυλάκισης μέχρι 7 έτη.

 

        Με τον Λόγο Έφεσης 2 ο Εφεσείων παραπέμπει σε απόσπασμα της πρωτόδικης Απόφασης από το οποίο φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως ο Εφεσείων αντιμετώπιζε αδίκημα διάρρηξης εν καιρώ νυκτός. Είναι γεγονός ότι στη σελ. 16 της Απόφασης υπάρχει τέτοια αναφορά κατά τον σχολιασμό σχετικής νομολογίας, η οποία και αποτελεί σφάλμα. Παρά ταύτα, στη σελ. 5 της Απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει ότι το αδίκημα της διάρρηξης «τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης 7 ετών» (που είναι ορθό) ενώ στην σελ. 9 καταγράφει ρητά ότι ο Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα κατά τη διάρκεια της μέρας. Διαφοροποιείται, συνεπώς, η παρούσα από την Γενικός Εισαγγελέας ν. Al Shuraani κ.ά., Ποιν. Έφ. 166/2024 κ.ά., ημερ. 19.12.2024, όπου το εκεί πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή του επίδικου αδικήματος.

 

        Κατ’ επέκταση θεωρούμε ορθό όπως προχωρήσουμε να εξετάσουμε την επιβληθείσα ποινή με βάση τους λοιπούς Λόγους Έφεσης για να εξεταστεί κατά πόσον το προαναφερόμενο σφάλμα επηρέασε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την επιμέτρηση της. Επαναλαμβάνουμε στο σημείο αυτό την καλά νομολογημένη αρχή ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής αλλά απλώς εξετάζει το κατά πόσον αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, με εξουσία επέμβασης να παρέχεται μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα υπερβολική είτε έκδηλα ανεπαρκής (βλ. μεταξύ άλλων Ττόκκαλλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 264/23, ημερ. 19.7.2024).

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι ελαφρυντικοί παράγοντες και ιδιαίτερα το νεαρό της ηλικίας του, αφού πρόκειται για άτομο γεννηθέν το 2003. Ήταν η θέση του ότι στις περιπτώσεις νεαρών προσώπων προέχει η αναμόρφωση.

 

        Πράγματι όπου Δικαστήριο έχει ενώπιον του νεαρό παραβάτη, δέον όπως λαμβάνει υπόψη και την ανάγκη για παροχή σε αυτό ευκαιρίας να αναμορφωθεί. Το νεαρό της ηλικίας, όμως, δεν μπορεί να συνεχίζει να αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα όταν ο παραβάτης δεν φαίνεται να δράττεται των ευκαιριών που του δίδονται από τα Δικαστήρια. Όπως εν προκειμένω. Ο Εφεσείων, μόλις 20 ετών, βρέθηκε ήδη ενώπιον Δικαστηρίου δύο φορές για σοβαρά αδικήματα που διέπραξε το 2022 και το 2023 αντίστοιχα. Τα Δικαστήρια έδωσαν δις την ευκαιρία σε αυτόν να αναμορφωθεί αναστέλλοντας τις ποινές φυλακίσεως που του επιβλήθηκαν. Αντί ο Εφεσείων να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία αυτή, διέπραξε τα αδικήματα της παρούσας μέσα στην περίοδο δύο συντρεχουσών αναστολών. Ορθά, συνεπώς, ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων δεν μπορεί να προσβλέπει στην ίδια επιείκεια του Δικαστηρίου όπως εάν αυτός ήταν λευκού ποινικού μητρώου.

 

        Όπως λέχθηκε στην Ioannou a.o. v. The Police (1986) 2 C.L.R. 149:

 

        As may be gathered from the previous convictions of appellant 2 for similar offences, five in number (excluding the last one of 22nd June, 1985, recorded after the present offence), Courts showed considerable sympathy and understanding to the problems of the appellant and a fair degree of toleration. He was sent for a period to the Reform School; he was fined as well as bound over on another occasion to come up for judgment. Regrettably the understanding shown by the Court to the appellant did not have the anticipated effect of helping him reform his ways and conform to the dictates of the law. In face of this reality and persistence of appellant 2 in the pursuit of criminal ventures his imprisonment was not only an obvious but perhaps an unavoidable course. Still, short enough to allow the appellant to rejoin society after a true taste of the punishment likely to befall him in case of future repetition”.

 

        Όπως λέχθηκε και πολύ πρόσφατα στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 15/2024, ημερ. 20.5.2025 με αναφορά στο σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση του Γ. Μ. Πική, σελ. 88:

 

        «…σε νεαρά άτομα προέχει ισχυρή η ανάγκη για αναμόρφωση παρά η τιμωρία εφόσον το ενδεχόμενο αναμόρφωσης τους είναι συγκριτικά μεγαλύτερο απ’ ό,τι σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, ιδιαίτερα όταν δεν βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες... Από την άλλη, στο εν λόγω σύγγραμμα αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δεν θα διστάσει να επιβάλει πολυετείς ποινές φυλάκισης σε αδικοπραγούντες νεαρής ηλικίας εάν αυτό επιβάλλει η σοβαρότητα και οι περιστάσεις διάπραξης του εγκλήματος (βλ. μεταξύ άλλων Menelaou a.o. v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 146, Φαναράς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την άμεση παραδοχή και την απευθείας συγγνώμη του Εφεσείοντα προς τον παραπονούμενο, τον οποίο και αποζημίωσε πλήρως. Όσον αφορά στην απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά και την ψυχική του υγεία, κατέγραψε ότι αποτελούν παράγοντες μετριαστικούς. Όπως αναφέρθηκε στην Αλιχανίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 45/24, ημερ. 29.11.2024, που επίσης αφορούσε σε αδικήματα διάρρηξης και κλοπής:

 

        «Σε σχέση με το ότι ο Εφεσείων ήταν χρήστης ναρκωτικών άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση Piliev ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 587 υποδεικνύοντας ορθά ότι το γεγονός πως εγκλημάτησε κατά της περιουσίας των παραπονούμενων με σκοπό να ικανοποιήσει τον εθισμό του δεν αποτελούσε ελαφρυντικό παράγοντα. Για την απεξάρτηση του Εφεσείοντος από τα ναρκωτικά κατέγραψε ότι:

 

               «Τα Δικαστήρια πάντοτε επικροτούν οποιαδήποτε προσπάθεια απεξάρτησης ή αναμόρφωσης του δράστη, σε όποιο χρονικό στάδιο και (sic) αυτή επέλθει, όμως αυτή συνεκτιμάται με όλους τους υπόλοιπους παράγοντες και κυρίως δεν εξαλείφει την αξιόποινη συμπεριφορά».

 

        Η αντιμετώπιση αυτή συνάδει με τη Νομολογία (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513 και Ττόκαλος ν. Αστυνομίας (ανωτέρω))».

 

        Όσον αφορά στο κατά πόσο υπήρξε προσχεδιασμός, εύλογη κρίνουμε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γεγονός πως ο Εφεσείων προτού εισέλθει στην κατοικία του παραπονούμενου προκάλεσε κακόβουλη ζημιά σε παράθυρο αυτής, με αντικείμενο το οποίο είχε προνοήσει να κρατά, ακριβώς με σκοπό να το σπάσει ώστε να εισέλθει στην κατοικία για να κλέψει, κατέρριπτε τη θέση που προέβαλε η Υπεράσπιση ότι ο Εφεσείων είχε δράσει εντελώς παρορμητικά. Την κατάληξη αυτή δικαιολογούσε και η θέση της Υπεράσπισης ότι ο Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα λόγω του ότι χρωστούσε χρήματα και δεχόταν πιέσεις από άτομα του κύκλου των ναρκωτικών ουσιών και προχώρησε στην διάπραξη των αδικημάτων ένεκα του ότι τα χρήματα που κέρδιζε από την εργασία του δεν αρκούσαν. Πράγμα το οποίο αφ’ εαυτού επιβεβαίωνε την ύπαρξη  προσχεδιασμού. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απεναντίας θεωρούμε ότι ήταν καθόλα επιτρεπτή.

 

        Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματα έχει τονιστεί επανειλημμένα στη Νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Αλιχανίδης  ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) και Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/24, ημερ. 19.7.2024). Ιδιαίτερα για το αδίκημα της διάρρηξης, από τη Νομολογία προκύπτει η επιβολή πολυετών ποινών φυλάκισης (βλ. Τσιλικίδης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 272, Hussein v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/2018, ημερ. 31.5.2019, Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 210/2018, ημερ. 10.5.2019). Όπως λέχθηκε στην Hussein (πιο πάνω):

 

        «Υπάρχει πλούσια νομολογία στην οποία τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

 

        Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016 που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:

 

               «Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824)».

 

        Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα επαναλήφθηκε και στην πρόσφατη υπόθεση Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 210/18 ημερ. 10/5/2019, όπου αναφέρθηκε επίσης ότι σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής».

 

        Στη βάση των όσων καταγράφονται πιο πάνω δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι οι επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές των 18, 12, 4, 1 και 2 μηνών στα αδικήματα της διάρρηξης, κλοπής από κατοικία, κακόβουλης βλάβης, μεταφοράς μαχαιριού εκτός κατοικίας και μεταφοράς επιθετικού όπλου αντίστοιχα ήταν έκδηλα υπερβολικές. Ούτε και προκύπτει να έχει επηρεάσει στην επιμέτρηση της ποινής το σφάλμα που αναγράφεται πιο πάνω και προσβάλλεται με τον Λόγο Έφεσης 2.

 

        Έπεται πως οι Λόγοι Έφεσης 1 έως 4 δεν μπορούν να πετύχουν.

 

        Με τον Λόγο Έφεσης 5 προσβάλλεται η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης. Εισηγείται ότι ενόψει ιδιαίτερα του νεαρού της ηλικίας του Εφεσείοντα, η παρούσα ήταν κατάλληλη περίπτωση για τέτοια κατάληξη.

 

        Όπως λέχθηκε στην Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) η απόφαση για αναστολή της ποινής φυλάκισης ανάγεται στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το πεδίο επέμβασης του Εφετείου είναι περιορισμένο. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης εξηγούνται στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930.

 

        Στην υπό κρίση περίπτωση στον Εφεσείοντα είχε ήδη δοθεί δύο φορές το ευεργέτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης και μάλιστα πρόσφατα, αλλά αυτός συνέχισε την διάπραξη αδικημάτων. Θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η δυνατότητα αναστολής ποινής φυλάκισης μειώνεται σημαντικά όπου επιβάλλεται η επιβολή ποινής αποτρεπτικού χαρακτήρα και ότι οι μετριαστικοί παράγοντες είχαν ήδη ληφθεί υπόψη με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής. Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε πεδίο για επέμβαση μας.

 

        Στρεφόμενοι τέλος στην ενεργοποίηση μέρους  από την ανασταλείσα ποινή φυλακίσεως στην υπόθεση με αρ. 2733/22, θα λέγαμε ότι αυτή ενδείκνυτο. Παραθέτουμε προς τούτο απόσπασμα από την απόφαση Ττόκκαλου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

        «Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Βασιλειάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 409, ποινή φυλάκισης με αναστολή είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς. Η αναστολή αναβάλλει την εκτέλεση της φυλάκισης αλλά δεν αλλοιώνει τη φύση της. Σε περίπτωση παράβασης των όρων αναστολής, το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αποφασίστηκε η αναστολή καταρρέει και ο λόγος για μη ενεργοποίηση της φυλάκισης εξαφανίζεται. Στην Louca v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 141, λέχθηκε ότι όταν γίνεται παράβαση των όρων της αναστολής, το πρωταρχικό ζήτημα που εγείρεται προς εξέταση είναι κατά πόσον η παράβαση αυτή είναι για οποιονδήποτε λόγο δικαιολογημένη ή η βαρύτητα μειώνεται εξαιτίας οποιωνδήποτε περιστατικών. Τονίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει εκ νέου την ορθότητα της ποινής φυλάκισης που είχε επιβληθεί, στην απουσία δε κατάλληλων περιστατικών που μειώνουν τη βαρύτητα της παράβασης των όρων της αναστολής, ενεργοποίηση πρέπει να διατάσσεται ως κανόνας. Όπως δε περαιτέρω τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να παραπονεθεί, διότι παραβαίνοντας τους όρους με τους οποίους η φυλάκιση αναστάληκε, υπολογισμένα ριψοκινδύνεψε την ελευθερία του την οποία και στερείται από δική του εσκεμμένη πράξη. Το Δικαστήριο επίσης οφείλει να λάβει υπόψη ότι η συνολική ποινή, δηλαδή η ποινή για τη βασική υπόθεση και η ενεργοποιημένη ποινή, δεν πρέπει να είναι υπερβολική.

 

        (βλ. και Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62).

 

        Σημειώνουμε επιπλέον ότι στη Χριστοφίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148 όπου κατηγορούμενος είχε διαπράξει αδικήματα παρόμοιας φύσης εντός της περιόδου αναστολής προηγούμενης ποινής φυλακίσεως, λέχθηκε ότι η ενεργοποίηση κάποιου μέρους της ποινής καθίστατο επιβεβλημένη ώστε να μην απωλέσει η φυλάκιση με αναστολή το νόημα της αλλά και για να μην εξασθενήσει ή να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητα της ως σωφρονιστικό μέτρο».

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι καμία ικανοποιητική δικαιολογία είχε δοθεί από τον Εφεσείοντα για την παράβαση των όρων αναστολής και ούτε υπήρχε ενώπιον του οτιδήποτε που να μείωνε την βαρύτητα της παράβασης ή να καθιστούσε την ενεργοποίηση έξι μηνών φυλάκισης άδικη, ή την συνολική ποινή υπερβολική. Συμφωνούμε ότι υπό τις περιστάσεις η μη ενεργοποίηση των ποινών φυλάκισης θα είχε ως αποτέλεσμα η φυλάκιση με αναστολή να χάσει το νόημα της και να εξουδετερωθεί η αποτελεσματικότητα της.

 

        Στην βάση των πιο πάνω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο