ABD AL KARIM AL YOUSEF κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 134/2025, 11/6/2025
print
Τίτλος:
ABD AL KARIM AL YOUSEF κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 134/2025, 11/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 134/2025)

 

11 Ιουνίου 2025


[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

                                  1.    ABD AL KARIM AL YOUSEF

                                  2.    KHALED SHOMAN

                                  3.    ΧΧΧ

                                  4.    ΧΧΧ

                                  5.    ΧΧΧ

Εφεσείοντες

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----

Χ. Κ. Φελλάς, για τους Εφεσείοντες

Μ. Ζαρής για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες παραπέμφθηκαν σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λάρνακας. Όλοι οι Εφεσείοντες αντιμετωπίζουν από κοινού: (α) Τέσσερεις κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.»), (β) Επτά κατηγορίες ληστείας κατά παράβαση του Άρθρου 283 του Π.Κ. με τη χρήση πραγματικής βίας, (γ) Μία κατηγορία επίθεσης με  πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Π.Κ., (δ) Μία κατηγορία συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση του Άρθρου 63Α του Π.Κ., και (ε) Μία κατηγορία συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων κατά παράβαση του Άρθρου 63Β του Π.Κ.. Επισημαίνεται ότι οι Εφεσείοντες 3, 4 και 5 είναι ανήλικοι (17, 17 και 16 ετών) και άρα τυγχάνουν εφαρμογής και οι πρόνοιες του περί Παιδιών σε Σύγκρουση με τον Νόμο Ν.55(Ι)/21.

 

        Πρωτοδίκως ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη στήριξε το αίτημα του για κράτηση τόσο στον κίνδυνο φυγοδικίας όσο και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, αμφότεροι δε, κρίθηκαν πρωτοδίκως ότι ευσταθούσαν. Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για όλους του Εφεσείοντες.

 

        Εν πρώτοις θεωρούμε ότι πρέπει να εξετάσουμε, για λόγους που καθίστανται εμφανείς στη συνέχεια, κατά πόσο ο Ν.55/21 επιτρέπει την κράτηση παιδιού βάσει του κινδύνου φυγοδικίας. Η υπό κρίση είναι υπόθεση όπου παιδιά σε σύγκρουση με τον νόμο (Εφεσείοντες 3, 4 και 5) κατηγορούνται για τη διάπραξη αδικήματος μαζί με ενήλικες (Εφεσείοντες 1 και 2). Κατ’ εφαρμογήν του Άρθρου 66(1)(α) του Ν.55(Ι)/21 οι υποθέσεις των ανήλικων Εφεσειόντων έχουν παραπεμφθεί για συνεκδίκαση ενώπιον του Κακουργοδικείου με αυτές των ενήλικων Εφεσειόντων. Σε σχέση όμως με τους ανήλικους Εφεσείοντες 3 έως 5, βάσει της επιφύλαξης του Άρθρου 66(1), εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις του Μέρους IV του Ν.55(Ι)/21, στο οποίο περιλαμβάνεται και το Άρθρο 83 που περιέχει πρόνοιες για την προφυλάκιση παιδιού. Έχουμε υπ’ όψιν μας το Άρθρο 73(2) και την πρόνοια για κατ΄ αναλογίαν εφαρμογή του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Πλην όμως δεν θεωρούμε πως δύναται να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα στη βάση μόνο του Άρθρου 83(1). Αυτό διότι το εν λόγω εδ.(1) επιτρέπει μεν την κράτηση αλλά τούτο «…τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου…», δηλαδή του Άρθρου 83. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί βάσιμα ότι ο Νομοθέτης εδώ άφησε τις επιμέρους αρχές να καθοριστούν νομολογιακά, όπως έπραξε στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο που επέτρεψε γενικά την προφυλάκιση (Άρθρο 48). Ακολουθώντας την επιλογή του Νομοθέτη απαιτείται εξέταση όλων των σχετικών εδαφίων του Άρθρου 83.

 

        Κρίνουμε χρήσιμη την παράθεση αυτούσιου του Άρθρου 83(1) - (4) του Ν.55(Ι)/21:

 

          «Προφυλάκιση παιδιού ως έσχατο μέτρο και εναλλακτικά περιοριστικά μέτρα

 

        83.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η προφυλάκιση παιδιού επιτρέπεται ως έσχατο μέτρο.

        (2) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο Παιδιών, κατά την εκδίκαση οποιασδήποτε υπόθεσης ενώπιόν του, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος κρίνει ότι είναι απαραίτητος ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο, ώστε να αποφευχθεί η διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, ή για σκοπούς διευκόλυνσης των ανακρίσεων ή για να αποφευχθεί ο κίνδυνος απόκρυψης στοιχείων ή διακινδύνευσης της ασφάλειας του παιδιού ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και αφού λάβει υπόψη του την ηλικία και ατομική κατάσταση του παιδιού, καθώς και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης, δύναται να διατάσσει τον περιορισμό παιδιού σε χώρο κράτησης παιδιών ως έσχατο μέτρο.

        (3) Ο περιορισμός παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο, που είναι ύποπτο για τη διάπραξη αδικήματος, έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και δεν δύναται να ξεπερνά τις οκτώ (8) ημέρες, οι οποίες δυνατό να ανανεώνονται με απόφαση του Δικαστηρίου για περαιτέρω περιόδους οκτώ (8) ημερών, για μέγιστη περίοδο του ενός (1) μηνός, ανάλογα με την βαρύτητα του αδικήματος.

        (4) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο Παιδιών αποφασίζει τον περιορισμό παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο, εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης, αιτιολογεί την απόφασή του σε απλή και κατανοητή προς το παιδί γλώσσα, ανάλογα με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητάς του».

 

        Από το λεκτικό των πιο πάνω εδαφίων διαφαίνεται ότι το εδ.(3) αφορά στις περιπτώσεις αιτημάτων προσωποκράτησης στο πλαίσιο της διερεύνησης αδικήματος. Το εδ.(2) προβλέπει για τις περιπτώσεις όπου η υπόθεση έχει ήδη καταχωριστεί, όπως εν προκειμένω. Παρά ταύτα, σε αντίθεση με τα όσα η Νομολογία διαχρονικά καθορίζει ως αρχές για την εξέταση ανάλογων αιτημάτων κράτησης για ενήλικες, στο εδ. (2) πιο πάνω δεν περιλαμβάνεται ο κίνδυνος φυγοδικίας, στο πλαίσιο του οποίου για ενήλικες εξετάζεται η σοβαρότητα του αδικήματος (που περιλήφθηκε) αλλά και η πιθανότητα καταδίκης και η ποινή που ενδέχεται να επιβληθεί. Ειρήσθω εν παρόδω ότι έχει περιληφθεί στο εδ.(2) και η δυνατότητα περιορισμού παιδιού «για σκοπούς διευκόλυνσης των ανακρίσεων», ο οποίος είναι παράγοντας που εξετάζεται στο πλαίσιο αιτημάτων προσωποκράτησης υπόπτου, στα οποία κατ’ ακρίβειαν  αφορά το εδ.(3), όπως ήδη αναφέραμε.

 

        Όπως φαίνεται από το προοίμιο του Ν.55(Ι)/21, για την εγκαθίδρυση συστήματος ποινικής δικαιοσύνης φιλικού προς τα παιδιά δέον να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, οι Κατευθυντήριες Γραμμές του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με τη Φιλική προς το Παιδί Δικαιοσύνη. Στο Μέρος 6, παρ. 73 αυτών προβλέπεται ότι πρέπει να γίνονται ειδικές προσπάθειες προς αποφυγή κράτησης παιδιών πριν τη δίκη. Εντούτοις, τέτοια κράτηση πριν από τη δίκη ενδεχομένως να είναι αναγκαία προς αποφυγή των κινδύνων καταστροφής μαρτυρίας, επηρεασμού μαρτύρων ή όπου υπάρχει κίνδυνος συμπαιγνίας ή φυγοδικίας (“…to avoid the risk of tampering with evidence, influencing witnesses, or when there is a risk of collusion or flight etc).

 

        Ο κίνδυνος φυγοδικίας αναφέρεται και στην Μελέτη της Unicef Σχετικά με τη Φιλικότητα του Συστήματος Δικαιοσύνης προς τα Παιδιά στην Ελλάδα ως λόγος για τον οποίο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι παιδί έχει διαπράξει έγκλημα.

 

        Όπως, όμως, επισημάνθηκε και ανωτέρω ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν περιλήφθηκε στο εδ. 2 του Άρθρου 83 του Ν.55(Ι)/21 ως παράγοντας που εξετάζεται στο πλαίσιο κράτησης παιδιού. Στο σύγγραμμα του Π. Γ. Πολυβίου, «Ερμηνεία στο Κυπριακό Δίκαιο»  (2023) αναφέρονται τα εξής στη σελ. 26:

 

        «Σε αυτό που όλοι συμφωνούν είναι ότι δεν μπορεί να γίνει προσθήκη φράσεων ή λέξεων σε κάποιο κείμενο, με το σκεπτικό ότι η νομοθετική εξουσία «αμέλησε» να ασχοληθεί με το θέμα, με αποτέλεσμα ο Νόμος ως έχει να είναι ημιτελής ή άδικος, κατά την άποψη του Δικαστηρίου. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει – φαίνεται όλοι να συμφωνούν – διότι αυτό συνεπάγεται την ανάληψη από τα Δικαστήρια και τη δικαστική εξουσία μιας ευρύτερης νομοθετικής αρμοδιότητας. Αυτό το οποίο κατ’ εξαίρεση μπορεί να γίνει είναι να αγνοηθεί κάποια φράση ή λέξη η οποία προέκυψε εκ λάθους και η οποία δεν έχει οποιαδήποτε έννοια……

       

        ………………

 

        Σε αντίθεση με τη δυνατότητα αφαίρεσης φράσεων και λέξεων χωρίς νόημα, δεν επιτρέπεται η προσθήκη λέξεων, φράσεων και άλλων λεκτικών διατυπώσεων με σκοπό τη συμπλήρωση κάποιου κειμένου ή την κατ’ ισχυρισμόν απόδοση δικαιοσύνης, όταν το επίδικο κείμενο είναι απόλυτα κατανοητό, χωρίς λεκτικό ή γραμματικό λάθος, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Κατά κανόνα, τα Κυπριακά Δικαστήρια δέχονται ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί μέσω ερμηνείας ο υπό εξέταση Νόμος ώστε να προβλεφθεί μια περίπτωση ή μια κατάσταση πραγμάτων για την οποία δεν έχει υπάρξει πρόνοια. Ούτε το Δικαστήριο έχει δικαίωμα να αλλάζει λέξεις σε κάποιο νομοθέτημα, με σκοπό να ορίσει, κατά την άποψη του, την ολοκληρωμένη και δίκαιη διατύπωση του Νόμου. Αυτό, έχει τονιστεί κατ’ επανάληψη, είναι απαράδεκτη τροποποίηση (διεργασία που ανήκει στον νομοθέτη) και όχι ερμηνεία (που είναι έργο των Δικαστηρίων)».

 

        (Για ερμηνεία νομοθετημάτων βλέπε και Farooq κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/2018 κ.ά., ημερ. 7.9.2020).

 

        Έπεται πως δεν παρέχεται ευχέρεια εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας σε σχέση με τους ανήλικους Εφεσείοντες. Τα όσα αφορούν συγκεκριμένα στον κίνδυνο φυγοδικίας μπορούν να εξεταστούν μόνο σε σχέση με τους ενήλικες Εφεσείοντες αρ. 1 και 2.

 

        Με τα πιο πάνω κατά νουν θα εξετάσουμε τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες όπως αυτές έχουν καταγραφεί στην αγόρευση του υπό την επικεφαλίδα της μη προσέλευσης τους στη δίκη.

 

        Όπως φαίνεται από την αγόρευση του συνηγόρου ενώπιον μας, η σοβαρότητα των αδικημάτων (που είναι παράγοντας που πρέπει να εξεταστεί γενικότερα ούτως ή άλλως και σε σχέση με τους ανήλικους Εφεσείοντες) που αντιμετωπίζουν οι Εφεσείοντες δεν αμφισβητείται. Ορθά αφού για το αδίκημα της ληστείας με τη χρήση βίας η προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της δια βίου φυλάκισης.

 

        Όσον αφορά στην πιθανότητα καταδίκης των Εφεσειόντων αρ. 1 και 2, με τον Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπεισήλθε σε εις βάθος αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά δεν αξιολόγησε ότι κάποιοι παραπονούμενοι ψεύδονταν. Ισχύουν εν προκειμένω και τα όσα αναφέρθηκαν στην Rokovucago ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 313/2024, ημερ. 19.2.2025 τα οποία και παραθέτουμε:

 

        «Στη βάση πάγιας νομολογίας, επαναλαμβάνουμε πως σε αυτό το στάδιο εξετάζεται μόνον η ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης, χωρίς την εξέταση θεμάτων αποδεκτότητας μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων και χωρίς συμπεράσματα ή οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα (Τζιοβάννη κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/23 κ.ά., ημερ. 18.1.24). Ορθώς στο παρόν στάδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βασιμότητα της εκδοχής του κάθε μάρτυρος ή των πιθανών υπερασπίσεων του Εφεσείοντος (βλ. M.S.A. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 200/22, ημερ. 19.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B362), πράγμα το οποίο αν γινόταν θα προκαταλάμβανε ή θα επηρέαζε θέματα τα οποία φυσιολογικά ανάγονται στη δίκη που θα ακολουθήσει. Δεν θεωρούμε ότι στην παρούσα περίπτωση το μαρτυρικό υλικό στερείτο αποδεικτικής ισχύος ή ότι η ισχύς του είναι έκδηλα φτωχή, κατά τρόπον που θα δικαιολογείτο επέμβαση του Εφετείου (Tasev v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2016) 2 Α.Α.Δ. 416.

 

        Το παραπέμψαν Δικαστήριο επισήμανε την μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του και ειδικότερα, ότι μεταξύ 21.4.2025 και 26.4.2025 έγιναν καταγγελίες για επτά διαφορετικές περιπτώσεις στις οποίες  ομάδα νεαρών ατόμων επιτέθηκε σε διάφορους διακινούμενους πολίτες,  ασκώντας βία με σκοπό την απόσπαση προσωπικών τους αντικειμένων. Παρέθεσε τη μαρτυρία περί αναγνώρισης των συγκεκριμένων Εφεσειόντων από τους παραπονούμενους και το ότι μέρος  αυτών που είχαν κλαπεί εντοπίστηκε στην κατοχή του Εφεσείοντα αρ. 5. Θεωρούμε ότι η προαναφερθείσα μαρτυρία δικαιολογούσε την κατάληξη περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης σε σχέση με τους Εφεσείοντες αρ. 1 και 2. Τα όσα ο κ. Φελλάς παρέθεσε πρωτόδικα αλλά και με τον Λόγο Έφεσης 2 επεκτείνονται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία δεν έχει θέση κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης.

 

        Όσον αφορά στους δεσμούς του Εφεσειόντων με τη Δημοκρατία, στους οποίους έδωσε έμφαση ο ευπαίδευτος συνήγορος, αυτοί μπορούν να εξεταστούν και σε σχέση με τους Εφεσείοντες 3, 4 και 5 στο πλαίσιο της ατομικής τους κατάστασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι όλοι οι Εφεσείοντες κατάγονται από τη Συρία και αφίχθηκαν παράνομα στη Δημοκρατία από μη ελεγχόμενα σημεία εισόδου. Στο Κυανούν 8 αναγράφεται ότι στους Εφεσείοντες 1 και 5 έχει παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ενώ όλοι οι Εφεσείοντες έχουν υποβάλει αίτημα για παροχή ασύλου. Όπως είπε και ο κ. Φελλάς, οι ανήλικοι Εφεσείοντες διαμένουν σε Δομές του Κράτους και οι ίδιοι βρίσκονται υπό την ευθύνη των κρατικών υπηρεσιών.

 

        Δεν συμφωνούμε, όμως, με τη θέση που καταγράφεται στην αιτιολογία του Πρώτου Λόγου Έφεσης, ήτοι ότι απαιτείτο η παραπομπή από το πρωτόδικο Δικαστήριο «…σε συγκεκριμένα στοιχεία μαρτυρίας ότι οι Εφεσείοντες θα φυγοδικήσουν» (που αφορά ιδιαίτερα στους Εφεσείοντες 1 και 2 ως ενήλικες παρά το ότι δεν γίνεται διαχωρισμός στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης). Όπως λέχθηκε στην Ψύλλας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 731 ο κίνδυνος να μην παρουσιαστεί ένας κατηγορούμενος στο Δικαστήριο «θεωρείται πως ελλοχεύει ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων από αφορούν τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει». Από την άλλη, όπως λέχθηκε στην Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48:

 

        «Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ’ ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος».

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στη Νομολογία ανέφερε ορθά πως ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του κατηγορούμενου για να αντιμετωπίσει τη δίκη του. Συνυπολογίζοντας όλα όσα είχαν  τεθεί ενώπιον του σε σχέση με τις προσωπικές, οικονομικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις των Εφεσειόντων κατέληξε ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας ήταν υπαρκτός.

 

        Δεν εντοπίζουμε κάποιο σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο στον βαθμό ασφαλώς που αφορά στους Εφεσείοντες αρ. 1 και 2, το οποίο  να επιτρέπει επέμβαση μας. Όσον αφορά στους ανήλικους Εφεσείοντες αρ. 3, 4 και 5 οι ατομικές τους περιστάσεις περιλαμβάνονται στους παράγοντες που συνυπολογίζονται με το λοιπά στοιχεία που καταγράφονται στο πλαίσιο του Άρθρου 83(2) του Ν.55(Ι)/21, και άρα αυτό θα γίνει μετά την εξέταση και του μέρους της Έφεσης που αφορά στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

        Εν πρώτοις θεωρούμε ότι η φράση «ώστε να αποφευχθεί η διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος» που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 83(2) του Ν.55(Ι)/21 αναφέρεται στον ίδιο κίνδυνο και μπορεί να εξεταστεί με τα ίδια κριτήρια που έχει καθιερώσει η Νομολογία για την εξέταση της ύπαρξης κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

        Για κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων δεν απαιτείται, όπως λέχθηκε στην Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024, ακριβής μαρτυρία αλλά αρκεί με τα όσα στοιχεία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου να δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση περί ύπαρξης τέτοιας πιθανότητας. Η βασική αρχή είναι ότι η εκτίμηση περί της ύπαρξης του κινδύνου αναφέρεται σε τάση ή ροπή ενός κατηγορούμενου. Στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2023, ημερ. 24.1.2024 επισημάνθηκε ότι κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης δύναται να ληφθεί υπόψη η εκκρεμότητα άλλων υποθέσεων και να συσταθμιστεί στην εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο αριθμός των αδικημάτων που αντιμετωπίζει κατηγορούμενος στο κατηγορητήριο μπορεί να καταδεικνύει από μόνος του τέτοια ροπή. Όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Παταΐσια, Ποιν. Έφ. 157/2024, ημερ. 30.9.2024:

 

          «Το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας επέλεξε, ορθά θα λέγαμε, τη συμπερίληψη όλων των κατηγοριών σε ένα κατηγορητήριο δεν μπορεί να επενεργήσει ώστε να αποστερήσει από αυτόν το δικαίωμα να επικαλεστεί πως υφίσταται κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Ούτε και προκαταβάλλει την τύχη ενός τέτοιου αιτήματος. Πρόκειται για εκκρεμείς υποθέσεις και δεν διαφοροποιείται η φύση τους ως τέτοιων επειδή περιλήφθηκαν όλες σε ένα κατηγορητήριο.

 

        ……………

 

        Στην υπό κρίση περίπτωση ο Εφεσίβλητος αντιμετωπίζει κατηγορίες που αφορούν σε 16 διαφορετικά περιστατικά εμπρησμού που προέκυπταν από 15 διαφορετικούς ανακριτικούς φακέλους και τα οποία φέρονται να διαπράχθησαν σε μία περίοδο μεταξύ της 13.7.2023 και της 29.4.2024, ήτοι εννέα μηνών. Το Κακουργοδικείο έσφαλε θεωρώντας ότι επειδή οι κατηγορίες περιλήφθηκαν όλες σε ένα κατηγορητήριο, η αξιολόγηση του αιτήματος για κράτηση επί του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων θα παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας λόγω του ότι το μαρτυρικό υλικό στο οποίο στηρίζετο το αίτημα ήταν το ίδιο στο οποίο ο Εφεσείων θα βασίζετο και στο πλαίσιο της δίκης για σκοπούς καταδίκης. Το υλικό στον κάθε ανακριτικό φάκελο ήταν διακριτό από πλευράς χώρου και χρόνου φερόμενων εγκληματικών δράσεων. Εξάλλου η διεργασία εξέτασης του μαρτυρικού υλικού είχε ήδη γίνει και για σκοπούς εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας. Ακολουθεί πως η ίδια διεργασία θα μπορούσε να είχε γίνει για τον περιορισμένο σκοπό της εξέτασης του κατά πόσο από το εν λόγω μαρτυρικό υλικό δημιουργείτο η ισχυρή εντύπωση για την ύπαρξη κινδύνου διάπραξης και άλλων αδικημάτων».

 

        Όπως έχει λεχθεί και πιο πάνω, στην υπό κρίση υπόθεση όλοι οι Εφεσείοντες αντιμετωπίζουν κατηγορίες για επτά περιστατικά ληστείας που κατ’ ισχυρισμόν έλαβαν χώρα στις 21.4.2025, 22.4.2025, 24.4.2025, 25.4.2025 (τέσσερα περιστατικά). Επιπλέον, ως προκύπτει από τη δέσμη κατηγορητηρίων που κατατέθηκε ως Τεκμήριο Β, εκκρεμούν και οι πιο κάτω υποθέσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας:

 

 

Εφεσείων αρ. 1

        1.    Αρ. Υπ. 15761/24 για αδικήματα συμπλοκής, ανησυχίας και συμπεριφοράς διασάλευσης της ειρήνης στις 19.10.2024.

        2.    Αρ. Υπ. 2505/25 για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και κλοπής στις 24.8.2024.

 

Εφεσείων αρ. 2

        1.    Αρ. Υπ. 15761/24 για αδικήματα συμπλοκής, ανησυχίας και συμπεριφοράς διασάλευσης της ειρήνης στις 19.10.2024.

        2.    Αρ. Υπ. 2923/25 για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξης κακουργήματος και κλοπής στις 20.3.2025.

        3.    Αρ. Υπ. 185/25 για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος  και κλοπής στις 31.12.2024.

        4.    Αρ. Υπ. 184/25 για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και κλοπής στις 30.12.2024

        5.    Αρ. Υπ. 16659/24 για αδίκημα παράνομης κατοχής περιουσίας στις 17.9.2024.

 

Εφεσείων αρ. 3

        1.    Αρ. Υπ. 12567/24  για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και κλοπής στις 16.8.2024.

 

Εφεσείων αρ. 4

        1.    Αρ. Υπ. 2992/25 για αδικήματα ληστείας και συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος στις 3.4.2025.

 

        Με βάση τον  αριθμό των υποθέσεων που εκκρεμούν αλλά και τον  αριθμό  των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι Εφεσείοντες στο υπό κρίση Κατηγορητήριο, σε συνάρτηση με τις ημερομηνίες που κατ’ ισχυρισμόν διαπράχθηκαν τα αδικήματα, οι οποίες είναι όλες πρόσφατες, θεωρούμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων στοιχειοθετείτο ήταν αναμενόμενη. Δικαιολογείτο επίσης η ίδια κατάληξη για τον Εφεσείοντα αρ. 5 από μόνο τα αδικήματα που αντιμετωπίζει στην υπό εκδίκαση υπόθεση.

 

        Αφού σταθμιστούν τα πιο πάνω με την ηλικία και τις ατομικές περιστάσεις των Εφεσειόντων αρ. 3, 4 και 5 η διαταγή για κράτηση αυτών ήταν καθόλα δικαιολογημένη. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε η εισήγηση που προβάλλεται στους Λόγους Έφεσης 4 και 6 ότι το Δικαστήριο όφειλε να είχε εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα που προβλέπονται στο Άρθρο 84 του Ν.55(Ι)/21 σε σχέση με τους ανήλικους Εφεσείοντες. Με την κατάληξη ειδικά ότι υφίστατο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, εξυπακούεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ευλόγως έκρινε πως άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα δεν άρμοζαν στην περίπτωση των Εφεσειόντων 3, 4 και 5 [βλ. Rokovucago (πιο πάνω)].

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

Per Curiam: Εν όψει των παρατηρηθεισών δυσκολιών όσον αφορά την ερμηνεία του Άρθρου 83 και ιδιαίτερα του εδ.(2) αυτού, θεωρούμε πως οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης και της Νομοθετικής Εξουσίας, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουν το ενδεχόμενο αναδιατύπωσης ή τροποποίησης του, ιδίως εάν πρόθεση είναι να επιτρέπεται η προφυλάκιση παιδιών και στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, καθώς και του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, ως προνοούν και οι Κατευθυντήριες Αρχές του Συμβουλίου της Ευρώπης.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο