ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΙΔΗΣ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2018, 30/5/2025
print
Τίτλος:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΙΔΗΣ v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2018, 30/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2018)

 

30 Μαΐου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΙΔΗΣ   

Εφεσείοντας/Αιτητής

 

και

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Εφεσίβλητος/Καθ΄ου η αίτηση

 

------------------------------

 

Γιώργος Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Εφεσίβλητος προσωπικά.

 

 -------------------------------

 

                   ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 29/6/2018 με την οποία απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα/αιτητή με έξοδα εναντίον του και υπέρ του εφεσίβλητου/ καθ’ ου η αίτηση.

 

Με την αίτηση του («η Αίτηση»), την οποία καταχώρησε προσωπικά, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου που αποτελείται από ένα γραφείο με αρ. 101, το οποίο βρίσκεται στην οδό [  ], Μέγαρο [  ], στη Λευκωσία («το επίδικο υποστατικό») και αποπερατώθηκε πολύ πριν από το έτος 1999 και ευρίσκεται εντός ελεγχόμενης περιοχής για τους σκοπούς του περί Ενοικιοστασίου Νόμου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το επίδικο υποστατικό είχε ενοικιαστεί από τον εφεσίβλητο και κατεχόταν από αυτόν με προφορική συμφωνία ενοικίασης, η οποία έγινε την ή περί την 1/3/2001 και ότι το καταβαλλόμενο ως συμφωνηθέν ενοίκιο από 1/7/2010 ήταν €500,00 μηνιαίως. Το επίδικο υποστατικό κατεχόταν από τον εφεσίβλητο ως θέσμιος ενοικιαστής από μήνα σε μήνα. Ο εφεσείων την 27/11/2012 με συστημένη επιστολή του προς τον εφεσίβλητο, τον κάλεσε να πληρώσει τα οφειλόμενα ενοίκια. Ο εφεσίβλητος μέχρι την καταχώρηση της Αίτησης (21/1/2013) δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα ενώ κατά τη διάρκεια της ενοικίασης, συστηματικά δεν κατέβαλλε τα οφειλόμενα ενοίκια αναφορικά με το επίδικο υποστατικό.

 

Ο εφεσείων αξίωνε εναντίον του εφεσίβλητου το ποσό των €29.358,00 ως καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια αναφορικά με το επίδικο υποστατικό (€310,00 υπόλοιπο ενοικίου μηνός Οκτωβρίου 2006, €15.048,00 ενοίκια της περιόδου «από 1/11/2006 μέχρι 31/6/2010» ήτοι ενοίκια 44 μηνών προς €342,00 μηνιαίως, €14.000,00 ενοίκια της περιόδου «από 1/7/2010 μέχρι 30/10/2012» ήτοι ενοίκια 28 μηνών προς €500,00 μηνιαίως). Περαιτέρω αξίωνε €500,00 μηνιαίως από 1/11/2012 «ως ενδιάμεσα οφέλη ή ως ενοίκιο ή ως αποζημιώσεις ή ως διαφυγόντα κέρδη» μέχρι τη παράδοση του επίδικου υποστατικού σ’ αυτόν.

 

Ο εφεσίβλητος στην Απάντηση του, αρνούμενος τις αιτούμενες θεραπείες, ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε ποτέ θέσμιος ενοικιαστής του επίδικου ακινήτου και ότι, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν είχε αρμοδιότητα ή δικαιοδοσία να εκδικάσει την Αίτηση.  Όπως προέκυπτε από την Αίτηση, δεν υπήρχε ισχυρισμός για λήξη ή τερματισμό οποιασδήποτε πρώτης ενοικίασης ή οποιασδήποτε ειδοποίησης που δόθηκε για το σκοπό αυτό και επομένως δεν υπήρχαν εκείνα τα στοιχεία τα οποία να καταδεικνύουν την ύπαρξη θέσμιας ενοικίασης και θα θεμελίωναν δικαιοδοσία εκδίκασης της Αίτησης από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

 

 Περαιτέρω ή και διαζευκτικά ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία ήθελε αποδειχθεί ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είχε  αρμοδιότητα ή δικαιοδοσία να εκδικάσει την Αίτηση, δεν υπήρχε οποιοδήποτε οφειλόμενο στον εφεσείοντα ποσό ή οποιαδήποτε καθυστέρηση στην καταβολή οποιουδήποτε ποσού και εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε οποιαδήποτε σχέση ενοικίασης.

 

Περαιτέρω ή και διαζευκτικά των πιο πάνω, ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι είναι δικηγόρος και διατηρούσε συνεταιρισμό από το έτος 1992 μέχρι το έτος 2001 με τον επίσης δικηγόρο, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, Φ. Στροβολίδη, αδελφό του εφεσείοντα. Ο εφεσείων διατηρούσε τότε και εξακολουθούσε  έκτοτε να διατηρεί λογιστικό – ελεγκτικό γραφείο με συναφείς δραστηριότητες. Την περίοδο 1992 – 2012, ο εφεσίβλητος παρείχε με προσωπική του εργασία και χρόνο κατ’ εντολή του εφεσείοντα, σχεδόν επί καθημερινής βάσης, πολλές νομικές εργασίες στον εφεσείοντα προσωπικά, σε συγγενικά του πρόσωπα, σε εταιρείες που είχε ο εφεσείων συμφέρον και για λογαριασμό πελατών του κατόπιν οδηγιών του. Ο εφεσείων παρείχε επίσης στον εφεσίβλητο περιορισμένης φύσεως, ποσότητας και αξίας εργασίες της ειδικότητας του που αφορούσαν κυρίως συμπλήρωση απλών φορολογικών δηλώσεων 2 – 3 φορές μόνο κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και υποβολή απλών δηλώσεων Φ.Π.Α., αλλά ουδέποτε αφορούσαν ετοιμασία ή έλεγχο λογαριασμών. Τα δύο γραφεία ανέπτυξαν επίσης μια στενή συνεργασία με την παραπομπή πελατών εκατέρωθεν.

 

Κατά το τέλος του έτους 1996, παραχωρήθηκε  στον εφεσίβλητο από τον εφεσείοντα, η χρήση του επίδικου υποστατικού μέσα στο πλαίσιο της προαναφερόμενης συνεργασίας, η οποία συνεχιζόταν και δημιουργήθηκε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία εξυπακουόμενη από τη συμπεριφορά τους (inferred from the conduct of the parties) για συμβατική άδεια χρήσης του υποστατικού από τον εφεσίβλητο, ως αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα. Τα γραφεία των διαδίκων βρίσκονταν στον 1ο και 5ο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας και δεν υπήρξε οποιαδήποτε ενοικίαση του υποστατικού περί την 1/3/2001 με προφορική συμφωνία ή με άλλο τρόπο και δεν υπήρξε πληρωμή ενοικίου από αυτήν την ημερομηνία.

 

Μέσα στο πλαίσιο της προαναφερόμενης συνεχιζόμενης συνεργασίας των διαδίκων, τα δύο γραφεία τους είχαν κοινή ταχυδρομική θυρίδα, εξέδιδαν κοινά έντυπα για υπεράκτιες εταιρείες τα οποία ετοίμαζε ο εφεσίβλητος, στα οποία αναφέρονταν ως συνεργαζόμενα γραφεία. Με εισήγηση του εφεσείοντα τοποθετήθηκε κοινό τηλεφωνικό σύστημα, με ξεχωριστούς αριθμούς, στο γραφείο του εφεσείοντα που εξυπηρετούσε και το γραφείο του εφεσίβλητου με εσωτερικές τηλεφωνικές επεκτάσεις που επέτρεπαν την εσωτερική ενδοεπικοινωνία μεταξύ των δύο γραφείων.

 

 Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος από το έτος 1996 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2010, σύμφωνα πάντα με τον εφεσίβλητο, ο εφεσείων δεν ζήτησε ποτέ από τον ίδιο οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο για τη χρήση του υποστατικού, ούτε και λογαριασμό για τις εργασίες και υπηρεσίες του. Αντίθετα με τη συμπεριφορά του, ο εφεσείων παρέστησε  στον εφεσίβλητο ότι ίσχυε η προηγούμενη εξυπακουόμενη συμφωνία των διαδίκων και μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο εφεσίβλητος παρέμεινε στο επίδικο υποστατικό, προσφέροντας ως αντάλλαγμα για τη χρήση του τις προαναφερόμενες υπηρεσίες του, χωρίς να τις καταγράφει και να τις τιμολογεί ξεχωριστά, όπως θα έκανε αν υπήρχε συμφωνία ενοικίασης του υποστατικού και αν κατέβαλλε ενοίκιο για αυτό. Γι’ αυτό ο εφεσείων κωλυόταν από του να ισχυρίζεται ότι υπήρχε ενοικίαση του υποστατικού ή ότι δικαιούτο οποιοδήποτε ποσό από τον εφεσίβλητο. Εν πάση περιπτώσει, τα ποσά που διεκδικούσε ο εφεσείων ήταν κατά πολύ λιγότερα από την αξία των εργασιών και υπηρεσιών που πρόσφερε ο ίδιος σ’ αυτόν και κατά συνέπεια δεν υπήρχε οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό στον εφεσείοντα.

 

Περαιτέρω ή και διαζευκτικά, ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι από την προαναφερόμενη συμπεριφορά των διαδίκων, δεν είχε δημιουργηθεί σχέση ενοικίασης αλλά άδειας χρήσης λόγω κωλύματος (licence by estoppel). Πρόσθεσε ότι κατά τα τέλη Ιουνίου του έτους 2010, ο εφεσείων έθεσε για πρώτη φορά θέμα καταβολής ανταλλάγματος για τη χρήση του υποστατικού, λόγω, όπως του ανέφερε, προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε και ο εφεσίβλητος συμφώνησε όπως καταβάλλει χρηματικό αντάλλαγμα €500 μηνιαίως στον εφεσείοντα από 1/7/2010. Για την περίοδο 1/7/2010 – 30/6/2012, ο εφεσίβλητος κατέβαλε στον εφεσείοντα το ποσό των €12.000. Ταυτόχρονα όμως συνέχιζε να προσφέρει την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του έτους 2012, τις υπηρεσίες του στον εφεσείοντα για δικαστικές και άλλες υποθέσεις, η αξία των οποίων υπερκαλύπτει οποιαδήποτε ποσά απαιτούσε ο εφεσείων για την περίοδο μετά τις 30/6/2012.

 

Τέλος ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι παρέλαβε οποιαδήποτε επιστολή του εφεσείοντα, ο οποίος είχε αποκλειστική κατοχή του χώρου της θυρίδας του γραφείου 101, τον οποίο διατηρούσε κλειδωμένο και ο ίδιος δεν είχε ποτέ κλειδί της θυρίδας αυτής.

 

Στην Απάντηση  του στην Απάντηση ο εφεσείων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου οι οποίοι ήταν αντίθετοι με τους δικούς του ισχυρισμούς.

 

Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι πολλές φορές τερμάτισε προφορικά την προφορική συμφωνία ενοικίασης και ζήτησε από τον εφεσίβλητο την παράδοση σ’ αυτόν του επίδικου υποστατικού. Ο εφεσίβλητος συμφώνησε στη λήξη της ενοικίασης και ανέλαβε όπως παραδώσει το επίδικο υποστατικό στον εφεσείοντα πολλές φορές, με τελευταία φορά πριν από τον Ιούλιο του έτους 2012, υπόσχεση που δεν τήρησε και συνέχισε την κατοχή και χρήση του υποστατικού από μήνα σε μήνα.

 

Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος διατηρούσε δικηγορικό γραφείο με τον αδελφό του στο επίδικο υποστατικό από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2001, όταν ο αδελφός του αποχώρησε από αυτό. Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι υπήρχε ανταλλαγή υπηρεσιών και στενή συνεργασία μεταξύ του εφεσίβλητου και του αδελφού του από τη μία και του ίδιου από την άλλη από το έτος 1997 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2001 όταν αποχώρησε ο αδελφός του από το επίδικο υποστατικό αλλά και μετά, με τον εφεσίβλητο μέχρι το έτος 2010, οπόταν η συνεργασία αυτή μειώθηκε στο ελάχιστο, λόγω της συνεργασίας του ιδίου με άλλο δικηγορικό γραφείο. Ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος προσπάθησε να μεγαλοποιήσει τις υπηρεσίες που αυτός πρόσφερε σ’ αυτόν και να ελαχιστοποιήσει τις υπηρεσίες που ο ίδιος του πρόσφερε. Υπήρχε παραπομπή πελατών εκατέρωθεν και για τους πελάτες που ο ίδιος παρέπεμπε στον εφεσίβλητο, αυτός χρέωνε και εισέπραττε την αμοιβή του ενώ το ίδιο ίσχυε και για τους πελάτες που ο εφεσίβλητος σύστηνε σ’ αυτόν.

 

Το επίδικο υποστατικό, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, ενοικιάστηκε από τον εφεσίβλητο και τον αδελφό του, το έτος 1997, με μηνιαίο ενοίκιο ΛΚ 200. Η ενοικίαση συνέχισε μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2001, ως και η επαγγελματική συνεργασία των μερών, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να μην αξιώνει την πληρωμή του συμφωνηθέντος ενοικίου για την περίοδο αυτή, κατά κύριο λόγο διότι το ακίνητο χρησιμοποιείτο από τον αδελφό του και όχι επειδή η υπό των ενοικιαστών προσφορά υπηρεσιών στον εφεσείοντα ήταν ίση ή μεγαλύτερης αξίας του συμφωνηθέντος ενοικίου (τα μόνα ενοίκια που πληρώθηκαν, για το έτος 1997, ήταν το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 800). Όταν το έτος 2001 ο αδελφός του αποχώρησε από τη συνεργασία με τον εφεσίβλητο και έπαυσε να χρησιμοποιεί το επίδικο υποστατικό, ο εφεσίβλητος συμφώνησε να συνεχίσει ο ίδιος προσωπικά την ενοικίαση με ενοίκιο Λ.Κ. 200 (€310) μηνιαίως από την 1/3/2001 μέχρι την 31/6/2010. Ακολούθως ο εφεσίβλητος συμφώνησε όπως το πληρωτέο ενοίκιο διαμορφωθεί σε €500 μηνιαίως από 1/7/2010, το οποίο καταβαλλόταν από τον εφεσίβλητο μέχρι την 30/6/2012.

 

Όσον αφορά το τηλεφωνικό σύστημα που τοποθετήθηκε στο επίδικο υποστατικό, ο κυριότερος λόγος ήταν η μείωση του κόστους αγοράς του.

 

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε επίσης ότι ζήτησε επανειλημμένα από τον εφεσίβλητο να του ετοιμάσει αναλυτική κατάσταση των υπηρεσιών που αυτός ισχυρίζετο ότι πρόσφερε σ’ αυτόν, αλλά ο εφεσίβλητος ισχυρίζετο ότι ήταν αδύνατο να βρεθούν στοιχεία. Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας ως επίσης ότι ο εφεσίβλητος πρόσφερε σ’ αυτόν υπηρεσίες πέραν των €10.000 ή οποιουδήποτε άλλου ποσού.

 

Τέλος ισχυρίστηκε ότι η συστημένη επιστολή ημερομηνίας  27/11/2012 εστάλη κανονικά στον εφεσίβλητο και παραλήφθηκε από αυτόν, ενώ αντίγραφο της δόθηκε σ’ αυτόν προσωπικά.

 

Προς συμπλήρωση της όλης εικόνας αναφέρουμε ότι ο εφεσείων, μετά που ο εφεσίβλητος ζήτησε περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, δήλωσε μέσω του δικηγόρου του ότι η αρχική συμφωνία ενοικίασης ήταν ακαθόριστου/αόριστου χρόνου και ότι αυτή τερματίστηκε με προφορική ειδοποίηση από τον εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο τον Οκτώβριο του έτους 2010.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά του εφεσείοντα παρουσίασε δύο μάρτυρες, τον ίδιο τον εφεσείοντα και την Ε.Χ., υπάλληλο στο γραφείο της εταιρείας Phanos G. Ionides Ltd. Μοναδικός μάρτυρας για την πλευρά του εφεσίβλητου ήταν ο ίδιος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει αναλυτικά τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, ιδιαίτερα του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου, αφού η μαρτυρία της Ε.X. ήταν τυπική και σύντομη.

 

Από την κυρίως εξέταση του εφεσείοντα σημειώνουμε την αναφορά του ότι από το έτος 1997 μέχρι το Φεβρουάριο του έτους 2001, με εξαίρεση το ποσό των Λ.Κ. 800, που πληρώθηκε σ’ αυτόν ως ενοίκιο το έτος 1997, κανένα άλλο ποσό του πληρώθηκε, πρώτιστα λόγω του αδελφού του και δευτερευόντως, λόγω του ότι υπήρχε κάποια συνεργασία και δεν ζητούσε την πληρωμή του ενοικίου που συμφώνησαν.

 

Σημειώνουμε επίσης την αναφορά του ότι μετά την αποχώρηση του αδελφού του από το επίδικο υποστατικό τον Φεβρουάριο του έτους 2001 και την παραμονή σ’ αυτό του εφεσίβλητου (προσωρινά ως συμφωνήθηκε) έναντι του συμφωνημένου ενοικίου των Λ.Κ.200 μηνιαίως, το συμφωνημένο αυτό ενοίκιο παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2010. Ακολούθως και επειδή ο εφεσίβλητος δεν είχε φύγει, όπως είχε υποσχεθεί, ο τελευταίος συμφώνησε και ανέλαβε να πληρώνει τον εφεσείοντα μέχρι να φύγει, το ποσό των €500 μηνιαίως ως ενοίκιο και πλήρωσε αυτό το ποσό μέχρι την 30/6/2012.  

 

Περαιτέρω κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι όποτε έβλεπε τον εφεσίβλητο, δεν έχανε την ευκαιρία να του ζητεί να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό και αυτός ποτέ δεν αρνήθηκε, πλην όμως δεν τήρησε τις υποσχέσεις του. Στη συνέχεια όμως της μαρτυρίας του ανέφερε ότι δεν είχε ζητήσει από τον εφεσίβλητο να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό. Από το έτος 2009 μέχρι την 22/1/2015 στο επίδικο υποστατικό συστεγαζόταν και το χρησιμοποιούσε και άλλος δικηγόρος, μαζί με τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος παρέδωσε την κατοχή του επίδικου υποστατικού στον εφεσείοντα την 22/1/2015.  

 

Σε άλλο σημείο της κυρίως εξέτασης του ανέφερε ότι τον Οκτώβριο του έτους 2010 κατέστησε ξεκάθαρο στον εφεσίβλητο ότι τερματίζει την ενοικίαση και ότι θα έπρεπε να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό. Ο εφεσείων αναφέρθηκε στα ποσά που θα έπρεπε να πληρώσει ως ενοίκια ο εφεσίβλητος για την περίοδο από 1/3/2001 μέχρι 31/10/2012. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε ότι:

 

«Τα πιο πάνω παρατεθέντα υπό του Αιτητού, είναι εντελώς διαφορετικά από τη δικογράφηση στην κυρίως Αίτηση και συνεπώς, εντελώς εκτός της κυρίως Αίτησης.  Η σύμπτωση του τελικού ποσού δεν ισοδυναμεί με την ταύτιση των υπολοίπων ποσών και των διαφόρων περιόδων για τις οποίες απαιτούνται».

 

Κατά την παράθεση της  αντεξέτασης του εφεσείοντα, η οποία ήταν πάρα πολύ μακρά, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε επίσης ότι:

 

«Σ΄ αυτό το σημείο, υπογραμμίζουμε ότι είναι ορθή η παρατήρηση του Καθ΄ου η Αίτηση αναφορικά με τη δικογράφηση στην κυρίως Αίτηση και ότι ο Αιτητής επέλεξε να μην αναφέρει τίποτε σ΄ αυτή σε σχέση με άλλους όρους της ενοικίασης και την πληρωμή ενοικίου.  Στην Ανταπάντηση του, και αφού είχε διορίσει δικηγόρο όπως φαίνεται, παρουσιάζει άλλη υπόθεση και την ακολουθεί στη μαρτυρία του και με άλλες λεπτομέρειες.»

 

Σημειώνουμε επίσης από την αντεξέταση του εφεσείοντα τη δήλωση του ότι δεν οφείλονταν ενοίκια μέχρι το έτος 2010 και ότι το ποσό που αντιστοιχούσε ως ενοίκια για την περίοδο μεταξύ Ιουλίου του έτους 2010 και Οκτωβρίου του έτους 2012 ήταν διευθετημένο με τον τρόπο που ανέφερε κατά την μαρτυρία του.

 

Ο εφεσείων δεν άφησε καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του και επομένως την εκδοχή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε συγκεκριμένα:

 

«Πολύ μακρά μαρτυρία, σελίδες επί σελίδων τα πρακτικά, ο Αιτητής κατέθεσε με λεπτομέρειες, οι οποίες ουσιαστικά σχετίζονται με ισχυρισμούς στην Απάντηση στην Απάντηση (Reply) και όχι στην κυρίως Αίτηση, κάτι που αποδυναμώνει την υπόθεση του και τη μαρτυρία του και αντεξετάστηκε διεξοδικά και επιτυχώς επί όλων των σημείων.  Ήταν φανερόν ότι σε ορισμένα σημεία μπερδεύτηκε και ο ίδιος και βεβαίως μπέρδεψε και το Δικαστήριο.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του με την αντιπαραβολή των διαφόρων θέσεων του, ήταν αρκετά δύσκολο έργο.  Ακόμα και αυτή η διαπίστωση από μόνη της, προσμετρά αρνητικά για την μαρτυρία του κ. Στροβολίδη.  Η εκδοχή την οποία αποπειράθηκε να υποστηρίξει, κατέρρευσε.»

 

Όσον αφορά τη δεύτερη μάρτυρα για τον εφεσείοντα (Ε.Χ.), το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η μαρτυρία της κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν τυπική και δεν αμφισβητήθηκε, όμως δεν πρόσθεσε ιδιαίτερα στην υπόθεση του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσίβλητος, του οποίου η μαρτυρία ήταν επίσης μακρά, άφησε καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Επίσης μακρά μαρτυρία, με την οποία καταδείχθηκε ότι ο Καθ' ου η Αίτηση πρόσφερε αρκετές υπηρεσίες στον Αιτητή και σε πρόσωπα που συνδέονταν με τον Αιτητή, μεταξύ 1992 και 2012. Εντελώς ανεξάρτητα από την ιδιότητα του ως δικηγόρος, ως διάδικος και μάρτυρας ο Καθ' ου η Αίτηση έδωσε την εντύπωση πολύ ακριβούς προσώπου, με προσήλωση στη λεπτομέρεια και τακτοποιημένη και οργανωμένη σκέψη. Εξαιρετικά σταθερός, δεν κόμπιασε σε καμία περίπτωση και δεν ανασκεύασε οτιδήποτε. Η μαρτυρία του ήταν λογική και είχε συνοχή. Έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.»

 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Ο Αιτητής είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ενός γραφείου με αρ. 101 , το οποίο βρίσκεται στην οδό [    ], «ΜΕΓΑΡΟ [    ]», στη Λευκωσία, δηλαδή εντός ελεγχόμενης περιοχής εν τη εννοία του άρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου και υπό το φως της Κ.Δ.Π. 519/2007. Το κτίριο, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο υποστατικό, συμπληρώθηκε πριν την 31.12.1999.

Κατά πάντα ουσιώδη προς την παρούσα Αίτηση χρόνο και μέχρι σήμερα, ο Αιτητής διατηρούσε και διατηρεί λογιστικό - ελεγκτικό γραφείο. Κατά πάντα ουσιώδη προς την παρούσα Αίτηση χρόνο και μέχρι σήμερα, ο Καθ' ου η Αίτηση είναι δικηγόρος και ασκεί τη δικηγορία. Ο Καθ' ου η Αίτηση, μεταξύ των ετών 1992 και 2001, διατηρούσε συνεταιρισμό με τον αδελφό του Αιτητή, ο οποίος επίσης ασκούσε τη δικηγορία τότε, κ. Φάνο Στροβολίδη.

Από το 1992 μέχρι το 1995, ο συνεταιρισμός Κυριακόπουλος & Στροβολίδης στεγαζόταν σε υποστατικό στην οδό [    ], που ανήκε στην εταιρεία Ακίνητα Α. & Λ. Στροβολίδη Λτδ, οικογενειακή εταιρεία του Αιτητή, στην οποία συμμετείχε και ο αδελφός του και συνεταίρος του Καθ' ου η Αίτηση. Δεν καταβλήθηκε και δεν ζητήθηκε η καταβολή οποιουδήποτε ενοικίου ή άλλου ανταλλάγματος για τη χρήση του εν λόγω υποστατικού, παρόλο που φαίνεται εισπρακτέο ενοίκιο από το συνεταιρισμό στις Καταστάσεις της εταιρείας για τα έτη 1993, 1994, 1996 και 1997 (Τεκμήριο 9) και παρόλο που, από το 1995 μέχρι τα τέλη του 1996, ο συνεταιρισμός στεγαζόταν σε άλλο υποστατικό, όπως κατέθεσε ο Καθ' ου η Αίτηση και δεν αμφισβητήθηκε επί τούτου.

Από τις αρχές του έτους 1997 μέχρι το Φεβρουάριο 2001, ο συνεταιρισμός στεγάστηκε στο επίδικο υποστατικό. Το Φεβρουάριο 2001, ο αδελφός του Αιτητή αποχώρησε από το συνεταιρισμό και από το επίδικο υποστατικό. Ο Καθ' ου η Αίτηση παρέμεινε σε κατοχή και χρήση του επίδικου μέχρι την 22.1.2015. Μεταξύ του Αιτητή και του συνεταιρισμού δεν συνήφθηκε οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία ενοικίασης του επίδικου υποστατικού. Μεταξύ του Αιτητή και του Καθ' ου η Αίτηση δεν συνήφθηκε οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία ενοικίασης του επίδικου υποστατικού.

Από το 1997 μέχρι το Φεβρουάριο 2001, καταβλήθηκαν από το συνεταιρισμό στον Αιτητή, Λ.Κ.1.000.- σε πέντε πληρωμές, εκ Λ.Κ.200.- εκάστη (Τεκμήριο 8), το Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1997, για τις οποίες εκδόθηκαν αποδείξεις από τον Αιτητή, χωρίς να δοθούν στον Καθ' ου η Αίτηση και σημειώθηκε σ' αυτές ότι ήταν για ενοίκιο του επίδικου υποστατικού. Από το Φεβρουάριο 1997 μέχρι τον Ιούνιο 2010, δεν καταβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό στον Αιτητή από το συνεταιρισμό ή τον Καθ' ου η Αίτηση. Παρουσιάστηκαν ως Τεκμήριο 14, αντίγραφα τεσσάρων από τις επιταγές που αναφέρονται στις αποδείξεις Τεκμήριο 8. Από την 1.7.2010 μέχρι την 30.6.2012, καταβλήθηκε από τον Καθ' ου η Αίτηση στον Αιτητή, το συνολικό ποσό των €12.000, με μηνιαίες πληρωμές εκ €500.- εκάστη. Σχετικά είναι τα Τεκμήρια 10 και 42.

Το επίδικο υποστατικό και το γραφείο του Αιτητή βρίσκονται στην ίδια πολυκατοικία, σε διαφορετικούς ορόφους. Στην ίδια πολυκατοικία στεγαζόταν επίσης η εταιρεία Phanos G. lonides Ltd., η οποία ανήκε στον αποβιώσαντα παππού του Αιτητή. Από το Μάρτιο 2006 μέχρι το Φεβρουάριο 2012, ο Αιτητής ενοικίαζε άλλο γραφείο στην ίδια πολυκατοικία για τους σκοπούς της άσκησης του επαγγέλματος του ως λογιστή, για το οποίο πλήρωνε ενοίκιο.

Τα γραφεία των διαδίκων καθώς και η Phanos G. lonides Ltd., είχαν κοινή ταχυδρομική θυρίδα, εξέδιδαν κοινά έντυπα για υπεράκτιες εταιρείες και σ' αυτά εγκαταστάθηκε κοινό τηλεφωνικό σύστημα με ξεχωριστούς τηλεφωνικούς αριθμούς, και εσωτερικές τηλεφωνικές επεκτάσεις που επέτρεπαν την ενδοεπικοινωνία μεταξύ των τριών γραφείων (Τεκμήριο 15). Ο Αιτητής έχει αποκλειστική κατοχή του χώρου της ταχυδρομικής θυρίδας του επίδικου υποστατικού, ενώ ο Καθ' ου η Αίτηση δεν είχε ποτέ κλειδί της θυρίδας, την οποία χρησιμοποιούσε, χωρίς πληρωμή. Για χρόνια, η αλληλογραφία του Καθ' ου η Αίτηση του παραδιδόταν από το προσωπικό του Αιτητή.

Από το 1992 μέχρι το 2012, ο Καθ' ου η Αίτηση παρείχε με προσωπική του εργασία και χρόνο, κατ' εντολήν του Αιτητή, νομικές εργασίες στον Αιτητή προσωπικά, σε συγγενικά του πρόσωπα, σε εταιρείες στις οποίες είχε συμφέρον ο Αιτητής και στον Αιτητή για λογαριασμό πελατών του, οι οποίες περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, συναντήσεις, παροχή νομικών συμβουλών, σύνταξη συμβάσεων και άλλων εγγράφων, ίδρυση και εγγραφή εταιρειών, εμφανίσεις σε υποθέσεις Δικαστηρίου σε διάφορα Δικαστήρια και χειρισμό εξωδικαστικών θεμάτων (Τεκμήρια 16 - 41). Ο Αιτητής παρείχε στον Καθ' ου η Αίτηση υπηρεσίες της ειδικότητας του, που αφορούσαν κυρίως τη συμπλήρωση φορολογικών δηλώσεων και υποβολή δηλώσεων Φ.Π.Α. Ο Καθ' ου η Αίτηση ουδέποτε χρέωσε τον Αιτητή και ο Αιτητής ουδέποτε χρέωσε τον Καθ' ου η Αίτηση γι' αυτές τις υπηρεσίες.

 

Ο Καθ' ου η Αίτηση συνέχισε να προσφέρει υπηρεσίες στον Αιτητή μέχρι τουλάχιστον το Φεβρουάριο 2012, για τις οποίες δεν χρέωσε, ενώ διατήρησε την κατοχή του επίδικου μετά την καταχώρηση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης και το παρέδωσε τον Ιανουάριο 2015. Ο Αιτητής δήλωσε στο Δικαστήριο, ότι τα ενοίκια από το 2001 μέχρι το 2006 είναι εξοφλημένα με τις εισπράξεις από συγκεκριμένους πελάτες και πληρωμές που είχαν γίνει. Κατέθεσε επίσης ότι δεν οφείλονται ενοίκια πριν το 2010 και ότι τα ενοίκια μεταξύ Ιουλίου 2010 και Οκτωβρίου 2012, είναι διευθετημένα. Ο Αιτητής δέχθηκε ακόμα ότι δεν είχε λογίσει στα ενοίκια ποσό από τρίτα πρόσωπα που οφειλόταν στον Καθ' ου η Αίτηση και είπε ότι αυτά τα ποσά που είσπραξε εκ μέρους του Καθ' ου η Αίτηση, πρέπει να αφαιρεθούν. Τα ποσά που αναφέρονται πιο κάτω, αφορούν τέτοιες εισπράξεις.

………………………………………………………………………………………………

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε επιστολή από τον Αιτητή προς τον Καθ' ου η Αίτηση με την οποία να ζητείται ενοίκιο, με εξαίρεση την επιστολή ημερομηνίας 27.11.2Ο12 (Τεκμήριο 1). Ο Αιτητής δεν ζήτησε από τον Καθ' ου η Αίτηση να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό, είτε προφορικά είτε γραπτώς. Η επιστολή ημερομηνίας 27.11.2012, από τον Αιτητή προς τον Καθ' ου η Αίτηση, εστάλη στη διεύθυνση του επίδικου υποστατικού, την ταχυδρομική θυρίδα του οποίου διαχειριζόταν ο Αιτητής. Ο Καθ' ου η Αίτηση κατέθεσε ότι δεν την έλαβε ποτέ και δεν έχει ενώπιον μας αποδειχθεί ότι όντως παραλήφθηκε από τον Καθ' ου η Αίτηση. Από την απόδειξη παραλαβής του Ταχυδρομείου (Τεκμήριο 12), αλλά και το φάκελο Τεκμήριο 13, φαίνεται ότι δεν παραλήφθηκε η επιστολή. Η εν λόγω επιστολή αναφέρεται σε ενοίκια για περιόδους που δηλώθηκε ενώπιον μας από τον ίδιο τον Αιτητή ότι δεν οφείλονται ενοίκια. Τέλος, ο Αιτητής είχε καταθέσει ότι η τελευταία πληρωμή από τον Καθ' ου η Αίτηση έγινε τον Νοέμβριο 2012.

Στην παρούσα υπόθεση, η κυρίως Αίτηση καταχωρήθηκε από τον ίδιο τον Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Αιτητής διόρισε δικηγόρο, ο οποίος συνέταξε και καταχώρησε την Απάντηση στην Απάντηση, δικόγραφο στο οποίο παρουσιάστηκαν πολλές λεπτομέρειες, αλλά και ουσιαστικοί ισχυρισμοί που δεν είχαν δικογραφηθεί στην κυρίως Αίτηση. Η Απάντηση στην Απάντηση (Reply) δεν είναι δικόγραφο που καταχωρείται υποχρεωτικώς σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και τους περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς και δεν μπορεί να περιλαμβάνει μέρος της αξίωσης του Αιτητή, ιδία δε μέρος που δεν περιλαμβάνεται στην κυρίως Αίτηση, με την οποία αρχίζει η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία (βλέπετε σχετικά Alikhani ν. Προδρόμου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 657).

Είναι η κρίση μας ότι μεταξύ των μερών δεν είχε ποτέ δημιουργηθεί σχέση ιδιοκτήτη - ενοικιαστή και ότι ο Καθ' ου η Αίτηση δεν είχε καταστεί και δεν ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού. Τα μέρη είχαν μεταξύ τους εξεύρει μία διευθέτηση αναφορικά με την παραχώρηση της κατοχής και χρήσης του επίδικου υποστατικού, με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών δικηγόρου και νομικού συμβούλου από το συνεταιρισμό Κυριακόπουλος & Στροβολίδης και μετά το Φεβρουάριο 2001, από τον Καθ' ου η Αίτηση προς τον Αιτητή, συνδεδεμένες με τον Αιτητή εταιρείες, πελάτες του Αιτητή και κοινούς πελάτες του Αιτητή και του συνεταιρισμού και στη συνέχεια, του Αιτητή και του Καθ' ου η Αίτηση.

Αναφορικά με την καταβολή του ποσού των Λ.Κ.1.ΟΟΟ.- σε πέντε ισόποσες δόσεις, το 1997, ο Καθ' ου η Αίτηση πρόσφερε εξήγηση για το ποσό αυτό, ενώ δεν είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε την εκδοχή του αδελφού του Αιτητή και συνεταίρου του Καθ' ου η Αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο, αναφορικά με το ποσό αυτό. Δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε λογική εξήγηση γιατί να πληρωθεί ενοίκιο από το συνεταιρισμό για πέντε μήνες μόνο, ενώ υπάρχει ενώπιον μας δήλωση ότι δεν αξιώνονται ποσά για την περίοδο μεταξύ 1997 και 2001.

Δεδομένου ότι η παροχή υπηρεσιών από τον Καθ' ου η Αίτηση προς τον Αιτητή συνεχίστηκε μέχρι τουλάχιστον το Φεβρουάριο 2012, είναι η κρίση μας ότι δεν οφείλεται οποιοδήποτε ποσό από τον Καθ' ου η Αίτηση προς τον Αιτητή και σίγουρα δεν οφείλεται οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο, μέχρι τότε.

Ο Καθ' ου η Αίτηση κατέβαλλε ποσά στον Αιτητή από τον Ιούλιο 2010 μέχρι τον Ιούνιο 2012. Τα μέρη ήταν βεβαίως ελεύθερα να καταλήξουν μεταξύ τους στο είδος και ύψος του ανταλλάγματος που κατέβαλλε ο ένας στον άλλο και το Δικαστήριο δεν δύναται να καταλήξει σε εύρημα για την ύπαρξη ενοικιαστικής σχέσης μεταξύ τους, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Δεν βρίσκουμε γνωρίσματα συμφωνίας ενοικίασης του επίδικου υποστατικού μεταξύ των μερών, προφορικής ή άλλως πως.

Όσον αφορά το αντάλλαγμα για την κατοχή και χρήση του επίδικου υποστατικού από τον Ιούλιο 2012 μέχρι τον Ιανουάριο 2015, αφενός μεν δεν έχει ενώπιον μας αποδειχθεί η οφειλή του, αφετέρου το παρόν Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να το αποδώσει ως ενοίκια. Δεν τίθεται καν θέμα παραπομπής της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο προς εκδίκαση της, εφόσον ο Αιτητής ζητεί ενοίκια και όχι αποζημίωση για απώλεια χρήσης ή δικαιώματα για την παραχώρηση άδειας χρήσης και εφόσον καταλήγουμε σε εύρημα ότι δεν υπήρχε μεταξύ των μερών οποιαδήποτε συμβατική σχέση ως υπόβαθρο για τη δημιουργία χρέους.

Η παρούσα υπόθεση κρίνεται αποκλειστικά από τα ενώπιον μας αποδειχθέντα γεγονότα. Για σκοπούς ολοκλήρωσης, παραθέτουμε στην νομική πτυχή τις θέσεις του Δικαστηρίου σχετικά με τη δημιουργία ενοικίασης, την περιοδική ενοικίαση και τη διαφορά της ενοικίασης από την άδεια χρήσης.»

 

Όσον αφορά την καθ’  ύλην αρμοδιότητα, ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μεταξύ των μερών δεν υφίστατο συμφωνία ενοικίασης και ο εφεσίβλητος δεν ήταν θέσμιος ενοικιαστής.

 

Για το θέμα των περιοδικών  ενοικιάσεων (Periodic Tenancies) το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η ενοικίαση μεταξύ του Ιδίου και του Καθ' ου η Αίτηση ήταν προφορική ενοικίαση, αορίστου χρόνου. Οι περιοδικές ενοικιάσεις αναφύονται  είτε από ενοικιαστήρια έγγραφα τα οποία είναι άκυρα εξ' υπαρχής (void ab initio) δυνάμει των προνοιών του άρθρου 77(1) [1]  του Κεφ. 149, είτε από προφορικές συμβατικές ενοικιάσεις όπου το ενοίκιο καταβάλλεται περιοδικά και δεν καθορίζεται σαφώς η περίοδος ισχύς της ενοικίασης. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Nicos Christou Developments Ltd. ν. Τοφινής (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 1990, η μηνιαία εκμίσθωση δεν εκπνέει στο τέλος κάθε μήνα αλλά συνεχίζεται μέχρι του τερματισμού της με τη δέουσα ειδοποίηση τερματισμού ή τη λήξη της περιόδου που προβλέπεται στο άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο (βλέπετε σελίδα 1995 [2]). Τα ίδια αποφασίστηκαν και στην αυθεντία Μιχαήλ κ.ά. ν. Γιαννή, (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2052. Σύμφωνα με τις αυθεντίες Glykys ν. loannides (1959-60) XXIV C.L.R. 220, Tryfon Co. ν. Black and Decker (1983) 1 C.L.R. 971) και Serqiou Estates Ltd. ν. Μπεντέζη (1995) 1 Α.Α.Δ. 889, πρέπει να δοθεί ειδοποίηση τερματισμού με ένα μήνα προειδοποίηση η οποία να εκπνέει στο τέλος της περιόδου της περιοδικής ενοικίασης. Ειδοποίηση η οποία λήγει στο μέσο της περιόδου της περιοδικής ενοικίασης δεν είναι καλή ειδοποίηση και δεν έχει το αποτέλεσμα του τερματισμού της συμβατικής ενοικίασης (βλέπετε Serqiou Estates Ltd. ν. Μπεντέζη, πιο πάνω).

Στην παρούσα υπόθεση, αφενός μεν η επιστολή ημερομηνίας 27.11.2012 (Τεκμήριο 1) δεν παραλήφθηκε από τον Καθ' ου η Αίτηση, αφετέρου δεν αναφέρεται σε τερματισμό της οποιασδήποτε ενοικίασης. Στρεφόμαστε στην αυθεντία Χαρίκλεια Κύπρου Μιχαήλ ν. Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ, (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 241, όπου στη σελίδα 247, το Ανώτατο Δικαστήριο είπε:

«Σύμφωνα με τις αυθεντίες, δεν απαιτείται η ειδοποίηση τερματισμού να έχει συγκεκριμένη μορφή, αλλά απλώς να είναι σαφής και να καθορίζει τον τερματισμό της υφιστάμενης ενοικίασης σε συγκεκριμένο χρόνο (Gardner ν. lngram (1886-90) ΑΙΙ E.R. 258, Glykys ν. loannides (195960) 2 C.L.R. 220). Τέτοια ειδοποίηση τερματισμού μπορεί να είναι είτε προφορική είτε γραπτή.»

Το αντικείμενο εκείνης της υπόθεσης, ήταν περιοδική ενοικίαση από μήνα σε μήνα. Βλέπετε επίσης στην ίδια αυθεντία, στη σελίδα 248 [3] . Είναι η κρίση μας ότι μεταξύ των μερών δεν υπήρξε προφορική συμφωνία ενοικίασης η οποία να τερματίστηκε νόμιμα. Η μεταξύ τους σχέση προσομοίαζε με παραχώρηση άδειας χρήσης του επίδικου επ' ανταλλάγματι της παροχής υπηρεσιών δικηγόρου και νομικού συμβούλου από πλευράς του Καθ' ου η Αίτηση. Ο Αιτητής με την κυρίως Αίτηση ζητεί θεραπεία με βάση την ενοικίαση και ενοικίαση δεν υπήρξε.»

 

Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το ζήτημα της Ενοικίασης ή παραχώρησης άδειας χρήσης (lease or licence) ανέφερε ότι:

 

«Για σκοπούς απάντησης του ερωτήματος εάν μεταξύ δύο μερών έχει πράγματι συνομολογηθεί συμφωνία παροχής άδειας χρήσης (licence) ή συμφωνία ενοικίασης, υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Αντλήσαμε καθοδήγηση από τα Αγγλικά συγγράμματα Meqarry's The Rent Acts, 10η έκδοση, Τόμος 1, σελίδες 53 έως 60 και Landlord & Tenant by Atkin, 16η έκδοση, Τόμος Ι, σελίδες 29-31. Με την αναφορά μας στα εν λόγω συγγράμματα, σημειώνουμε ότι η Κυπριακή Νομοθεσία, πέρα από συμβατική υποχρέωση αναφορικά με ενοικιάσεις, δεν αναγνωρίζει εμπράγματο δικαίωμα ή βάρος επί ακινήτου ιδιοκτησίας, εκτός όπως προβλέπεται στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμο, Κεφ. 224 (βλέπετε Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστέϊτς (1991) 1 Α.Α.Δ. 327, στη σελίδα 332). Αυτή η διευκρίνιση θεωρείται σκόπιμη λόγω των αναφορών στα εν λόγω συγγράμματα σε δημιουργία δικαιώματος επί της γης (estate in land). Θεωρούμε ότι δεν είναι του παρόντος να ασχοληθούμε περαιτέρω με τη διαφορά στην Αγγλική και Κυπριακή Νομοθεσία επί του θέματος αυτού.

Το εάν συμφωνία δημιουργεί σχέση ενοικίασης ή παραχώρησης άδειας χρήσης, δεν εξαρτάται από τη φρασεολογία που χρησιμοποίησαν τα μέρη για να περιγράψουν τη σχέση τους (βλέπετε Meqarry πιο πάνω σελίδα 56: «... if the operative parts of the agreement establish a tenancy, αn express provision negativing a tenancy is ineffective» και «parties cannot turn a tenancy into a licence merely by calling it one» και Street v. Mountford πιο κάτω, σελίδες 294 j, 296 a). Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το έγγραφο που συνομολογεί τη συμφωνία των μερών αλλά και τη συναλλαγή τους ως σύνολο.

Η καταβολή μηνιαίου ποσού, από μόνη της, δεν είναι αρκετή για να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε σχέση ενοικίασης. Επίσης, εξετάζεται το θέμα της αποκλειστικής κατοχής. Στο σύγγραμμα Woodfall's Law of Landlord and Tenant, 26η έκδοση, Τόμος 1, σελίδα 578, αναφέρονται τα ακόλουθα: «'a lessee cannot be said to part with the possession of any part of the premises unless his agreement with his licensee wholly ousts him from the legal possession of that part'». Έχουμε επίσης λάβει υπόψη και βοηθηθεί ιδιαίτερα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις αυθεντίες Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστεϊτς (πιο πάνω), Μιχαηλίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 18, Καρεσίου ν. Καραπίττα κ.α. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 338 και Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Λτδ ν. C & S American Heart lnstitute Ltd. κ.ά. (2011) 1 (Α) Α.Α.Δ. 379. Στεκόμαστε στο πιο κάτω απόσπασμα από την αυθεντία Μιχαηλίδου ν. Δήμου Λευκωσίας, στη σελίδα 21:

 

«Είναι θεμελιωμένο ότι για τη διακρίβωση της φύσης της σύμβασης, όταν το ζητούμενο συνίσταται στο κατά πόσο πρόκειται περί άδειας χρήσεως ή ενοικιάσεως, το αποφασιστικό κριτήριο είναι η πρόθεση των μερών. Ο περιγραφικός χαρακτήρας της σύμβασης είναι αδιάφορος αν από την εξέταση του συνόλου των περιστατικών της κάθε περίπτωσης προκύπτει ότι η αληθινή σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ των μερών είναι διαφορετική. Οι διάφοροι όροι αναφορικά με τα δικαιώματα των μερών και τις υποχρεώσεις τους και ο τρόπος διατύπωσης τους δεν προσφέρουν σταθερή βάση για τον προσδιορισμό της αληθινής σχέσης μεταξύ των διαδίκων. Καθοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της πραγματικής σχέσης των μερών σε υποθέσεις αυτής της μορφής είναι η παραχώρηση αποκλειστικής κατοχής για ορισμένη περίοδο έναντι ανταλλάγματος (Βλέπε Street ν. Mountford (1985) 2 ΑΙΙ ER 289). Τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν τη σωστή βάση για τη διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών, της άδειας χρήσεως ή της ενοικίασης.

Τόσο στη Μιχαηλίδου ν. Δήμου Λευκωσίας όσο και στη Street v. Mountford, τονίστηκε ότι η ρητή διασφάλιση του δικαιώματος του ιδιοκτήτη για είσοδο και επιθεώρηση του υποστατικού υποδεικνύει ότι ο ενοικιαστής έχει αποκλειστική κατοχή.  Σύμφωνα με την αυθεντία Royal Ris Ltd v. Δήμου Λάρνακας (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1149, «το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα περιβάλλοντα γεγονότα για να καταλήξει στη φύση και το είδος της κατοχής.» (σελίδα 1155).  Τοποθετώντας λοιπόν στην πλάστιγγα όλα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη την Street v. Mountford και τα τρία στοιχεία για τα οποία ομιλεί, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, αναφορικά με το επίδικο υποστατικό, δεν υπήρχε γραπτή μίσθωση, δυνάμενη να δημιουργήσει σχέση ιδιοκτήτη – ενοικιαστή μεταξύ του Αιτητή και του Καθ΄ου η Αίτηση, ούτε και προφορική σύμβαση ενοικίασης

 

Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εις βάρος του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων ο οποίος δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, την πρόσβαλε αρχικά  με οχτώ λόγους έφεσης, τους οποίους στη συνέχεια περιόρισε σε επτά.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Απάντηση του εφεσείοντα (Reply) δεν είναι δικόγραφο και δεν μπορεί να περιλαμβάνει μέρος της αξίωσης του εφεσείοντα, ιδίως δε μέρος που δεν περιλαμβάνεται στην κυρίως Αίτηση με την οποία άρχισε η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι η πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου  Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τις αρχές του Δικονομικού Δικαίου οι οποίες καθορίζουν ότι τα επίδικα θέματα είναι εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία, δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Δεν έχει καμία σημασία αν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα προβλήθηκαν στην κυρίως Αίτηση του ή στην Απάντηση (Reply). Αυτοί κατέστησαν επίδικοι και το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να τους εξετάσει. Υποστηρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα διότι αυτή δεν είχε δικογραφηθεί και ήταν εκτός της κυρίως Αίτησης.

 

Ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Στην υπόθεση Alikhani (ανωτέρω) στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο λέχθηκε ότι:

 

«Η απάντηση («reply»), δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε να διαφοροποιήσει τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση και σίγουρα δεν προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης, (δέστε Bullen & Leake: Precedents of Pleadings, 12η έκδ. σελ. 106 και 108 και Odgers on Civil Court Actions, 24η έκδ. σελ. 271-273).»

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Eurogoal Surveys v. D. Trade International Ltd (2014) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2258 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα όμως με τους ορθούς δικογραφικούς κανόνες (…), όπου γίνεται επίκληση της ύπαρξης σχέσης μεταξύ των διαδίκων και η σχέση αυτή εξυπακούεται από μια σειρά επιστολών ή επικοινωνιών ή άλλως πως, θεωρείται αρκετό να καταγραφεί ο ισχυρισμός αυτός ως γεγονός και να γίνει γενική αναφορά στις επιστολές ή τις επικοινωνίες αυτές.  Όπως περαιτέρω εξηγείται στον Bullen & Leake: Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 57, όπου η αγωγή βασίζεται στη ρήξη συμβολαίου ή συμφωνίας, τόσο οι ουσιώδεις όροι της συμφωνίας, όσο και αν η συμφωνία έγινε γραπτώς ή μερικώς γραπτώς και μερικώς προφορικώς, θα πρέπει να αναφέρονται.  Ιδιαίτερα πρέπει η απαίτηση να δείχνει με τις αναγκαίες λεπτομέρειες ότι διαρρήχθηκε το συμβόλαιο και με ποιο τρόπο ώστε να καταλήξει ο ενάγων στο μέρος εκείνο του δικογράφου του όπου επιδιώκει τις ανάλογες θεραπείες. Επίσης στο Annual Practice 1970, σελ. 262, αναγράφεται ότι όπου η βάση της αγωγής εδράζεται σε συμφωνία πρέπει να αναφέρεται η ημερομηνία, τα ονόματα των μετεχόντων σ' αυτή και η αντιπαροχή. Και περαιτέρω σε εξυπακουόμενα συμβόλαια ή συμφωνίες όταν αυτά συνάγονται από διαβουλεύσεις, συναντήσεις ή γενικές περιστάσεις είναι αρκετή η ένθεση του ισχυρισμού ότι έγινε το συμβόλαιο ή η συμφωνία και η συναγωγή του γενικά από έγγραφα.

 

Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι ως ενάγοντες δεν επιτέλεσαν ορθά το καθήκον τους για την εξαρχής καταγραφή ορθής δικογράφησης στην έκθεση απαίτησης που περιέχετο στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο που καταχωρήθηκε με το έντυπο της Δ.2 θ.6. Η απάντηση, («reply») ως δικογραφικό όχημα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά και εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης. Ο σκοπός της απάντησης είναι να απαντήσει στους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και όχι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης. Εδώ αυτό ακριβώς έγινε. Ενώ η έκθεση απαίτησης ισχυριζόταν ως γεγονός ότι συνομολογήθηκε απευθείας σύμβαση μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων με την οποία μάλιστα διορίστηκαν οι τελευταίοι για να ενεργήσουν ως επιθεωρητές της ξυλείας, στην απάντηση δόθηκε μια διαφορετική εικόνα, με αναφορά στο ότι οι εφεσίβλητοι έχουν διορισμένο αντιπρόσωπο και ναυτιλιακό πράκτορα τους την Kuehne & Nagel και περαιτέρω ότι  ο διορισμός αυτός ή η εργοδότηση έγινε με την αποδοχή από τους εφεσιβλήτους της προσφοράς που περιεχόταν σε ηλεκτρονικό μήνυμα της Julia Zelinskaya του αντιπροσώπου και/ή εγγεγραμμένου γραφείου ή παραρτήματος των εφεσειόντων στην Ουκρανία και/ή μέσω του αντιπροσώπου και/ή πράκτορα των Kuehne & Nagel.

 

Είναι ακριβώς αυτό που δεν επιτρέπεται. Στον Odgers' Principles of Pleading and Practice 21η έκδ., σελ. 208-209, επεξηγείται ότι στο στάδιο της απάντησης επενεργεί για πρώτη φορά η αρχή της μη απόκλισης από την προηγούμενη δικογραφία. Όπως επί λέξει αναφέρεται:

 

«It is at this stage that the rule against what is called "a departure in pleading" applies for the first time.  A party shall not in any pleading make any allegation of fact, or raise any new ground of claim, inconsistent with any previous pleading of his." (Order 18, r.10; and see Herbert v. Vaughan [1972] 1 W.L.R. 1128).»

 

Η ορθή πορεία είναι για τον ενάγοντα να τροποποιήσει την έκθεση απαίτησης του. Δίδεται το παράδειγμα από την υπόθεση Kingston v. Corker [1892] 29 LR.Ir. 364, ότι:

 

«If the statement of claim alleges a negligent breach of trust, the reply must not assert that such breach of trust was fraudulent. The statement of claim must be amended.» »

 

Στην παρούσα περίπτωση η πλευρά του εφεσείοντα δεν αμφισβητεί ότι  αλλοιώθηκε η αρχική της απαίτηση όπως καταγραφόταν στην Αίτηση, μέσω της Απάντησης στην Απάντηση (Reply), στοιχείο που ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έσφαλλε μη αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσείοντα αφού εφάρμοσε τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές. Προσθέτουμε πάντως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και για το λόγο ότι αυτός αντεξετάστηκε επιτυχώς επί όλων των σημείων και σε ορισμένα σημεία της μαρτυρίας του «μπερδεύτηκε», δεν του άφησε δηλαδή καλή εντύπωση.

 

Οι υποθέσεις  Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 και  Quickserf Advertising Ltd v. Bonny Unisex Co κ.ά. Πολ. Εφ. 289/2012 ημερ. 28/6/2018 τις οποίες επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα δεν βοηθούν τη θέση του αφού αυτές αναφέρονται γενικά στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων από τη δικογραφία (απαίτηση, υπεράσπιση και απάντηση όπου υπάρχει) αλλά και στην αρχή ότι η δίκη δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο με μια δήλωση και μόνο, έκανε αποδεκτή συλλήβδην ολόκληρη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, κρίνοντας τη μόνο από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά. Το εύρημα αυτό, σύμφωνα με τον εφεσείοντα είναι ελλιπές ή και λανθασμένο ή και μη εύλογα επιτρεπτό ή και είναι αντίθετο με τους κανόνες της λογικής, με τη μαρτυρία, τα παραδεκτά γεγονότα και τα κατατεθέντα εκ συμφώνου τεκμήρια, το περιεχόμενο των οποίων έχει παραμείνει αναντίλεκτο από τον εφεσίβλητο. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης, η πλευρά του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και δεν ανέλυσε το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 8, 10, 14 και 42, ούτε την υπόλοιπη μαρτυρία, ούτε την παραδοχή του εφεσίβλητου στη παράγραφο 3ix της Απάντησης του. Ισχυρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε ανάλυση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου για να καταλήξει στο γενικό και αστήρικτο εύρημα της αποδοχής συλλήβδην ολόκληρης της μαρτυρίας του.

 

Ο λόγος αυτός έφεσης επίσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει με λεπτομέρεια τη μαρτυρία του εφεσίβλητου στις σελίδες 28 – 41 της εκκαλούμενης απόφασης. Όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, πέραν των όσων αναφέρει στη σελίδα 41, στοιχεία της αξιολόγησης όλων των μαρτύρων και του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, επομένως και του εφεσίβλητου, εντοπίζονται και στις σελίδες 41 – 46 όπου καταγράφονται τα ευρήματα και συμπεράσματα του, τα οποία ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά στα Τεκμήρια 8, 10, 14 και 42 και προβαίνει σε σχόλια σε σχέση με αυτά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το σύνολο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου με τη δέουσα προσοχή και πάντοτε σε συνάρτηση με τη δικογραφία (την οποία επίσης παραθέτει με επάρκεια) και τα επίδικα θέματα.           

 

  Η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη (βλ. μεταξύ άλλων Χ΄ Μάρκου v. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 108, T.J.S. Enterprises Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ.108 και Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης υπ' αριθμό 1 και 3 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το εύρημα/κατάληξη/ απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση ότι μεταξύ των μερών δεν υφίσταται συμφωνία ενοικίασης και ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν θέσμιος ενοικιαστής είναι παράλογο, λανθασμένο, ενάντια στη μαρτυρία η οποία έχει προσφερθεί και ενάντια στις παραδοχές του ίδιου του εφεσίβλητου και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε μεταξύ άλλων την Nicos Christou Developments Ltd (ανωτέρω) και θεώρησε ότι δεν υπήρξε νόμιμος τερματισμός της προφορικής συμφωνίας ενοικίασης αορίστου χρόνου όπως ήταν η επίδικη ενοικίαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και δεν ακολούθησε τις πρόνοιες των άρθρων 11 (1)(α) και 11(4) του Νόμου 23/83 όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με τον Ν.128(Ι)/2007 ο οποίος εφαρμοζόταν και ρύθμιζε τις περιοδικές συμβάσεις ενοικίασης όπως ήταν η επίδικη ενοικίαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα βασίστηκε στην Nicos Christou Developments (ανωτέρω) η οποία δεν ήταν η πλέον καθοδηγητική για την ερμηνεία του άρθρου 11(4) και αγνόησε και παρέλειψε να αναφερθεί στην υπόθεση Εταιρεία Ακινήτων Ονασαγόρας Λτδ ν. Σπανούδη (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1533, η οποία προβλήθηκε από τον εφεσείοντα, είναι καθοδηγητική και ρυθμίζει τις περιπτώσεις ενοικίασης όπως ήταν η επίδικη και με την οποία αδρανοποιείται η απόφαση Nicos Christou Developments Ltd (ανωτέρω). Ο εφεσίβλητος στην παράγραφο 3ix της Απάντησης του παραδέκτηκε ότι συμφώνησε να πληρώσει στον εφεσείοντα χρηματικό αντάλλαγμα €500 μηνιαίως από 1.7.2010 για τη χρήση του επίδικου υποστατικού. Τέλος, αναφέρεται από πλευράς εφεσείοντα ότι ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος συνέχιζε να πληρώνει στον εφεσείοντα €500 μηνιαίως από 1.7.2010 μέχρι την 30.6.2012, αναφέροντας ότι δεν ήταν ασύνηθες σε περιπτώσεις άδειας χρήσης κάποιο αντάλλαγμα να περιγράφεται ως ενοίκιο.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αναφορικά με το επίδικο υποστατικό δεν έχει δημιουργηθεί σχέση ιδιοκτήτη ‑ ενοικιαστή ούτε και προφορική σύμβαση ενοικίασης μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου είναι λανθασμένη ως επίσης αποτέλεσμα λανθασμένης ή καθόλου αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού, της αναντίλεκτης μαρτυρίας η οποία προσφέρθηκε από τον εφεσείοντα και σε λανθασμένη καθοδήγηση από τις αυθεντίες τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει είτε εξήγαγε λανθασμένα συμπεράσματα από το περιεχόμενο των τεκμηρίων 8, 10, 14 και 42, τα οποία έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο εκ συμφώνου, χωρίς ένσταση και χωρίς καμία επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσίβλητου και το περιεχόμενο των οποίων είχε γίνει αποδεκτό και δεν έχει αμφισβητηθεί από τον εφεσίβλητο. Περαιτέρω, η μαρτυρία η οποία δόθηκε από τον εφεσείοντα αναφορικά με το θέμα του πρώτου λόγου έφεσης που αφορά τη σύναψη προφορικής συμφωνίας ενοικίασης του επίδικου υποστατικού παρέμεινε αναντίλεκτη. Ο εφεσείων δεν αντεξετάστηκε στο θέμα αυτό και η μαρτυρία του δεν έχει αμφισβητηθεί. Τέλος, υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρχαν όλα τα αναγκαία στοιχεία τα οποία αποδείκνυαν ότι είχε δημιουργηθεί η σχέση ενοικίασης αναφορικά με το επίδικο υποστατικό, τα οποία το Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει ορθά ή και καθόλου.

 

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.

 

Θα πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν προσβάλλει με αυτοτελή λόγο έφεσης την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του εφεσείοντα.

 

   Υποδεικνύουμε περαιτέρω τα όσα έχουν λεχθεί στην Χ΄ Μάρκου (ανωτέρω):

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»

 

Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, κατέγραψε με επάρκεια τις θέσεις των διαδίκων στα δικόγραφα και εξέτασε  με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Τα ευρήματα και συμπεράσματα του ήταν εύλογα υπό τας περιστάσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε τις πρόνοιες του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/1983, ως έχει τροποποιηθεί και ειδικότερα τον ορισμό του «θέσμιου ενοικιαστή» στο άρθρο 2 * του Νόμου ως επίσης τα όσα προνοούνται στο άρθρο 11(1)(α) και (4) ** ως είχε τροποποιηθεί με το Ν.128(Ι)/2007.

 

Όπως αναφέρουμε πιο πάνω τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα υπό τις περιστάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε ποτέ δημιουργηθεί σχέση ιδιοκτήτη – ενοικιαστή μεταξύ των μερών και ο εφεσίβλητος δεν είχε καταστεί και δεν ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού. Τα μέρη είχαν εξεύρει μεταξύ τους μια διευθέτηση αναφορικά με την παραχώρηση της κατοχής και χρήσης του επίδικου υποστατικού, με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών δικηγόρου και νομικού συμβούλου  από τον συνεταιρισμό Κυριακόπουλος & Στροβολίδης και μετά το έτος 2001 από τον εφεσίβλητο προς τον εφεσείοντα, συνδεδεμένες με τον εφεσείοντα εταιρίες, πελάτες του εφεσείοντα και κοινούς πελάτες του συνεταιρισμού και στη συνέχεια του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου. Έκρινε περαιτέρω ότι τα μέρη ήταν ελεύθερα να καταλήξουν μεταξύ τους στο είδος και το ύψος του ανταλλάγματος που κατέβαλλε το ένα στο άλλο και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα για την ύπαρξη ενοικιαστικής σχέσης μεταξύ τους, αφού δεν εύρισκε γνωρίσματα συμφωνίας ενοικίασης του επίδικου υποστατικού μεταξύ των μερών, προφορικής ή άλλως πως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε τα πιο πάνω ευρήματα και συμπεράσματα του, μεταξύ άλλων,  στο γεγονός ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε επιστολή από τον εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο με την οποία να ζητείται ενοίκιο, με εξαίρεση την επιστολή ημερομηνίας 27/11/2012,  Τεκμήριο 1 ως επίσης ότι ο εφεσείων δεν ζήτησε από τον εφεσίβλητο να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό. Το Τεκμήριο 1 στάληκε στη διεύθυνση του επίδικου υποστατικού, στην ταχυδρομική θυρίδα που διαχειριζόταν ο εφεσείων, ενώ από την απόδειξη παραλαβής του ταχυδρομείου (Τεκμήριο 12) ως επίσης από το φάκελο (τεκμήριο 13) προέκυπτε ότι δεν παραλήφθηκε η επιστολή. Σημειώνουμε ότι η σχετική μαρτυρία του εφεσίβλητου, ότι δεν έλαβε την εν λόγω επιστολή ποτέ, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού του άφησε, όπως αναφέρουμε πιο πάνω  καλή εντύπωση, σε αντίθεση με τη σχετική μαρτυρία του εφεσείοντα που δεν άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Σημειώνουμε επίσης την επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή – Τεκμήριο 1 αναφέρεται σε ενοίκια για περιόδους που δηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου  από τον εφεσείοντα ότι δεν οφείλονται ενοίκια. Τα ίδια ισχύουν και για το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν ζήτησε από τον εφεσίβλητο να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό είτε προφορικά είτε γραπτώς. Δεν διαπιστώνουμε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καθοδηγήθηκε λανθασμένα από τη νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι  αφενός μεν  η επιστολή - Τεκμήριο 1 δεν παραλήφθηκε από τον εφεσίβλητο, αφετέρου δε δεν αναφέρεται σε τερματισμό οποιασδήποτε ενοικίασης. Η υπόθεση Εταιρεία Ακινήτων Ονασαγόρας Λτδ (ανωτέρω), την οποία επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα όπου αποφασίστηκε ότι η ειδοποίηση 21 ημερών που δόθηκε για τερματισμό περιοδικής συμβατικής ενοικίασης, πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 11(1)(α) και κατά συνέπεια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 11(4) του Νόμου, δεν βοηθά την υπόθεση του εφεσείοντα από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι ο εφεσείων δεν ζήτησε από τον εφεσίβλητο να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό.  

 

Πράγματι στην παράγραφο 3ix της Απάντησης του ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι:

 

«Κατά το τέλος Ιουνίου 2010 ο Αιτητής έθεσε για 1η φορά στον καθ΄ου η Αίτηση θέμα καταβολής ανταλλάγματος για τη χρήση του υποστατικού, λόγω, όπως του ανέφερε, προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε ο Αιτητής και ο καθ΄ου η Αίτηση συμφώνησε να προσφέρει χρηματικό αντάλλαγμα €500 μηνιαίως στον Αιτητή από 1/7/2010. Για την περίοδο 1/7/2010 μέχρι 30/6/2012 ο καθ΄ου η Αίτηση κατέβαλε στον Αιτητή το ποσό των €12.000 (…).»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε το στοιχείο αυτό. Δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι έγιναν οι πληρωμές από αυτόν προς τον εφεσείοντα για να τον βοηθήσει στο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετώπιζε. Οι πληρωμές δεν έγιναν ως ενοίκια, αφού αν υπήρχε τέτοια πρόθεση τότε θα έπρεπε να υπάρχει τιμολόγηση των υπηρεσιών του εφεσίβλητου για την αντίστοιχη περίοδο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε το περιεχόμενο οποιωνδήποτε τεκμηρίων ούτε αγνόησε αναντίλεκτη μαρτυρία του εφεσείοντα, η μαρτυρία του οποίου εν πάση περιπτώσει αμφισβητήθηκε έντονα και σε όλη της την έκταση από την πλευρά του εφεσίβλητου. Υπενθυμίζουμε ότι η  κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του εφεσείοντα δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 1 και 3 απορρίπτονται. 

 

Η απόρριψη των λόγων έφεσης υπ’ αρ. 1 και 3  συμπαρασύρει και τους λόγους έφεσης υπ’ αρ. 5, 6 και 8.

        

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέκλεισε την πιθανότητα της παραπομπής της επίδικης υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο προς εκδίκαση της, εφόσον ο αιτητής/εφεσείων αξίωνε ενοίκια και όχι αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης, είναι λανθασμένη και αντίθετη με την Απάντηση του εφεσείοντα στην Απάντηση του εφεσίβλητου (Reply). Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης προβάλλεται ότι ο εφεσείων στην παράγραφο 3 (8)(β) της Απάντησης του στην Απάντηση του εφεσίβλητου (Reply), αξιοί εναντίον του εφεσίβλητου εναλλακτικά ως συμφωνημένο ή λογικό ή τρέχον ενοίκιο ή αποζημίωση για την χρήση από τον εφεσίβλητο του επίδικου υποστατικού ιδιοκτησίας του εφεσείοντα.

 

Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε ποτέ δημιουργηθεί σχέση ιδιοκτήτη – ενοικιαστή και ο εφεσίβλητος δεν είχε καταστεί και δεν ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού, δεν υπήρχε μεταξύ των μερών οποιαδήποτε συμβατική σχέση ως υπόβαθρο για τη δημιουργία χρέους και κατά συνέπεια δεν τίθετο θέμα παραπομπής της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέρουμε περί αλλοίωσης της αρχικής απαίτησης του εφεσείοντα στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης. Μέσω της Αίτησης ο εφεσείων αξίωνε διαφορα ποσά για διάφορες χρονικές περιόδους ως καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια μόνο. Η προσθήκη εναλλακτικών αξιώσεων στην Απάντηση στην Απάντηση (Reply) δεν ήταν επιτρεπτή.

 

     Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

     Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αφ’ ενός η επιστολή – Τεκμήριο 1 η οποία απεστάλη από τον εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο δεν παραλήφθηκε από τον τελευταίο και αφ’ ετέρου δεν αναφέρεται σε τερματισμό της οποιασδήποτε ενοικίασης είναι λανθασμένη. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το Τεκμήριο 1 απεστάλη με διπλοσυστημένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση του επίδικου υποστατικού και επιδόθηκε και προσωπικά στον εφεσίβλητο. Αναφέρεται επίσης ότι  με το τεκμήριο 1 αξιώνεται η πληρωμή οφειλόμενων  ενοικίων, δημιουργείται τεκμήριο ορθού τερματισμού  και θεωρείται από τις πρόνοιες του άρθρου 11(4) του Νόμου ως κατάλληλη ειδοποίηση η οποία τερματίζει αυτόματα την ενοικίαση.

 

Επαναλαμβάνουμε για το θέμα της αποστολής και της μη λήψης της επιστολής – Τεκμήριο 1 από τον εφεσίβλητο  τα όσα αναφέρουμε στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Συμφωνούμε περαιτέρω ότι πράγματι είναι ορθή η θέση της πλευράς του εφεσείοντα ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 11(4) του Νόμου ως είχε τροποποιηθεί από το Ν.280(Ι)/2007, μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλη ειδοποίηση η οποία τερματίζει αυτόματα την ενοικίαση. Από την άλλη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 δεν αναφέρεται σε τερματισμό οποιασδήποτε ενοικίασης είναι επίσης ορθή. Γεγονός παραμένει ότι το Τεκμήριο 1 δεν παραλήφθηκε από τον εφεσίβλητο. Είναι επίσης ορθή η παρατήρηση/εύρημα  του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 45 της εκκαλούμενης απόφασης ότι το Τεκμήριο 1 αναφέρεται σε ενοίκια για περιόδους που δηλώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τον εφεσείοντα ότι δεν οφείλονται ενοίκια.  Επισημαίνουμε ακόμα ως προς τη σημασία που μπορεί να αποδοθεί τελικά στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, όπως καταγράφει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 7 - 8 της εκκαλούμενης απόφασης, ότι ο εφεσείων δήλωσε μέσω του δικηγόρου του, μετά που ζητήθηκαν περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, ότι η αρχική συμφωνία ενοικίασης τερματίστηκε με  προφορική ειδοποίηση από τον εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο τον Οκτώβριο του έτους 2010.

 

Υποστηρίζεται περαιτέρω από πλευράς εφεσείοντα ότι κατά τη μαρτυρία του η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη, ο εφεσείων ανάφερε ότι τερμάτισε την επίδικη ενοικίαση προφορικά πολλές φορές και ειδικότερα τον Οκτώβριο του έτους 2010 προς τον εφεσίβλητο. Επισημαίνουμε ότι η πιο πάνω θέση εκ μέρους του εφεσείοντα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης δεν καλύπτεται από τον ίδιο λόγο έφεσης (βλ. Alkis H. Hadjikyriacos (Frou Frou Biscuits) Public Ltd v. Ευσταθιάδης, Πολ. Έφεση 322/2013, ημερ. 16/7/2019 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαυρέα κ.ά, Ποινικές Εφέσεις αρ. 13/2022, 14/2022, 15/2022, 16/2022, 17/2022 και 18/2022, ημερ. 25/2/2025). Περαιτέρω είναι αντιφατική με τον λόγο έφεσης. Τελικά τι ισχυρίζεται η πλευρά του εφεσείοντα, η κατ΄ ισχυρισμό ενοικίαση τερματίστηκε γραπτώς ή προφορικώς; Εν πάση περιπτώσει ούτε αυτό το ζήτημα διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στη σελίδα 10 της εκκαλούμενης απόφασης καταγράφει ότι ο εφεσείων κατά την κύρια εξέταση του ανέφερε αρχικά ότι όποτε έβλεπε τον εφεσίβλητο δεν έχανε την ευκαιρία να του ζητεί να του παραδώσει το επίδικο υποστατικό και ότι στη συνέχεια της μαρτυρίας του ανέφερε ότι δεν είχε ζητήσει από τον εφεσίβλητο να του παραδώσει το υποστατικό.  Περαιτέρω, στη σελίδα 23 της εκκαλούμενης απόφασης, καταγράφει ότι ο εφεσείων ανέφερε κατά τη μαρτυρία του (αντεξέταση), η οποία αμφισβητήθηκε σε όλο της το εύρος, ότι «Δεν τερμάτισε τη συμφωνία του 2001 με τον Καθ΄ου η Αίτηση, όπως είπε, σε αντίθεση με τη Απάντηση στην Απάντηση και τις λεπτομέρειες που έδωσε επ’ αυτής». Περαιτέρω στη σελίδα 24 καταγράφει ότι σε υπόδειξη ότι στην Απάντηση  στην Απάντηση και στη γραπτή του δήλωση ο εφεσείων ανέφερε ότι «τερμάτισε τη συμφωνία του 2001, τον Οκτώβριο 2010, ο Αιτητής το αρνήθηκε και είπε ότι το τελευταίο ενοίκιο ήταν στις 30.6.2012 και η κατοχή παραδόθηκε το 2015».

 

Με βάση τα πιο πάνω ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η διαπίστωση/εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεδομένου ότι η παροχή υπηρεσιών από τον εφεσίβλητο προς τον εφεσείοντα συνεχίστηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2012, δεν οφείλεται οποιοδήποτε ποσό από τον εφεσίβλητο προς τον εφεσείοντα και σίγουρα δεν οφείλεται οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο μέχρι τουλάχιστον τον Φεβρουάριο του έτους 2012 είναι λανθασμένο ως αυθαίρετο, είναι αντίθετο με τη δοθείσα μαρτυρία, τις παραδοχές του ίδιου του εφεσίβλητου και δεν υποστηρίζεται από οποιανδήποτε μαρτυρία. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το επίδικο υποστατικό παραδόθηκε από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα την 22/1/2015. Ο εφεσείων στο στάδιο της γραπτής αγόρευσης του μέσω του δικηγόρου του, περιόρισε τις αξιώσεις του εναντίον του εφεσίβλητου για ενοίκια εκ €500 μηνιαίως από 1/7/2012 μέχρι τέλος Ιανουαρίου του έτους 2015, δηλαδή 31 ενοίκια προς €500 τον μήνα ήτοι €15.500. Ο εφεσίβλητος δεν ισχυρίστηκε ότι πρόσφερε οποιαδήποτε υπηρεσία στον εφεσείοντα για την πιο πάνω περίοδο. Αναφέρεται περαιτέρω ότι ο συντριπτικός αριθμός των υπηρεσιών που ισχυρίστηκε ότι πρόσφερε ο εφεσίβλητος στον εφεσείοντα δεν αφορούσαν τον ίδιο τον εφεσείοντα αλλά άλλα άτομα ή εταιρείες για τα οποία καμιά ευθύνη είχε ο εφεσείων. Τέλος υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο από μόνο του προέβη αυθαίρετα σε συμψηφισμό ισχυριζόμενων μη ξεκαθαρισμένων και αυθαίρετων αξιώσεων του εφεσίβλητου εναντίον τρίτων, με αποτέλεσμα να απορρίψει την ξεκάθαρη και παραδεκτή από τον εφεσίβλητο αξίωση του εφεσείοντα ως συμψηφισθείσα με οφειλές – χρέη – αξιώσεις εναντίον τρίτων.

 

         Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 45 της εκκαλούμενης απόφασης προέβηκε σε εύρημα ότι μεταξύ των μερών δεν είχε ποτέ δημιουργηθεί σχέση ιδιοκτήτη - ενοικιαστή και ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε καταστεί και δεν ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού. Τα μέρη είχαν μεταξύ τους εξεύρει μια διευθέτηση αναφορικά με την παραχώρηση της κατοχής και χρήσης του επίδικου υποστατικού με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών δικηγόρου και νομικού συμβούλου από τον συνεταιρισμό Κυριακόπουλος & Στροβολίδης και μετά τον Φεβρουάριο του έτους 2001, από τον εφεσίβλητο προς τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων στην Αίτηση του ισχυρίστηκε ότι υπήρχε προφορική συμφωνία ενοικίασης κατά ή περί την 1/3/2001 και ότι από  την 1/7/2010 το ενοίκιο συμφωνήθηκε, δηλαδή αυξήθηκε, σε €500 μηνιαίως ως επίσης ότι ο εφεσίβλητος κατείχε το επίδικο υποστατικό ως θέσμιος ενοικιαστής. Δεν πρόβαλλε άλλη αξίωση πέραν της κατ’ ισχυρισμόν συμφωνίας του έτους 2001. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα, αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και προέβη στο εύρημα ότι δεν υπήρχε ποτέ σχέση ιδιοκτήτη - ενοικιαστή μεταξύ των διαδίκων και ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε καταστεί και δεν ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού, δεν θα μπορούσε να αποδώσει στον εφεσείοντα οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η παροχή υπηρεσιών από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι το Φεβρουάριο του έτους 2012 αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και ειδικότερα τα Τεκμήρια 2, 4,5 ,6, 7 και 16 – 41. Προχώρησε στο συμπέρασμα ότι δεν οφείλεται οποιοδήποτε ποσό από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα  και σίγουρα οποιοδήποτε ποσό ως ενοίκιο  μέχρι τότε, βασιζόμενο στο εύρημα του ότι η διευθέτηση μεταξύ των μερών εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ και να εφαρμόζεται τουλάχιστον  μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2012. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν ανέφερε ότι δεν οφείλεται οποιοδήποτε ποσό από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα αναφέρεται στη περίοδο που ο εφεσίβλητος κατείχε το επίδικο υποστατικό μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2012. Δεν αναφέρεται σε περίοδο μετά τον Φεβρουάριο του έτους 2012 αφού προβαίνει στη συνέχεια σε ειδική αναφορά (στην ίδια σελίδα – 42) για την περίοδο Ιουλίου του έτους 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 2015, όταν παραδόθηκε το επίδικο υποστατικό στον εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος κατάβαλλε ποσά στον εφεσείοντα από τον Ιούλιο του έτους 2010 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2012 αποδεχόμενο όμως την εκδοχή του εφεσίβλητου αναφορικά με τις περιστάσεις που καταβληθηκαν τα ποσά αυτά διευκρινίζοντας ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει γνωρίσματα συμφωνίας ενοικίασης μεταξύ των μερών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε συμψηφισμό κατ΄ ισχυρισμό αξιώσεων του εφεσίβλητου. Εντόπισε και κατέγραψε ποσά που ο εφεσείων εισέπραξε από τρίτα πρόσωπα από υπηρεσίες που πρόσφερε ο εφεσίβλητος και που σύμφωνα με τον εφεσείοντα θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα κατ΄ ισχυρισμό ενοίκια πράγμα, που δεν είχε γίνει, για τεκμηρίωση του ευρήματος του ότι ο εφεσίβλητος συνέχισε να προσφέρει υπηρεσίες στον εφεσείοντα στο πλαίσιο της διευθέτησης τους. Τα ποσά αυτά αφορούσαν υπηρεσίες προς τον εφεσείοντα, εταιρείες συνδεδεμένες με τον εφεσείοντα, πελάτες του εφεσείοντα και κοινούς πελάτες των μερών (βλ. σελίδα 45 της εκκαλούμενης απόφασης) και όχι τρίτα πρόσωπα για τα οποία δεν είχε ευθύνη ο εφεσείων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ορθά, ότι για την περίοδο Ιουλίου του έτους 2012 μέχρι Ιανουαρίου του έτους 2015 αφενός δεν αποδείχθηκε οφειλή του εφεσίβλητου για την κατοχή και χρήση του επίδικου υποστατικού, αφετέρου δεν είχε αρμοδιότητα να την αποδώσει ως ενοίκια. Επομένως από τη στιγμή που δεν δέχθηκε ότι υπήρχε οποιαδήποτε οφειλή  από τον εφεσίβλητο προς τον εφεσείοντα, δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να προβεί σε συμψηφισμό και δεν προέβη σε τέτοιο.

   

Με βάση τα πιο πάνω ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

    

Ως εκ των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με €2.400 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος του εφεσείοντα.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

                            

 

 

 

 

_____________________________________________________________

*

2. Eρμηνεία

“θέσμιος ενοικιαστής” σημαίνει ενοικιαστήν ακινήτου ο οποίος κατά την λήξιν ή τον τερματισμόν της πρώτης ενοικιάσεως, εξακολουθεί να κατέχη το ακίνητον και περιλαμβάνει πάντα θέσμιον ενοικιαστήν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου.

 

**

4. Περιορισμός εξώσεων

11.-(1) Ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα εκδίδεται διά την ανάκτησιν της κατοχής οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, διά το οποίον ισχύει ο παρών Νόμος, ή διά την εκ τούτου έξωσιν θεσμίου ενοικιαστού, πλην των ακολούθων περιπτώσεων:

(α) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε νομίμως οφειλόμενον ενοίκιον καθυστερείται επί είκοσι μίαν ή περισσοτέρας ημέρας μετά την επίδοσιν εγγράφου ειδοποιήσεως απαιτήσεως εις τον ενοικιαστήν και δεν υπάρξει οιαδήποτε προσφορά τούτου προ της καταχωρίσεως αιτήσεως δι’ ανάκτησιν κατοχής:

Νοείται ότι ενοίκιον θα θεωρήται προσφερθέν δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν τούτο εστάλη διά συστημένης επιστολής εις το πρόσωπον το δικαιούμενον να εισπράξη τούτο:

Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δε διατάζει την ανάκτηση από τον ιδιοκτήτη της κατοχής, όταν ο ενοικιαστής πληρώσει μέσα σε περίοδο δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της αίτησης παν ποσό το οποίο οφείλεται ή δυνατό να καταστεί οφειλόμενο από αυτόν εκτός αν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον.

 

(4)  Η γραπτή προειδοποίηση που αποστέλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου θεωρείται και ως κατάλληλη ειδοποίηση που τερματίζει αυτόματα τη σύμβαση ενοικίασης, χωρίς αυτό να επηρεάζει, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικού) Νόμου του 2007, τις εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου ή ενώπιον οποιουδήποτε επαρχιακού δικαστηρίου υποθέσεις.

 



[1] 77(1) «Σύμβαση που αφορά μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν -

(α) είναι γραπτή και

(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου στην παρουσία δύο τουλάχιστον μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες.»

[2] «Έτσι, προκύπτει καθαρά από τα πιο πάνω, ότι για να θεωρηθεί η ενοικίαση ως λήξασα ή θα πρέπει να έχει λήξει η περίοδος ενοικίασης που αναφέρεται στο άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο ή να έχει δοθεί νόμιμη ειδοποίηση τερματισμού.»

[3] «Πέρα όμως απ' όλα τα πιο πάνω, παρατηρούμε και τα ακόλουθα. Οι κανόνες και οι αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται αν μία ειδοποίηση τερματισμού είναι νόμιμη και έγκυρη, σκοπό έχουν κυρίως να πληροφορήσουν σαφώς και εγκαίρως το πρόσωπο προς το οποίο δίδεται η ειδοποίηση, είτε αυτός είναι ο ενοικιαστής είτε ο ιδιοκτήτης, ώστε να μπορεί να καθορίζει τις επόμενες ενέργειες του. Άρα οι αρχές αυτές ισχύουν προς όφελος του προσώπου προς το οποίο δίδεται η ειδοποίηση τερματισμού.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο