
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε48/2020)
15 Μαΐου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείοντας,
‑και‑
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (πρώην MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD),
Εφεσίβλητοι.
_______________________________
Μ. Κυπριανίδου (κα) για Μιχαήλ Χ. Σταματάρης & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κοζάκος για Γιώργος Γ. Γιάγκου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, ημερομηνίας 26.02.2020, με την οποία κρίθηκε ως δόλια, και ακυρώθηκε, η μεταβίβαση ακινήτων στην οποία προέβη ο εφεσείοντας, στις 17.08.2009, προς τα τέσσερα παιδιά του, δυνάμει δωρεάς. Η προσβαλλόμενη απόφαση δόθηκε στο πλαίσιο αίτησης ημερομηνίας 11.06.2018, την οποία καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι, για την ακύρωση της μεταβίβασης της εν λόγω περιουσίας. Είχε προηγηθεί η καταχώριση αγωγής, στις 15.01.2010, από τους εφεσίβλητους εναντίον του εφεσείοντα ‑ εναγόμενου 2, ως εγγυητή σε συμφωνία δανείου της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας (εναγόμενης 1), ενός άλλου προσώπου (εναγόμενης 3) και μιας άλλης νομικής οντότητας (εναγόμενης 4) και η έκδοση απόφασης εναντίον τους και συγκεκριμένα εναντίον των εναγόμενων 1 και 4, στις 09.05.2012 και εναντίον του εφεσείοντα – εναγόμενου 2 και εναγόμενης 3, στις 02.05.2014.
Τα ουσιώδη γεγονότα, ως έχουν καταγραφεί στην εκκαλούμενη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:
«Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιο του δικαστηρίου προκύπτει ότι η Τράπεζα παραχώρησε διάφορες χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις στην Εναγόμενη 1, το Νοέμβριο του 2007. Ο Εναγόμενος 2, που ήταν ένας εκ των μετόχων και διευθυντών της Εναγομένης 1, εγγυήθηκε τα πιο πάνω δάνεια δυνάμει εγγυητηρίου εγγράφου για το ποσό των 9.756.115 ευρώ. Προς εξασφάλιση των πιο πάνω διευκολύνσεων παραχωρήθηκαν προς όφελος της Τράπεζας, υποθήκες και Ομόλογα Επιβάρυνσης και ενεχυριάσθηκε αριθμός μετοχών. Οι υποθήκες που ενεγράφησαν στα ακίνητα ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €8.172.240, ενώ τα Ομόλογα Επιβάρυνσης στο συνολικό ποσό των €9.824.458,10.
Την 20.11.2008 η Τράπεζα τερμάτισε τις συμφωνίες παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων καθότι η Εναγόμενη 1 δεν ήταν συνεπής με τις υποχρεώσεις της και καθυστερούσε την καταβολή των συμφωνηθέντων δόσεων. Σχετική είναι η επιστολή, ημερομηνίας 20.11.2008, που αποστάλθηκε στην Εναγόμενη 1 και στον Εναγόμενο 2, Τεκμήρια 3 και 4.
…………………………………………………………………………………………………
Ο Εναγόμενος 2, προφανώς λόγω της ιδιότητας του ως διευθυντή της Εναγόμενης 1, λίγες μέρες μετά τον τερματισμό, απέστειλε επιστολή, ημερομηνίας 31.12.2008, με την οποία πρότεινε στην Τράπεζα να καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.000.000 ευρώ εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και ότι 'ο δανεισμός της θα εξυπηρετείται συμφώνως των χρονοδιαγραμμάτων αποπληρωμής των'. Ακολούθησε δεύτερη επιστολή, ημερομηνίας 20.01.2009, με την οποία ο Εναγόμενος 2 πληροφόρησε τη Τράπεζα ότι προέβαινε σε προσπάθειες για πώληση περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 για να μπορέσει να αποπληρώσει το οφειλόμενο χρέος. Στάλθηκε επιστολή από την Τράπεζα με την οποία τον υπενθύμιζαν για τις δεσμεύσεις του, με βάση την επιστολή, ημερομηνίας 31.12.2008. Σε απάντηση της επιστολής αυτής ο Εναγόμενος 2 με επιστολή του ημερομηνίας 10.02.2009, ζήτησε παράταση του χρονικού περιθωρίου, που είχε ο ίδιος θέσει, αποπληρωμής του χρέους.
Τέσσερις και πλέον μήνες αργότερα ο Εναγόμενος 2, μέσω του δικηγόρου του απέστειλε επιστολή, η οποία φέρει ημερομηνία 19.06.2009 και ζήτησε τις εκτιμήσεις των ενυπόθηκων κτημάτων για να μπορέσουν να καταλήξουν μεταξύ τους σε τελικές τιμές των πιο πάνω ακινήτων και στη συνέχεια να αφαιρεθούν οι πιο πάνω τιμές από το χρέος και να εκδοθεί απόφαση για το υπόλοιπο ποσό. Η Τράπεζα συμμορφώθηκε με την πιο πάνω έκκληση και απέστειλε τις εν λόγω εκτιμήσεις στον Εναγόμενο 2. Σύμφωνα με τις πιο πάνω εκτιμήσεις, οι οποίες επισυνάπτονται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ως Τεκμήριο, η συνολική αγοραία αξία των ενυπόθηκων κτημάτων, τη 18.03.2019, ήταν 1.768.500 ευρώ.
....................................................................................................................
Τη 17.08.2009 ο Εναγόμενος 2 μεταβίβασε τα επίδικα ακίνητα στα ονόματα των παιδιών του, χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Εκείνη ήταν και η μόνη περιουσία που ο Εναγόμενος 2 κατείχε κατά τον πιο πάνω χρόνο.»
Ήτο η θέση του εφεσείοντα, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν καταστεί πιστωτές του, εντός της έννοιας του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, καθότι, κατά τον χρόνο μεταβίβασης των επίδικων κτημάτων, δεν εκκρεμούσε οποιαδήποτε αγωγή εναντίον του, ούτε και εκδόθηκε οποιαδήποτε απόφαση εναντίον του, σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρήσει οι εφεσίβλητοι στην εναγόμενη 1 και πως η μεταβίβαση έγινε καλόπιστα, χωρίς πρόθεση να μην εισπράξουν το λαβείν τους οι εφεσίβλητοι. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το επιχείρημα του, όλες οι υποχρεώσεις της εναγόμενης 1 εταιρείας ήταν εξασφαλισμένες με υποθήκες και ομόλογα επιβάρυνσης.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αναφέρθηκε στο Άρθρο 3 (1) του Κεφ. 62 το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι:
«Κάθε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε από αυτούς να ανακτήσουν από αυτόν, τα χρέη αυτού ή αυτών, θα θεωρείται ότι είναι δόλια, και θα είναι άκυρη εναντίον του εν λόγω πιστωτή ή πιστωτών...»
Το Άρθρο 3(2) του Κεφ. 62 προνοεί ότι εάν η μεταβίβαση έγινε σε γονιό, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή του δικαιοπάροχου ή εκχωρητή, όχι με χρηματικό αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα άλλη περιουσία ισοδύναμης αξίας ή με καλή αντιπαροχή, το βάρος απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ή εκχώρηση έγινε καλή τη πίστει και δεν έγινε με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του, θα έχει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω μεταβίβαση ή εκχώρηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Ζίττη κ.α. και Αναφορικά με την Αίτηση της εταιρείας Φθαρτεμπορική Α/φοι Α. Κατσαρής Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε92/2014, ημερομηνίας 16.07.2019, ECLI:CY:AD:2019:A308, όπου τονίστηκε πως, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 3(2) του Κεφ. 62, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο δόλιας μεταβίβασης, όταν η μεταβίβαση γίνει σε παιδί, χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα. Συγκεκριμένα, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Κεφ. 62, όταν η μεταβίβαση γίνει σε παιδί, χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι η μεταβίβαση ήταν δόλια και το βάρος απόδειξης, ότι αυτή έγινε καλή τη πίστει, είναι στους ώμους του δικαιοπάροχου. Το εν λόγω μαχητό τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων με την προσκόμιση αξιόπιστης μαρτυρίας.
Η πρόθεση που ο μεταβιβάζων είχε, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, αποτελεί το ουσιώδες, ώστε να διαπιστωθεί αν η πράξη έγινε για να καθυστερήσει τους πιστωτές του.
Αρχικώς θα εξετάσουμε τον προβληθέντα ισχυρισμό των εφεσειόντων, ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν πιστωτής εντός της εννοίας του Κεφ. 62.
Το ποιος μπορεί να θεωρηθεί πιστωτής είναι θέμα πραγματικό και το δικαστήριο θα πρέπει να το αποφασίσει με κριτήριο το χρόνο μεταβίβασης. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πρόκειται για πιστωτή, τον οποίο ο οφειλέτης, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει στην ανάκτηση του οφειλόμενου προς αυτόν χρέους.»
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε πως το βάρος απόδειξης ότι η μεταβίβαση δεν έγινε δόλια, βρισκόταν στους ώμους του εφεσείοντα. Έγινε, επίσης, μνεία, στην πρωτόδικη εκκαλούμενη απόφαση, στο Άρθρο 4 του Κεφ. 62 το οποίο παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας που θεωρείται ως δόλια, βάσει των διατάξεων του Άρθρου 3 του Κεφ. 62. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 4 προβλέπει τα ακόλουθα:
«4. Οπoιαδήπoτε δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση oπoιασδήπoτε κιvητής ή ακίvητης περιoυσίας πoυ θεωρείται ως δόλια βάσει τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 3 τoυ Νόμoυ αυτoύ η oπoία έγιvε πριv από ή μετά τηv έvαρξη αγωγής ή άλλης διαδικασίας στηv oπoία τo δικαίωμα για αvάκτηση τoυ χρέoυς έχει απoδειχτεί, δύvαται vα ακυρωθεί με διάταγμα τoυ Δικαστηρίoυ πoυ εξασφαλίζεται με αίτηση oπoιoυδήπoτε εξ απoφάσεως πιστωτή πoυ γίvεται στηv εv λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία, και στo Δικαστήριo εvώπιov τoυ oπoίoυ η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακoυστεί ή εκκρεμεί.»
Το Δικαστήριο, απορρίπτοντας εισήγηση του εφεσείοντα περί του αντιθέτου, απεφάνθη πως δεν ήτο καθοριστικό το γεγονός ότι δεν είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον του, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, παραπέμποντας στην απόφαση Ζίττη (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Σημειώνουν οι εφεσείοντες, και είναι άλλωστε αποδεχτό ότι, κατά το χρόνο που έγιναν μερικές εκ των μεταβιβάσεων, δεν είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης. Περαιτέρω προβάλουν ότι η εφεσίβλητη δεν έχει αποδείξει το δικαίωμα της να κατατάσσεται ως πιστωτής του προσώπου από το οποίο οφείλεται το χρέος με βάση το άρθρο 2 του Κεφ. 62.
Τα όσα εισηγήθηκαν επί του προκειμένου οι εφεσείοντες δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Το ίδιο το άρθρο 4 του Κεφ. 62, προκαθορίζει ότι, «... θεωρείται δόλια . που .. έγινε πριν από ή μετά την έναρξη αγωγής .». Θα πρέπει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για ακύρωση να υπάρχει απόφαση υπέρ του αιτητή.
Στην Πολ. Εφ. 214/2012, ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ (σε εκκαθάριση) ν. Lakis Georgiou Constructions, 28 Σεπτεμβρίου 2018, σημειώθηκε ότι:
"Η δωρεά, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, προς όφελος τρίτου του περιουσιακού στοιχείου της εφεσείουσας εταιρείας τεκμαίρεται να αποτελεί πράξη καταδολίευσης των εφεσιβλήτων και αυτό ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο που έγινε η μεταβίβαση δηλαδή πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής, ή, στα δεδομένα της παρούσας διαφοράς, της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της μεταγενέστερης εγγραφής της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου."»
Χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί, επίσης, από την Γιαννίτσαρος κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Co Ltd), Πολιτική Έφεση Αρ. Ε151/2015, ημερομηνίας 09.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:A158, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Νόμου, η ιδιότητα του εξ αποφάσεως πιστωτή πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης. Η μεταβίβαση όμως της περιουσίας, αντικείμενο αίτησης στη βάση του Νόμου αυτού, μπορεί να έχει γίνει πριν ακόμη εγερθεί αγωγή, όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω νομοθετικής διάταξης…».
Απαντώντας στον ισχυρισμό του εφεσείοντα πως η αξία των εξασφαλίσεων που είχαν παραχωρηθεί υπερέβαιναν, το 2009, κατά τον χρόνο δηλαδή της μεταβίβασης, το ποσό του χρέους, εφόσον, σύμφωνα με τη θέση του, το υπόλοιπο των δανείων της πρωτοφειλέτιδας – εναγόμενης 1 ανήρχετο στα €7.745.506,95, ενώ οι υποθήκες που ενεγράφησαν στα ακίνητα ανέρχοντο στο συνολικό ποσό των €8.172.240,00 και τα ομόλογα επιβάρυνσης στο ποσό των €9.824.458,10, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε πως δεν τέθηκε θετική μαρτυρία από τον εφεσείοντα, ως προς την αξία των ακινήτων ή την αξία των ενεχυριασμένων μετοχών, κατά τον επίδικο χρόνο. Ούτε και για τα ακίνητα που κατείχε η εναγόμενη 1 κατά το 2009, τα οποία δεν ήταν επιβαρυμένα με υποθήκες και memo, ως παρατήρησε το Δικαστήριο, προσκομίστηκε από τον εφεσείοντα μαρτυρία ως προς την αξία τους, ώστε να αποδειχθεί ότι το χρέος ή σημαντικό μέρος αυτού καλύπτετο.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τις πιστωτικές διευκολύνσεις στην εναγόμενη 1 εταιρεία, της οποίας εκ των μετόχων και διευθυντών ήτο ο εφεσείοντας, στις 20.11.2008, ότι ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον εφεσείοντα με σκοπό τον διακανονισμό του χρέους και ότι ο εφεσείοντας, στις 17.08.2009, μεταβίβασε τη μόνη περιουσία που κατείχε στα παιδιά του, χωρίς αντάλλαγμα. Κατέληξε πως ο εφεσείοντας ήταν πιστωτής κατά τον χρόνο μεταβίβασης, ότι η επίδικη μεταβίβαση των κτημάτων έγινε με πρόθεση να παρεμποδίσει τους εφεσίβλητους στην ανάκτηση του χρέους και ήταν δόλια. Παραθέτουμε το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιο του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Τράπεζα τερμάτισε τις τέσσερις συμφωνίες για παροχή χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων τη 20.11.08 καθότι η Εναγόμενη 1 καθυστερούσε την καταβολή των δόσεων της. Το οφειλόμενο ποσό την ημερομηνία εκείνη ήταν, 7.745.507 ευρώ και το επιτόκιο 14%. Μετά τον τερματισμό ήταν ο ίδιος ο Εναγόμενος 2, διευθυντής και μέτοχος της Εναγόμενης 1 εταιρείας, που άρχισε τις διαπραγματεύσεις για διακανονισμό του χρέους. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν κατά ή περί τη 31.12.2008. Η τελευταία επικοινωνία που είχαν τα δύο μέρη ήταν τον Ιούνιο του 2006, όταν ο Εναγόμενος 2 ζήτησε από την Τράπεζα τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις των ενυπόθηκων κτημάτων που κατείχαν. Οι διαπραγματεύσεις δεν οδήγησαν σε οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα. Τα ενυπόθηκα ακίνητα εκτιμήθηκαν από εκτιμητές που διόρισε η Τράπεζα, σχετικές είναι οι εκθέσεις, τεκμήριο Στ, που επισυνάπτονται στη συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση του Μάκη Αδάμου. Σύμφωνα με τις πιο πάνω εκθέσεις, οι οποίες κοινοποιήθηκαν και στον Εναγόμενο 2, κατά ή περί τον Ιούνιο του 2009, προκύπτει ότι η συνολική αγοραία αξία των ενυπόθηκων κτημάτων τη 18.03.2009 ήταν 1.768.500 ευρώ, ενώ η υπόλοιπη περιουσία της Εναγομένης 1 δεν υπερέβαινε το 1.000.000 ευρώ. Με βάση τα στοιχεία που προσκόμισαν οι Καθ' ων η αίτηση, σχετικό είναι το πιστοποιητικό έρευνας του Κτηματολογίου που επισυνάπτεται στην ένσταση τους, προκύπτει ότι η Εναγόμενη 1 ήταν ιδιοκτήτρια πολύ μεγάλου αριθμού ακινήτων, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών ήταν όμως επιβαρυμένα με υποθήκες και MEMO προς όφελος διαφόρων εμπορικών τραπεζών. Το πιο πάνω πιστοποιητικό αντικατοπτρίζει και σε κάποιο βαθμό την οικονομική εικόνα της Εναγομένης 1. Τα υπόλοιπα κτήματα, τα οποία ήταν ελεύθερα από επιβαρύνσεις, ήταν αγνώστου αξίας. Από το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων προκύπτει ότι οι εξασφαλίσεις που είχαν δοθεί από την Εναγομένη 1 ως και η υπόλοιπη περιουσία της δεν ήταν ικανή να καλύψει τα επίδικα χρέη. Ο Εναγόμενος 2 παραχώρησε εξασφάλιση για τις πιο πάνω χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις, δυνάμει εγγυητηρίου εγγράφου, ημερομηνίας 30.11.2017, για το ποσό των 9.765.115 ευρώ.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν πιστωτής κατά το χρόνο μεταβίβασης των κτημάτων του στα ονόματα των παιδιών του και οι εν λόγω μεταβιβάσεις έγιναν δόλια με σκοπό και πρόθεση να εμποδίσουν την Τράπεζα να ανακτήσει το λαβείν της.»
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης: ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι από το 2010 που οι εφεσίβλητοι διόρισαν παραλήπτη‑διαχειριστή της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας-εναγομένης 1, δεν έπραξε οτιδήποτε για εκποίηση των υποθηκών που είχαν εγγραφεί για εξασφάλιση του χρέους (πρώτος λόγος), ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι οι εφεσίβλητοι δεν στράφηκαν πρώτα στις εμπράγματες εξασφαλίσεις, πριν οχλήσουν τον εφεσείοντα - εγγυητή (δεύτερος λόγος), ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείοντας είναι εγγυητής της εναγομένης 1 και επομένως, πρώτιστα, έπρεπε οι εφεσίβλητοι να στραφούν εναντίον του πρωτοφειλέτη και μετά εναντίον του εγγυητή (τρίτος λόγος) και τέλος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι υπάρχει αδικία σε βάρος του εφεσείοντα εκ μέρους των εφεσίβλητων, αφού εξέδωσαν απόφαση εναντίον του, ως εγγυητή, για μεγαλύτερο ποσό και επιτόκιο από το ποσό και επιτόκιο της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του πρωτοφειλέτη (τέταρτος λόγος).
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείτο πως το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι από το 2010 που διορίστηκε παραλήπτης – διαχειριστής, αυτός δεν προχώρησε με την εκποίηση των υποθηκών. Δεν θεωρούμε ότι αυτό ήτο γεγονός που θα έπρεπε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη, ώστε να μην προχωρήσει σε ακύρωση της μεταβίβασης, εφόσον δεν τίθεται στη σχετική νομοθεσία η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω οποιοδήποτε τέτοιο εμπόδιο, στην περίπτωση δηλαδή που παραλήπτης – διαχειριστής, δεν προχωρά με την εκποίηση των υποθηκών.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Δεν συμφωνούμε, ούτε με τον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, με τους οποίους ο εφεσείοντας προβάλλει πως το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι δεν εκποίησαν πρώτα τις εμπράγματες εξασφαλίσεις, ούτε και στράφηκαν εναντίον της πρωτοφειλέτιδας – εναγόμενης 1, προτού στραφούν εναντίον του εφεσείοντα – εγγυητή. Η απόφαση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ (σε εκκαθάριση) v. Lakis Georgiou Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 214/2012, ημερομηνίας 28.09.2018, ECLI:CY:AD:2018:A422, την οποία επικαλέστηκε η δικηγόρος του εφεσείοντα, ως υποστηρικτική της θέσης ότι θα έπρεπε πρώτα οι εφεσίβλητοι να στραφούν εναντίον της πρωτοφειλέτιδας και στην εκποίηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων, δεν έθεσε οποιαδήποτε δεσμευτική αρχή, αλλά απλά λέχθηκε πως «Ορθό και έντιμο και δίκαιο είναι οι δανειστές να στρέφονται κατά πρώτον εναντίον του πρωτοφειλέτη». Το μόνο κριτήριο που θέτει το Άρθρο 3(1) του Κεφ. 62 είναι η πρόθεση του προσώπου που προβαίνει στη μεταβίβαση, το δε Άρθρο 3(2) του Κεφ. 62 δημιουργεί μαχητό τεκμήριο περί πρόθεσης καταδολίευσης στις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, μεταβίβασης σε παιδί. Περιουσία που μεταβιβάζεται με πρόθεση καταδολίευσης (Άρθρο 3(1)) ή κάτω υπό τις περιστάσεις του Άρθρου 3(2), υπόκειται σε ακύρωση, έστω και αν δεν εκποιήθηκαν πρώτα οι εμπράγματες εξασφαλίσεις, ή ο χρεώστης έχει άλλη περιουσία που μπορεί να πωληθεί για να ικανοποιήσει το χρέος του, ή αν ο πιστωτής δεν στράφηκε πρώτα εναντίον του εγγυητή.
Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την, κατ’ ισχυρισμό, αδικία που προκλήθηκε σε βάρος του εφεσείοντα, από το γεγονός ότι εκδόθηκε εναντίον του απόφαση, ως εγγυητή, για μεγαλύτερο ποσό και επιτόκιο από την απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του πρωτοφειλέτη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό, παρατήρησε πως πράγματι στις 09.05.2012 εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 και 4 και στις 02.05.2014 εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα και της εναγομένης 3 και πως τα ποσά στις δύο αποφάσεις διαφέρουν. Το Δικαστήριο δέχθηκε την εξήγηση που έδωσε ο ομνύοντας, υπάλληλος των εφεσίβλητων, πως υπήρχε διαφοροποίηση διότι η πρώτη απόφαση εκδόθηκε εκ συμφώνου, κατόπιν διαπραγμάτευσης, ενώ η δεύτερη στην απουσία του εφεσείοντα και της εναγομένης 2 και απεφάνθη πως η διαδικασία ενώπιον του, δηλαδή η διαδικασία ακύρωσης δόλιας μεταβίβασης, δεν προσφέρετο για αμφισβήτηση της εγκυρότητας των εν λόγω αποφάσεων.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ως άνω ζήτημα. Ορθώς υπέμνησε το Δικαστήριο, πως το αντικείμενο της ενώπιον του αίτησης δεν αφορούσε την εγκυρότητα ή μη των εκδοθέντων αποφάσεων ημερομηνίας 09.05.2012 και 02.05.2014.
Έπεται πως και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι, με την έφεση, δεν διαπιστώνεται να προβλήθηκε οποιοσδήποτε ικανός λόγος για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Συνακόλουθα των ως άνω, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα €7.400,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο