
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 278/2019)
15 Μαΐου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
ΧΡ. Χ’’ΧΡΙΣΤΟΦΗ (ΑΘΗΑΙΝΙΤΗΣ) ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες,
v.
TECHNOPLASTICS LIMITED
Εφεσίβλητοι.
____________________
Δ. Παπαδόπουλος και Λ. Κράϊμερ (κα) για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.
Π. Λιβέρας για Δ.Π. Λιβέρας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Αποτέλεσε κοινό έδαφος, ενώπιον πρωτόδικου Δικαστηρίου, δυνάμει και των δικογράφων των διαδίκων, ότι, αυτοί, είχαν μεταξύ τους συνεργασία από το έτος 1970. Πιο συγκεκριμένα, ότι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στη βιομηχανία πλαστικών, πωλούσαν και παρέδιδαν εμπορεύματα στους εφεσείοντες εκδίδοντας σχετικά τιμολόγια και τηρούσαν κατάσταση λογαριασμού για τις πληρωμές που γίνονταν από τους εφεσείοντες, μέσω μετρητών είτε μέσω επιταγών που αυτοί παρέδιδαν σε υπάλληλο των εφεσίβλητων, εκδίδοντας αντίστοιχη απόδειξη.
Οι δικογραφημένες εκδοχές, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προκύπτει, ήταν απλές στη φύση τους, ως επίσης υποστηρίχθηκαν στη δίκη κατά ανάλογο απλό τρόπο και με μαρτυρία όχι πολύπλοκη. Πυρήνας της εκδοχής των εφεσίβλητων ήταν πως, στη βάση της πιο πάνω δικογραφημένης εκδοχής τους, η συνεργασία με τους εφεσείοντες κράτησε μέχρι τις 27.06.2005 που εκδόθηκε και το τελευταίο τιμολόγιο. Εκείνη την ημέρα το οφειλόμενο υπόλοιπο του λογαριασμού, που τηρούσαν για τους εφεσείοντες, ήταν €15.993,12 (£9.360,36) το οποίο, παρά τις οχλήσεις τους, προς τους εφεσείοντες, δεν είχε πληρωθεί. Ως εκ τούτου, οι εφεσίβλητοι, στη βάση και του ισχυρισμού ότι υπάλληλος ή εκπρόσωπος των εφεσειόντων είχε αποδεχθεί, το 1996, ως οφειλόμενο μέρος από το πιο πάνω ποσό, υπογράφοντας επί σχετικής κατάστασης λογαριασμού, καταχώρισαν αγωγή εναντίον τους, αξιώνοντας το ποσό των €15.993,12 πλέον τόκο 9% από 29.06.2007, ή νόμιμο τόκο, μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.
Η ουσιώδης δικογραφημένη εκδοχή των εφεσειόντων, ως προκύπτει από την υπεράσπιση τους, ήταν πως, παρ’ ότι τους είχαν πωληθεί και παραδοθεί διάφορα εμπορεύματα με έκδοση τιμολογίων, αυτοί πλήρωσαν εις πίστη των εφεσίβλητων διάφορα ποσά, ότι ουδέν ποσό όφειλαν προς τους εφεσίβλητους, το δε ποσό των €15.993,12 είχε πληρωθεί, από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους, με παράδοση μετρητών σε αρμόδιο ή εξουσιοδοτημένο υπάλληλο τους, ο οποίος παρακράτησε το ποσό αυτό και/ή τα μετρητά και δεν τα παρέδωσε στους εφεσείοντες. Κατά παράκληση δε του εν λόγω υπαλλήλου, διευθυντής των εφεσειόντων και/ή αντιπρόσωποι τους, εκ μέρους τους και σε συνεννόηση με τους εφεσίβλητους, συμφώνησαν όπως το εν λόγω ποσό θα συνέχιζε να εμφαίνεται, επί της κατάστασης λογαριασμού, ως οφειλόμενο προς τους εφεσίβλητους μέχρι τελείας αποπληρωμής του προς τους τελευταίους από τον υπάλληλο τους, ο οποίος το είχε καταχραστεί. Ο δε εν λόγω υπάλληλος προχώρησε στην αποπληρωμή του ποσού προς τους εφεσίβλητους. Ουδέν ποσό, ως εκ τούτου, οφειλόταν προς τους εφεσίβλητους, και οι εφεσείοντες αρνούνταν, εν πάση περιπτώσει, την ορθότητα του λογαριασμού χρεοπιστώσεων που επικαλούνταν οι εφεσίβλητοι, αφού υπήρχαν λάθη τα οποία είχαν υποδειχθεί προς τους εφεσίβλητους, με στόχο τη διόρθωση, στην οποία όμως αυτοί ουδέποτε προέβηκαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο που εκδίκασε την αγωγή των εφεσίβλητων αποδέχθηκε την εκδοχή τους, απέρριψε την εκδοχή που παρουσίασαν ενώπιον του οι εφεσείοντες και εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €12.761,54, πλέον νόμιμο τόκο, μέχρι εξόφλησης, αφού πρώτα αφαίρεσε, από την αξίωση των εφεσίβλητων, το ποσό των €3.231,82 που είχαν καταβάλει οι εφεσείοντες μετά την καταχώριση της αγωγής, ως εξόφληση, και οι εφεσίβλητοι το είχαν παραλάβει με την επιφύλαξη του δικαιώματος τους να αποδείξουν το υπόλοιπο της αξίωσης τους.
Με επτά (7) λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την πιο πάνω απόφαση. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα προσέγγισε την αγωγή των εφεσίβλητων ως υπόθεση παραδεδεγμένου λογαριασμού (πρώτος λόγος έφεσης), λανθασμένα, κατά παράβαση της δίκαιης δίκης, δεν αιτιολόγησε ή εξέτασε την τεράστια καθυστέρηση που υπήρξε μέχρι την καταχώριση της αγωγής (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως η πληρωμή στον υπάλληλο των εφεσίβλητων ήταν μέρος διευθέτησης με «τρίτο πρόσωπο» και/ή προέβη σε αντιφατικά ευρήματα και/ή αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία και/ή τα ευρήματα του δεν συνάδουν μεταξύ τους και/ή με την κοινή λογική και/ή τις εμπειρίες της ζωής (τρίτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα, και/ή ως προϊόν πλάνης περί τον νόμο και/ή τα γεγονότα, έκρινε πως οι εφεσείοντες δεν προσέφεραν μαρτυρία για την εξόφληση της οφειλής τους προς τους εφεσείοντες και/ή δεν εξέτασε όλη την ενώπιον του μαρτυρία (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι, αγνόησε τη μαρτυρία των εφεσίβλητων και/ή έσφαλλε περί των αρχών που αφορούν στην εξ’ ακοής μαρτυρία (πέμπτος λόγος έφεσης), ότι, με προφανή πλάνη περί τα πράγματα, θεώρησε την κατάσταση λογαριασμού του 2007 που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι ως υπογραμμένη και/ή σύγχισε την ενώπιον του μαρτυρία, αφού υπογραμμένη ήταν η κατάσταση λογαριασμού του 1996 (έκτος λόγος έφεσης) και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε αναφορές προς απόδειξη των ισχυρισμών των εφεσειόντων επειδή θεώρησε, εσφαλμένα, ότι αυτές ήταν εκτός των δικογραφημένων θέσεων τους (έβδομος λόγος έφεσης).
Έχοντας μελετήσει όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μας, ήτοι δικόγραφα των διαδίκων, πρακτικά της δίκης, τεκμήρια, λόγους έφεσης και τη σχετική αιτιολογία αυτών, καθώς και τα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης αρχίζοντας, λόγω της σημασίας του, από τον πρώτο λόγο έφεσης και στη συνέχεια με τον τρίτο και έκτο λόγο έφεσης, ισάξιας σημασίας, οι οποίοι αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στις συναφείς με αυτήν κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και στα ευρήματα επί των γεγονότων που προέκυψαν στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Επικεντρωνόμαστε στον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στη βάση αιτίας αγωγής παραδεδεγμένου λογαριασμού – account stated –, ενώ η βάση αγωγής των εφεσίβλητων, ως διατυπώθηκε στην έκθεση απαίτησης ήταν άλλη. Είναι χρήσιμο, θεωρούμε, να παραθέσουμε αποσπάσματα, από την εκκαλούμενη απόφαση, ούτως ώστε να γίνει κατανοητή η αντίληψη που είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ενώπιον του διαφορά, αλλά και πως την αντιμετώπισε, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Η απαίτηση έτσι όπως αυτή καθορίζεται από την Έκθεση Απαίτησης, εδράζεται σε οφειλόμενο ποσό για πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα δυνάμει τιμολογίων, και/ή δυνάμει λογαριασμού.
Ξεκινώ από τα τιμολόγια. Υπενθυμίζω ότι τα τιμολόγια δε συνιστούν ανεξάρτητη βάση αγωγής και από μόνα τους δεν έχουν αποδεικτική αξία (βλ. πιο πάνω Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 462), αλλά συνεκτιμώνται στο σύνολο της μαρτυρίας (Palatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited (2002) 1 AAΔ 962). Πλην όμως στην υπό εξέταση περίπτωση, τα τιμολόγια δεν αμφισβητήθηκαν. Ό,τι αμφισβητήθηκε είναι το ορθό των καταχωρήσεων στην κατάσταση λογαριασμού, εφόσον ως ισχυρίζεται η εναγομένη αναγράφονται σε αυτή ποσά τα οποία έχει ξοφλήσει. Εκείνο που ενδιαφέρει λοιπόν και στο οποίο θα στρέψει την προσοχή του το Δικαστήριο προς επίλυση της διαφοράς κατ΄ αρχάς και κατ΄ αρχήν είναι η κατάσταση λογαριασμού.
Εκθέτω αμέσως πιο κάτω τις δικονομικές και δικανικές αρχές που διέπουν αγωγή που έχει βάση της υπόλοιπο ή κατάσταση λογαριασμού. Έχει αποκρυσταλλωθεί από την νομολογία, ότι μια κατάσταση λογαριασμού δεν αποτελεί απόδειξη όσων εκεί αναφέρονται (βλ. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κυριάκου κ.α. Πολιτική Έφεση 171/11, ημερομηνίας 29.06.2016). Οι καταχωρήσεις που εκεί καταγράφονται επιβάλλεται να αποδειχθούν μια προς μια, ώστε στη συνέχεια να συνάδουν και να δικαιολογούν το ποσό που αξιώνεται (βλ.Ανδρούλλα Αριστοτέλους ν.Cyprus Investments Securities Corporation Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 380/2010, 12/1/2016). Εάν δε, απουσιάζει μαρτυρία που να στοιχειοθετεί γεγονότα αποδεικτικά της υπόθεσης δεν εγείρεται καν ζήτημα βάρους απόδειξης (βλ. A.L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1A A.A.Δ. 156). Σύμφωνα δε με τα όσα έχουν αναφερθεί στη Μαρσέλ ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1858, σε αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού οι ενάγοντες οφείλουν να αποδείξουν καθετί το οποίο αναφέρεται στο σχετικό λογαριασμό.
Όμως η επίδικη αξίωση, δε βασίζεται πάνω σε οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού. Η κατάσταση λογαριασμού τεκμήριο 3, από την οποία προκύπτει και διαιωνίζεται το υπόλοιπο που οδήγησε την υπόθεση στο Δικαστήριο, είναι υπογραμμένη από την εναγομένη. Αναπόφευκτα συνάγεται ότι η εναγόμενη αναγνώρισε το υπόλοιπο του τεκμηρίου 3. To Δικαστήριο, έχει καθήκον να χαρακτηρίσει νομικά μία βάση αγωγής με βάση τα δικόγραφα και τα γεγονότα που δικογραφούνται σε αυτά και παρουσιάζονται τελικά στο Δικαστήριο με μαρτυρία και όχι, όπως χαρακτηρίζει τη βάση αγωγής, ένα διάδικο μέρος. (Σχετικά, Evangelou κ.ά. v. Minerva Finance (2004) 1 A.A.Δ. 1734 και Demil Co. Ltd ν. A. Panayides Contracting Ltd (2008) 1 ΑΑΔ 661). Στην επίδικη περίπτωση, η αξίωση προκύπτει και πηγάζει από εκκαθαρισμένο λογαριασμό.
Αξίωση για υπόλοιπο λογαριασμού, διαφοροποιείται από την αξίωση για εκκαθαρισμένο λογαριασμό (stated account), του οποίου δηλαδή το υπόλοιπο δεν αμφισβητείται (βλ. σχετικά, μεταξύ άλλων, Επίσημος Παραλήπτης, υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Loukos Trading Co Ltd κ.ά. v. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 610, Μιχαηλίδης Ηρακλής ν. Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 494, DEMIL IMPORTS EXPORTS LTD ν. ΖΗΝΩΝ Η. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2008, 14 Μαρτίου 2011). Όταν από τα δικόγραφα και από τη μαρτυρία προκύπτει ότι η βάση αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, τότε δεν υφίσταται οποιαδήποτε αναγκαιότητα απόδειξης καθενός από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου αυτού λογαριασμού. (Σχετικά Επίσημος Παραλήπτης ν. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 610). Ο Όθωνας Χατζηχριστοφή, υπέγραψε και αναγνώρισε το υπόλοιπο του λογαριασμού.»
Με δεδομένο τον σεβασμό μας στην ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστή, φρονούμε πως η διαπίστωση, εκ μέρους της, αναφορικά με τη διαφορά και την αξίωση ότι «προκύπτει και πηγάζει από εκκαθαρισμένο λογαριασμό» δεν ήταν ούτε επιτρεπτή, ούτε ορθή. Αφενός, διότι στην έκθεση απαίτησης καμία αναφορά περιεχόταν η οποία να επέτρεπε τέτοιον χαρακτηρισμό. Δεν εντοπίζουμε, επί της έκθεσης απαίτησης, ισχυρισμό ότι ολόκληρο το αξιούμενο ποσό είχε συμφωνηθεί ή είχε γίνει αποδεκτό από τους εφεσείοντες, οι οποίοι βέβαια το αμφισβητούσαν με σαφήνεια Στο δε παρακλητικό της έκθεσης απαίτησης αξιώνεται το ποσό των €15.993,12 «… βάσει τιμολογίων και/ή βάσει πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων και/ή βάσει υπολοίπου λογαριασμού και/ή υπό μορφή αποζημιώσεως και/ή άλλως πως…». Πουθενά δεν εντοπίζεται ισχυρισμός περί ύπαρξης παραδεδεγμένου λογαριασμού. Εξάλλου, και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι «Η απαίτηση έτσι όπως αυτή καθορίζεται από την Έκθεση Απαίτησης, εδράζεται σε οφειλόμενο ποσό για πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα δυνάμει τιμολογίων και/ή δυνάμει λογαριασμού». Αφετέρου, η μαρτυρία την οποία οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν για την απόδειξη της αξίωσης τους, και στη βάση αυτής εκδόθηκε απόφαση, στηριζόταν, μεταξύ άλλων, σε δύο καταστάσεις λογαριασμού, η μία του 1996 (Τεκμήριο 3), η οποία όντως έφερε υπογραφή εκ μέρους των εφεσειόντων και η άλλη (Τεκμήριο 5) για την μετέπειτα περίοδο μέχρι το 2007, η οποία όμως δεν έφερε οποιαδήποτε υπογραφή εκ μέρους των εφεσειόντων. Συνεπώς, ακόμη και αν, για σκοπούς συζήτησης της παρούσας έφεσης και μόνο, η κατάσταση του 1996 ήταν επιτρεπτό να θεωρηθεί ως μέρος παραδεδεγμένου λογαριασμού – account stated, το ποσό που εμφαίνεται σ’ αυτήν (ΛΚ10.855,02) δεν είναι το ποσό της αξίωσης και της εκδοθείσας απόφασης, άρα, οποιοδήποτε άλλο υπόλοιπο ποσό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, δεδομένης και της πληρωμής που έγινε μετά την καταχώριση της αγωγής, θα έπρεπε να μην θεωρηθεί ως μέρος του παραδεδεγμένου λογαριασμού, ως, λανθασμένα, το εξέλαβε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Προς περαιτέρω επίρρωση του προαναφερόμενου συμπεράσματος μας, παραπέμπουμε στα όσα ειπώθηκαν στην υπόθεση Ττόκου v. Σεργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 60, τα οποία έχουν ως ακολούθως:
«Από account stated προκύπτει ξεχωριστή ενοχική αξίωση που βασίζεται στην ανάληψη υποχρέωσης από τον οφειλέτη για αποπληρωμή του υπολοίπου. Υπό την προϋπόθεση ότι προηγήθηκε αντιστάθμιση των εκατέρωθεν κονδυλίων του λογαριασμού. Ο A.C. Patra "The Indian Contract Act", Vol. 1, αναφερόμενος στην ουσία του account stated σαν αιτίας αγωγής λέγει στη σελ. 533:
"The essence of an account stated is not the character of the items on one side or the other, but the fact that there are cross items of account and that the parties mutually agree the several amounts of each and by treating the items so agreed on the one side as discharging the items on the other side pro tanto, go on to agree that the balance only is payable. Such a transaction is in truth bilateral, and creates a new debt and a new cause of action."
Ο Chitty on Contracts, Vol. 1, 25η έκδοση, παράγραφος 2057 στη σελ. 1156, αφού διαπιστώνει πως ο όρος χρησιμοποιείται με τρεις διαφορετικές έννοιες, αναφέρει:
"A real account stated" is one in which the account includes items on both sides and the parties have agreed that there shall be a set-off and only the balance shall be payable. The "...several items of claim are brought into account on either side, and, being set against one another, a balance is struck and the consideration for the payment of the balance is the discharge of the items on each side." Though such an arrangement is frequently regarded as quasi-contractual, it is more properly described as "a promise for good consideration to pay the balance"; and the consideration is valid and the settlement is binding even though some of the debts may be statute-barred, or otherwise unenforceable."
To απόσπασμα στηρίζεται βασικά στη σημαντική απόφαση του Ανακτοβουλίου Siqueira v. Noronha [1934] A.C. 332, 337.
Πρέπει εντούτοις να έχουμε υπόψη τη σύγχρονη αντίληψη ότι αυτού του τύπου ο λογαριασμός αποτελεί κατά βάση κανόνα του δικαίου της αποδείξεως παρά του ουσιαστικού δικαίου. Θεωρείται εκ πρώτης όψεως μαρτυρία οφειλής που μπορεί να ανακρουσθεί από περαιτέρω μαρτυρία. Τον κανόνα εξηγεί ο Chitty on Contracts, στο ίδιο σύγγραμμα πάλιν στη σελ. 1156:
"The term "account stated" is applied in at least three ways.
(i) To a claim by one party to payment of a definite amount, which is admitted to be correct by the other party. This is merely an admission of a debt out of court and is equivalent to a promise from which the existence of a debt may be inferred. Such an admission is only evidence of a debt, and can be rebutted; an item in an account stated of this type can be challenged or explained, or the admission can be rebutted by evidence that there was no consideration for the promise to pay. In order to have this evidential effect, the admission of liability must be unqualified and must relate to an existing debt."
Κοιτάζοντας την υπόθεση υπό το πρίσμα των παραπάνω αρχών είναι βέβαιο - και σε αυτό καταλήγουμε - πως δεν υπήρχαν ούτε είχαν τεθεί οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση account stated. Άλλωστε ο πρωτόδικος δικαστής δεν προέβη σε τέτοιο εύρημα. Επομένως η μαρτυρία (τεκ. 1,2Α και 2Β) έπρεπε να είχε απορριφθεί χωρίς να χρησιμοποιηθεί. Αντ' αυτού αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα ενίσχυσης της προφορικής μαρτυρίας του εφεσίβλητου με την οποία, όπως προκύπτει με καθαρότητα από το περίγραμμα της πρωτόδικης απόφασης, συνεκτιμήθηκε. Η προσέγγιση αυτή σε ζήτημα τόσο κεφαλαιώδες υπήρξε λαθασμένη και μόνο με επανάληψη της δίκης μπορεί να αντιμετωπισθεί.»
Στο ίδιο πνεύμα, ως φαίνεται, κινείται και νεότερη νομολογία όπου, στην υπόθεση Κουρουκλάρης v. Κωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση Αρ. 205/2012, ημερομηνίας 06.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A440, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, και στα οποία παραπέμπουμε ως προσομοιάζοντα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης:
«Αυτή είναι η έννοια του παραδεδεγμένου λογαριασμού, ως αυτοτελούς αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπό κρίση υπόθεση, όντως, δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας περίπτωσης. Δεν τέθηκε ούτε υπό τύπο δικογράφησης στην ΄Εκθεση Απαίτησης, αλλά ούτε και μέσω της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, ζήτημα εκκαθαρισμένου λογαριασμού. Η όποια συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων μερών ως προς την ύπαρξη καθορισμένου οφειλόμενου υπολοίπου, αφορούσε προγενέστερο χρόνο, ήτοι τον Αύγουστο του 2007. Από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι και τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων των δύο μερών, την 21.6.2008, μεσολάβησαν, όπως συνιστά κοινό τόπο, εκτεταμένες συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων, για τις οποίες ο Εφεσείοντας δεν επικαλέστηκε την ύπαρξη συμφωνίας, ως προς το τελικό υπόλοιπο. Εν πάση δε περιπτώσει, τα τεκμήρια 1 και 2 ουδέποτε κοινοποιήθηκαν στον Εφεσίβλητο, ούτε και του παραδόθηκε οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού προς τελική συμφωνία.
Προκύπτει ξεκάθαρα από το περιεχόμενο της ΄Εκθεσης Απαίτησης ότι το ποσό που ζητούσε ο Εφεσείων συνιστούσε υπόλοιπο, κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενο, για πώληση ζωοτροφών, διεκδικούμενο ως χρέος ή στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή, ακόμη, δυνάμει παράβασης συμφωνίας. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ως πραγματικό υπόβαθρο της επίδικης αξίωσης δικογραφήθηκε αιτία αγωγής που αφορούσε παραδεδεγμένο ή εκκαθαρισμένο λογαριασμό, είναι εσφαλμένη. Αλλωστε, παρεμβάλλουμε, αν έτσι ήταν, τότε η ακροαματική διαδικασία θα έπρεπε να είχε περιορισθεί στην προσκόμιση μαρτυρίας προς απόδειξη της συμφωνίας για την ορθότητα του υπολοίπου, χωρίς να επεκταθεί στα επιμέρους στοιχεία του λογαριασμού αυτού.»
Πέραν των όσων έχουμε προαναφέρει, θεωρούμε ότι είναι χρήσιμο να προσθέσουμε και το γεγονός ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί, αλλά και θα εξηγήσουμε περαιτέρω πιο κάτω, δεν είναι επιτρεπτό να γίνει διαχωρισμός των δύο καταστάσεων λογαριασμού, ώστε να εκδιδόταν απόφαση στη βάση του Τεκμηρίου 3 – κατάσταση λογαριασμού του 1996 - καθ’ ότι τα ποσά που εμφαίνονται στην κατάσταση λογαριασμού του 2007, ήτοι πολλά χρόνια αργότερα, προκύπτοντα από τιμολόγια, ήταν υπό αμφισβήτηση. Επομένως, δεν ήταν ορθή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, όσον αφορά στα τιμολόγια, αυτά ήταν αποδεκτά. Υπήρχε μαρτυρία που τέθηκε, προφορική αλλά και με το Τεκμήριο 9 (επιστολή των εφεσειόντων προς τους εφεσίβλητους χρονολογίας 2002) με την οποία, οι εφεσείοντες, μεταξύ άλλων, αμφισβητούσαν το υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού. Δεν γίνεται, όμως, αναφορά, επί της πρωτόδικης απόφασης, στο πως αξιολογήθηκε αυτή η μαρτυρία των εφεσειόντων, ήτοι το Τεκμήριο 9.
Συνακόλουθα ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.
Κρίνουμε, περαιτέρω, ότι η πιο πάνω αντιμετώπιση, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε επίδραση και στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά και στα σχετικά ευρήματα επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, με αποτέλεσμα, ως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, η πρωτόδικη κρίση, επί του θέματος αυτού, να ελέγχεται ως μη επιτρεπτή και εύλογη υπό τις περιστάσεις, γεγονός που επιτρέπει την παρέμβαση μας.
Υπενθυμίζουμε, σ’ αυτό το στάδιο, ότι, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει (βλέπε (1) Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, (2) Παρσών v. M&M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2015, ημερομηνίας 30.04.2015 και (3) Stark κ.α. v. Marsland κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2019, ημερομηνίας 06.05.2025). Στην υπόθεση Ιωάννου v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2021, ημερομηνίας 28.04.2024, επαναλήφθηκε η αρχή, ως προς την επέμβαση του Εφετείου στο ζήτημα της αξιολόγησης, με το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»
Κατ’ αρχάς, και όσον αφορά στον δικογραφημένο ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι αυτοί είχαν εξοφλήσει οποιοδήποτε ποσό, μέσω του υπάλληλου των εφεσίβλητων ο οποίος τα είχε καταχραστεί, συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «Σε σχέση με το ζήτημα του Χαραλάμπους, (ο υπάλληλος των εφεσίβλητων) είναι αρκετό, πιστεύω, να αναφέρω ότι, οι οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχουν αναληφθεί έναντι της εναγομένης από τρίτα άτομα παραμένουν υποχρεώσεις τρίτων ατόμων, μη διαδίκων και δεν αφορούν στη διαφορά μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης.» δεν ήταν ορθή, καθ’ ότι, ο εν λόγω υπάλληλος δεν ήταν «τρίτος» στη σχέση των διαδίκων, ήταν εκπρόσωπος των εφεσίβλητων ο οποίος εισέπραττε χρήματα για λογαριασμό τους και εξέδιδε σχετικές αποδείξεις. Σε αυτή τη βάση θα έπρεπε να αξιολογηθεί το γεγονός αυτό, που δεν ήταν άσχετο με την αξιοπιστία των μαρτύρων της υπόθεσης, αλλά και της εκδοχής των διαδίκων. Επιπρόσθετα, επί του ιδίου θέματος, επισημαίνουμε πως ήταν διαπίστωση και του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «… Μεταξύ των μερών υπήρχε συνεργασία. Η εναγομένη παράγγελλε εμπορεύματα από την ενάγουσα. Η ένάγουσα τα παρέδιδε, μαζί με το αντίστοιχο τιμολόγιο. Ακολούθως ο υπάλληλος της ενάγουσας, (ο οποίος είχε μαζί του δύο φύλλα αποδείξεων) πληρωνόταν από το λογιστήριο της εναγομένης. Έδιδε την πρωτότυπη απόδειξη στην εναγομένη και την άλλη απόδειξη μαζί με τα χρήματα ή την επιταγή την παρέδιδε στο λογιστήριο της ενάγουσας. Καταστάσεις λογαριασμών αποστέλλονταν κάθε μήνα στην εναγομένη. Ο υπεύθυνος υπάλληλος της ενάγουσας για εξυπηρέτηση της εναγομένης ήταν ο Μιχάλης Χαραλάμπους. Ποσό χρημάτων που άνηκε στην ενάγουσα, ο εν λόγω υπάλληλος το καταχράστηκε.» (Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο). Αυτό το γεγονός θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ερμηνευθεί ότι, μέρος ή και ολόκληρο το ποσό της αξίωσης είχε πληρωθεί από τους εφεσείοντες πλην όμως ο υπάλληλος, εισπράκτορας, των εφεσίβλητων, αντί να το παραδώσει στο λογιστήριο τους, το καταχράστηκε. Τέτοιο εύρημα, θεωρούμε, έχρηζε περαιτέρω ανάλυσης πριν την κατάληξη στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να εννοούμε πως θα οδηγούνταν κατ’ ανάγκη, σε άλλο συμπέρασμα. Δεν απασχόλησε, όμως, το Δικαστήριο μήπως αυτό το γεγονός συνάδει ή δεν συνάδει με την εκδοχή των εφεσειόντων. Θεώρησε, προφανώς λανθασμένα, ότι το γεγονός ήταν αδιάφορο ή ουδέτερης σημασίας, χωρίς όμως να δοθεί εξήγηση. Ασφαλώς, αν αυτά τα στοιχεία συνεκτιμούνταν, ενδεχομένως να οδηγούσαν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Από τον τρόπο που έγινε η αξιολόγηση, φρονούμε ότι νομιμοποιούμαστε να παρέμβουμε στα ευρήματα περί της αξιοπιστίας και των ευρημάτων επί των γεγονότων, στα οποία προέβη η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, αφού δεν λήφθηκαν υπόψη, και δεν αξιολογήθηκαν ορθά, στοιχεία και μαρτυρία που έθεσαν οι εφεσείοντες, τα οποία αν αξιολογούνταν ορθά, ενδεχομένως, θα οδηγούσαν σε διαφορετικά συμπεράσματα και προς την κατεύθυνση της αποδοχής της εκδοχής τους ή και αποδοχής μέρους της εκδοχής τους, δεδομένης της πληρωμής, μετά την καταχώριση της αγωγής, του ποσού των €3.231,82.
Ενόψει των αμέσως προαναφερόμενων, κρίνονται βάσιμοι και οι τρίτος και έκτος λόγος έφεσης. Δεδομένου αυτού του γεγονότος παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.
Συνακόλουθα όλων των προλεγόμενων, δεδομένου ότι οι λόγοι έφεσης οι οποίοι κρίθηκαν βάσιμοι αφορούν σε κεφαλαιώδη ζητήματα τα οποία, ως είναι αντιληπτό, το Εφετείο δεν δύναται να αντιμετωπίσει, αφού δεν είναι επιτρεπτό να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά ούτε και να προβεί σε δικά του ευρήματα ενόψει της επέμβασης στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής 5368/2012, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, από άλλο αρμόδιο Δικαστή. Κρίνουμε πως η εν λόγω επιλογή είναι αναπόφευκτη παρ’ ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα στην εκκρεμότητα. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης €3.100,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο