
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 140/2025)
16 Ιουνίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----
Χ. Πουτζιουρής με Α. Γιάγκου, για τον Εφεσείοντα
Σ. Πίπη (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η διαταγή κράτησης του Εφεσείοντος ημερομηνίας 15.5.2025 λόγω του κινδύνου φυγοδικίας, εκδοθείσα από το Ε.Δ. Λάρνακας, μετά από παραπομπή του σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου. Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει κατηγορίες σχετικές με ναρκωτικά, ήτοι προμήθεια από άγνωστο πρόσωπο, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 6 κιλών και 700 γραμμαρίων κάνναβης.
Με τους λόγους έφεσης προβάλλονται τα ακόλουθα:
(α) [1ος λόγος έφεσης]. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση των νομολογιακών αρχών που διέπουν την κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόκλιση από τη θεμελιακή αρχή ότι ο υπόδικος παραμένει ελεύθερος, εκτός όπου οι περιστάσεις δικαιολογούν την υποχώρηση του ατομικού δικαιώματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην αιτιολογία αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε εναλλακτικούς τρόπους εξασφάλισης της παρουσίας του Εφεσείοντος στη δίκη, τουτέστιν την απόλυση του υπό όρους εγγύησης, προσδίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων, με αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματος δικαίας δίκης, προσωπικής ελευθερίας και τεκμηρίου της αθωότητας. Επίσης, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα δεν δόθηκε καμία βαρύτητα στις συνθήκες σύλληψης του Εφεσείοντος και δη στο ότι παραδόθηκε οικειοθελώς στην αστυνομία, πληροφορηθείς ότι τον αναζητούσε.
(β) [2ος λόγος έφεσης]. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, καταλήγοντας σε λανθασμένα ευρήματα στη βάση των οποίων διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντος. Στην αιτιολογία αναφέρεται ότι: (i) το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του το σύνολο του μαρτυρικού υλικού στο οποίο θα βασίσει η κατηγορούσα αρχή την υπόθεση της, και (ii) δεν έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσείων δεν συγκατατέθηκε στη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικού του υλικού, καθώς και την αμφισβήτηση της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων σε σχέση με αυτά. Σε σχέση με το γενετικό υλικό δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο ότι η μαρτυρία περί τούτου είναι ισχνή, τουτέστιν δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης μέρους μικρής ποσότητας μικτού γενετικού υλικού το οποίο εντοπίστηκε σε επίχρισμα από την μη κολλητική επιφάνεια ταινίας σε zip-lock συσκευασία. Προσβάλλεται επίσης ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης κίνδυνου φυγοδικίας καθότι: (i) δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη ότι η όλη στάση του Εφεσείοντος, ο οποίος στις 13.12.24 μετά την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης (ημερομηνίας 21.11.2024) εναντίον του αφέθηκε ελεύθερος (την ημερομηνία εκείνη λήφθηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα και παρειακά επιχρίσματα του), και (ii) μετά την έκδοση του δεύτερου εντάλματος σύλληψης εναντίον του ημερομηνίας 8.5.2025, (εκδοθέντος μετά τις επιστημονικές εξετάσεις) στις 14.5.2024, παραδόθηκε οικειοθελώς σε Αστυνομικό Σταθμό, συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του.
(γ) [3ος λόγος έφεσης]. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε την απόφαση του στη βάση των αντικειμενικών κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας, παραγνωρίζοντας και υποβαθμίζοντας τους υποκειμενικούς παράγοντες, περιλαμβανομένης της προαναφερθείσας στάσης του Εφεσείοντος, με αποτέλεσμα την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας και του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας.
Προς υποστήριξη των λόγων έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος υπέβαλε διάγραμμα αγόρευσης και ανέπτυξε προφορικά τις θέσεις του κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του ως προς τις εφαρμοστέες αρχές και σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ, παρουσίασε έγγραφο με τίτλο «Improving Judicial Assessment of Flight Risk» - «Review of European Court of Human Rights (ECtHR) Judgments» (January 2024), το οποίο συνετάχθη από το «Fair Trials International», που είναι ένας διεθνής Μ.Κ.Ο. για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την εξέταση του κινδύνου φυγοδικίας είναι καλά εμπεδωμένες στη νομολογία και αναλύονται σε αριθμό αποφάσεων του Εφετείου (βλ. μεταξύ άλλων Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/2023, ημερ. 21.7.2023, Χριστοδούλου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.2024, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/2023, ημερ. 24.1.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/24, ημερ. 16.4.2024, Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 133/24, ημερ. 11.7.2024). Δεν κρίνουμε σκόπιμο να τις επαναλάβουμε. Τα όσα δε αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο σχετικά με τη νομολογία του ΕΔΑΔ σε αιτήματα κράτησης, ουδόλως διαφέρουν από την Κυπριακή νομολογία, η οποία ως πλειστάκις έχει τονιστεί σε δικαστικές αποφάσεις, είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του ΕΔΑΔ (βλ. μεταξύ άλλων Κωνστανινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Δ.Δ. 54, Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024).
Τονίζεται ότι το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι περιορισμένο. Δεν εξαρτάται από την υποκειμενική άποψη των μελών του Εφετείου για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ό,τι ελέγχεται είναι το κατά πόσον η διακριτική εξουσία ασκήθηκε δικαστικά, εάν υπήρξε παραγνώριση νομολογιακών κριτηρίων ή λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/2021 κ.ά., ημερ. 28.12.2021).
Έχουμε μελετήσει με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση. Διαφωνούμε με τους λόγους έφεσης τους οποίους θεωρούμε αβάσιμους για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, ως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο οι όροι απόλυσης με εγγύηση εξετάζονται μόνον σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν καθίσταται αναγκαία η κράτηση του κατηγορούμενου (βλ. Μωϋσίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 138). Εφόσον αποφασίστηκε η αναγκαιότητα της κράτησης λόγω του κινδύνου φυγοδικίας, ήταν περιττό να εξεταστούν οι προτεινόμενοι όροι εγγύησης. Η δε εξέταση του κινδύνου φυγοδικίας έγινε με γνώμονα τις πάγιες αρχές της νομολογίας βάσει των οποίων λαμβάνεται πάντοτε υπόψη ως αφετηρία το τεκμήριο αθωότητας και προσωπικής ελευθερίας του κατηγορούμενου, και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση [βλ. επισκόπηση των αρχών στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν. (ανωτέρω)].
Δεύτερον, σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν μη αποκάλυψη του συνόλου του μαρτυρικού υλικού, δεν προσδιορίστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο πώς αυτό επέδρασε ή επηρέασε την εξέταση της πιθανολόγησης καταδίκης, η οποία εν πολλοίς στηρίχτηκε στα φερόμενα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων δακτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού, η διενέργεια των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης, πλην της νομιμότητας λήψης των αντίστοιχων δειγμάτων.
Τρίτον, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε καμία αξιολόγηση μαρτυρίας ή σε ευρήματα, παρά μόνο σε εκτίμηση της ισχύος του μαρτυρικού υλικού στην όψη του.
Τέταρτον, σε σχέση με τη νομιμότητα λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού, καθώς και την κατ’ ισχυρισμόν αδυναμία της μαρτυρίας γενετικού υλικού να στηρίξει την καταδίκη του Εφεσείοντος, είναι παγίως νομολογημένο ότι στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η νομιμότητα ή αποδεικτική αξία της μαρτυρίας εναντίον του κατηγορούμενου, το οποίο αποτελεί έργο του δικάζοντος δικαστηρίου. Επί τούτου επαναλαμβάνουμε τα λεχθέντα στην Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 78/24, ημερ. 8.4.2024:
«Ως προς την ισχύ της μαρτυρίας, στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ούτε το Δικαστήριο προβαίνει σε οποιαδήποτε κρίση επί της δεκτότητας ή αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού, ούτε σε τελική διαπίστωση γεγονότων ή εξαγωγή συμπερασμάτων. Περί πιθανολόγησης και μόνον ο λόγος (βλ. Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54). Το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσον η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, έστω και αν διαπιστώνεται εύλογη προσδοκία αθώωσης.
Η εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ούτως ώστε οι όποιες παρατηρήσεις ή σχόλια για την ισχύ του μαρτυρικού υλικού να μην επηρεάσουν ή προκαταλάβουν οτιδήποτε το οποίο ανάγεται στη δίκη (βλ. Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 131/20 κ.α., ημερ. 20.8.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 103/20, ημερ. 3.9.2020). Κατ' εξοχήν αρμόδιο να εκτιμήσει την πιθανολόγηση καταδίκης είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου το μαρτυρικό υλικό στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή (βλ. Georgi Tasev v. Αστυνομίας (Αρ.1) (2016) 2 Α.Α.Δ. 418, Κασίρ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 146/21, ημερ. 29.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:B431, Ύψου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/22)».
Είναι η κρίση μας ότι εν προκειμένω το μαρτυρικό υλικό δεν στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας.
Πέμπτον, αναφορικά με τη στάση του Εφεσείοντος, το ότι αφέθηκε ελεύθερος μετά που έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία, όταν δεν γνώριζε ακόμη την εναντίον του μαρτυρία, ή το ότι παραδόθηκε οικειοθελώς σε Αστυνομικό Σταθμό μετά που πληροφορήθηκε την ύπαρξη εντάλματος σύλληψης εναντίον του, θεωρούμε ότι αυτή δεν αποσοβούσε τον κίνδυνο φυγοδικίας, ως ορθώς έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση την υφιστάμενη νομολογία. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση:
«Ανατρέχοντας στο μαρτυρικό υλικό, Τεκμήριο Α, διαπιστώνω ότι εκδόθηκε αρχικά ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου στις 21.11.2024. Σύμφωνα με τον όρκο που υποστήριζε το ένταλμα σύλληψης (βλ. Έγγραφο 7 (Κυανούν 12) στο Τεκμήριο Α), η Αστυνομία φέρεται να αναζητούσε τον Κατηγορούμενο και αυτός δεν εντοπιζόταν και ούτε συνεργαζόταν. Τα ίδια αναφέρονται και στην κατάθεση του εξεταστή της υπόθεσης (βλ. Έγγραφο 18 (Κυανούν 33) στο Τεκμήριο Α). Εν τέλει το ένταλμα σύλληψης εκτελέστηκε στις 13.12.2024, όταν ο Κατηγορούμενος ανακόπηκε για έλεγχο τροχαίας, καθώς τα στοιχεία του ήταν καταχωρημένα στον κατάλογο «stop-list». Αφού λήφθηκε κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, αυτός αφέθηκε ελεύθερος. Ακολούθως, στις 15.01.2Ο25 λήφθηκαν τα αποτελέσματα της επιστημονικής εξέτασης με την ταύτιση των αποτυπωμάτων του Κατηγορούμενου και στις 10.04.2025 τα αποτελέσματα της επιστημονικής εξέτασης για το γενετικό υλικό του. Αφού εκδόθηκε 2ο ένταλμα σύλληψης εναντίον του στις 08.05.2025, ο Κατηγορούμενος μετέβηκε οικειοθελώς στην Αστυνομία στις 14.05.2025.
Επισημαίνω καταρχάς ότι η εθελούσια παράδοση ενός υπόπτου ή κατηγορούμενου στην Αστυνομία δεν εξαλείφει από μόνη της τον κίνδυνο φυγοδικίας (βλ. Στυλιανού ν Δημοκρατίας (Ποινική Έφεση 78/2024) ημερ. 08.04.2024). Στην παρούσα υπόθεση, ναι μεν ο Κατηγορούμενος γνώριζε για την διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης εναντίον μέσω της εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης τον Δεκέμβριο του 2024, αλλά δεν προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό να γνώριζε για τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων (βλ. Επίσης Ανδρέας Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (Ποινική Έφεση 1/2024) ημερ. 02.02.2024). Συνεπώς, η ανωτέρω νομολογία στην οποία με παρέπεμψε η Υπεράσπιση διακρίνεται από την παρούσα. Σχετικές με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι οι αποφάσεις Νικήτα ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Ιωάννου ν Δημοκρατίας (Ποινική Έφεση 112/2025) ημερ. 02.05.2025 και Στυλιανού (ανωτέρω) (βλ. Επίσης Χ.Σ. (ανωτέρω) και Πέτρου (ανωτέρω), όπου επικυρώθηκε η κράτηση των εκεί κατηγορουμένων μετά την λήψη επιστημονικής μαρτυρίας που ισχυροποιούσε την σύνδεση τους με το αδίκημα, παρά το γεγονός ότι προηγουμένως τηρούσαν τους όρους εγγύησης που τους είχαν επιβληθεί). Δεν μου διαφεύγει, φυσικά, ότι στην παρούσα περίπτωση δεν ξηγήθηκε γιατί η Αστυνομία δεν αποτάθηκε για έκδοση εντάλματος σύλληψης του Κατηγορούμενου από τον Ιανουάριο του 2025 όταν είχε στην κατοχή της τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων με τα αποτυπώματα του Κατηγορούμενου ή γιατί ενώ είχε στην κατοχή της και την έκθεση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής ημερομηνίας 10.04.2025, αποτάθηκε για την έκδοση εντάλματος σύλληψης στις 08.05.2025. Από την άλλη, όμως, η αυτόβουλη και οικειοθελής παράδοση του Κατηγορούμενου στην Αστυνομία, μετά την έκδοση του 20U εντάλματος σύλληψης, δεν μπορεί να εξοβελίσει από μόνη της τον κίνδυνο φυγοδικίας».
Έκτον, διαφωνούμε ότι στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας κατά την εξέταση του κινδύνου φυγοδικίας το πρωτόδικο Δικαστήριο υποβάθμισε ή παραγνώρισε τους υποκειμενικούς παράγοντες, περιλαμβανομένης της ως άνω στάσης και συμπεριφοράς του Εφεσείοντος, για την οποία έχουμε ήδη αποφανθεί. Λήφθηκε υπόψη πρωτοδίκως ότι ο Εφεσείων είναι Κύπριος υπήκοος, νυμφευμένος και πατέρας μιας ενήλικης θυγατέρας, η οποία είναι φοιτήτρια. Εργάζεται ως διευθυντής σε ψησταριά. Δεν αμφισβητήθηκε ότι δεν έχει δεσμούς με τρίτη χώρα. Τούτο όμως, κατόπιν συστάθμισης των υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων, εκρίθη ως μη ικανό να εξαλείψει τον κίνδυνο φυγοδικίας, εν όψει της αντικειμενικής σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει και της πολυετούς ποινής φυλάκισης η οποία ενδέχεται να του επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης (βλ. Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν. (ανωτέρω), Παπεττίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 251/24, ημερ. 22.10.2024, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 112/2025, ημερ. 2.5.2025).
Υπό το φως των ανωτέρω η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε δικαστικά εντός του ορθού νομικού πλαισίου με βάση τα ενώπιον του γεγονότα και δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο