
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε56/2024 i-Justice)
29 Μαΐου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. GGH-RE Investment Partners Ltd
2. Cezary Jarzabek
Εφεσείοντες
και
Golub Gethouse Realty Company
Εφεσίβλητη
-----------------------------
Μ. Κυπριανού μαζί με Α. Λύτρα για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Μ. Αγαθοκλέους (κα) μαζί με Π. Καρύδη για Γιώργος Παμπορίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των διαταγμάτων Quia Timet και οι προϋποθέσεις έκδοσης τους αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Ειδικότερα η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της αγωγής με αρ.1276/2023, με την οποία ακυρώθηκε, μετά από ακρόαση, το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί μονομερώς στις 13/6/2023 στο πλαίσιο αίτησης που καταχώρησαν οι εφεσείοντες και απορρίφθηκε το εναπομείναν αιτητικό της αίτησης για το οποίο είχε διαταχθεί επίδοση.
Πολύ συνοπτικά, η διαφορά των διαδίκων περιστρέφεται γύρω από τον έλεγχο και την διοίκηση του κτιρίου Mennica Legacy Tower («το MLT») το οποίο βρίσκεται στην Βαρσοβία της Πολωνίας. Πρόκειται για ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα με ετήσια έσοδα από ενοίκια που ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Εμπλεκόμενα μέρη στην επίδικη διαφορά είναι οι εφεσείοντες από τη μια και οι οικογένειες Radziwill και Golub από την άλλη. Τα τρία αυτά μέρη έχουν ιδιοκτησιακό συμφέρον στο MLT και διαφωνούν αναφορικά με διάφορα θέματα που το αφορούν, όπως κατά πόσο θα πρέπει ή όχι να πωληθεί, σε ποια τιμή, πώς θα κατανεμηθούν τα έσοδα από τυχόν πώληση του και ποιος δικαιούται να ασκεί τη διοίκηση του.
Η οντότητα που έχει στην άμεση κατοχή της το ΜLT και στο όνομα της οποίας είναι εγγεγραμμένο είναι η Μennica Towers GGH ΜΤ Spolka z ograniczona odpowiedzialnoscia S.K.A. («η Mennica») που είναι συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης. Οι εφεσείοντες και οι οικογένειες Radziwill και Golub κατέχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη Mennica μέσω μιας τρίτης εταιρείας. Η εφεσείουσα 1 ανήκει εξολοκλήρου στον εφεσείοντα 2. Κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων προτού λάβουν χώρα τα γεγονότα που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής, ο εφεσείοντας 2 ήταν το πρόσωπο που ουσιαστικά διεύθυνε το MLT. Ισχυρίζονται επίσης ότι είναι ο κατά 31% ιδιοκτήτης του MLT, ισχυρισμός ο οποίος αμφισβητείται έντονα από την εφεσίβλητη.
Η εφεσίβλητη είναι κυπριακή εταιρεία η οποία είναι 100% μέτοχος μιας πολωνικής οντότητας η οποία ελέγχει «έμμεσα» την Μenica και κατ΄επέκταση το MLT.
Λόγω των διαφορών που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων εκκρεμούν διάφορες δικαστικές διαδικασίες σε διάφορες χώρες. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι οι οικογένειες Radziwill και Golub έχουν επιδοθεί σε μια προσπάθεια αφαίρεσης από τον εφεσείοντα 2 οποιαδήποτε συμμετοχής στη διοίκηση του εταιρικού σχήματος που κατέχει και ελέγχει το MLT.
Οι εφεσείοντες πρωτόδικα υποστήριξαν ότι οι Radziwill και Golub συνωμότησαν μεταξύ τους ώστε να τους καταδολιεύσουν και ότι οι Radziwill «μυστικά και παράνομα» έλαβαν τον έλεγχο ολόκληρης της εταιρικής δομής που ασκεί την διοίκηση επί του MLT με απώτερο σκοπό τον εξοστρακισμό των ιδίων. Έτσι, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή αρ. 1276/2023 με την οποία ζητούσαν την έκδοση διατάγματος τύπου Quia-Timet με το οποίο να απαγορεύεται στην εφεσίβλητη μέσω οποιουδήποτε προσώπου ή οντότητας που ενεργεί εκ μέρους της (α) από του να συγκαλέσει γενική συνέλευση και/ή να ψηφίσει ή να υιοθετήσει οποιονδήποτε ψήφισμα που να έχει ως αποτέλεσμα την παύση του εφεσεσείοντα 2 και κάποιου τρίτου προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο των Πολωνικών οντοτήτων και (β) τον διορισμό συγκεκριμένων προσώπων ως μελών του διοικητικού συμβουλίου των Πολωνικών οντοτήτων και επίσης από του να αποσύρει και/ή διακόψει οποιεσδήποτε δικαστικές διαδικασίες που έχουν καταχωρηθεί από την εφεσίβλητη σε οποιοδήποτε Δικαστήριο στην Πολωνία.
Με την καταχώρηση της αγωγής οι εφεσείοντες αιτήθηκαν επίσης μονομερώς την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων και πέτυχαν, την έκδοση διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στην εφεσίβλητη από του να συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση και να ψηφίσει ή υιοθετήσει οποιοδήποτε ψήφισμα που να έχει ως αποτέλεσμα την παύση του εφεσείοντα 2 και τρίτου προσώπου, του K.K., από το διοικητικό συμβούλιο συγκεκριμένων Πολωνικών οντοτήτων και με το οποίο να δηλώνεται ότι οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα που ενδεχομένως να έχει ψηφιστεί από την εφεσίβλητη στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και είναι άνευ νομικής ισχύος μέχρι την πλήρη και τελική εκδίκαση της αγωγής.
Ως προς τις υπόλοιπες θεραπείες το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της αίτησης στην άλλη πλευρά.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση στην οριστικοποίηση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος καθώς και στα υπόλοιπα αιτήματα των εφεσειόντων προβάλλοντας ως λόγους ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας να εκδώσει το μονομερές εκδοθέν διάταγμα, υποστήριξαν ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίου Νόμου, ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να αποκαλύψουν πλήρως και με ειλικρίνεια όλα τα ουσιώδη γεγονότα και δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος Quia-Timet αφού δεν αποκαλύπτεται ότι η εφεσίβλητη ενεργεί και/ή απειλεί να ενεργήσει με τρόπο και σκοπό να πλήξει τα δικαιώματα των εφεσειόντων. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τυχόν οριστικοποίηση του μονομερώς εκδοθέν διατάγματος και έκδοση των υπόλοιπων διαταγμάτων θα της προκαλέσει ανυπολόγιστη και δυσανάλογη βλάβη και θα παραβιάσει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ως μετόχου εταιρειών εγγεγραμμένων εκτός Κύπρου, ότι το μονομερές εκδοθέν διάταγμα είναι υπέρμετρα δραστικό και τυχόν συνέχιση της ισχύος του, όπως και η έκδοση των υπόλοιπων διαταγμάτων, θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την ίδια. Προέβαλε επίσης τη θέση ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει σαφώς υπέρ της εφεσίβλητης και ότι η υπό κρίση αίτηση χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης εναντίον της εφεσίβλητης με σκοπό την εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων του εφεσείοντα 2 και ως εκ τούτου συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε χρόνο μετά την καταχώρηση της ένστασης της εφεσίβλητης καταχωρήθηκε από πλευράς των εφεσειόντων και εκδικάστηκε μετά από ένσταση που καταχώρησε η εφεσίβλητη, αίτηση για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, η οποία και απορρίφθηκε.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ακύρωσε το μονομερώς εκδοθέν προσωρινό διάταγμα και απέρριψε τα υπόλοιπα αιτητικά της αίτησης που καταχώρησαν οι εφεσείοντες με έξοδα υπερ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες επιδιώκουν ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας και προωθώντας τρεις λόγους έφεσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκκρεμούσης της υπο κρίση έφεσης, οι εφεσείοντες καταχώρησαν στο πλαίσιο της αγωγής την αίτηση ημερ. 19/7/2024 με την οποία ζήτησαν τη διατήρηση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος και ή την αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή την επανέκδοση του ακυρωθέντος προσωρινού διατάγματος, η οποία, μετά από ακρόαση, έγινε δεκτή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και έτσι «η προσβαλλόμενη απόφαση-προσωρινό διάταγμα, έχει αποκτήσει ισχύ και/ή έχει επανεκδοθεί». Εναντίον της εν λόγω απόφασης έχει καταχωρηθεί η έφεση Ε10/2025 από την εφεσίβλητη, η οποία εκκρεμεί.
Η λατινική έκφραση Quia-Timet σημαίνει «because he fears, «διότι φοβάται» ή «διότι ανησυχεί»» και το διάταγμα τύπου Quia-Timet είναι ένα διάταγμα του κοινοδικαίου που σκοπό έχει να εμποδίσει άδικες πράξεις οι οποίες επαπειλούνται ή είναι άμεσες αλλά οι οποίες ακόμα δεν έχουν αρχίσει. Έχει τις ρίζες του στην απόφαση Fletcher v. Bealey [28 Ch. D. 688] at p.698 όπου έχει αναφερθεί ότι τα απαραίτητα κριτήρια που πρέπει να αποδειχτούν ούτως ώστε τα δικαστήρια της επιείκειας (Equity courts) να εκδώσουν ένα τέτοιο διάταγμα είναι: «1. Proof of imminent danger; 2. Proof that the threatened injury will be practically irreparable; and 3. Proof that whenever the injurious circumstances ensue, it will be impossible to protect plaintiff’s interests, if relief is denied.»
Είναι καλά γνωστό ότι το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων παρέχεται από το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, οι πρόνοιες του οποίου έχουν επανειλημμένα αναλυθεί στη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Odysseos v. Α. Pieris Estates Ltd a.o. (1982) 1 C.L.R. 557, Karydas Taxi Co. Ltd v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321, Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, Α/φοί Μυλωνά Α.Ε. κ.ά. v. Michalakis Avraamides & Co Ltd. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1513, Nemitsas Industries Ltd v. S. & S. Maritime Lines Ltd. a.o. (1976) 1 C.L.R. 302, Constantinides v. Makriyiorghou a.o. (1978) 1 C.L.R. 585, Papastratis v. Petride (1979) 1 C.L.R. 231, M. & M. Transport Co Ltd v. Eteria Astikon Leoforion Lemessou Ltd (1981) 1 C.L.R. 605 και Jonitexo Ltd. v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassler KG (1984) 1 C.L.R. 263).
Τα κριτήρια και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σε αίτηση για διάταγμα στη βάση του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960 μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:
1. Πρέπει να υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση κατά τη δίκη.
2. Να υπάρχει πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία.
3. Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το διάταγμα.
Οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 έχουν περαιτέρω επεξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates and others (ανωτέρω) και Πουργουρίδη κ.ά. v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201.
Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη επεξηγήθηκε ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα.
Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία, επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλής πιθανότητας επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε πολιτικές υποθέσεις. Απαιτείται από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει μια ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
Η τρίτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εξετάζεται κυρίως υπό το φως του ερωτήματος κατά πόσο η απονομή αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία κάτω από τα γεγονότα κάθε υπόθεσης.
Τελικά, όταν ληφθούν υπόψη όλοι οι ανωτέρω παράγοντες, το Δικαστήριο θα αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το διάταγμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις πιο πάνω αρχές, ασχολήθηκε επίσης ενδελεχώς με τα διατάγματα Quia-Timet σημειώνοντας τα ακόλουθα στην απόφαση του:
«Τα διατάγματα τύπου «Quia-Timet», (προληπτικό διάταγμα) λόγω της φύσεως τους ποτέ δεν δίδονται ως θέμα ρουτίνας (as for course) και θα πρέπει να πληρούνται ιδιαίτερα κριτήρια. Τέτοιας φύσεως διατάγματα μπορεί να δοθούν μόνο όπου ο Αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη πολύ μεγάλης πιθανότητας, με βάση τα γεγονότα, για πρόκληση σ΄αυτόν μεγάλης ζημιάς στο μέλλον. Πρόκειται για δικαιοδοσία η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ και προσοχή.»
Σε τέτοιου είδους διάταγμα που αποβλέπει στο μέλλον, σημασία έχει και το μέγεθος του κινδύνου πρόκλησης ζημιάς. Στην υπόθεση Szabo v. Esat Digifone Limited [1998] ILRM 102, 110 υποδεικνύεται: "for a quia timet injunction to be granted there would have to be a proven substantial risk of danger."Στο Σύγγραμμα Goldrein Wilkinson and Kershaw, Commercial Litigation (3η έκδοση) αναφέρεται ότι η απειλούμενη βλάβη πρέπει να είναι βέβαιη (certain) ή πολύ επικείμενη ("very imminent").
Στο Σύγγραμμα «Commercial Injunctions» του Steven Gee, Q.C., 5η έκδοση, σελ. 59, παρ. 2.029, αναφέρονται:
“(7) Quia timet injunctions
A quia timet (since he fears) injunction is an injunction granted where no actionable wrong has been committed, to prevent the occurrence of an actionable wrong, or to prevent repetition of an actionable wrong. Before the Judicature Acts it was the sole preserve of the old High Court of Chancery to grant such an injunction where there had been no prior wrong. Sir George Jessel M.R. said no jurisdiction of the old Court of Chancery was more valuable and no subject more frequently the cause for bills for injunction than to restrain threatened injury. But the jurisdiction involves proof that unless the court intervenes by injunction there is a real risk that an actionable wrong will be committed; that an injunction would do no harm is not a justification for granting it. Usually this will be by evidence that the defendant has threatened to do the particular wrongful act "no-one can obtain a quia timet order by merely saying "Timeo" (literally "I fear).”
Επισημαίνεται ότι λόγω της φύσης του διατάγματος αυτού απαιτείται σαφής και ισχυρή μαρτυρία ότι ο απειλούμενος κίνδυνος είναι άμεσος και ορατός και η ζημιά αναπόφευκτη, σοβαρή και τέτοια που να μην αποζημιώνεται χρηματικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας στην οποία είχε παραπέμψει εξέτασε πρώτα κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση, απαντώντας το εν λόγω ερώτημα θετικά.
Ακολούθως, προτού εξετάσει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης των διαταγμάτων στη βάση του άρθρου 32 του Ν.14/60, εξέτασε κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα μονομερώς δηλαδή κατά πόσο όντως έχει καταδειχθεί ενώπιον του το επείγον της έκδοσης ενός τέτοιου διατάγματος.
Εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και τη σχετική νομολογία με ειδική παραπομπή στις αποφάσεις Stavros Hotels Apartments Ltd (No2) 1994 1 AAΔ.836, 84 και Babel Boutique Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 947, 954 αποφάσισε ότι συνέτρεχε ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος.
Σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει αντέφεση από την εφεσίβλητη για τις πιο πάνω καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αυτό και δεν θα ασχοληθούμε με αυτές.
Εξετάζοντας τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πρώτη προϋπόθεση, ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, πληρείται.
Για τη δεύτερη προϋπόθεση, την ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία ή ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, η οποία σύμφωνα με τη νομολογία είναι «βαθύτερη» όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι δεν ικανοποιείται ενόψει της διαφωνίας των διαδίκων ως προς το ποσοστό ιδιοκτησίας του κάθε μέρους στο ακίνητο MLT. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, «αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο ενάγοντας 2 μέσω της ενάγουσας 1 έχει ιδιοκτησιακό μερίδιο στο MLT πλην όμως υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το ακριβές ποσοστό ιδιοκτησιακής συμμετοχής του κάθε μέρους στο MLT. Ο μεν ενάγοντας 2 υποστηρίζει ότι είναι κατά 31% ιδιοκτήτης του MLT ενώ Colub και Radziwills διατείνονται πως το μερίδιο του τελευταίου είναι το 3% του 50% του MLT….” Η ύπαρξη της συγκεκριμένης διαφοράς, της διαφωνίας δηλαδή ως προς το ποσοστό ιδιοκτησίας του κάθε μέρους στο ακίνητο MLT, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι συνιστά κατά την κρίση του τροχοπέδη στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος και τούτο επειδή η έκδοση διαταγμάτων τύπου Quia-Timet προϋποθέτει ότι έχει ήδη αποφασιστεί η κύρια διαφορά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επίσης κατά πόσο ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 η οποία είναι συνυφασμένη με το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με αναφορά στη νομολογία και ειδικότερα στις υποθέσεις M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. Τhe Timberland Co of USA (1977) 1 AAΔ.1791, Παντελίδη ν. Πιερή (1998) 1(Α) ΑΑΔ 2111, Larticon Ltd v. Detergenta Developments Ltd (2004) 1 AAΔ 1121 και Κώστας Κυρίσαββα και άλλος ν. Χάρη Κύζη (2011) 1 Β ΑΑΔ 1245.
Αποφάσισε ότι στην προκειμένη περίπτωση η όποια ζημιά προκληθεί στους εφεσείοντες μπορεί να αποτιμηθεί χρηματικά και η εφεσίβλητη είναι σε θέση να τους αποζημιώσει και πρόσθεσε ότι όχι μόνο δεν έχει προβληθεί ισχυρισμός που να καταδεικνύει ότι οι Colub και Radziwills είναι αφερέγγυοι, αλλά αντίθετα, από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου καταδεικνύεται η ικανότητα τους να ικανοποιήσουν χρηματικά τους εφεσείοντες, εάν ήθελε φανεί στο τέλος της ημέρας ότι οι τελευταίοι υπέστησαν ζημιά συνεπεία των ενεργειών των πρώτων.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας τρεις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι δεν πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 προκειμένου να οριστικοποιηθεί το διάταγμα.
Προβάλλουν ως δεύτερο λόγο έφεσης τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι δεν πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60, δηλαδή η αδυναμία απονομής πλήρως δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλουν τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το μονομερώς εκδοθέν προσωρινό διάταγμα έπρεπε να ακυρωθεί.
Στην αγόρευση τους απαντούν επίσης στους διάφορους ισχυρισμούς που αναφέρονται στην ειδοποίηση της εφεσίβλητης και ειδικότερα ότι υπήρχε απόκρυψη και μη αποκάλυψη γεγονότων, κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας και προωθούν τη θέση ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπερ της διατήρησης του προσωρινού διατάγματος σε ισχύ (το οποίο επανεκδόθηκε δυνάμει της απόφασης ημερ. 31/1/25 με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της έφεσης) και την έκδοση διατάγματος ως το αιτητικό Β. Σημειώνουν επίσης ότι το μόνο που ζητούν είναι η διατήρηση του “status quo ante” το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα.
Εξετάζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης επαναλαμβάνουμε ότι τα διατάγματα Quia-Timet λόγω του ιδιαίτερου προληπτικού χαρακτήρα τους προϋποθέτουν σαφή απόδειξη της ζημιάς που απειλείται και δεν είναι αρκετή η ύπαρξη ή η απόδειξη ενός γενικευμένου δικαιώματος. Στη νομολογία, και συγκεκριμένα στις υποθέσεις Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita – Aluminium Co Limited και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 2015 και COBALTAIR LTD v. Madar, Αρ. Αγωγής 620/18 ημερ.9/7/2018, γίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο παραπομπή στο Σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4th Εd. Reissue, Vol.24, para. 832 όπου αναφέρονται τα εξης:
"832. If a plaintiff's right to relief rests mainly on damage which has not been actually suffered but is likely to accrue within a reasonable time, the court will take that into consideration and grant an injunction. Therefore, although the plaintiff's legal right is not disputed, an injunction may by granted to restrain the commission of an apprehended or threatened act, on the ground that if the act is done it will violate the plaintiff's legal right, if he can show strong probability that the apprehended mischief will in fact arise. [.] if a defendant claims and insists upon his right or gives distinct notice of his intention or threatens or intents to commit an act which, if committed, would, in the court's opinion, violate the plaintiff's right, an injunction will be granted."
Σχετικό με την ορθότητα και/ή νομιμότητα προώθησης προληπτικής αγωγής και/ή προληπτικών ενδιάμεσων διαταγμάτων, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα «Διατάγματα» των κ. κ. Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη, 2016, σελίδα 188:
"Αυτού του είδους τα διατάγματα, αποτελούν ένα ισχυρό όπλο στο παρεμπίπτον στάδιο όπου η επαπειλούμενη ζημιά, αν προκύψει, θα είναι δύσκολο να αποζημιωθεί σε χρήμα. Πρόκειται για "προληπτική δικαιοσύνη" την οποία η αγγλική νομολογία δεν αποκλείει, αλλά αντίθετα την θεωρεί "τόσο αρχαία όσο και τα βουνά". Εκδίδονται πολλά τέτοια διατάγματα στο παρεμπίπτον στάδιο, χωρίς βέβαια να αναφέρεται στο ίδιο το διάταγμα ότι πρόκειται για "Quia Timet", γι΄ αυτό και δεν είναι ευρέως γνωστά εφόσον στην ουσία δεν αποτελούν ειδική ή ξεχωριστή κατηγορία διαταγμάτων, αλλά διατάγματα τα οποία ενδεχομένως να ήταν καλύτερα να ιδωθούν κάτω από την δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32. Ίσως η μόνη διαφορά να είναι ότι απαιτείται σαφής μαρτυρία για την επαπειλούμενη ζημιά που θα προκύψει.”
Σχετικό επίσης είναι το πιο κάτω απόσπασμα, από το ίδιο σύγγραμμα στη σελ.11 το οποίο αναφέρεται σε διατάγματα τύπου Quia-Timet:
«Λογω της φύσης του διατάγματος απαιτείται σαφής και ισχυρή μαρτυρία ότι ο απειλούμενος κίνδυνος είναι άμεσος και ορατός και όχι ασαφής ή αόριστος. Επίσης, ότι η ζημιά είναι αναπόφευκτη και όχι μια απλή δυνατότητα ή απομακρυσμένη. Τέλος, η ζημιά θα πρέπει να είναι σοβαρή και να μην αποζημιώνεται χρηματικά […] Το βάρος είναι στους ώμους του ενάγοντα για να ικανοποιήσει το δικαστήριο για όλα τα πιο πάνω.»
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι διατάγματα Quia Timet δεν εκδίδονται εκτός εάν ο αιτητής προσκομίσει την απαραίτητα μαρτυρία για να πείσει το Δικαστήριο για το βέβαιο, σαφές, ορισμένο και σοβαρό δικαίωμα του το οποίο ενδέχεται να ζημιωθεί αν δεν εκδοθεί το προληπτικό διάταγμα. Η υποχρέωση που έχει ο αιτητής για να αποσαφηνίσει τον κίνδυνο που επαπειλείται περιλαμβάνει και το είδος και την έκταση της επαπειλούμενης ζημιάς.
Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι ο εφεσείοντας 2 είναι ο κατά 31% ιδιοκτήτης του MLT και ότι ήταν αυτός που ουσιαστικά διηύθυνε το MLT. Έχει δε παυθεί από το διοικητικό συμβούλιο του μετόχου πλειοψηφίας της εφεσίβλητης.
Φοβούνται οι εφεσείοντες ότι ελλοχεύει σοβαρότατος κίνδυνος να μην τους αποδοθεί το ποσοστό που θα δικαιούνται από το προϊόν πώλησης του MLT και ισχυρίζονται ότι ο κίνδυνος αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος αν ο εφεσείοντας 2 αποκλειστεί εντελώς από την διοίκηση της εταιρικής δομής που κατέχει το ΜLT και κατ΄επεκταση από τη λήψη οποιωνδήποτε αποφάσεων που αφορούν την πώληση του μεριδίου των εφεσειόντων στο MLT.
Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφαση του:
«Στην βάση του μαρτυρικού υλικού που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και από τις δύο πλευρές, καταδεικνύεται πως μεταξύ των Colub και Radziwills από την μία και του ενάγοντα 2 από την άλλη υπάρχει διαφορά ως προς τον έλεγχο και την διοίκηση του εταιρικού σχήματος που ελέγχει και κατέχει το MLT, για την οποία εκκρεμούν δικαστικές διαδικασίες τόσο στην Πολωνία όσο και στην Κύπρο. Η διαφορά αυτή επεκτείνεται και στην διανομή των μερισμάτων από τυχόν πώληση του MLT.
Αποτελεί κοινό έδαφος πως ο ενάγοντας 2, μέσω της ενάγουσας 1 έχει ιδιοκτησιακό μερίδιο στο MLT πλην όμως υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το ακριβές ποσοστό ιδιοκτησιακής συμμετοχής του κάθε μέρους στο MLT. Ο μεν ενάγοντας 2 υποστηρίζει πως είναι κατά 31% ιδιοκτήτης του MLT ενώ Colub και Radziwills διατείνονται πως το μερίδιο του τελευταίου είναι «το 3% του 50% του MLT». Συνακόλουθα υπάρχει διαφωνία ως προς το ακριβές ποσό που δικαιούται να λάβει η κάθε πλευρά από τυχόν πώληση του ακινήτου.
Η ύπαρξη της συγκεκριμένης διαφοράς, της διαφωνίας δηλαδή ως προς το ποσοστό ιδιοκτησίας του κάθε μέρους στο ακίνητο MLT συνιστά, κατά την κρίση μου, τροχοπέδη στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος και τούτο επειδή η έκδοση διαταγμάτων τύπου «Quia Timet» προϋποθέτει ότι έχει ήδη αποφασιστεί η κύρια διαφορά. Εν προκειμένω, η έκταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας του ενάγοντα 2 επί του MLT δεν είναι καθορισμένο. Εάν στο τέλος της ημέρας διαφανεί ότι το εν λόγω ποσοστό είναι αυτό που διατείνονται οι Colub και Radziwills και ότι το ποσό που θα πρέπει να λάβει από το τίμημα πώλησης θα πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με τον τρόπο που οι τελευταίοι ισχυρίζονται, τότε το δικαίωμα του ενάγοντα 2 δεν παραβιάζεται. Θεωρώ πως τα προαναφερθέντα συνιστούν ρήγμα στην υπόθεση του ενάγοντα 2 και στην θέση του ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος παραβίασης του δικαιώματος του.»
Προκύπτει ότι η διαφωνία των μερών αναφορικά με το ποσοστό που κατέχουν οι εφεσείοντες στο MLT παρέμεινε μέχρι τέλους στην πρωτόδικη διαδικασία και ακόμα παραμένει, εφόσον οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους αναφορικά με το ποσοστό που κατέχουν στο MLT. Η διαφωνία αυτή είναι από μόνη της ουσιώδης. Πέραν τούτου, οι ισχυρισμοί των δύο πλευρών είναι εντελώς αντίθετοι αναφορικά με το ποσοστό αυτό αφού οι μεν εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι κατέχουν το 31% του MLT ενώ η εφεσίβλητη προβάλλει τη θέση ότι οι εφεσείοντες κατέχουν το 3% του 50% του MLT, ήτοι 1,5%.
Περαιτέρω, συμφωνούμε με τη θέση των συνηγόρων της εφεσίβλητης ότι οι εφεσείοντες φαίνεται να συγχέουν τη διοίκηση με την ιδιοκτησία μιας εταιρείας, έννοιες οι οποίες είναι ξεχωριστές και αυθύπαρκτες. Ουσιαστικά ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι αν ο εφεσείοντας 2 απομακρυνθεί από την διοίκηση της εταιρικής δομής που κατέχει το MLT, ο επαπειλούμενος κίνδυνος είναι να μην αποδοθεί στους εφεσείοντες το ποσοστό που θα δικαιούνται από την πώληση του MLT. Δηλαδή, εκτός από το ότι οι εφεσείοντες επικαλούνται κατ΄επανάληψη «το ποσοστό από την πώληση του ΜLT που δικαιούνται» και η έκταση του ποσοστού αυτού δεν έχει αποδειχθεί, αντίθετα είναι τεράστια η διαφορά των εκατέρωθεν ισχυρισμών αναφορικά με αυτό, περαιτέρω δεν έχουν συγκεκριμενοποιήσει τους «φόβους» τους ότι αν ο εφεσείοντας 2 απομακρυνθεί από τη διοίκηση, υπάρχει πιθανότητα να αποστερηθεί των εσόδων που θα δικαιούται.
Στην υπόθεση Montrago Trustees Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1289 λέχθηκαν τα εξής:
«Το διοικητικό συμβούλιο εταιρείας έχει την ευθύνη της διοίκησης της, ενώ οι μέτοχοι είναι βέβαια οι ιδιοκτήτες της, που δυνατόν να ταυτίζονται, αλλά όχι κατ' ανάγκη, εν όλω ή εν μέρει, με τους διευθυντές. Η γενική συνέλευση των μετόχων και το διοικητικό συμβούλιο μπορούν μεταξύ τους να ασκούν όλες τις εξουσίες της εταιρείας, (δέστε Pennington's Company Law, 4η έκδ., σελ. 523-525). Το καταστατικό της εταιρείας διαμοιράζει αυτές τις εξουσίες, η τροποποίηση των οποίων δυνατόν να διαφοροποιεί την κατάσταση, υπό το φως πάντοτε και των προνοιών του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, που δίνει ορισμένες εξουσίες αποκλειστικά στη γενική συνέλευση. Κατά το εταιρικό δίκαιο, στην ενάσκηση των εξουσιών του το διοικητικό συμβούλιο δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος της πλειοψηφίας ή ακόμη και όλων των μετόχων της εταιρείας, οι οποίοι δεν μπορούν με ψήφισμα ομόφωνο ή πλειοψηφικό να υπερνικήσουν την εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ή να του δίνουν οδηγίες πώς να ασκεί τις εξουσίες του, (δέστε την υπόθεση John Shaw & Sons (Salford) Ltd v. Shaw [1935] 2 K.B. 133). Είναι όμως δυνατό το καταστατικό της εταιρείας να δίνει την ίδια εξουσία τόσο στα μέλη, όσο και στους διευθυντές ταυτόχρονα, σε περίπτωση δε διαφωνίας υπερισχύει η απόφαση των μετόχων, δεδομένου ότι η γενική συνέλευση είναι το ανώτατο όργανο στην εταιρεία.»
Κατά την άποψη μας ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα διατάγματα τύπου Quia Timet αποτελούν προληπτικά διατάγματα τα οποία εκδίδονται προκειμένου να προστατεύσουν τον Αιτητή ο οποίος φοβάται (Timeo) πρέπει προηγουμένως να έχει αποδειχθεί και να αποσαφηνιστεί η ύπαρξη, το είδος και η έκταση του συγκεκριμένου δικαιώματος το οποίο ενδέχεται να ζημιωθεί, κατέληξε ότι η ύπαρξη της συγκεκριμένης διαφοράς, της διαφωνίας δηλαδή ως προς το ποσοστό ιδιοκτησίας του κάθε μέρους στο ακίνητο ΜLT συνιστά τροχοπέδη στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος και τούτο επειδή η έκδοση διαταγμάτων τύπου Quia Timet προϋποθέτει ότι έχει ήδη αποφασιστεί η κύρια διαφορά.
Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι δεν πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 ήτοι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε ότι η τρίτη προϋπόθεση είναι κατά κανόνα συνυφασμένη με το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων. Η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται όχι μόνο όταν η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα αποτελούσε επαρκή θεραπεία αλλά και στην περίπτωση που υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο εναγόμενος να ικανοποιήσει απόφαση που ενδεχομένως ληφθεί εναντίον του. Όπως η νομολογία έχει καθορίσει, η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής πλήρους δικαιοσύνης επεκτείνεται και στο στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Παντελίδη ν. Πιερή (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 2111 και Larticon Ltd v. Detergenta Developments Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1121. Ο χρηματικός παράγοντας βέβαια δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη και εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά λαμβάνονται υπόψη και άλλα μεταβλητά κριτήρια. Κώστας Κυρίσαββας κ.ά. ν. Χάρη Κίζη (2011) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1245.
Στο Σύγγραμμα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου (ανωτέρω) αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα: «Λόγω της φύσης του διατάγματος (…) η ζημιά θα πρέπει να είναι σοβαρή και να μην αποζημιώνεται χρηματικά.» (σελίδα 11). Περαιτέρω στη σελίδα 189 του ίδιου Συγγράμματος τονίζεται ότι η ζημιά δεν πρέπει να είναι απομακρυσμένη για να εκδοθεί παρέμπιπτον διάταγμα. «Αναμφίβολα το μέγεθος και η σοβαρότητα της ζημιάς είναι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη. Αντίθετα, ασήμαντη ζημιά αγνοείται όπως επίσης και ζημιά που μπορεί να αποζημιωθεί χρηματικά (…) για αυτό και ορισμένες φορές η απόφαση κατά πόσο θα εκδοθεί ή όχι διάταγμα Quia Timet περιστρέφεται γύρω από το θέμα της επάρκειας των αποζημιώσεων και του ισοζυγίου της ευχέρειας.»
Οι πιο πάνω αρχές επαναλήφθηκαν σε πολλές αποφάσεις και αποτελούν την πάγια θέση της νομολογίας. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στις αποφάσεις ΠΡΙΑΜΟΣ ΓΕΝΝΑΡΗΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 796/2015, ημερ. 10/7/2015, ECLI:CY:AD:2015:D503, Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1556 και Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos και Άλλοι ν. Cybarco Plc και Άλλων (2009) 3 Α.Α.Δ. 513.
Από τις πιο πάνω αποφάσεις σημειώνουμε τις αρχές ότι (1) εφόσον η ζημιά μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, έστω και δύσκολα, δεν μπορεί να είναι ανεπανόρθωτη, όσο μεγάλη και αν είναι, (2) η ζημιά πρέπει να αναφέρεται ειδικά και με σαφήνεια και οι κίνδυνοι πρόκλησης ζημιάς θα πρέπει να στοιχειοθετούνται με κατάλληλη μαρτυρία, (3) η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς δεν πρέπει να παραμείνει σε επίπεδο ισχυρισμών θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία.
Ορθά λοιπόν έχοντας υπόψη του τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, τα γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην προκειμένη περίπτωση η όποια ζημιά προκληθεί στους εφεσείοντες μπορεί να αποτιμηθεί χρηματικά και η εφεσίβλητη είναι σε θέση να τους αποζημιώσει. Πρόσθεσε μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο «όχι μόνο δεν έχει προβληθεί ισχυρισμός που να καταδεικνύει ότι Colub και Radziwills είναι αφερέγγυοι αλλά από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου καταδεικνύεται η δυνατότητα τους να ικανοποιήσουν χρηματικά τους ενάγοντες εάν ήθελε φανεί στο τέλος της ημέρας ότι οι τελευταίοι υπέστησαν ζημιά συνεπεία των ενεργειών της εναγόμενης.»
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το προϊόν πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου, του MLT, είναι αποτιμιταίο σε χρήμα. Η απομάκρυνση του εφεσείοντα 2 από τη διοίκηση των Πολωνικών οντοτήτων και κατ΄επέκταση τη διαχείριση του MLT, δεν θίγει κανένα δικαίωμα των εφεσειοντων αφού η ιδιοκτησία και η διαχείριση εταιρειών είναι διαφορετικές έννοιες. Εάν οι εφεσείοντες έχουν μερίδιο στο MLT και αυτό πράγματι πωληθεί τότε θα λάβουν το ποσοστό που τους αναλογεί και δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας επηρεασμός οποιουδήποτε συμφέροντος τους.
Ενόψει των ανωτέρω, και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ουσιαστικά τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη σελίδα 28 της απόφασης του ότι το διάταγμα έπρεπε να ακυρωθεί.
Είναι προφανές ότι ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά απλή επανάληψη των δύο πρώτων λόγων έφεσης οι οποίοι έχουν απορριφθεί. Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.
Στην ειδοποίηση της εφεσίβλητης υπάρχει μια σειρά πρόσθετων λόγων η οποία κατά την άποψη της θα έπρεπε να είχαν εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο και θα έπρεπε να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα και για αυτούς τους λόγους.
Λαμβάνοντας υπόψη μας τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ακυρώσει το προσωρινά εκδοθεν διάταγμα αλλά και την απόφαση μας με την οποία υιοθετείται ως ορθό το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επικυρώνεται η πρωτόδικη απόφαση και τους λόγους για τους οποίους απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3, θεωρούμε ότι παρέλκει εξέταση των πρόσθετων αυτών λόγων.
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπερ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων έξοδα €7400 πλέον ΦΠΑ.
Έχει ηδη αναφερθει ότι στο πλαίσιο της αγωγής αρ.1276/2023 (i-justice), εκκρεμούσης της έφεσης, οι εφεσειοντες καταχώρησαν αίτηση ημερ. 19/7/2024 με την οποία ζήτησαν τη διατήρηση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος και/ή την αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή την επανέκδοση του ακυρωθέντος προσωρινού διατάγματος, στην οποία η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση στην και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ. 31/1/2025 ενέκρινε την αίτηση αναστολής και αποφάσισε όπως τεθεί σε ισχύ το προσωρινό διάταγμα και αποφάσισε όπως εκδώσει διάταγμα όπως η παράγραφος Α της αίτησης το οποίο και θα ισχύει μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση της έφεσης που ασκήθηκε κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 26/6/2024. Η εν λόγω απόφαση ημερ. 31/1/2025 έχει εφεσιβληθεί από την εφεσίβλητη με την έφεση αρ. Ε10/2025.
Όταν οι συνήγοροι εμφανίστηκαν ενώπιον του Εφετείου για την ακρόαση της παρούσας έφεσης είχαν δηλώσει εκ συμφώνου ότι το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης θα τους δεσμεύει αναφορικά με την εκκρεμούσα έφεση, ότι θα απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου, χωρίς να τεθεί θέμα εξόδων.
Ενόψει των ανωτέρω, το προσωρινό διάταγμα που έχει εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 31/1/2025 στο πλαίσιο της αίτησης ημερ. 19/7/2024 παύει να ισχύει. Η έφεση αρ. Ε10/2025 που έχει καταχωρηθεί από την εφεσίβλητη κατά της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 31/1/2025 καθίσταται άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται χωρίς άλλη διαταγή για έξοδα.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο