
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 378/2019)
23 Μαΐου, 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσείοντα/ Ενάγοντα,
‑και‑
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/ Εναγομένης.
--------------------
Καμία εμφάνιση, για τον εφεσείοντα - ενάγοντα.
Μ. Τσαγκάρη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη - εναγόμενη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, ο εφεσείοντας προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 16.9.2019, με την οποία απερρίφθη η αγωγή του εναντίον της εφεσίβλητης, λόγω μη εμφάνισης των διάδικων μερών. Η αγωγή ήτο ορισμένη για ακρόαση. Στο πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 16.09.2019, καταγράφονται τα ακόλουθα: «Η αγωγή αυτή ήταν ορισμένη για ακρόαση σήμερα στις 10:30. Η ώρα είναι 11:20, είναι η δεύτερη φορά που καλείται η παρούσα υπόθεση. Εν όψει της απουσίας των διαδίκων και ιδιαίτερα του ενάγοντος, διαπιστώνω ότι υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος προώθησης της αγωγής αυτής και κατά συνέπεια αυτή απορρίπτεται λόγω μη προώθησης της. Καμία διαταγή για έξοδα».
Με την αγωγή του, ο εφεσείοντας αξίωνε, μεταξύ άλλων, να του επιστραφούν τα κατατεθειμένα χρήματα του σε λογαριασμούς στη Λαϊκή Τράπεζα, συνολικού ύψους €356.333,10 πλέον τόκο. Η Λαϊκή Τράπεζα το 2013 οδηγήθηκε, με βάση σχετική νομοθεσία, σε καθεστώς εξυγίανσης και ως αποτέλεσμα, υπήρξε απομείωση (κούρεμα) των λογαριασμών του. Ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε στην αγωγή, ότι ο ίδιος απώλεσε τα χρήματα του εξαιτίας αυθαιρεσιών και παράνομων πράξεων, γενόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία και ότι παραβιάστηκαν συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα του και δη το δικαίωμα προστασίας της περιουσίας του, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ο εφεσείοντας, με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή λόγω μη εμφάνισης, με δύο λόγους έφεσης. Στον πρώτο λόγο έφεσης αναφέρονται τα εξής: «Το δικαίωμα στην χρηστή απονομή δικαιοσύνης (Δίκαια Δίκη), υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, εντός λογικής προθεσμίας. Την 16 Σεπτεμβρίου έπρεπε να εκπροσωπίσω την αδελφή μου Ιωάννου Βασιλική στην 4246/2014 αγωγή της σε άλλη αίθουσα δικαστηρίου και τον εαυτό μου στην 4247/2014 αγωγή μου. Δεν ήταν δυνατόν να βρίσκομαι και στις δύο αίθουσες συγχρόνως.» Στον δεύτερο λόγο έφεσης καταγράφει τα ακόλουθα: «Η 4247/2014 αγωγή μου αφορά καταθέσεις μου στην Λαϊκή Τράπεζα την 27 Μαρτίου 2013 356.333,10 ευρώ (τις οποίες έκλεψε η Κυπριακή Δημοκρατία) καθώς επίσης ζημίες και αποζημίωση. Τα χρήματα αυτά ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο μου. Δεν έχω άλλα περιουσιακά στοιχεία ούτε ακίνητα ούτε κινητά και δεν μπόρεσα ποτέ να ισορροπίσω, να συνέλθω οικονομικά. Δεν είχα ποτέ άλλη ιδιοκτησία εκτός από τα χρήματα.». Στην αιτιολογία και των δύο λόγων έφεσης γίνεται επίκληση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας Άρθρα 23, 30 και 35, του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Αμοιβαία Προώθηση και Προστασία των Επενδύσεων. Επιπρόσθετα, στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, γίνεται επίκληση του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Έχουμε διεξέλθει και μελετήσει προσεκτικά τις θέσεις και εισηγήσεις των δύο πλευρών μέσα από τα περιγράμματα αγόρευσης τους, σε συνάρτηση με την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε την αγωγή, λόγω μη προώθησης της.
Θα εξετάσουμε, κατ’ αρχάς την εισήγηση της δικηγόρου της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης της ότι η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να εξεταστεί η ουσία της, λόγω του ότι «η καταχώριση έφεσης δεν είναι το ορθό δικονομικό μέσο». Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της, εφόσον η αγωγή απορρίφθηκε λόγω μη εμφάνισης του εφεσείοντα, ή δικηγόρου που να τον εκπροσωπεί, αλλά ούτε και δικηγόρου που εκπροσωπούσε την Κυπριακή Δημοκρατία – εφεσίβλητη, ετύγχανε εφαρμογής η Δ.33 θ.1 των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προέβλεπε τα ακόλουθα:
"ORDER 33: PROCEEDINGS AT TRIAL.
1. If on the day fixed for trial the parties do not appear when the trial is called on, upon proof that they (or the party at whose instance such day was fixed) had notice, the action υπόκειται σε απόρριψη and shall not subsequently be heard, unless upon application to the Court, the Court orders reinstatement of the action on the ground that it is equitable so to do in the circumstances of the case.”
Σημειώνουμε ότι δεν έχουμε τη θέση του εφεσείοντα επί του ζητήματος αυτού, εφόσον δεν εμφανίστηκε κατά την ημερομηνία της ακρόασης της έφεσης, παρόλο που γνώριζε την ημερομηνία και ώρα ορισμού της υπόθεσης, ως εμφαίνεται από την ειδοποίηση της ημερομηνίας ορισμού, η οποία στάληκε σ’ αυτόν ηλεκτρονικά από την αρμόδια Πρωτοκολλητή του Εφετείου και τη βεβαίωση λήψης της ειδοποίησης, ως επίσης και από μεταγενέστερη ηλεκτρονική αλληλογραφία.
Στην Παναγίδης ν. Κουρούσιη (2001) 1 ΑΑΔ 1583 επεξηγήθηκε η εμβέλεια της Δ.33 θ.1, ως ακολούθως:
«Η Δ.33, θ.1, προβλέπει ότι η αγωγή απορρίπτεται αν κατά την ημέρα της ακρόασης οι διάδικοι δεν εμφανιστούν. Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει επαναφορά της αγωγής, αν το κρίνει υπό τις περιστάσεις δίκαιο.
Αντίθετα η Δ.33, θ.5, προβλέπει την περίπτωση όπου απόφαση εξασφαλίζεται ύστερα από παράλειψη διάδικου να εμφανιστεί, απόφαση η οποία σε μια κατάλληλη περίπτωση μπορεί να ακυρωθεί από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται μέσα σε δεκαπέντε μέρες από την ημέρα της ακρόασης.
……………………………………………………………………………..
Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Αρκεί να λεχθεί ότι η αίτηση βασίστηκε στη Δ.33, θ.1, η οποία δεν μπορεί να ισχύσει στην παρούσα περίπτωση. Όπως έχουμε πει και πιο πάνω, η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου κανένας από τους δύο διάδικους δεν εμφανίστηκε στην ακρόαση, ενώ στην παρούσα περίπτωση υπήρξε εμφάνιση και από τους δύο.»
Στην F.N. & A.G. Developers Ltd v. Kermia Properties and Investments Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2012 ημερομηνίας 11.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A285, αμφισβητήθηκε η ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία, σε σχετική αίτηση στηριζόμενη, κυρίως, στη Δ.33 θ.1, διατάχθηκε επαναφορά της αγωγής η οποία είχε απορριφθεί όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και παρόντες ήταν οι δικηγόροι εκ μέρους των διαδίκων, ενώ οι ίδιοι οι διάδικοι δεν ήταν παρόντες. Αποφασίστηκε ότι εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν εκπρόσωπο, δεν μπορούσαν να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες της Δ.33 θ.θ. 1 – 5 και ότι το ορθό δικονομικό μέτρο σ’ εκείνη την περίπτωση ήτο η έφεση. Παραπέμπουμε σε σχετικό απόσπασμα:
«Όμως, αφού οι εφεσίβλητοι είχαν εκπρόσωπο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «απόντες», ώστε να ενεργοποιούνται οι πρόνοιες της Δ.33 θθ.1-5, της οποίας η προϋπόθεση είναι η απουσία του ιδίου του διαδίκου προσωπικά ή εκπροσωπούμενου δια του συνηγόρου του. Ο δικηγόρος με την υπογραφή σχετικού διοριστηρίου (Δ.2 θ.14), εκπροσωπεί νομίμως το διάδικο και η εμφάνιση του για λογαριασμού του πρώτου, δεν μπορεί να ισοδυναμεί με «παράλειψη εμφάνισης».
Συνεπώς η ερμηνευτική προσέγγιση που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρξε λανθασμένη ως εκ της εσφαλμένης νομολογιακής καθοδήγησης και αφού η επαναφορά δεν μπορούσε να στηριχθεί στη Δ.33 όπως εσφαλμένα αποφασίστηκε.»
Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην Thomas Kyriacou & Co. (Land Property Developers Ltd) v. Colin James Devlin κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2016, Σχ. με 46/2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Στην υπό συζήτηση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τους διαδίκους δια των δικηγόρων τους, θεώρησε ότι το αίτημα αναβολής θα έπρεπε να απορριφθεί. Το ότι η πλευρά των Εναγομένων βρέθηκε σε αδυναμία προώθησης της Ανταπαίτησής της, ήταν επόμενο της άρνησης αναβολής και της μη ετοιμασίας της υπόθεσης ώστε οι μάρτυρες ή ο διάδικος να έδιδαν μαρτυρία. Με δεδομένο δε ότι οι Εναγόμενοι είχαν εκπρόσωπο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «απόντες» ώστε να ενεργοποιούνται οι πρόνοιες της Δ.33, θ.θ. 1-5, της οποίας η προϋπόθεση είναι η απουσία του ιδίου του διαδίκου προσωπικά ή εκπροσωπούμενου δια του συνηγόρου του. Ο δικηγόρος με την υπογραφή σχετικού διοριστηρίου (Δ.2, θ.14), εκπροσωπεί νομίμως το διάδικο και η εμφάνιση του για λογαριασμό του πρώτου, δεν μπορεί ασφαλώς να ισοδυναμεί με «παράλειψη εμφάνισης».
Ακολουθώντας την πιο πάνω νομολογία, κρίνουμε ότι το επιχείρημα της δικηγόρου της εφεσίβλητης είναι βάσιμο. Εφόσον, κατά τη μέρα της ακρόασης οι διάδικοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε υπήρξε εκπροσώπηση τους δια δικηγόρων, τότε ενεργοποιούνται οι πρόνοιες της Δ.33 θ.1 και επομένως, το ορθό δικονομικό βήμα αμφισβήτησης της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή ήτο η καταχώριση αίτησης στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επαναφορά της αγωγής και όχι η καταχώριση έφεσης.
Παρόλο που η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί για τον πιο πάνω λόγο, κρίνουμε ορθότερο να προχωρήσουμε με την εξέταση και της ουσίας της έφεσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εφεσείοντας σε κανένα στάδιο της διαδικασίας έφεσης δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, ούτε και η σύνταξη της έφεσης έγινε από δικηγόρο.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας ουσιαστικά προβάλλει πως η απόρριψη της αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο συνιστά παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος για δίκαιη δίκη καθώς και του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ. Δεν θα συμφωνήσουμε με τον εφεσείοντα. Δεν τίθεται θέμα μη δίκαιης δίκης και παραβίασης του δικαιώματος του να ακουστεί, εφόσον ο ίδιος ο εφεσείοντας δεν παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ημερομηνία και ώρα που ήτο ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση. Η θέση του ότι βρισκόταν σε άλλη αίθουσα του Δικαστηρίου για υπόθεση της αδελφής του, δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστή πριν την απόρριψη της αγωγής. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής άσκησε ορθά το δικαστικό του καθήκον και απέρριψε την αγωγή, εφόσον δεν υπήρξε εμφάνιση. Ο εφεσείοντας δεν μπορεί να επικαλείται μη δίκαιη δίκη. Εξάλλου, υπήρχε το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο προστασίας του μετά την απόρριψη της αγωγής, με την καταχώριση αίτησης επαναφοράς, όπου θα επεξηγούσε και τους λόγους της μη εμφάνισης του κατά την ακρόαση.
Στην υπόθεση Στυλιανού Λούκας ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1234, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε εισήγηση για παραβάσεις των πιο πάνω Άρθρων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ σε έφεση κατά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε αίτηση για επαναφορά της αγωγής. Λέχθηκαν τα εξής:
«Αναφορικά με την εισήγηση ότι ένας διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται του δικαιώματος του να ακουστεί με νομικιστικά κριτήρια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα αυτό που διασφαλίζεται με το άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής μιας ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαστικής εξουσίας. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997,
"Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988).
Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διάδικους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). H διασφάλιση υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989))."»
Λαμβάνουμε επίσης υπόψη τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, του Λίνου-Αλέξανδρου Σεσιλιάνου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, στις σελίδες 254-257, προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΑΔ ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο περιορισμών. Ένας εξ αυτών είναι και ο δικονομικός περιορισμός που αφορά την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Το ΕΔΑΔ έχει τονίσει επανειλημμένα ότι δικονομικοί περιορισμοί του δικαιώματος πρόσβασης που αποβλέπουν στην προστασία των δικαιωμάτων του ίδιου του ενδιαφερομένου, των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων καθώς και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ασφάλεια δικαίου, είναι κατά κανόνα θεμιτοί. Δεν πρέπει ωστόσο να πλήττουν τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Η προσβασιμότητα, η σαφήνεια και η προβλεψιμότητα των νομικών διατάξεων και της νομολογίας, διαφυλάσσουν την αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαιώματος. (Βλέπε, υπόθεση CASE OF ZYLKOV v. RUSSIA, (Application no. 5613/04), 21 June 2011).
Είμαστε της άποψης ότι εν προκειμένω, ο δικονομικός κανόνας βάσει του οποίου καθορίζεται η αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να επαναφέρει αγωγή σε περιπτώσεις ως η παρούσα, ήταν προσβάσιμος και σαφής. Σύμφωνα με την επίδικη πρόνοια παρέχεται στον διάδικο το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη με αίτηση επαναφοράς ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και κατόπιν το δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Εξυπηρετούνται έτσι τα συμφέροντα των διαδίκων καθώς και γενικότερα η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, θεωρούμε την επίδικη δικονομική πρόνοια και τη νομολογία που την ερμηνεύει θεμιτή. Επιδιώκει δε ένα νόμιμο σκοπό και πληροί την αρχή της αναλογικότητας.
Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά την ουσία της αγωγής και με την οποία ο εφεσείοντας ζητά την επιστροφή των καταθέσεων του, δεν δύναται να εξεταστεί από το Εφετείο, εφόσον δεν εξετάστηκε πρωτόδικα η ουσία της αγωγής, λόγω της απουσίας των διαδίκων.
Έπεται πως και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα των ως άνω, η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα €4.000 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο