
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 123/2022)
25 Ιουνίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΙΡΗΝΗ ΣΟΦΡΩΝΙΟΥ
Εφεσείουσα
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
Εφεσιβλήτου
(Ποινική Έφεση Αρ.: 233/2022)
SO2 CREATIVE SOLUTIONS LIMITED
Εφεσείουσα
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
Εφεσιβλήτου
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Χ. Φλώρου για Χριστόφορος Φλώρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες
Σ. Ιωάννου Κίτσιος, για Α. Ι. Κίτσιος Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Οι Εφεσείουσες, οι οποίες είναι η ενοικιάστρια του επίδικου χώρου εταιρεία και η διευθύντριά της, πρωτοδίκως Κατηγορούμενες 1 και 2, κρίθηκαν ένοχες μετά από ακρόαση στις Κατηγορίες 1 και 2 αντίστοιχα, ήτοι η εταιρεία για το αδίκημα της μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής και η διευθύντρια για συνδρομή αντίστοιχα, κατά παράβαση των Άρθρων 3(1)(ε), 9 και 20(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Οι λεπτομέρειες των κατηγοριών αυτών αναφέρονταν «σε αλλαγή χρήσης της υπαίθριας αυλής της εν λόγω κατοικίας από αυλή κατοικίας σε αυτοεξυπηρετούμενο χώρο εστίασης/μπαρ», χωρίς άδεια. Προηγουμένως είχαν παραδεχθεί τις Κατηγορίες 5, 9 και 6, 10 αντίστοιχα, οι οποίες αφορούσαν προσθήκες στην ίδια αυλή (κτιστού πέτρινου μπαρ, γρανιτένιου δαπέδου σε όλη την αυλή).
Επιβλήθηκαν, σε κάθε μια από τις πιο πάνω Εφεσείουσες, χρηματικές ποινές €250 σε κάθε κατηγορία ενώ εναντίον τους εκδόθηκε και Διάταγμα τερματισμού της μη εγκεκριμένης χρήσης.
Οι Εφεσείουσες, με ένα λόγο έφεσης η καθεμιά, προσβάλλουν μόνο την καταδίκη τους στις Κατηγορίες 1 και 2 αντίστοιχα. Η Εφεσείουσα εταιρεία (εφεξής και ως «η Ενοικιάστρια») ισχυρίζεται ότι η καταδίκη της, χωρίς να υπάρξει ενασχόληση με το κατά πόσον είχε αποδειχθεί πέραν αμφιβολίας η εγκεκριμένη χρήση της οικοδομής, είναι λανθασμένη. Η Εφεσείουσα διευθύντριά της, προβάλλει πως για τον ίδιο λόγο είναι λανθασμένο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι υπό την ιδιότητά της ως διευθύντρια παρέσχε συνδρομή και παρακίνησε την Ενοικιάστρια εταιρεία στη διάπραξη του αδικήματος της μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης.
Για να αποδείξει την υπόθεσή του ο Εφεσίβλητος Δήμος Λεμεσού είχε καλέσει ως μόνο μάρτυρα τον επί 14 έτη τεχνικό στις Δημοτικές Υπηρεσίες κ. Καλλινίκου (Μ.Κ.) ενώ, εκ μέρους των Εφεσειουσών, η διευθύντρια προέβη σε ανωμοτί γραπτή δήλωση και κλήθηκε ως μόνος μάρτυς ο επί 45 έτη λογιστής και διαχειριστής της περιουσίας της ιδιοκτήτριας Κατηγορούμενης 3 (Μ.Υ.).
Δεν αμφισβητούντο πρωτοδίκως και ούτε κατ' έφεσιν προσβάλλονται τα ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το επίδικο υποστατικό είναι διώροφο κτήριο με αυλή και κήπο, γνωστό ως «Αρχοντικό Παυλίδη», ιδιοκτησίας της Κατηγορούμενης 3. Έχει κτιστεί στις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι το 1959 κατοικείτο από τα μέλη της οικογένειας Παυλίδη ενώ από το 1959 έως το 1972 παρέμεινε ακατοίκητο.
Στις 31.10.72 η Κατηγορούμενη 3 το εκμίσθωσε προς τον Εφεσίβλητο Δήμο Λεμεσού για διετή περίοδο δυνάμει γραπτής συμφωνίας, βάσει της οποίας ο Εφεσίβλητος είχε το δικαίωμα να το χρησιμοποιεί ως γραφεία. Με τη λήξη της συμφωνίας ο Δήμος Λεμεσού κατέστη θέσμιος ενοικιαστής, η δε εν τοις πράγμασι χρήση του κτηρίου πλέον διαφοροποιείτο αναλόγως των αναγκών. Ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκε ως γραφεία, εργαστήριο για πινακίδες, αποθήκες, ωδείο, συνεργατικό ταμιευτήριο, Τμήμα Εξωδίκων ή και για άλλες υπηρεσίες ή χρήσεις, τις οποίες τυχόν επιθυμούσε ο Δήμος Λεμεσού.
Εντός του 1984 το κτήριο είχε κηρυχθεί ως διατηρητέα οικοδομή (Κ.Δ.Π. 168/84).
Στις 12.1.01, μετά την υπογραφή νέας συμφωνίας μεταξύ Κατηγορούμενης 3 και Δήμου Λεμεσού, υπεβλήθη αίτηση για εξασφάλιση άδειας μετατροπής χρήσης από κατοικία σε Κυπριακό Μουσείο Θεάτρου. Η αίτηση είχε εγκριθεί εντός του 2001 πλην όμως τα όσα προέβλεπε η δοθείσα άδεια δεν υλοποιήθηκαν εμπρόθεσμα με αποτέλεσμα αυτή να λήξει εντός του 2005.
Με ισχύ από 1.4.16 η Εφεσείουσα εταιρεία ενοικίασε τον εξωτερικό χώρο, περιμετρικά της διατηρητέας οικοδομής, δηλαδή ενοικίασε την αυλή και τον κήπο. Από τότε διαμόρφωσε τον ενοικιαζόμενο χώρο και τον χρησιμοποιεί για τη λειτουργία επιχείρησης υπαίθριου χώρου εστίασης και μπαρ, γνωστού ως «Gin Garden», από την Άνοιξη μέχρι και το Φθινόπωρο εκάστου έτους. Στις 9.10.18, τεχνικός του Δήμου Λεμεσού πραγματοποίησε επιτόπια επιθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας διαπίστωσε όσα αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών και ιδίως το ότι η αυλή χρησιμοποιείτο ως χώρος εστίασης και μπαρ.
Στις 8.4.21 η ιδιοκτήτρια Κατηγορούμενη 3 υπέβαλε αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας (Π.Α. 286/21) και δη για άδεια δημιουργίας υπαίθριου μπαρ. Η αίτηση ετοιμάστηκε, υπεβλήθη και προωθείτο εκ μέρους και δια λογαριασμό της εδώ Εφεσείουσας, ενοικιάστριας της αυλής και του κήπου. Ο Δήμος Λεμεσού στις 27.9.21 ενημέρωσε τους αιτητές ότι για την περαιτέρω εξέταση της εν λόγω αίτησης θα πρέπει να προσκομιστούν σχέδια για ολόκληρη την οικοδομή και όχι μόνο για το προτεινόμενο μέρος (της αυλής). Δεν υπήρξε άλλη εξέλιξη.
Η Υπεράσπιση είχε υποστηρίξει πρωτοδίκως ότι αφ' ης στιγμής αφενός δεν είχε προσκομιστεί οποιαδήποτε άδεια η οποία να επιβεβαιώνει την αρχική αδειούχα χρήση και αφετέρου δεν είχε παρουσιαστεί μαρτυρία ότι, κατά τη θέσπιση του τροποποιητικού Ν.24/78 (ο οποίος εισήγαγε τον όρο «εγκεκριμένη χρήση»), η χρήση της επίδικης οικοδομής ήταν αυτή της κατοικίας, τότε οι κατηγορίες θα έπρεπε να απορριφθούν αφού δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της ύπαρξης εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής. Συναφώς με τα πιο πάνω, το παράπονο των Εφεσειουσών επικεντρώνεται στην καταληκτική συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το ουσιώδες μέρος της οποίας έχει ως εξής:
«Από την στιγμή που η υπό εξέταση υπόθεση αφορά την χρήση του εξωτερικού υπαίθριου χώρου της διώροφης οικοδομής που ευρίσκεται εντός του τεμαχίου 677 το Δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί για (sic) το ποια ήταν η χρήση του διώροφου κτιρίου αφού αυτό που ενδιαφέρει είναι αποκλειστικά και μόνο η αυλή και ο κήπος αυτού τον οποίο αποδεδειγμένα αλλά και χωρίς να αμφισβητηθεί η Κατηγορούμενη 3 (σχετικό το Τεκμήριο 19) ενοικίασε προς την Κατηγορούμενη 1 και είναι αυτός ο επίδικος χώρος για τον οποίο καταλογίζεται στην Κατηγορούμενη 1 η μετατροπή της εγκριμένης του χρήσης.
Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου προκύπτει πως τίποτε δεν είχε αλλάξει ή επηρεαστεί αναφορικά με τον εξωτερικό υπαίθριο χώρο του διώροφου κτιρίου ήτοι της αυλής και του κήπου που το περιτριγυρίζει. Αποτελεί ασφαλή κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τόσο πριν τις 08.05.1978 όσο και κατά αλλά και μεταγενέστερα και μέχρι σήμερα η εγκριμένη χρήση του εξωτερικού χώρου της του διώροφου κτιρίου που αποτελεί μέρος του τεμαχίου 677 και συνίσταται στην αυλή και τον κήπο η εγκριμένη του χρήση δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή της αυλής και του κήπου και τίποτε άλλο.
Είναι στοιχείο αδιάφορο ποια είναι εν τέλει η εγκριμένη χρήση της διώροφης οικοδομής που ευρίσκεται εντός του τεμαχίου 677 αφού ουδέποτε το εσωτερικό αυτής και γενικότερα η διώροφη οικοδομή έτυχε οποιασδήποτε κατοχής η χρήσης από μέρους της Κατηγορούμενης 1.
Οι όποιες δε χρήσεις αναφέρθηκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης είτε ως κατοικία είτε τα όσα ο μάρτυρας υπεράσπισης υποστήριξε κατά την δική του μαρτυρία αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο την χρήση της διώροφης οικοδομής και όχι τον χώρο της αυλής και του κήπου που επιβεβαιώθηκε και από πλευράς του Μ.Υ.1 κατά την αντεξέταση του όπου συμφώνησε πως κατά τις 08.05.1978 η εν λόγω οικοδομή αλλά και η αυλή της δεν χρησιμοποιείτο σίγουρα ούτε σαν μπαρ αλλά ούτε και σαν χώρο εστίασης».
(Έμφαση δοθείσα)
Ακολούθως ο πρωτόδικος Δικαστής εξέφρασε και την απορία του για τον λόγο που στις 8.4.21 η Κατηγορούμενη 3 υπέβαλε την αίτηση για πολεοδομική άδεια για λογαριασμό της Ενοικιάστριας εάν θεωρούσαν ότι δεν απαιτείτο τέτοια άδεια και το υφιστάμενο καθεστώς κάλυπτε τη χρήση του υπαίθριου χώρου της αυλής. Συνεκτιμώντας όλα αυτά κατέληξε ότι «η εγκριμένη χρήση του εξωτερικού χώρου της διώροφης οικοδομής […] είναι αυτός (sic) της αυλής και του κήπου». Σε συνδυασμό με την κρίση ότι είχαν αποδειχθεί και τα άλλα συστατικά στοιχεία, κατέληξε ότι είχε στοιχειοθετηθεί το αδίκημα για την Ενοικιάστρια, καθώς και για τη διευθύντριά της ένεκα της άμεσης εμπλοκής της τελευταίας στη λειτουργία του Gin Garden. Προχώρησε στην καταδίκη τροποποιώντας τις κατηγορίες «υπό το φως της μαρτυρίας που δόθηκε», δια της διαγραφής, από τις λεπτομέρειες, της φράσης «της εν λόγω κατοικίας από αυλή κατοικίας».
Δεν θα μας απασχολήσουν όλα όσα έχουν συζητηθεί στα πλαίσια της έφεσης, καθότι παρατηρείται άλλο, ουσιωδέστερο ζήτημα στην υπόθεση. Αυτό άπτεται της ίδιας της ύπαρξης ποινικού αδικήματος «μετατροπή εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής» κατά τον επίδικο χρόνο.
Η αρχή ότι κάθε αδίκημα πρέπει να προβλέπεται σε Νόμο ή άλλως, η αρχή της νομιμότητας του εγκλήματος και της ποινής, η οποία εκφράζεται με το αξίωμα nullum crimen nulla poena sine lege («ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή, άνευ νόμου»), συνιστά θεμελιωδέστατη αρχή, συνταγματικώς κατοχυρωμένη. Όπως προνοείται στο Άρθρο 12.1 του Συντάγματος «Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής...» (βλ. και Άρθρο 7 της ΕΣΔΑ).
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην εισαγωγή του όρου «εγκεκριμένη χρήση» από τον τροποποιητικό Ν.24/78, στις πρόνοιες των Άρθρων 3(1)(ε) και 20(1) του Κεφ.96 και σε νομολογία. Ειδικότερα, από την υπόθεση Κοιλιάρη v. Δήμου Αγίου Δομετίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 350, επανέλαβε το λεχθέν ότι: «[Ε]κείνο που έχει σημασία για την παρούσα υπόθεση είναι ότι με το άρθρο 3(1)(ε) του Κεφ. 96 καθίσταται αδίκημα η μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης μιας οικοδομής» και από την υπόθεση Δήμος Λεμεσού v. Χριστοφίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 206 παρέθεσε τις εκεί διαπιστώσεις ότι: «[Η] μετατροπή "εγκεκριμένης χρήσης" οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή απαγορεύεται. Αυτό προβλέπει το άρθρο 3(1)(ε) και (στ) σε συνδυασμό με το άρθρο 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 ‑ όπως διαμορφώθηκε ύστερα από τις τροπολογίες τις οποίες υπέστη ‑ που ποινικοποιούν τέτοια ενέργεια».
Ατυχώς όμως, διέφυγε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και οι δύο πιο πάνω υποθέσεις αφορούσαν γεγονότα προ της τροποποίησης την οποία επέφερε ο Ν.19(1)/16 στο Άρθρο 20(1) του Κεφ. 96. Το νέο αυτό νομικό καθεστώς, το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα, κάλυπτε την περίπτωση, δεδομένου ότι το κατηγορητήριο αναφερόταν σε χρόνο «κατά ή περί την 9/10/18». Εννοείται βέβαια πως ο προσδιορισμός «κατά ή περί» δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αφορούσε και χρόνο προ της θέσπισης του τροποποιητικού Ν.19(1)/16 (18.3.16). Απαιτείται όμως μια, έστω και κατά το δυνατόν σύντομη, αναδρομή στο ιστορικό των τροποποιήσεων, ούτως ώστε να καταφανεί το νομικό καθεστώς το οποίο ίσχυε στις 9.10.18.
Από της θεσπίσεως του Κεφ.96, το 1946, το Άρθρο 3(1) περιείχε τις πράξεις τις οποίες απαγόρευε να γίνουν χωρίς την εξασφάλιση άδειας από την αρμόδια Αρχή. Το Άρθρο 20, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποινικά αδικήματα και ποινές», προέβλεπε στο εδ.(1) τις ποινές για διάφορες απαγορευμένες πράξεις. Μεταξύ αυτών και για τις απαγορευμένες πράξεις του Άρθρου 3, αναφέροντας τα εξής:
«20. ‑ (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ‑
(α) οποιαδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου 3 ή 10 ή
………………………………………………………………...
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος….».
Όντως ήταν με τον τροποποιητικό Ν.24/78 που ποινικοποιήθηκε για πρώτη φορά η παράνομη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης κάποιας οικοδομής (βλ. και Ηροδότου v. Δήμου Λευκωσίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 244). Αυτό επετεύχθη με την προσθήκη του υποεδ.(ε) στο Άρθρο 3(1), το οποίο υποεδάφιο αργότερα αντικατέστησε ο τροποποιητικός Ν.108/88 και έκτοτε το περιεχόμενό του παραμένει το ίδιο. Κρίνεται όμως χρήσιμη η παράθεση όλων των απαγορευμένων πράξεων, ως περιλαμβάνονται έκτοτε στο Άρθρο 3(1), οι οποίες έχουν ως εξής:
«3. ‑ (1) Κανένα πρόσωπο δεν δύναται ‑
(α) να διανοίγει ή κατασκευάζει οδό·
(β) να ανεγείρει ή να ανέχεται ή να επιτρέπει να ανεγείρεται οικοδομή ή να κατεδαφίζει ή να ανοικοδομεί ή να προβαίνει σε μετατροπή, προσθήκη ή επισκευή σε οποιαδήποτε υφιστάμενη οικοδομή ή να ανέχεται ή να επιτρέπει να γίνει οποιαδήποτε τέτοια κατεδάφιση ή ανοικοδόμηση ή οποιαδήποτε τέτοια μετατροπή, προσθήκη ή επισκευή·
(γ) να διανοίγει ή να διαιρεί οποιαδήποτε γη (ανεξάρτητα από το αν οποιεσδήποτε άλλες οικοδομές ή οικοδομές που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για γεωργία ή δασοκομία, υπάρχουν επ' αυτής ή όχι) σε χωρισμένα οικόπεδα·
(δ) να διαιρεί οποιεσδήποτε οικοδομή (ανεξάρτητα από το αν οποιαδήποτε τέτοια διαίρεση καθιστά αναγκαία οποιαδήποτε κατασκευή ή όχι) σε χωρισμένα διαμερίσματα·
(ε) να μετατρέψει ή επιτρέψει ή ανεχθεί τη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης μιας οικοδομής·
(στ) να αρχίζει προβαίνοντας σε οποιαδήποτε από τις εργασίες ή από τα ζητήματα που εκτίθενται πιο πάνω,
χωρίς άδεια γι' αυτό, η οποία λαμβάνεται προηγουμένως από την αρμόδια αρχή...».
(Έμφαση δοθείσα)
Το Άρθρο 20(1) υπέστη δύο τροποποιήσεις, ήτοι από τους Ν.81(I)/99 και Ν.47(1)/11, χωρίς να αλλάξει κάτι σε σχέση με την ποινικοποίηση παραβάσεων του Άρθρου 3. Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί, το προαναφερθέν νομικό καθεστώς ποινικοποίησης της μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης ίσχυσε μέχρι την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού Ν.19(I)/16 στις 18.3.16. Ο οποίος αντικατέστησε το εδ.(1) του Άρθρου 20 και έκτοτε, για ό,τι ενδιαφέρει προνοεί:
«20.‑(1) Ανεξαρτήτως από την επιβολή οποιουδήποτε διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο ‑
(α) Ανεγείρει οικοδομή χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει άδεια οικοδομής, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 3·».
(Έμφαση δοθείσα)
Αυτό ήταν το νομικό καθεστώς το οποίο ίσχυε στις 9.10.18 και στη βάση αυτού θα έπρεπε να εξεταστεί πρωτοδίκως η παρούσα υπόθεση.
Όσον αφορά τις καθιερωμένες αρχές ερμηνείας υπενθυμίζουμε τη βασική αρχή ότι: «...προκειμένου περί ποινικών νομοθετημάτων, η ερμηνεία πρέπει να είναι αυστηρή προς όφελος του κατηγορουμένου» (Popov v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 338). Οι ποινικοί νόμοι «πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και όπου υπάρχει αμφιβολία να δίδεται η ερμηνεία εκείνη που είναι υπέρ του πολίτη» (Δήμος Γαλατάκης Λτδ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78).
Όπου το νόημα των λέξεων είναι καθαρό και σαφές δεν υπάρχει περιθώριο άλλης ερμηνείας για να διακριβωθεί η πρόθεση του νομοθέτη (Κιτρομηλίδης v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 162). Η χρήση της τελολογικής μεθόδου επιτρέπει, οποτεδήποτε το ερμηνευόμενο κείμενο παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας η οποία αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των, κατά τα άλλα, έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Πλην όμως, δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπως περαιτέρω τονίζεται στην υπόθεση Κ.Ο.Τ. v. Παπαδοπούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86 «[Ό]που οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη». Άμεση σχέση με την κρινόμενη εδώ υπόθεση έχουν από την υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 648 τα εξής λεχθέντα:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικά ο νόμος για να προβλέψει για περίπτωση για την οποία σαφώς και αναμφισβήτητα δεν έχει γίνει πρόνοια, και δεν υπάρχει αυθεντία που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε δικαστήριο να αλλάζει λέξεις σε νομοθέτημα, ούτως ώστε να καλύπτει περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει πρόνοια (Casus omissus). Αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με ερμηνεία, αλλά με τροποποίηση (Δέστε Craies on Statute Law, 7η Έκδοση, στη σελ. 69)».
Κατά τη γνώμη μας, η ερμηνεία των προαναφερθεισών επίμαχων νομοθετικών διατάξεων, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε δυσκολία. Το πρώτο λοιπόν το οποίο πρέπει να σημειωθεί εν σχέσει με την παρούσα περίπτωση είναι πως το νόημα του ισχύοντος κατά τον επίδικο χρόνο Άρθρου 20(1)(α) είναι σαφέστατο. Διαπράττει αδίκημα όποιος «ανεγείρει οικοδομή χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει άδεια οικοδομής, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 3». Είναι πρόδηλο ότι παραπέμπει στο Άρθρο 3(1)(β), το οποίο ορίζει ότι κανένας δεν δύναται «να ανεγείρει» οικοδομή χωρίς άδεια κατά τον τρόπο που εξηγείται στο ίδιο άρθρο. Σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ή εκληφθεί ότι η φράση «ανεγείρει οικοδομή» του Άρθρου 20(1)(α) σημαίνει ή εξισούται με τη φράση «να μετατρέψει ή επιτρέψει ή ανεχθεί τη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης μιας οικοδομής» του Άρθρου 3(1)(ε). Μια τέτοια ερμηνεία θα ισοδυναμούσε ακριβώς με αυτό το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, ήτοι την τροποποίηση ή την αλλαγή λέξεων ούτως ώστε να καλύπτουν περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει πρόνοια [βλ. Πρόεδρος v. Βουλής, (ανωτέρω)]. Ουσιαστικά μια τέτοια ερμηνεία θα εσήμαινε την προσθήκη, μετά το ρήμα «ανεγείρει» [στο Άρθρο 20(1)], των λέξεων «ή μετατρέπει την εγκεκριμένη χρήση».
Άλλωστε αντλείται και επιχείρημα e contrario από την προϊσχύσασα σχετική νομοθετική πρόνοια. Υπό την έννοια ότι επρόκειτο για πρόνοια η οποία ρητώς ποινικοποιούσε κάθε παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του Άρθρου 3, ενώ αργότερα ο νομοθέτης, εν τη σοφία του, επέλεξε να την αντικαταστήσει περιοριζόμενος στην ποινικοποίηση της ανέγερσης χωρίς άδεια. Αυτό μάλιστα, έγινε χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αναφορά σε μετατροπή εγκεκριμένης χρήσης. Οποιαδήποτε ερμηνεία περί του ότι η μεταγενέστερη διάταξη του 2016 καλύπτει και τη μετατροπή εγκεκριμένης χρήσης, θα εσήμαινε συμπερίληψη περίπτωσης την οποίαν ο νομοθέτης επέλεξε να μην συμπεριλάβει.
Στη βάση των πιο πάνω η κατάληξή μας είναι ότι οι λεπτομέρειες και τα γεγονότα των επίμαχων Κατηγοριών 1 και 2, δεν αποκάλυπταν οποιοδήποτε προβλεπόμενο στον Νόμο ποινικό αδίκημα, κατά τον αναφερόμενο στην κατηγορία χρόνο. Από την υπόθεση Peppis Company Ltd κ.ά. v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 272, προκύπτει ότι παρέχεται στο Εφετείο εξουσία ακύρωσης τέτοιας καταδίκης, αυτεπαγγέλτως.
Ως εκ τούτου οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν. Οι αντίστοιχες καταδίκες στις Κατηγορίες 1 και 2, οι ποινές σε αυτές, καθώς και το διάταγμα εναντίον των Εφεσειουσών, ακυρώνονται.
Καμμιά διαταγή για έξοδα στην έφεση, δεδομένου ότι το θέμα εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο