IRON MOUNTAIN CYPRUS LIMITED (ΠΡΩΗΝ FILEMINDERS LTD) v. VANELIN TODOROV KOVEV, Πολιτική Έφεση αρ. 49/2019, 23/5/2025
print
Τίτλος:
IRON MOUNTAIN CYPRUS LIMITED (ΠΡΩΗΝ FILEMINDERS LTD) v. VANELIN TODOROV KOVEV, Πολιτική Έφεση αρ. 49/2019, 23/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 49/2019)

 

23 Μαΐου 2025

 

 

IRON MOUNTAIN CYPRUS LIMITED

(ΠΡΩΗΝ FILEMINDERS LTD)

 

Εφεσείοντες/Καθ’ ων  η αίτηση

 

v.

 

VANELIN TODOROV KOVEV

 

Εφεσίβλητου/Αιτητή

 

-----------------------------

 

Λ. Παπακωνσταντίνου (κα) για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσείοντες.

Χρ. Ιωάννου Κίτσιος για Α.Ι. Κίτσιος Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται από τους εφεσείοντες- εργοδότες, απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, δια της οποίας επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο-εργοδοτούμενο,  το ποσό των €4.644 με νόμιμο τόκο, υπό μορφή αποζημίωσης για παράνομη απόλυση δυνάμει του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν.24/67, όπως τροποποιήθηκε.

 

Με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης προσβάλλεται το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την απόρριψη της θέσης των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος είχε αποποιηθεί και/ή παραιτηθεί του δικαιώματος του να προωθεί την επίδικη αίτηση εναντίον τους, καθότι είχε υπογράψει δύο «υπεύθυνες δηλώσεις».

 

Συγκεκριμένα, στις 26.05.2016 ο εφεσίβλητος υπέγραψε και παρέδωσε στη Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού των εφεσειόντων, υπεύθυνη δήλωση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

« Εγώ … δηλώνω υπεύθυνα ότι έχω πληρωθεί όλα τα ωφελήματα που δικαιούμαι (εκτός του Ταμείου Προνοίας) από την εταιρεία… με επιταγή της Ελληνικής Τράπεζας…….Δηλώνω επίσης, υπεύθυνα ότι καμία άλλη απαίτηση έχω ή επιφυλάσσω κατά του εργοδότη μου, παρούσα ή μελλοντική οικονομική και/ή άλλη και παραιτούμαι ρητώς από κάθε περαιτέρω αξίωση.»

 

Ακολούθως, με δεύτερη γραπτή δήλωση ημερομηνίας 31.07.2016 ο εφεσίβλητος δήλωσε ότι του πληρώθηκαν όλα τα ωφελήματα που δικαιούται, περιλαμβανομένων των ποσών του Ταμείου Προνοίας, με το ίδιο, κατά τα άλλα, ως άνω λεκτικό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι από το λεκτικό των εν λόγω εγγράφων δεν φαίνεται να υποδηλώνεται η απεμπόληση ή η παραίτηση του εφεσίβλητου από το δικαίωμα του να διεκδικήσει αποζημιώσεις για τον παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του. Παρατίθεται κατωτέρω το σχετικό σκεπτικό από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Αξιολογώντας τη μαρτυρία που και οι δύο πλευρές έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι τα γεγονότα σε σχέση με την έκδοση και υπογραφή των εν λόγω Τεκμηρίων, συνάδουν πλήρως με τα όσα ο Αιτητής παρέθεσε στην ένορκη δήλωση του. Δηλαδή ότι του ζητήθηκε να υπογράψει τις εν λόγω Υπεύθυνες Δηλώσεις για να μπορέσει να πάρει το Ταμείο Προνοίας και τα άλλα δικαιώματα του. Η θέση του Αιτητή συνάδει πλήρως με το περιεχόμενο της επιστολής απόλυσης στην οποία παρατίθενται λεπτομερώς τα ποσά που του καταβλήθηκαν με την αποχώρηση του και που αφορούσαν πληρωμή αντί προειδοποίησης μαζί με τα δεδουλευμένα του μηνός Μαΐου 2016, τηλέφωνο (ποσό Μαΐου), αναλογία 13ου μισθού μέχρι 20.7.2016 και 10 ημέρες ετήσιας άδειας ήτοι το συνολικό ποσό των €3.186,01. Με την ίδια επιστολή οι Καθ’ ων η αίτηση ενημέρωναν τον Αιτητή ότι τα ποσά του Ταμείου Προνοίας που ανέρχονταν περίπου στα €4.850 θα του καταβάλλονταν το αργότερο μέχρι το τέλος Αυγούστου. Του ζητείτο επίσης, όπως για την αποδοχή των πιο πάνω ποσών υπογράψει την επισυνημμένη Υπεύθυνη Δήλωση και να επιστρέψει στην Εταιρεία το πρωτότυπο έγγραφο υπογραμμένο.

 

Είναι φανερό ότι με την υπογραφή των Υπεύθυνων Δηλώσεων ο Αιτητής έπραξε αυτό που του ζητήθηκε με την επιστολή απόλυσης, δηλαδή την αποδοχή των ποσών που του καταβλήθηκαν. Από το λεκτικό των εν λόγω εγγράφων δεν φαίνεται και δεν υποδηλώνεται η απεμπόληση ή η παραίτηση του Αιτητή από το δικαίωμα του να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το παράνομο του τερμα-τισμού της απασχόλησης του. Κατά την εκτίμηση μας η φράση «ότι καμία άλλη απαίτηση δεν έχω κατά του εργοδότη μου, παρούσα ή μελλοντική οικονομική και ή άλλη και παραιτούμαι ρητώς από κάθε περαιτέρω αξίωση» θα πρέπει να ερμηνευτεί σε συνάρτηση και κατ’ αναλογία με τα ποσά που καταβλήθηκαν στον Αιτητή με τον τερματισμό της απασχόλησης του και όχι με οποιαδήποτε άλλα ποσά που ο Αιτητής νόμιμα θα εδικαιούτο να διεκδικήσει για το παράνομο του τερματισμού της απασχόλησης του.»

 

Παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «από το λεκτικό το πιο πάνω εγγράφων» δεν φαίνεται και δεν υποδηλώνεται απεμπόληση ή παραίτηση.

 

          Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καίριας σημασίας, εφόσον  όπως λέχθηκε στην  υπόθεση Χατζηστυλλή v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 989, «το κώλυμα εκ δηλώσεως είναι κανόνας απόδειξης ο οποίος θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως ως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούει

 

Εν προκειμένω, υπογραμμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη σαφήνεια στις επίδικες δηλώσεις του εφεσίβλητου ώστε αυτές να δημιουργούν κώλυμα αναφορικά με την απαίτηση του για παράνομη απόλυση. Εν ολίγοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η παραίτηση του από «κάθε περαιτέρω αξίωση» η οποία αναφερόταν στο πρώτο έγγραφο, περιοριζόταν σε παραίτηση του εφεσίβλητου σε σχέση με ωφελήματα που δυνατόν να προέκυπταν από την, μέχρι την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου, εργοδότησή του. Σε σχέση με το δεύτερο έγγραφο, η παραίτηση με το ίδιο λεκτικό, περιοριζόταν σε απαιτήσεις του αναφορικά με το ποσό στο οποίο δικαιούταν να λάβει από το Ταμείο Προνοίας.

 

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία των επιδίκων εγγράφων δια του τρίτου λόγου έφεσης. Η αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης υιοθετεί την αιτιολογία του πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή τελώντας σε νομική πλάνη και εφαρμόζοντας λανθασμένα τους κανόνες απόδειξης και/ή τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος δεν κωλυόταν και/ή εμποδιζόταν (estopped) και/ή ότι δεν είχε αποποιηθεί και/ή παραιτηθεί του δικαιώματος του να προωθεί την επίδικη αίτηση εναντίον τους παρά το γεγονός ότι υπέγραψε τις εν λόγω υπεύθυνες δηλώσεις.

 

Με την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης οι εφεσείοντες προωθούν δύο ξεχωριστά επιχειρήματα.

 

Πρώτον, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο εσφαλμένα αγνόησε και δεν ασχολήθηκε με ορισμένα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ της πρώτης και δεύτερης υπεύθυνης δήλωσης του εφεσιβλήτου. Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος έλαβε νομική συμβουλή από δικηγόρο και ανταλλάχθηκαν επιστολές μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, από το περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών των δικηγόρων των διαδίκων, προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος υπέγραψε με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της δήλωσής του, τη δεύτερη υπεύθυνη δήλωση.

 

Δεύτερον, επισημαίνουν ότι καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από τον εφεσίβλητο αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο, παρά τα πιο πάνω γεγονότα που προηγήθηκαν, υπέγραψε τη δεύτερη δήλωση, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε γραπτή ή προφορική επιφύλαξη δικαιωμάτων.

 

Από την πιο πάνω αιτιολογία προκύπτει ότι οι εφεσείοντες με τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζουν ουσιαστικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη εξωγενή μαρτυρία αναφορικά με τα γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ της υπογραφής της πρώτης και δεύτερης πιο πάνω περιγραφόμενης δήλωσης του,  η οποία μαρτυρία, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, υποστηρίζει τη θέση τους ότι το δεύτερο έγγραφο το οποίο υπέγραψε ο εφεσίβλητος δημιουργούσε κώλυμα στην προώθηση της αίτησης του.

 

Είμαστε της άποψης ότι οι εισηγήσεις των εφεσειόντων παραγνωρίζουν τα εξής λεχθέντα στην υπόθεση Χατζηστυλλή, ανωτέρω.

 

«Ο κανόνας του νόμου της απόδειξης ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή μαρτυρίας που αντικρούει ή τροποποιεί τους όρους εγγράφου, αναπτύχθηκε για να προσδώσει βεβαιότητα στις καθημερινές συναλλαγές (Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182

 

 

Στην υπόθεση Χατζηστυλλή, ανωτέρω, λέχθηκε επίσης, ότι στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του κωλύματος δεν ενδιαφέρουν οι προθέσεις ούτε και οι συλλογισμοί που ακολούθησε πριν υπογράψει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην παραίτηση δικαιώματος.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του εξωγενή μαρτυρία, σε σχέση με το τι αφορούσαν τα ποσά που αναφέρονταν στα επίδικα έγγραφα. Θεωρούμε ότι ορθά έπραξε. Η εν λόγω μαρτυρία ήταν απαραίτητη για τη διασαφήνιση συγκεκριμένου καίριου ζητήματος, απαραίτητου για το έργο της ερμηνείας των επιδίκων εγγράφων, και η αποδοχή της επιτρέπεται από τη νομολογία. Στην υπόθεση Μιχαήλ Στέφανος ν. Alpha Bank Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 941, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Όπως είχε εξηγηθεί, μεταξύ άλλων και στην απόφαση στην υπόθεση Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 C.L.R. 182δεν είναι αποδεκτή εξωγενής μαρτυρία, δηλαδή μαρτυρία ως προς θέματα που δεν περιλαμβάνονται σε έγγραφο, παρά μόνο αν αυτή είναι αναγκαία για τη διασάφηση αμφιβολιών. Στην υπόθεση Θεολόγου v. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Δ.Δ. 407, τονίστηκε ότι το κριτήριο ερμηνείας έγγραφης συμφωνίας είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο ως προς τα συμφωνηθέντα

 

          Εν αντιθέσει με την εξωγενή μαρτυρία ως προς τα ποσά τα οποία αναφέρονταν στα επίδικα έγγραφα, η οποία ορθά λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς διασαφήνισης του περιεχομένου του επίδικου εγγράφου, τα όσα εισηγούνται ανωτέρω οι εφεσείοντες ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη, αποτελούν εξωγενή μαρτυρία η οποία δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη.

 

          Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν έλαβε υπόψη τα όσα επικαλούνται με την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης οι εφεσείοντες.

 

Οι υποθέσεις Διόνας Γεώργιος ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ μέσω των Εκκαθαριστών Αυγουστίνου Παπαθωμά και David Dunckley και Άλλου (2016) 1 ΑΑΔ 1235 και Κάρμιος Γεώργιος και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 768, τις οποίες επικαλούνται οι εφεσείοντες δεν υποστηρίζουν τις θέσεις τους. Στις εν λόγω υποθέσεις είχε κριθεί πρωτοδίκως ότι με το περιεχόμενο των εκεί επίδικων δηλώσεων δημιουργείτο κώλυμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τις πρωτόδικες αποφάσεις. Τα γεγονότα και το περιεχόμενο του επίδικου εγγράφου στις ανωτέρω υποθέσεις, διαφέρουν από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Είμαστε της άποψης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε ούτε και εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που προκύπτουν από τις εν λόγω αποφάσεις στα ενώπιόν του δεδομένα.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Η κατάληξή μας συμπαρασύρει και τον τρίτο λόγο έφεσης ο οποίος βασίσθηκε στην ίδια αιτιολογία.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα βασίσθηκε στην υπόθεση Αδάμος Ιωάννου & Υιοί Λτδ ν. Άγγελου Βαρνάβα (2016) 1 ΑΑΔ 721, για να συμφωνήσει με τη θέση του εφεσίβλητου ότι το δικαίωμά του να διεκδικήσει αποζημιώσεις για τον παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του, εξαιρείται από το πεδίο της δικαιοπρακτικής ελευθερίας των μερών, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής για τους εργοδοτούμενους παρέκκλιση από τις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου.  Αν και η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι ξεκάθαρη επί του σημείου αυτού, φαίνεται να δέχεται τη θέση ότι  ακόμη και αν τα επίδικα έγγραφα αποτελούσαν έγγραφα παραίτησης δικαιώματος, ήταν άκυρα ως αντίθετα με τους εργατικούς νόμους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε συναφώς και συγγράμματα επί του ελληνικού εργατικού δικαίου.

 

Επισημαίνεται από πλευράς εφεσειόντων ότι η υπόθεση Ιωάννου, (ανωτέρω), διαφοροποιείται από την παρούσα επί των γεγονότων της, επειδή αφορούσε ακυρότητα όρων σύμβασης εργοδότησης.

 

Είμαστε της άποψης ότι τα νομολογηθέντα στην Ιωάννου, ανωτέρω,  δεν ανατρέπουν την κυπριακή νομολογία, αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής του κωλύματος γενικώς σε περιπτώσεις παράνομης απόλυσης, βλ. μεταξύ άλλων, υποθέσεις Χατζηστυλλή, Διόνας και Κάρμιος, ανωτέρω. Επομένως, εκτός από το ότι η τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ξεκάθαρη επί του θέματος, επιπλέον φαίνεται να παραγνωρίζει και την αρχή του δικαστικού προηγούμενου.

 

Παρόλα αυτά, παρατηρούμε ότι η τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της εισήγησης του συνηγόρου του εφεσίβλητου έγινε εκ του περισσού. Ήδη το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαμορφώσει την κρίση ότι οι επίδικες δηλώσεις του εφεσιβλήτου δεν δημιουργούσαν κώλυμα. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ατελέσφορος και δεν μπορεί να επιφέρει τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους κανόνες απόδειξης και/ή τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και χωρίς δέουσα και/ή επαρκή αιτιολογία, θεώρησε ότι οι εφεσείοντες δεν ενήργησαν ως συνετοί εργοδότες και/ή ότι ο τερματισμός της εργοδότησης του εφεσίβλητου δεν ήταν υπό τις περιστάσεις νόμιμος και λογικός. Με την αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης γίνεται αναφορά σε διάφορες εκφάνσεις της μαρτυρίας και υποστηρίζεται ότι με βάση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν λογική.

 

Όπως και στην υπόθεση VOUROS HEALTHCARE LTD v. ΒΑΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 196/18, 20/5/2024, έχοντας κατά νου τα πιο κάτω λεχθέντα σε αυτή, θεωρούμε πρόδηλο ότι ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται, επειδή ξεκάθαρα αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου γενικά, χωρίς να γίνεται παραπομπή σε λανθασμένη εφαρμογή κάποιας νομικής αρχής κατά την αξιολόγηση. Παραθέτουμε τις αρχές που τέθηκαν στην Vouros Healthcare, ανωτέρω:

 

«Εν πρώτοις θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου Ν8/1967, οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο. Όπως λέχθηκε στην Spinneys Cyprus Ltd v Χρίστου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1883 λόγοι έφεσης που στόχο έχουν την ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου δεν θα πρέπει να εξετάζονται, ακριβώς λόγω του πιο πάνω περιορισμού του δικαιώματος έφεσης σε νομικά σημεία μόνο. (βλ. και In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980). Όπως δε λέχθηκε στην Αντέννα ν Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 392 λόγος έφεσης που στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου, όπως ούτε μπορεί Λόγος Έφεσης να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν η αιτιολογία που παρέχεται προς υποστήριξη αυτού απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες.

 

Πιο πρόσφατα, με τις αποφάσεις στις Kallinika Developments Limited ν Γεωργίου, Πολ. Εφ. 383/14 ημερ. 12.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A451, ECLI:CY:AD:2021:A451, Πολλύς Γρηγορίου Λτδ ν Μιχαήλ Κονναφή, Πολ. Εφ. 321/12 ημερ. 25.1.2018, ECLI:CY:AD: 2018:A44, Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020 και Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Κύκκου ν Μιχάλη Κτίστη, Πολ. Εφ. 384/18 ημερ. 30.11.2023 διασαφηνίστηκε ότι δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο είναι επιτρεπτή μόνο όπου η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης. Όπως αναφέρεται στην Terra Santa College (πιο πάνω):

 

«Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (βλ. γενικώς, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη, 2018, σελ. 780-785)».

 

Στο σημείο αυτό τονίζουμε ότι στην αιτιολογία που συνοδεύει Λόγους Έφεσης αφορώντες στην αξιολόγηση θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε ποιο σημείο η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης, με παραπομπή στην νομική αρχή που κατ' ισχυρισμό παρερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό ως απόρροια του ότι δεν πρέπει συγκαλυμμένα να προβάλλονται Λόγοι Έφεσης που αποσκοπούν ουσιαστικά στην προσβολή της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου κάτι που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις και νομολογία.»

 

 

          Η έφεση αποτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων ύψους €2.400, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.

 

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο