ΔΗΜΟΣ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΡΑΤΗ, Πολιτική Έφεση αρ. E47/2025, 28/5/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΣ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΡΑΤΗ, Πολιτική Έφεση αρ. E47/2025, 28/5/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. E47/2025

i-justice)

 

28 Μαΐου 2025

 

 

ΔΗΜΟΣ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ

Εφεσείοντας

v.

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΡΑΤΗ

Εφεσίβλητου

 

-----------------------------

 

Γ. Βαλιαντής με Χρ. Παρασκευά (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.

Λ. Λουκαΐδης για Λουκής Γ. Λουκαΐδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.


 

 

Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο επετράπη, δυνάμει του Μέρους 23.13(2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 («οι Κανονισμοί»), η αντεξέταση της ενόρκως δηλούσας, σε ένορκη δήλωση που συνόδευε την ενδιάμεση αίτηση των εφεσειόντων, η οποία καταχωρίστηκε δυνάμει του Μέρους 12 των Κανονισμών, για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

Κρίνεται χρήσιμη μία σύνοψη των περιστατικών της υπόθεσης. Η βάση της απαίτησης του εφεσίβλητου είναι η κατ’ ισχυρισμόν οχληρία, η οποία προκύπτει από την κατ’ ισχυρισμό παράνομη εγκατάσταση πυροσβεστικής υπηρεσίας σε χώρο που γειτονεύει με την οικία του.

 

Με αίτηση του εφεσείοντα για αμφισβήτηση της διαδικασίας, η οποία καταχωρίστηκε δυνάμει του Μέρους 12 των Κανονισμών, καθώς και με την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει υποστηρίζεται ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για τα επίδικα θέματα που εγείρονται με την απαίτηση έχει το Διοικητικό Δικαστήριο.  Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης της ενόρκως δηλούσας, υποστηρίζεται ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει προσβάλει την πολεοδομική άδεια ούτε και την άδεια οικοδομής ούτε την άδεια λειτουργίας της πυροσβεστικής υπηρεσίας στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος εντός της προθεσμίας των 75 ημερών. Είναι η θέση της ενόρκως δηλούσας ότι αποκλειστική δικαιοδοσία «για όλα τα συναφή επίδικα θέματα» έχει δικαιοδοσία μόνο το Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και ότι «μόνο το Διοικητικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για τυχόν παρανομίες.» Στην παράγραφο 9.1 της ένορκης δήλωσης, η ενόρκως δηλούσα υποστηρίζει ότι η κατ’ ισχυρισμόν παράνομη εγκατάσταση της πυροσβεστικής υπηρεσίας σχετίζεται και βασίζεται σε εκτελεστές διοικητικές πράξεις τις οποίες ο εφεσίβλητος δεν πρόσβαλε βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στην παράγραφο 9.2. της ένορκης δήλωσης, η ενόρκως δηλούσα υποστηρίζει ότι «η σχετική αδειοδότηση αναφορικά με την εγκατάσταση της πυροσβεστικής υπηρεσίας σχετίζεται και βασίζεται σε εκτελεστές διοικητικές πράξεις» τις οποίες ο εφεσίβλητος δεν πρόσβαλε ως ανωτέρω. Στην παράγραφο 9.3 της ένορκης δήλωσης, η ενόρκως δηλούσα υποστηρίζει ότι η εγκατάσταση υπαίθριου πυροσβεστικού σταθμού, κατ’ ισχυρισμό παράνομου μηχανουργείου και κατ’ ισχυρισμό παράνομου πλυντηρίου φορτηγών και οχημάτων σχετίζονται και βασίζονται σε εκτελεστές διοικητικές πράξεις τις οποίες ο εφεσίβλητος δεν πρόσβαλε, ως ανωτέρω. Στο τέλος δε της παραγράφου 9.3. η ομνύουσα υποστηρίζει ότι μόνο το Διοικητικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για τις ισχυριζόμενες παρανομίες.

 

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε γραπτή αίτηση αντεξέτασης της ενόρκως δηλούσας, αναφορικά με τις παραγράφους 5-10, 13 και 15 της επίδικης ένορκης δήλωσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση για αντεξέταση, εφαρμόζοντας το Μέρος 23.13 των Κανονισμών, μόνο επί πολύ συγκεκριμένης πτυχής των πιο πάνω αναφερόμενων παραγράφων 7 και 9.1-9.3 της επίδικης ένορκης δήλωσης, με το εξής σκεπτικό:

 

«Όπως προκύπτει από τη νομολογία, το έργο του Δικαστηρίου σε ενδιάμεσες αιτήσεις είναι περιορισμένο στα νομικά θέματα που τις αφορούν. Το Δικαστήριο επίσης στα πλαίσια της παρούσας περιορίζεται να εξετάσει κατά πόσο η αιτούμενη αντεξέταση θα συμβάλει στο να αποκρυσταλλώσει τα επίδικα θέματα που καλείται να αποφασίσει και όχι να επεκταθεί σε θέματα διαφωνίας ή αμφισβήτησης των μερών ή στη μείωση της αξιοπιστίας του ενός και στην ενίσχυση της αξιοπιστίας του άλλου. Συνεπώς, συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίση μου είναι ότι η πλευρά του ενάγοντα έχει αποδείξει καλό λόγο ώστε το Δικαστήριο να προχωρήσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να επιτρέψει την αντεξέταση της ενόρκου δηλούσας επί των παρα. 7 και 9.1-9.3 όσον αφορά την ισχυριζόμενη ύπαρξη άδειας και/ή αδειών της πυροσβεστικής υπηρεσίας, θέματα τα οποία άπτονται της ουσίας της αίτησης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας που ο εναγόμενος 2  έχει καταχωρήσει. Στο σημείο αυτό οφείλω να επισημάνω ότι ναι μεν το εγειρόμενο θέμα της δικαιοδοσίας είναι νομικό, αλλά ο εναγόμενος 2 το στηρίζει σε ένα γεγονός το οποίο δεν προκύπτει να προβάλλεται από την έκθεση απαίτησης του ενάγοντα και στη σχετική με αυτήν ένορκη δήλωση. Η αντεξέταση επί των θεμάτων κρίση μου είναι ότι θα συμβάλει στο να ξεκαθαρίσει το επίδικο στην αίτηση του εναγόμενου 2 θέμα.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ενέκρινε την αίτηση αντεξέτασης, καθώς σε αυτή δεν προβλήθηκε ούτε στοιχειοθετήθηκε κανένας καλός λόγος και/ή οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του κατ’ εξαίρεση μέτρου της αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα σε ενδιάμεση αίτηση και περαιτέρω η νομική βάση της αίτησης ήταν ελλιπής και/ή ανεπαρκής και/ή δεν συμβαδίζει και δεν συμμορφώνεται με τις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Με την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης απαριθμούνται και εξειδικεύονται τα πιο κάτω ζητήματα:

 

Πρώτον, ο εφεσείοντας υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ενέκρινε την αίτηση του εφεσίβλητου, λόγω του ότι στη νομική βάση αυτής συμπεριλήφθηκε το Μέρος 32.6 των Κανονισμών και όχι το Μέρος 23.13 των Κανονισμών.

 

Θεωρώ ότι αναφορικά με το πιο πάνω εγερθέν σημείο, τυγχάνουν εφαρμογής τα λεχθέντα στην υπόθεση ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ v. ΧΡΙΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2024, 18/10/2024.

 

«Επισημαίνουμε ότι με τη θέσπιση των νέων Κανονισμών, πέραν των ουσιαστικών διαδικαστικών αλλαγών, επιχειρείται μια αλλαγή κουλτούρας και φιλοσοφίας. Μιας κουλτούρας και φιλοσοφίας σύγχρονης και προοδευτικής που θα επιτρέπει στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του πρωταρχικού σκοπού, να διαχειρίζεται τις υποθέσεις με ευελιξία και πρακτικότητα προς εξυπηρέτηση του δικαίου και της δικαιοσύνης. Παράλληλα σκοπείται η απομάκρυνση από δυσλειτουργικές και αχρείαστες διαδικασίες που ενίοτε συνέτειναν σε καθυστερήσεις, αύξαναν  κατά τρόπο αχαλίνωτο τα έξοδα και τη δαπάνη της υπόθεσης και αντιστρατεύονταν την όλη προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης. Ο πρωταρχικός σκοπός προάγει τη συμμετοχή στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και όχι τον αποκλεισμό απ' αυτήν, τηρουμένων βεβαίως της κατά κανόνα συμμόρφωσης με τεθείσες προθεσμίες, τύπους και προϋποθέσεις.

 

……........…………………………………………………………………

 

Στον λόγο ένστασης 4 υποδεικνύεται ορθά ότι δεν καταγράφεται στη νομική πτυχή της Αίτησης το Μέρος 23 των Κανονισμών. Θα προσθέταμε μάλιστα ότι ούτε το Μέρος 1 - το οποίο είναι ίσως ακόμα πιο σημαντικό - δεν καταγράφεται. Στον λόγο ένστασης 5 υποδεικνύεται ότι το «έντυπο 34» δεν είναι ορθά/πλήρως συμπληρωμένο. Τούτο ισχύει σε ό,τι αφορά το «πλήρως». Εν πάση περιπτώσει, οι παραλείψεις αυτές δεν ακυρώνουν το διάβημα. Ούτε κρίνονται υπό τις περιστάσεις σοβαρές, ώστε να δικαιολογείται απόρριψη του διαβήματος (βλ. Μέρος 3, Κανονισμός 8 (1) και (2) των Κανονισμών). Στο βαθμό δε που οι παραλείψεις αυτές αποτελούν σφάλμα, εκδίδεται διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος (Μέρος 3, Κανονισμός 8(1)(β)). Σχετική κατ' αναλογία είναι η υπόθεση Αναφορικά με A.G.PAPHITIS & CO. LLC Πολ. Αίτηση 112/2023, ημερ.22.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, ECLI:CY:AD:2023:D297, η οποία αφορούσε καταχωρηθείσα επί λανθασμένου τύπου, αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης αίτησης για έκδοση άδειας για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari (βλ. επίσης Mucinic v. SKY CAC LTD κ.α. Πολ. Έφεση Ε1/2019, ημερ. 7.6.2024)

 

Επισημαίνω ειδικότερα ότι εν προκειμένω, ο εφεσίβλητος, αντί στη νομική βάση της αίτησης αντεξέτασης να αναφερθεί στο Μέρος 23.13(2) των Κανονισμών, στη βάση του οποίου εξέτασε τελικά το αίτημά του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στο Μέρος 32.6 των Κανονισμών, το οποίο αναφέρεται σε διάταγμα αντεξέτασης «σε ακρόαση άλλη από δίκη». Ενώ στο Μέρος 23.13(2), το οποίο εφαρμόζεται σε αιτήσεις για έκδοση δικαστικών διαταγμάτων, προβλέπεται ότι το Δικαστήριο δύναται «για καλό λόγο» να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη αίτησης, στο Μέρος 32.6 δεν γίνεται αναφορά στο εν λόγω κριτήριο.

 

Επισημαίνω περαιτέρω, ότι στην παρούσα υπόθεση, ο εφεσείοντας με τον πέμπτο λόγο ένστασής του αναφορικά με την αίτηση αντεξέτασης που καταχώρισε ο εφεσίβλητος, υποστήριξε ότι σε αυτή δεν προβάλλεται ούτε στοιχειοθετείται κανένας «καλός λόγος» για τον οποίο θα πρέπει να εγκριθεί. Επομένως, ο εφεσίβλητος επιχειρηματολόγησε και προώθησε τις θέσεις του, στη βάση του Μέρους 23.13 το οποίο και εφάρμοσε εν τέλει το Δικαστήριο. Είναι επομένως κατά την άποψή μου έκδηλο, ότι η μη συμπερίληψη του Μέρους 23.13 στη νομική βάση της αίτησης του εφεσίβλητου, ουδεμία δυσχέρεια προκάλεσε στον εφεσείοντα, ο οποίος επιχειρηματολόγησε προς υποστήριξη της ένστασής του, με βάση το δικονομικό κανόνα τον οποίο ο ίδιος επικαλέστηκε και τον οποίο το  Δικαστήριο εφάρμοσε. Συνεπώς, το σφάλμα του εφεσίβλητου το οποίο επικαλείται, δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό, και κατά την άποψη μου δεν έχρηζε κατ’ ανάγκην διόρθωσης. Εν κατακλείδι, το πρώτο επιχείρημα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης κρίνεται ατελέσφορο και δεν μπορεί να οδηγήσει στην επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, συνίσταται στο ότι στην αίτηση για αντεξέταση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος, δεν έγινε η επίκληση οποιουδήποτε λόγου, αιτιολογίας ή εξειδίκευσης αναφορικά με την αιτούμενη αντεξέταση. Το δεύτερο ζήτημα συναρτάται με το τρίτο σημείο το οποίο εγείρεται με την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ήτοι ότι ενώ το Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι «το βάρος βρίσκεται δε στους ώμους του αιτητή να παραθέσει γραπτώς τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η υπόθεση του εμπίπτει στην κατηγορία των εξαιρετικών περιπτώσεων», εντούτοις, ενέκρινε την αίτηση αντεξέτασης, χωρίς να προκύπτει από το σώμα της το κριτήριο του «καλού λόγου». Ούτε και καταχωρίστηκε από πλευράς εφεσίβλητου ένορκη δήλωση, που να συνόδευε την αίτηση αντεξέτασης και να υποστήριζε συναφώς την αίτησή του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατά την προφορική του αγόρευση ενώπιον του Εφετείου, έθεσε το πιο πάνω ζήτημα εύστοχα και συνοπτικά. Έθεσε το ερώτημα, εάν αίτηση αντεξέτασης η οποία, όπως εν προκειμένω, είναι γενική και αόριστη μπορεί να αποτελέσει τη βάση για διαμόρφωση πρωτόδικης κρίσης. Έθιξε δε και ζητήματα παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, και της αρχής της ισότητας των όπλων. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομική πτυχή του όλου ζητήματος την οποία θα αναλύσω κατωτέρω, είμαι της άποψης ότι η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.

 

Εν πρώτοις, πράγματι διαπιστώνω μία αντίφαση μεταξύ των πιο πάνω λεχθέντων από το πρωτόδικο Δικαστήριο περί της αναγκαιότητας της γραπτής παράθεσης των λόγων από πλευράς αιτητή, και των όσων ανέφερε σε άλλο σημείο της απόφασή του, ήτοι ότι το αίτημα για αντεξέταση μπορεί να γίνει και προφορικά.

 

Τονίζεται στο σημείο αυτό, ότι το όλο ζήτημα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο του συνόλου των Κανονισμών. Στο Μέρος 23.2(1)(α) προβλέπεται ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι ο αιτητής ζητά δικαστικό διάταγμα με αίτηση, εκτός αν κανονισμός επιτρέπει διαφορετικά. Η «αίτηση» ορίζεται στο Μέρος 23.1 (1) ως «έγγραφο με το οποίο ο αιτητής ζητά από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος (το δικαστικό διάταγμα ή το διάταγμα) σε επερχόμενη η εκκρεμούσα διαδικασία».

 

Προκύπτει αβίαστα από το λεκτικό του Μέρους 23.13 (2) ότι για να επιτρέψει το Δικαστήριο την αντεξέταση στο πλαίσιο αυτού, δεν απαιτείται η καταχώριση «αίτησης».

 

Εν όψει των δύο πιο πάνω προνοιών, θεωρώ ότι στο πλαίσιο των Κανονισμών αίτημα για έκδοση διατάγματος αντεξέτασης δύναται να υποβληθεί και προφορικώς. Εξυπακούεται, επομένως, ότι στο νέο δικονομικό πλαίσιο, οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής ζητεί την αντεξέταση μπορούν να αναζητηθούν και στην αγόρευση του δικηγόρου του.

 

Στην παρούσα, διαφαίνεται από την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσίβλητου, εν όψει της σχετικής εκεί παραπομπής σε συγκεκριμένο απόσπασμα από την υπόθεση Frederickou Schools Co Ltd και άλλων v. Acuac Inc (2002) 1Γ ΑΑΔ1527, ότι μεταξύ άλλων, ο λόγος για τον οποίο ο εφεσίβλητος προέβη στο αίτημα του, είναι η αντίκρουση της αλήθειας ως προς τα γεγονότα που επικαλείται ο εφεσείοντας στις πιο πάνω παραγράφους της επίδικης ένορκης δήλωσης, ήτοι περί της ύπαρξης των εκεί αναφερομένων αδειών. Από εξέταση των παραγράφων στις οποίες ρητώς αναφέρθηκε ο εφεσείοντας, προκύπτει αβίαστα ότι το μόνο το οποίο μπορεί ευλόγως να αμφισβητεί ο εφεσίβλητος στο πλαίσιο της αίτησης του εφεσείοντα για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας, είναι η ύπαρξη των επικαλούμενων από την ίδια την ομνύουσα σχετικών διοικητικών πράξεων. Πρόκειται για τον μοναδικό συναφή με το εγειρόμενο με την αίτηση των εφεσειόντων για αμφισβήτηση της διαδικασίας, ισχυρισμό γεγονότος. Επίσης, σχετική με τα επίδικα θέματα στα οποία αφορούσε εξ ορισμού η αίτηση αντεξέτασης, είναι και η ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου η οποία συνόδευε την ένστασή του στην αίτηση του εφεσίβλητου για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας, στην οποία απαντάται σωρεία ισχυρισμών του περί πληροφόρησής του από διάφορα πρόσωπα ότι δεν υπήρχε καμία άδεια σχετική με τα επίδικα υποστατικά.

 

Περαιτέρω, ως γνωστόν, δεν μπορεί γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της ενόρκως δηλούσας, η οποία είναι δικηγόρος, επί των θεμάτων κυπριακού δικαίου, όπως τοποθετείται στην εν λόγω ένορκη δήλωσή της, βλ.  ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AG ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS, Συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 178/2022, κ.ά., 12/1/2023 και ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ARTHUR PETROV, Πολιτική Έφεση αρ. 32/2024, 8/4/2024.

 

Εν όψει των δύο πιο πάνω διαπιστώσεων μου, κρίνω ότι συνακόλουθα, δεν ευσταθεί η θέση του εφεσείοντα ότι εν όψει της γενικότητας της αίτησης παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όπλων, εφόσον δεν ήταν ευδιάκριτο ποιο σημείο μπορούσε να αφορά η ζητούμενη αντεξέταση.

 

Θεωρώ ότι η νομολογία αναφορικά με την ύπαρξη «καλού λόγου» με βάση τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας εξακολουθεί να είναι διαφωτιστική. Στην υπόθεση Κόκκινου Μαρία ν. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 ΑΑΔ 2523 εξετάστηκε η έννοια της εν λόγω φράσης, αναφορικά με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ως η σχετική Δ.48 θ.4(2) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»

 

Εν προκειμένω, ο ίδιος ο εφεσείοντας επεσήμανε και εξειδίκευσε με την αίτησή του για αμφισβήτηση της διαδικασίας, ποιο ακριβώς είναι το επίδικο ζήτημα της ενδιάμεσης διαδικασίας το οποίο χρήζει επίλυσης.  

 

Πέραν της ύπαρξης καλού λόγου, το άλλο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, εφόσον ασκεί διακριτική ευχέρεια, είναι η εφαρμογή του πρωταρχικού σκοπού, βλ. Μέρος 1.3 (1) (α) των Κανονισμών. Ο ίδιος ο εφεσείοντας επικαλέστηκε τον πρωταρχικό σκοπό στην ένστασή του, προς υποστήριξη της θέσης του ότι η αίτηση αντεξέτασης έπρεπε να απορριφθεί.

 

Εν όψει των πιο πάνω ξεκάθαρων νομικών αρχών οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής αναφορικά με το αίτημα αντεξέτασης, καθώς και των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι ο εφεσείοντας δεν τέθηκε προ εκπλήξεως, ούτε σε μειονεκτική θέση, ανεξαρτήτως της γενικότητας με την οποία έχει τεθεί η αίτηση του εφεσίβλητου. Η εμβέλεια των παραγόντων που δύναται να λάβει υπόψη το Δικαστήριο για να εκδώσει διάταγμα αντεξέτασης προβλέπεται, αφενός από τη νομολογία, και αφετέρου από ρητές πρόνοιες των Κανονισμών.

 

Επαναλαμβάνω ότι εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη προς έγκριση της αίτησης αντεξέτασης, ότι αυτή «θα συμβάλει στο να ξεκαθαρίσει το επίδικο στην αίτηση του εναγόμενου 2 θέμα».

 

Ο πιο πάνω παράγοντας, σαφώς αποτελεί «καλό λόγο» εν τη εννοία της νομολογίας και παράλληλα σαφώς εμπίπτει εντός του Μέρους 1.2(2)(δ), ήτοι, αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στη διασφάλιση ταχέος και δίκαιου χειρισμού της αίτησης του εφεσείοντα αναφορικά με την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

Εν όψει των πιο πάνω δεδομένων, κρίνω ότι στην υπό κρίση υπόθεση, συνάγεται ξεκάθαρα, από τον νόμο, τη νομολογία, τη φύση της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση αντεξέτασης στην οποία αναφύονται αβίαστα τα επίδικα θέματα επί των οποίων η αντεξέταση αποσκοπεί να αντικρούσει, καθώς και από το περιεχόμενο των παραγράφων της ένορκης δήλωσης επί των οποίων ζητείται η αντεξέταση, σε τι αποσκοπεί η αιτούμενη αντεξέταση. Συνακόλουθα, υπό αυτές τις ειδικές περιστάσεις, στην παρούσα υπόθεση, η γενική διατύπωση της αίτησης αντεξέτασης, δεν αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων (όπως εισηγείται ο εφεσείοντας) και δεν αποτελεί εμπόδιο στην έγκρισή της.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, δεν διαπιστώνω σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου. Στην υπόθεση A.B. v. Γ. Δ., ΄Εφεση Αρ. 23/2021, 23/6/2022, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει, ειδικά αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει ή όχι, διαταγή αντεξέτασης, στο πλαίσιο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι κοινό έδαφος βεβαίως ότι η διαταγή αυτή μπορεί να δοθεί ή να μη δοθεί κατά διακριτική ευχέρεια.  Συνεπώς για να επέμβει το Εφετείο θα πρέπει να καταδειχθεί πως η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε εκτός του πλαισίου του Νόμου, ή διαπιστώνεται πλάνη στα γεγονότα ή λήψη εξωγενών παραγόντων ή νομική πλάνη ή όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία (βλ. Νικολάου, Πολ. Έφ. 117/16, ημερ. 25.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:A188, ECLI:CY:AD:2017:A188.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από τη σχετική επί του θέματος νομολογία (Λευτέρη Μήλου, (2008)1 Α.Α.Δ. 280 και Αναφορικά με την απόρριψη αίτησης αντεξέτασης Πολ.Αιτ.49/17, 6.4.17), ECLI:CY:AD:2017:D131, ECLI:CY:AD:2017:D131. Κατέληξε δε πως, έχοντας υπόψη τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις ο σκοπός της αίτησης για αντέξεταση ήταν να πλήξει την αξιοπιστία του Εφεσιβλήτου επί θεμάτων ουσίας που θα απασχολήσουν στην εκδίκαση της ουσίας της κυρίως αίτησης.  Ορθά επεσήμανε δε πως τα ζητήματα που αφορούν την ουσία θέσεων δεν μπορούν να εξεταστούν στη διαδικασία προσωρινών μέτρων όπου τα επίδικα θέματα συγκεντρώνονταν στην εξέταση των προϋποθέσεων του ΄Αρθρου 32.  Θεωρούμε απόλυτα ορθή την προσέγγιση του Δικαστηρίου και σίγουρα δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης μας.»

 

Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και σε αιτήσεις για αντεξέταση βάσει των Κανονισμών. Επίσης, οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε ή όχι το αίτημα αντεξέτασης.

 

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές και τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης όπως τις περιέγραψα πιο πάνω, καταλήγω ότι οι λόγοι ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης που εγείρονται με τον πρώτο λόγο έφεσης δεν βρίσκουν έρεισμα στις πιο πάνω αρχές. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχτηκε την αίτηση αντεξέτασης, καθώς το είδος και η φύση της αίτησης για αμφισβήτηση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, συνηγορούσαν εναντίον της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.

 

Υποστηρίζεται στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης ότι η αίτηση αμφισβήτησης δικαιοδοσίας αφορά αμιγώς νομικά ζητήματα τα οποία μπορούσαν να αναπτυχθούν μέσω γραπτών αγορεύσεων.

 

Η πιο πάνω θέση είναι ορθή, νοουμένου ότι υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου, το πραγματικό υπόβαθρο. Στην υπόθεση ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ v. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E178/2014, 11/8/2020, ECLI:CY:AD:2020:A285 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η προσέγγιση του Δικαστηρίου, να εξετάσει την ουσία του ζητήματος της δικαιοδοσίας, που με την αίτηση ζητείτο να εκδικαστεί ως προδικαστικό,  υπαγόρευε τον προσδιορισμό της διαφοράς των διαδίκων με βάση τις δικογραφημένες τους θέσεις (βλ. μεταξύ άλλωνSartas Importers-Distributors Ltd v. Μαρουλλή (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1446 και Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1160).  Πορεία την οποία το Δικαστήριο ακολούθησε, ώστε να «σκιαγραφηθούν», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, τα επίδικα θέματα τα οποία καλείτο να αποφασίσει. 

 

 

Επαναλαμβάνω ότι ζητήματα τοπικής αρμοδιότητας εφόσον δεν γίνονται παραδεκτά στα δικόγραφα πρέπει να αποδεικνύονται με θετική μαρτυρία ή με παραδοχή γεγονότων τα οποία είναι ικανά να θεμελιώσουν την ύπαρξη τοπικής αρμοδιότητας. Υπογραμμίζω ότι στην υπόθεση Theofanous (πιο πάνω) υπήρχε μαρτυρία ότι ο ενάγων διέμενε εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Είναι σαφές ότι η ανάπτυξη των εκατέρωθεν νομικών θέσεων των μερών αναφορικά με το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να γίνει μόνο δια των αγορεύσεων των συνηγόρων των πλευρών και όχι δια ενόρκων δηλώσεων, βλ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AG ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS, ανωτέρω. Εξ ου και ορθά με την εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, δεν επετράπη η αντεξέταση της ομνύουσας ως προς τη γνώμη της επί νομικών ζητημάτων. Επετράπη τονίζω, η αντεξέτασή της αποκλειστικά και μόνο «όσον αφορά την ισχυριζόμενη ύπαρξη άδειας και/ή αδειών της πυροσβεστικής υπηρεσίας», στις οποίες η ίδια αναφέρεται στις παραγράφους 7, 9.1, 9.2 και 9.3 της ένορκής δήλωσής της.».

 

O συνήγορος των εφεσειόντων, παρέπεμψε στην υπόθεση Σεβεγέπ Λτδ ν. United Sea Transport and Another (1989) 1E ΑΑΔ 729, υποστηρίζοντας ότι σύμφωνα με τα εκεί νομολογηθέντα, τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του κάθε Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση και αποκλειστική πηγή αναζήτησής τους είναι η έκθεση απαίτησης.

 

Επισημαίνω ότι, αν και κατά κύριο λόγο η πιο πάνω προσέγγιση ακολουθήθηκε και από μεταγενέστερη νομολογία, ο λόγος της εν λόγω απόφασης, δεν δημιουργεί άκαμπτο κανόνα, όπως τον παρουσιάζει η πλευρά του εφεσείοντα. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι εφεσίβλητοι, Εναγόμενοι 1, δεν έκαμαν εμφάνιση και εκδόθηκε απόφαση στην απουσία τους. Σε μεταγενέστερο χρόνο αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο με αίτημα τον παραμερισμό της απόφασης προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι δεν είχαν λάβει γνώση της αγωγής. Ταυτόχρονα εισηγήθηκαν ότι η διαφορά η οποία προσδιορίζεται στην αγωγή ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει των διατάξεων του άρθρου 19(α) του Περί Δικαστη­ρίων Νόμου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, παρόλο που απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων ότι δεν έλαβαν γνώση της αγωγής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αγωγής ενόψει των προνοιών της παραγράφου (h) της αγγλικής νομοθεσίας του 1956 σε συν­δυασμό με τις πρόνοιες των άρθρων 19(α) και 29(2)(α) του Περί Δικαστηρίων Νόμου. Οι εφεσείοντες διατύπωσαν τη θέση ότι ήταν ανεπίτρεπτο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιληφθεί του θέματος της δικαιοδοσίας στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης.

 

Το ερώτημα απαντάται στην πρωτόδικη απόφαση όπου γί­νεται η διαπίστωση ότι δεδομένου ότι όλα τα σχετικά γεγονό­τα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υφίσταται κώ­λυμα στη διερεύνηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Υποδεικνύεται ότι η αρχή αυτή υιοθετήθηκε χωρίς επιφύλα­ξη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Kyriacos Theofanous ν. Artemis Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203.

 

Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αμφισβήτηση της δι­καιοδοσίας του Δικαστηρίου που μπορεί να προβληθεί από διάδικο, και αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να επιληφθεί θέματος που άπτεται της αρμοδιότητάς του να επιληφθεί της αγωγής. Συ­νεπώς ορθά αντιμετωπίστηκε το θέμα από τον πρωτόδικο δι­καστή.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Τονίζεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, επεσήμανε ότι στην ενώπιον του «προκειμένη περίπτωση» τα σχετικά με το ζήτημα της δικαιοδοσίας γεγονότα, έπρεπε να αναζητηθούν στην έκθεση απαιτήσεως. Δεν απέκλεισε την εξέταση άλλων στοιχείων ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξ ου και στην πιο πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, (ανωτέρω), λέχθηκαν τα όσα αναφέρθηκαν στο πιο πάνω απόσπασμα.

 

Στην παρούσα, ο εφεσείοντας, με αίτηση του που καταχώρισε δυνάμει του Μέρους 12 των Κανονισμών, επικαλέστηκε προς υποστήριξη της θέσης του αναφορικά με την έλλειψη δικαιοδοσίας, την ύπαρξη διοικητικών πράξεων, γεγονός το οποίο δεν προκύπτει από το δικόγραφο του εφεσίβλητου και σχετίζεται με το κατά πόσον θα έπρεπε ο εφεσίβλητος να είχε προσβάλει προηγουμένως τις συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις ως προϋπόθεση για στοιχειοθέτηση δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η ύπαρξη των συγκεκριμένων διοικητικών πράξεων, εφόσον δεν είναι παραδεκτή, σύμφωνα με τον λόγο της ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, (ανωτέρω), θα πρέπει να αποδειχθεί με θετική μαρτυρία.

 

          Σημειώνεται ότι στο Μέρος 12 των Κανονισμών, προβλέπεται μηχανισμός εξέτασης αμφισβήτησης δικαιοδοσίας, πριν την καταχώριση υπεράσπισης. Επομένως στην υπό εξέταση περίπτωση, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του τις δικογραφημένες θέσεις του εναγόμενου-αιτητή, ώστε να αναζητηθεί εκεί η θέση που προωθεί σε σχέση με τη δικαιοδοσία, βλ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, (ανωτέρω). Απαιτείται δε ρητώς στο Μέρος 12.1(3)(β) όπως η αίτηση στη βάση του Μέρους 12 υποστηρίζεται από μαρτυρία.

 

Είμαι της άποψης ότι από τη στιγμή που ο ίδιος ο εφεσείοντας ήγειρε με την αίτηση του δυνάμει του Μέρους 12 των Κανονισμών ζήτημα έλλειψης δικαιοδοσίας, δεν ευσταθεί η θέση του ότι το ζήτημα που ο ίδιος ήγειρε με την αίτηση του, καθώς και με την ένορκή του δήλωση, δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Επισημαίνω συναφώς, ότι εφόσον το σημείο ηγέρθη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, είχε καθήκον να το εξετάσει. Στην υπόθεση PHILIPPOU ν. PHILIPPOU (1986) 1 CLR 689 λέχθηκαν τα εξής:

 

«The jurisdiction of the inferior Courts in this country must be traced in the statute establishing them. Trial and decision by an inferior Court on a matter on which it has no jurisdiction is a nullity. The question of jurisdiction is one for the Court, and it is our plain duty to decide whether there has been an absence of jurisdiction if satisfied that it is so. It is always the duty of the Court to take notice of a point which goes to the jurisdiction of the Court of trial-(R. v. Dennis, [1924] 1 K.B. 867). Simpson and Another v. Crowle & Others, [1921] 3 K. B. 243)

 

Προς επίρρωση της πιο πάνω κατάληξης μου, σημειώνω ότι το Μέρος 12 των Κανονισμών αντιστοιχεί στο Part 11 των Civil Procedure Rules 2018 England and Wales. Στο αγγλικό White Book 2021, Sweet & Maxwell, αναφέρεται ότι αιτήσεις στο πλαίσιο του αγγλικού Μέρους 11, αποφασίζονται, κατά κανόνα, («normally»), στη βάση της γραπτής μαρτυρίας των διαδίκων. Δεν αποκλείεται, με άλλα λόγια, να ληφθεί, στην κατάλληλη περίπτωση, υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στη νομολογία και στους Κανονισμούς εν γένει, και προφορική μαρτυρία επί του ζητούμενου προς επίλυση θέματος.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δέχτηκε την αίτηση εφόσον δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν τα σημεία επί των οποίων ο εφεσίβλητος επιζητούσε να αντεξετάσει.

 

Ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι ζητούσε αντεξέταση αναφορικά με τις παραγράφους 5-10, 13 και 15 της ένορκης δήλωσης. Όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μόνο οι παράγραφοι 7, 8 και 9 περιλαμβάνουν δηλώσεις της ομνύουσας αναφορικά με γεγονότα. Εν όψει τούτου, θα εξεταστεί η θέση που προωθείται με την αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης ότι το Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε ότι αν συγκεκριμενοποιούσε το αίτημά του ο αιτητής, τότε υπήρχε πιθανότητα ο εφεσείοντας να απαντούσε το ερώτημα αυτό και να εξέταζε το ενδεχόμενο να προσκομίσει στο πρωτόδικο Δικαστήριο παραδεκτά γεγονότα ώστε να αποφευχθεί η διαδικασία αντεξέτασης, προς εξυπηρέτηση της οικονομίας της δίκης.

 

Κρίνω ότι το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Όπως ανέλυσα ανωτέρω, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, στην παρούσα υπόθεση το μοναδικό επίδικο ζήτημα επί του οποίου θα μπορούσε με βάση τον νόμο, τη νομολογία και τις περιστάσεις της υπόθεσης, να διαταχθεί αντεξέταση ήταν προφανές εξ ου και το πρωτόδικο Δικαστήριο το εντόπισε αβίαστα και ευθαρσώς. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του εφεσείοντα ότι δεν μπορούσε να διακρίνει ότι το όλο ερώτημα έγκειτο στην ύπαρξη ή μη των επικαλούμενων από τον ίδιο διοικητικών πράξεων, ώστε να λάβει τα διαβήματα στα οποία αναφέρεται, προς αποφυγή της διαδικασίας αντεξέτασης.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι με την έκδοση του διατάγματος αντεξέτασης κατόπιν μίας τόσο γενικής και αόριστης αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε το δικαίωμα δίκαιης δίκης του εφεσείοντα. Με την αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης επαναλαμβάνεται μέρος της αιτιολογίας του τρίτου λόγου έφεσης με το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο αποστέρησε από τον εφεσείοντα το δικαίωμα να διευθετήσει άμεσα το ζήτημα, με τρόπο πρόσφορο και προς εξυπηρέτηση των δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων του. Το επιχείρημα που προωθείται με τον τέταρτο λόγο έφεσης απορρίπτεται με το ίδιο σκεπτικό με το οποίο απορρίφθηκε η παρόμοια πτυχή του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εξαιτίας της γενικότητας της αίτησης, ο εφεσίβλητος δεν ήταν σε θέση να διευθετήσει το ζήτημα με κατάθεση παραδεκτών γεγονότων και ως εκ τούτου ήταν αναγκασμένος να καταχωρίσει ένσταση. Εν όψει τούτου θεωρεί ότι η διαταγή ως προς τα έξοδα εναντίον του είναι λανθασμένη. Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα δεν προωθήθηκε πρωτοδίκως. Αντιθέτως, ο εφεσείοντας όχι μόνο δεν επιχειρηματολόγησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την επικαλούμενη προθυμία του να διευθετήσει το οποιοδήποτε ερώτημα προέκυπτε από την αίτηση του για αμφισβήτηση της διαδικασίας, αλλά αντιθέτως επέμενε στη θέση του ότι η φύση της διαδικασίας είναι τέτοια ώστε δεν δικαιολογείτο η εξέταση κανενός ερωτήματος. Ως εκ τούτου ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον πιο πάνω παράγοντα, τον οποίο επικαλείται στο στάδιο της έφεσης, ώστε να αποφασίσει το ζήτημα των εξόδων. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τον γενικό κανόνα ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντος διαδίκου. Ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα έφεσης εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσίβλητου, ύψους €3.500, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.

 

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο