
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε91/2022)
28 Μαΐου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Nandro Safety Rolex & Door Ltd,
Εφεσείουσα
ν.
L & Μ Rolex Ltd,
Εφεσίβλητη
Για εφεσείουσα: Γιάννης Θεοδώρου για Α. Αργυρού & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητη: κος Χρήστος Χατζηλοΐζου για Χρήστος Χατζηλοΐζου Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμου του 1964 (N.33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα προσβάλει την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που καταχώρησε στις 09/03/2022, για τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης της, στην αγωγή 2029/2013.
Με την πιο πάνω αγωγή της, η εφεσίβλητη αξίωσε από την εφεσείουσα, το ποσόν των €9.032,94, στηριζόμενη σε συμφωνία για πώληση εμπορευμάτων. Η εφεσείουσα εξέδωσε και παρέδωσε στην εφεσίβλητη δύο επιταγές για την πληρωμή μέρους του πιο πάνω ποσού, που όμως ανακλήθηκαν, με αποτέλεσμα ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό να παραμείνει απλήρωτο.
Η εφεσείουσα με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της, ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη, παράνομα και αντισυμβατικά υπερχρέωσε την αξία των εμπορευμάτων, προσπαθώντας να αποκομίσει όφελος. Ως εκ τούτου, υπήρχε κατά την εφεσείουσα, εύλογη αιτία ανάκλησης των επιταγών. Αρνήθηκε την αξίωση της εφεσίβλητης και επιπλέον, ανταπαίτησε το ποσό των €305,00 που έκρινε ότι ήταν το λογιστικό αποτέλεσμα της υπερτιμολόγησης.
Αφού μεσολάβησε διαδικασία ένορκης αποκάλυψης εγγράφων από τις δύο πλευρές, όπως και αλλαγή δικηγόρου εκ μέρους της εφεσείουσας, η αγωγή τέθηκε στο πρόγραμμα καθυστερημένων υποθέσεων (backlog). Και ενώ δρομολογήθηκε η ακρόαση της αγωγής επί της ουσίας, η εφεσείουσα καταχώρησε στις 09/03/2022, ήτοι 9 χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζήτησε την τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Επιχείρησε με την εν λόγω αίτηση, να προσθέσει ισχυρισμούς σε έκταση δεκάδων παραγράφων, δίνοντας λεπτομέρειες δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων της εφεσίβλητης και αξιώνοντας μεγαλύτερα ποσά ως αποζημιώσεις, τα οποία μάλιστα υπερέβαιναν την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, έκαμε αναφορά στην Δ.25 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επί της οποίας βασίστηκε η αίτηση, ως αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της. Υπέδειξε ότι η τροποποίηση δικογράφου επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, και ότι η τροποποίηση της Δ.25, θ.1 δεν αναίρεσε τις προηγούμενες αρχές της νομολογίας αναφορικά με τις τροποποιήσεις δικογράφων. Οι εν λόγω αρχές, καθορίζουν ότι σκοπός είναι πάντοτε η ανάγκη καλύτερου προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και το συμφέρον της δικαιοσύνης, σε σχέση με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά.
Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, τονίζοντας ότι δεν πείστηκε από την εφεσείουσα ότι η διακριτική του ευχέρεια, έπρεπε να ασκηθεί υπέρ της τροποποίησης. Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατέδειξαν ότι οι ισχυρισμοί που επιχειρούνταν να εισαχθούν με την τροποποίηση δεν ήταν εντελώς άγνωστοι στην εφεσείουσα, από το αρχικό στάδιο της αγωγής. Αντιθέτως, ο διευθυντής της εφεσείουσας ανέφερε ότι είχε σχετικές υποψίες από το 2013, και ότι από τότε προσπαθούσε να εξασφαλίσει μαρτυρία. Όμως, στο αρχικό δικόγραφο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης ημ.12/12/2013, η εφεσείουσα δεν διατύπωσε οιανδήποτε σχετική θέση ή επιφύλαξη. Δεν δικαιολογήθηκε σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η αδράνεια τόσων ετών από πλευράς εφεσείουσας. Οι γενικές επικλήσεις περί έλλειψης ενδιαφέροντος τρίτων, όπως των ελεγκτικών οίκων στους οποίους αποτάθηκε, δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές.
Έγινε επί του προκειμένου αποδεκτή πρωτοδίκως, η θέση της εφεσίβλητης ότι θα επηρεαστεί δυσμενώς στην υπόθεση της, αφού θα βρεθεί αίφνης, ενώπιον μιας ανταπαίτησης για δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απάτη, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης απαίτησης της, 9 χρόνια μετά την έγερσή της αγωγής, και ενώ η υπόθεση με τα συγκεκριμένα προκαθορισμένα επίδικα θέματα, προγραμματίστηκε για ακρόαση.
Στην βάση του πιο πάνω σκεπτικού, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπό κρίση αίτηση τροποποίησης.
Η εφεσείουσα, με 4 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση. Κατά την ακρόαση της έφεσης, οι συνήγοροι ανέφεραν μετά από ερώτηση του Δικαστηρίου ότι η αγωγή 2029/2013, έχει εκδικαστεί επί της ουσίας. Εν τω μεταξύ, το ποσόν των δύο επιταγών ύψους €7.460,00 πληρώθηκε από την εφεσείουσα, μετά την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης που οδήγησε σε καταδίκη της. Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας για το ποσόν των €1.572,94 που συνιστούσε, το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσόν από τις συναλλαγές των διαδίκων. Ταυτόχρονα, απορρίφθηκε η ανταπαίτηση της εφεσείουσας. Ο συνήγορος της εφεσείουσας, ανέφερε ότι καταχωρήθηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης, αλλά ατυχώς, δεν συμπεριλήφθηκε σε αυτήν, οποιοσδήποτε λόγος έφεσης που να προσβάλλει και την υπό κρίση ενδιάμεση διαταγή απόρριψης της τροποποίησης, που συνιστά το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Ούτε έγινε οιονδήποτε αίτημα για να ακουστούν μαζί οι δύο εφέσεις.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας παρά την πληρωμή μεγάλου μέρους της απαίτησης της εφεσίβλητης, επέμενε στην εκδίκαση της παρούσας έφεσης, υποστηρίζοντας ότι τυχόν επιτυχία της, θα συμπαρασύρει και την απόφαση επί της ουσίας της αγωγής.
Ενόψει τούτου και χωρίς να τοποθετούμαι επί της ορθότητας της πιο πάνω θέσης του συνηγόρου, θα προχωρήσω στην εξέταση των λόγων έφεσης της παρούσας.
Με τον 1ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα παραγνώρισε το γεγονός ότι η ζημιά που θα υποστεί η ίδια σε περίπτωση μη έγκρισης της αίτησης τροποποίησης θα είναι δυσανάλογη με την ζημιά που ενδέχεται να υποστεί η εφεσίβλητη και η οποία σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να αποζημιωθεί χρηματικά με την πληρωμή των εξόδων. Με τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο παραγνώρισε κατά την εφεσείουσα, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της για δίκαιη δίκη, καθότι με την απόρριψη της αίτησης στερείται ουσιαστικά, του δικαιώματος της να παρουσιάσει την μαρτυρία της και να αποδείξει τα ποσά που αξιώνει και επιθυμεί να συμπεριλάβει στο δικόγραφο της.
Με τον 2ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείτο η αδράνεια τόσων ετών, η οποία επιφέρει την καθυστέρηση της καταχώρησης της αίτησης τροποποίησης και έκρινε λανθασμένα τον ισχυρισμό της εφεσείουσας περί βάσιμης υποψίας για υπερτιμολόγηση και/ή υπερχρέωση εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Με τον 3ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το πρωτόδικο εύρημα, πως με την τροποποίηση επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, αφού η επιδίωξη της εφεσείουσας ήταν η συμπλήρωση των γεγονότων που στοιχειοθετούν την παράβαση σύμβασης από πλευράς εφεσίβλητης και η τροποποίηση του ποσού που ανταπαιτητικώς αξιώνει η εφεσείουσα, ώστε να συνάδει με την μαρτυρία που θα προσφέρει.
Τέλος, με τον 4ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα παρερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονταν δυνάμει της Δ.25 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν άσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια.
Στην υπό κρίση περίπτωση, η αίτηση τροποποίησης στηρίχθηκε πρωτοδίκως στην Δ.25 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο για τροποποίηση δικογράφων. Η εξουσία αυτή, υπήρξε αντικείμενο πληθώρας αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι νομολογιακές αρχές επί του θέματος όπως συνοψίστηκαν στην υπόθεση (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ 33, και συνεχίζουν να ισχύουν και μετά την τροποποίηση της Δ.25, έχουν ως ακολούθως:
1. Η τροποποίηση επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
2. Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στη συγκεκριμένη υπόθεση, συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο, καθιερώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου.
3. Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο, δηλαδή ζημιά που δεν μπορεί να θεραπευτεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσον μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, ανάλογα επαυξάνει και το βάρος που πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος τροποποίησης.
4. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης. Στο στάδιο αυτό όμως, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου.
5. Ειδικότερα για τον παράγοντα χρόνο, η νομολογία καταδεικνύει ότι είναι σχετικός, χωρίς όμως να είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας και ότι, όπου υπάρχει καθυστέρηση, απαιτείται η παροχή κάποιας εξήγησης (βλ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και (2002) 1 Α.Α.Δ. 223).
6. Έχει επίσης νομολογηθεί ότι ριζική μετατροπή της φύσης της αξίωσης ή της υπεράσπισης και εμφανής κακοπιστία εκ μέρους του αιτητή δεν δικαιολογούν έγκριση του αιτήματος. Εκεί όμως που εγείρεται ζήτημα κακοπιστίας, ο διάδικος που την επικαλείται, έχει και το βάρος απόδειξης της.
Όπως προαναφέρθηκε, η έγκριση αίτησης για τροποποίηση δικογράφου επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης, μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (βλ. μεταξύ άλλων (1997) 1 Α.Α.Δ (1997) 1270 και Πολ. Έφεση Ε207/2018 ημ. 17.10.2023).
Σε σχέση με το ίδιο θέμα, στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Πολ. Έφεση 438/2012, ημ. 8/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A281: Πολ. Έφεση E27/2020 ημ. 7.4 2025, υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την παλαιότερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ,
«Κατά πάγια νομολογία επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, προσδιοριστικής του αυτεξούσιου της δικαστικής κρίσης, δικαιολογείται στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η άσκηση της (α) έγινε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, (β) οδηγεί σε πασιφανή αδικία και (γ) είναι προϊόν πλάνης ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων ή μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (βλ. Λυσιώτης (ανωτέρω), APL Alexander Promotions Ltd v. Gerlington Ltd κ.α., Πολ. Εφ. Ε40/15 ημερ. 31.1.18 και Chr. Petrides Tradelings Ltd v. Πετρίδου, Πολ. Εφ.201/12 ημερ. 7.2.18 που παραπέμπουν στη σχετική επί του θέματος προηγούμενη νομολογία).»
Στην παρούσα περίπτωση δεν ευσταθεί η θέση της εφεσείουσας όπως προβάλλεται στον 1ο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη, τον δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων της, προσδίδοντας βαρύτητα μόνο στα συμφέροντα της εφεσίβλητης. Όπως έχει νομολογηθεί, παρότι η τροποποίηση είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς, αυτή δυνατόν να απορριφθεί στην περίπτωση που καταδεικνύεται ότι θα επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ως λογικής απόρροιας των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος (βλ. (1992) 1 Α.Α.Δ. 704).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εκατέρωθεν συμφέροντα των διαδίκων όπως προέκυπταν από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και συμμορφούμενο με την πιο πάνω νομολογία, έκρινε ότι η περίπτωση εντασσόταν σε εκείνες τις υποθέσεις, στις οποίες η αιτούμενη τροποποίηση θα επέφερε βλάβη στα δικαιώματα της εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να απορριφθεί το αίτημα τροποποίησης. Αιτιολόγησε δε την κατάληξη του αυτή, με αναφορά στο πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την προώθηση της αίτησης, σε συνδυασμό με την διαπίστωση ότι τα γεγονότα που επιχειρήθηκαν να εισαχθούν, ήταν γνωστά στην εφεσείουσα από την αρχή, χωρίς μάλιστα να δοθεί μια ικανοποιητική δικαιολογία για την αδράνεια της εφεσείουσας για 9 χρόνια.
Η πιο πάνω διαπίστωση, οδηγεί στην απόρριψη και του 2ου λόγου έφεσης που αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς, η αδράνεια της εφεσείουσας για 9 χρόνια να προωθήσει τις θέσεις που επιχείρησε να προβάλει με την αίτηση τροποποίησης. Ήταν εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, ότι οι γενικές επικλήσεις της εφεσείουσας περί έλλειψης ενδιαφέροντος τρίτων, όπως των ελεγκτικών οίκων στους οποίους αποτάθηκε, δεν ήταν ικανοποιητικές, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αδράνεια της για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Αλλά και ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις, επιδιώχθηκε η ριζική μετατροπή της υπεράσπισης και ανταπαίτησης με αποτέλεσμα να πλήττονται τα δικαιώματα της εφεσίβλητης. Είναι σαφές ότι τυχόν έγκριση της αίτησης θα άλλαζε ριζικά το πραγματικό υπόβαθρο και την βάση στην οποία στηριζόταν μέχρι τότε η υπεράσπιση και ανταπαίτηση της εφεσείουσας. Είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης, θα έφερνε αναπόφευκτα σε δυσμενή θέση την εφεσίβλητη. Αυτό γιατί θα βρισκόταν ενώπιον μιας ανταπαίτησης με νέους ισχυρισμούς για δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απάτη, 9 χρόνια μετά την έγερσή της αγωγής, και ενώ η υπόθεση με συγκεκριμένα προκαθορισμένα επίδικα θέματα, προγραμματίστηκε για ακρόαση.
Ενόψει τούτου, και ο 3ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 4ο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλει τον γενικό ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα παρερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονταν δυνάμει της Δ.25 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν άσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια.
Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, και αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει υποπέσει σε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς τα στοιχεία που συνεκτίμησε για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, απορρίπτοντας την υπό κρίση αίτηση τροποποίησης. Τελική κατάληξη μου, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια μέσα σε ορθό πλαίσιο και δεν έχει παρατεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να αφορά σε πρωτόδικη εσφαλμένη αντικειμενική κρίση, όπως αυτή καθορίζεται στην προαναφερθείσα νομολογία, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.
Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης €1.500,00 πλέον ΦΠΑ.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο