
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 67/2023)
29 Μαΐου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΥΛΟΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗΣ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 68/2023)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
ΠΑΥΛΟΥ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ
Εφεσιβλήτου
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Α. Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. 67/2023 και τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Εφ. 68/2023
Γ. Αργυρού για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Εφ. 67/2023 και τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Εφ. 68/2023
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων στην έφεση υπ' αρ. 67/23 και Εφεσίβλητος στην έφεση υπ' αρ. 68/23 (εφεξής «ο Κατηγορούμενος»), ενεπλάκη σε τριπλό θανατηφόρο δυστύχημα, το οποίο επεσυνέβη τις πρωινές ώρες της 27ης Μαΐου 2017 σε διασταύρωση στη Λεμεσό. Ειδικότερα, οδηγώντας το διπλοκάμπινο όχημα υπ' αρ. εγγρ. WS 671 και εισερχόμενος σε διασταύρωση κτύπησε άλλο διπλοκάμπινο υπ' αρ. εγγρ. VC 107, του οποίου οι τρεις επιβαίνοντες, ηλικίας 23 ετών ο ένας και 32 ετών οι άλλοι δύο, απεβίωσαν ακαριαία ή σύντομα μετά. Με την έφεσή του προσέβαλε τόσο την καταδίκη του σε όσες κατηγορίες δεν είχε παραδεχθεί όσο και τις ποινές που έχουν επιβληθεί, με ψηλότερη την 3ετή φυλάκιση στα σοβαρότερα των αδικημάτων, αυτά της πρόκλησης θανάτου. Συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος αντιμετώπισε 14 κατηγορίες, εκ των οποίων προχώρησαν σε ακρόαση οι 12, οι οποίες αφορούν:
· Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικος (Κατηγορίες 1, 2, 3).
· Οδήγηση υπό την επήρεια κάνναβης (Κατηγορία 5).
· Οδήγηση καθ' ον χρόνον η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του ήταν 72 χλστ αντί 50 χλστ ανά 100 χλστ αίματος (Κατηγορία 6).
· Οδήγηση με ταχύτητα 84 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω. (Κατηγορία 7).
· Παράλειψη μείωσης ταχύτητας σε ασφαλές όριο κατά την προσέγγιση σε φωτοελεγχόμενη διασταύρωση (Κατηγορία 8).
· Οδήγηση χωρίς ζώνη ασφαλείας (Κατηγορία 10).
· Μετατροπές αμαξώματος οχήματος χωρίς άδεια (Κατηγορίες 11, 12, 13).
· Οδήγηση οχήματος που είχε φιμέ τζάμια στις θέσεις οδηγού και συνοδηγού (Κατηγορία 14).
Είχε παραδεχθεί τις δύο άλλες κατηγορίες που αφορούσαν αφενός την οδήγηση χωρίς ασφάλεια (Κατηγορία 4) και αφετέρου την οδήγηση οχήματος το οποίο είχε δηλωθεί ως ακινητοποιηθέν. Αντίστοιχες κατηγορίες («επιτρέπειν») είχε παραδεχθεί και ο Κατηγορούμενος 2, ιδιοκτήτης του WS 671 (Κατηγορίες 15, 16).
Με τη δική του έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει μόνο τη χρηματική ποινή των €300, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στο αδίκημα της οδήγησης καθ’ ον χρόνο η αλκοόλη υπερέβαινε το καθοριζόμενο στον Νόμο όριο, ως έκδηλα ανεπαρκή (Κατηγορία 6).
Μαρτυρία
Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει 24 μάρτυρες ενώ όταν κλήθηκε σε απολογία ο Κατηγορούμενος είχε ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και κάλεσε προς υπεράσπισή του ένα μάρτυρα (Μ.Υ.1).
Μετά από αξιολόγηση ο πρωτόδικος Δικαστής απεδέχθη ως αξιόπιστη τη μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή με εξαίρεση κάποιες επιμέρους αναφορές ορισμένων μαρτύρων (ήτοι των Μ.Κ.1, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6, Μ.Κ.10 και Μ.Κ.11) ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ήτοι του εμπειρογνώμονα τον οποίον κάλεσε η Υπεράσπιση. Η πρωτόδικη απόφαση καταλαμβάνει 95 (αχρείαστα πυκνογραμμένες) σελίδες, εκ των οποίων παραθέτουμε κατωτέρω τα βασικότερα ευρήματα. Σημειώνουμε πρώτα πως δεν αμφισβητείτο ότι το δυστύχημα επεσυνέβη στις 27.5.17 και ώρα 05:00 έως 05:10, εν ώρα σκότους αλλά με κάποιο οδικό φωτισμό, στη φωτοελεγχόμενη διασταύρωση των οδών Καρμίου, Συνεργατισμού, Αυξεντίου και 100ου Δρόμου, στα Πάνω Πολεμίδια. Μεταξύ άλλων ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στις πιο κάτω διαπιστώσεις:
«Από την μαρτυρία που το Δικαστήριο έχει ενώπιον του δεν κατέστη δυνατό να καταλήξει σε εύρημα ως προς το ποιος από τους δύο ενεχόμενους οδηγούς πέρασε με πράσινο και ποιος με κόκκινο φως κατά τον επίδικο χρόνο.
[…]
Το διπλοκάμπινο όχημα WS671 κτύπησε βίαια με όλο το μπροστινό μέρος του στο μέσο των πορτών της δεξιάς πλευράς του διπλοκάμπινου οχήματος VC107.
[...]
Στο σημείο δεν εντοπίστηκαν καθόλου ίχνη τροχοπέδησης, ή πλαγιολίσθησης ή οποιοδήποτε άλλο ίχνος τροχού πριν την πορεία των δύο οχημάτων, πριν το σημείο σύγκρουσης Χ. Κανένας εκ των οδηγών, δεν πάτησε έντονα φρένα, δηλαδή να δει άμεσα κίνδυνο για να πατήσει φρένα και να αφήσει ίχνη στην άσφαλτο.
Το ανώτατο όριο ταχύτητας στο σημείο ήταν 50ΧΑΩ και ήταν κατοικημένη περιοχή.
[...]
Πριν το δυστύχημα, τα φώτα δεν ήταν κλειστά και λειτουργούσαν κανονικά και δεν υπήρξε οποιαδήποτε διακοπή ρεύματος στην περιοχή πριν από το δυστύχημα.
[...]
Από την ανάλυση των δειγμάτων που είχαν παραληφθεί, προέκυψε η έκθεση εξέτασης, ήτοι το Τεκμήριο 61, από την οποία προκύπτει σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής, στο αίμα του Κατηγορούμενου 1, για το δείγμα το οποίο λήφθηκε από αυτόν στις 09:05 την ημέρα του δυστυχήματος και περί τις τέσσερις ώρες μετά το δυστύχημα, ανιχνεύθηκε αλκοόλη 72mg/dl στο αίμα όπως και κανναβινοειδή τετραυδροκανναβινόλη και το τετραυδροκανναβινουκό οξύ.
[...]
Εκείνο που προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα είναι ότι κατά τον επίδικο χρόνο βρισκόταν υπό την επήρεια των πιο πάνω ουσιών και ότι τόσο η κατανάλωση κάνναβης όσο και η κατανάλωση αλκοόλ μείωσαν την ικανότητα οδήγησής του και καθόρισαν την οδική του συμπεριφορά αφού αυξήθηκε το ρίσκο για ατύχημα.
[...]
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης του ΜΚ24, τη μαρτυρία του οποίου έχω αποδεχθεί, όπως και το περιεχόμενο της έκθεσης του τεκμήριο 80, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων μου, πλην των συμπερασμάτων που άπτονται της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου, το αυτοκίνητο VC107 των θυμάτων, έπρεπε να καλύψει 6 μέτρα εντός της διασταύρωσης για να μπορέσει ο Κατηγορούμενος 1 να αντιληφθεί την παρουσία του οχήματος εντός της διασταύρωσης.
Όταν το όχημα VC107 κάλυψε απόσταση 6 μέτρων εντός της διασταύρωσης, το όχημα WS671 κάλυψε απόσταση 25,19 μέτρα. Αφαιρώντας από τα 69,29 μέτρα (απόσταση που βρισκόταν το WS671 πριν το σημείο σύγκρουσης, όταν το VC107 βρισκόταν στην γραμμή του ΑΛΤ) διαπιστώθηκε ότι το όχημα WS671 βρισκόταν πίσω από το σημείο σύγκρουσης 44,10 μέτρα (69,29 ‑ 25,19= 44,10) όταν το όχημα VC107 είχε καλύψει 6 μέτρα εντός της διασταύρωσης. Αφαιρώντας από τα 44,10 μέτρα τα 13,40 μέτρα που κάλυψε εντός της διασταύρωσης το όχημα WS671, το όχημα WS671 βρισκόταν 30,70 μέτρα (44,10‑13,40= 30,70) πίσω από την γραμμή ΑΛΤ ως η πορεία του, όταν το όχημα VC107 ήταν πλέον ορατό προς αυτόν και βρισκόταν εντός της διασταύρωσης.
Επίσης δεν υπήρχε η όποια δυνατότητα να καταλήξει κάποιος ως προς το ποιος από τους δύο ενεχόμενους οδηγούς παραβίασε τον κόκκινο σηματοδότη, ερώτημα το οποίο θα μείνει αναπάντητο».
(Έμφαση δοθείσα πρωτοδίκως)
Λόγοι Έφεσης κατά της Αξιολόγησης
Μετά την απόσυρση των λόγων έφεσης αρ. 17, 20, 21 και 22, διαπιστώνουμε ότι οι 12 εκ των εναπομένοντων 22 λόγων έφεσης και δη οι λόγοι υπ' αρ. 5, 7 έως 10, 13, 15, 18 και 23 έως 26, αφορούν ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό ισχύει, ανεξαρτήτως του ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο Εφεσείων αποκαλεί τα εγειρόμενα (με τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης) θέματα ως «νομικά ζητήματα» ή και αναπτύσσει στην αιτιολογία τέτοιων λόγων, νομικά ζητήματα ή επιχειρήματα. Περαιτέρω, διευκρινίζουμε ότι σημασία στον προσδιορισμό των εγειρόμενων θεμάτων έχει το τι καταγράφεται ως λόγος έφεσης και όχι το τι δυνατόν, εκτός πλαισίου του λόγου έφεσης, να έχει παρεισφρήσει στην αιτιολογία του. Επαναλαμβάνουμε επί τούτου το λεχθέν στην υπόθεση Αναφορικά με την Tricor Limited, Πολ. Έφ. 28/2023, ημερ. 6.7.23, ECLI:CY:AD:2023:D98, ότι είναι ανεπίτρεπτη η άμεση ή η έμμεση οιονεί προσθήκη λόγων έφεσης εν τη ρύμη της αιτιολογίας και όχι δια της πρέπουσας δικονομικής μεθόδου στο προβλεπόμενο πεδίο προσδιορισμού των λόγων έφεσης στο εφετήριο (βλ. και Khan v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 305/2024, ημερ. 13.12.24).
Εν σχέσει δε με το ζήτημα της αξιολόγησης μαρτυρίας τονίζουμε ξανά ότι αυτό ανήκει κατ' εξοχήν στο εκάστοτε πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν:
· Η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του.
· Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας.
· Τα ευρήματα δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα, ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία.
· Τα συμπεράσματά του κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα, ήτοι είναι συμπεράσματα στα οποία δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξει ένα λογικό Δικαστήριο.
· Τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη ή είναι αντιφατικά μεταξύ τους ή η ίδια η αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή άλλα τεκμήρια κατατεθέντα ή απέχει από τη λογική των πραγμάτων στα περιστατικά της υπόθεσης, ήτοι όταν δημιουργείται ρήγμα στην αξιολόγηση και στα ευρήματα.
· Οι τυχόν αντιφάσεις στη μαρτυρία αντικειμενικά κρινόμενες είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρος και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια.
Γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204).
Λόγοι Έφεσης κατά της Αξιολόγησης του Μ.Κ.24
Η επόμενη διαπίστωσή μας είναι ότι οι εννέα εκ των 12 προαναφερθέντων λόγων (που σχετίζονται με αξιολόγηση) και δη οι λόγοι 5, 7 έως 10 και 23 έως 26, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορούν κατ' ουσίαν την αξιολόγηση του Μ.Κ.24 και την αποδοχή κάποιων δικών του συμπερασμάτων σε αντίθεση με θέσεις του Μ.Υ.1.
Ως Μ.Κ.24 είχε καταθέσει ο Λοχίας 466 E. Ανδρέου, ο οποίος έχει 25ετή εμπειρία στη διερεύνηση και αναπαράσταση ατυχημάτων ενώ από το 2004 υπηρετεί ως Υπεύθυνος του Κλάδου Εξέτασης και Αναπαράστασης Τροχαίων Συγκρούσεων στο Αρχηγείο Αστυνομίας. Στα πλαίσια της παρούσας ο Μ.Κ.24 με τον Μ.Κ.23 Λοχία 2981 Μ. Σκούλλο, ο οποίος επίσης υπηρετεί στον ίδιο Κλάδο, συνεργάστηκαν με τον Μ.Κ.1, εξεταστή της υπόθεσης, για τη διερεύνησή της. Ειδικότερα, είχαν επισκεφθεί στις 16.8.17 το βράδυ την επίδικη διασταύρωση και μεταξύ άλλων: (α) Προέβησαν σε μετρήσεις, (β) Χρησιμοποιώντας ίδιου τύπου όχημα με αυτό των εμπλεκομένων, δηλαδή διπλοκάμπινο, είχαν ελέγξει την ορατότητα, (γ) Με τη συσκευή Vericom διενήργησαν δοκιμές ταχύτητας προς εξεύρεση του συντελεστή τριβής, (δ) Έμαθαν το βάρος του WS 671, (ε) Συναντώντας τον αδελφό του οδηγού του VC 107 έμαθαν ότι αυτό μετέφερε οικοδομικά υλικά βάρους 300 έως 400kg.
Σε άλλη επίσκεψή τους στις 25.8.17, μεταξύ άλλων: (α) Συνάντησαν τον συνοδηγό του Κατηγορούμενου, ο οποίος προέβαλε ότι είχαν εισέλθει με πράσινο και ότι όταν προχώρησαν 6,5μ. μέσα στη διασταύρωση, ο ίδιος είδε το άλλο διπλοκάμπινο, (β) Διαπίστωσαν ότι το όχημα των θυμάτων είχε την 4η ταχύτητα στο κιβώτιο ταχυτήτων, στην τελική του θέση.
Σε τρίτη επίσκεψη, στις 31.8.17: (α) Χρησιμοποίησαν διπλοκάμπινο στο οποίο τοποθέτησαν βάρος 500kg και διαπίστωσαν ότι αυτό όντως μπορούσε να οδηγείται έχοντας 4η ταχύτητα στο κιβώτιο ταχυτήτων, (β) Ο Μ.Κ.24 παρέλαβε το σχέδιο επί κλίμακoς (Τεκμήριο 27) και έδωσε οδηγίες στον Μ.Κ.23 να ετοιμάσει Σχέδιο Αναπαράστασης με σκοπό την εξεύρεση της ταχύτητας των οχημάτων κατά τη σύγκρουση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως ο Μ.Κ.24 ήταν ένας εκ των σημαντικότερων μαρτύρων. Απεδέχθη την εμπειρογνωμοσύνη του και, αξιολογώντας τη μαρτυρία του, είπε πως άφησε εξαιρετική εντύπωση και ότι επεξήγησε με σαφή, πειστικό και τεκμηριωμένο τρόπο όλα τα συμπεράσματά του, τα οποία είχε καταγράψει επιμελώς στην εμπεριστατωμένη έκθεσή του (Τεκμήριο 80). Τονίζοντας ότι η μαρτυρία του δεν είχε κλονιστεί, παρά την επίμονη αντεξέταση την οποία υπέστη, και αξιολογώντας εκτενώς τη μαρτυρία αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τα συμπεράσματά του, με εξαίρεση κάποια τα οποία είχαν σχέση με τελικά (ύστατα, έσχατα) συμπεράσματα, στα οποία όντως μόνο το Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να καταλήξει (Τεκμήριο 80, σ. 22+23).
Με τους εννέα λόγους έφεσης κατά της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ.24 ο Κατηγορούμενος προβάλλει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη ως προς διάφορα σχετικά «ευρήματα» και συγκεκριμένα ως προς τα ευρήματα: (α) Ότι ο Μ.Κ.24 ήταν ένας εκ των σημαντικότερων μαρτύρων [Λόγος Έφεσης 5], (β) Ότι το σημείο ακινητοποίησης είναι το Β2, αγνοώντας τα σημεία Β3 και Γ3 ως τελικές θέσεις των οχημάτων επί του Τεκμηρίου 27 [Λόγος Έφεσης 7], (γ) Ότι το όχημα των θυμάτων εκινείτο με ταχύτητα 20 χ.α.ω. [Λόγος Έφεσης 8], (δ) Ότι το όχημα των θυμάτων μετέφερε φορτίο βάρους 500kg [Λόγος Έφεσης 9], (ε) Ότι η ταχύτητα του Κατηγορούμενου ήταν 84 χ.α.ω. [Λόγος Έφεσης 10], (στ) Ότι οι μόνες θέσεις που είχαν τεθεί στην αντεξέταση για το βάρος των 500kg αφορούσαν την κατανομή του βάρους [Λόγος Έφεσης 23], (ζ) Ότι παρερμηνεύθηκαν θέσεις του Μ.Υ.1 ο οποίος με τη δική του έκθεση, Τεκμήριο 82, κατέδειξε ότι ο Μ.Κ.24 ήταν αυτός που έστησε παρά διερεύνησε υπόθεση [Λόγοι Έφεσης 24, 25, 26].
Εν πρώτοις, δεν θα συμφωνήσουμε ότι εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα εκ του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποκάλεσε τον Μ.Κ.24 ως έναν «εκ των σημαντικότερων μαρτύρων της υπόθεσης». Επρόκειτο ουσιαστικά για την πρώτη και εισαγωγική πρόταση σε μια πολυσέλιδη αξιολόγηση, η οποία ακολούθησε. Είναι δε αυτονόητο ότι ο χαρακτηρισμός αφορούσε την ουσία της μαρτυρίας, και όχι ασφαλώς το πρόσωπο του Μ.Κ.24, υπό την έννοια να τον είχε κατατάξει ως προσωπικότητα σε διαφορετικό επίπεδο από άλλα πρόσωπα που έδωσαν μαρτυρία. Θα λέγαμε ότι είναι χρήσιμο να αποδίδεται στην κάθε μαρτυρία η σημασία της και να μην παραγνωρίζεται, ιδιαίτερα όταν αυτή η μαρτυρία είναι «καίριας σημασίας» (βλ. Κωνσταντίνου v. Τσιλίδη (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 301).
Παραπονείται επίσης για τη «μαθηματική προσέγγιση» ο Κατηγορούμενος, πλην όμως ακόμα και στην υπόθεση De Maayer v. Serebro α.ο. (2005) (5) SΑ 588 (SCΑ), την οποία ο ίδιος επικαλέστηκε, έγινε δεκτό ότι αναμφίβολα τέτοια μαρτυρία είναι πάρα πολύ χρήσιμη για σκοπούς ελέγχου (“...undoubtedly very useful as a check...”). Η δε ημεδαπή υπόθεση Σιακόλα v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110 επιβεβαιώνει ότι σε κατάλληλες περιπτώσεις είναι επιτρεπτή η χρήση εμπειρογνώμονης μαρτυρίας εν σχέσει με διερεύνηση τροχαίων δυστυχημάτων, αναπαράσταση δυστυχημάτων, υπολογισμό ταχύτητας και εκτίμηση ζημιών.
Έχουμε όμως την άποψη ότι παρέλκει η ενασχόληση με κάθε επιμέρους λεπτομέρεια και επιχείρημα το οποίο εγείρει ο Κατηγορούμενος σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.24. Αυτό, επειδή η παρουσία του VC 107 και το σημείο συγκρούσεως περίπου στο μέσον της διασταύρωσης δεν αμφισβητούντο ενώ η ουσία της μαρτυρίας του Μ.Κ.24 ήταν η εξεύρεση της ταχύτητας του Κατηγορούμενου, η οποία όμως ταχύτητα κατά βάση ήταν αποδεκτή από τον ίδιο μέσω παραδοχής στη γραπτή κατάθεσή του. Οφείλουμε βέβαια να πούμε πως κατά την ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστή με το θέμα της αξιολόγησης κατάθεσης κατηγορουμένου δεν ήταν ορθή η ανάμειξη θεμάτων βάρους απόδειξης για θέματα που εμπίπτουν στην αποκλειστική γνώση του κατηγορούμενου. Αναφερόμαστε στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την ενασχόληση του με τη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στις καταθέσεις του κατηγορούμενου ότι: «Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον Κατηγορούμενο 1, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση». Με εξαίρεση αυτό το θέμα όμως (το οποίο δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση), ο πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγήθηκε ορθά, με αναφορά στις κλασσικές αυθεντίες επί του θέματος (Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109).
Είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε πως η γραπτή κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ένας κατηγορούμενος είναι έγγραφο το οποίο προσκομίζεται στη βάση των παλαιών εξαιρέσεων του κοινοδικαίου στον κανόνα του αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Εάν, ως συνήθως, δεν περιοριστεί ο σκοπός για τον οποίο κατατίθεται τότε σημαίνει πως έχει κατατεθεί για όλους τους σκοπούς, όπως ισχύει γενικά για οποιοδήποτε έγγραφο ή δήλωση προσάγεται στο Δικαστήριο. Βασικά και η κατάθεση κατηγορούμενου αξιολογείται για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο το οποίο (ενδεχομένως) συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Δύναται να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα σε παραδοχές ή σε δηλώσεις εναντίον του συμφέροντός του (Γαβριήλ v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693).
Στην παρούσα περίπτωση ήταν σαφές ότι ο Κατηγορούμενος στη δεύτερη κατάθεσή του (Τεκμήριο 16), την οποία έδωσε στις 29.5.17 είχε παραδεχθεί ότι οδηγούσε με ταχύτητα 70 έως 80 χ.α.ω. περίπου («... επηαίνναμε με ταχύτητα 70 ‑ 80 ΧΑΩ περίπου»). Αυτή η δήλωση ήταν επίσης σαφής και απερίφραστη. Δεν αφορούσε μόνο την υπέρβαση γενικά του ορίου ταχύτητας των 50 χ.α.ω. στο σημείο (όπως ίσως εκλάβει κάποιος από την πρωτόδικη διατύπωση) αλλά εμφανώς αφορούσε και το ύψος της ταχύτητας την οποία είχε το WS 671 πλησιάζοντας τη διασταύρωση. Μάλιστα το επίρρημα «περίπου», το οποίο χρησιμοποίησε ο Κατηγορούμενος, άφηνε προδήλως ανοικτό μεταξύ άλλων και το ενδεχόμενο η ταχύτητά του να ήταν ελαφρώς πιο ψηλή από τα 80 χ.α.ω. (και δη να ήταν 84 χ.α.ω.) όπως είχε εξεύρει και ο Μ.Κ.24. Με άλλα λόγια, με δεδομένη τη δήλωση και το εύρος ταχύτητας το οποίο είχε παραδεχθεί ο ίδιος ο Κατηγορούμενος, η διαφορά των 4 χ.α.ω. ήταν και θα πρέπει να θεωρηθεί ως επουσιώδης σε αυτά τα επίπεδα υπέρβασης.
Όσον αφορά τον Μ.Υ.1, εντίμως αναγνωρίζεται (στην αιτιολογία των λόγων έφεσης 24, 25, 26) ότι αυτός δεν αμφισβητούσε τις μετρήσεις και τις τελικές θέσεις στις οποίες είχε βασιστεί ο Μ.Κ.24 αλλά διαφωνούσε με κάποια στοιχεία που έλαβε υπ' όψιν ή κάποιες ενέργειές του (σχετιζόμενες με συντελεστή τριβής, τελικές θέσεις Β3 και Γ3, τύπο οχήματος και σύστημα ABS). Ο ίδιος ο Μ.Υ.1 όμως δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε επιτόπου εξέταση της σκηνής ή σε κάποια μέτρηση. Όπως και ο ίδιος καταγράφει στην έκθεσή του (Τεκμήριο 82), πέντε χρόνια μετά το δυστύχημα, στις 15.6.22, έλαβε εντολή για την τεχνική ανάλυση της έκθεσης του Μ.Κ.24. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο που και ο Μ.Υ.1, παρά τα όποια σχόλια ή παρατηρήσεις του, προωθούσε τη θέση ότι η ταχύτητα του Κατηγορούμενου ήταν «γύρω στα 70 χ.α.ω.... με κάθε επιφύλαξη» ενώ και για την ταχύτητα των θυμάτων είπε απλώς πως ήταν λίγο πιο ψηλή από τα 20 χ.α.ω. που είχε εξεύρει ο Μ.Κ.24.
Η ουσία της μαρτυρίας του Μ.Κ.24 ήταν ότι χρησιμοποιώντας τα προκύψαντα στοιχεία, ήτοι την απόσταση ακινητοποίησης των οχημάτων, τις γωνίες σύγκρουσής τους, το βάρος τους και τον συντελεστή τριβής, εξηύρε, με τη χρήση του προγράμματος Crash Zone 9.4.22 (το οποίο πραγματοποιεί αναπαραστάσεις), ότι κατά τη σύγκρουση η ταχύτητα του WS 671 ήταν 84 χ.α.ω. και του VC 107 ήταν 20 χ.α.ω. Βάσει δε των ταχυτήτων αυτών κατέληξε ότι το WS 671 χρειάστηκε 0,57 δευτερόλεπτα για να διανύσει τα 13,40μ. από το αλτ της πορείας του μέχρι τη σύγκρουση ενώ αντίστοιχα το VC 107 χρειάστηκε 2,97 δευτερόλεπτα για να διανύσει τα 16,5μ. από το αλτ της δικής του πορείας μέχρι τη σύγκρουση.
Έχοντας την ταχύτητα του WS 671, ο Μ.Κ.24 κατέληξε και στο ότι αυτό ευρίσκετο σε απόσταση 69,29μ. πριν το σημείο σύγκρουσης και 55,89μ. πριν από το αλτ της πορείας του, τη στιγμή που το VC 107 ευρίσκετο στο αλτ της δικής του πορείας.
Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις, λόγω της φύσης της διασταύρωσης και της περιορισμένης ορατότητας ένεκα ύπαρξης μικρού σπιτιού στα αριστερά ως η πορεία του Κατηγορούμενου, ο Μ.Κ.24, (με τον Μ.Κ.1), μετέβη ξανά στο σημείο, οδήγησε όχημα ίδιου τύπου με το WS 671 ως η πορεία του Κατηγορούμενου και διαπίστωσε ότι το VC 107 έπρεπε να καλύψει απόσταση 6μ. εντός της διασταύρωσης για να ήταν σε θέση ο οδηγός του WS 671 να αντιληφθεί την παρουσία του. Βρίσκοντας τον χρόνο τον οποίο χρειάστηκε το VC107 για να διανύσει αυτά τα 6μ. εντός της διασταύρωσης και έχοντας υπ' όψιν την ταχύτητα του Κατηγορούμενου, κατέληξε ότι το WS 671 κατά τον ίδιο αυτό χρόνο διήνυσε απόσταση 25,19μ. Αφαιρώντας αυτή την απόσταση από το σύνολο των 69,29μ. κατέληξε ότι το WS 671 ευρίσκετο σε απόσταση 44,10μ. τη στιγμή που το VC 107 κάλυπτε τα 6μ. εντός της διασταύρωσης (δηλαδή όταν ο Κατηγορούμενος μπορούσε να το αντιληφθεί). Ήταν η εκτίμηση του Μ.Κ.24 πως εάν ο Κατηγορούμενος αντιδρούσε εντός του χρόνου αντίδρασης ενός μέσου οδηγού (ήτοι εντός 1,5 δευτερολέπτου), χρησιμοποιώντας φρένα, τότε θα κινείτο ακόμα 34,99μ. πριν κλειδώσουν οι τροχοί του και θα ευρίσκετο 9,11μ. πριν το σημείο σύγκρουσης όταν θα ξεκινούσε η τροχοπέδηση του WS 671. Στον ίδιο αυτό χρόνο το VC 107 θα κάλυπτε άλλα 8,32μ. και θα ευρίσκετο σε απόσταση 2,18μ. πριν το σημείο σύγκρουσης.
Σε τέτοια περίπτωση, δηλαδή αν το WS 671 ξεκινούσε τροχοπέδηση, τότε μέχρι να φτάσει το WS 671 στο σημείο σύγκρουσης, το VC 107 θα είχε περάσει το σημείο σύγκρουσης και θα ευρίσκετο 16,07μ. μακριά από αυτό. Με αυτά τα δεδομένα, ήταν που ο Μ.Κ.24 είχε υποστηρίξει ότι εάν ο Κατηγορούμενος αντιδρούσε με τροχοπέδηση, τότε το δυστύχημα θα αποφεύγετο. Εξήγησε ότι ο οδηγός του WS 671 θα χρειαζόταν 1,89 δευτερόλεπτα για να καλύψει τα 44,10μ. και την ίδια ώρα το VC 107 θα διένυε απόσταση 10,48μ. από τη στιγμή που θα γινόταν ορατό, ως η πορεία του WS 671, πράγμα που συνάδει με τις ταχύτητες που έχουν υπολογιστεί αφού το VC 107 συγκρούστηκε με το WS 671 όταν κάλυψε απόσταση 10,5μ. από τη στιγμή που είχε γίνει ορατό.
Η ουσία λοιπόν όλης αυτής της εκτενούς μαρτυρίας και αντίστοιχης αξιολόγησης ήταν αφενός η πρωτόδικη διαπίστωση ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε με ταχύτητα υπερβαίνουσα το επί τόπου όριο κατά 30 χ.α.ω. περίπου, στοιχείο που ήταν βασικά παραδεκτό και αφετέρου το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι εάν ο Κατηγορούμενος έβλεπε το όχημα των θυμάτων όταν αυτό κατέστη ορατό, δηλαδή στα 6μ. εντός της διασταύρωσης και χρησιμοποιούσε εκείνη τη στιγμή τα φρένα του, τότε «το δυστύχημα θα αποφεύγετο». Πρόκειται για συμπέρασμα βέβαια το οποίο εν πολλοίς άπτεται και της κοινής λογικής. Εν πάση περιπτώσει, αυτό θα απασχολήσει κατωτέρω στην παρούσα, δεδομένου ότι σε αυτό το συμπέρασμα είναι που έχει στηριχθεί ουσιαστικά και η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Δεν θεωρούμε λοιπόν ότι υπάρχει βασιμότητα σε οποιονδήποτε λόγο προσβάλλει την αξιολόγηση και προτίμηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.24. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δεόντως κάθε πτυχή της και έδωσε ικανοποιητικούς λόγους για την αποδοχή των θέσεων του Μ.Κ.24 αντί κάποιων επιμέρους θέσεων του Μ.Υ.1. Δεν χρειάζεται να τους επαναλάβουμε εν όψει του ότι, ως έχουμε ήδη αναφέρει, το βασικότερο ζήτημα, αυτό της ταχύτητας, ενέπιπτε σε παραδοχή του Κατηγορούμενου.
Οι λόγοι έφεσης 5, 7 έως 10 και 23 έως 26 υπόκεινται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 13
Ο λόγος έφεσης αρ. 13 σχετίζεται με την εντοπισθείσα αλκοόλη στο αίμα του Κατηγορούμενου και κατ' επέκταση με τη μαρτυρία της Μ.Κ.21 κας Αυξεντίου, η οποία είναι προϊστάμενη στο Εργαστήριο Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας του Γενικού Χημείου του Κράτους. Το βιογραφικό της, τα ακαδημαϊκά της προσόντα, καθώς και η πολυετής εμπειρία της δεν είχαν αμφισβητηθεί (Τεκμήριο 60). Παρά τη μη παραδοχή στη σχετική Κατηγορία 6, εντούτοις στο διάγραμμα αγόρευσης ο Κατηγορούμενος δηλώνει τώρα ότι τα αποτελέσματα της εξέτασης ήταν παραδεκτά και δη ότι η ποσότητα αλκοόλης στο αίμα του ήταν 72 χλστ αντί 50 χλστ, που είναι το νομοθετικό όριο. Τα δύο φιαλίδια αίματος είχαν ληφθεί τέσσερεις ώρες μετά το δυστύχημα. Με αυτό ως δεδομένο, η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε από τη Μ.Κ.21 να τοποθετηθεί ως προς το ποιες θα ήταν οι αναλογίες οι οποίες θα υπήρχαν στο αίμα του Κατηγορούμενου κατά την ώρα του δυστυχήματος.
Με κάθε σεβασμό δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη σχετικότητα μιας τέτοιας ερώτησης δεδομένου ότι η Κατηγορία 6 απέδιδε στον Κατηγορούμενο ότι στις 27.5.17 οδηγούσε στη συγκεκριμένη διασταύρωση, (άρα κατά την ώρα του δυστυχήματος) με αναλογία 72 χλστ αντί 50 χλστ, ήτοι αυτό που είχε προκύψει από την ανάλυση της Μ.Κ.21. Εν πάση περιπτώσει η ερώτηση επετράπη (άνευ ενστάσεως) και η διαδικασία εξετράπη με την ανάλωση ουσιώδους πολύτιμου δικαστικού χρόνου και μόχθου για το ζήτημα αυτό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε μάλιστα να διατυπώσει και εύρημα, ως παραθέσαμε πιο πριν, ήτοι λέγοντας ότι υπολογίζεται πως κατά τον χρόνο του δυστυχήματος ο Κατηγορούμενος είχε στο αίμα του αλκοόλη από 116 χλστ έως 160 χλστ, ανάλογα με το εάν υπήρχε χαμηλός ή γρήγορος μεταβολισμός στον οργανισμό του αντίστοιχα. Εύρημα το οποίο αργότερα ο πρωτόδικος Δικαστής έλαβε υπ' όψιν και κατά την τελική του κατάληξη.
Πρόκειται ακριβώς για το σημείο το οποίο προσβάλλει ο Κατηγορούμενος με τον λόγο έφεσης αρ. 13, αν και το πράττει στη βάση κάπως διαφορετικής αιτιολογίας. Ισχυρίζεται αφενός ότι εφόσον ήταν παραδεκτό το αποτέλεσμα της ανάλυσης βάσει του Τεκμηρίου 61 δεν μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπ' όψιν αλκοόλη πέραν της ανιχνευθείσας στο αίμα του Κατηγορούμενου και αφετέρου ότι δεν αιτιολογείται το συμπέρασμα για το κατά πόσον είναι χαμηλός ή γρήγορος ο μεταβολισμός, το είδος ποτού και τι ώρα καταναλώθηκε.
Βασικά η μόνη σχετικότητα της μαρτυρίας της Μ.Κ.21 σε αυτό το ζήτημα δεν ήταν η ακριβής αναλογία της αλκοόλης κατά την ώρα του δυστυχήματος αλλά η θέση της εν λόγω μάρτυρος ότι κατ’ εκείνη την ώρα ήταν πιο ψηλή και ότι ακολούθως μειώθηκε βάσει ενός ρυθμού βιομετατροπής και αποβολής αλκοόλης από τον ανθρώπινο οργανισμό, που διαφέρει από άτομο σε άτομο. Αυτή η θέση δεν αμφισβητείτο και ήταν αρκετή για να καταδείξει ότι ο Κατηγορούμενος κατά την ώρα του δυστυχήματος είχε στο αίμα του τουλάχιστον την αναλογία αλκοόλης η οποία ανιχνεύθηκε τέσσερεις ώρες μετά. Δηλαδή την αναλογία για την οποία κατηγορείτο.
Εννοείται βέβαια πως εάν η Κατηγορούσα Αρχή επέλεγε να συμπεριλάβει κατηγορία επί τω ότι ο Κατηγορούμενος κατά την ώρα του δυστυχήματος οδηγούσε έχοντας στο αίμα του ακόμα ψηλότερη αναλογία αλκοόλης (από αυτή που διαπιστώθηκε τέσσερεις ώρες μετά) τότε θα είχε όχι μόνο δικαίωμα αλλά και βάρος να προσκομίσει σχετική μαρτυρία και να αποδείξει την εκδοχή της. Δεδομένης όμως της επιλογής της να περιοριστεί στην αναλογία αλκοόλης που εντοπίστηκε τέσσερεις ώρες μετά, η τυχόν οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ή εκδοχή για συγκεκριμένη ψηλότερη αναλογία ήταν άσχετη με τα επίδικα ζητήματα. Έστω δε και αν είχε παρεισφρήσει τέτοια μαρτυρία ώφειλε και το ίδιο το Δικαστήριο να την αποκλείσει στο στάδιο της αξιολόγησης (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Ηλιάδης & Σάντης, 2014, σ. 68 επ., Kabbara v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 177). Διευκρινίζουμε ότι δεν είναι εδώ η περίπτωση για την οποία θα μπορούσε να προστεθεί κατηγορία με βάση το Άρθρο 85(4) της Ποινικής Δικονομίας, δεδομένου ότι η συμπερίληψη σοβαρότερης παράβασης θα επηρέαζε δυσμενώς τον Κατηγορούμενο, ο οποίος αντιμετώπιζε λεπτομέρειες αδικήματος με μικρότερη υπέρβαση του νομοθετικού ορίου η οποία μάλιστα επισύρει μόνο χρηματική ποινή σε αντίθεση με την υπολογισθείσα η οποία επισύρει ποινή φυλάκισης (Θωμά v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 465).
Καταλήγουμε λοιπόν ότι εσφαλμένα απεδέχθη τη συγκεκριμένη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και ότι εσφαλμένα διατύπωσε εύρημα στη βάση αυτής της άσχετης με το συγκεκριμένο επίδικο ζήτημα μαρτυρίας.
Ο λόγος έφεσης αρ. 13 είναι βάσιμος ως προς αυτό το σημείο.
Λόγος Έφεσης αρ. 15
Όπως έχουμε αναφέρει, κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη σκηνή, στις 25.8.17, ο Μ.Κ.24 είχε συναντήσει τον συνοδηγό του Κατηγορούμενου, τον Α. Μιχαήλ. Αυτός είχε υποδείξει στον Μ.Κ.24 το σημείο από το οποίο ο ίδιος είχε κατ’ ισχυρισμόν του αντιληφθεί το όχημα VC 107. Μετρώντας ο Μ.Κ.24 διαπίστωσε ότι το σημείο αυτό ήταν 6,5μ. εντός της διασταύρωσης. Αργότερα την ίδια μέρα ο Μ.Κ.24 έλαβε και συμπληρωματική κατάθεση από τον Μιχαήλ, στην οποία απαντώντας σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι το φως ως η δική τους πορεία ήταν πράσινο. Ο Μ.Κ.24 συμπεριέλαβε τα πιο πάνω στη δική του έκθεση, Τεκμήριο 80, ήτοι περιέγραψε την υπόδειξη με τη μέτρηση και κατέγραψε τη θέση του Μιχαήλ για το χρώμα του φωτός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αναφορές του Μιχαήλ στον Μ.Κ.24 «αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία» και πρόσθεσε ότι: «Η εξ ακοής μαρτυρία σαφώς δεν αποκλείεται από αξιολόγηση αφού αξιολογείται στη βάση παραμέτρων που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου όταν αξιολογεί τέτοια μαρτυρία και παρέχονται κατά τρόπο μη εξαντλητικό από το άρθρο 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου μετά των συναφών τροποποιήσεων (Κεφ. 9). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το εν λόγω πρόσωπο δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ενώ προφανώς θα μπορούσε εάν ειδικά η πλευρά της υπεράσπισης επιθυμούσε να τον κλητεύσει».
Με τον λόγο έφεσης αρ. 13 ο Κατηγορούμενος παραπονείται επί τω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης αναμένοντας από τον Κατηγορούμενο να είχε κλητεύσει τον Μιχαήλ ενώ η μαρτυρία αυτή είχε προσκομιστεί από την Κατηγορούσα Αρχή και καμμιά υποχρέωση δεν είχε η Υπεράσπιση να κλητεύσει βάσει του Άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, καθώς δεν αμφισβητούσε τη μαρτυρία του Μιχαήλ αναφορικά με το πράσινο φως της πορείας του Κατηγορούμενου.
Έχουμε την άποψη ότι υπήρξε κάποια παρανόηση στο ζήτημα, η οποία αποτέλεσε και το έναυσμα για τον λόγο έφεσης. Σύμφωνα με το Άρθρο 23 του περί Αποδείξεως Νόμου «’εξ ακοής μαρτυρία’ σημαίνει δήλωση που έγινε από πρόσωπο άλλο από εκείνο που καταθέτει σε πολιτική ή ποινική διαδικασία και η οποία προσάγεται ως μαρτυρία για απόδειξη των όσων αναφέρονται σε αυτή». Στην παρούσα περίπτωση ναι μεν υπήρξαν δύο δηλώσεις προσώπου άλλου από εκείνο που κατέθετε, πλην όμως αυτές δεν είχαν προσαχθεί ως μαρτυρία για να αποδείξουν όσα περιείχοντο στις δηλώσεις αυτές. Στις αποστάσεις τις οποίες υιοθέτησε ο Μ.Κ.24 έγινε ήδη προηγουμένως αναφορά. Εν σχέσει με το φως στην πορεία του Κατηγορούμενου αρκεί να επισημάνουμε από την έκθεση του Μ.Κ.24, Τεκμήριο 80 (σ. 16), τη θέση του ότι: «Από την αναπαράσταση που έγινε και την υπάρχουσα μαρτυρία δεν μπορούσα να καταλήξω ποιος από τους δύο ενεχόμενους οδηγούς παραβίασε τον κόκκινο σηματοδότη, ερώτημα το οποίο θα μείνει αναπάντητο αφού δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε ανεξάρτητη μαρτυρία που να αναφέρει ποιος από τους δύο ενεχόμενους οδηγούς έχει πραγματικά παραβιάσει το κόκκινο φως».
Αναμφίβολα λοιπόν άλλη ήταν η θέση του Μ.Κ.24 και ήταν εξίσου φανερό ότι οι δηλώσεις αυτές προσήχθησαν απλώς προς απόδειξη του γεγονότος ότι έγιναν τέτοιες δηλώσεις από τον Μιχαήλ και όχι προς απόδειξη των γεγονότων τα οποία ο Μιχαήλ ανέφερε στον Μ.Κ.24 [«Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 60 + 308]. Θα προσθέταμε πως κατά κανόνα αυτό είναι που συμβαίνει οποτεδήποτε ένας εξεταστής ή άλλος αστυνομικός περιγράφει ενώπιον Δικαστηρίου τη λήψη καταθέσεων από μάρτυρες και τυγχαίνει να αναφερθεί στο περιεχόμενό τους, υπό την έννοια ότι αναφέρεται στο περιεχόμενο για να καταδείξει ότι είχε εξασφαλιστεί κάποια μαρτυρία και όχι για να αποδειχθεί η υπόθεση με εξ ακοής μαρτυρία. Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση αναφοράς σε δηλώσεις ή καταθέσεις κατηγορουμένου ή εάν δηλώνεται ή συνάγεται πως προσφέρονται για την απόδειξη του περιεχομένου τους ή και σε άλλες δηλώσεις που γίνονται δεκτές βάσει των παλαιών εξαιρέσεων του Κοινοδικαίου (Άρθρο 23(3) του περί Αποδείξεως Νόμου).
Κατά συνέπειαν, δοθέντος ότι η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν διαφορετική και οι συγκεκριμένες δηλώσεις δεν είχαν προσκομιστεί προς απόδειξη των όσων αναφέροντο σε αυτές, έπεται πως δεν συνιστούσαν «εξ ακοής μαρτυρία» εν τη εννοία του περί Αποδείξεως Νόμου όπως εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πράγμα το οποίο αφ’ εαυτού θέτει τέρμα στην όλη συζήτηση. Εννοείται βέβαια ότι το σφάλμα αυτό δεν επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεδομένου ότι και πάλι δεν θα χρησιμοποιούντο οι συγκεκριμένες δηλώσεις προς απόδειξη κάποιου γεγονότος.
Ο λόγος έφεσης αρ. 15 υπόκειται επίσης σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 18
Με τον λόγο έφεσης αρ. 18 ο Κατηγορούμενος προσβάλλει ως εσφαλμένη τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «[Σ]ε σχέση με το εάν πέρασε ή όχι με πράσινο φως δεν μπορεί να δοθεί η οποιαδήποτε βαρύτητα ενόψει του ότι η αναφορά αυτή δεν δόθηκε ενόρκως, ούτε από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο 1, αλλά ούτε και από τον συνοδηγό του». Ο Κατηγορούμενος είχε υποστηρίξει στις δύο πρώτες καταθέσεις του ότι το φως στην πορεία του ήταν πράσινο. Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορά τις εν λόγω αναφορές του Κατηγορούμενου (Τεκμήρια 16 και 47).
Έχουμε και εδώ την άποψη πως όντως ήταν εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι δεν κατέθεσε ενόρκως ο Κατηγορούμενος (ή άλλος) για να προβάλει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό δεν μπορούσε να συνιστά την αιτιολογία για τη μη απόδοση βαρύτητας στον ισχυρισμό. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο τότε θα εσήμαινε πως, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν καταθέτει ενόρκως κάποιος κατηγορούμενος, ακολουθεί εξ αυτού του λόγου και άνευ ετέρου απόρριψη των ισχυρισμών που προέβαλε σε γραπτή κατάθεσή του.
Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 690, σε τέτοιες περιπτώσεις που η κατάθεση κατηγορουμένου είναι μεικτή, υπό την έννοια ότι περιέχει και ενοχοποιητικά αλλά και απαλλακτικά στοιχεία, επιβάλλεται όπως το Δικαστήριο «εξετάζει την κατάθεση στην ολότητα της για να ανεύρει ποια είναι τα αληθή» γεγονότα. Πρέπει να αξιολογούνται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία, «ιδιαίτερα όπου ο κατηγορούμενος δεν έχει προσφέρει μαρτυρία» [R v. Duncan [1981] 73 Cr. App. R. 359, Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (ανωτέρω)]. Είναι εντελώς διαφορετικό θέμα το ότι κατά την αξιολόγηση της κατάθεσης το Δικαστήριο δύναται να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι τα αναφερόμενα δεν έχουν υποβληθεί στη βάσανο της αντεξέτασης. Απαιτείται όμως αξιολόγηση. Εν πάση περιπτώσει δεν επιτρέπεται απόρριψη αυτομάτως και μάλιστα στηριζόμενη στην επιλογή του κατηγορούμενου να μην ορκιστεί, ασκώντας το κατοχυρωμένο δικαίωμα της σιωπής.
Για λόγους που εξηγούμε κατωτέρω το σφάλμα αυτό δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της έφεσης. Επί του παρόντος σημειώνουμε πως και ο λόγος έφεσης αρ. 18 είναι βάσιμος.
Λόγοι Έφεσης εν σχέσει με Νομικά Ζητήματα
Οι υπόλοιποι εννέα λόγοι έφεσης, ήτοι οι λόγοι υπ' αρ. 1 έως 4, 6, 11, 12, 16 και 19 αφορούν ζητήματα της νομικής πτυχής της υπόθεσης. Ειδικότερα ο Κατηγορούμενος προβάλλει ότι η καταδικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη και πρέπει να ακυρωθεί λόγω σφάλματος επί νομικού ζητήματος και δη υποστηρίζει πως είναι εσφαλμένες: (α) Η κρίση ότι δεν είχε οποιαδήποτε σημασία το κατά πόσον το φως στην πορεία του Κατηγορούμενου ήταν πράσινο ή όχι [Λόγος Έφεσης 1], (β) Η κατάληξη ότι η παράλειψη του Κατηγορούμενου να λάβει προληπτικά μέτρα συνιστά και αλόγιστη οδήγηση [Λόγος Έφεσης 2], (γ) Η κατάληξη ότι σε αντίθεση με ό,τι υπαγορεύει η κοινή λογική, ο Κατηγορούμενος δεν έκαμε καμμιά προσπάθεια να αποφύγει τη σύγκρουση ενώ ευρίσκετο υπό την επήρεια αλκοόλης και κάνναβης [Λόγος Έφεσης 3], (δ) Η μη λήψη υπ' όψιν της ευνοϊκότερης εκδοχής για τον Κατηγορούμενο, δηλαδή ότι περνούσε με πράσινο φως [Λόγος Έφεσης 4], (ε) Το συμπέρασμα ότι η περιστατική μαρτυρία καταδεικνύει ενοχή, χωρίς όμως αυτή να απέκλειε το σενάριο ο Κατηγορούμενος να περνούσε με πράσινο φως και ως εκ τούτου να μην είχε υποχρέωση να λάβει οποιαδήποτε μέτρα [Λόγος Έφεσης 6], (στ) Η παράλειψη εξέτασης της υπερασπιστικής θέσης ότι η μη χρήση ζώνης από τα θύματα «έσπασε» την αιτιώδη συνάφεια [Λόγος Έφεσης 11], (ζ) Η θέση περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ οδήγησης από τον Κατηγορούμενο και του θανάτου των θυμάτων [Λόγος Έφεσης 12], (η) Η αιτιολογία της απόφασης [Λόγος Έφεσης 16], (θ) Η παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ [Λόγος Έφεσης 19].
Σπεύδουμε εξαρχής να διευκρινίσουμε ότι στο εφετήριο ο λόγος έφεσης αρ. 19 δεν διαθέτει ξεχωριστή δική του αιτιολογία. Αναπτύσσεται μόνο από κοινού με τον λόγο έφεσης αρ. 20 από πλευράς αιτιολογίας. Αυτό καταδεικνύει ότι το ζήτημα δίκαιης δίκης (στο οποίο αναφέρεται ο λόγος έφεσης αρ. 19) αφορά μόνο τη μη έγκαιρη παράδοση μαρτυρικού υλικού (κάποιων επιστολών), θέμα το οποίο αφορούσε εξειδικευμένα ο λόγος έφεσης αρ. 20. Δεδομένου όμως ότι ο τελευταίος αυτός λόγος έφεσης έχει αποσυρθεί, δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω ούτε ο λόγος έφεσης αρ. 19, ο οποίος επίσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 16
Ο λόγος έφεσης αρ. 16 αφορά το ζήτημα αιτιολογίας της απόφασης πλην όμως στο εφετήριο ούτε αυτός διαθέτει κάποια δική του ξεχωριστή αιτιολογία. Συμπλέκεται μόνο με σειρά άλλων λόγων έφεσης (αρ. 14 έως 18) και η μόνη αναφορά που εκεί εντοπίζουμε για το ζήτημα της αιτιολογίας της απόφασης είναι την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς «την κατάληξη του σε εύρημα αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης οδήγησης αλλά κάνει αναφορά σε υποθέσεις αμέλειας». Η εισήγηση όμως αυτή αποτελεί αντικείμενο άλλων λόγων έφεσης που αφορούν τη νομική πτυχή (αρ. 1 έως 4 και 6), στους οποίους και αναπτύσσεται εκτενώς. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που δεν αναπτύσσεται καθόλου ούτε στο διάγραμμα αγόρευσης του Κατηγορούμενου ο λόγος έφεσης αρ. 16. Εκλαμβάνουμε και εμείς με τη σειρά μας ότι δεν προωθείται χωριστά και για αυτό δεν θα μας απασχολήσει περισσότερο σε αυτό το σημείο αλλά μόνο στην έκταση που το θέμα της αιτιολογίας της απόφασης αναπτύσσεται στους προαναφερθέντες λόγους έφεσης 1 έως 4 και 6.
Λόγοι Έφεσης αρ. 1, 2, 3, 4 και 6
Οι λόγοι έφεσης αρ. 1 έως 4 και 6 είναι οι λόγοι οι οποίοι επικεντρώνονται ουσιαστικά στη νομική πτυχή της υπόθεσης. Αφορούν την πρωτόδικη νομική ανάλυση, καθώς και την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο και στις Νομικές Αρχές, δια της οποίας υπαγωγής το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην καταδικαστική ετυμηγορία εις ό,τι αφορά τις τρεις κατηγορίες για πρόκληση θανάτου (Π.Κ.210).
Ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε εκτενώς σε σειρά κυπριακών και αγγλικών αποφάσεων, σχετικών αφενός με τις έννοιες της απερίσκεπτης, επικίνδυνης, αλόγιστης οδήγησης, καθώς και με την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών και αφετέρου με την αμέλεια σε διασταυρώσεις, την παράλειψη να αντιληφθεί κάποιος το ορατό ή να λάβει προφυλάξεις ή αποτρεπτικά μέτρα, την επιμελή οδήγηση και τη δέουσα παρατηρητικότητα, την υποχρέωση ανακοπής ταχύτητας σε διασταυρώσεις βάσει του κ.58(1)(κγ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, Κ.Δ.Π. 66/84 (εφεξής «οι Κανονισμοί») και τέλος τη σημασία της απόστασης από την οποία θα μπορούσε κάποιος οδηγός να αντιληφθεί την ύπαρξη του άλλου οδηγού.
Υπαγάγοντας τα γεγονότα στις νομικές αρχές ο πρωτόδικος Δικαστής υπέδειξε πρώτα το καθήκον επιμέλειας το οποίο είχε ο Κατηγορούμενος έναντι κάθε άλλου χρήστη του δρόμου. Προσέθεσε ότι αυτός ώφειλε να ασκεί προσήκουσα προσοχή και λογική φροντίδα για κάθε τυχόν άλλο επηρεαζόμενο, καθώς και ότι είχε καθήκον δέουσας παρατηρητικότητας ούτως ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να αντιληφθεί κάθε ορατό κίνδυνο ή να προβλέψει τέτοιο κίνδυνο και σε μια τέτοια περίπτωση να λάβει μέτρα προφύλαξης και αποφυγής του. Παράλληλα υπέδειξε ότι με βάση τον κ.58 των Κανονισμών ένας οδηγός θα πρέπει να έχει πλήρη έλεγχο του οχήματος καθώς και πλήρη ορατότητα του δρόμου και της τροχαίας κίνησης. Ειδικά για τον Κατηγορούμενο κατέληξε ως εξής:
«Με βάση όλα τα πιο πάνω, ο Κατηγορούμενος 1 είχε καθήκον επιμέλειας έναντι των θυμάτων, ιδιαίτερα από την στιγμή που το αυτοκίνητο αυτών βρισκόταν 6 μέτρα εντός της διασταύρωσης και ήταν πλέον ορατό, ως η πορεία του σε απόσταση 44,10 πριν το σημείο σύγκρουσης και 30,70 μέτρων ενώ αυτός βρισκόταν πριν το ΑΛΤ ως η πορεία του. Επίσης, ο Κατηγορούμενος 1, στη βάση του οδικού δικτύου στο συγκεκριμένο σημείο, της ορατότητας που είχε όταν το όχημα των θυμάτων ήταν μπροστά του, αλλά και της ορατότητας που αποκτούσε 20 μέτρα πριν το ΑΛΤ τόσο εντός της διασταύρωσης όσο και εντός του δρόμου ως η πορεία των θυμάτων, στα πλαίσια του καθήκοντός του για παρατηρητικότητα της τροχαίας κίνησης, όφειλε να αντιληφθεί την παρουσία των θυμάτων στον δρόμο.
Η πιο πάνω επικίνδυνη κατάσταση προήλθε από σφάλμα του Κατηγορούμενου 1, ο οποίος απέτυχε να αντιληφθεί έγκαιρα ή καθόλου το όχημα των θυμάτων που κινείτο στον δρόμο. Το πιο πάνω σφάλμα είναι αποτέλεσμα οδήγησης καταφανώς κατώτερης από την οδήγηση του μέσου συνετού οδηγού. Αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό πως όταν εντοπίζει σημάδια που υποδηλώνουν κίνδυνο να λαμβάνει προληπτικά μέτρα. Συνεπώς, η πιο πάνω παράλειψη του Κατηγορούμενου 1 εμπίπτει στην έννοια της επικίνδυνης οδήγησης.
Η παράλειψη του Κατηγορούμενου 1 υπό τις περιστάσεις της παρούσας να λάβει προληπτικά μέτρα συνιστά και αλόγιστη οδήγηση. Με βάση τα όσα ο Μ.Κ.24 ανέφερε, και με βάση τον χρόνο του 1,5 δευτερολέπτου που έχει ένας μέσος οδηγός να αντιδράσει σε παρουσία κινδύνου με βάση την απόσταση που κάλυπτε με βάση την ταχύτητα που κινείτο, εάν ο Κατηγορούμενος 1 αντιδρούσε, το δυστύχημα θα είχε αποφευχθεί.
Επιπρόσθετα, η επιλογή του Κατηγορούμενου 1 να συνεχίσει να οδηγεί χωρίς να λαμβάνει προληπτικά μέτρα, υπό το φως των δεδομένων που ήταν ευλόγως εμφανή στον δρόμο, περιείχε καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς. Η παράλειψή του να λάβει υπόψη του μια τέτοια πιθανότητα ή να την αντιληφθεί, αγνοώντας την αποφασίζοντας να διακινδυνεύσει, συνιστά και απερίσκεπτη οδήγηση.
Στη βάση των ανωτέρω, είχε καθήκον να αντιληφθεί ότι η συνέχιση της ευθείας πορείας του, με ταχύτητα που υπερέβαινε το καθορισμένο όριο, ήτοι 84 ΧΑΩ αντί 50 ΧΑΩ, ενώ τα θύματα ήταν εντός της διασταύρωσης 6 μέτρα και μπορούσε να τους αντιληφθεί, ενείχε τον κίνδυνο σύγκρουσης των δύο οχημάτων και κατά συνέπεια είχε περαιτέρω καθήκον να λάβει μέτρα αποτροπής μιας τέτοιας ενδεχόμενης σύγκρουσης, πράγμα το οποίο δεν έπραξε αφού δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε σημάδια αντίδρασης στον δρόμο, ούτε οποιαδήποτε προσπάθεια αποφυγής του οχήματος των θυμάτων, παρά τα 300 τετραγωνικά μέτρα περίπου τα οποία η εν λόγω διασταύρωση καλύπτει...».
Στη συνέχεια ο πρωτόδικος Δικαστής σημείωσε πως δεν παραγνωρίζει ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης και κάνναβης. Η δε γνώση για την ύπαρξη της διασταύρωσης, το ότι επικρατούσε σκότος με μειωμένο οδικό φωτισμό αύξαναν το καθήκον που είχε ο Κατηγορούμενος να είναι πιο προσεκτικός ενόσω πλησίαζε τη διασταύρωση, στοιχεία τα οποία έπρεπε να αυξήσουν την παρατηρητικότητα. Αντί τούτου ενήργησε μη λελογισμένα υπό την έννοια ότι επέλεξε να προχωρήσει στην ευθεία πορεία χωρίς επαρκή κατόπτευση ενώ μπορούσε να αντιληφθεί την παρουσία του άλλου οχήματος από απόσταση αρκετών μέτρων, παραλείψεις που δεικνύουν και την επικινδυνότητα της πράξης του να επιλέξει να συνεχίσει χωρίς διαφοροποίηση της οδήγησής του. Κρίθηκε πως ο Κατηγορούμενος είχε καθήκον να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να εισέλθει στη διασταύρωση και αφού εισέλθει να επιδείξει τη μέγιστη επιμέλεια σώζοντας αθώα άτομα που ευρίσκοντο ήδη στη διασταύρωση πριν τη δική του είσοδο σε αυτή. Αγνόησε παντελώς αυτό το καθήκον και οδήγησε το όχημά του επικίνδυνα αγνοώντας την ύπαρξη των θυμάτων εντός της διασταύρωσης. Μετά από τα πιο πάνω ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ως εξής:
«Επίσης το ότι ο Κατηγορούμενος 1 αποφάσισε να οδηγήσει υπό την επήρεια αλκοόλης και κάνναβης που εν πάση περιπτώσει με βάση την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.21, μειώνουν την ικανότητα οδήγησης και αυξάνουν το ρίσκο για ατύχημα, όπως και γενικά την αντίληψη κατά την οδήγηση. Θεωρώ ότι ο συνδυασμός όλων των πιο πάνω λανθασμένων ενεργειών του Κατηγορούμενου 1, σε συνάρτηση επίσης και με τα φιμέ γυαλιά που είχε το αυτοκίνητο του, ήταν καθοριστικές αιτίες για την πρόκληση του δυστυχήματος, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα ουσιαστικά τη σύγκρουση με το όχημα των θυμάτων.
Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πιο πάνω επικίνδυνη κατάσταση δημιουργήθηκε από τις ενέργειες του Κατηγορούμενου 1. Ο ίδιος φέρει την ευθύνη για την πτώση από το επίπεδο της φροντίδας ή δεξιότητας του ικανού και έμπειρου οδηγού.
Οι κίνδυνοι ήταν ορατοί και σοβαροί και η πιθανότητα να προκαλέσει βλάβη ενώ οδηγούσε το όχημα του. Επέλεξε να οδηγήσει στην κατάσταση που ο ίδιος περιήγαγε τον εαυτό του, ως περιέγραψα πιο πάνω, μετατρέποντας το όχημα του σε ένα εν κινήσει φονικό όπλο το οποίο μπορούσε να προκαλέσει βλάβη σε οποιοδήποτε πρόσωπο που χρησιμοποιούσε τον συγκεκριμένο δρόμο.
Δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποφύγει τη σύγκρουση, είτε μειώνοντας την ταχύτητά του προσεγγίζοντας την διασταύρωση εντός επιτρεπτού ορίου, είτε αποφεύγοντας εντελώς να οδηγήσει το όχημα του, ενώ βρισκόταν κάτω από την επήρεια αλκοόλης και κάνναβης, ούτε φαίνεται να έκανε την οποιαδήποτε προσπάθεια αποφυγής της σύγκρουσης, ούτε τέθηκε τέτοιος ισχυρισμός. Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι μια τέτοια ενέργεια δεν είναι ασφαλής και ο λογικός άνθρωπος δεν θα επιδιδόταν σε μια τέτοια συμπεριφορά.
Η όλη οδική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ήταν επικίνδυνη, αλόγιστη και απερίσκεπτη αφού αγνοώντας τον κίνδυνο για άλλα οχήματα με άμεσο κίνδυνο πρόκλησης τροχαίου δυστυχήματος, εισήλθε εντός της διασταύρωσης χωρίς να σταματήσει. Ως αποτέλεσμα της αλόγιστης, επικίνδυνης και απερίσκεπτης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, οι επιβάτες του VC107 έχασαν την ζωή τους.»
[...]
«Ένεκα των πιο πάνω, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η συμπεριφορά που επέδειξε ο κατηγορούμενος 1 συνιστά πολύ ψηλού βαθμού αμέλεια, που καλύπτει το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα και συνακόλουθα οι παράνομες αυτές πράξεις, στοιχειοθετούν επί τη βάσει των πιο πάνω αρχών το αδίκημα του 210 του Ποινικού Κώδικα και συνεπώς κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1, 2 και 3».
Κατά τη δική μας εξέταση αρχή θα πρέπει να γίνει από τους λόγους έφεσης 6 και 4, με τους οποίους αντίστοιχα αφενός προβάλλεται ότι η περιστατική μαρτυρία δεν απέκλειε το «λογικό σενάριο» ο Κατηγορούμενος να περνούσε με πράσινο φως και αφετέρου προσβάλλεται η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπ' όψιν αυτή τη διαζευκτική εκδοχή, η οποία ήταν ευνοϊκότερη.
Παραθέσαμε ήδη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε εύρημα ως προς το ποιος από τους εμπλεκόμενους οδηγούς είχε περάσει με πράσινο και ποιος με κόκκινο, καθώς και την καταληκτική πρωτόδικη θέση ότι θα έμενε αναπάντητο το ποιος από τους δύο οδηγούς είχε παραβιάσει τον κόκκινο σηματοδότη. Αυτή βέβαια ήταν και η θέση την οποία είχε προωθήσει η Κατηγορούσα Αρχή μέσω του Μ.Κ.24, από την έκθεση του οποίου και είχε ληφθεί το πιο πάνω χρησιμοποιηθέν λεκτικό (Τεκμήριο 80, σ. 16). Ως εδώ ουδέν πρόβλημα εντοπίζεται, δεδομένου ότι (με εξαίρεση τη δήλωση του ίδιου του Κατηγορούμενου, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πριν) όντως δεν είχε προσκομιστεί σχετική μαρτυρία και εξάλλου αυτή ήταν και η θέση της Κατηγορούσας Αρχής.
Πλην όμως, η παρούσα ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις που η συγκεκριμένη εκδοχή (ή υπεράσπιση) εγείρετο ακόμα και στη βάση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, δηλαδή χωρίς καν να προσκομιστεί μαρτυρία από τον Κατηγορούμενο (βλ. Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 296). Είναι γνωστή η αρχή ότι ένα Δικαστήριο δεν ασχολείται με απομακρυσμένες πιθανότητες ή με εικασίες ή με σενάρια τα οποία ευφάνταστα δυνατόν να προωθήσει η Υπεράσπιση (Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (Αρ.1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525, Θεοφάνους v. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 161). Δεν επρόκειτο όμως εδώ για περίπτωση στην οποία η διαζευκτική πιθανότητα δεν προέκυπτε από την ολότητα της μαρτυρίας ή ήταν θεωρία άσχετη με το μαρτυρικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου. Το αντίθετο συνέβαινε, ως εξηγείται κατωτέρω.
Στην παρούσα περίπτωση υπήρξε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα επίδικα φώτα τροχαίας λειτουργούσαν κανονικά στη βάση συγκεκριμένου λεπτομερούς χρονοδιαγράμματος λειτουργίας (Τεκμήριο 53). Το εύρημα αυτό εκ των πραγμάτων απέκλειε το ενδεχόμενο να είχαν και τα δύο οχήματα εισέλθει στη διασταύρωση με πράσινο φως. Αντιθέτως ήταν απολύτως βέβαιο ότι μόνο ο ένας εκ των δύο οδηγών είχε εισέλθει με πράσινο στη διασταύρωση (ή εν άλλοις λόγοις, δικαιωματικά). Αυτό ήταν και το λεκτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο στο εισαγωγικό όσο και στο καταληκτικό μέρος των ευρημάτων του.
Το βάρος ανήκε στην Κατηγορούσα Αρχή να αποκλείσει ότι ήταν ο Κατηγορούμενος ο οποίος είχε εισέλθει με πράσινο φως. Εφόσον αυτό δεν είχε συμβεί, έπεται πως δεν μπορούσε να αφεθεί να αιωρείται κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο το ότι ο Κατηγορούμενος δυνατόν να εισήλθε με κόκκινο αλλά παράλληλα ήταν δυνατόν να είχε εισέλθει με πράσινο. Δεδομένου λοιπόν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αποκλείσει την εκδοχή να είχε περάσει με πράσινο ο Κατηγορούμενος, η εκδοχή αυτή αποκτούσε υπόσταση (Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211). Αφού δε αυτή ήταν πιθανή, ώφειλε να εξετάσει και να υπαγάγει όλα τα υπόλοιπα γεγονότα στον Νόμο υπό το φως αυτής της (κατ’ αρχήν) ευνοϊκότερης εκδοχής για τον Κατηγορούμενο. Η παραγνώριση αυτής της αρχής και ο διαφορετικός χειρισμός στον οποίο προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο συνιστούσε σφάλμα. Κρίνονται βάσιμοι οι λόγοι έφεσης αρ. 4 και 6.
Ερχόμενοι και στον λόγο έφεσης αρ. 1 οφείλουμε βέβαια να παρατηρήσουμε πως το προαναφερθέν σφάλμα διασυνδέεται άμεσα και με την άλλη εσφαλμένη αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ότι δεν είχε καμμιά σημασία το κατά πόσον στην πορεία του ο Κατηγορούμενος είχε πράσινο ή κόκκινο φως. Είναι όμως διαφορετικό το καθήκον οδηγού ο οποίος προσεγγίζει πράσινο φως στην πορεία του. Αρκούμαστε επί του θέματος αυτού να παραπέμψουμε σε αυτό το στάδιο στην υπόθεση Ανδρέας Νεοφύτου v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409, στην οποία τονίζεται ότι η ορθή αρχή που έχει αναπτύξει η νομολογία είναι ότι «...οδηγός που διασταυρώνει σε φώτα τροχαίας που είναι αναμμένα προς όφελος του, δεν έχει καθήκον επιμέλειας προς τους οδηγούς που παραβιάζουν τα δικά τους φώτα τροχαίας, εκτός βεβαίως του καθήκοντος να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης, εάν όντως είχε επίγνωση της αντίθετης παράνομης διέλευσης. (Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115 και Patsalides v. Yiapani a.o. (1969) 1 C.L.R. 84)».
Στην Patsalides (ανωτέρω), στην οποία παραπέμπει η Ανδρέας Νεοφύτου (ανωτέρω), τυγχάνει σχολιασμού η κλασσική για το θέμα φώτων τροχαίας υπόθεση Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All E.R. 115, την οποίαν και επικαλείται εδώ ο Κατηγορούμενος στην κοινή αιτιολογία των λόγων έφεσης 2 και 3. Ειδικότερα στην Patsalides (ανωτέρω) με παραπομπή σε άλλες σχετικές αποφάσεις διευκρινίζεται αφενός ότι: “...the Eva case was a case of a collision at a cross‑road controlled by traffic‑lights, as is the present case; it was there laid down that a driver crossing a cross‑road with the lights in his favour owes no duty to traffic crossing in disobedience to the lights, beyond a duty, if he in fact sees such traffic, to take all reasonable steps to avoid a collision” και αφετέρου ότι: “…it could not be said that the plaintiff was not entitled to proceed past a traffic light which was in her favour; the only ground for imputing negligence to her would be that she ought to have seen the defendant's car approaching. Although the fact that the traffic light was in her favour entitled her to be judged leniently, that fact did not entitle her to drive on even in the face of evidence danger. The intersection was a large one and since the plaintiff's attention had to be focused on the traffic lights, she could not be accused of negligence for not seeing the defendant's car approaching until the last moment”.
(Έμφαση δοθείσα)
Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με την ευρύτερη αρχή ότι κάθε υπόθεση αμέλειας θα πρέπει να κρίνεται στη βάση των συγκεκριμένων ειδικών περιστάσεων της, οδηγούν στο συμπέρασμα πως και στην παρούσα απαιτείτο να συνυπολογιστεί η ευνοϊκότερη εκδοχή για τον Κατηγορούμενο. Ελλείψει μαρτυρίας και αντίστοιχου ευρήματος ο Κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να κριθεί στη βάση του ότι το φως στην πορεία του ήταν πράσινο. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άνευ ετέρου εσφαλμένη και η καταδικαστική ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε την άποψη πως δικαιολογείται εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) της Ποινικής Δικονομίας, υπό την έννοια ότι δεν προέκυψε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης. Παραπέμπουμε σε όσα σχετικά είχαμε αναφέρει στην υπόθεση Καμπίσιο κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 89/23 κ.ά., ημερ. 13.6.24. Το ουσιώδες ερώτημα σε τέτοιες περιστάσεις είναι εάν παρά τα όποια σφάλματα στοιχειοθετείται ισχυρή υπόθεση για καταδίκη («Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση, σ. 324) και εάν με τη σωστή καθοδήγηση τόσο το εκδικάσαν όσο και κάθε άλλο Δικαστήριο θα κατέληγαν επί του συνόλου της μαρτυρίας αναπόφευκτα σε καταδικαστική απόφαση (A.F.K. κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2018 κ.ά., ημερ. 6.12.19). Στην παρούσα ακριβώς καταλήγουμε, στη βάση των όσων εξηγούμε κατωτέρω, ότι «καταδικαστική θα ήταν η απόφαση του δικάσαντος Δικαστηρίου και εάν δεν υπέπιπτε στα σφάλματα στα οποία υπέπεσε» (Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628).
Στο σημείο αυτό υπεισέρχονται οι λόγοι έφεσης αρ. 2 και 3, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι οι λόγοι με τους οποίους βάλλεται η ουσία της καταδικαστικής ετυμηγορίας. Στο επίκεντρο των λόγων αυτών ευρίσκεται το επιχείρημα ότι ο Κατηγορούμενος δεν είναι ένοχος αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης επί τω ότι δεν αντέδρασε ενώ προσέγγιζε τη φωτοελεγχόμενη διασταύρωση και αυτό, κατά την Υπεράσπιση, επειδή περνούσε με πράσινο.
Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα του Άρθρου 210 Π.Κ. θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επέφερε τον θάνατο άλλου προσώπου, (β) Λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, (γ) Η οποία δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια και (δ) Χωρίς πρόθεση. Τα πρώτα δύο στοιχεία ανωτέρω που αφορούν τον θάνατο και τη συμπεριφορά σχετίζονται με την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, ήτοι το actus reus και τα δύο τελευταία με την υποκειμενική υπόσταση, ήτοι τη mens rea του αδικήματος.
Διαπιστώνεται από σχετική νομολογία ότι οι όροι «αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά» υποδηλώνουν διαζευκτικούς «τρόπους διάπραξης» του ίδιου αδικήματος (Χριστοφή v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 50/24, ημερ. 2.8.24). Θα πρέπει δε να πούμε πως ο όρος «αλόγιστη» υπήρχε στο Άρθρο 210 Π.Κ. και πριν την τροποποίησή του από τον Ν.111/89, ο οποίος στην πραγματικότητα αντικατέστησε μόνο κάποιες λέξεις του actus reus. Υπ' αυτή την έννοια θεωρούμε πως είναι επιτρεπτή και χρήσιμη η καθοδήγηση για το θέμα από την υπόθεση Gavalas v. Police (1985) 2 C.L.R. 114 (Απόφαση Πική, Δ.) στην οποία λέχθηκε ότι: “The actus reus consists of manifestations of negligent conduct that cause the death of a person. Negligence need not be the sole but substantive cause in the chain of causation of death. The criterion for determining negligent conduct for the purpose of defining actus reus is objective. Does the conduct of the accused, objectively evaluated, amount to negligence? The evaluation is made by reference to a driver's duty to take appropriate precautions for the safety of other users to the road”.
Καθίσταται λοιπόν αντιληπτό πως οι διάφορες διαζευκτικά τιθέμενες πράξεις ή συμπεριφορές με τις οποίες διαπράττεται το αδίκημα ελέγχονται στη βάση αντικειμενικού κριτηρίου και είναι στην πραγματικότητα αμελείς συμπεριφορές υπό τη μορφή σφάλματος («Εγκλήματα εναντίον της ζωής και της υγείας στο Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο», Γ. Τζωρτζή, 1991, σ. 101). Το ότι εφαρμόζεται το αντικειμενικό κριτήριο προκύπτει και από την κλασσική στο θέμα R. v. Lawrence [1981] 1 All E.R. 974 (“...the standard of the ordinary prudent motorist...”) καθώς και από την R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502, κατά την επεξήγηση της «επικίνδυνης πράξης» (“Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver...”).
Ειδικότερα, ως προς την έννοια του όρου «επικίνδυνη» πρέπει να λεχθεί πως είναι η συμπεριφορά η οποία δημιουργεί κίνδυνο για τη ζωή άλλου προσώπου αλλά παράλληλα πρέπει να τονιστεί ξανά αυτό που εξηγήθηκε στη Σάββα v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, ήτοι ότι: «...η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη πως την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, όπως και στην περίπτωση της οδήγησης χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα και είναι από αυτή την άποψη, όπως εξηγείται, που δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ εκείνου του αδικήματος και της επικίνδυνης οδήγησης». Ως προς δε την έννοια του σφάλματος που αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, στην ίδια υπόθεση παρατέθηκαν από την υπόθεση Gosney (ανωτέρω) τα εξής: «Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία».
Στην υπόθεση Πέτρου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233 επίσης τονίστηκε πως για την επικίνδυνη οδήγηση απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) και η αποτυχία οδηγού να δει την πεζή η οποία ήταν ορατή από αρκετή απόσταση ενόσω εκείνη διασταύρωνε τον δρόμο, κρίθηκε ως επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που στοιχειοθετούσε το αδίκημα του Άρθρου 210 Π.Κ. Παρομοίως κρίθηκε και στην ίδια την υπόθεση Σάββα (ανωτέρω), στην οποία ο κατηγορούμενος είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του σαφώς επικίνδυνα εκεί που στεκόταν ο αποβιώσας, παρότι ο δρόμος στα δεξιά ήταν ελεύθερος και ενώ ώφειλε να τον είχε δει από αρκετά μεγάλη απόσταση. Η αποτυχία του να τον δει συνιστούσε σφάλμα του και αυτό προφανώς δεν ήταν ασύνδετο και προς τη μειωμένη ικανότητά του να οδηγεί, λόγω της κατανάλωσης οινοπνεύματος και της μεγάλης ταχύτητας.
Ως προς τον όρο «απερίσκεπτη» είναι αυτονόητο ότι σημαίνει για το στάδιο αυτό την ενέργεια, δράση ή συμπεριφορά η οποία γίνεται χωρίς περίσκεψη, ασυλλόγιστα, επιπόλαια, αστόχαστα, η οποία δημιουργεί εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης βλάβης σε άλλο πρόσωπο. Ως παράδειγμα δύναται να αναφερθεί η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Χρυσοστόμου (Αρ.1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473, στην οποίαν ο 17ετής κατηγορούμενος, χωρίς άδεια οδήγησης, εντελώς άπειρος και χωρίς βασικές γνώσεις για την οδήγηση ανέλαβε να οδηγήσει εντός κατοικημένης περιοχής, μεταφέροντας επιβάτες, σε στενό δρόμο με αλλεπάλληλες στροφές και μάλιστα κατά τη νύκτα. Κρίθηκε πως αυτά αποτελούν απερίσκεπτη συμπεριφορά εκ μέρους του κατηγορούμενου ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «κινούμενος κίνδυνος». Η υπόθεση Ανδρέου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409 αφορούσε περίπτωση στην οποία μαθητευόμενος οδηγός, απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και εισήλθε απότομα στην αντίθετη λωρίδα, χωρίς δυνατότητα αποφυγής της θανατηφόρας σύγκρουσης. Κρίθηκε πως με την υπερβολική ταχύτητα η οδήγηση, η οποία ήταν εν πάση περιπτώσει επικίνδυνη και εντός του Άρθρου 210 Π.Κ., ταξινομείτο πλέον και ως απερίσκεπτη.
Για τον όρο «αλόγιστη», καθοδήγηση λαμβάνεται από την υπόθεση Ζυπιτής κ.ά. v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, από την οποία προκύπτει ότι σημαίνει μη λελογισμένη ενέργεια, η οποία δηλαδή δεν είναι απόρροια της κοινής λογικής και η οποία εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο.
Όσον αφορά την απαιτούμενη mens rea θα πρέπει κατ' αρχάς να λεχθεί ότι το ίδιο το Άρθρο 210 Π.Κ. ορίζει ότι η «αμέλεια» αυτή δεν πρέπει να είναι «υπαίτια» (culpable negligence). Αυτό εξηγείται και στη Μαυρομμάτης v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69, στην οποία με αναφορά σε παλαιότερη νομολογία, εξηγείται ότι η «ποινική» αμέλεια του Άρθρου 210 είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια του Άρθρου 205 (ανθρωποκτονία) αλλά μεγαλύτερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για την οδήγηση χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, η οποία ευρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την «αστική» αμέλεια (civil law negligence). Όπως συναφώς εξηγείται στις υποθέσεις Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 256 και Λοϊζίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 965 για το Άρθρο 205 απαιτείται η ενσυνείδητη ή υποκειμενική αμέλεια (“recklessness”) της υπόθεσης Cunningham [1957] 2 All E.R. 412 (“the accused has foreseen that the particular kind of harm might be done and yet has gone on to take the risk of it”), ενώ για το Άρθρο 210 Π.Κ. αρκεί ο κατηγορούμενος να έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο ως μια δυνατότητα (possibility), χωρίς να απαιτείται επίγνωση και ενσυνείδητη ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου.
Η ουσία του πράγματος είναι πως, ως είχαμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε στην υπόθεση Χριστοφή (ανωτέρω), για τη στοιχειοθέτηση της αναγκαίας mens rea του Άρθρου 210 Π.Κ. αρκεί reckless συμπεριφορά υπό την έννοια που έχει αναλυθεί στην υπόθεση R. v. Lawrence (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία απαιτείται να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο:
(α) Πρώτον, ότι ο κατηγορούμενος πράγματι οδηγούσε το όχημα κατά τρόπον που δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχαινε να χρησιμοποιούσε τον δρόμο και
(β) Δεύτερον, ότι ο κατηγορούμενος οδηγώντας κατ' αυτό τον τρόπο δεν είχε αναλογιστεί την πιθανότητα (possibility) ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή έχοντας αναλογιστεί πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος εντούτοις συνέχισε αναλαμβάνοντας τον.
Το Δικαστήριο είναι που αποφασίζει κατά πόσον ο κίνδυνος αυτός ήταν εμφανής και σοβαρός και κατά την απόφαση του αυτή χρησιμοποιεί το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού. Αν εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα το Δικαστήριο δικαιούται να συμπεράνει ότι υπήρχε είτε η μια είτε η άλλη από τις νοητικές καταστάσεις που απαιτούνται, αφού εξεταστεί όμως και οποιαδήποτε πιθανή εξήγηση του κατηγορούμενου η οποία δυνατόν να αναιρέσει το συμπέρασμα.
Στην παρούσα περίπτωση αποτέλεσε αναμφισβήτητο εύρημα ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε αντιληφθεί το όχημα των θυμάτων πριν τη σύγκρουση, εξ ου και δεν είχε λάβει οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής της, κτυπώντας βίαια στο όχημά τους. Δεν ήταν όμως η περίπτωση που ο κίνδυνος εμφανίστηκε όλως ξαφνικά, απροσδόκητα και απότομα μπροστά στον Κατηγορούμενο, δηλαδή κατά τρόπον που δεν υπήρχε περιθώριο αντίδρασης, όπως π.χ. συνέβη στις περιπτώσεις Evripidou v. Police (1969) 2 C.L.R. 71, Themistocleous v. Police (1981) 2 C.L.R. 200, Murrel v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 217, Ιωάννου v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 113.
Αποτέλεσε παράλληλα εύρημα πως το όχημα των θυμάτων ήταν ορατό στον Κατηγορούμενο όταν εκείνο διήνυσε έξι μέτρα εντός της διασταύρωσης και ότι κατ' αυτή τη στιγμή ο Κατηγορούμενος ευρίσκετο σε απόσταση 44μ. μέχρι το σημείο σύγκρουσης. Όπως ήδη εξηγήσαμε, εξεταζόμενης της περίπτωσης στη βάση του ότι είχε ο ίδιος το πράσινο φως υπέρ του, έπεται βάσει της Patsalides (ανωτέρω), πως η μόνη βάση επί της οποίας δύναται να τού αποδοθεί ευθύνη έγκειται στο ότι ώφειλε να είχε αντιληφθεί το όχημα των θυμάτων εντός της διασταύρωσης, αφού υπήρχε ικανή και αρκετή απόσταση μεταξύ τους (“...the only ground for imputing negligence to her would be that she ought to have seen the...car approaching”). Αυτή η παράλειψη ήταν σφάλμα του Κατηγορούμενου. Η παράλειψη αυτή ήταν που συνιστούσε αποτυχία, πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας του μέσου ικανού και έμπειρου οδηγού, με άλλα λόγια ήταν σφάλμα [βλ. Σάββα, (ανωτέρω), Γενικού Εισαγγελέα v. Χρυσοστόμου, (ανωτέρω), Πέτρου, (ανωτέρω)].
Βεβαίως ένα τέτοιο σφάλμα από οδηγό ο οποίος προσεγγίζει πράσινο φως ενδεχομένως υπό άλλες περιστάσεις από πλευράς mens rea να μην υπερέβαινε το χαμηλότερο επίπεδο αμέλειας, (του Άρθρου 8 του Ν.86/72) και δη ενδεχομένως να κρινόταν ως παράβαση του καθήκοντος δέουσας παρατηρητικότητας και λήψης αποτρεπτικών μέτρων. Είναι σε αυτό στο οποίο κατατείνουν οι εισηγήσεις της Υπεράσπισης στην παρούσα, προβάλλοντας τη δικαιωματική είσοδο στη διασταύρωση με πράσινο φως.
Οι εισηγήσεις αυτές στηρίζονται επί εσφαλμένου υποβάθρου γεγονότων, καθότι εστιάζουν μόνο στο πράσινο φως στην πορεία του Κατηγορούμενου και σε τίποτε άλλο, αποσυνδέοντας πλήρως από τον συλλογισμό της υπαγωγής ουσιώδη στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν την όλη οδήγηση, δηλαδή τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου. Όμως ο Κατηγορούμενος οδηγούσε ευρισκόμενος υπό την επήρεια αλκοόλης (και κάνναβης) και πλησίαζε φωτοελεγχόμενη διασταύρωση έχοντας ταχύτητα σχεδόν διπλάσια του επιτρεπόμενου ορίου. Ασφαλώς πρόκειται για μη λελογισμένη, επικίνδυνη και επιπόλαια συμπεριφορά, η οποία εγκυμονούσε κινδύνους πρόκλησης σωματικών βλαβών σε άλλους χρήστες του δρόμου.
Το ουσιωδέστερο βέβαια είναι πως η συγκεκριμένη αλόγιστη, επικίνδυνη και απερίσκεπτη οδήγηση συνδέεται αιτιωδώς, με άλλα λόγια ευθύνεται, για το σφάλμα του Κατηγορούμενου, ήτοι για το ότι απέτυχε από αρκετή απόσταση να δει το άλλο όχημα το οποίο ευρίσκετο εντός της μεγάλης αυτής διασταύρωσης. Δεν θα επαναλάβουμε τα όσα στη βάση μαρτυρίας ορθώς παρέθεσε ο πρωτόδικος Δικαστής περί της μείωσης της ικανότητας οδήγησης λόγω της κατανάλωσης αλκοόλης και της χρήσης κάνναβης. Η οποία διαπίστωση στηριζόταν και σε επιστημονική μαρτυρία της Μ.Κ.21 που δεν προσβάλλεται με την έφεση.
Μας εκφράζουν και θα επαναλάβουμε, ως ισχύοντα και στην παρούσα, από την υπόθεση Σάββα (ανωτέρω) ότι: «[Ό]φειλε να τον είχε δει από αρκετά μεγάλη απόσταση, ήταν σφάλμα του να μήν τον δεί και αυτό προφανώς δεν ήταν ασύνδετο και προς τη μειωμένη ικανότητά του να οδηγεί λόγω της κατανάλωσης οινοπνεύματος» και από την υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Χρυσοστόμου (ανωτέρω) ότι: «[Έ]νας στοιχειωδώς ικανός οδηγός, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ένα απλούστατο ελαφρύ ελιγμό, εφόσον δεν έτρεχε». Εν ολίγοις, η οδήγηση του Κατηγορούμενου με μεγάλη ταχύτητα και υπό την επήρεια αλκοόλης και κάνναβης ήταν ήδη αλόγιστη, επικίνδυνη και απερίσκεπτη και εξ αυτής προκλήθηκε το σφάλμα. Η οδήγηση αυτή εκ φύσεως εγκυμονούσε κίνδυνο πρόκλησης βλάβης σε άλλον. Όπως πολύ χαρακτηριστικά είχε λεχθεί στην Γιαννάκης Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120: «Η αλόγιστη οδήγηση του εφεσείοντος εγκυμονούσε, καθώς και ο ίδιος θα πρέπει να αντιλαμβανόταν, σοβαρούς κινδύνους για τους οποίους αδιαφόρησε, με την ελπίδα βέβαια ότι τίποτα δεν θα συνέβαινε. Να όμως που κάποτε συμβαίνει. Και, εν προκειμένω, δύο νέοι άντρες βρίσκονται τώρα στον τάφο». Την πιθανότητα αυτή είτε δεν είχε αναλογιστεί ο Κατηγορούμενος είτε την αγνόησε, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο επέλευσης ενός τέτοιου κινδύνου και του αποτελέσματός του. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ευθύνη του Κατηγορούμενου, η οποία πληροί την αναγκαία mens rea.
Καταληκτικά, η υπόθεση αντικρίζεται ως συνολική συμπεριφορά που προκάλεσε τον θάνατο και όχι απομονωμένα ως παράλειψη λήψης αποτρεπτικών μέτρων, όπως ενδεχομένως δίδεται η εντύπωση από τη σειρά με την οποία πρωτοδίκως είχαν αναπτυχθεί τα θέματα. Εν πάση περιπτώσει, είχαν επισημανθεί δεόντως όλα τα στοιχεία στα οποία έχουμε αναφερθεί και κυρίως ήταν ορθή η κατάληξη ότι πληρούτο η mens rea του Άρθρου 210 Π.Κ..
Οι λόγοι έφεσης 1 έως 4 και 6 απορρίπτονται.
Λόγοι Έφεσης αρ. 11 και 12
Με τους λόγους έφεσης αρ. 11 και 12 ο Κατηγορούμενος εγείρει ζητήματα εν σχέσει με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (causation) μεταξύ της οδήγησής του και του θανάτου των θυμάτων. Πρωτοδίκως είχαν αναφερθεί στη μη χρήση ζώνης από τα θύματα μόνον ο πρώτος αστυφύλακας που έφτασε στη σκηνή (Μ.Κ.9), ο υπεύθυνος των πυροσβεστών, με τις οδηγίες του οποίου είχε διενεργηθεί ο απεγκλωβισμός των θυμάτων από τα συντρίμμια του οχήματός τους (Μ.Κ.15) και ο εξεταστής της υπόθεσης (Μ.Κ.1), ο οποίος είχε αφιχθεί αργότερα (06:45), αλλά ενημερώθηκε σχετικά από παρόντα μέλη της Αστυνομίας για τα προηγηθέντα και δη για το ότι τα θύματα δεν φορούσαν ζώνη ασφαλείας. Όταν ο εξεταστής ερωτήθηκε αντεξεταζόμενος κατά πόσον συμφωνεί ότι τα θύματα δεν έφεραν ζώνη ασφαλείας απάντησε καταφατικά. Έτσι το θέμα αυτό θεωρείται κατ’ ακρίβειαν αναντίλεκτο μεταξύ των δύο πλευρών.
Πρωτοδίκως η Υπεράσπιση είχε εισηγηθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσκόμισε μαρτυρία ως προς το κατά πόσον η μη πρόσδεση με ζώνη ασφαλείας συνέτεινε στον θάνατο ή ως προς το κατά πόσον η χρήση ζώνης θα απέτρεπε τον θάνατο. Στη βάση αυτή η Υπεράσπιση είχε εισηγηθεί περαιτέρω πως «εάν οι αποθανόντες φορούσαν τη ζώνη ασφαλείας τους δεν θα πέθαιναν».
Στα πλαίσια της έφεσης ο Κατηγορούμενος προβάλλει, με τον λόγο έφεσης αρ. 11, πως είναι εσφαλμένη η μη εξέταση πρωτοδίκως της «ουσιώδους γραμμής της υπεράσπισης ότι η μη χρήση ζώνης από τους αποθανόντες έσπασε την αιτιώδη συνάφεια» και με τον λόγο έφεσης αρ. 12 ότι είναι εσφαλμένο το εύρημα ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας «μεταξύ της οδήγησης του και του θανάτου των θυμάτων».
Επί του λόγου έφεσης αρ. 11 θα πρέπει εν πρώτοις να συμφωνήσουμε με την Εφεσίβλητη ότι καθόλη την ακροαματική διαδικασία δεν είχε τεθεί οποιαδήποτε ερώτηση ή υποβολή, η οποία θα έτεινε έστω να παράσχει κάποια ένδειξη για τέτοια υπερασπιστική γραμμή. Μοναδική εξαίρεση ήταν η μια προαναφερθείσα ερώτηση που είχε τεθεί στον Μ.Κ.1 και τούτη μόνο για το αν τα θύματα έφεραν ή όχι ζώνη ασφαλείας, για την οποία ερώτηση και πάλι συμφωνούμε με την Εφεσίβλητη ότι δεν εμπεριέχει τέτοια υπερασπιστική γραμμή.
Κατά δεύτερον, ούτως ή άλλως δεν ευσταθεί ο λόγος έφεσης αρ. 11 διότι (ως επιβεβαιώνει και η ύπαρξη του επόμενου λόγου έφεσης αρ. 12), το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πραγματικότητα εξέτασε το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας. Στο πλαίσιο δε του σχετικού συλλογισμού του είχε καταλήξει, μεταξύ άλλων, πως «το ότι τα θύματα δεν έφεραν ζώνες ασφαλείας υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, καθίσταται άνευ σημασίας».
Όσον αφορά ειδικότερα τον λόγο έφεσης αρ. 12 σημειώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέπεμψε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Αντωνίου (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 915, στην οποία είχε λεχθεί ότι:
«Είναι αρκετό συνεπώς η ενέργεια ή πράξη ή παράλειψη του κατηγορουμένου να είναι μία από τις αιτίες θανάτου του θύματος, η οποία βεβαίως να μην είναι επουσιώδης, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η νομική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πράξης και του αποτελέσματος. Η νομική αυτή αρχή έχει κωδικοποιηθεί στο Άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπου προβλέπεται:
“211. Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι επέφερε θάνατο άλλου, αν και η πράξη του δεν είναι η άμεση ή η μόνη αιτία από την οποία προήλθε ο θάνατος σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α).........................
(ε) αν η τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν θα επέφερε το θάνατο, εκτός αν συνακολουθείτο από πράξη ή παράλειψη αυτού που φονεύτηκε ή άλλων προσώπων..”».
Κρίνουμε χρήσιμο προς περαιτέρω καθοδήγηση να παραπέμψουμε και στις υποθέσεις Λοϊζίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (ανωτέρω), Voicu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 78/2016, ημερ. 10.9.18, E. Sakkas & Sons Developers Ltd v. Gazim, Πολ. Έφ. 173/2014, ημερ. 15.9.21, Παπαεπιφανείου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 16/2021, ημερ. 19.10.21, Γενικός Εισαγγελέας v. Λ.Ι.Κ. κ.ά, Πολ. Έφ. 142/2019 κ.ά., ημερ. 21.9.22. Στη Voicu (ανωτέρω) το θέμα είχε τεθεί ως εξής:
«Από τη νομολογία σαφώς προκύπτει, ως αναγκαίος όρος για τη διάγνωση ενοχής, η διασύνδεση της παράνομης πράξης ή παράλειψης του κατηγορούμενου με το επιζήμιο γεγονός. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κοινής λογικής, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Ιδιαίτερο πρόβλημα ανακύπτει σε περίπτωση, όπως στην υπό κρίση, όπου υπεισέρχεται πέραν της μιας αιτίας και σε ποια από αυτές θα πρέπει να αποδοθεί ο θάνατος.
Σε πρώτο στάδιο θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί ότι αν δεν λάμβανε χώρα η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ο θάνατος δεν θα επερχόταν («but for test»): Η συμπεριφορά του κατηγορούμενου θα πρέπει να συνιστά μια conditio sine qua non, αναγκαίο και απαραίτητο όρο της παραγωγής του αποτελέσματος (factual causation) (R. V. White (1910) 2 Q.B. 124).
Θα πρέπει όμως στη συνέχεια να εξεταστεί αν η πράξη του κατηγορούμενου αποτελεί ενεργό και ουσιαστική αιτία του θανάτου (operative and substantial cause of death) (R. V. Smith (1959) 2 Q.B. 35, Rossides (ανωτέρω)), χωρίς όμως να απαιτείται ‑ η πράξη ‑ να είναι η μόνη ή η κύρια αιτία (the sole or the main cause of death)...».
Στην ίδια υπόθεση, Voicu (ανωτέρω), εξηγήθηκε και το ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι το έτερο γεγονός (εκεί η κατάκλιση, εδώ η μη χρήση ζώνης), δεν αποτέλεσε την ουσιαστική αιτία θανάτου. Όπως τονίστηκε: «[Τ]ο βάρος της Κατηγορούσας Αρχής περιορίζεται στο να αποδείξει ότι η ενέργεια του κατηγορούμενου παραμένει ενεργός και ουσιαστική αιτία θανάτου». Με αναφορά στην υπόθεση Hennigan [1971] 3 All E.R. 133, επεξηγείται χαρακτηριστικά στο σύγγραμμα Card, Cross & Jones Criminal Law, 20η έκδοση, 2012, §2.32, σ. 51 ότι: “Courts have often said that a specified consequence can only be attributed to D (ie his conduct will be a legal cause of it) if his conduct was a substantial cause of it. “Substantial” in this context does not mean “principal” or “predominant”; it merely means that D’s contribution to the consequence must be more than a minimal, minute or negligible contribution (which would be ignored anyway under the general de minimis principle)”.
Χρήσιμο θεωρούμε και το ακόλουθο απόσπασμα από την αγγλική υπόθεση L [2010] EWCA Crim. 1249, η οποία αφορούσε θανατηφόρο δυστύχημα και στην οποία με αναφορά σε παλαιότερες αυθεντίες όπως η Hennigan (ανωτέρω), οι σχετικές αρχές είχαν συνοψιστεί ως εξής:
“Those authorities establish or recognise these principles: first, the defendant's driving must have played a part not simply in creating the occasion for the fatal accident, i.e. causation in the "but for" sense, but in bringing it about; secondly, no particular degree of contribution is required beyond a negligible one; thirdly, there may be cases in which the judge should rule that the driving is too remote from the later event to have been the cause of it, and should accordingly withdraw the case from the jury...”.
Στην παρούσα υπόθεση είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι οι τρεις επιβαίνοντες στο VC 107 είχαν αποβιώσει εξαιτίας πολυτραυματισμών συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος (Τεκμήρια 9, 10). Στις αντίστοιχες ιατροδικαστικές εκθέσεις καταγράφονται για τον καθένα ξεχωριστά τα τραύματα του καθενός. Μεταξύ αυτών παρατίθενται η ρήξη καρδίας, ρήξεις πνευμόνων, ήπατος, σπληνός και κάταγμα κρανίου (για τον οδηγό), ρήξη καρδίας, ρήξεις πνευμόνων, θλάσεις ήπατος και κατάγματα στέρνου και πλευρών (για τον συνοδηγό) και αιμορραγική διήθηση παρεγκεφαλίδας, θλάσεις αυχενικού νωτιαίου μυελού, ρήξεις πνευμόνων και κατάγματα αυχενικού σπονδύλου (για τον επιβάτη). Σημειώνεται δε για ό,τι αξίζει, πως ασχέτως της μη χρήσης ζώνης όλοι οι επιβαίνοντες στο VC 107 είχαν εγκλωβιστεί στο αυτοκίνητο και απαιτήθηκε η παρέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για τον απεγκλωβισμό τους.
Η εισήγηση του Κατηγορούμενου ισοδυναμεί με το ότι όλα τα πιο πάνω συνδέονται αιτιωδώς με τη μη χρήση ζώνης και όχι με την ίδια τη σύγκρουση, το κτύπημα στο αυτοκίνητό τους, δηλαδή τη δράση ή ενέργεια του ιδίου. Ασφαλώς δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Έχουμε την άποψη πως το κτύπημα στο αυτοκίνητο των θυμάτων με ταχύτητα περί τα 80 χ.α.ω. ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ικανό και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ίδια η οδήγηση με τέτοια ταχύτητα και η βίαιη σύγκρουση με το όχημα των θυμάτων συνιστά ενεργή και ουσιαστική αιτία των τριών θανάτων.
Αυτό, χωρίς να απαιτείται όπως η δράση του Κατηγορούμενου είναι η μόνη ή η κύρια αιτία θανάτου. Όπως περαιτέρω είχε λεχθεί στην Παπαεπιφανείου (ανωτέρω): «[Τ]ο εάν ήταν ή όχι ορθά προσδεδεμένο το θύμα με ζώνη ασφαλείας ουδόλως επηρεάζει στην κατάληξη». Έχουμε την άποψη πως η Κατηγορούσα Αρχή είχε αποσείσει το βάρος που τής ανήκε, ήτοι ότι η οδήγηση του Κατηγορούμενου συνέβαλε ενεργώς και ουσιαστικώς στην πρόκληση των θανάτων, η δε συμβολή αυτή δεν ήταν καθόλου αμελητέα (negligible). Εν πάση περιπτώσει κανένα στοιχείο της μαρτυρίας δεν έτεινε έστω να δείξει ότι εάν τα θύματα φορούσαν τις ζώνες τους θα επιζούσαν μετά από τέτοια σύγκρουση.
Στη βάση των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης αρ. 11 και 12 υπόκεινται σε απόρριψη.
Ποινική Έφεση αρ. 68/2023
Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέως έχει περιοριστεί μόνο στον λόγο έφεσης αρ. 2. Όπως έχουμε πει προσβάλλεται ως ανεπαρκές το πρόστιμο των €300 που έχει επιβάλει ο πρωτόδικος Δικαστής στο αδίκημα της οδήγησης καθ' ον χρόνον η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του Κατηγορούμενου ήταν 72 χλστ αντί 50 χλστ (Κατηγορία 6).
Στο κείμενο της ποινής ο πρωτόδικος Δικαστής, παρότι αρχικά κατέγραψε ορθώς τις λεπτομέρειες της Κατηγορίας 6 (που αναφερόταν σε 72 χλστ αντί 50 χλστ), εντούτοις συνέχισε να αναφέρεται στο εύρος το οποίο είχε υπολογιστεί μεταξύ 116 χλστ και 160 χλστ. Προχωρώντας όμως να καθορίσει τις ποινές φαίνεται πως στηρίχθηκε ξανά στις λεπτομέρειες της κατηγορίας, βάσει των οποίων η περίπτωση εντάσσετο στο Άρθρο 11(1)(α) του περί Οδικής Ασφάλειας Ν.174/86. Το υποεδάφιο αυτό αφορά την περίπτωση που η αναλογία στο αίμα είναι μικρότερη των 82 χλστ και η προβλεπόμενη ποινή για τέτοια υπέρβαση ήταν κατά τον επίδικο χρόνο μέχρι €1.000. Έτσι ενώ σε όλες τις άλλες ποινές επέβαλε ποινές φυλάκισης στην Κατηγορία 6 επέβαλε την προαναφερθείσα ποινή προστίμου των €300.
Όπως διαπιστώνουμε από το διάγραμμα αγόρευσης η έφεση κατά της ανεπάρκειας της ποινής προωθείται με βασικό επιχείρημα ότι το υπολογισθέν εύρος ήταν μεγαλύτερο. Κάτι που θα ενέτασσε την περίπτωση όμως στο υποεδ. (1)(β) για το οποίο προβλεπόταν (τότε) φυλάκιση μέχρι 3 μήνες ή πρόστιμο μέχρι €2.000. Δεν ήταν όμως αυτή η περίπτωση εδώ, ως έχουμε εξηγήσει. Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέως δεν μπορεί να επιτύχει.
Θα θέλαμε όμως να επισημάνουμε πως δεδομένου ότι τα γεγονότα της Κατηγορίας 6 αφορούσαν τη χρονική στιγμή της σύγκρουσης αποτελούσε ορθότερη πρακτική να μην επιβάλλετο οποιαδήποτε ποινή στην Κατηγορία 6. Αυτό στη βάση της αρχής ότι όπου τα γεγονότα μιας κατηγορίας είναι στενά συνυφασμένα ή εμπεριέχονται στα γεγονότα άλλης κατηγορίας, είναι προτιμότερο και λογικότερο να μην επιβάλλεται ποινή στην κατηγορία που επιφέρει τη μικρότερη ποινή (Περικλέους v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 34, Ηρακλέους v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 174).
Κατάληξη
Στη βάση όλων των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο