
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε94/24
i-justice)
26 Μαΐου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Χρίστια Μιχαήλ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος
Igor Myronovich leremeiev τέως εξ Ουκρανίας
Εφεσείουσα
ν.
1.Yudelle Asset Holding Ltd, εκ ΒΠΝ
2.WOG Holding Ltd, εκ Λευκωσίας
3.Stepan Ivakhiv, εξ Ουκρανίας
4. Sergeii Lagur, εξ Ουκρανίας
5. Μυριάνθης Χρίστου Στυλιανού, εκ Λευκωσίας
6. Ευδοκίας Θεοχαρίδου, εκ Λευκωσίας
7. Ρόης Ποταμίτης, εκ Λεμεσού
8. Paul Pretlove, εκ ΒΠΝ
9. Svetlana Ivakhiv, εξ Ουκρανίας
10. Oil Group Holding BV, εξ Ολλανδίας
Εφεσίβλητοι
Για εφεσείουσα: κ. Κωνσταντίνος Βελάρης για Βελάρης & Βελάρης ΔΕΠΕ
Για εφεσίβλητους 2, 3, 4 και 10: κ. Κυριάκος Πίττας για Σωτήρης Πίττας & Σία ΔΕΠΕ
Για εφεσίβλητους 5 και 6: κ. Δημήτρης Παπαπολυβίου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητο 7: κ. Ανδρέας Χατζηκώστας για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητο 8: κ. Σάββας Θεοφάνους για N. Pirilides & Associates LLC
Για εφεσίβλητη 9: κ. Θεόδωρος Τ. Οικονόμου
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 27/08/2024, με την οποία διατάχθηκε η εφεσείουσα να καταβάλει €225.000,00 ή παράσχει ισόποση τραπεζική εγγύηση επ’ ονόματι του Πρωτοκολλητή, ως ασφάλεια των εξόδων των εναγομένων - εφεσιβλήτων 2 έως 10 (€25.000 για κάθε εναγόμενο - εφεσίβλητο), εντός 60 ημερών. Εκδόθηκε επίσης διάταγμα ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εντός της εν λόγω προθεσμίας, η αγωγή να απορριφθεί με έξοδα εις βάρος της ενάγουσας - εφεσείουσας.
Για να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της παρούσας, είναι χρήσιμο στο στάδιο αυτό, να γίνει μια συνοπτική αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα και στο μέχρι σήμερα δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης.
Η εφεσείουσα είναι διαχειρίστρια περιορισμένου σκοπού (limited grant) της περιουσίας του Igor Myronovich leremeiev από την Ουκρανία, που απεβίωσε τον Αύγουστο 2014. Καταχώρισε στις 02/05/2023 την υπό κρίση αγωγή με αρ. 987/2023 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ως ενάγουσα 1, μαζί με την ενάγουσα 2, που είναι η σύζυγος του αποβιώσαντα και τους ενάγοντες 3 και 4, που είναι τα τέκνα του.
Πριν τον θάνατο του, ο αποβιώσας είχε τοποθετήσει περιουσιακά του στοιχεία σε Εμπίστευμα (στο εξής το «Εμπίστευμα») που διέπεται από το δίκαιο των Βρετανικών Παρθένων Νήσων (στο εξής «ΒΠΝ»), προς όφελος των παιδιών του. Η περιουσία του Εμπιστεύματος κατεχόταν μέσω διαφόρων εταιρειών. Στην περιουσία του Εμπιστεύματος περιλαμβάνονται και οι μετοχές στην εφεσίβλητη 1 εταιρεία (στο εξής η Yudelle), εγγεγραμμένη στις ΒΠΝ, η οποία κατείχε μετοχές της εφεσίβλητης 2, κυπριακής εταιρείας.
Οι εφεσίβλητοι 3 και 4 ήταν φίλοι και συνεργάτες του αποβιώσαντα. Με τον θάνατο του αποβιώσαντα, ο εφεσίβλητος 4 κατέστη επίτροπος (trustee) του Εμπιστεύματος και ο εφεσίβλητος 3 κατέστη προστάτης (protector) του Εμπιστεύματος. Ο εφεσίβλητος 4 αντικαταστάθηκε στην πορεία από μια εταιρεία, εγγεγραμμένη στις ΒΠΝ.
Το 2017, οι ενάγοντες 2 και 3 στην πρωτόδικη διαδικασία, καταχώρισαν στις ΒΠΝ την αγωγή με αριθμό BV1HC (Com) 118/2017 (στο εξής η «Αγωγή ΒΠΝ»), η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση. Μέσω της αγωγής ΒΠΝ επιζητείται όπως το Εμπίστευμα κηρυχθεί άκυρο ή εικονικό, με τον ισχυρισμό μεταξύ άλλων ότι αποτελεί προϊόν πλαστογραφίας από τους εφεσίβλητους 3 και 4 για να καταδολιεύσουν τους κληρονόμους του αποβιώσαντα. Ισχυρίζονται επίσης οι ενάγοντες σε εκείνη την αγωγή, ότι οι εφεσίβλητοι 3 και 4 ενήργησαν κατά παράβαση των εμπιστευματικών τους καθηκόντων (fiduciary duties) και είναι υπόλογοι να αποκαταστήσουν τα περιουσιακά στοιχεία του Εμπιστεύματος.
Στο πλαίσιο της αγωγής ΒΠΝ και κατόπιν αίτησης των εναγόντων, το Δικαστήριο των ΒΠΝ εξέδωσε το 2017 διάταγμα, για τον διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη καθώς και άλλα παγοποιητικά διατάγματα. Ο ενδιάμεσος παραλήπτης είναι ο εφεσίβλητος 8 στην παρούσα αγωγή. Περί το 2018, ο εφεσίβλητος 8 προχώρησε στην πώληση 1.750 μετοχών της εφεσίβλητης 2 κυπριακής εταιρείας (στο εξής η «WOG»), τις οποίες κατείχε η εφεσίβλητη 1 εταιρεία ΒΠΝ «Yudelle». Η πώληση έγινε προς τους εφεσιβλήτους 3 και 4. Οι εφεσίβλητες 5 και 6, ήταν κατά τον χρόνο της πώλησης, ονομαστικές διευθύντριες (nominee directors) της WOG. Η εφεσίβλητη 5, συνεχίζει να διατηρεί τη θέση αυτή. Η εφεσείουσα με τους υπόλοιπους ενάγοντες, αμφισβητούν μέσω της υπό κρίση πρωτόδικης διαδικασίας, τη νομιμότητα και εγκυρότητα αυτής της πώλησης.
Η παρούσα αγωγή εγέρθηκε από την εφεσείουσα και τους υπόλοιπους ενάγοντες, τόσο ως προσωπική αγωγή όσο και ως παράγωγη αγωγή εκ μέρους της Yudelle. Μέσω της εν λόγω αγωγής, επιζητείται από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δηλωτική απόφαση ότι η μεταβίβαση των πιο πάνω μετοχών της WOG, από την Yudelle προς τους εφεσιβλήτους 3 και 4 και η μεταγενέστερη μεταβίβαση τους προς την εφεσίβλητη 9, είναι προϊόν απάτης και συνομωσίας και ως εκ τούτου είναι άκυρες. Επιζητούνται επίσης διατάγματα για αποκατάσταση των εν λόγω μετοχών στην Yudelle και δηλωτική απόφαση ότι δικαιούνται να ιχνηλατήσουν και να ανακτήσουν χρήματα που προέκυψαν από τις εν λόγω μετοχές. Τέλος, επιζητούνται λεπτομέρειες και στοιχεία από τους εφεσιβλήτους 2-10 σε σχέση με έσοδα και κέρδη από τις μετοχές για την περίοδο από 15/08/2015 και εντεύθεν, καθώς και σχετικές αποζημιώσεις.
Στην εν λόγω αγωγή ΒΠΝ, με αποφάσεις του Δικαστηρίου των ΒΠΝ ημερομηνίας 27/07/2023 και 31/07/2023, εκδόθηκε «αντιαγωγικό διάταγμα», με το οποίο διατάχθηκαν οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος, ενάγοντες 2 - 4 στην υπό κρίση πρωτόδικη διαδικασία, όπως τερματίσουν την προώθηση της πρωτόδικης αγωγής 987/2023 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και να μην υποβοηθήσουν την εφεσείουσα – ενάγουσα 1, στη συνέχιση της. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι ενάγοντες 2 - 4 απέσυραν την πρωτοδίκη αγωγή 987/2023, η οποία προωθείται πλέον μόνο από την εφεσείουσα.
Σημειώνεται τέλος ότι εκκρεμεί στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, αίτηση ημερομηνίας 02/05/2023, που πλέον προωθείται μόνο από την εφεσείουσα 1, για την έκδοση διάφορων ενδιάμεσων παγοποιητικών διαταγμάτων και διαταγμάτων αποκάλυψης.
Μετά την έκδοση του αντιαγωγικού διατάγματος, οι εφεσίβλητοι 2 - 10, καταχώρισαν αιτήσεις για ασφάλεια εξόδων εναντίον της εφεσείουσας, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, λόγω του ότι όλες οι αιτήσεις αφορούσαν τα ίδια ή παραπλήσια νομικά ζητήματα.
Υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως από τους εφεσίβλητους 2 – 10 ότι η εφεσείουσα δεν ενεργεί υπό την προσωπική της ιδιότητα αλλά ως διαχειρίστρια περιορισμένου σκοπού (limited grant), εκ μέρους της περιουσίας του αποβιώσαντα. Σημειώνεται επίσης ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποκαλύψει κανένα προσωπικό αγώγιμο δικαίωμα. Ενόψει αυτών, ήταν η θέση των εφεσιβλήτων 2 – 10 ότι η εφεσείουσα πρέπει να θεωρηθεί ως αλλοδαπή και σημειώνουν ότι η διαχείριση του αποβιώσαντα δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην Κύπρο, από το οποίο θα μπορούσαν να ανακτήσουν τα έξοδα της αγωγής 987/2023 που τυχόν θα επιδικαστούν υπέρ τους.
Πέραν της αντιπροσωπευτικής ιδιότητας της εφεσείουσας, στην αιτιολόγηση του αιτήματος για ασφάλεια εξόδων, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι η αγωγή δεν έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Εισηγήθηκαν, βασιζόμενοι σε γνωμοδότηση επί του δικαίου των ΒΠΝ, ότι η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείται να προωθεί παράγωγη αγωγή εκ μέρους της Yudelle στην Κύπρο αφού τα επίδικα θέματα, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των ΒΠΝ. Υπέδειξαν επίσης ότι η επίδικη πώληση των μετοχών, έγινε κατόπιν εξουσιοδότησης από το Δικαστήριο των ΒΠΝ και δεν δύναται να ακυρωθεί από το κυπριακό Δικαστήριο.
Οι εφεσίβλητοι, κατέθεσαν στην πρωτόδικη διαδικασία ως είθισται, καταλόγους εξόδων, στους οποίους καταγράφουν τα έξοδα που είχαν προκύψει και τα έξοδα που αναμένουν ότι θα δημιουργηθούν, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Σχετική μεταξύ άλλων είναι η απόφαση (1992) 1 A.A.Δ 795, στην οποία λέχθηκε ότι: Η προσαγωγή καταλόγου εξόδων είναι επιθυμητή, αλλά όχι απαραίτητη για την άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου.
Η εφεσείουσα με την ένσταση της, ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσίβλητοι επιδιώκουν με τα διατάγματα παροχής ασφάλειας εξόδων, να της αποστερήσουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, με δεδομένο ότι με το αντιαγωγικό διάταγμα, εμποδίζονται οι ενάγοντες 2 - 4 να χρηματοδοτήσουν την αγωγή. Αναφέρεται τέλος ότι τα ποσά που αιτούνται οι εφεσίβλητοι ως ασφάλεια εξόδων, είναι υπερβολικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην Δ.60 θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που εφαρμοζόταν στην υπό κρίση αίτηση, σημείωσε ότι η εφεσείουσα δεν ενάγει προσωπικά, αλλά ως εκπρόσωπος της περιουσίας του αποβιώσαντα εξ Ουκρανίας, στη βάση περιορισμένου παραχωρητηρίου (limited grant). Παραπέμποντας δε σε σχετική νομολογία, έκρινε ότι για σκοπούς της Δ.60, αναγνωρίζεται διαφορά μεταξύ ενάγοντα που ενάγει προσωπικά και ενάγοντα που ενεργεί με αντιπροσωπευτική ιδιότητα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την παρούσα περίπτωση, από αυτές που εμπίπτουν στην Δ.60 θ.4, εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται πτώχευση ή οικονομική δυσπραγία (insolvency or poverty) της εφεσείουσας. Θεώρησε όμως ότι η διάταξη αυτή, είναι σημαντική γιατί δείχνει πως, για σκοπούς της Δ.60, δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση ενός προσώπου που ενάγει στη βάση προσωπικού αγώγιμου δικαιώματος και ενός προσώπου που εκπροσωπεί συμφέροντα άλλου.
Όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ξεκάθαρο ότι η εφεσείουσα ενάγει ως ονομαστικός ενάγοντας για τα συμφέροντα άλλου (merely suing as nominee plaintiff in somebody else’s interests) και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί, είναι της διαχείρισης της περιουσίας του αλλοδαπού αποβιώσαντα. Εφόσον ο πραγματικός διάδικος είναι αλλοδαπός που δεν διαμένει στην Κύπρο, έκρινε ότι παρέχεται η δυνατότητα να διαταχθεί η εφεσείουσα, να δώσει εξασφάλιση για τα έξοδα των αντιδίκων της, στη βάση της Δ.60 θ.1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην θέση της εφεσείουσας ότι ο αποβιώσας είναι δικαιούχος των μετοχών στην εφεσίβλητη 2 εταιρεία WOG και, συνακόλουθα, των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην εταιρεία εκείνη. Ανέφερε επίσης ότι δεν παραβλέπει ότι στην αγωγή ΒΠΝ, η σύζυγος και ο υιός του αποβιώσαντα, εγείρουν γενικότερες αξιώσεις σε σχέση με δικαιώματα στην περιουσία του αποβιώσαντα και την εγκυρότητα του Εμπιστεύματος. Εντούτοις, θεώρησε ότι αυτά, είναι ζητήματα για τα οποία αρμόδιο Δικαστήριο να αποφασίσει είναι αυτό των ΒΠΝ.
Έκρινε ως εκ τούτου και με δεδομένο ότι επί του παρόντος η αγωγή ΒΠΝ δεν έχει τελεσιδικήσει, ότι δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ότι στην Κύπρο, ο αποβιώσας κατείχε οιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο. Σημειώθηκε ότι οι μετοχές στην Κυπριακή εταιρεία WOG, δεν ήταν ιδιοκτησίας του αποβιώσαντα. Ανήκαν στην εφεσίβλητη 1 ΒΠΝ εταιρεία Yudelle, μέτοχος της οποίας ήταν ο εφεσίβλητος 8. Οι μετοχές της WOG αργότερα πωλήθηκαν στους εφεσίβλητους 3 και 4 και ακολούθως, μεταβιβάστηκαν σε άλλα πρόσωπα. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, στοιχεία που να δείχνουν ότι ο αποβιώσας, ήταν καθ’ οιονδήποτε χρόνο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης περιουσιακών στοιχείων στην Κύπρο, κινητών ή ακίνητων.
Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου ότι η διαχείριση του αποβιώσαντα δεν έχει δείξει ότι υπάρχει περιουσία στην Κύπρο επί του παρόντος. Εάν υπάρχουν ενδεχόμενα δικαιώματα του αποβιώσαντα επί περιουσίας που αποξενώθηκε δόλια, αυτό είναι κάτι που θα απαντηθεί στην αγωγή ΒΠΝ. Ως επακόλουθο, η προσπάθεια εκτέλεσης τυχόν απόφασης για πληρωμή εξόδων εναντίον της διαχείρισης, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αντικειμενικά δεν θα είναι εύκολη. Τα περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν φαίνεται να είναι σε τρίτες χώρες, ενώ η κυριότητα τους αμφισβητείται και είναι αντικείμενο εκκρεμοδικίας σε αλλοδαπό Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συμφώνησε επίσης με την θέση της εφεσείουσας ότι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων για παροχή ασφάλειας εξόδων, θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση του δικαιώματος προσφυγής της εφεσείουσας, στη δικαιοσύνη.
Κρίθηκε ως εκ τούτου ότι στην προκειμένη περίπτωση, είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα παροχής ασφάλειας εξόδων.
Αναφορικά με το ποσόν που δικαιολογείται για κάθε εφεσίβλητο ξεχωριστά, έχοντας υπόψη τους προτεινόμενους καταλόγους εξόδων, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και τις καθορισμένες κλίμακες δικηγορικής αμοιβής, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δικαιολογείται η παροχή από την εφεσείουσα ασφάλειας εξόδων, ύψους €25.000,00 για κάθε ένα από τους εφεσίβλητους 2 – 10, ήτοι το συνολικό ποσόν των €225.000,00.
Η εφεσείουσα με 6 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον 1ο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την έκδοση του διατάγματος ασφάλειας εξόδων δεν θα αποστερούσε από την εφεσείουσα το δικαίωμα προσφυγής στην δικαιοσύνη. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρει σαφώς ότι οι δικονομικές διατάξεις για ασφάλεια εξόδων, πρέπει να διαβάζονται υπό το πρίσμα του Άρθρου 30 του Συντάγματος, ώστε το οποιονδήποτε διάταγμα να μην παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα για προσφυγή στο Δικαστήριο.
Υποστηρίχθηκε επί του προκειμένου ότι υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν θα μπορούσε να καταβάλει εξ ιδίων, οποιονδήποτε ποσό και σε περίπτωση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων, δεν θα είχε καμία άλλη επιλογή, από την εγκατάλειψη της αγωγής. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, αφορούν το πρωτόδικο εύρημα ότι η εφεσείουσα δεν ενάγει προσωπικά αλλά σαν εκπρόσωπος της περιουσίας του αποβιώσαντος στην βάση περιορισμένου παραχωρητηρίου αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου, το εύρημα ότι δεν υπάρχει περιουσία που να μπορεί να καλύψει τυχόν έξοδα σε περίπτωση επιτυχίας των εφεσιβλήτων. Αυτά, σε συνδυασμό με την ύπαρξη αντιαγωγικού διατάγματος του Δικαστηρίου των ΒΠΝ, που απαγορεύει στους κληρονόμους του αποβιώσαντος οποιανδήποτε χρηματοδότηση της αγωγής, καταδεικνύουν ότι η διαταγή για ασφάλεια εξόδων, στην ουσία στερεί από την εφεσείουσα το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο.
Με τον 2ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το πρωτόδικο εύρημα ότι η υπό την διαχείριση της εφεσείουσας, περιουσία του αποβιώσαντος στην Κύπρο, δεν είχε περιουσιακά στοιχεία για να καλύψει τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση επιτυχίας τους. Στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης γίνεται αναφορά σε αντιφατικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο στην σελίδα 9 της πρωτόδικης απόφασης, αναφέρει ότι η διαχείριση του αποβιώσαντος έχει περιουσία για κάλυψη εξόδων των εφεσιβλήτων, ενώ στο τέλος της ίδιας σελίδας και στην αρχή της σελίδας 10, αναφέρει ότι η περιουσία δεν κατέχει τέτοιους πόρους. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο εύρημα του ότι η υπό διαχείριση περιουσία για να έχει ή να δικαιούται σε πόρους θα έπρεπε ο αποβιώσας να ήταν και ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης τους, παραγνωρίζοντας πόρους, στους οποίους ήταν δικαιούχος χωρίς τέτοια εγγραφή.
Παρεμφερής με τον 1ο λόγο είναι ο 3ος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη ότι οι εφεσίβλητοι ή μερικοί από αυτούς, προκάλεσαν την αδυναμία της υπό διαχείριση περιουσίας σε άμεση ρευστότητα, και συνακόλουθα, κωλύονται και/ή είναι άδικο να επιζητούν ασφάλεια εξόδων, η οποία σε γνώση τους και ένεκα δικών τους ενεργειών δεν θα μπορούσε να παρασχεθεί.
Με τον 4ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, παρέλειψε να λάβει υπ’ όψη ή παρερμήνευσε, βασικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του ώστε να οδηγηθεί σε ορθό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, παρερμήνευσε το επιχείρημα της εφεσείουσας για την κακή πίστη των εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με την αιτιολογία του 4ου λόγου έφεσης, ουδέποτε επιχειρήθηκε με την έγερση της παρούσας αγωγής, να κριθεί η ορθότητα του αντιαγωγικού δικαιώματος, η καταχώρηση της οποίας άλλωστε, είχε προηγηθεί κατά πολύ του αντιαγωγικού δικαιώματος και συνεπώς, το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ευσταθεί.
Είναι επιπλέον η θέση της εφεσείουσας ότι είναι λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για αυτόματη απόρριψη της αγωγής σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εφεσείουσας με το διάταγμα, σε 60 μέρες από την απόφαση, (5ος λόγος έφεσης) και ότι το ποσό της διαταχθείσας ασφάλειας είναι άδικο και υπερβολικό (6ος λόγος έφεσης).
Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι ο βασικός ισχυρισμός της εφεσείουσας, επικεντρώνεται στη θέση πως τα επίδικα διατάγματα, ουσιαστικά της στερούν το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο (λόγοι έφεσης 1 και 3). Θα εξετάσω ως εκ τούτου κατά προτεραιότητα αυτή την θέση, αφού αποδοχή της θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου, την εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Όπως προαναφέρθηκε, η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε στις διατάξεις της Δ.60 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία έχει ως εξής, σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά:
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΕΞΟΔΑ
1. Ο ενάγων (και, σε σχέση με ανταπαίτηση, η οποία δεν έχει απλώς την φύση συμψηφισμού, ο εναγόμενος) ο οποίος διαμένει συνήθως εκτός Κύπρου, μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής, να διαταχθεί να δώσει ασφάλεια για έξοδα έστω και αν διαμένει προσωρινά στην Κύπρο.
Νοείται ότι αλλοδαποί εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα εξαιρούνται οποιασδήποτε διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων.
2. Σε αγωγές που ασκούνται από πρόσωπα που διαμένουν εκτός Κύπρου ή Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η αξίωση του ενάγοντος βασίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή ή σε διαπραγματεύσιμο τίτλο, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να απαιτήσει από τον ενάγοντα να παράσχει εγγύηση για τα έξοδα.
3. Όταν ένα πρόσωπο ενάγει ως στενός φίλος ανηλίκου ή άλλου ανίκανου προσώπου, μπορεί, εάν είναι εφεσείων, να καταδικαστεί να παράσχει εγγύηση για τα έξοδα.
4. Εάν προκύπτει ότι ένα πρόσωπο που ενάγει δεν είναι ο πραγματικός ενάγων, αλλά απλώς ενάγει ως ονομαστικός ενάγων προς το συμφέρον κάποιου άλλου, τότε το πρόσωπο αυτό μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής, να υποχρεωθεί να παράσχει εγγύηση για τα έξοδα λόγω αφερεγγυότητας ή οικονομικής δυσπραγίας.
5. Όταν το Δικαστήριο διατάσσει να δοθεί ασφάλεια εξόδων, μπορεί να αναστέλλει τη διαδικασία της αγωγής μέχρι να δοθεί τέτοια ασφάλεια και, στην περίπτωση που δεν δίδεται η ασφάλεια εντός του καθοριζομένου χρόνου, μπορεί να απορρίψει την αγωγή.
Ο θεσμός 1 της Διαταγής 60 είναι ταυτόσημος με τον Αγγλικό θεσμό 6Α της Δ.65 των παλιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών. Σύμφωνα με το Annual Practice 1958 σελ. 1885, το βάρος πέφτει πάνω στον εναγόμενο να αποδείξει ότι ο ενάγοντας είναι πρόσωπο που διαμένει σε χώρα εκτός δικαιοδοσίας και όχι απλά να καταδείξει ότι δεν διαμένει συνήθως σε αυτή την χώρα.
Η διαμονή του ενάγοντος στο εξωτερικό δεν δημιουργεί αυτόματα δικαίωμα για ασφάλεια εξόδων αφού η έκδοση σχετικού διατάγματος από το Δικαστήριο, είναι διακριτικής εξουσίας. Όταν τεθεί το θεμέλιο για την άσκηση της δικαιοδοσίας με την απόδειξη της διαμονής του ενάγοντος στο εξωτερικό, οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, είναι κατ’ εξοχήν δύο. Η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντα περιουσίας και ιδίως ακίνητης (που δεν μετακινείται εύκολα από την Κύπρο), και η ισχύς της υποθέσεως του (βλ. (1990) 1 A.A.Δ 434).
Εν πρώτοις, θεωρώ ότι είναι ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι από την στιγμή που η εφεσείουσα ενάγει υπό την αντιπροσωπευτική της ιδιότητα, ως διαχειριστής της περιουσίας του αλλοδαπού αποβιώσαντος, το αίτημα θα εξεταστεί στην βάση της Δ.60 θ.1, του κατά πόσον δηλαδή ο αλλοδαπός αποβιώσας είχε περιουσία στην Κύπρο αφού είναι η διαχείριση της περιουσίας του που έχει το πραγματικό συμφέρον στην υπόθεση και όχι η ίδια η εφεσείουσα προσωπικά.
Ορθή είναι επίσης η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εφαρμόζεται στην παρούσα, η Δ.60 θ.4 αφού οι εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται πτώχευση ή οικονομική δυσπραγία (insolvency or poverty) της εφεσείουσας. Αντιθέτως, στήριξαν την αίτηση τους, αποκλειστικά στην Δ.60 θ.1, υποστηρίζοντας ότι ο αλλοδαπός αποβιώσας, την περιουσία του οποίου αντιπροσωπεύει η εφεσείουσα, δεν είχε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα τους, σε περίπτωση που αποτύχει η αγωγή.
Το δικαιοδοτικό πλαίσιο της Δ.60 θ.1 επί της οποίας στηρίχθηκαν οι αιτήσεις των εφεσιβλήτων, είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό της Δ.60 θ.4. Η Δ.60 θ.1 αναφέρεται στην παροχή ασφάλειας εξόδων από ενάγοντα, που έχει την συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό. Αντιθέτως, η Δ.60 θ.4 αναφέρεται στην παροχή ασφάλειας εξόδων από ενάγοντα, που καταχωρεί αγωγή ως εκπρόσωπος για τα συμφέροντα άλλου (is merely suing as nominal plaintiff in somebody else's interests), ανεξαρτήτως τόπου διαμονής. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων θα διαταχθεί να παράσχει ασφάλεια εξόδων, λόγω αφερεγγυότητας ή οικονομικής δυσπραγίας (on the grounds of insolvency or poverty).
Όπως ορθή είναι επίσης η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, λόγω των μεταβιβάσεων των μετοχών της κυπριακής εταιρείας WOG, δεν εντοπίζονται περιουσιακά στοιχεία της διαχείρισης της περιουσίας του αλλοδαπού αποβιώσαντος στην Κύπρο, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πληρωμή των εξόδων των εφεσιβλήτων, σε ενδεχόμενη αποτυχία της αγωγής.
Ως αποτέλεσμα, δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση ότι η προσπάθεια εκτέλεσης τυχόν απόφασης για πληρωμή εξόδων εναντίον της διαχείρισης, αντικειμενικά θα είναι δύσκολη.
Η εφεσείουσα δεν φαίνεται να αμφισβητεί επί της ουσίας την πρωτόδικη κρίση, ότι όπως έχει σήμερα η κατάσταση, δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία της διαχείρισης του αποβιώσαντος στην Κύπρο. Όμως διατείνεται ότι υπάρχει απαίτηση επί τέτοιων περιουσιακών δικαιωμάτων με την ΒΠΝ αγωγή. Ισχυρίζεται επίσης ότι το γεγονός της απουσίας περιουσίας στην Κύπρο, οφείλεται αποκλειστικά στις δόλιες ενέργειες των εφεσιβλήτων, οι οποίοι με δόλο και απάτη αποξένωσαν περιουσία, στην οποία είχε συμφέρον ο αποβιώσας. Πρόκειται για 1750 μετοχές της κυπριακής εταιρείας WOG, που ανήκαν στην εταιρεία Yudelle, η οποία είναι μια εκ των εταιρειών ΒΠΝ, των οποίων οι μετοχές περιλαμβάνονται στην περιουσία του Εμπιστεύματος που σύστησε ο αποβιώσας και στο οποίο τοποθέτησε σημαντικά περιουσιακά του στοιχεία. Σημειώνεται δε ότι με την υπό κρίση αγωγή, επιδιώκεται μεταξύ άλλων η έκδοση απόφασης από το κυπριακό Δικαστήριο, για ακύρωση αυτών, των κατ’ ισχυρισμό παράνομων μεταβιβάσεων.
Είναι σημαντικό εδώ να λεχθεί ότι η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η αγωγή 987/2023, καταχωρίστηκε, τόσο ως προσωπική, δηλαδή από την περιουσία του αποβιώσαντος, όσο και ως παράγωγη, ήτοι για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εφεσίβλητης 1 Yudelle, οι μετοχές της οποίας συμπεριλαμβάνονται στην περιουσία του Εμπιστεύματος. Είναι επίσης η θέση της εφεσείουσας, ότι δεν θα πρέπει να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας εξόδων, όταν η έλλειψη περιουσίας στην Κύπρο από την διαχείριση του αποβιώσαντος, αλλά και από την Yudelle, οφείλεται σε δόλιες ενέργειες των εφεσιβλήτων, οι οποίες είναι και το αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής 987/2023, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Θεωρώ σημαντικό στο σημείο αυτό να παραθέσω τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος νομολογίας, οι οποίες υποδεικνύουν ότι στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων, θα πρέπει να συνυπολογίζεται και το δικαίωμα του ενάγοντα για πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Στην υπόθεση Continental Ins. Co. of Hampshire v. O'Regan (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1087, αποφασίστηκε ότι η αδιαμφισβήτητη οικονομική αδυναμία του εναγομένου για συμμόρφωση με διάταγμα εξασφάλισης των εξόδων του τριτοδιαδίκου, δεν δικαιολογούσε την έκδοση σχετικής διαταγής. Διευκρινίστηκε εντούτοις ότι δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις που η ασφάλεια εξόδων οδηγεί ένα αλλοδαπό ενάγοντα σε αδυναμία να προσφύγει στην δικαιοσύνη, δεδομένου ότι υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες αυτός μπορεί να συμμορφωθεί με το σχετικό διάταγμα. Όπου όμως αδιαμφησβήτητα δεν έχει την οικονομική δυνατότητα συμμόρφωσης, η ασφάλεια εξόδων δεν δικαιολογείται γιατί ισοδυναμεί με άρνηση δικαιοσύνης. Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι η ασφάλεια εξόδων δεν πρέπει να λειτουργεί με τρόπο που να στερεί το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Υποδείχθηκε ότι η ασφάλεια για τα έξοδα, παρέχεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των αντίστοιχων διατάξεων του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, οι οποίες κατοχυρώνουν την πρόσβαση του ατόμου στο Δικαστήριο ως θεμελιώδες δικαίωμά του. Συναρτάται, έτσι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, με τη δυνατότητα του διαδίκου ανάλογα με την οικονομική του ευχέρεια, να παράσχει την αιτούμενη ασφάλεια. Οι ίδιες αρχές επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Conway v. Elia (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1656-7 & Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.α (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1698, 1700.
Στην υπόθεση (ανωτέρω) επισημάνθηκε ότι η Δ.60 αποτελούσε μέρος των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι τύγχαναν εφαρμογής κατά το χρόνο ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διατηρήθηκε, όπως και οι θεσμοί, γενικά, σε ισχύ, υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, που επιβάλλουν την προσαρμογή των προνοιών τους προς το Σύνταγμα, περιλαμβανομένου του Άρθρου 30 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.
Στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της K.S.S. Trading Ltd ν. Γεν. Ασφ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (2005) 1(B) A.A.Δ. 1446, 1455, αναφέρεται ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξισορροπεί την εύλογη ανησυχία διαδίκου για τα έξοδα του εναγομένου, με το δικαίωμα του αντιδίκου του να προσφύγει στο Δικαστήριο. Η ίδια αρχή επαναλήφθηκε στην υπόθεση Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd ν. Χρ. Ιωάννου Υιοί (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ 147, η οποία αφορούσε διαταγή για ασφάλεια εξόδων εναντίον εταιρείας.
Σχετική ως προς το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο του διαδίκου από τον οποίο επιζητείται ασφάλεια εξόδων, είναι και η απόφαση (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 768, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Το θέμα έκδοσης διατάγματος για ασφάλεια εξόδων ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά υπό το φως όλων των περιστάσεων και υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των αντίστοιχων διατάξεων του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών που έχουν κυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία. Γενική αρχή, όπως αυτή καθιερώθηκε διαχρονικά από τη νομολογία, είναι, πως, αν η έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο του διαδίκου εναντίον του οποίου η αγωγή στρέφεται, τότε το διάταγμα δεν εκδίδεται. Σε τέτοια περίπτωση, η ανάγκη προστασίας του διαδίκου που ζητά την παραχώρηση ασφάλειας εξόδων, υποτάσσεται στο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο του αντιδίκου του.»
Είναι σαφές από την πιο πάνω νομολογία ότι όπου αποδεικνύεται αδυναμία συμμόρφωσης με διάταγμα ασφάλειας εξόδων, τότε το διάταγμα δεν εκδίδεται, γιατί προέχει το δικαίωμα του ενάγοντα για πρόσβαση στην δικαιοσύνη. Το δικαίωμα αυτό, υπερισχύει της εύλογης ανησυχίας του εναγομένου, για εξασφάλιση των εξόδων του από αλλοδαπό ενάγοντα ή αφερέγγυα εταιρεία.
Η πιο πάνω αρχή εφαρμόζεται ιδιαιτέρως, σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η οικονομική αδυναμία του ενάγοντα, οφείλεται σύμφωνα με τον ίδιο, σε παράνομες πράξεις των εναγομένων. Έχει λεχθεί ότι η αποστέρηση της περιουσίας του ενάγοντα από κατ’ ισχυρισμό παράνομες πράξεις του εναγομένου δεν μπορεί να δίδει έρεισμα στον αδικοπραγήσαντα να επικαλείται την αφερεγγυότητα του ενάγοντα, την οποία ο ίδιος παρανόμως προκάλεσε. Σχετική είναι η υπόθεση (1988) 1 CLR 246, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας και στην οποία λέχθηκαν τα εξής στις σελ. 251-253:
« It is however, well settled that security will not be ordered where the insolvency of the appellant arises from what he alleges to be the wrongful act of the respondent. …………………………………………………………………….……….
The Lord justice Baggallay has expressed what appears to me to be the true view of Rourke v. White Moss Colliery Company. Suppose the plaintiff in that case had been right on the point of Law, his insolvency would have arisen from the wrongful act costs on the ground of an insolvency which (if the plaintiff right) the defendant had wrongly caused, might have been a denial of justice”.»
Στην πιο πάνω απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι αν το κριτήριο είναι η αφερεγγυότητα της περιουσίας στο όνομα της οποίας κινείται, ή συνεχίζει η αγωγή, όπως συμβαίνει στην παρούσα, τότε αίτηση για ασφάλεια εξόδων δεν θα μπορούσε να επιτύχει γιατί θα ισοδυναμούσε με άρνηση πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Αυτό γιατί η αφερεγγυότητα της περιουσίας οφείλεται σύμφωνα με τον ενάγοντα, σε παράνομες πράξεις του εναγομένου και ιδιαίτερα όταν δεν αποδεικνύεται ότι οι δικαστικές διαδικασίες, είχαν κινηθεί εκδικητικά ή αδικαιολόγητα.
Είναι η θέση του συνηγόρου για την εφεσείουσα ότι σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε πρώτα να εξετάσει α) κατά πόσο η αδυναμία της περιουσίας οφειλόταν στους εφεσίβλητους και β) αν η απάντηση στο α) ήταν θετική όπως ήταν υπό τις περιστάσεις, να προχωρήσει να απαντήσει στο ερώτημα αν έπρεπε να το λάβει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Κάτι που κατά τον συνήγορο, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε εντελώς.
Η ίδια αρχή με την υπόθεση (ανωτέρω) παρατίθεται και στην παλαιότερη αγγλική υπόθεση Sir Lindsay Parkinson (1973) 2 All E.R. 273. Στην εν λόγω υπόθεση, λέχθηκε ότι όταν το επίδικο θέμα της αγωγής αφορά αξίωση σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία του ενάγοντα και η θέση είναι ότι οι εναγόμενοι αδικοπράγησαν και στέρησαν στον ενάγοντα από όλη ή σχεδόν όλη την περιουσία του, αυτό συνιστά λόγο ώστε να μη διαταχθεί ασφάλεια εξόδων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ισχυριζόμενη αδικοπραξία, που μόνο κατά την δίκη θα διαφανεί αν είναι βάσιμη, συνδέεται ή και προκαλεί την αδυναμία του ενάγοντα να ανταποκριθεί στην καταβολή ασφάλειας για τα έξοδα. Ως αποτέλεσμα, δεν δικαιολογείται σε αυτή την περίπτωση η διαταγή ασφάλειας για έξοδα, αφού ισοδυναμεί με απαγόρευση προσφυγής του ενάγοντα στην δικαιοσύνη, με δεδομένο ότι η όποια οικονομική αδυναμία, οφείλεται αποκλειστικά στις κατ’ ισχυρισμό παράνομες πράξεις των εναγομένων.
Στην σελίδα 286 της πιο πάνω απόφασης Sir Lindsay Parkinson λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής από τον Cairns LJ:
« I am quite satisfied that there were special circumstances here. There were special circumstances which I think might have led to the view that, quite apart from the offer that was made by Parkinson, there should be no order for security here at all.
………………………………………………………………………………..
the fact that the probable inability of the claimant to meet an order for costs was likely to be dependent on the very failure to recover the sums that were being claimed in this very arbitration, together with another parallel legal proceeding; and the fact that the result of an order for security in this case might well result in the claimants being unable to proceed at all with the claim which admittedly is a bona fide claim.»
Αναφορά στην πιο πάνω απόφαση, γίνεται στο σύγγραμμα Cook on Costs 2025 στις παραγράφους 19-14 και 19-15 όπως παρατίθεται σε ηλεκτρονική έκδοση της ιστοσελίδας Lexis + UK. Παραθέτω το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από το εν λόγω σύγγραμμα, στο οποίο συνοψίζονται οι αρχές που εφαρμόζονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις ασφάλειας εξόδων, όπως ο Lord Denning τις έθεσε στο δικό του σκεπτικό της απόφασης Sir Lindsay Parkinson (ανωτέρω):
[19.14] Having considered the CPR 25.13(2) conditions, let us turn our attention to CPR 25.13(1)(a) and the second part of the twofold test. Even if the defendant has satisfied the court that one of the conditions under CPR 25.13(2) is met, the court retains a discretion and must be satisfied that it is just to order security. It is here that many of the authorities that emerged under s 726(1) of the Companies Act 1985 remain relevant and informative.
Discretion
[19.15]
In Parkinson (Sir Lindsay) & Co Ltd v Triplan Ltd [1973] QB 609, [1973] 2 All ER 273, CA, Lord Denning identified the following circumstances which the court might take into account in exercising its discretion:
I. Whether the claimant's claim is bona fide and not a sham.
II. Whether the claimant has a reasonably good prospect of success.
III. Whether there is an admission by the defendant on the pleadings or elsewhere that the money is due.
IV. Whether there is a substantial payment into court or an 'open offer' of a substantial amount.
V. Whether the application for security is being used oppressively, eg so as to stifle a genuine claim.
VI. Whether the claimant's want of means is being brought about by any conduct by the defendants, such as delay in payment or in doing their part of the work.
VII. Whether the application for security is made at a late stage of the proceedings.
Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται στην μεταγενέστερη αγγλική υπόθεση (1995) 3 All ER 534. Λέχθηκε στην εν λόγω απόφαση ότι το Δικαστήριο καθηκόντως δεν θα επιτρέψει να χρησιμοποιηθεί η ασφάλεια εξόδων, ως μέσο καταπίεσης ενός αφερέγγυου ενάγοντα, ακυρώνοντας μια γνήσια αξίωση του, ιδίως όταν υποστηρίζεται ότι η αφερεγγυότητα του, οφείλεται σε πράξεις του εναγομένου που συνιστούν και την βάση της αξίωσης του.
Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στην συνέχεια και στην απόφαση του High Court της Βόρειας Ιρλανδίας McAteer & Beechfinch Limited v. Lismore (No 2) [2000] NI 477, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
« Relevant considerations will be whether the claim is bona fide, whether the plaintiff has a reasonably good prospect of success, whether there is any admission, whether the application for security is being used oppressively so as to stifle a genuine claim and whether the company’s want of means had been brought about by any conduct on the part of the defendant such as delay in payment (see Sir Lindsay Parkinson and Co Ltd v Triplan Limited [1973] QB 273).»
Στην πιο πάνω υπόθεση McAteer, λέχθηκε επιπλέον ότι οι πρόνοιες για την παροχή ασφάλειας εξόδων θα πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των διατάξεων του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κρίθηκε ότι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την κατάσταση της ενάγουσας εταιρείας και συγκεκριμένα με βάση το εύρημα του ότι η εταιρεία δεν είχε καθόλου πόρους ή έσοδα, δεν υπήρχε έρεισμα για την έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρήθηκε ότι τέτοια διαταγή θα ήταν αντίθετη με το πνεύμα του Άρθρου 6, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. Τονίζεται ότι, το ζητούμενο είναι σε κάθε περίσταση, κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη, έχοντας υπόψη όλες συνθήκες της υπόθεσης, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια.
Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει την οικονομική αδυναμία της περιουσίας του αποβιώσαντος, να καλύψει τα έξοδα των εφεσιβλήτων, τονίζοντας ότι η εκτέλεση μιας τέτοιας απόφασης για τα έξοδα εναντίον της διαχείρισης, «αντικειμενικά δεν θα είναι εύκολη». Και ενώ σημειώνει ότι είναι πρωταρχικής σημασίας να διαφυλαχθεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των διαδίκων στο Δικαστήριο, εντούτοις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι με την διαταγή για ασφάλεια εξόδων, η εφεσείουσα θα στερηθεί του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη.
Στην πιο πάνω κατάληξη του όμως με όλο το σέβας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε όλα τα δεδομένα που είχε ενώπιον του. Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης και πολύ ορθά υποδεικνύεται από τον συνήγορο της εφεσείουσας στην αγόρευση του, η ουσία της επίδικης διαφοράς έγκειται στους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ότι οι εφεσίβλητοι με δόλιο τρόπο, υπεξαίρεσαν την μεγάλη περιουσία του αποβιώσαντος, μέρος της οποίας βρισκόταν στην Κύπρο. Κατά συνέπεια, η πρωτοδίκως διαπιστωθείσα οικονομική αδυναμία της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος να καλύψει τυχόν έξοδα των εφεσιβλήτων, οφείλεται κατά την εφεσείουσα, στην κατ’ ισχυρισμό απάτη και δόλιες ενέργειες των εφεσιβλήτων 2 έως 10. Ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε καθόλου από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Περαιτέρω, στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, ένα ακόμη σημαντικό γεγονός. Ότι με το αντιαγωγικό διάταγμα του Δικαστηρίου των ΒΠΝ, απαγορεύτηκε στους κληρονόμους του αποβιώσαντα, ενάγοντες 2 – 4, να συνεχίσουν την αγωγή, αλλά κυρίως, να βοηθήσουν την εφεσείουσα – ενάγουσα 1, στη συνέχιση της. Είναι δε σαφές ότι στα πιο πάνω περιστατικά, ήτοι στην κατ’ ισχυρισμό παράνομη μεταβίβαση των μετοχών της κυπριακής εταιρείας WOG και στο αντιαγωγικό διάταγμα, οφείλεται αποκλειστικά η διαπιστωθείσα πρωτοδίκως, δυσκολία της εφεσείουσας, να καλύψει τυχόν έξοδα των εφεσιβλήτων.
Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του τα πιο πάνω δεδομένα και ιδιαίτερα τους λόγους για τους οποίους η περιουσία του αποβιώσαντος δεν δύναται να καλύψει τα έξοδα των εφεσιβλήτων, είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί λανθασμένα υπέρμετρη βαρύτητα, μόνο στην διαπίστωση της αφερεγγυότητας της διαχείρισης του αποβιώσαντος, χωρίς να συνυπολογιστεί, το γεγονός της ουσιαστικής στέρησης της εφεσείουσας να προσφύγει στο Δικαστήριο, στην περίπτωση που διατασσόταν ασφάλεια για τα έξοδα.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε αιτήσεις ασφάλειας εξόδων πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη, όχι μόνο την οικονομική αδυναμία του ενάγοντα και την αντίστοιχη εύλογη ανησυχία του εναγομένου για τα έξοδα του, αλλά και το δικαίωμα του ενάγοντα για πρόσβαση στο Δικαστήριο. Ιδιαίτερα, αν αυτή η αδυναμία οφείλεται σε κατ’ ισχυρισμό ενέργειες των εναγομένων που συνιστούν το αντικείμενο της αγωγής (βλ. και Sir Lindsay Parkinson ανωτέρω).
Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη, έχοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης. Χρειάζεται μια εξισορρόπηση όλων των παραγόντων και των εκατέρωθεν συμφερόντων των διαδίκων. Αλλιώς, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης διατάγματος ασφάλειας εξόδων, μόνο με την διαπίστωση της οικονομικής αδυναμίας του ενάγοντα (βλ. Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της K.S.S. Trading Ltd ν. Γεν. Ασφ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) ανωτέρω).
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μου ως προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, κρίνω ότι στην παρούσα περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα, αφού δεν έλαβε υπόψη σημαντικά δεδομένα και παραγνώρισε τις αρχές της προαναφερθείσας νομολογίας, σύμφωνα με τις οποίες σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, θα πρέπει να συνυπολογίζεται, ότι η έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων θα στερήσει στην ουσία από την εφεσείουσα, το δικαίωμα προσφυγής στην δικαιοσύνη.
Στην υπό κρίση περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω περιστατικών της υπόθεσης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε, η αγωγή να έχει κινηθεί εκδικητικά ή αδικαιολόγητα από την εφεσείουσα, υπερισχύει κατά την κρίση μου, το δικαίωμα της εφεσείουσας για προσφυγή στο Δικαστήριο αφού είναι δεδομένο ότι το δικαίωμα αυτό, πλήττεται με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ασφάλειας εξόδων, στα οποία αποδεδειγμένα δεν μπορεί να συμμορφωθεί. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να λεχθεί ότι η αφερεγγυότητα της διαχείρισης οφείλεται σε λόγους που όπως η ίδια επικαλείται, που είναι αποτέλεσμα των κατ’ ισχυρισμό παράνομων ενεργειών των εφεσιβλήτων και του αντιαγωγικού διατάγματος του Δικαστηρίου των ΒΠΝ.
Ως αποτέλεσμα, οι λόγοι έφεσης 1 και 3, στον βαθμό που προσβάλλουν το λανθασμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν επηρεάζεται, λόγω της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων το δικαίωμα της εφεσείουσας για προσφυγή στο Δικαστήριο, γίνονται αποδεκτοί. Υπό τας περιστάσεις, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση με την οποία εκδόθηκαν τα υπό κρίση διατάγματα ασφάλειας εξόδων, ακυρώνεται στο σύνολο της, μαζί με την πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα.
Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στις υπό κρίση αιτήσεις για ασφάλεια εξόδων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επιδικάζονται επίσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα έξοδα της παρούσας έφεσης, ύψους €7.000,00 πλέον ΦΠΑ.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο