
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 56/2024)
29 Μαΐου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
YOUSSOUF TOURE
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Ε. Ζηντίλης, δικηγόρος για ΑΝΔΡΕΑΣ Κ. ΖΗΝΤΙΛΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Α. Κίτσου (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ..
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 29.5.2024, απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. 809/23, την οποία άσκησε ο Εφεσείων εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 6.2.2023, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του ημερομηνίας 24.2.2020 για χορήγηση διεθνούς προστασίας.
Ένας είναι ο λόγος Έφεσης, ο εξής (η σύνταξη, η ορθογραφία και τονισμοί διατηρήθηκαν αυτούσιοι):
«Πρώτος Λόγος έφεσης
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε προσφυγικό καθεστώς ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας αφού λόγω ύπαρξης ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι θα υποβληθεί σε κινδύνους συμφώνως των διατάξεων του Περί Προσφύγων Νόμου.
Αιτιολογία
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να υπαχθεί σε καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα και/ή δεν πρέπει να του παραχωρηθεί συμπληρωματική προστασία, εφόσον-σε περίπτωση επιστροφής του εις την χώρα του-υφίσταται πραγματικός και σοβαρός κίνδυνος για την ζωή του από συγκεκριμένη εθνότητα (Peuls) η οποία διαπράττει εγκλήματα και/ή δολοφονίες εναντίον άλλων εθνοτήτων όπως οι Susu (στην οποία ανήκει ο Αιτητής) και οι Malinke (στην οποία ανήκε ο θείος του Αιτητή και η οικογένεια του, οι οποίοι δολοφονήθηκαν).
Περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αναγνώρισε ότι κατά την δεδομένη στιγμή, δηλαδή κατά την ημερομηνία καταχώρησης της προσφυγής και της έκδοσης απόφασης, η χώρα καταγωγής του Αιτητή, δηλαδή η Guinea (Γουινέα) βρίσκεται υπό καθεστώς βιοπραγιών και δολοφονιών και δεν είναι ασφαλής η χώρα για να επιστρέψει σε αυτήν ο Αιτητής, πόσον μάλλον όταν δεν έχει οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας του εν ζωή και δεν ξέρει που βρίσκονται καν τα αδέλφια του.»
Με το περίγραμμα αγόρευσης της, η πλευρά του Εφεσείοντος επανέλαβε τα όσα ανέφερε ήδη στον λόγο Έφεσης της (βλ. ανωτέρω), επισημαίνοντας και ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναγνωρίζει διάφορα συμβάντα, τα οποία στο περίγραμμα συγκεκριμένα παρατίθενται και τα οποία, κατά τον Εφεσείοντα, τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό ύπαρξης σοβαρού κινδύνου για την ζωή του από τη δράση των Peuls, εντούτοις λανθασμένα καταλήγει ότι, ο Εφεσείων δεν απειλείται άμεσα και δεν έχει κάποια πολιτική δράση, ώστε να στοχοποιείται προσωπικά. Προσθέτει δε, στο περίγραμμα του ο Εφεσείων και τον ισχυρισμό ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δεν αποδέχθηκε το περιεχόμενο των ισχυρισμών του παρά μόνο αυτούς της Εφεσίβλητης, επιχειρηματολογώντας, περαιτέρω, περί τούτου.
Η πλευρά της Εφεσίβλητης, με το δικό της περίγραμμα αγόρευσης, υποστήριξε την νομιμότητα και ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Εξετάσαμε τα ενώπιον μας δεδομένα με προσοχή.
Είναι, καταρχάς, σαφές, ότι ο (μόνος) λόγος Έφεσης (βλ. ανωτέρω) αφορά γενικά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, η περίπτωση του Εφεσείοντα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, είτε δια της υπαγωγής αυτού υπό το καθεστώς πρόσφυγα, είτε υπό το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Η δε αιτιολογία αυτού (βλ. ανωτέρω) δεν επεκτείνεται επί των επιμέρους ζητημάτων που συγκεκριμένα αποφασίστηκαν δικαστικώς, λχ. δεν συμπεριλαμβάνει με οποιοδήποτε συγκεκριμένο τρόπο οτιδήποτε προς αμφισβήτηση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη νομιμότητα της επίδικης διοικητικής απόφασης και, ιδιαίτερα, της επικύρωσης των ευρημάτων της Εφεσίβλητης περί μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Εφεσείοντα και, εν γένει, του δικαστικού ευρήματος περί νόμιμης, ορθής και αιτιολογημένης διοικητικής απόφασης.
Δύο είναι, εντοπίζουμε, τα ζητήματα που εγείρονται και προκύπτουν από τη (δικογραφημένη) αιτιολογία του λόγου Εφέσεως:
Πρώτον, ο ισχυρισμός-άνευ συγκεκριμένης επεξήγησης- περί εσφαλμένου του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση επιστροφής του Εφεσείοντα εις την χώρα του-υφίσταται πραγματικός και σοβαρός κίνδυνος για την ζωή του από συγκεκριμένη εθνότητα (Peuls)
και
Δεύτερον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αναγνώρισε ότι, κατά τη δεδομένη στιγμή (καταχώρησης της προσφυγής και της δικαστικής κρίσης) η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα δεν ήταν ασφαλής.
Θα τοποθετηθούμε αμέσως πιο κάτω επί των ανωτέρω ισχυρισμών.
Κατά τα λοιπά, στο βαθμό που στο περίγραμμα αγόρευσης του ο Εφεσείων επεκτείνεται εκτός του πλαισίου του λόγου Εφέσεως και της αιτιολογίας του, οι σχετικές αναφορές δεν δύνανται παρά να αγνοηθούν, αφού δεν είναι δικονομικά επιτρεπτό να επεκτείνεται το εύρος των λόγων εφέσεως μέσω του περιγράμματος αγόρευσης, οι οποίοι λόγοι οφείλουν να προσδιορίζουν ειδικά το λάθος του Δικαστηρίου (βλ., ενδεικτικά, απόφαση ημερομηνίας 29.9.2023 στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 7/2017 Νικόλας Νικολάου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας).
Όσον αφορά, πρώτα, τον ισχυρισμό περί εσφαλμένου του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, σε περίπτωση επιστροφής του Εφεσείοντα εις την χώρα του υφίσταται πραγματικός και σοβαρός κίνδυνος για την ζωή του από συγκεκριμένη εθνότητα, παρατηρούμε ότι, ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα γίνεται επίκληση κάτι συγκεκριμένου προς ανατροπή της σχετικής πρωτόδικης κρίσεως. Κανένας εξατομικευμένος και επαρκής ισχυρισμός περί πλάνης ή έλλειψης δέουσας έρευνας ή ελλιπούς ή λανθασμένης αιτιολογίας της σχετικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ουσιαστικά, εξαντλείται στο γενικόλογο ότι, οι ενώπιον της διοίκησης και του πρωτόδικου Δικαστηρίου εγερθέντες ισχυρισμοί περί ύπαρξης τέτοιου κινδύνου για τον Εφεσείοντα λανθασμένα δεν έγιναν αποδεκτοί, χωρίς να επεξηγείται που έγκειται τέτοιο σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Υπενθυμίζουμε ότι, όπως έχει πλειστάκις επισημανθεί (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 EJIKEME v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 29.11.2024, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024) το Εφετείο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας/ουσίας (βλ. και Άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018) και, ως εκ τούτου, δεν υποκαθιστά την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τον έλεγχο ουσίας που διενεργεί, με τη δική του. Αυτό που δικαιοδοτικά ασκεί είναι έλεγχο νομιμότητας και, ως εκ τούτου, το παράνομο της εκκαλούμενης απόφασης, υποδεικνύοντας συγκεκριμένα το ισχυριζόμενο σφάλμα (βλ Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας), οφείλει να συγκεκριμενοποιεί επαρκώς ο Εφεσείων.
Εν πάση περιπτώσει, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση επί του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι σαφές από τους ενώπιον μας ισχυρισμούς του Εφεσείοντα ότι, με αυτούς αμφισβητούνται τα γεγονότα, ως αυτά διαγνώστηκαν και έγιναν αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα οποία, κατά την αντίληψη του, όφειλαν να κριθούν ως αποδεικνύοντα την ύπαρξη κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του. Ωστόσο, αυτά τα γεγονότα, ως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λήφθηκαν υπόψη, συνυπολογίστηκαν και σταθμίστηκαν μαζί με τα υπόλοιπα δεδομένα της περίπτωσης. Η στάθμιση αυτή δεν δύναται να αναψηλαφείται από το Εφετείο (εκτός, ίσως, σε περίπτωση ακραία αυθαίρετων συμπερασμάτων και, εν πάση περιπτώσει, όχι εύλογων). Αυτή η στάθμιση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί έκφραση της ουσιαστικής αξιολογικής κρίσης του, η οποία πέραν ακραίων περιπτώσεων, ως προαναφέραμε, το Εφετείο δεν έχει τη δικαιοδοσία, ως δικαστήριο ελέγχου νομιμότητας και μόνο (βλ. ανωτέρω), να ανατρέψει. Κρίνουμε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης κινδύνου για τον Εφεσείοντα σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, δεν έχουν ξεφύγει του πλαισίου του ευλόγου, με όση αυστηρότητα και να ήθελε κανείς να προσεγγίσει τον όρο.
Ούτε το δεύτερο σκέλος των ισχυρισμών του Εφεσείοντα, κατά την αντίληψη μας, δύναται να επιτύχει. Το ζήτημα, κατά πόσο κατά τη στιγμή καταχώρησης της προσφυγής και της δικαστικής κρίσης η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα ήταν ή δεν ήταν ασφαλής, προκύπτει από την ίδια την απόφαση να ερευνήθηκε και να εξετάστηκε εκτεταμένα και, εν πάση περιπτώσει, επαρκώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επισυνάπτεται, για του λόγου το ασφαλές, αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, με τις υποσημειώσεις αυτού,:
« Όσον αφορά την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο να ανατρέξω σε επίκαιρες πηγές πληροφόρησης για την χώρα καταγωγής του. Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, είναι δυνατόν το Δικαστήριο να συγκεντρώσει σχετικά υλικά αυτεπαγγέλτως. Το άρθρο 4(3) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση) επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη «όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής». Επίσης, το παρόν Δικαστήριο έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7Α) του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του (βλ. άρθρο 11(7) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018))
Περαιτέρω, η αρχή να λάβει το Δικαστήριο πληροφορίες proprio motu έχει παγιωθεί και στη νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. αποφάσεις στις υποθέσεις H.L.R. κατά Γαλλίας, προσφυγή αρ. 24573/94 παρ. 37, και Hilal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προσφυγή αρ. 45276/99 παρ. 60, Hirsi Jamaa κ.α.κατά Ιταλίας [GC], No. 27765/09, παρ. 116).
Από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη το Δικαστήριο, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Γουινέα, και ιδίως στην πρωτεύουσα Conakry, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας, σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της «Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights» για τον προσδιορισμό και την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων, η Γουϊνέα δεν βρίσκεται υπό ένοπλη σύρραξη.[1]
Από τον συνδυασμό διάφορων πηγών προκύπτει ότι τα περιστατικά βίας στην Γουϊνέα συνδέονται με την πολιτική κατάσταση της χώρας. Ενώ η χώρα γνώρισε σχετική σταθερότητα μετά το 2010, όταν ο επί μακρόν ηγέτης της αντιπολίτευσης Alpha Conde έγινε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος του έθνους, το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου 2021, που ανέτρεψε τον Conde, αφήνει τη χώρα σε ασταθή πολιτική κατάσταση[2]. Πιο συγκεκριμένα, οι πιο πρόσφατες αναφορές σε πολιτική βία και διαδηλώσεις εντοπίζονται στις περιοχές της πρωτεύουσας, Conakry, πριν και μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020 καθώς και κατά το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 2021. Κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων σημειώθηκαν δολοφονίες, ξυλοδαρμοί, αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις και σημαντικοί περιορισμοί στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι.[3] Πιο πρόσφατες πηγές αναφέρουν βία κατά διαδηλωτών καθώς και αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις μελών της κοινωνίας των πολιτών σημειώθηκαν σε διαμαρτυρίες σχετικά με την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα.[4]
Κατά τα παραπάνω, δεν μπορεί να παραχωρηθεί στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας επί τη βάσει των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν έχει στοιχειοθετηθεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό τις εκεί προβλεπόμενες μορφές.
Περαιτέρω, ως προς το ενδεχόμενο παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας επί τη βάσει του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, παραπέμπω σε σχετική νομολογία (βλ. Diakite (C-285/12, ημερ. 30/01/2014, σκ.28) στο πλαίσιο του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ (αντικατασταθέν σήμερα από το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), στην οποία η έννοια της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ορίστηκε ως «Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους.».
Στην απόφασή του C-901/19, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς διαπίστωση ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής» βάσει του άρθρου 15γ της Οδηγίας 2011/95, έκρινε ότι δύνανται να συνεκτιμηθούν «[.] μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
Κατόπιν των παραπάνω, δεν προκύπτει ύπαρξη διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην χώρα καταγωγής του Αιτητή κατά την έννοια που έχει αποδοθεί σε αυτήν από το ΔΕΕ, με αποτέλεσμα να ελλείπει μία από τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας κατά τις προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, καταλήγω στο ότι δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου για την υπαγωγή του σε προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, αναφορικά με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην Γουινέα, αυτός θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, δυνάμει των διατάξεων 19 (2)(α)(β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ο Εφεσείων υποστήριξε με το περίγραμμα αγόρευσης του ότι, κάποιες εκ των άνω από το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώσεις (περιστατικά βίας, συλλήψεις, διαδηλώσεις κ.λ.π.) συγκρούονται με την αντίθετη παρά την ύπαρξη αυτών κατάληξη του. Δεν συμφωνούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε γιατί δεν θεώρησε τις πιο πάνω διαπιστώσεις ικανές προς εκπλήρωση των προϋποθέσεων για χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα και συγκεκριμένα κατέγραψε, καταληκτικά, ότι «Κατόπιν των παραπάνω, δεν προκύπτει ύπαρξη διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην χώρα καταγωγής του Αιτητή κατά την έννοια που έχει αποδοθεί σε αυτήν από το ΔΕΕ, με αποτέλεσμα να ελλείπει μία από τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας κατά τις προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.». Προφανώς στη βάση αυτού του συμπεράσματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και έκρινε παρακάτω και ότι, δεν μπορούσε να χορηγηθεί στον Εφεσείοντα καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Δεν εντοπίζουμε δυνατότητα επέμβασης στην πιο πάνω κρίση, η οποία κρίνεται τόσο ορθή, όσο και εύλογη, με τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένα.
Και πάλιν τονίζουμε εμφαντικά το καθήκον του εκάστοτε εφεσείοντα, να συγκεκριμενοποιεί το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αυτό να άπτεται της νομιμότητας της απόφασης, λ.χ. λόγω πλάνης ή ελλιπούς έρευνας (βλ. σχετικό απόσπασμα, ανωτέρω), ως είναι και η σχετική δικαιοδοσία του Εφετείου, ως αυτή προαναφέρθηκε.
Με βάση τα ανωτέρω, η παρούσα Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα ύψους €2000.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
[1] RULAC, Geneva Academy, map, available at: https://www.rulac.org/browse/map (accessed on 08/03/2024)
[2] Crisis 24, Guinea Country Report, Last update: April 14, 2022, available at: https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea (accessed on 08/03/2024)
[3] Crisis 24, Guinea Country Report, available at: https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea ; Amnesty International, Guinea: Defense and security forces killed people in pro-opposition neighbourhoods after presidential election, 15 December 2020, available at: https://www.amnesty.org/en/latest/press-release/2020/12/guinea-defense-and-security-forces-killed-people-in-proopposition-neighbourhoods/ ; USDOS – US Department of State: 2021 Country Reports on Human Rights Practices: Guinea, 12 April 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2071174.html ; HRW – Human Rights Watch: World Report 2021 - Guinea, 13 January 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2066496.html ; AI – Amnesty International: Amnesty International Report 2021/22; The State of the World's Human Rights; Guinea 2021, 29 March 2022, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2048692.html, ; Freedom House: Freedom in the World 2022 - Guinea, 24 February 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2074643.html (accessed on 08/03/2024)
[4] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Guinea, 20 March 2023, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2089137.html ; Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 - Guinea, 2023, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2097707.html ; AI – Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Guinea 2022, 27 March 2023, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2089527.html (accessed on 08/03/2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο