ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΣΚΑΠΟΥΛΗΣ κ.α. v. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2024, 14/5/2025
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΣΚΑΠΟΥΛΗΣ κ.α. v. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2024, 14/5/2025

]ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ– ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2024)

 

14 Μαΐου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, ΔΙΚΑΣΤΕΣ]


        1. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΣΚΑΠΟΥΛΗΣ

                 2. SCARABEO RESTAURANT LTD

(«και ως ετροποποιήθη Μέρος 18(1) πριν την επίδοση σε οιονδήποτε διάδικο: 1. Χριστάκης Σκαπούλης Πτωχεύσας δια του επίσημου παραλήπτη ως παραλήπτη της περιουσίας του, 2. Scarabeo Restaurants Ltd υπό εκκαθάριση δια του επίσημου παραλήπτη ως εκκαθαριστού της περιουσίας της)

Εφεσείοντες

 

και

 

1.    ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ

2.    ΕΡΜΙΟΝΗ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ

(«και ως ετροποποιήθη Μέρος 18(1) πριν την επίδοση σε οιονδήποτε διάδικο: 1. Γιαννάκης Θεοκλήτου αποβιώσας δια του Διαχειριστού της περιουσίας του (όταν διορισθεί)

2. Ερμιόνη Ιωσηφίδου»)

Εφεσίβλητοι

 

------------------------------

Αίτηση ημερ. 19.6.2024 της αιτήτριας/εφεσίβλητης 2 για διαγραφή της υπό τον ως άνω αριθμό Ειδοποίησης Εφεσείοντα

 

-----------------------------

 

Π. Καύκαρος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια – εφεσίβλητη 2

Μ. Κληρίδης, για τους καθ’ ων η αίτηση – «εφεσείοντες»

 

     ----------------------------

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Στις 4.10.2016, στο πλαίσιο της Αίτησης Ε95/15, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας, στην απουσία των καθ’ ων η αίτηση (Χριστάκη Σκαπούλη και Scarabeo Restaurants Ltd), αφού οι τελευταίοι παρέλειψαν να εμφανιστούν στη διαδικασία και να καταχωρήσουν απάντηση, εξέδωσε εναντίον τους διάταγμα έξωσης και παράδοσης ελεύθερης κατοχής ενός υποστατικού στη Λευκωσία. Παράλληλα, τους καταδίκασε στην πληρωμή καθυστερημένων ενοικίων, ενδιάμεσων οφειλών και δικηγορικών εξόδων (εφεξής η εκκαλούμενη απόφαση). 

 

Στις 23.6.2017, σχεδόν 9 μήνες αργότερα δηλαδή, οι προαναφερθέντες καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν την αίτηση Κ12/2017 με την οποία ζητούσαν τον παραμερισμό της  εκκαλούμενης απόφασης. Η αίτηση αυτή εκδικάστηκε με τη συμμετοχή και των δύο πλευρών και το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 25.5.2021, την απέρριψε.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, δυσαρεστημένοι με αμφότερες τις αποφάσεις θέλησαν να τις εφεσιβάλουν. Θεωρώντας ότι ήταν εκτός προθεσμίας για να καταχωρήσουν έφεση, αποτάθηκαν μονομερώς στο Ανώτατο Δικαστήριο με την Πολιτική Αίτηση 130/2021 για να τους δοθεί άδεια παράτασης χρόνου καταχώρησης έφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί και στην άλλη πλευρά, η οποία εμφανίστηκε στη διαδικασία και διεξήχθη ακρόαση. Πέραν κάποιων σημαντικών υποδείξεων, στις οποίες θα επανέλθουμε στη συνέχεια, το απαύγασμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ότι (α) η αίτηση σε σχέση με την απόφαση ημερ. 25.5.2021 ήταν άνευ αντικειμένου, καθ’ ότι κατά την ημερομηνία καταχώρησης της (24.6.2021), δεν είχε ακόμα παρέλθει η προθεσμία των 42 ημερών για την καταχώρηση έφεσης και (β) εν πάση περιπτώσει το αίτημα για παράταση του χρόνου για καταχώρηση έφεσης θα έπρεπε να υποβληθεί πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Με το σκεπτικό αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

 

          Οι καθ’ ων η αίτηση στη συνέχεια αποτάθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, καταχωρώντας στις 10.11.2023 μονομερή αίτηση για την έκδοση διατάγματος παράτασης χρόνου καταχώρησης έφεσης εναντίον αμφότερων των αποφάσεων, ημερ. 4.10.2016 (Ε95/2015) και 25.5.2021 (Κ13/2017). Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης μονομερώς και με την απόφαση του ημερ. 1.12.2023 παράτεινε τον χρόνο καταχώρησης έφεσης εναντίον αμφότερων των αποφάσεων του, χωρίς να προσδιορίζεται στο διάταγμα το χρονικό πλαίσιο αυτής της παράτασης.

 

Οι καθ’ ων οι αίτηση, παρά την αναφορά ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι πρόθεση τους ήταν να καταχωρήσουν μια έφεση εναντίον και των δύο αποφάσεων (άγνωστο τι ακριβώς εννοούσαν) τελικά καταχώρησαν δύο εφέσεις. Την παρούσα, εναντίον της εκκαλούμενης απόφασης ημερ. 4.10.2016 και την Πολ. Έφεση 28/24 εναντίον της απόφασης ημερ.25.5.2021.

 

Αμφότερες οι εφέσεις καταχωρήθηκαν στις 5.1.2024, χωρίς να επιδοθούν εντός της τότε ταχθείσας προθεσμίας των 21 ημερών στους εφεσίβλητους. Σημειώνεται, ότι, έκτοτε η προθεσμία για επίδοση Ειδοποίησης Εφεσείοντα, με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (τροποποιητικό) (Αρ.1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2024 (ημερ. 26.7.2024), αυξήθηκε σε 28 ημέρες.

 

Τρεις μήνες μετά την καταχώρηση και συγκεκριμένα περί τις 5.4.2024, το πρωτοκολλητείο του Εφετείου, αρμοδίως και καθηκόντως και καθόλου «παράνομα» ή «παράτυπα» ως εισηγείται ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, απέστειλε ειδοποίηση προς τον εν λόγω συνήγορο με παράλληλη κοινοποίηση στους παρουσιαζόμενους ως εφεσίβλητους, ενημερώνοντας για τους αριθμούς που έλαβαν οι δύο καταχωρηθείσες εφέσεις. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος ισχυρίζεται ότι του αποστερήθηκαν δικαιώματα με την εν λόγω ειδοποίηση, όπως, το κατ’ ισχυρισμό άνευ άδειας, δικαίωμα τροποποίησης. Το κατά πόσο υπάρχει τέτοιο δικαίωμα, θα το εξετάσουμε στο πλαίσιο της αντίστοιχης αίτησης που καταχωρήθηκε στην Πολ. Έφεση 28/24. Επί του παρόντος, περιοριζόμαστε να υποδείξουμε ότι για να επικαλείται κανείς δικαιώματα που αναφύονται από τους Κανονισμούς Πολιτικούς Δικονομίας, θα πρέπει πρώτα να τους τηρεί ο ίδιος. Η προθεσμία επίδοσης της Ειδοποίησης Εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 21 ημέρες υπενθυμίζουμε, αλλά μέχρι την αποστολή της ειδοποίησης του πρωτοκολλητείου, τρεις μήνες μετά, αλλά και για πολύ περισσότερο ως διαφάνηκε στη συνέχεια, δεν έγινε επίδοση της Ειδοποίησης Εφεσείοντα.

 

Στη συνέχεια και αφού οι συνήγοροι της εφεσίβλητης 2/αιτήτριας (ο εφεσίβλητος 1 απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 2022) προέβησαν σε έρευνα των φακέλων, αντλώντας πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα, προχώρησαν στην καταχώρηση της παρούσας Αίτησης.

 

Η Αίτηση έχει ως κύριο υπόβαθρο το Μέρος 41, Κανονισμός 9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της ίδιας της αιτήτριας στην οποία παραθέτει τις διάφορες θέσεις, ισχυρισμούς και  επιχειρήματα της.

 

Μια σημαντική εξέλιξη που έλαβε χώρα στις 23.7.2024, μετά δηλαδή την καταχώρηση της Αίτησης, είναι η καταχώρηση - χωρίς την άδεια του Εφετείου - τροποποιημένης Ειδοποίησης Εφεσείοντα. Στην τροποποιημένη Ειδοποίηση Εφεσείοντα αντικαθίσταται ο μέχρι πρότινος εφεσείοντας 1, Χριστάκης Σκαπούλης, από τον επίσημο παραλήπτη ως διαχειριστής της περιουσίας του (εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης του Χριστάκη Σκαπούλη στις 14.3.2019). Ομοίως αντικαθίσταται η μέχρι πρότινος εφεσείουσα 2, Scarabeo Restaurants Ltd, επίσης από τον επίσημο παραλήπτη ως εκκαθαριστή της περιουσίας της (εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης εναντίον της Scarabeo Restaurants Ltd στις 24.4.2018). Στην τροποποιημένη Ειδοποίηση Εφεσείοντα - πάντοτε χωρίς την άδεια του Εφετείου - αναφέρεται επιπρόσθετα ότι ο αποβιώσας Γιαννάκης Θεοκλήτου [εφεσίβλητος 1], αντικαθίσταται «δια του Διαχειριστού της περιουσίας του (όταν θα διορισθεί)» !

 

Ο συνήγορος των προαναφερόμενων καθ’ ων η αίτηση και παρουσιαζόμενων ως νέων εφεσειόντων, καταχώρησε στις 30.8.2024 Ένσταση στην Αίτηση, παραθέτοντας έξι ειδικούς λόγους ένστασης. Η Ένσταση υποστηρίζεται από δύο ένορκες δηλώσεις του Χριστάκη Σκαπούλη, αυτή που συνοδεύει την Ένσταση και τη συμπληρωματική ημερ. 20.12.2024.  

           

Κατά την ακρόαση κατατέθηκαν και υιοθετήθηκαν γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες διεξήλθαμε με κάθε προσοχή.

 

Αφετηρία εξέτασης θα πρέπει να αποτελέσει το Μέρος 41, Κανονισμός 9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Με τον Κανονισμό αυτό είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε πρόσφατα στην απόφαση μας Σεκέρσαββας κ.α. v. Τουρκικής Δημοκρατίας Πολ. Έφεση 415/2019, ημερ. 31.10.2024,  επισημαίνοντας τα εξής:

 

«Σύμφωνα με το εδάφιο (3) του Κανονισμού «Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης».

 

Στο Annual Practice (2015) (Volume 1), page 1903 - Part 52, Rule 9(3) of the Civil Procedure Rules (CPR) υπό τον τίτλο «striking out an appeal notice» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, «…CPR r.52.9 reflects the jurisdiction which a court must have in order to safeguard its own proceedings from abuse and to deal with an appeal in a summary manner if it thinks that appropriate.»  και τούτο, ως επιπρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα, αφού στην Αγγλία απαιτείται η εκ των προτέρων λήψη άδειας (leave to appeal) από το Δικαστήριο πριν την καταχώρηση έφεσης, κάτι που δεν ισχύει στην Κύπρο, εκτός για εφέσεις που αφορούν αποκλειστικά τα έξοδα.

           

Προσομοιάζουσα πρόνοια, υπήρχε στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Συνεπώς, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχετιζόταν με τον εν λόγω κανονισμό είναι απόλυτα σχετική.

 

Στη Χρυσοστόμου v. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή  το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του  διαβήματος (βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621).»

 

Πρόσφατα στην TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ) v. EUROBANK CYPRUS LTD (ΠΡΩΗΝ EUROBANK EFG CYPRUS LTD), ΠΟΛΙΤΙΚΗ EΦΕΣΗ Ε66/2020, ημερ.12.1.2023, επαναλήφθηκε ότι:

 

«...έφεση δυνατόν να απορριφθεί  ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β)  την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος.»  Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν»

Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Ζαχαρία v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Εξωτερικών κ.α. (2011) 3 Α.Α.Δ. 293

 

Έχοντας τις αρχές αυτές κατά νου, εκείνο που προέχει είναι να δούμε τι ακριβώς είναι που προσβάλλεται με την παρούσα έφεση. Προσβάλλεται η απόφαση ημερ. 4.10.2016 που εκδόθηκε από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, στην απουσία των καθ’ ων η αίτηση (Σκαπούλη και Scarabeo). Αυτή η απόφαση, δεν ήταν εφέσιμη. Το ορθό δικονομικό διάβημα για προσβολή και ακύρωση μιας τέτοιας απόφασης, ήταν και είναι η καταχώρηση αίτησης παραμερισμού, διάβημα που έλαβαν μάλιστα οι καθ’ ων η αίτηση με την Κ12/2017. Η θέση αυτή προκύπτει και από την ίδια την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 31.10.2023 που εκδόθηκε στην Πολιτική Αίτηση 130/2021. Συγκεκριμένα στις σελ. 2-4 της απόφασης υποδεικνύονται τα εξής:       

 

«Η δεύτερη απόφαση, εκδόθηκε στις 25.5.2021, όπως έχει προλεχθεί, στην Αίτηση αρ. Κ13/2017. Με αυτή, είχε επιδιωχθεί «η αναθεώρηση και/ή ακύρωση» της ερήμην απόφασης, ημερομηνίας 4.10.2016.  Το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε στην απόφαση του το νομικό βάθρο της Αίτησης αρ. Κ13/2017. Οι αιτητές, όμως, στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της παρούσας αίτησης, αναφέρουν ότι η πιο πάνω αυτή είχε βασιστεί στο άρθρο 6 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν.23/1983), (ο Νόμος), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ότι τούτος ήταν και ο λόγος που δεν καταχώρισαν έφεση κατά της απόφασης στην Αίτηση αρ. Ε95/2015. Η πορεία αυτή ήταν ορθή. Το άρθρο 6 του Νόμου προβλέπει, σχετικά, τα εξής:

 

"6. Διάταγμα ή απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται κατόπιν αιτήσεως να αναθεωρηθή, να τροποποιηθή ή να ακυρωθή υπό του Δικαστηρίου εις τας ακολούθους περιπτώσεις:

 

(α) Εις περίπτωσιν καθ' ην τα γεγονότα της υποθέσεως τα επηρεάζοντα το ζήτημα του ενοικίου μετεβλήθησαν ουσιαστικώς ή εσημειώθη ουσιαστική μεταβολή περιστάσεων από της εκδόσεως του διατάγματος ή αποφάσεως·

 

(β) εις περίπτωσιν καθ' ην το διάταγμα ή απόφαση επετεύχθη συνεπεία οιασδήποτε απάτης, ψευδών παραστάσεων ή ουσιώδους λάθους·

 

(γ) εις περίπτωσιν καθ' ην υπάρχει διαθέσιμος νέα μαρτυρία ουσιαστικής φύσεως ήτις δεν ηδύνατο να προσαχθή διά της ασκήσεως ευλόγου επιμελείας όταν το διάταγμα ή απόφαση εξεδόθη·

 

(δ) εις περίπτωσιν καθ' ην το διάταγμα ή απόφαση εξεδόθη εν τη απουσία του διαδίκου, η απουσία του οποίου δεν ωφείλετο εις οιανδήποτε παράλειψιν ή αμέλειαν εκ μέρους του·

 

(ε) σε περίπτωση κατά την οποία εκδόθηκε διάταγμα έξωσης βάσει του άρθρου 11(1), (στ), (ζ), (η) και ο ιδιοκτήτης μέσα σε εύλογο χρόνο από την παράδοση της κατοχής δεν υλοποίησε τους λόγους της έξωσης."

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Αίτηση αρ. Κ13/2017, έπρεπε να είχε βασιστεί, μάλλον, στην παράγραφο (δ) του άρθρου 6 αν και δεν αποκλειόταν επίκληση και κάποιας από τις άλλες περιπτώσεις, συγχρόνως. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται πως το Δικαστήριο παρέλειψε να προσδιορίσει, το ίδιο στην απόφαση του, τη νομική βάση της αίτησης και να προβληματιστεί για το μεγάλο χρονικό διάστημα των 10 μηνών, που διέρρευσε από τις 4.10.2016, που εκδόθηκε, ερήμην, απόφαση εναντίον των αιτητών.»

 

(η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

Σημειώνουμε ότι η αναφορά σε «οιαδήποτε απόφαση» στο άρθρο 7 του Νόμου, δεν δύναται να συναχθεί ως περιλαμβάνουσα και τις ερήμην ληφθείσες αποφάσεις, αφού αυτές, ρητά και συγκεκριμένα καλύπτονται από το άρθρο 6.

 

Από το πρακτικό ημερ. 1.12.2023 (τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση) προκύπτει πως και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, πριν εκδώσει το διάταγμα παράτασης χρόνου, απερίφραστα υπέδειξε στον συνήγορο ότι δεν χωρεί έφεση κατά απόφασης/διατάγματος που εκδίδεται εναντίον διαδίκου στην απουσία του.

 

Πολύ πρόσφατα στην απόφαση μας Θεμιστοκλέους v. Κώστας Κωνσταντινίδης (ακίνητα) Λτδ Πολ. Έφεση 53/24 (i-justice) ημερ.30.4.2025, επισημάναμε, σχετικά, τα ακόλουθα:

 

«Όπως προκύπτει ξεκάθαρα από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται στις ένορκες δηλώσεις αίτησης και ένστασης, αλλά και από το ίδιο το περιεχόμενο των αιτήσεων, η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στην απουσία του εφεσείοντα‑καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση Κ26/2023. Ο εφεσείων‑καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση Κ26/2023 δεν είχε καταχωρίσει ούτε σημείωμα εμφάνισης, ούτε και εμφανίστηκε στη διαδικασία.

 

Σύμφωνα με τους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα το Μέρος 14 με τίτλο «Παραμερισμός ή Διαφοροποίηση Απόφασης Ερήμην», υπάρχουν περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην, σχετικό είναι το Μέρος 14.2 των Κανονισμών, και περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην, σχετικές πρόνοιες παρατίθενται στο Μέρος 14.3 των Κανονισμών.

 

Προκύπτει ότι, το ορθό δικονομικό διάβημα στο οποίο πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση χωρίς να εμφανιστεί (ερήμην), πρέπει να προβεί, αν επιθυμεί να αμφισβητήσει την απόφαση που έχει εκδοθεί, είναι να υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης και οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο είτε ότι η περίπτωση εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου κατά την οποία μπορεί να παραμερίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είτε ότι εμπίπτει στις προϋποθέσεις όπου πρέπει επιτακτικά να παραμεριστεί η επίδικη απόφαση.

 

Σύμφωνα με τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, σχετική είναι η Δ.17 θ.10, όταν το θέμα άπτεται της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, όπως έχει νομολογηθεί, θα πρέπει να εξηγείται η παράλειψη εμφάνισης, όπως και ο χρόνος στον οποίο ο καθ’ ου η αίτηση προέβηκε στο διάβημα παραμερισμού και να παρέχονται στοιχεία για εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 (H. L.), Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 201, Mine & Quarry Services Ltd v.  Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26 και Σκάρος v. Χριστοδούλου και άλλοι (1998) 1Α Α.Α.Δ. 291.

 

….

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο εφεσείων με την καταχώρηση έφεσης δεν έχει προβεί στο ορθό δικονομικό διάβημα για να πετύχει τον παραμερισμό και/ή την ακύρωση της εκκαλούμενης πρωτόδικης απόφασης, η οποία, επαναλαμβάνουμε, έχει εκδοθεί ερήμην».

 

Εν όψει των πιο πάνω, χωρίς να εστιάζουμε σε άλλες δικονομικές εκτροπές που υπάρχουν, κρίνουμε, ότι το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ήταν στη διάθεση των καθ’ ων η αίτηση για προσβολή της εκκαλούμενης απόφασης ημερ. 4.10.2016. Τούτο, καθιστά την έφεση «απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη» υπό την έννοια του Μέρους 41, Κανονισμός 9, εδάφιο 3 (πιο πάνω).

 

Εν όψει των πιο πάνω η Αίτηση πετυχαίνει και η Έφεση συνακόλουθα απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.400 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της αιτήτριας/εφεσίβλητης 2.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο