
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 287/2018)
28 Μαΐου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
ERMA (AUCTION CENTER) LIMITED (υπό εκκαθάριση, μέσω του Επίσημου Παραλήπτη, ως προσωρινού εκκαθαριστή της),
Εφεσείοντες,
v.
1. ΦΙΛΙΠΠΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΩΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ/Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητοι.
____________________
Α. Χ. Κυπρίζογλου για Ε. Μαρκουλλή (κα), για Εφεσείοντες.
Λ. Γεωργίου (κα) για Μ. Οικονομίδης Κράνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη 1.
Ι. Τσιντίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητο 2.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, ως ενάγοντες, καταχώρισαν αγωγή εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2, ως εναγομένων 1 και 2, αντίστοιχα, αξιώνοντας ειδικές αποζημιώσεις για ζημιά τους από αξία αντικειμένων, ιδιοκτησίας δικής τους και τρίτων προσώπων, που οι εφεσείοντες κατείχαν ως θεματοφύλακες ή αντιπρόσωποι των τρίτων προσώπων. Τα εν λόγω αντικείμενα βρίσκονταν σε κατάστημα ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης 1 με ενοικιαστή έτερο, τρίτο, νομικό πρόσωπο, το οποίο είχε παραχωρήσει άδεια στους εφεσείοντες να διεξάγουν εργασίες εμπορίου και δημοπρασίας για πώληση παλαιών αντικειμένων. Σύμφωνα με την αξίωση, κατά την παράδοση του καταστήματος στην εφεσίβλητη 1, λόγω διατάγματος έξωσης το οποίο εξασφάλισε εναντίον του ενοικιαστή της, αυτή μετακίνησε όλα τα αντικείμενα, ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, σε άγνωστο χώρο και στη συνέχεια, κατόπιν διατάγματος, η εφεσίβλητη 1 παρέδωσε τα αντικείμενα, που βρίσκονταν στο κατάστημα της, στον κοινοτάρχη της ενορίας Καθολικής που ανήκει το κατάστημα. Οι εφεσείοντες διαπίστωσαν, όμως, ότι είχαν εξαφανισθεί κάποια από τα αντικείμενα τους, που είχαν στο κατάστημα, πριν το διάταγμα έξωσης. Αποδίδεται, επίσης, ευθύνη στον δικαστικό επιδότη που εκτέλεσε το ένταλμα ανάκτησης κατοχής του καταστήματος, εξ ου και κινήθηκε η αγωγή εναντίον και του εφεσίβλητου 2, ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθ’ ότι, ως ήταν ο ισχυρισμός, ο δικαστικός επιδότης παρέδωσε τα αντικείμενα, που βρίσκονταν μέσα στο κατάστημα, στην εφεσίβλητη 1 παρά το γεγονός ότι αυτός είχε δεσμευθεί έναντι των εφεσειόντων πως αυτοί θα είχαν χρόνο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2011 για να το εκκενώσουν. Η ζημιά των εφεσειόντων, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, έγκειτο στα ποσά που θα υποχρεώνονταν να καταβάλουν στους ιδιοκτήτες των αντικειμένων που δεν ανευρέθηκαν, καταστράφηκαν ή εξαφανίστηκαν. Η αξία κάθε τέτοιου αντικειμένου καθορίστηκε, από τους εφεσείοντες, ως η τιμή που συμφωνήθηκε μεταξύ τους και του κάθε ιδιοκτήτη αντικειμένου ως κατώτερη τιμή που ζητούσε ο τελευταίος για να πωληθεί το αντικείμενο σε δημοπρασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εκδίκασε την αγωγή, με δεδομένη την μη αποδοχή των ισχυρισμών των εφεσειόντων από τους εφεσίβλητους 1 και 2, οι οποίοι καταχώρισαν υπεράσπιση, κατέληξε, αφού προέβη σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας και διατύπωση ευρημάτων, πως η εφεσίβλητη 1 δεν διέπραξε οποιοδήποτε αστικό αδίκημα, ως προς τα κατ’ ισχυρισμόν εξαφανισθέντα αντικείμενα, όταν η φυσική κατοχή τους περιήλθε σ’ αυτήν, καθ’ ότι έκρινε πως η εφεσίβλητη 1 «… απλά αποδέκτηκε ως όφειλε την κατοχή του καταστήματος, όπως προνοείτο να γίνει με το ένταλμα ανάκτησης κατοχής του». Αποφάνθηκε, όμως, ότι η εφεσίβλητη 1 «Διέπραξε ωστόσο το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης όταν με την επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 6.9.2011 (Τεκμ. 13) αρνήθηκε να παραδώσει τα αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα στο κατάστημα στην Ενάγουσα. Η Ενάγουσα είχε δικαίωμα άμεσης κατοχής των αντικειμένων που ήταν ιδιοκτησία τρίτων προσώπων γιατί τα πρόσωπα αυτά της είχαν εμπιστευθεί τα αντικείμενα τους για να τα κατέχει και η Ενάγουσα τα κατείχε νόμιμα». Συμπληρώνοντας, το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στην πρόνοια του Άρθρου 37 του Κεφ. 148, ο Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, κατέληξε πως «Η κατακράτηση θα ήταν νόμιμη μόνο εάν ο Δικαστικός επιδότης είχε κατάσχει τα αντικείμενα και παραδώσει αυτά στην Εναγόμενη 1, κάτι που ουδέποτε έγινε».
Περαιτέρω, αποτέλεσαν συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα ακόλουθα:
«Η παράνομη κατακράτηση τερματίστηκε όταν η κατοχή και φύλαξη των αντικειμένων ρυθμίστηκε με το Δικαστικό διάταγμα της 8.9.2011. Δεν έχει σημασία ότι ο κοινοτάρχης αργοπόρησε στην εφαρμογή του. Τα αντικείμενα ήταν από 8.9.2011 στην διάθεση του και η Εναγόμενη 1 είχε δυνάμει του διατάγματος υποχρέωση να τα παραδώσει σε αυτόν και όχι στην Ενάγουσα. Επομένως εφόσον από 8.9.2011 ο κοινοτάρχης και όχι η Ενάγουσα δικαιούτο στην άμεση κατοχή τους δεν στοιχειοθετείται το αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης μετά την 8.9.2011.
Η Ενάγουσα στερήθηκε των αντικειμένων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, πέραν των δύο χρόνων μέχρι 17.10.2013, ωστόσο, αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα παράνομης κατακράτησης αλλά του διατάγματος της 8.9.2011 που η ίδια επεδίωξε. Το ότι η Εναγόμενη 1 επέμενε με την Ανταπαίτηση της σε αξίωση επί των αντικειμένων, που ήταν αστήρικτη και σε κάθε περίπτωση απέσυρε, δεν τεκμηριώνει το αστικό αδίκημα.
Δεδομένης της διάθεσης των αντικειμένων στην Ενάγουσα με το διάταγμα ημερ. 17.10.2013, ό,τι παραμένει είναι η επιδίκαση αποζημίωσης για την περίοδο από 6.9.2011 μέχρι 8.9.2011. Οι αποζημιώσεις αυτές, δεδομένου του μικρού χρονικού διαστήματος της κατακράτησης, δεν μπορεί να είναι παρά ονομαστικές. Έχουν όμως την σημασία τους σε σχέση με τα έξοδα στην Απαίτηση.
Η Ενάγουσα αξιώνει και παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία (βλ. Μαρία Ξενοφώντος v. Taker Sayed Rajab. ECLI:CY:AD:2014:A892, Πολ. Εφ. Αρ. 169/2010, ημερ. 26.11.2014) όπου αναφέρεται ότι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδικάζονται εκεί όπου η διαγωγή του εναγομένου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από Πολιτικό Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την συμπεριφορά τόσο της Εναγόμενης 1 όσο και της Ενάγουσας, τις περιβάλλουσες συνθήκες κάτω από τις οποίες τα αντικείμενα περιέπεσαν στη φυσική κατοχή της Εναγόμενης 1 και το μικρό χρονικό διάστημα για το οποίο συνέχισε η διάπραξη του αρχικού αδικήματος κρίνει πως δεν είναι κατάλληλη περίπτωση για τον επιδικασμό παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Επιδικάζονται ονομαστικές αποζημιώσεις €100.»
Όσον αφορά στην αξίωση των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη Δ.43Α των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί περί των ενταλμάτων ανάκτησης κατοχής, την απέρριψε με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Οι υποχρεώσεις του επιδότη που επικαλείται η Ενάγουσα δεν προνοούνται στην Διαταγή που έχει εφαρμογή. Οι πρόνοιες της Δ.44, θ.8(1) αφορούν στην εκτέλεση εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας και σε κινητή περιουσία που κατασχέθηκε αλλά δεν παρέχεται η δυνατότητα άμεσης μετακίνησης της. Το ίδιο και η Δ.44, θ.12. Αφορά και αυτή σε περιουσία που κατασχέθηκε.
Η Ενάγουσα ειδοποιήθηκε δεόντως πριν την έκδοση του διατάγματος. Άλλωστε προς τούτο ικανοποιήθηκε το Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα. Η Ενάγουσα δεν μερίμνησε για την προστασία της κινητής της περιουσίας και τρίτων που είχε υπό την φύλαξη της και δεν μπορεί με την δική της αμέλεια και ασυνέπεια να επιφορτίζει με επιπλέον καθήκοντα τον επιδότη που εκτέλεσε το ένταλμα.»
Συνοπτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, λόγω παράνομης κατακράτησης αντικειμένων για περίοδο δύο ημερών, προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης 1 για το ποσό των €100,00, ως ονομαστικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο και έξοδα ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο. Έκρινε δε πως δεν στοιχειοθετήθηκε το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης εναντίον της εφεσίβλητης 1. Απέρριψε, επίσης, την αξίωση των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου 2, αφού δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε αμέλεια ή παραλείψεις εκ μέρους του δικαστικού επιδότη που εκτέλεσε το ένταλμα ανάκτησης κατοχής του καταστήματος, στο οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι είχαν αντικείμενα αξίας τα οποία απωλέσθηκαν. Επιδικάσθηκαν, ως εκ τούτου, έξοδα, προς όφελος των τελευταίων, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο.
Η διαφωνία των εφεσειόντων με την πιο πάνω απόφαση οδήγησε στην καταχώριση της παρούσας έφεσης, με σκοπό την ανατροπή της πρωτόδικης κατάληξης. Προβάλλονται έντεκα (11) λόγοι έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 6, 7 και 11 αφορούν στην αξιολόγηση των μαρτύρων, ειδικότερα του ΜΕ2 και της εναγόμενης 1, του ΜΕ11 και του ΜΥ4. Θεωρούν, δε, οι εφεσείοντες, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η εφεσίβλητη 1 δεν διέπραξε το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης σε σχέση με τα επίδικα αντικείμενα είναι λανθασμένο (3ος λόγος έφεσης) αλλά και ότι εσφαλμένα έκρινε πως το μόνο που δικαιούνταν οι εφεσείοντες, από την εφεσίβλητη 1, ήταν ονομαστικές αποζημιώσεις για την παράνομη κατακράτηση των αντικειμένων για την περίοδο από 06.09.2011 μέχρι 08.09.2011, και πως η αποστέρηση των αντικειμένων για το διάστημα από 08.09.2011 μέχρι 17.10.2013 δεν ήταν αποτέλεσμα της παράνομης κατακράτησης τους από την εφεσίβλητη 1, αλλά η παράδοση τους στον κοινοτάρχη Καθολικής, ως αποτέλεσμα του διατάγματος ημερομηνίας 08.09.2011 που οι εφεσείοντες επιδίωξαν (4ος λόγος έφεσης). Λανθασμένο, θεωρούν, οι εφεσείοντες, και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν επιδίκαση παραδειγματικών και/ή τιμωρητικών αποζημιώσεων εναντίον της εφεσίβλητης 1 (5ος λόγος έφεσης), όπως επίσης, θεωρούν, πως το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι τα αντικείμενα που βρίσκονταν στην αποθήκη στο Ζύγι δεν μπορεί να είχαν καταστραφεί, είναι αυθαίρετο και λανθασμένο (8ος λόγος έφεσης). Ακόμη, θεωρούν, ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως ο δικαστικός επιδότης που εκτέλεσε το ένταλμα ανάκτησης κατοχής του επίδικου καταστήματος δεν επέδειξε οποιαδήποτε αμέλεια κατά την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος και/ή ότι δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες της Δ.44 Θ.8 και 12 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας κατά την εκτέλεση αυτού (9ος λόγος έφεσης). Τέλος, αντί το πρωτόδικο Δικαστήριο να στιγματίσει τη συμπεριφορά του δικαστικού επιδότη, ο οποίος, χωρίς το αρμόδιο Δικαστήριο να διατάξει ποτέ την αναστολή εκτέλεσης του εντάλματος κατοχής του καταστήματος, έδιδε αυθαίρετα προφορικές διαβεβαιώσεις προς τον αντιπρόσωπο των εφεσειόντων ότι δεν θα προέβαινε σε εκτέλεση του (για τουλάχιστο 2 μήνες), με την απόφαση του Δικαστηρίου, ουσιαστικά, η εν λόγω συμπεριφορά να επιβραβεύεται (11ος λόγος έφεσης).
Έχουμε διεξέλθει με τη δέουσα προσοχή κάθετί που ανέπτυξαν ενώπιον μας, δια των περιγραμμάτων αγόρευσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, έχοντας μελετήσει τα δικόγραφα των διαδίκων, τα πρακτικά της δίκης και τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς και την εκκαλούμενη απόφαση.
Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να επισημάνουμε πως μέσα από το περίγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου των εφεσειόντων εντοπίζουμε να γίνεται ανάπτυξη επιχειρηματολογίας και προώθηση μόνο των λόγων έφεσης 2-5, ως πρώτος άξονας επιχειρημάτων, και του λόγου έφεσης 9, ως δεύτερος άξονας επιχειρημάτων. Ταυτόχρονα, δεν εντοπίζουμε επιχειρηματολογία αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Τέτοιο γεγονός μας οδηγεί στο συμπέρασμα, βασιζόμενοι σε σχετική νομολογία (βλέπετε (1) Ηροδότου κ.α. v. Παναγίδου, Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2014, ημερομηνίας 13.07.2023, ECLI:CY:AD:2023:A251 – απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό την εφετειακή του αρμοδιότητα και (2) Αναφορικά με την εταιρεία FAIR CHAMPIONS MERIDIAN LTD v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ/ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ (ΜΕΤΟΧΩΝ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ FAIR CHAMPIONS MERIDIAN LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε28/2019, ημερομηνίας 12.07.2024) ότι οι λόγοι έφεσης 1, 6, 7, 8, 10 και 11 έχουν εγκαταλειφθεί, και δεν εξετάζονται, ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Εξετάζονται μαζί, στη συνέχεια, οι λόγοι έφεσης 2-5 οι οποίοι άπτονται του πρώτου άξονα επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων (όπως τον αποκάλεσε η συνήγορος των εφεσειόντων). Ο 2ος λόγος έφεσης αφορά στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και ειδικότερα της αξιοπιστίας της εφεσίβλητης 1, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, οπότε αποδέχθηκε τη θέση της ότι αυτή δεν μετακίνησε οποιαδήποτε αντικείμενα, ούτε έδωσε εντολή να μετακινηθούν από το κατάστημα της, μετά που ανέκτησε την κατοχή του. Η θέση αυτή, κατά τους εφεσείοντες δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή, διότι (α) η εφεσίβλητη 1, σε δύο περιπτώσεις, παραδέχθηκε γραπτώς (μέσω επιστολών του δικηγόρου της) ότι όντως είχε μετακινήσει αντικείμενα από το κατάστημα επειδή θεωρούσε ότι αυτά πλέον της ανήκουν (β) η εφεσίβλητη 1 είχε σηκώσει το χέρι της μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου, κατά την ακρόαση, αποδεχόμενη, ουσιαστικά, ότι είχε συναντήσει τον ΜΕ11 την ώρα που αλλοδαποί εργάτες μετακινούσαν αντικείμενα από το κατάστημα υπό τις οδηγίες της, (γ) επί δύο ολόκληρα χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής επέμενε πεισματικά να αξιώνει παράλογα, και παράνομα, την κυριότητα επί των επίδικων αντικειμένων, εγείροντας ανταπαίτηση σε σχέση με αυτά, για περίοδο 6 χρόνων μετά την καταχώριση της αγωγής και (δ) η εφεσίβλητη 1 παραδέχθηκε, ρητά, στη μαρτυρία της (στη σελίδα 235 των πρακτικών της δίκης) την παράνομη οικειοποίηση των επίδικων αντικειμένων αλλά και στο δικόγραφο της.
Πριν τοποθετηθούμε στις προαναφερόμενες αιτιάσεις των εφεσειόντων, κρίνουμε χρήσιμο να αναφερθούμε στα νομολογηθέντα που αφορούν στην εξουσία του Εφετείου να παρεμβαίνει στο έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων αναφορικά με τα ευρήματα αξιοπιστίας ή των γεγονότων, και ειδικότερα με την αξιολόγηση μαρτυρίας.
Υπενθυμίζουμε, συναφώς, σ’ αυτό το στάδιο, ότι, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει (βλέπε (1) Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, (2) Παρσών v. M&M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2015, ημερομηνίας 30.04.2015 και (3) Stark κ.α. v. Marsland κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2019, ημερομηνίας 06.05.2025). Στην υπόθεση Ιωάννου v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 26/2021, ημερομηνίας 28.04.2024, επαναλήφθηκε η αρχή, ως προς την επέμβαση του Εφετείου στο ζήτημα της αξιολόγησης, με το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»
Αρχίζοντας από την (α) αιτίαση, θεωρούμε πως αυτή δεν έχει τη δυναμική που της αποδίδουν οι εφεσείοντες, ώστε να κρίνουμε ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή, πρωτοδίκως, η μαρτυρία της εφεσίβλητης 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα της αξιοπιστίας της εφεσίβλητης 1 (που ήταν εναγόμενη 1) ως εξής:
«Η Εναγόμενη 1 έκανε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας της αλήθειας και το Δικαστήριο έχει πεισθεί ότι αυτή δεν μετακίνησε ούτε έδωσε εντολή να μετακινηθούν οιαδήποτε αντικείμενα από το κατάστημα. Η Εναγόμενη 1 φάνηκε να διακατέχεται από συναισθήματα αγανάκτησης από τους διευθύνοντες την Ενάγουσα και την Παλίμψηστον, όμως τα συναισθήματα της που ενδεχομένως και δικαιολογημένα και που την οδήγησαν σε λανθασμένες κινήσεις και επιλογές δεν κρίνονται ότι έχουν παραβλάψει την αξιοπιστία της.»
Η πιο πάνω κατάληξη απομονωμένη από το υπόλοιπο μέρος της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ενδεχομένως να εγείρει ζήτημα συζήτησης, ως προς το κατά πόσο το εν λόγω περιεχόμενο αποτελεί ικανοποιητική εξήγηση για την αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1, ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν οδηγηθεί στην αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1, και δη ότι αυτή δεν είχε μετακινήσει οποιαδήποτε από τα επίδικα αντικείμενα από το κατάστημα της, με συγκεκριμένες αναφορές, από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, αφιερώνει τρεις (3) σελίδες με τις οποίες εξήγησε, με πειστικά στοιχεία, τα οποία προηγουμένως ανέλυσε, γιατί δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον μάρτυρα Χριστοδούλου (ΜΕ2) που παρουσίασαν οι εφεσείοντες, και ο οποίος είχε μαρτυρήσει προς την αντίθετη εκδοχή γεγονότων. Εξάλλου, μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, προκύπτουν και άλλα σημεία μέσα από τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται το περιεχόμενο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1 και το αποδέχεται, δίδοντας εύλογες εξηγήσεις που δεν αντιστρατεύονται τη λογική. Δεν παραγνωρίσαμε το γεγονός ότι με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της μη αποδοχής του ΜΕ2, ως αναξιόπιστου, ωστόσο, ως έχουμε ήδη αποφανθεί ο πρώτος λόγος κρίθηκε απορριπτέος αφού δεν προωθήθηκε, ως και άλλοι, στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων. Συνεπώς, υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν θεωρούμε ότι μας παρέχονται περιθώρια επέμβασης στην πρωτόδικη κατάληξη με την οποία έγινε αποδεκτή η μαρτυρία της εφεσίβλητης 1. Καταλήγοντας, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «κατά την παράδοση του καταστήματος στον εκπρόσωπο της Εναγομένης 1 την 6.9.2011 δεν υπήρχαν σε αυτό οιαδήποτε αντικείμενα που δεν βρίσκονταν εκεί και δεν παραλήφθηκαν από τον Κοινοτάρχη. Το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι κανένα αντικείμενο, πέραν από κάποιες ακαθαρσίες, δεν απομάκρυνε η Εναγόμενη 1».
Ούτε η (β) αιτίαση είναι δυνατό να αξιολογηθεί ως τέτοια, από το Εφετείο, ούτως ώστε να γίνει αποδεκτή η ερμηνεία που δίδεται από τους εφεσείοντες, στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, και δη πως η εφεσίβλητη 1, ουσιαστικά, αποδέχθηκε, σηκώνοντας το χέρι της μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου, ότι είχε όντως συναντήσει τον ΜΕ11 την ώρα που αλλοδαποί εργάτες μετακινούσαν αντικείμενα από το κατάστημα με οδηγίες της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το γεγονός, ότι η εφεσίβλητη 1 κατά τη διάρκεια της ακρόασης ψήλωσε το χέρι της, όταν έδινε μαρτυρία ο ΜΕ11, Μιχαήλ, και του ζητήθηκε να αναγνωρίσει τη γυναίκα που είδε στις 06.09.2011 και κατέληξε ως ακολούθως:
«Η πλευρά της Ενάγουσας έδωσε τη δική της εκτίμηση για την αντίδραση της Εναγόμενης 1 να ψηλώσει το χέρι της καθ' ον χρόνο βρισκόταν στο ακροατήριο όταν ζητήθηκε από τον Μιχαήλ να αναγνωρίσει την γυναίκα που είδε στις 6.9.2011. Θεωρεί η πλευρά της Ενάγουσας την αντίδραση αυτή ως παραδοχή ότι η Εναγόμενη 1 συναντήθηκε με τον Μιχαήλ. Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη τους. Λανθασμένη μεν η ενέργεια της Εναγομένης 1, ίσως ήθελε να αποκαλυφθεί εννοώντας ότι αυτή ήθελε ο δικηγόρος να υποδειχθεί. Ότι επρόκειτο για «στημένη» μαρτυρία που προετοιμάστηκε για σκοπούς εντυπώσεων.»
Θεωρούμε την πιο πάνω αξιολόγηση καθόλα εύλογη εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υποδεικνύουμε, άλλωστε, το αυτονόητο πως είναι πολύ παρακινδυνευμένο να γίνει αποδεκτή η ερμηνεία που δίδουν οι εφεσείοντες. Δεν θα ήταν ασφαλές να ερμηνευθεί πως μία κίνηση ενός προσώπου – έστω διάδικου – που είναι στο ακροατήριο, χωρίς όμως να μιλήσει, και πως με την ανύψωση του χεριού του, ήτοι η εφεσίβλητη 1, απαντούσε στην ερώτηση που τέθηκε σε μάρτυρα που κατέθετε ενάντια στην εκδοχή της, υποβοηθώντας ουσιαστικά την εκδοχή των αντιδίκων της, και πως με την ανύψωση του χεριού της εννοούσε αποδοχή στην αναγνώριση της. Θα μπορούσε κάλλιστα να σημαίνει ότι ήθελε να πει οτιδήποτε ή ότι ήθελε κάτι να απευθύνει προς τον συνήγορο της.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ορθά, ως εκτιμούμε, πως η καταχώριση ανταπαίτησης εκ μέρους της εφεσίβλητης 1 με την οποία διεκδικούσε τα επίδικα αντικείμενα, την οποία, στην πορεία της δίκης, απέσυρε, δεν θα μπορούσε να επιδράσει επί της αξιοπιστίας της, αφού συνυπολογίστηκε το εν λόγω γεγονός και αφού πρώτα αξιολογήθηκαν και οι μάρτυρες που έδωσαν αντίθετη εκδοχή γεγονότων. Απορρίπτεται, ως εκ τούτου, και η (γ) αιτίαση.
Τέλος, όσον αφορά στη (δ) αιτίαση, απορρίπτουμε τη θέση των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη 1, είτε μέσα από τα πρακτικά της δίκης είτε στα δικόγραφα της αποδέχθηκε, ρητά, την παράνομη οικειοποίηση των επίδικων αντικειμένων. Η μαρτυρία της, άλλωστε, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δικαιολογούσε το εύρημα πως η αναφορά της επί της επιστολής ημερομηνίας 06.09.2011 (Τεκμήριο 13) σε όρο πληρωμής €37.500,00 πριν τεθούν οποιαδήποτε αντικείμενα στη διάθεση των εφεσείοντων «δεν σημαίνει ότι η Εναγόμενη 1 δεν επιθυμούσε την άμεση απομάκρυνση των αντικειμένων». Το εν λόγω εύρημα ήταν εύλογο και δικαιολογημένο, στη βάση του συνόλου της αποδεκτής μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1.
Εν πάση περιπτώσει, επιθυμούμε να επισημάνουμε πως η βάση αγωγής για την αξίωση των εφεσειόντων, στο βαθμό που στηριζόταν στην εξαφάνιση ή καταστροφή των επίμαχων αντικειμένων, δεν υποστηρίχθηκε από αξιόπιστη μαρτυρία, δεδομένου ότι οι ΜΕ2 και ΜΕ11, που μαρτύρησαν περί της μετακίνησης των αντικειμένων, δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι.
Συνακόλουθα των προλεγόμενων, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η Εφεσίβλητη 1 δεν διέπραξε το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης, σε σχέση με τα επίδικα αντικείμενα. Έχουμε αξιολογήσει τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται επί του περιγράμματος αγόρευσης των εφεσειόντων σε συνυφασμό με την αιτιολογία που διατυπώνεται στον υπό συζήτηση λόγο έφεσης. Οφείλουμε να υποδείξουμε, εν πρώτοις, ένα σημαντικό γεγονός, ότι το σχετικό πρωτόδικο συμπέρασμα είναι, κατά κύριο λόγο, απόρροια της αποδεκτής μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1, γεγονός που δεν κρίθηκε ως λανθασμένη κατάληξη, εξ ου και έχει κριθεί αβάσιμος ο δεύτερος λόγος έφεσης. Υποδεικνύει, βέβαια, η συνήγορος των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ αναγνωρίζει πως κατά την περίοδο λειτουργίας του καταστήματος βρίσκονταν εκεί και άλλα αντικείμενα, περιλαμβανομένων μικρών αντικειμένων αξίας, τα οποία φυλάγονταν σε κουτιά τα οποία ο ΜΕ3 (κοινοτάρχης Καθολικής) διαπίστωσε ότι ήταν άδεια μετά που η κατοχή του καταστήματος παραδόθηκε, από τον επιδότη, στην εφεσίβλητη 1, δεν διερωτήθηκε, το Δικαστήριο, κατά πόσο τα αντικείμενα αυτά μετακινήθηκαν από την εφεσίβλητη 1. Επίσης, εισηγείται πως λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι η εφεσίβλητη 1, παρά τη ρητή, γραπτή, παραδοχή της περί οικειοποίησης των επίδικων αντικειμένων που βρίσκονταν μέσα στο κατάστημα, εννοούσε μόνο ότι σκούπισε μερικές ακαθαρσίες και απομάκρυνε ένα ψόφιο γάτο που είδε. Κρίνουμε πως, διερχόμενοι τα πρακτικά της και τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 1, αυτή δεν αποδέχθηκε οποτεδήποτε, γραπτώς και ρητώς, ότι οικειοποιήθηκε τα επίδικα αντικείμενα. Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προωθούνται από τους εφεσείοντες είναι σε εσφαλμένη βάση, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να τύχουν αποδοχής. Εξάλλου, αναφορές επί της επιστολής – Τεκμήριο 13 – του δικηγόρου της εφεσίβλητης 1 - έτυχαν αξιολόγησης και ερμηνείας από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την οποία συμφωνούμε. Επισήμανε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, την αδιαφορία των εφεσειόντων για τα αντικείμενα που είχαν στο κατάστημα και δεν ελάμβαναν μέτρα για την προστασία τους. Εν πάση περιπτώσει, ενώπιον του είχε και το Τεκμήριο 7, επιστολή, ημερομηνίας 12.09.2011 του Πρωτοκολλητή του Ε.Δ. Λεμεσού, απευθυνόμενη προς τον τότε δικηγόρο των εφεσειόντων, αναφέροντας του, μεταξύ άλλων, ότι «Ο κ. Χριστοδουλίδης ανέλαβε να μετακινήσει εκτός του υποστατικού τα αντικείμενα, αλλά παρά τις συνεχείς υποσχέσεις του δεν το έπραττε, με αποτέλεσμα ο επιδότης να εγκαταλείψει τα αντικείμενα, πράγμα που είχε πληροφορήσει τον κ. Χριστοδουλίδη έγκαιρα». Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 1 λανθασμένα, νομικά, θεωρούσε ότι της ανήκαν, και αναφερόταν σε κατάσχεση τους για ικανοποίηση της απαίτησης της, ουδόλως άλλαζε το ουσιώδες γεγονός, πως τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν, από το κατάστημα, όσα υπήρχαν και στην κατάσταση που βρίσκονταν, σε τρίτο χώρο χωρίς η εφεσίβλητη 1 να οικειοποιηθεί κάποια εξ αυτών ή όλα, ως ήταν και η αποδεκτή από το Δικαστήριο εκδοχή της. Η αντίδραση των εφεσειόντων με την εξασφάλιση διατάγματος – Τεκμήριο 16 – στις 08.09.2011 ουσιαστικά καθόρισε τη νομική διάσταση των γεγονότων. Η διαπίστωση, όμως, των γεγονότων είναι ξεχωριστό ζήτημα από τη νομική διάσταση τους καθώς και η ερμηνεία που η κάθε διάδικη πλευρά τους αποδίδει, με τελικό κριτή όμως το Δικαστήριο.
Δεν θεωρούμε ότι ήταν λανθασμένη, υπό τις περιστάσεις, η πρωτόδικη προσέγγιση. Δεν αποδεχόμαστε τη θέση ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούσαν την υιοθέτηση της λατινικής φράσης «Omnia praesumuntur contra spoliatorem» ως προβάλλεται στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης. Δεν ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε και για το Εφετείο, δεδομένης της αποδοχής της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1 να θεωρήσει ότι επειδή μετακινήθηκαν αντικείμενα από το κατάστημα της, τότε, θα έπρεπε να της αποδοθεί η οικειοποίηση τους. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε, ούτως ή άλλως, αποδοχή της μαρτυρίας που έθεσαν οι εφεσείοντες, κυρίως δια των ΜΕ2 και ΜΕ11, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή.
Κρίνουμε, κατ’ επέκταση των όσων έχουμε εξηγήσει, αβάσιμο και τον τρίτο λόγο έφεσης.
Δεδομένου ότι η πρωτόδικη κατάληξη ήταν πως η παράνομη κατακράτηση, των αντικειμένων, εκ μέρους της εφεσίβλητης 1, περιορίστηκε μόνο σε δύο ημέρες, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Ορθά, επίσης, έκρινε ότι εφ’ όσον στις 08.09.2011 είχε εκδοθεί διάταγμα παράδοσης των αντικειμένων από την εφεσίβλητη 1 στον κοινοτάρχη Καθολικής, εφ’ όσον η εφεσίβλητη 1, σύμφωνα με την αποδεκτή της μαρτυρία, δεν είχε μετακινήσει οποιαδήποτε αντικείμενα τα οποία παρέμειναν στο κατάστημα της όταν έλαβε χώραν, δυνάμει σχετικού διατάγματος, η ανάκτηση της κατοχής του, δε στοιχειοθετήθηκε το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης. Δεν υπήρξε μαρτυρία ότι ο κοινοτάρχης Καθολικής επιδίωξε την παραλαβή των αντικειμένων και η εφεσίβλητη 1 τον εμπόδισε. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, και δεν ήταν επιτρεπτό για την εφεσίβλητη 1, εφ’ όσον υπήρχε διάταγμα, ημερομηνίας 08.09.2011, που την διέταζε να παραδώσει τα αντικείμενα στον κοινοτάρχη Καθολικής, αυτή να τα παραδώσει σε άλλο πρόσωπο.
Αβάσιμος, ενόψει των προλεγόμενων, κρίνεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης, ομοίως, κρίνεται αβάσιμος. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία που διέπει το ζήτημα της επιδίκασης τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων (βλέπετε Ξενοφώντος v. Rajab (2014) 1 Α.Α.Δ. 2605) δεν επιδίκασε, υπό τις περιστάσεις της κατακράτησης των αντικειμένων για δύο ημέρες, τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ορθά κρίθηκε ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες τα αντικείμενα περιέπεσαν στη φυσική κατοχή της εφεσίβλητης 1 και το μικρό χρονικό διάστημα, δεν αποτελούσαν κατάλληλη περίπτωση για επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων.
Τέλος, συμφωνούμε με την πρωτόδικη κατάληξη ότι ο δικαστικός επιδότης δεν είχε ευθύνη στην ισχυριζόμενη εξαφάνιση ή καταστροφή τεκμηρίων, επειδή αυτός κατά την εξασφάλιση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής δεν αναφέρθηκε σε ύπαρξη κινητής περιουσίας εντός του επίδικου καταστήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα ως ακολούθως:
«Η Δ.43Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που αφορά στα εντάλματα ανάκτησης κατοχής, δεν εμπεριέχει πρόνοια για το τι συμβαίνει με τα αντικείμενα που ανευρίσκονται μέσα στο υποστατικό που αφορά το ένταλμα. Τεκμαίρεται ότι ανήκουν στον κάτοχο του υποστατικού, τον εκάστοτε καθ' ου η αίτηση. Γι' αυτό και υπάρχει πρόνοια στον θεσμό 2 ότι δεν δίδεται άδεια για έκδοση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής, εκτός εάν όλα τα πρόσωπα που έχουν πραγματική κατοχή όλου ή μέρους του ακίνητου έχουν ειδοποιηθεί, ώστε να μπορούν να αποταθούν στο Δικαστήριο για θεραπεία. Με αυτή την ειδοποίηση γνωρίζει πλέον ο κάτοχος, που μπορεί να διατηρεί κινητή περιουσία μέσα στο ακίνητο, για το ένταλμα οπόταν, έχει την δυνατότητα να την παραλάβει πριν την εκτέλεση του εντάλματος.
Οι υποχρεώσεις του επιδότη που επικαλείται η Ενάγουσα δεν προνοούνται στην Διαταγή που έχει εφαρμογή. Οι πρόνοιες της Δ.44, θ.8(1) αφορούν στην εκτέλεση εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας και σε κινητή περιουσία που κατασχέθηκε αλλά δεν παρέχεται η δυνατότητα άμεσης μετακίνησης της. Το ίδιο και η Δ.44, θ.12. Αφορά και αυτή σε περιουσία που κατασχέθηκε.
Η Ενάγουσα ειδοποιήθηκε δεόντως πριν την έκδοση του διατάγματος. Άλλωστε προς τούτο ικανοποιήθηκε το Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα. Η Ενάγουσα δεν μερίμνησε για την προστασία της κινητής της περιουσίας και τρίτων που είχε υπό την φύλαξη της και δεν μπορεί με την δική της αμέλεια και ασυνέπεια να επιφορτίζει με επιπλέον καθήκοντα τον επιδότη που εκτέλεσε το ένταλμα.»
Η πιο πάνω ερμηνεία και προσέγγιση μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν αποδεχόμαστε τη θέση των εφεσείοντων ότι ο δικαστικός επιδότης είχε υποχρέωση, κατά την εκτέλεση εντάλματος ανάκτησης κατοχής ακινήτου, να εφαρμόσει τις πρόνοιες της Δ.44 Θ.8(1) και 12(β) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Εν πάση περιπτώσει, οφείλουμε να επισημάνουμε πως το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη 1 δεν κατέστρεψε, και δεν εξαφάνισε οποιαδήποτε αντικείμενα των εφεσείοντων, από τα ευρισκόμενα στο κατάστημα της, αποδυνάμωνε πλήρως, ούτως ή άλλως, και την αξίωση εναντίον του εφεσίβλητου 2.
Κρίνουμε, συνεπώς, αβάσιμο και τον ένατο λόγο έφεσης.
Ενόψει του ότι ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης €5.100,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσίβλητων 1 και 2 και εναντίον των εφεσειόντων.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο