ΧΑΡΗ ΣΤΑΥΡΑΚΗ v. ΣΤΕΛΛΑΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2024, 6/5/2025
print
Τίτλος:
ΧΑΡΗ ΣΤΑΥΡΑΚΗ v. ΣΤΕΛΛΑΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2024, 6/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2024)

i-justice

 

 

6 Μαΐου, 2025

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

                         

 

ΧΑΡΗ ΣΤΑΥΡΑΚΗ

Εφεσείοντα

 

και

 

1.    ΣΤΕΛΛΑΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ

2.    ΙΟΥΛΙΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

Εφεσιβλήτων

-----------------------------

 

Χ. Σταυράκης προσωπικά και δια Ρ & Χ Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κολοκασίδης δια Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

-------------------------------

 

         ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα

                                                δοθεί από τον Κονή, Δ.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι δικηγόρος και εκ των κληρονόμων του  πατέρα του Ρ. Σταυράκη, που απεβίωσε στις 30/11/2020, ως και της  μητέρας του Μ. Σταυράκη, που απεβίωσε στις 21/5/2022, μαζί με τις εφεσίβλητες 1 και 2. Μετά τον θάνατο της μητέρας του οι εφεσίβλητες 1 και 2, θυγατέρες των ως άνω αποβιωσάντων, καταχώρησαν τις κληρονομικές αγωγές [   ] και [   ]. Ο εφεσείων έχει επίσης καταχωρήσει δύο κληρονομικές αγωγές.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το κατώτερο Δικαστήριο) στα πλαίσια αίτησης εκ μέρους των εφεσίβλητων 1 και 2 για διορισμό διαχειριστή εν εκκρεμοδικία (pendente lite) δυνάμει του άρθρου 20* του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου Κεφ.189 της περιουσίας των ως άνω αποβιωσάντων, με απόφαση του ημερομηνίας 17/7/2024 («η πρωτόδικη απόφαση») ενέκρινε την αίτηση εκδίδοντας σχετικά διατάγματα.

 

Ο εφεσείων ο οποίος προφανώς  δεν έμεινε ικανοποιημένος από την απόφαση προχώρησε την 24/7/2024 στην καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

 

Προχώρησε επίσης στην καταχώρηση ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου αίτησης αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Το κατώτερο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 18/2/2025 την απέρριψε.

 

Ακολούθησε η παρούσα αίτηση («η Αίτηση») με την οποία ο εφεσείων/αιτητής εξαιτείται:

 

«Α. Διάταγμα του Εφετείου που να αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου ημερομηνίας 17.7.24 με την οποία εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διορίζεται ο Δημήτρης Βάκης εκ Λευκωσίας με ΑΔΤ [         ] ως διαχειριστής pendente lite της περιουσίας του αποβιώσαντος Ρένου Σταυράκη και της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαρούλλας Σταυράκη ως και της περιουσίας που κατείχαν οι ως άνω από κοινού μέχρι τον διορισμό μόνιμου διαχειριστή, μέχρις ότου εκδικασθεί και αποφασιστεί η Πολιτική Έφεση αρ. 35/2024 που καταχώρησε ο Αιτητής την 24.7.24 εναντίον της εν λόγω εκδοθείσας απόφασης και εξόδων και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Β.   Διάταγμα του Εφετείου που να αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου ημερομηνίας 17.7.24 με την οποία εξέδωσε διάταγμα έναντι του Αιτητή όπως επιτρέψει την πρόσβαση στην διαχειριστή Pendente Lite στο χώρο όπου βρίσκεται οποιοδήποτε μέρος της κινητής περιουσίας των αποβιωσάντων μέχρις ότου εκδικασθεί και αποφασιστεί η Πολιτική Έφεση αρ. 35/2024 που καταχώρησε ο Αιτητής την 24.7.24 εναντίον της εν λόγω εκδοθείσας απόφασης και εξόδων και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Γ. Διάταγμα του Εφετείου που να αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου ημερομηνίας 17.7.24 με την οποία εκδόθηκαν οδηγίες προς τον διαχειριστή Pendente Lite ως καταγράφονται στην σχετική απόφαση του δικαστηρίου, μέχρις ότου εκδικασθεί και αποφασιστεί η Πολιτική Έφεση αρ. 35/2024 που καταχώρησε ο Αιτητής την 24.7.24 εναντίον της εν λόγω εκδοθείσας απόφασης και εξόδων και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Δ.   Διάταγμα του Εφετείου που να αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου ημερομηνίας 17.7.24 με την οποία o Αιτητής απαγορεύεται να παρεμποδίσει με οποιοδήποτε τρόπο την λήψη πλήρους και αποκλειστικού ελέγχου από τον Διαχειριστή Pendente Lite του συνόλου και/ή οποιουδήποτε μέρους της κινητής περιουσίας των αποβιωσάντων, μέχρις ότου εκδικασθεί και αποφασιστεί η Πολιτική Έφεση αρ. 35/2024 που καταχώρησε ο Αιτητής την 24.7.24 εναντίον της εν λόγω εκδοθείσας απόφασης και εξόδων και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

Η Αίτηση βασίζεται μεταξύ άλλων στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 Θ. 1 – 32, Δ.40 και ειδικότερα Δ.40 Θ.11, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 Μέρος 47.1(11) (12) και (13) και στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, στην οποία αναφέρει ότι υιοθετεί στο σύνολο τους τους λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους και τους καθιστά αναπόσπαστο μέρος της ένορκης δήλωσης του ως επίσης ότι πιστεύει ότι οι λόγοι έφεσης του είναι απόλυτα βάσιμοι και ότι η έφεση θα επιτύχει.  

 

Ο εφεσείων αναφέρει επίσης στην ένορκη δήλωσή του ότι τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί από το κατώτερο Δικαστήριο είναι δραστικής και επιβαρυντικής φύσης τόσο στον ίδιο όσο και στα αδιάθετα περιουσιακά στοιχεία και δίδουν εκτενείς εξουσίες στον  διαχειριστή pendente lite που διορίστηκε, με αποτέλεσμα εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, η έφεση θα καταστεί άνευ ουσίας ή αντικειμένου (nugatory) κάτι που το κατώτερο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν του.

 

Έχει νομολογιακά εδραιωθεί, συνεχίζει ο εφεσείων στην ένορκη δήλωσή του, ότι το κριτήριο κατά πόσο η έφεση θα καταστεί nugatory εάν δεν δοθεί η αναστολή εκτέλεσης είναι το πλέον θεμελιώδες κριτήριο για το εάν θα διατάξει αναστολή. Βάσει αυτού του κριτηρίου και όχι μόνο, ο εφεσείων πιστεύει ότι τα αιτούμενα διατάγματα θα πρέπει να εκδοθούν.

 

Ο εφεσείων αναφέρει ακόμα στην ένορκη δήλωσή του ότι παρόλο που η νομολογία επιτρέπει στον δικαστή που εξέδωσε την απόφαση να εξετάσει ο ίδιος αίτημα αναστολής της απόφασής του, θεωρεί ότι υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες της υπόθεσης και το εξ υπαρχής αίτημα εξαίρεσης της πρωτόδικης δικαστού από του να επιληφθεί της αίτησης αναστολής και των προνοιών των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, η δικαστής θα έπρεπε να αυτοεξαιρεθεί από τον χειρισμό της υπόθεσης, κάτι που δεν έπραξε, ενώ οι μετέπειτα εξελίξεις δικαιολογούν την πιο πάνω θέση του.   Ισχυρίζεται ότι η δικαστής έχει προσωπικό συμφέρον να μην τύχει η απόφασή της εφετειακού ελέγχου, κάτι που απέδειξε ότι διακαώς επιδιώκει και απέρριψε το αίτημα εξαίρεσής της και στη συνέχεια επιλήφθηκε της αίτησης για αναστολή και εξέδωσε την απόφασή της ημερομηνίας 18.2.2025. Με την Αίτηση εξαιτείται την αναστολή της πρωτόδικης απόφασης μέχρι «εκδίκασης, πλήρους αποπεράτωσης και έκδοσης απόφασης στην με τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση».  

 

Ο εφεσείων αναφέρει επίσης στην ένορκη δήλωσή του ότι στην παρούσα περίπτωση το κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε με αντινομικό τρόπο να δώσει αποκλειστική πρόσβαση στον Δ. Βάκη, ένα άγνωστο στον ίδιο δικηγόρο της απόλυτης επιλογής των Εφεσίβλητων, σε κατοικία που είναι περιουσιακό στοιχείο εταιρείας περιορισμένης ευθύνης οικογενειακών συμφερόντων, με ευρείες εξουσίες χειρισμού του περιεχομένου της, που αποτελεί μέρος της αδιάθετης κινητής περιουσίας των αποβιωσάντων και να τη χειριστεί ως επιθυμεί, περιλαμβανομένης και της εξουσίας μετακίνησής της σε άλλη τοποθεσία, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην επηρεαζόμενη εταιρεία να τοποθετηθεί. Περαιτέρω απέκλεισε εντελώς και τη δική του εμπλοκή, άτομο που έχει τα κλειδιά της εν λόγω κατοικίας και που διαχειριζόταν το κτηριακό συγκρότημα για δεκαετίες ως και τα αδιάθετα περιουσιακά στοιχεία για πέραν των δύο ετών, ενώ αγνόησε άλλες αντικειμενικές και ισορροπημένες επιλογές ενώπιον του για διορισμό τέτοιου διαχειριστή τις οποίες έθεσε στο κατώτερο Δικαστήριο και υποστηρίζονται από τη νομολογία.

 

Σύμφωνα επίσης με τον εφεσείοντα είναι αρκούντως παράδοξος και αναίτιος αυτός ο διορισμός  διότι:

α) Δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις για τέτοιο διορισμό,

β) Η αίτηση για διορισμό  διαχειριστή pendente lite καταχωρήθηκε σε χρόνο που το στοιχείο του κατ' επείγοντος είχε εκλείψει,

γ) Εκκρεμούν εκατέρωθεν κληρονομικές αγωγές για διορισμό μόνιμων διαχειριστών των οποίων το αποτέλεσμα αναμένεται εντός των επόμενων τριών περίπου μηνών, γεγονός που καθιστά τον διορισμό  διαχειριστή pendente lite αχρείαστο και δαπανηρό,

δ) Τα αντικείμενα της αδιαίρετης περιουσίας έχουν παραμείνει αλώβητα και απόλυτα ασφαλή στο φυσικό τους περιβάλλον όπου ανέκαθεν υπήρξαν και παρέμειναν από τη δεκαετία του 50 εν ζωή των γονέων τους και υπό την πλήρη επίβλεψη και έλεγχό του από το 2022 και εντεύθεν,

ε) Η μεγάλη πιθανότητα μετά από διαδικασία που σκοπεύει να καταχωρίσει βάσει του Άρθρου 51 του Κεφ. 195 για συνυπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου του κάθε κληρονόμου με βάση τα οφέλη που λήφθηκαν από κάθε κληρονόμο εν ζωή των αποβιωσάντων (hotchpotch), είναι ότι τα αντικείμενα αυτά θα καταλήξουν καθ' ολοκληρία στο δικό του μερίδιο και εξηγεί τους λόγους στους οποίους στηρίζει τη θέση του αυτή. Σαν αποτέλεσμα, συνεχίζει ο εφεσείων, ο διορισμός ενός τρίτου, απόλυτη επιλογή της άλλης πλευράς, με αποκλειστική εξουσία χειρισμού των αδιάθετων αντικείμενων σε αποκλεισμό του ιδίου είναι αντινομικός, παράλογος και άδικος,

στ) Την ως άνω πραγματικότητα και τη σχετική του επί τούτου δήλωση η πρωτόδικη δικαστής παρερμήνευσε βάναυσα, θεωρώντας τη δήλωσή του σαν ένδειξη πρόθεσης να οικειοποιηθεί την αδιάθετη περιουσία, εύρημα εξωφρενικό κατά τον ίδιο. Προσθέτει δε ότι το κατώτερο Δικαστήριο αναίτια και παράλογα απέρριψε αίτηση που καταχώρησε ενδιάμεσα για επιτόπια εξέταση της αδιάθετης περιουσίας και των συνθηκών φύλαξής της, πράγμα που θα έδιδε την ευκαιρία σε όλους τους εμπλεκόμενους να εξετάσουν τα αντικείμενα και να διαπιστώσουν τις άρτιες συνθήκες αποθήκευσής τους από το 2022 και να τεθεί τέρμα στην αναίτια, εάν όχι δόλια, καχυποψία τους.

 

Ο εφεσείων παραπέμπει στην υπόθεση Republic v. Liverdos (1985) 3 CLR 936, αναφέροντας ότι σ’ αυτήν λέχθηκε ότι το διάταγμα αναστολής εκδίδεται όχι μόνο σε ειδικές περιστάσεις που αφορούν την κακή οικονομική κατάσταση του ενάγοντα, αλλά και σε περιπτώσεις που για οποιονδήποτε λόγο υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για έναν επιτυχόντα εφεσείοντα να μην επαναφερθεί σε μεγάλο βαθμό στην προηγούμενή του κατάσταση αν η απόφαση εναντίον του εκτελεστεί και ότι αυτό ισχύει και σε περίπτωση όπου οποιαδήποτε διαταγή ή διαταγές του Εφετείου θα εκμηδενιστούν και ιδιαίτερα στην περίπτωση όπου ο εφεσείων επιτύχει στην έφεσή του, να μην μπορεί να υπάρχει επιστροφή στο status quo.

 

Ο εφεσείων αναφέρει ότι σε σχέση με την ανεπανόρθωτη ζημιά που δεδομένα θα υποστεί προσωπικά σαν κληρονόμος ως και η διαχείριση με τον διορισμό του Δ. Βάκη σαν διαχειριστή pendent lite, τα ακόλουθα:

 

(ii) Με τον διορισμό του Δ. Βάκη βάσει της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου ουδεμία πρόνοια ή μίξη γίνεται για καταβολή σε αυτόν οποιασδήποτε αμοιβής. Mε μετέπειτα όμως επιστολή του επιδιώκει την καταβολή σε αυτό διαχειριστικών εξόδων, ωσάν να πρόκειται για νομική εργασία, με χρέωση €300 ανά ώρα, ποσό πάρα πολύ ψηλό, για εργασία που δεν είναι νομικής φύσης για χειρισμό από «senior» δικηγόρο και που θα μπορούσε να διεκπεραιώσει μια οποιαδήποτε γραμματέας ή λογίστρια.

 

(ii) Μετέπειτα ο Δ. Βάκης εφόσον δεν βρήκε ανταπόκριση στο αίτημά του αυτό από πλευράς του ιδίου, προέβη στην καταχώριση σχετικής αίτησης ημερομηνίας 11.11.24, μέσω του δικηγορικού του γραφείου, με σκοπό να εκμαιεύσει μεγάλα οικονομικά οφέλη εις βάρος της διαχείρισης, τη στιγμή που ως ο ίδιος παραδέχεται, δεν υπάρχουν στο παρόν στάδιο διαθέσιμα χρήματα στη διαχείριση.

 

(iii) Σε περίπτωση που ο προσωρινός διαχειριστής αποφασίσει να μεταφέρει αλλού την αδιάθετη περιουσία, δεδομένα θα υπάρξουν σοβαρά έξοδα τόσο για την ασφαλή μεταφορά όσο και για την μηνιαία ενοικίαση κατάλληλου χώρου και πιθανότατα να χρειαστεί και εγκατάσταση κλιματιστικών, συστήματος συναγερμού, εξασφάλιση συνεργείου καθαρισμού και άλλα, που υπάρχουν ήδη δωρεάν στην κατοικία όπου αυτά τώρα φυλάσσονται.

 

Ο εφεσείων συμπληρώνει πως «με τις πιθανές μεθοδεύσεις και ενέργειες του διορισθέντα προσωρινού διαχειριστή βάσει των εξουσιών που κατέχει, η αδιάθετη περιουσία θα εξενεμιστεί ολοσχερώς ή σε μεγάλο βαθμό. Αποτέλεσμα δεδομένα ανεπιθύμητο».

 

Ο εφεσείων αναφέρεται στην υπόθεση Metropolitan Real and General Property Trust Ltd v. Slaters and Botega Ltd; Regal Property Trust Ltd v. Slaters and Botega Ltd; Freehold and Leasehold Investment Co Ltd v. Slaters and Botega Ltd [1941] 1 AII ER 310 όπου, σύμφωνα με τον ίδιο, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε την προοπτική επιτυχίας της έφεσης και έκρινε ότι στην έκταση που εδράζεται σε νομικά ζητήματα, τα οποία διέπονται από τον νόμο και παγιωμένη νομολογία, είναι ορθό σε τέτοιες περιπτώσεις να αναστέλλεται η εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης. Αυτό, κατά τον εφεσείοντα, ισχύει στην παρούσα περίπτωση, εν όψει του ότι ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά καίριο νομικό σημείο το οποίο, αν αντιμετωπιζόταν ορθά από το κατώτερο Δικαστήριο, ούτε καν θα έπρεπε να εξετάσει την αίτηση ως καταχωρήθηκε για διορισμό διαχειριστή pendente lite, αφού υπήρξε η μοιραία παράλειψη (fatal omission) της μη προσθήκης ή περίληψης στην αίτηση σαν διάδικο της ιδιοκτήτριας εταιρείας της κατοικίας όπου φυλάσσεται η αδιάθετη κινητή περιουσία.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, οι οποιοιδήποτε χειρισμοί του προσωρινού διαχειριστή  μπορεί να είναι ζημιογόνοι και μη αναστρέψιμοι, αφού η αδιάθετη περιουσία αποτελείται από έργα τέχνης και επίπλωση και ο διαχειριστής pendente lite έχει δικαίωμα να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες θεωρήσει ορθές έναντι της αδιάθετης περιουσίας, εκτός από τη διανομή της.

 

Ο εφεσείων αναφέρει ακόμα ότι για τον σκοπό έκδοσης διατάγματος αναστολής της απόφασης, είναι διατεθειμένος να παράσχει προσωρινή εγγύηση ή την ανάλογη εγγύηση που έδωσε ο  διαχειριστής pendente lite ή οποιαδήποτε άλλη εγγύηση το Δικαστήριο επιθυμεί, παρόλο που πιστεύει ότι μια τέτοια εγγύηση είναι αχρείαστη ενόψει του ότι η αδιάθετη περιουσία στην ανώγεια κατοικία ήταν ανέκαθεν ασφαλισμένη σε γνωστή ασφαλιστική εταιρεία και κατά το έτος 2024 το συνολικό ποσό ασφάλισης αυξήθηκε σε ποσό που υπερκαλύπτει τη πραγματική συνολική της αξία.

 

Τέλος, ο εφεσείων αναφέρει ότι είναι λογικό και δίκαιο να εκδοθεί η αιτούμενη αναστολή αφού, με την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, οι εφεσίβλητες ουδόλως επηρεάζονται δυσμενώς και ουδεμία ζημιά υφίστανται ενώ με την αναστολή θα δοθεί η ευχέρεια στο Eφετείο να προβεί σε έλεγχο της εκκαλούμενης απόφασης κάτι που θεωρεί επιβεβλημένο.       

 

Η πλευρά των εφεσίβλητων/καθ’ ων η αίτηση καταχώρισε ένσταση. Σε αυτήν προβάλλονται 24 συνολικά λόγοι για τους οποίους η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι η αίτηση είναι νόμω ή και ουσία αβάσιμη και στερείται της απαραίτητης πραγματικής ή και νομικής βάσης ή και υποβάθρου για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή και δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις ή και η νομολογία ως προς τη συμπλήρωση των σχετικών εντύπων (λόγος ένστασης υπ' αρ. 1). Η Αίτηση δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή και τα γεγονότα που στηρίζουν την Αίτηση δεν δικαιολογούν την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος ή και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται είναι γενικοί και αόριστοι χωρίς να παρουσιάζονται οποιαδήποτε στοιχεία που τους υποστηρίζουν ή και δεν είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα (λόγοι ένστασης υπ' αρ. 2, 22, 9 και 3 αντίστοιχα). Οι θεραπείες που επιδιώκονται με την Αίτηση είναι δυσανάλογες ή και καταχρηστικές, τα αιτούμενα διατάγματα θα επιφέρουν ζημιογόνες συνέπειες ή και θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτη βλάβη ή και ζημιά στις εφεσίβλητες ή και στις κληρονομιαίες περιουσίες  ή  και θα εξουδετερώσουν την απόφαση ημερομηνίας 17.7.2024 που εξέδωσε το κατώτερο Δικαστήριο  ή και παραβιάζουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των εφεσίβλητων (λόγοι ένστασης υπ' αρ. 4, 5 και 7 αντίστοιχα). Τόσο η Αίτηση όσο και ο ίδιος ο εφεσείων εμφανίζονται στο Δικαστήριο με κακή πίστη (mala fide) ή και παρακινούνται από κακές προθέσεις (malice) με απώτερο σκοπό να πλήξουν ή και να καταστρατηγήσουν αυτό που είναι σύμφορο για τις κληρονομιαίες περιουσίες ή και τις εφεσίβλητες (λόγος ένστασης υπ' αρ. 6). Τα αιτούμενα διατάγματα ή οποιαδήποτε από αυτά αν εκδοθούν, θα εκδοθούν επί ματαίω (λόγος ένστασης υπ' αρ. 8). Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση περιέχονται αβάσιμοι ή και αναληθείς ισχυρισμοί και υπήρξε προφανής και εκτεταμένη παράβαση του καθήκοντος ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης εκ μέρους του εφεσείοντα σε σχέση με τα διαδραματισθέντα γεγονότα ή και τα γεγονότα γύρω από τις κληρονομιαίες περιουσίες (λόγοι ένστασης υπ' αρ. 10 και 14 αντίστοιχα). Δεν εφαρμόζονται στα γεγονότα της Αίτησης το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ή και η Δ.35 ή και Δ.40 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας των οποίων οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν έχουν εν πάση περιπτώσει ικανοποιηθεί (λόγοι ένστασης υπ. αρ. 11 και 12 αντίστοιχα). Δεν θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα ζυγίζοντας το συμφέρον ή και το δέον ή και την ευχέρεια μεταξύ των μερών (λόγος ένστασης υπ. αρ.13). Ουδεμία ανεπανόρθωτη ζημία εν τη εννοία του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ή και της νομολογίας προσδιορίζεται από τον εφεσείοντα σε σχέση με τα διατάγματα του κατώτερου Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.7.2024 και κανένας ουσιαστικός και καλόπιστος ή και εξαιρετικός λόγος προσδιορίζεται ή και καταδεικνύεται από τον εφεσείοντα σε σχέση με τα διατάγματα αυτά και κανένα δικαίωμα ή και συμφέρον του εφεσείοντα  θα επηρεαστεί και ουδεμία ζημία θα υποστεί εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα (λόγοι ένστασης υπ. αρ. 15, 16 και 17 αντίστοιχα). Με την καταχώριση της αίτησης υπάρχει διπλότητα διαδικασίας ή και κατάχρηση διαδικασίας ή και δεδικασμένο λαμβάνοντας υπ' όψιν την καταχωρηθείσα και απορριφθείσα ήδη αίτηση αναστολής απόφασης στην πρωτόδικη διαδικασία (λόγοι ένστασης υπ' αρ. 18 και 20 αντίστοιχα). Τα αιτούμενα διατάγματα είναι θνησιγενή ή και δεν εξυπηρετούν τον σκοπό τους ή και είναι ελαττωματικά ή και δεν μπορούν να ισχύσουν από μόνα τους ή και συγκρούονται με την πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 17.7.24 (λόγος ένστασης υπ. αρ. 19). Τα αιτούμενα διατάγματα δεν διατηρούν το υφιστάμενο status quo ή και το ανατρέπουν (λόγος ένστασης υπ' αρ. 21). Τυχόν έκδοση οποιωνδήποτε διαταγμάτων δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της επιείκειας (λόγος ένστασης υπ' αρ. 23) και τέλος η παρούσα διαδικασία εγείρεται καταχρηστικά ή και επιδιώκει αλλότριο σκοπό ή και είναι πρόωρη (λόγος ένστασης υπ' αρ. 24).

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης 1, μέσω του περιεχομένου της οποίας υποστηρίζονται οι λόγοι ένστασης. Αναφορά στο περιεχόμενό της θα γίνεται όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

Η ένσταση βασίζεται μεταξύ άλλων στη Δ.35 Θ. 1-32 και Δ.40 Θ.9 και 11 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, Μέρος 23 και ειδικότερα 23.7, Μέρος 25, Μέρος 41 και ειδικότερα 41.7 και στο Μέρος 47.1 (11), (12) και (13).

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης οι δύο πλευρές υιοθέτησαν τις γραπτές  τους αγορεύσεις που είχαν ήδη καταχωρήσει ενώπιον του Εφετείου.

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης κρίνουμε σκόπιμο όπως επιληφθούμε της θέσης των εφεσίβλητων ότι υπήρξε προφανής και εκτεταμένη παράβαση του καθήκοντος ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης εκ μέρους του εφεσείοντος σε σχέση με τα διαδραματισθέντα γεγονότα ή τα γεγονότα γύρω από τις κληρονομιαίες περιουσίες που βρίσκονται στην οικογενειακή κατοικία ή και τις κληρονομικές αγωγές που έχουν καταχωρηθεί από τα μέρη ή και τις αγωγές κουρέματος ή και τις προθέσεις του διαχειριστή pendente lite. Αυτοί αφορούν, σύμφωνα με τις εφεσίβλητες, τη διαμόρφωση του status quo μέσα από την εξαιρετικά άδικη και αυθαίρετη συμπεριφορά του εφεσείοντα όσο και τους αήθεις υπαινιγμούς του εφεσείοντα έναντι των εφεσίβλητων και του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η εξέταση της έκδοσης ή όχι των αιτούμενων διαταγμάτων και όχι συμπεριφορές του εφεσείοντα πριν και μετά την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 17/7/2024 αλλά και του διατάγματος ημερομηνίας 3/12/2024 όταν μετά από μονομερή αίτηση του διαχειριστή pendente lite, το κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση διαταγμάτων με τα οποία ο εφεσείων διατασσόταν στην παροχή προς τον διαχειριστή pendente lite, όλων των πληροφοριών και γνώσεων που είχε ως προς την περιουσία των ως άνω αποβιωσάντων και όλων των σχετικών εγγράφων, στην παροχή ελεύθερης πρόσβασης σ’ αυτόν σε οποιοδήποτε χώρο όπου βρισκόταν ή και κατά την κρίση ή υποψία του ενδεχόμενα να βρισκόταν οποιοδήποτε μέρος της κινητής περιουσίας των ως άνω αποβιωσάντων και τέλος όπως παραδώσει σ’ αυτόν, εντός τακτής προθεσμίας,  την κινητή περιουσία τους ή τέτοιο μέρος της που θα καθορίσει ο ως άνω διαχειριστής.

 

Έχοντας υπόψη το αντικείμενο της Αίτησης αλλά και το γεγονός ότι, όπως θα επεξηγηθεί στη συνέχεια, οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης δεν είναι καθοριστικός αλλά οριακής σημασίας παράγοντας, κρίνουμε ότι δεν θα πρέπει να μας απασχολήσουν ισχυρισμοί που αφορούν την συμπεριφορά του εφεσείοντα πριν από την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 17/7/2024 (βλ. Μάρκου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. Ε50/2019, σχ. με Ε51/2019 και Ε52/2019, ημερ. 21/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:A444, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147 και Αναφορικά με την Αίτηση του Χάρη Σταυράκη για την έκδοση εντάλματος Certiorari, Πολ. Αίτ. 20/2025 ημερ.14/4/2025).

 

Για τους ίδιους λόγους κρίνουμε ότι δεν θα πρέπει να μας απασχολήσουν ισχυρισμοί που αφορούν, σύμφωνα με τις εφεσίβλητες, υπαινιγμούς του εφεσείοντα προς αυτές αφού ουσιαστικά αναφέρονται σε χρόνο πριν από την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 17/7/2024. Όσον αφορά τους υπαινιγμούς του εφεσείοντα έναντι του κατώτερου Δικαστηρίου, κρίνουμε επίσης ότι δεν θα πρέπει να μας απασχολήσουν αφού, πέραν του ότι δεν αποτελούν αντικείμενο της Αίτησης ως επίσης δεν περιλαμβάνονται στους λόγους ένστασης και ούτε υπάρχουν σχετικοί ισχυρισμοί στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, το θέμα έχει αποφασιστεί οριστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ρένου Σταυράκη, τέως από τη Λευκωσία, Αίτηση Αρ. 5/2004 ημερ. 10/12/24. Το Ανώτατο Δικαστήριο με τη πιο πάνω απόφαση του απέρριψε αίτηση του εφεσείοντα δυνάμει του άρθρου 9(3)(ε) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024 η οποία εδραζόταν σε ισχυριζόμενη απουσία τόσο αντικειμενικής όσο και υποκειμενικής αμεροληψίας της Δικαστού του κατώτερου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι τίποτα από όσα τέθηκαν ενώπιον του, δικαιολογούσε την εξαίρεση της Δικαστού από την υπόθεση που της ανατέθηκε να εκδικάσει.

 

Η πλευρά των εφεσίβλητων υποστηρίζει περαιτέρω ότι λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς του, αφενός μεν αυτοδικεί αρνούμενος να συμμορφωθεί με την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου και τα περιεχόμενα σ’ αυτή διατάγματα, αφετέρου δε, ζητεί τη προστασία του Δικαστηρίου για αναστολή εκτέλεσης της ίδιας απόφασης. ‘Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, λόγω της στάσης και συμπεριφοράς του εφεσείοντα, ο διαχειριστής pendente lite καταχώρησε την 23/1/2025 αίτηση παρακοής, η οποία φαίνεται να εκκρεμεί. Εισηγείται ότι από τη στιγμή που ο εφεσείων επέλεξε την αυτοδικία, δεν δικαιούται πλέον να αποτείνεται στο Δικαστήριο για την αναστολή των ίδιων διαταγμάτων τα οποία ο ίδιος περιφρονεί και  επικαλούμενη την Θρασυβούλου ν. Λοίζος Λουκά & Υιοί Λτδ (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 687 και την Αζά ν. Ειρηνούλλα Χρίστου Πάρακα άλλως Ειρηνούλλα Αζά, Πολ. Έφ. Αρ. Ε31/2023 ημερ. 30/11/2023, ECLI:CY:AD:2023:D144, υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί στη πλευρά του εφεσείοντα να ακουστεί. Παρόμοια θέση τέθηκε από πλευράς εφεσίβλητων στα πλαίσια της υπόθεσης Αναφορικά με την Αίτηση του Χάρη Σταυράκη για την έκδοση εντάλματος Certiorari (ανωτέρω) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση, ακυρώνοντας το διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2024, ανέφερε τα ακόλουθα:

                     

«θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το ζήτημα, αποκαλύπτουν ότι δεν υπάρχει αυστηρός κανόνας αποκλεισμού ενός διαδίκου να ακουστεί από το Δικαστήριο, όταν βρίσκεται σε παρακοή Δικαστικού διατάγματος (Νέου κ.α. v. Παναγιώτου (2008) 2 Α.Α.Δ 675). Στην υπόθεση Γρηγορίου κ.α. v. Σταύρου κ.α. (1992) 1(Α) A.Α.Δ 237, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στην παλαιότερη υπόθεση Ιωσηφάκη v. Αριστοδήμου 1990 1 Α.Α.Δ 284, υπέδειξε μεταξύ άλλων ότι διάδικος που βαρύνετ(αι) με συνεχιζόμενη παρακοή διατάγματος του Δικαστηρίου, δεν εκπίπτει αυτόματα του δικαιώματος να ακουστεί σε μεταγενέστερο διάβημα στη διαδικασία. Σημείωσε, συναφώς, ότι το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος, υπογραμμίζοντας τη γενική αρχή ότι ο καθένας διάδικος έχει το δικαίωμα ακροάσεως. Το Δικαστήριο, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλει ή να αφαιρέσει αυτό το δικαίωμα εάν ο διάδικος είναι αποδεδειγμένα ένοχος παρακοής και το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει τούτο, όπως στην περίπτωση που η παρακοή αποτελεί εμπόδιο στην πορεία της δικαιοσύνης (βλ. επίσης Marie Therese Smith v. Paphos Stone C. Estate Ltd 1998 1 Α.Α.Δ. 499).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, με δεδομένο ότι δεν έχει αποδειχθεί, με την βεβαιότητα και αυστηρότητα που απαιτείται σε αιτήσεις του είδους, η παρακοή του Αιτητή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο τελευταίος παρουσιάζεται να επιδιώκει την ακύρωση του διατάγματος το οποίο κατηγορείτ(αι) ότι παράκουσε, κρίνεται ότι συντρέχουν παράμετροι που δικαιολογούν την απόκλιση από την εισήγηση για στέρηση του δικαιώματος του Αιτητή να ακουστεί από το Δικαστήριο.»

 

Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στην Mints κ.ά ν. Shiskin Πολ. Έφ. Αρ. Ε69/2020, σχ. με Ε70/2020 και Ε71/2020 ημερ. 10/1/2024  όπου,  μεταξύ άλλων,  παρόμοιο  αίτημα απορρίφθηκε, αφού συνυπολογίστηκε και το γεγονός ότι «η αμφισβήτηση που εκδηλώνεται δια της έφεσης, άπτεται αυτού καθ' εαυτού του διατάγματος που φέρονται (οι εφεσείοντες) να μην υπάκουσαν».  Στην εν λόγω υπόθεση γίνεται παραπομπή και στην Vuitton v. Δερμοσακ και άλλης (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453 όπου λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

«Ανεξάρτητα από τον κανόνα ο οποίος υιοθετείται για τις συνέπειες της παρακοής, κοινή είναι η θέση ότι μπορεί να επιτραπεί σε διάδικο εν παρακοή να ακουστεί σε διαδικασία που αποβλέπει στην ακύρωση του διατάγματος για παρακοή για το οποίο βαρύνεται ή κατηγορείται. Αυτό βεβαιώνει και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Γρηγορίου και Άλλοι ν. Σταύρου και Άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ 237,249».

 

Στο ίδιο πνεύμα με τις πιο πάνω υποθέσεις κινείται και η Αζά (ανωτέρω) την οποία επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα.

 

Υποδεικνύουμε ακόμα ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην Γρηγορίου κ.ά (ανωτέρω), δεν ανατράπηκαν από την Θρασυβούλου (ανωτέρω), την οποία επίσης επικαλείται η πλευρά των εφεσίβλητων, που στηρίχθηκε επί των δικών της ιδιαίτερων γεγονότων. Υποδεικνύουμε ακόμα ότι στην Θρασυβούλου (ανωτέρω) δεν γίνεται αναφορά στην Vuitton (ανωτέρω).

 

Στην παρούσα υπόθεση κρίνουμε ότι είναι ορθότερο να ασκήσουμε και ασκούμε  τη διακριτική μας ευχέρεια προς όφελος του εφεσείοντα επειδή αφενός μεν  δεν έχει καταδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό και στη βάση των ισχυόντων νομολογιακών αρχών, ότι πράγματι ο εφεσείων βαρύνεται με παρακοή διατάγματος αφετέρου δε με την έφεση που έχει καταχωρήσει αμφισβητεί την ορθότητα έκδοσης της απόφασης ημερομηνίας 17/7/2024 και των διαταγμάτων που εμπεριέχονται σ’ αυτή.

 

(βλ. επίσης American University of Cyprus (AUCY) Ltd κ.ά v. S.C.F.B. Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. Ε6/2022 ημερ. 4/12/2024)

 

        Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης, κρίνουμε ότι η Αίτηση θα πρέπει να εξεταστεί βάσει του Μέρους 41.7(1)(α)(β) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

 Όπως έχει λεχθεί στην Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ ν.  Athinodorou Beton Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 145/2022:

 

«Σχετική με την αναστολή  εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσης έφεσης είναι η Δ.41.7(1) (α) και (β) των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι νέοι Θεσμοί σύμφωνα με την Δ.60.1(1) έχουν τεθεί σε ισχύ από την 3/7/2023 σε σχέση με το Εφετείο.  

 

Η Δ.41.7(1) (α) και (β) είναι πανομοιότυπη με την Δ.35 Θ18 και 19 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ο Θ18 προνοεί ότι η καταχώρηση έφεσης δεν επενεργεί ως αναστολή εκτέλεσης της απόφασης εκτός εάν εκδοθεί σχετικό διάταγμα από το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ή από το Εφετείο. Ο Θ19 προνοεί ότι στις περιπτώσεις που προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης είτε στο πρωτόδικο Δικαστήριο είτε στο Εφετείο ο Αιτητής οφείλει να αποταθεί πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν καθοριστεί από τη νομολογία και συνοψίστηκαν ως ακολούθως στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Α. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 AAΔ, 1978:

 

-      Η απόφαση για αναστολή ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η αίτηση, της οποίας γίνεται στο πλαίσιο της Δ.35 Θ.18 και σε συνάρτηση με τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

-      Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης, ούτε μειώνει το κύρος της Πρωτόδικης Απόφασης, η οποία παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή της από το Εφετείο. Έπεται ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του εκ μόνου του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης του αντίδικού του. Από την άλλη όμως, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης. Η άρνηση έκδοση(ς) διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης δυνητικά συνεπάγεται κίνδυνο εξανέμισης της αξίας της έφεσης.

 

Οι πιο πάνω αρχές έχουν επαναληφθεί και επιβεβαιωθεί στην υπόθεση Λίζα Λουκαΐδου Θεοφάνους ν. Λεωνίδα Γεωργίου κ.α. (2016) 1 ΑΑΔ, 473, όπως και στις υποθέσεις Ελενίτσα Κωνσταντινίδη ν. Μαρία Κωμοδρόμου (2016) 1 ΑΑΔ, 772 και Χρίστος Σωκράτους Ιωάννου ν. Yiangos I. Socratous & Sons Ltd (2016) 1 AAΔ, 2231.

 

Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης για αναστολή εκτέλεσης απόφασης έχει καθήκον να εξισορροπήσει δύο σημαντικούς παράγοντες:

- Τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης από τη μία και,

- Τη διασφάλιση της αξίας και του αποτελέσματος της απόφασης από την άλλη.

 

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην υπόθεση The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas (2001) 1 AAΔ, 955, η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«Στην περίπτωση των αναστολών γίνεται προσπάθεια εξισορρόπησης δύο παραγόντων: Να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μην μείνει ο άλλος αν νικήσει  με κενά χέρια. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Εφ΄ όσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διαταγής για την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να επιλέγει τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους, για να τεθεί σε ισχύ η διαταγή της αναστολής και είναι επομένως στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η επιλογή των όρων που θα τεθούν προκειμένου να επιφέρουν την εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης».

 

Για να εγκριθεί το αίτημα αναστολής εκτέλεσης απόφασης θα πρέπει να καταδειχθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες να το δικαιολογούν και θα πρέπει περαιτέρω οι Αιτητές να καταδείξουν ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης θα τους προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη (βλ. Χ”Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 172)

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν τίθεται θέμα διπλότητας ή κατάχρησης διαδικασίας (λόγος ένστασης υπ’ αρ. 18) ή δεδικασμένου (λόγος ένστασης υπ΄αρ. 20) αφού ακριβώς η καταχώρηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης στο κατώτερο Δικαστήριο και η απόρριψη αυτής, αποτελούσε δικονομική προϋπόθεση για τη καταχώριση της Αίτησης η οποία έχει τηρηθεί. Επομένως οι λόγοι ένστασης υπ’ αρ. 18 και 20 απορρίπτονται (βλ. επίσης Παναγιώτου κ.ά. ν. Αριστοτέλους Πολ. Έφ. Αρ. Ε72/2023 ημερ. 14/3/2024).

 

Προκύπτει όμως ταυτόχρονα ότι η Αίτηση δεν βασίζεται στο Μέρος 41.7(1)(α)(β) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, που αφορά τις εφέσεις,  όπως θα έπρεπε  και που αντιστοιχεί στην Δ.35 Θ.18 και 19 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αναφέρεται μεν στο σώμα της Αίτησης όμως δεν εφαρμόζεται πλέον. Αντίθετα η Αίτηση βασίζεται στο Μέρος 47.1 (11) (12) και (13) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το οποίο ρυθμίζει την εκτέλεση γενικά. Ο εφεσείων εξαιτείται στο σώμα της Αίτησης, αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 17/7/2024 «μέχρις ότου εκδικαστεί και αποφασιστεί η Πολιτική ‘Εφεση αρ. 35/2024 που καταχώρησε ο Αιτητής την 24.7.24 εναντίον της εν λόγω εκδοθείσας Απόφασης και εξόδων και/η μέχρι νεότερης απόφασης του Δικαστηρίου».  Τα ίδια αναφέρει και ο εφεσείων στη παράγραφο 10 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση. Επομένως η Αίτηση θα έπρεπε να βασίζεται στο Μέρος 41.7(1)(α)(β), όπως επεξηγούμε πιο πάνω, αφού επιδιώκεται η αναστολή της απόφασης per se και όχι η αναστολή μέτρων εκτέλεσης. Υποδεικνύουμε εξάλλου ότι στη παράγραφο 18 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση αναφέρεται ότι δεν έχουν ληφθεί μέτρα εκτέλεσης ενώ η αίτηση παρακοής που εκκρεμεί, καταχωρήθηκε από τον διαχειριστή pendente lite (και όχι από τις εφεσίβλητες), δεν βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, δεν συγκαταλέγεται στις μεθόδους εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 14 του Κεφ. 6 και βασίζεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60

 

Με βάσει τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η Αίτηση στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση ή και υπόβαθρο. Το βάσιμο όμως του πρώτου λόγου ένστασης δεν μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της Αίτησης για τους λόγους που εξηγούμε.

 

Έχουμε υπόψη μας τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ο οποίος δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο για τον χειρισμό υποθέσεων, κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.

 

Ο χειρισμός των υποθέσεων στο πλαίσιο του Πρωταρχικού Σκοπού, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το Μέρος 1.2(2), για την εξοικονόμηση των δαπανών, την διασφάλιση ταχείας και δίκαιης μεταχείρισης αλλά και την επιβολή συμμόρφωσης με Κανονισμούς και διατάγματα. Επίσης, περιλαμβάνει σύμφωνα με το Μέρος 1.2(2)(γ), τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς, μεταξύ άλλων, ως προς την σοβαρότητα της υπόθεσης και την πολυπλοκότητα των επιδίκων θεμάτων.

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, κρίνουμε ότι η ως άνω παράλειψη του εφεσείοντα να βασίσει την Αίτηση στο Μέρος 47.7(1)(α)(β) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στον αποκλεισμό και την απόρριψη της Αίτησης. Η Αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων 1 και 2 ή οποιουδήποτε τρίτου (βλ. CTC Automotive Ltd v. Ψαρούδης Μπετόν Λτδ κ.ά. Πολ. Έφ. Αρ. Ε112/2024 ημερ. 28/3/2025, A.G. Paphitis & Co, LLC, Πολ. Έφ. Αρ.112/2023 ημερ. 22/9/2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, Μiltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολ. Έφ. Αρ. Ε5/2018 ημερ. 16/1/2024 και Robert Mucinic v. Sky CAC LTD κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. Ε1/2019, ημερ. 7/6/2024 στην οποία δεν θεωρήθηκε παρατυπία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, η παντελής παράλειψη αναγραφής οποιασδήποτε νομικής βάσης στην αίτηση για ασφάλεια εξόδων, εν όψει και των περιστάσεων της υπόθεσης).   

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, προχωρούμε στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης.

 

Όπως αναφέρεται πιο πάνω, οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης δεν αποτελούν καθοριστικό  αλλά οριακής σημασίας παράγοντα. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, έχοντας υπόψη τους λόγους έφεσης (βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου και Μάρκου κ.ά (ανωτέρω). Η Metropolitan Real and General Property Τrust Ltd (ανωτέρω), την οποία επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα, κρίνουμε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στη παρούσα υπόθεση αφού αποφασίσθηκε στα πλαίσια των δικών της γεγονότων αφού αφορούσε νομοθεσία που θεσπίστηκε στη Βρετανία κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου.

 

Όπως επίσης αναφέρεται πιο πάνω, για να εγκριθεί αίτημα αναστολής θα πρέπει να καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν ως επίσης επιπρόσθετα ο αιτητής να καταδείξει ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη «irreparable mischief may be done by refusing it» (βλ. Μάρκου κ.ά. (ανωτέρω), Chester v. Powell, 1 T.L.R. 390, Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649, Λουκαίδου- Θεοφάνους (ανωτέρω) και Μ. Μάρκου κ.ά. (ανωτέρω). Στην παρούσα περίπτωση η πλευρά του εφεσείοντα δεν επικαλείται, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ενώ ούτε και εμείς από τη πλευρά μας εντοπίζουμε τέτοιες. Αναφέρει ότι στην Republic v. Liverdos (ανωτέρω) λέχθηκε «ότι το διάταγμα αναστολής εκδίδεται όχι μόνο σε ειδικές περιστάσεις που αφορούν την κακή οικονομική κατάσταση του ενάγοντα, αλλά και σε περιπτώσεις που για οποιοδήποτε λόγο υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για ένα επιτυχόντα εφεσείοντα να μην επαναφερθεί σε μεγάλο βαθμό στην προηγούμενη του κατάσταση αν η απόφαση εναντίον του εκτελεστεί».  Η υπόθεση όμως αυτή ανήκει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία και αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης αναστολής εκτέλεσης λόγω του ότι η Δ.35 Θ.18 και 19 δεν εφαρμοζόταν σε τέτοιες υποθέσεις ως επίσης ότι δεν έχει έννοια η «αναστολή  εκτέλεσης»  σε διοικητικές αποφάσεις. Όπως εξάλλου έχει λεχθεί στην Χ”Ευαγγέλου (ανωτέρω):

 

«Η αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται με βάση δύο αρχές:-

1. Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει δεν πρέπει να στερείται, χωρίς εξαιρετικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του.

2. Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητάς του.

(Βλ., μεταξύ άλλων, Gruno v. Ship "Algazera" (1980) 1 C.L.R. 595· Essex Overseas v. Legent Shipping (1981) 1 C.L.R. 263· Phoenix v. ΑΙ Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R. 673· Mavrochanna and Another v. Michael (1984) 1 C.L.R. 760· Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649· Παναγιώτα Νεοφύτου v. Χρυσάνθης Δημητρίου, (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 592).

Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης.»

Με βάση τα πιο πάνω η εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα δεν γίνεται δεκτή.

Επιπρόσθετα των πιο πάνω δεν διαπιστώνουμε να έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημιάς εκ μέρους του εφεσείοντα από τη μη έκδοση του διατάγματος αναστολής. Το ισχυριζόμενο κόστος της αμοιβής του διαχειριστή pendente lite είναι ζήτημα που θα απασχολήσει το κατώτερο Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης του για καθορισμό της αμοιβής του, η εκδίκαση της οποίας, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την Αίτηση και την ένσταση, εκκρεμεί. Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί ενδεχόμενης πώλησης ή διάθεσης περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του διαχειριστή  pendente lite, πέραν του ότι αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί απλή πιθανολόγιση, υποδεικνύουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 33** του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 η εξουσία αυτή βρίσκεται στα χέρια του Δικαστηρίου. Ο διαχειριστής pendente lite δεν δύναται να διαθέτει κληρονομιαία περιουσία κατά το δοκούν. Ούτε υπάρχουν ενδείξεις περί μεταφοράς αδιάθετης περιουσίας σε άλλη τοποθεσία εκ μέρους του ως άνω διαχειριστή. Περαιτέρω οι ισχυρισμοί της πλευράς του εφεσείοντα ότι οι οποιοιδήποτε χειρισμοί του προσωρινού διαχειριστή pendente lite μπορεί να είναι ζημιογόνοι και μη αναστρέψιμοι λόγω του ότι η αδιάθετη περιουσία αποτελείται από έργα τέχνης και επίπλωση και ο προσωρινός διαχειριστής έχει δικαίωμα να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες θεωρήσει ορθές έναντι της αδιάθετης περιουσίας, εκτός από την διανομή της, αποτελούν υποθέσεις και αόριστους ισχυρισμούς που σε καμία περίπτωση συνιστούν ανεπανόρθωτη βλάβη.

Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η πλευρά του εφεσείοντα απέτυχε να καταδείξει, ως το βάρος που είχε, την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων και ανεπανόρθωτης βλάβης. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Μάρκου κ.ά. (ανωτέρω):

«Οι αιτητές αφού είχαν το βάρος να καταδείξουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να ανακοπεί η φυσιολογική εξέλιξη εκτέλεσης μιας απόφασης απέτυχαν να το πράξουν.  Ούτε έπεισαν για ανεπανόρθωτη βλάβη.  Με όλο το σεβασμό ισχύει αυτό που ελέχθει στην απόφαση Κωνσταντινίδη ν. Κωμοδρόμου, πολ.εφ.283/15, 23.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A162: «Η τελεσιδικία εν προκειμένω έχει μιαν ιδιαίτερη βαρύτητα η οποία συναρτάται άμεσα με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αλλά και το κράτος δικαίου ευρύτερα».

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω οι λόγοι ένστασης υπ΄ αρ. 2, 9, 15, 17 και 22 επιτυγχάνουν.

Η επιτυχία των λόγων ένστασης 2, 9, 15, 17, και 22 καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης.

Συνεπεία των πιο πάνω η Αίτηση απορρίπτεται με €2.300      έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                       Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρ.

 

 

  Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

            Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

*

Διαχείριση όταν υπάρχει εκκρεμοδικία (pendente lite)

20.-(1) Όταv εκκρεμεί oπoιoδήπoτε δικαστικό μέτρo πoυ αφoρά τo κύρoς της διαθήκης απoθαvόvτoς πρoσώπoυ ή πoυ αφoρά τηv εξασφάλιση, ακύρωση ή αvάκληση παραχωρητηρίoυ, τo Δικαστήριo δύvαται vα χoρηγεί διαχείριση της κληρovoμιάς τoυ απoθαvόvτoς σε διαχειριστή, o oπoίoς θα έχει όλα τα δικαιώματα και τις εξoυσίες γεvικoύ διαχειριστή, εκτός από τo δικαίωμα διαvoμής τoυ εvαπoμείvαvτoς μέρoυς της κληρovoμιάς (residue of the estate), και o εv λόγω διαχειριστής υπόκειται στov άμεσo έλεγχo τoυ Δικαστηρίoυ και εvεργεί υπό τις oδηγίες τoυ.

(2) Τo Δικαστήριo δύvαται vα εκχωρεί, από τηv κληρovoμιά τoυ απoθαvόvτoς, στo διαχειριστή πoυ διoρίζεται δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ τέτoια εύλoγη αμoιβή ως τo Δικαστήριo ήθελε κρίvει σκόπιμo.

 

**

Εξουσία του Δικαστηρίου να διατάσσει πώληση, κλπ.

33.-(1) Για σκoπoύς διευκόλυvσης της διαvoμής της κληρovoμιάς απoθαvόvτoς πρoσώπoυ μεταξύ τωv δικαιoύχωv σύμφωvα με τo vόμo, τo Δικαστήριo δύvαται σχετικά με oπoιoδήπoτε μέρoς της κληρovoμιάς vα διατάξει τηv πώληση, εκμίσθωση, υπoθήκευση εγκατάλειψη ή απαλλαγή, διαίρεση ή άλλη διάθεση τoυ, όπως τo Δικαστήριo θα κρίvει σκόπιμo, αv η πράξη αυτή δεv δύvαται vα διεvεργηθεί από τov πρoσωπικό αvτιπρόσωπo επειδή αυτός στερείται oπoιασδήπoτε εξoυσίας για τo σκoπό αυτό:

Νoείται ότι τo Δικαστήριo δεv διατάσσει oπoιαδήπoτε διαίρεση ή  διαχωρισμό γης, o oπoίoς θα αvτίκειτo με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ 27 τoυ περί Ακίvητης Iδιoκτησίας (Διακατoχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμoυ.

(2) Διάταγμα δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ δύvαται vα εκδoθεί τηρoυμέvωv τέτoιωv τυχόv πρovoιώv και όρωv ως τo Δικαστήριo ήθελε κρίvει σκόπιμo, και τo Δικαστήριo δύvαται vα διατάξει με πoιo τρόπo θα δαπαvηθoύv ή διαvεμηθoύv τα χρήματα πoυ  πρoέρχovται από τη διάθεση της περιoυσίας δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ.

(3) Τo Δικαστήριo δύvαται εκάστoτε vα ακυρώvει ή τρoπoπoιεί oπoιoδήπoτε διάταγμα πoυ εκδόθηκε δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ ή δύvαται vα εκδίδει oπoιoδήπoτε vέo ή περαιτέρω διάταγμα.

(4) Αίτηση πρoς τo Δικαστήριo δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ δύvαται vα υπoβληθεί από πρoσωπικό αvτιπρόσωπo ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo ή δικαιoύχo (beneficiary) πoυ έχει συμφέρov στηv κληρovoμιά τoυ απoθαvόvτoς.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο