Προκοπία Σάββα v. Κωνσταντίνος Κωστάππης, Πολιτική Έφεση αρ. Ε12/2025, 21/5/2025
print
Τίτλος:
Προκοπία Σάββα v. Κωνσταντίνος Κωστάππης, Πολιτική Έφεση αρ. Ε12/2025, 21/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε12/2025)

21 Μαΐου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ – ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]

                  

Προκοπία Σάββα

Εφεσείουσα

ν.

Κωνσταντίνος Κωστάππης

Εφεσίβλητος

Αίτηση ημ. 24.3.2025 υπό εφεσίβλητου – αιτητή

για απόρριψη της έφεσης ως προδήλως αβάσιμης

Για εφεσίβλητο – αιτητή: κος Νίκος Θεοδώρου

Για εφεσείουσα – καθ’ ης η αίτηση: κα Ρέβη Προδρόμου

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την υπό κρίση ειδοποίηση έφεσης, η εφεσείουσα προσβάλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 8.1.2025, με την οποία ακυρώθηκε το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης της εφεσείουσας ημερομηνίας 12.07.2024, στην αγωγή 9370/2010.

Μετά από την καταχώρηση τριών ενδιάμεσων αιτήσεων της εφεσείουσας στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, μεταξύ άλλων για αναστολή της πρωτόδικης απόφασης και των διαδικασιών εκτέλεσης της, ακολούθησε εκ μέρους του εφεσίβλητου η καταχώρηση της παρούσας αίτησης, με την οποία ζητά τον παραμερισμό της έφεσης ως προδήλως αβάσιμης, δυνάμει των προνοιών του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Η παρούσα λόγω της φύσης της, αποφασίστηκε όπως εκδικαστεί πριν τις αιτήσεις της εφεσείουσας.  

Στην ένορκη δήλωση της παρούσας αίτησης, γίνεται αναφορά στις διαφορές των διαδίκων που χρονολογούνται από το 2009. Η εκδοχή του εφεσίβλητου – αιτητή, είναι ότι αγόρασε το 2009 ένα διαμέρισμα στους Αγίους Ομολογητές από την εταιρεία Loizia & Sons Contracting and Building (Overseas) Limited, με σκοπό να μετακομίσει μόνιμα και να διαμείνει σε αυτό. Ωστόσο, η εφεσείουσα και ακόμη ένα πρόσωπο (εναγόμενος 2 στην αγωγή 9370/2010) μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, αρνήθηκαν να του παραδώσουν την κατοχή του διαμερίσματος και συνέχισαν να το κατέχουν παράνομα. Αναγκάστηκε να καταχωρήσει εναντίον τους, καθώς και εναντίον της πωλήτριας εταιρείας, την αγωγή με αριθμό 9370/2010 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επισημαίνεται ότι η αγωγή δεν προωθήθηκε τελικά εναντίον της εταιρείας.

Το γεγονός ότι η κατοχή του διαμερίσματος από τον εναγόμενο 2 και την εφεσείουσα ήταν παράνομη, επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 24.1.2020, στην προαναφερόμενη αγωγή. Mε την εν λόγω απόφαση, διατάχθηκαν οι εναγόμενοι 2 και 3 να παύσουν να επεμβαίνουν και/ή να κατέχουν το πιο πάνω διαμέρισμα.

Στην συνέχεια καταχωρίστηκαν οι πιο κάτω διαδικασίες:

1.    Η εφεσείουσα και ο εναγόμενος 2, καταχώρησαν έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης, η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση.

2.    H εφεσείουσα και ο εναγόμενος 2, καταχώρησαν αίτηση για αναστολή της εν λόγω απόφασης, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Στις 7.7.2020, στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης υπό όρους. Μεταξύ αυτών των όρων, ήταν η καταβολή από την εφεσείουσα μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, του ποσού των €450,00 από 1.8.2020 και κάθε 1η ημέρα εκάστου επόμενου μήνα, σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό που θα ανοιγόταν επ’ ονόματι των δικηγόρων των διάδικων.

3.    Το διάταγμα αναστολής της απόφασης, προνοούσε επίσης ότι η παράλειψη εκτέλεσης οποιουδήποτε όρου, ακυρώνει την αναστολή και δίδει δικαίωμα εκτέλεσης της απόφασης. Ενόψει μη συμμόρφωσης με τους πιο πάνω όρους, η αναστολή τερματίστηκε και η απόφαση κατέστη εκτελεστή.

4.    Κατόπιν αίτησης του εφεσίβλητου, στις 29.9.2023, με απόφαση - διάταγμα του Δικαστηρίου, καθορίστηκε προθεσμία συμμόρφωσης των εναγόμενων σε 30 ημέρες, από την επίδοση της απόφασης. Δηλαδή, διατάχθηκε όπως, εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης, παραδοθεί στον εφεσίβλητο κενό και ελεύθερο κατοχής το επίδικο διαμέρισμα.

5.    Αντίγραφο της απόφασης και του διατάγματος του Δικαστηρίου επιδόθηκε προσωπικά στην εφεσείουσα στις 13.2.2024.

6.    Η εφεσείουσα παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις προθεσμίες που προνοούνταν στην απόφαση - διάταγμα.

7.    Στις 18.4.2024, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο διέταξε την έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής, του επίδικου διαμερίσματος.

8.    Στις 22.05.2024, κατόπιν σχετικής αίτησης του εφεσίβλητου, εκδόθηκε ένταλμα ανάκτησης κατοχής του διαμερίσματος.

Είναι η θέση του εφεσίβλητου ότι η εφεσείουσα συνεχίζει, μέχρι και σήμερα, να επεμβαίνει και να κατέχει το επίδικο διαμέρισμα κατά παράβαση της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου στην αγωγή 9370/2010. Όπως δε πληροφορήθηκε εκ των υστέρων από ένοικους άλλων διαμερισμάτων στην πολυκατοικία, ο εναγόμενος 2 έχει αποβιώσει.

Προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου ότι καταχωρίστηκαν και άλλες διαδικασίες από την εφεσείουσα. Στις 11.3.2024, καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία ζητούσε την αναστολή του εντάλματος ανάκτησης κατοχής. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση στην αίτηση. Ενώ εκκρεμούσε προς εκδίκαση η εν λόγω αίτηση, η εφεσείουσα μονομερώς, με δεύτερη αίτηση της ημερομηνίας 12.7.2024, εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα για αναστολή εκτέλεσης της διαδικασίας ανάκτησης κατοχής του διαμερίσματος από τους εναγομένους 2 και 3. Το προσωρινό διάταγμα εκδόθηκε σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ενόψει του διατάγματος αναστολής που εκδόθηκε στις 7.7.2020 στα πλαίσια της αγωγής, για το οποίο προκύπτει ότι υπάρχει ζήτημα συμμόρφωσης ή μερικής συμμόρφωσης ως το λεκτικό του».

Είναι η θέση του εφεσίβλητου όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση της παρούσας αίτησης ότι με τις εν λόγω αιτήσεις της, η εφεσείουσα επαναφέρει ζητήματα που είχαν ήδη εγερθεί και αποφασιστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο, με την απόφασή του ημερομηνίας 24.1.2020 στην ουσία της αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την υπό κρίση απόφασή του ημερομηνίας 8.1.2025, ακύρωσε το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα στην αίτηση ημερομηνίας 12.07.2024 και απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας για τους ακόλουθους λόγους:

·        Η νομική βάση της αίτησης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα του διαδίκου να προωθεί ένδικο διάβημα, δεν συνδέεται με τις αιτούμενες θεραπείες.

·        Διαπιστώνεται κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας καθώς η εφεσείουσα επιδιώκει εκ νέου τη χορήγηση της ίδιας θεραπείας (αναστολή εκτέλεσης της απόφασης), παρά το γεγονός ότι έχει ήδη εκδοθεί σχετικό διάταγμα στο παρελθόν, με το οποίο δεν έχει συμμορφωθεί.

·        Η εφεσείουσα δεν έχει συμμορφωθεί με τους όρους του διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, ημερομηνίας 7.7.2020.

Εναντίον της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση, στην οποία προβάλλει 14 λόγους για τους οποίους εισηγείται ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Επιπλέον, η εφεσείουσα καταχώρησε 3 αιτήσεις, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης.

Στην πρώτη αίτηση ημ. 12.2.2025, η εφεσείουσα αιτείται «διάταγμα του δικαστηρίου το οποίο να αναστέλλει, και ή να ακυρώσει την εκτέλεση του διατάγματος εξώσεως». Με την δεύτερη αίτηση ημερομηνίας 24.2.2025, η εφεσείουσα αιτείται τροποποίηση της πρώτης αίτησης ημερομηνίας 12.02.2025. Ουσιαστικά ζητά την τροποποίηση από το Εφετείο του των όρων που τέθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στο εκ συμφώνου διάταγμα ημερομηνίας 7.7.2020 και συγκεκριμένα να συμπεριληφθεί στο αιτητικό της αίτησης της, αίτημα για αναστολή και/ή ακύρωση του διατάγματος έξωσης αλλά και του διατάγματος για καταβολή μηνιαίων δόσεων εκ €450,00. Με την τρίτη αίτησή της ημερομηνίας 13.03.2025, η εφεσείουσα ζητά την τροποποίηση της πρώτης αίτησής της ημερομηνίας 12.02.2025, με την προσθήκη νομικής βάσης.

Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας αίτησης από τον εφεσίβλητο, με την οποία ζητά την απόρριψη της έφεσης ως προδήλως αβάσιμης, δυνάμει των προνοιών του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, οι λόγοι έφεσης όπως έχουν διατυπωθεί, δεν προσδιορίζουν με ακρίβεια ή καθόλου τα επίδικα θέματα και δεν συνιστούν λόγο προσβολής και ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης.

Η εφεσείουσα με την ένσταση της, ισχυρίζεται ότι η παρούσα έφεση εγείρει σημαντικά νομικά και πραγματικά ζητήματα, τα οποία αφορούν μεταξύ άλλων την ενδεχόμενη παραβίαση κανόνων περί πληρεξουσίων, την παραγραφή δικαιωμάτων μετόχων καθώς και την εκτέλεση πράξεων εταιρείας, χωρίς την απαιτούμενη εξουσιοδότηση ή συγκατάθεση των μετόχων της. Τα πιο πάνω ζητήματα δεν μπορούν κατά την εφεσείουσα να επιλυθούν σε προκαταρκτικό στάδιο και απαιτούν ουσιαστική εξέταση, κατά τη δικάσιμο της έφεσης. Η τυχόν διαγραφή της έφεσης χωρίς την εξέταση αυτών των ζητημάτων θα συνιστούσε κατά την εφεσείουσα, παραβίαση της δικονομικής ισότητας και στέρηση ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου, σε αντίθεση με τις αρχές που διέπουν την πολιτική δικονομία και τα Άρθρα 30 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ.

Νομική πτυχή

Το Μέρος 41.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, το οποίο δίδει εξουσία του Εφετείο να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης, προβλέπει τα ακόλουθα:

« 41.9. Διαγραφή ειδοποιήσεων έφεσης και παραμερισμός ή επιβολή όρων.

(1) Το Εφετείο δύναται κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα:

(α) να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης εν όλω ή εν μέρει·

(β) να επιβάλει ή να διαφοροποιήσει όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκηθεί έφεση.

(2) Το Εφετείο ασκεί τις εξουσίες του, δυνάμει της παραγράφου (1) μόνο όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος να το πράξει και αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο διάδικο.

(3) Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.

Σημειώνεται ότι παρόμοια αντίστοιχη πρόνοια, περιλαμβάνεται στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.

Λόγω της ομοιότητας των δύο προνοιών, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τον Κανονισμό 10 (i) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, είναι βοηθητική για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσας διαδικασίας.

Στην υπόθεση Tricor Ltd υπό εκκαθάριση (δια του εκκαθαριστή της Αθανάση Νεοφύτου) v. Eurobank Cyprus Ltd (πρώην Eurobank EFG Cyprus Ltd), Πολ. Έφεση E66/2020, ημ. 12/1/2023, λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:

«…έφεση δυνατόν να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β) την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος .» Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν.»

Στην υπόθεση Χρυσοστόμου v. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στην οποία γίνεται αναφορά στην Tricor (ανωτέρω), λέχθηκε συγκεκριμένα ότι:

«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή του η φύση της εξουσίας για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος. (Βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621.)»

Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση  Ιωάννης Σεκέρσαββας κ.α. ν. Τουρκική Δημοκρατία Πολ. Έφεση 415/19 ημ. 31.10.2024, στην οποία με παραπομπή στα ισχύοντα στην Αγγλία, παρατίθεται το πιο κάτω απόσπασμα από το αγγλικό σύγγραμμα Annual Practice (2015) (Volume 1), page 1903 - Part 52, Rule 9(3) of the Civil Procedure Rules (CPR) υπό τον τίτλο «striking out an appeal notice»:

«…CPR r.52.9 reflects the jurisdiction which a court must have in order to safeguard its own proceedings from abuse and to deal with an appeal in a summary manner if it thinks that appropriate

Προστίθεται δε στην πιο πάνω απόφαση, ότι τούτο, είναι επιπρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα, αφού στην Αγγλία απαιτείται η εκ των προτέρων λήψη άδειας (leave to appeal) από το Δικαστήριο πριν την καταχώρηση έφεσης, κάτι που δεν ισχύει στην Κύπρο, εκτός για εφέσεις που αφορούν αποκλειστικά τα έξοδα.

Αναφορικά με την ειδοποίηση έφεσης σε πολιτική διαδικασία, αναφέρονται τα πιο κάτω στο Μέρος 41.2 (4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

«Η ειδοποίηση εφεσείοντα πρέπει να αναφέρει τους λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους και να υποστηρίζεται από τα έγγραφα τα οποία παρατίθενται στο σχετικό έντυπο»

Στην εξέταση του κατά πόσον μια ειδοποίηση έφεσης μπορεί να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει του Μέρους 41.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023, σημαντικό είναι να εξεταστεί η σαφήνεια των λόγων έφεσης αλλά και η τεκμηρίωση στην συναφή αιτιολογία που τους συνοδεύει.

Σχετική είναι η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γιώργου Μαυρέα κ.α., Ποινικές Εφέσεις 13/2022, 14/2022, 15/2022, 16/2022, 17/2022 & 18/2022, ημ. 25/2/2025. Παρότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε ποινική έφεση, εντούτοις συνόψισε τις γενικές αρχές, αναφορικά με τον τρόπο σύνταξης της ειδοποίησης έφεσης που εφαρμόζεται γενικά σε όλες τις εφέσεις. Αναφέρθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

« Οι λόγοι έφεσης επί του εφετηρίου χωρίζονται σε δύο τμήματα, τον «λόγο έφεσης» και την «αιτιολογία». Στον «λόγο έφεσης», με περιεκτικό, συνοπτικό και στοχευμένο τρόπο προσδιορίζεται επακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων παραπονιέται. Με τον τρόπο αυτό, το Εφετείο δύναται με ευκολία να εντοπίσει και να κατανοήσει το παράπονο του εφεσείοντος και με ανάλογη στόχευση, να το εξετάσει και να δώσει απάντηση. Στην «αιτιολογία» σε απόλυτη και περιοριστική συνάφεια με τον «λόγο έφεσης», χωρίς αχρείαστους πλατειασμούς, παρατίθενται οι λεπτομέρειες του «λόγου έφεσης».

Ως προδιαγράφει και ο υπότιτλος, δίνεται η αιτιολογία του λόγου έφεσης με παραπομπή σε σχετικά γεγονότα, σε επίμαχες αναφορές στην εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και σε βοηθητική νομολογία όπου χρειάζεται. Δεν επιτρέπεται στην «αιτιολογία» η έγερση, επέκταση ή ανάπτυξη θεμάτων που δεν καλύπτονται από τον «λόγο έφεσης», ο οποίος αποτελεί το μόνο και μοναδικό υπόβαθρό προς εξέταση. Όπου γίνεται τούτο, οι αναφορές αγνοούνται από το Εφετείο.»

Έγινε επιπλέον παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Θεοχάρους v. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.α. Πολ. Έφεση 285/2014, ημερ.27.2.2024:

«Παρεμβάλλουμε, ότι ο κατά τα άλλα εναργής λόγος έφεσης 3, φαίνεται να διευρύνεται, σε τέτοια μεγάλη έκταση στη συνοδευτική αιτιολογία στο εφετήριο, που κατ' ελάχιστον, να προξενεί σύγχυση και τέτοιο πλατειασμό ώστε να αναιρεί - και αυτό όχι ως ζήτημα τύπου ή φορμαλισμού αλλά ουσίας - το καθήκον για συγκεκριμενοποίηση του όποιου λόγου έφεσης ταυτόχρονα με τη συνοδό και άμεσα σχετική αιτιολογία του, η οποία πρέπει να συγκροτεί, ακριβώς, εκείνο που ο λόγος έφεσης αποδίδει και όχι να περικλείει συγκεκαλυμμένα πρόσθετους λόγους έφεσης (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Tricor Limited, Π.Ε. 28/23, ημ. 6.7.23, ECLI:CY:AD:2023:D98».

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι στην «αιτιολογία» δεν πρέπει να υπάρχει εκτενής επιχειρηματολογία. Τούτο γίνεται στα περιγράμματα που ακολουθούν, αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία, ενώπιον του Εφετείου. Στην απόφαση Σαμουρίδης v. Inzeyannis Πολ. Έφεση 326/14, ημερ.18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A133, λέχθηκε ότι ο προσδιορισμός του κατ’ ισχυρισμό πρωτόδικου λάθους, αναφέρεται στον λόγο έφεσης ενώ στην αιτιολογία, στοιχειοθετείται με συνοπτικό τρόπο το κατ’ ισχυρισμό σφάλμα. Χωρίς το ένα ή το άλλο, ο λόγος έφεσης είναι ατελής.

Συμπεράσματα

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης, θεωρούμε σημαντικό να σημειώσουμε τα πιο κάτω:

Εντοπίζεται στην αγόρευση της συνηγόρου για την εφεσείουσα, ισχυρισμός ότι ο συνήγορος του εφεσιβλήτου, εκδήλωσε «μια ύπουλη στάση και μια σεξιστική στάση» προς την εφεσείουσα, και ότι χειρίζεται την παρούσα υπόθεση, εξυπηρετώντας προσωπικά του συμφέροντα.

Παρά την γενικότητα των πιο πάνω ισχυρισμών, επειδή πρόκειται για πάρα πολύ σοβαρές κατηγορίες, ζητήσαμε από την συνήγορο της εφεσείουσας να διευκρινίσει και να δώσει λεπτομέρειες, σε τι συνίσταται η πιο πάνω συμπεριφορά που επικαλείται στην γραπτή αγόρευση της, εναντίον του συναδέλφου της. Η συνήγορος χωρίς να απαντήσει επί της ουσίας στο ερώτημα μας, ανέφερε ότι αυτό της είπε η εφεσείουσα, η οποία θεώρησε ότι η συμπεριφορά του δικηγόρου ήταν τέτοια, που δικαιολογούσε αυτούς του ισχυρισμούς.

Πρέπει να τονίσουμε ότι θεωρούμε απαράδεκτη την τακτική, ένας συνήγορος να υιοθετεί αβασάνιστα και χωρίς διερεύνηση ή τεκμηρίωση, τέτοιου είδους καταγγελίες εναντίον συναδέλφου του, που συνιστούν εκτός από πειθαρχικά και ποινικά αδικήματα και να τις συμπεριλαμβάνει μάλιστα και στην γραπτή αγόρευσή του. Ο δικηγόρος θα πρέπει να παρουσιάζει την υπόθεση του χωρίς φόβο, αλλά αυτό εξυπακούει ότι πρέπει να γίνεται πάντοτε μέσα στα πλαίσια σεβασμού και ευγένειας, τόσο προς το Δικαστήριο, όσο και προς τους συναδέλφους του αλλά και τους αντιδίκους. Η υιοθέτηση τέτοιας φύσης κατηγοριών εναντίον αντίδικου δικηγόρου χωρίς προηγούμενη διερεύνηση και τεκμηρίωση δεν συνάδει κατά την κρίση μας, με τα όσα η δικηγορική δεοντολογία επιβάλλει.

Το γεγονός ότι η συνήγορος αναφέρει ότι αυτά της είπε η πελάτιδα της και απλά τα μεταφέρει στην αγόρευσή της, δεν αποτελεί δικαιολογία. Πέραν του ότι δημιουργείται αχρείαστη ένταση κατά την διαδικασία, η υποβολή τόσο σοβαρών κατηγοριών χωρίς τεκμηρίωση, δυνατόν να έχει και άλλες συνέπειες σε αυτόν που τις προβάλλει αβασάνιστα, στις οποίες δεν θέλουμε να υπεισέλθουμε στο παρόν στάδιο.

 Αναφορικά με την ουσία του αιτήματος για απόρριψη της έφεσης ως προδήλως αβάσιμης, έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές αλλά και τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, εξετάσαμε κάθε λόγο έφεσης ξεχωριστά, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης.

Η ειδοποίηση έφεσης στηρίζεται σε 14 λόγους. Από την αρχή πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει συνοχή στην σύνταξη των λόγων έφεσης. Ούτε οι λόγοι έφεσης συνοδεύονται από αιτιολογία ως ήταν η υποχρέωση της εφεσείουσας δυνάμει τους Μέρους 41.2 (4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ώστε να παρατίθενται λεπτομέρειες, για το ποιο είναι το συγκεκριμένο παράπονο της εφεσείουσας.

Σημειώνουμε ότι σύμφωνα με την υπόθεση Σαμουρίδης v. Inzeyannis (ανωτέρω), απουσία της προβλεπόμενης από τους θεσμούς αιτιολογίας, καθιστά τον λόγο έφεσης, ατελή και ατεκμηρίωτο (βλ. επίσης Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ 112). Η αιτιολόγηση των λόγων έφεσης συνιστά δικονομική υποχρέωση, απουσία της οποίας οδηγεί σε απόρριψη τους. Έχει μάλιστα νομολογηθεί ότι ακόμη και στην περίπτωση όπου παρατίθεται κάποια αιτιολογία, αλλά με αυτήν επαναλαμβάνεται απλά ο λόγος έφεσης, χωρίς περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση του παραπόνου, δεν ικανοποιείται η δικονομική υποχρέωση για αιτιολόγηση των λόγων έφεσης. Σχετική είναι μεταξύ άλλων η υπόθεση Λοΐζου v. Κώστουλλου κ.α., Πολ. Έφεση 397/2014, 13/7/2022, ECLI:CY:AD:2022:A299, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:      

«Ο συγκεκριμένος λόγος είναι εκ της φύσης του καταδικασμένος σε αποτυχία.  Είναι γενικός και αόριστος στην καταγραφή του, ενώ δεν προσφέρεται καμιά ουσιαστική αιτιολογία προς υποστήριξη του πέραν της φράσης πως «στα γεγονότα της παρούσας αγωγής δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 70-72 του Κεφ. 149 και οι αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού» επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το λόγο έφεσης. Αποκλίνοντας, με αυτό τον τρόπο, από τη δικονομική υποχρέωση για αιτιολόγηση των λόγων έφεσης, η απουσία της οποίας οδηγεί σε απόρριψη του, αν ληφθεί υπόψη πως η επιχειρηματολογία γύρω από το λόγον αυτόν, απλά τον επανάλαβε, χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνηση ή επεξήγηση (Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 832).  Έχοντας υπόψη πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής.»

Έτσι, και στην παρούσα περίπτωση, με την πλήρη απουσία στην ειδοποίηση έφεσης, αιτιολογίας που να συνοδεύει τους λόγους έφεσης, δημιουργείται αδυναμία προσδιορισμού για το τι ακριβώς προσβάλει η εφεσείουσα, σε κάθε ξεχωριστό λόγο έφεσης.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, προβάλλεται επιπλέον η γενική θέση σε πλείστους από τους λόγους έφεσης, ότι «το Δικαστήριο δεν μερίμνησε για αμεροληψία» χωρίς να εξειδικεύεται ποιο είναι το συγκεκριμένο παράπονο της εφεσείουσας. Από την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου της ειδοποίησης έφεσης, προκύπτει ένα συνονθύλευμα ανορθόγραφων, και χωρίς λογικό ειρμό ισχυρισμών, για ζητήματα τα οποία έχουν ήδη εγερθεί και αποφασιστεί στο πλαίσιο της αγωγής 9370/2010 και σε προηγούμενες αιτήσεις της εφεσείουσας για αναστολή εκτέλεσης και του κατά πόσον τήρησε τους όρους αναστολής.

Γίνεται επίσης εκτεταμένη παραπομπή, στην έφεση που καταχωρήθηκε εναντίον της τελικής απόφασης στην αγωγή 9370/2010, με την οποία διατάχθηκε η παράδοση του διαμερίσματος χωρίς και πάλι να διευκρινίζεται, ποιο είναι το συγκεκριμένο παράπονο της εφεσείουσας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο και αν προσπαθήσει κάποιος, δεν θα εντοπίσει στο κείμενο της ειδοποίησης έφεσης, κανένα ζήτημα που να σχετίζεται με τους λόγους, για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα και απέρριψε την ενδιάμεση αίτηση της εφεσείουσας για αναστολή του διατάγματος έξωσης.

Σημειώνεται ότι η παρούσα έφεση δεν στρέφεται εναντίον της τελικής απόφασης στην αγωγή 9370/2010. Αντιθέτως, στρέφεται κατά ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που εκδόθηκε στο στάδιο εκτέλεσης της απόφασης στην εν λόγω αγωγή, με την οποία ακυρώθηκε προσωρινό διάταγμα που διέτασσε την αναστολή της διαδικασίας, αναφορικά με το ένταλμα ανάκτησης κατοχής του επίδικου διαμερίσματος. Αποφασίστηκε μεταξύ άλλων στην υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση ότι η νομική βάση της αίτησης δεν συνδεόταν με τις αιτούμενες θεραπείες και ότι υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από την εφεσείουσα, η οποία επεδίωξε εκ νέου τη χορήγηση της ίδιας θεραπείας για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη εκδοθεί σχετικό διάταγμα στο παρελθόν, με το οποίο δεν έχει συμμορφωθεί.

Όπως δε πολύ ορθά επισημαίνει ο συνήγορος για τον εφεσίβλητο, δεν εντοπίζεται στο κείμενο της ειδοποίησης έφεσης, οποιοσδήποτε λόγος που να αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση, ειδικότερα την πρωτοδίκη κατάληξη σύμφωνα με την οποία, η νομική βάση της αίτησης δεν συνδέονταν με τις αιτούμενες θεραπείες και ότι η αίτηση συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Η γενική θέση στον 14ο λόγο έφεσης ότι η αίτηση στηριζόταν σε «νομική βάση» και στα γεγονότα της αίτησης, δεν διασαφηνίζει ποιο είναι το παράπονο της εφεσείουσας, αναφορικά με την πρωτόδικη κρίση ως προς την λανθασμένη νομική βάση της αίτησης.

Είναι σαφές ενόψει όλων όσων έχουμε αναφέρει ότι οι λόγοι έφεσης, πέραν του ότι δεν συνοδεύονται από ειδική αιτιολογία, δεν έχουν κανένα λογικό ειρμό, ούτε σχετίζονται με την πρωτόδικη απόφαση και τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η υπό κρίση αίτηση της εφεσείουσας.

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η παρούσα έφεση είναι προδήλως αβάσιμη και ως εκ τούτου, διατάσσεται η απόρριψη της δυνάμει του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Επιδικάζονται €3.000,00 πλέον ΦΠΑ έξοδα της παρούσας έφεσης εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

 

 

                                                          Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

                                                          Σ. Χριστοδουλίδου – Μέσσιου, Δ.

 

 

 

                                                          Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο