
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 41/2024)
29 Μαΐου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
M. A.
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ:
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Ν. Χαραλαμπίδου, για Ν. Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.
Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: O Eφεσείων υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 9.4.2019, της οποίας η εξέταση εκκρεμούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης. Στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 14832/2020 ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ο Εφεσείων καταδικάστηκε στις 25.2.2021 σε εξαετή φυλάκιση για το αδίκημα της ληστείας και ορίστηκε η 19.1.2024 ως ημέρα αποφυλάκισής του. Στις 18.1.2024, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής «το ΤΑΠΜ») εξέδωσε διάταγμα κράτησης σε βάρος του Εφεσείοντα δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) των περί Προσφύγων Νόμων, κρίνοντας την κράτησή του αναγκαία διότι δεν ήταν εφικτό να χρησιμοποιηθούν άλλα εναλλακτικά μέτρα λόγω κινδύνου διαφυγής για τους εξής λόγους:
(α) επειδή απαιτείτο η κράτησή του για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας·
(β) επειδή καταδικάστηκε για το αδίκημα της ληστείας και του επιβλήθηκε εξαετής ποινή φυλάκισης.
Ο διοικητικός φάκελος δεικνύει ότι η Διευθύντρια ΤΑΠΜ (εφεξής «η Διευθύντρια») υιοθέτησε ενδοϋπηρεσιακή εισήγηση ημερ. 17.1.2024 για την άνωθεν κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας αυτού, η οποία εισήγηση βασίστηκε σε προηγηθείσα εισήγηση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας Κύπρου (εφεξής «η ΥΑΜ») ημερ. 15.1.2024[1].
Το άνωθεν διάταγμα κράτησης προσβλήθηκε διά της Προσφυγής Αρ. ΔΚ3/2024 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με το εξής σκεπτικό:
Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι νομολογιακά –
(α) η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφάλειας προϋποθέτει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (στοιχειοθετούντος τη δημόσια τάξη) ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του κράτους (στοιχειοθετούσας τη δημόσια ασφάλεια), η οποία απειλή προκύπτει από την ατομική συμπεριφορά του κρατούντος·
(β) η υπόνοια ή καταδίκη του ενδιαφερόμενου για διάπραξη ποινικού αδικήματος δεν δικαιολογεί αφ’ εαυτής την εκτίμηση ότι αυτός συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, μπορεί όμως να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα συνεκτιμώμενη με άλλα στοιχεία, όπως η φύση, σοβαρότητα και ο χρόνος της τέλεσης αξιόποινης πράξης.
Παραπέμποντας στο σώμα του διατάγματος κράτησης το οποίο επικαλείται και την ποινική καταδίκη του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν επαρκούσε ως αιτιολογία της επικαλούμενης δημόσιας τάξης ή ασφάλειας που συνίστατο στην αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα και δη το κατά πόσο προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι έχει δικαιοδοσία ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας διαταγμάτων κράτησης, βάσει του Άρθρου 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018»).
Σημείωσε, επίσης, ότι η αιτιολογία διοικητικής πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τον διοικητικό φάκελο, αποφαινόμενο τα εξής (η γραμματική και σύνταξη είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου):
«Από έρευνα στο διοικητικό φάκελο διαπιστώνω σε συνάρτηση με το κείμενο σημειώματος του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στην Διευθύντρια και του σχετικού διατάγματος τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) ο Αιτητής εισήλθε από μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές από άγνωστο σημείο και σε άγνωστο χρόνο και υπέβαλε αίτημα ασύλου στις 09/04/19,
(β) μετά από 11 μήνες στο έδαφος της Δημοκρατίας υπό το καθεστώς αιτητή ασύλου κατηγορήθηκε για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 4, 21, 205, 282, 283 και 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (ήτοι συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, συναυτουργία, ανθρωποκτονία και ληστεία),
(γ) ενώ δηλαδή τελούσε υπό το καθεστώς αιτητή ασύλου δεν συμμορφώθηκε ως όφειλε με το Σύνταγμα και τους Νόμους της Δημοκρατίας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 24 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000),
(δ) μετά την διάπραξη κακουργήματος και προτού συλληφθεί, κατηγορηθεί και καταδικαστεί προσπάθησε να διαφύγει και/ή δεν εντοπιζόταν για έξι μήνες ενώ εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης του, ήτοι από τις 23/02/20 η σύλληψη του έγινε στις 07/08/20,
(ε) με βάση τα στοιχεία, καταθέσεις και/ή μαρτυρία της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή και του συγκατηγορουμένου του προκύπτει η σοβαρότητα των περιστάσεων διάπραξης του κακουργήματος και/ή τη συμπεριφορά που υπέδειξε ο Αιτητής, ήτοι (i) ότι υπήρξε συνομωσία για ληστεία αντικειμένου μικρής αξίας, (ii) ότι ο Αιτητής γνώριζε ότι ο συγκατηγορούμενος του έφερε μαχαίρι, (iii) έγινε χρήση υπέρμετρης βίας, απρόκλητα εναντίον τυχαίου προσώπου με αποτέλεσμα να οδηγήσει στον θάνατο του, (iv) είχε προηγουμένως επιχειρηθεί επίθεση σε άλλα δύο πρόσωπα το ίδιο βράδυ που διαπράχθηκε η ληστεία παρουσία του Αιτητή,
(στ) η καταδίκη και η εκτενής ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Αιτητή από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας,
(ζ) η μη ύπαρξη διεύθυνσης μόνιμου τόπου διαμονής του Αιτητή,
Τα πιο πάνω δεδομένα, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που προσμέτρησαν στην κρίση της αρμόδιας αρχής και αποτέλεσαν στην ουσία την αιτιολογική βάση του επίδικου διατάγματος κράτησης, επομένως, συμπληρώνεται από τον διοικητικό φάκελο η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Αιτητή είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με το χρονικό πλαίσιο που διαπράχθηκε το αδίκημα, τη σοβαρότητα και/ή των περιστατικών διάπραξης του αδικήματος και της συμπεριφοράς που υπέδειξε ακολούθως ήτοι διαφυγής, μη εντοπισμού του και μετέπειτα σύλληψης του. Διαφωνώ με την εισήγηση της συνηγόρου του ότι η ατομική συμπεριφορά του Αιτητή περιορίζεται μόνο επί της καταδικαστικής απόφασης του. Εκ της συνολικής εικόνας και συμπεριφοράς του Αιτητή προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Απορρίπτεται, επίσης και η θέση ότι υπήρχε περιθώριο επιβολής εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων. Δεν υπάρχει μόνιμη δηλωμένη διεύθυνση του Αιτητή, καταδικάστηκε σε ποινικό αδίκημα και πρόθεση του ήταν να διαφύγει στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές και/ή να επιστρέψει στη χώρα του. Στην προκειμένη περίπτωση η κράτηση, παρόλο που αποτελεί το έσχατο μέτρο το οποίο λαμβάνεται τηρουμένων των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, δεν ήτο δυνατόν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά αντί της κράτησης μέτρα.
Δεν γίνεται αποδεκτή ούτε η θέση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ο Αιτητής για ένα αδίκημα που ήδη τιμωρήθηκε. Εύλογα, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι δεν υποδεικνύει συμπεριφορά συνάδουσα με τους νόμους και τους κανονισμούς της Δημοκρατίας, συνεπώς η κράτησή του δικαιολογημένα καθίσταται αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης επικυρώνεται.».
Διά της παρούσας έφεσης, ο Εφεσείων αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για εσφαλμένη επικύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης, ισχυριζόμενος ότι-
(α) είναι σε παράβαση του οικείου νόμου και της νομολογίας που κρίθηκε ότι αυτός συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια (πρώτος λόγος έφεσης)·
(β) η προς τούτο κρίση της Διοίκησης ήταν αναιτιολόγητη, καθότι ο διοικητικός φάκελος δεν συμπλήρωνε την αιτιολογία με αποτέλεσμα το διάταγμα κράτησης να εκδόθηκε στη βάση της ποινικής καταδίκης του Εφεσείοντα και μόνο·
(γ) το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και σε παράβαση της Αρχής της Αναλογικότητας, καθότι δεν εξηγείται πως η Διοίκηση έκρινε ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο επαχθή -εν συγκρίσει με την κράτηση- μέτρα (τρίτος λόγος έφεσης)·
(δ) λανθασμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι ο Εφεσείων δεν υποδεικνύει συμπεριφορά συνάδουσα με τους νόμους και κανονισμούς της Δημοκρατίας, ώστε η κράτησή του να θεωρείται δικαιολογημένη[2] (τέταρτος λόγος έφεσης)·
(ε) πεπλανημένα η Διοίκηση θεώρησε ότι η ποινική καταδίκη του Εφεσείοντα αρκεί για να εκδώσει το επίδικο διάταγμα κράτησης, χωρίς να αξιολογήσει και την ατομική συμπεριφορά του (πέμπτος λόγος έφεσης).
Το Άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) των περί Προσφύγων Νόμων, το οποίο ενσωματώνει το Άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο ε), της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ[3] (εφεξής «η Οδηγία»), επιτρέπει στην αρμόδια διοικητική αρχή να θέσει αιτητή διεθνούς προστασίας υπό κράτηση, εφόσον αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης. Αυτός ο λόγος κράτησης ερμηνεύεται σύμφωνα με την ερμηνεία την οποία αποδίδει η Οδηγία 2013/33/ΕΕ (εννοείται, ως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφεξής «το ΔΕΕ»), στις έννοιες της «δημόσιας τάξης» και «εθνικής ασφάλειας» (απόφαση ημερ. 14.9.2017 του ΔΕΕ στην Υπόθεση C-18/16 K., σκέψη 43).
Παράλληλα, η εισαγωγή του Άρθρου 9ΣΤ(2) των περί Προσφύγων Νόμων (που ενσωματώνει το Άρθρο 8, παράγραφος 2, της Οδηγίας) θέτει μία άλλη, σωρευτική, προϋπόθεση, ήτοι να μην είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά εναλλακτικά της κράτησης μέτρα που είναι λιγότερο περιοριστικά από ότι η κράτηση.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν στην ουσία το ίδιο θέμα, ήτοι κατά πόσο υφίσταται αιτιολογία της διοικητικής κρίσης περί του ότι η κράτηση του Εφεσείοντα είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας (ως προβάλλει το επίδικο διάταγμα κράτησης), ώστε να είναι νόμιμη η κράτησή του δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) των περί Προσφύγων Νόμων. Συνεπώς, θα εξεταστούν από κοινού.
Τα έγγραφα εντός διοικητικού φακέλου που αφορούν την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης είναι κυρίως τέσσερα, ήτοι το ίδιο το διάταγμα κράτησης ημερ. 18.1.2024, η επιστολή ημερ. 18.1.2024 με την οποία κοινοποιείται στον Εφεσείοντα και τα δύο προπαρασκευαστικά έγγραφα που συνίστανται στο ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα προς τη Διευθύντρια ημερ. 17.1.2024 και στην προηγηθείσα επιστολή ημερ. 15.1.2024 της ΥΑΜ προς το ΤΑΠΜ.
Το επίδικο διάταγμα κράτησης επικαλείται την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αναφέροντας το ποινικό αδίκημα στο οποίο ο Εφεσείων καταδικάστηκε και την ποινή που του επεβλήθηκε. Το δε προηγηθέν και υιοθετηθέν ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 17.1.2024 και η πρότερη αυτού επιστολή της ΥΑΜ ημερ. 15.1.2024 μπορούν να θεωρηθούν άρρηκτα συνδεδεμένα με το επίδικο διάταγμα κράτησης ώστε να συμπληρώνουν την αιτιολογία του.
Με την επιστολή της ημερ. 15.1.2024, η ΥΑΜ εισηγήθηκε την έκδοση διατάγματος κράτησης σε βάρος του Εφεσείοντα, ως αιτητή διεθνούς προστασίας δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ των περί Προσφύγων Νόμων «[σ]υνυπολογίζοντας το ιστορικό του αλλοδαπού, τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε και για το οποίο θεωρείται κίνδυνος για τη Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια».
Το δε ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 17.1.2024 εισηγείται την έκδοση διατάγματος κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) των περί Προσφύγων Νόμων, μέχρι την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Εφεσείοντα από την Υπηρεσία Ασύλου, με το σκεπτικό ότι «σύμφωνα με την επιστολή της ΥΑ & Μ του Επαρχιακού Κλιμακίου Λευκωσίας ημερ. 15/01/2024 συνυπολογίζοντας το ιστορικό του αλλοδαπού, τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε, ο αλλοδαπός θεωρείται κίνδυνος για τη Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια».
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε από την επιτυχούσα Εφεσίβλητη, «[τ]όσο από το κείμενο του διατάγματος κράτησης όσο και από το σχετικό σημείωμα του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στη Διευθύντρια (και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασής της), δεν προκύπτουν επαρκώς οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση για κράτηση του Αιτητή […].
Συμφωνώ, με την εισήγηση της συνηγόρου του Αιτητή ότι στις περιπτώσεις κράτησης για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς του αιτούντος και/ή κατά πόσο προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αυτό το στοιχείο, εμφανώς, λείπει από το σύνολο της όλης διοικητικής απόφασης».
Με άλλα λόγια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρατίθεται επαρκής αιτιολογία στο επίδικο διάταγμα κράτησης και στο προηγηθέν ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα.
Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η απαιτούμενη αιτιολογία συμπληρώνεται από επτά στοιχεία του διοικητικού φακέλου (τα στοιχεία (α) έως (ζ) στο προαναφερόμενο απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Επαναλαμβάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην άνωθεν πρωτόδικη κρίση, αφού πρώτα επεσήμανε ότι έχει εξουσία να αποφασίσει -όχι μόνο ως προς τη νομιμότητα- αλλά και επί της ουσίας της κράτησης.
Συναφώς, ο Εφεσείων θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε έλεγχο ουσίας της κράτησης, αποφαινόμενο το ίδιο και υποκαθιστώντας πλήρως τη Διοίκηση με δική του απόφαση (σελ. 17 περιγράμματός του). Από πλευράς της, η Εφεσίβλητη συμφωνεί, θεωρώντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της διαταχθείσας κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ των περί Προσφύγων Νόμων, δυνάμενο να συμπληρώσει την αιτιολογία του επίδικου διατάγματος κράτησης από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, παραπέμποντας στις ακόλουθες δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Καταρχάς, στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διενεργεί έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας επί διατάγματος κράτησης το οποίο εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων επισημαίνοντας ότι -στη βάση του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018- το πρωτόδικο Δικαστήριο ελέγχει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα κάθε απόφασης της Διοίκησης που προσβάλλεται ενώπιόν του.
Αυτή η ερμηνεία του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 επικροτήθηκε στη μεταγενέστερη Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 43/2021 Mondeke ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.1.2022, όπου διασαφηνίζεται ότι ο έλεγχος ουσίας στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει επί διατάγματος κράτησης εκδοθέντος δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων είναι θετικά διαπλαστικός, υπό την έννοια ότι δύναται να διαπλάσει το ίδιο το Δικαστήριο την πράξη που η Διοίκηση παράνομα εξέδωσε.
Εν προκειμένω, ως δεικνύει το ανωτέρω απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προαναφέραμε, θεώρησε ότι επτά στοιχεία (τα στοιχεία (α) έως (ζ), όπως τα αρίθμησε) αντλούνται από τον οικείο διοικητικό φάκελο και συμπληρώνουν την αιτιολογία του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης.
Εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση, η οποία έχει διατυπωθεί ως συνιστώσα έλεγχο νομιμότητας, καθότι τα πλείστα των στοιχείων (α) έως (ζ), τα οποία άντλησε από τον διοικητικό φάκελο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι (αναντίλεκτα και άνευ περαιτέρω στάθμισης) εκφράζουν το σκεπτικό της Διοίκησης όταν εξέδιδε το επίδικο διάταγμα κράτησης, ως απαιτεί η νομολογία.
Αυτό, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας κατά την οποία η αιτιολογία της διοικητικής πράξης μπορεί μεν να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αλλά αυτό επιτρέπεται όταν αυτά τα στοιχεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη διοικητική πράξη (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/20 The Vegetable Producers and Exporters Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ημερ. 3.4.2025), καταδεικνύοντας έτσι τι ακριβώς είχε υπόψη η Διοίκηση όταν την εξέδιδε (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2020 Λεωφορεία Λάρνακος «Ζήνωνας» Λτδ ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 10.3.2025), δηλαδή όταν ο διοικητικός φάκελος καταδεικνύει αναμφίβολα τον λόγο έκδοσης της διοικητικής πράξης ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι είναι αναντίλεκτα πίσω της (Χριστοφή & ΣΙΑ Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427), χωρίς περαιτέρω στάθμιση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου (Κουκουνίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 510).
Εστιάζοντας, συγκεκριμένα, στο στοιχείο (β), το οποίο επικαλείται το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 14832/2020, ο Εφεσείων κατηγορήθηκε για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 4, 21, 205, 282, 283 και 371 του Ποινικού Κώδικα (ήτοι, συνομωσία για διάπραξη κακουργήματος, συναυτουργία, ανθρωποκτονία και ληστεία), παρατηρούμε τα εξής:
Η συναφής απόφαση ημερ. 25.2.2021 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας αναφέρει ότι ο Εφεσείων κρίθηκε -κατόπιν δικής του παραδοχής- ένοχος στην κατηγορία που αφορά το αδίκημα της ληστείας, δεύτερη κατηγορία, κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι ετών, ενώ οι κατηγορίες 1 και 3 που αφορούσαν τα αδικήματα της συνομωσίας και ανθρωποκτονίας ανεστάληκαν και ο Εφεσείων απαλλάγηκε από αυτές.
Ο κατατεθείς ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διοικητικός φάκελος παραθέτει το κατηγορητήριο βάσει του οποίου ο Εφεσείων διώχθηκε στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 14832/2020 και το οποίο δεικνύει ότι οι κατηγορίες για τις οποίες ο Εφεσείων απαλλάγηκε αφορούσαν άλλες πτυχές του ίδιου περιστατικού στο οποίο διαπράχθηκε και το αδίκημα της ληστείας για το οποίο ο Εφεσείων καταδικάστηκε. Για παράδειγμα, ενώ η κατηγορία της ληστείας στην οποία ο Εφεσείων καταδικάστηκε αναφέρεται στην κλοπή μέσω πραγματικής βίας κατά του θύματος, η (αποσυρθείσα) τρίτη κατηγορία αφορούσε την ανθρωποκτονία του θύματος κατά παράβαση των Άρθρων 4, 21 και 205 του Ποινικού Κώδικα. Η δε (αποσυρθείσα) πρώτη κατηγορία αφορούσε τη συνομωσία προς διάπραξη της ληστείας, κατά παράβαση του Άρθρου 4 και 371 του Ποινικού Κώδικα.
Το επίδικο διάταγμα κράτησης και το προηγηθέν ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα και επιστολή της ΥΑΜ αναφέρονται μόνο στο αδίκημα της ληστείας για το οποίο ο Εφεσείων καταδικάστηκε και τιμωρήθηκε, αλλά όχι στα αδικήματα για τα οποία αρχικά διώχθηκε αλλά εντέλει δεν καταδικάστηκε, οπότε δεν είναι αναντίλεκτο ότι τα τελευταία λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση κατά την έκδοση του διατάγματος κράτησης. Kαι ούτε και θα μπορούσαν νόμιμα να ληφθούν υπόψη ως υπόνοια διάπραξης αδικήματος, αφ’ ης στιγμής η απόφαση ημερ. 25.2.2021 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ρητά αναφέρει (ως δικαστικό εύρημα) ότι ο Εφεσείων απαλλάγηκε από αυτές τις κατηγορίες.
Ούτε είναι αναμφίβολο ότι η διοικητική κρίση εστίασε σε ενδεχόμενο αδίκημα για το οποίο ο Εφεσείων δεν φαίνεται να διώχθηκε καν, ήτοι σε επιχειρούμενη επίθεση -παρουσία του Εφεσείοντα- σε δύο πρόσωπα (άλλα από το θύμα της ληστείας) το ίδιο βράδυ στο οποίο διαπράχθηκε η προαναφερόμενη ληστεία (ως αναφέρει το στοιχείο (ε)(iii) το οποίο έτυχε επίκλησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο).
Περαιτέρω, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο το επίδικο διάταγμα κράτησης όσο και το ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 17.1.2024 (που αναφέρεται στη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ο Εφεσείων καταδικάστηκε), όπως και στα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος, ήτοι την κλοπή διά της χρήσης μαχαιριού δια του οποίου προκάλεσαν στο θύμα πραγματική σωματική βλάβη επιφέροντας τον θάνατό του) δεν παραθέτουν την απαιτούμενη αιτιολογία, αντιφατικά θεώρησε ως «πρόσθετο» στοιχείο (του διοικητικού φακέλου που συμπληρώνει την αιτιολογία) αυτή την ίδια σοβαρότητα των περιστάσεων διάπραξης του αδικήματος, βασιζόμενο στη μαρτυρία της ποινικής υπόθεσης η οποία παρατίθεται στον διοικητικό φάκελο ο οποίος κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιόν του. Βασιζόμενο έτσι στην ποινική μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και σε χαρακτηρισμούς οι οποίοι δεν προκύπτουν από την καταδικαστική απόφαση ημερ. 25.2.2021 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, ήτοι ότι το κλαπέν αντικείμενο ήταν μικρής αξίας ή ότι έγινε χρήση υπέρμετρης βίας.
Και πάλι, δεν μπορεί αναντίλεκτα να θεωρηθεί ότι η Διοίκηση έλαβε υπόψη την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 14832/2020, ως στοιχείο διακριτό από την ίδια την δικαστική απόφαση ημερ. 25.2.2021.
Σε περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο ουσίας, η εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου προστεθείσα αιτιολογία δεν είναι απαραίτητο να είναι ταυτόσημη με την προηγηθείσα διοικητική κρίση και αιτιολογία, αλλά πρέπει εντούτοις και αυτή να πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις νομιμότητας τις οποίες απαιτεί το (εναρμονιστικό με την Οδηγία 2013/33/ΕΕ) Άρθρο 9ΣΤ των περί Προσφύγων Νόμων.
Στη δε περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο διενεργεί έλεγχο ουσίας/ορθότητας, το Εφετείο επεμβαίνει στην κρίση ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο αν ο πρωτοδίκως προσφεύγων (και ενώπιόν του διάδικος) αποδείξει -ως βαρύνεται- ότι αυτή η κρίση πιθανόν να είναι προϊόν ουσιώδους πλάνης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 51/2022 Abdi v. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 19.12.2024).
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και σε σχόλια που στοιχειοθετούν τη διεξαγωγή ελέγχου ουσίας από πλευράς του, ως ρητά δήλωσε ότι έχει προς τούτο εξουσία. Αυτό ισχύει ιδίως για την κρίση του ως προς τη μη ύπαρξη περιθωρίου επιβολής εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων, αφού το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και τα δύο προπαρασκευαστικά του έγγραφα (το ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 17.1.2024 και η προηγηθείσα επιστολή της ΥΑΜ ημερ. 15.1.2024) σιγούν επί τούτου. Αυτή η εκ της Διοίκησης σιγή είναι νομικά μεμπτή, αφού η Διοίκηση δύναται να θέσει αιτούντα διεθνούς προστασίας υπό κράτηση μόνο αφού έχει προηγουμένως ελέγξει αν η κράτηση είναι ανάλογη προς τους σκοπούς που επιδιώκει (συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C-924/19PPU και C-925/19PPU FMS κ.ά, ανωτέρω σκέψη 258).
Φαίνεται, δηλαδή, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπλήρωσε αυτό το νομικό κενό με τη δική του κρίση, ασκώντας θετική δικαιοπλαστική εξουσία κατά τον τρόπο που περιγράφεται στη Mondeke v. Δημοκρατίας, ανωτέρω.
Κατά την κρίση μας, υφίσταται πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης όσον αφορά το πρωτόδικο σκεπτικό ουσίας ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή μας διότι, καταρχάς, (όσον αφορά το κατά πόσο ο Εφεσείων συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη) το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμέτρησε (μεταξύ άλλων) τις κατηγορίες τις οποίες αρχικά αντιμετώπισε ο Εφεσείων στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 14832/2020 και οι οποίες τελικώς αποσύρθηκαν, παραγνωρίζοντας ότι για αυτά τα αδικήματα απαλλάγηκε, ως δηλώνει η συναφής απόφαση ημερ. 25.2.2021 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.
Συνάγεται ότι υφίσταται τεκμήριο αθωότητας για αυτές τις κατηγορίες (το οποίο ισχύει προ, κατά και μετά την ποινική δίκη, μέχρι την έκβαση της τυχόν έφεσης κατά της καταδίκης: συνεκδικαζόμενες Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 88/2013 και 103/2013 Δημοκρατίας κ.ά. ν. Γρουτίδη κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 16.7.2019), το οποίο τεκμήριο μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί πλέον αμάχητο (Λίνος Αλέξανδρος Σισιλιανός Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση (2017) σελ. 310-311). Αυτό το τεκμήριο αθωότητας τυγχάνει σεβασμού από τη Διοίκηση κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 103/2014 Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.7.2021) και από τα Διοικητικά Δικαστήρια (πολύ πρόσφατη απόφαση ημερ. 20.5.2025 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων -εφεξής το «ΕΔΑΔ»- στην Αίτηση Αρ. 47604/2013 Αρουτσίδης ν. Ελλάδας, παρ. 14-17), πόσο μάλλον όταν διενεργούν έλεγχο ουσίας διά της υποκατάστασης της διοικητικής κρίσης με τη δική τους.
Ως υπέδειξε το ΕΔΑΔ στην Αρουτσίδης ν. Ελλάδας, ανωτέρω παρ. 14:
«where criminal proceedings end with acquittal or a discontinuance, “the presumption of innocence requires that the lack of a person’s criminal conviction be preserved in any other proceedings of whatever nature” and also that “the operative part of an acquittal judgment must be respected by any authority referring directly or indirectly to the criminal responsibility of the interested party».».
Δεν παραγνωρίζουμε ότι, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ την αφορούσα τις έννοιες της «δημόσιας τάξης» και «εθνικής ασφάλειας»[4], απαιτείται η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή (απόφαση ημερ. 15.2.2016 του ΔΕΕ στην Υπόθεση C-601/15PPU J.N., σκέψη 65) και η οποία μπορεί να βασιστεί και σε απλή υπόνοια ότι ο ενδιαφερόμενος τέλεσε αξιόποινη πράξη από κοινού με άλλα στοιχεία (υπό την έννοια ότι η υπόνοια ή καταδίκη αφ’ εαυτής δεν αρκεί: απόφαση ημερ. 11.6.2015 του ΔΕΕ στην Υπόθεση C-554/13 Ζ. και Ο. σκέψεις 50-54).
Πλην όμως, θεωρούμε ότι η απλή υπόνοια δεν επαρκεί όταν η Πολιτεία δίωξε μεν για το επίμαχο αδίκημα, αλλά τελικώς απέσυρε την κατηγορία για την οποία ο διωχθείς και απαλλάγηκε, όπως εν προκειμένω ισχύει για τα αδικήματα που αφορούσαν την πρώτη και τρίτη κατηγορία στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 14832/2020.
Περαιτέρω, κρίνουμε ότι υφίσταται πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης και ως προς την πρωτόδικη κρίση περί της μη ύπαρξης εναλλακτικών (και λιγότερο επαχθών) της κράτησης μέτρων, διότι αυτή η κρίση δεν συνάδει με τον διοικητικό φάκελο.
Αυτό, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άχθηκε σε αυτό το συμπέρασμα κρίνοντας (μεταξύ άλλων) ότι ο Εφεσείων προτίθεται να διαφύγει στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και/ή να επιστρέψει στη χώρα του, ενώ η επιστολή της ΥΑΜ ημερ. 15.1.2024 προς τη Διευθύντρια αναφέρει δήλωση του Εφεσείοντα πως δεν επιθυμεί τον επαναπατρισμό του.
Δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την κράτηση (υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί λιγότερο επαχθές μέτρο) λόγω διαπίστωσής του περί ύπαρξης κινδύνου φυγής του Εφεσείοντα, χωρίς να φαίνεται να προσμέτρησε δεόντως το άνω στοιχείο του διοικητικού φακέλου.
Καταληκτικά, είτε ειδωθεί υπό το πρίσμα ελέγχου νομιμότητας είτε υπό το πρίσμα ελέγχου ουσίας, η πρωτόδικη κρίση κρίνεται εσφαλμένη.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνονται βάσιμοι ο πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης, χωρίς να χρειαστεί να εξεταστεί κατά πόσο η επίκληση του εκ του Εφεσείοντα διαπραττόμενου ποινικού αδικήματος και της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ομού με τη σοβαρότητα αυτού του αδικήματος, επαρκεί για να στοιχειοθετήσει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή/και ασφάλεια.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση επιτυγχάνει και παραμερίζεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 28.2.2024 στην Προσφυγή Αρ. ΔΚ3/2024. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας για επανεξέταση υπό το φως των διαπιστώσεών μας, κατά προτεραιότητα και από άλλο Δικαστή, δεδομένου ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε σε οριστικά ευρήματα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2020 Νεοφύτου κ.ά. ν. Υπουργού Άμυνας κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 12.3.2025).
Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α.), ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ του Εφεσείοντα και κατά της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
[1] Η επιστολή φέρει ως δαχτυλογραφημένη ημερομηνία την 12.1.2024, η οποία τροποποιήθηκε χειρόγραφα ως 15.1.2024.
[2] Το έτερο σκέλος του λόγου έφεσης, περί παράβασης του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, αποσύρθηκε κατά τις ενώπιόν μας διευκρινίσεις.
[3] Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούτων διεθνούς προστασίας (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L180, 29.6.2013, σελ.96).
[4] Σύμφωνα με την απόφαση ημερ. 30.6.2022 του ΔΕΕ στην Υπόθεση C-72/22PPU M.A., σκέψη 86, ισχύει για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ η ερμηνεία που η νομολογία του ΔΕΕ αποδίδει στις έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» στο πλαίσιο άλλων Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο