
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 156/2024)
18 Ιουνίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΑΡΙΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσείουσας/Ενάγουσας
και
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσίβλητης/Εναγομένης
Αίτηση απόρριψης Έφεσης ημερ. 11/2/2025
----------------------------
Φ. Χατζηιωάννου για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για την Αιτήτρια/Εφεσίβλητη.
Κ. Ιωάννου για Αγαθοκλής - Νεοφύτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Καθ΄ης η Αίτηση/Εφεσείουσα.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Στις 8/7/2024 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε απόφαση στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 1293/2021 με την οποία απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας και εναντίον της ενάγουσας. Η τελευταία η οποία δεν έμεινε ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα της αγωγής, καταχώρησε στις 7/8/2024 την παρούσα έφεση. Η έφεση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη/εναγόμενη στις 20/11/2024.
Στις 9/1/2025 η εφεσίβλητη καταχώρησε επιστολή ενώπιον του Εφετείου με την οποία αιτείτο την απόρριψη της έφεσης λόγω εκπρόθεσμης επίδοσης της, ήτοι 105 μέρες από την καταχώρηση της Ειδοποίησης Εφεσείοντα αντί εντός 28 ημερών από την καταχώρηση της κατά παράβαση του Μέρους 41.2(3) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Το Εφετείο όρισε την έφεση στις 5/2/2025 και επιλαμβανόμενο του περιεχομένου της ως άνω επιστολής, έδωσε οδηγίες όπως καταχωρηθεί σχετική αίτηση και όπως αυτή επιδοθεί στη πλευρά της εφεσείουσας. Στις 28/3/2025 και αφού προηγήθηκε η καταχώρηση και η επίδοση της παρούσας αίτησης («η Αίτηση») στην πλευρά της εφεσείουσας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών εμφανίστηκαν ενώπιον του Εφετείου. Το Εφετείο αφού άκουσε τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών επί της Αίτησης, την όρισε για ακρόαση με οδηγίες όπως εν τω μεταξύ καταχωρηθεί ένσταση.
Με την Αίτηση η εφεσίβλητη αιτείται την απόρριψη της έφεσης. Η Αίτηση βασίζεται στο Μέρος 41.2(3) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και τις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Θ.Θ., υπάλληλου στο Τμήμα Απαιτήσεων της εφεσίβλητης. Ο Θ.Θ. στην ένορκη δήλωση του, αφού παραθέτει μέρος του πιο πάνω ιστορικού, αναφέρει στις παραγράφους 4 και 5 τα ακόλουθα:
«4. Είναι φανερό ότι η επίδοση της Ειδοποίησης Εφεσείοντα στην Εφεσίβλητη έγινε εκπρόθεσμα κατά παράβαση του Μέρους 41, παράγραφος 41.2(3) των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δηλαδή επιδόθηκε η Ειδοποίηση Εφεσείοντα στην Εφεσίβλητη 105 ημέρες μετά την καταχώρηση της αντί 28 ημέρες που προβλέπεται στον ως άνω θεσμό.
5. Επειδή εις τους νέους θεσμούς δεν προβλέπεται εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και ως αποτέλεσμα δεν καταχωρήθηκε Ειδοποίηση Εφεσίβλητου. Αντί τούτου καταχωρήθηκε επιστολή την 09/01/2025 ζητώντας την απόρριψη της έφεσης για τον πιο πάνω λόγο. Καταθέτω ως Τεκμήριο 2 την σχετική ειδοποίηση ημερ. 09/01/2025 και το Εφετείο όρισε την υπόθεση στις 05/02/2025 για την οποία ημερομηνία ενημερώθηκε ο αντίδικος δικηγόρος αλλά δεν εμφανίστηκε. Στις 05/02/2025 το Εφετείο ζήτησε όπως γίνει κανονική αίτηση για απόρριψη της έφεσης και ως αποτέλεσμα γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες του Εφετείου η παρούσα αίτηση.»
Με βάση τα πιο πάνω ο ενόρκως δηλών αιτείται εκ μέρους της εφεσίβλητης την απόρριψη της έφεσης.
Η εφεσείουσα καταχώρησε ένσταση η οποία στηρίζεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, στο Μέρος 1.1 – 1.5, Μέρος 2, Μέρος 3, Μέρος 23, Μέρος 41 και Μέρος 60.1(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, στη σχετική νομολογία, καθώς και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
Η εφεσείουσα προβάλλει 11 λόγους για τους οποίους η Αίτηση δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή. Με τους λόγους ένστασης προβάλλεται ότι η εκπρόθεσμη επίδοση της έφεσης αποτελεί διαδικαστική παρατυπία και όχι λόγο ακυρότητας της έφεσης η οποία καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα και είναι επομένως έγκυρη, η καθυστέρηση στην επίδοση της έφεσης δεν είναι τέτοια που να την καθιστά άνευ αντικειμένου και ούτε παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα της εφεσίβλητης η οποία δεν υπέστη ουσιαστική ή δικονομική ζημιά και είχε χρόνο και δυνατότητα να ενημερωθεί και να ανταποκριθεί στην έφεση και δεν επηρεάζει την αρχή της ισότητας των όπλων. Η επίμονη προσκόλληση στην εκπρόθεσμη επίδοση, χωρίς επίκληση ουσιαστικής βλάβης, αποτελεί καταχρηστική άσκηση διαδικαστικού δικαιώματος, με σκοπό την αποφυγή εξέτασης της ουσίας της έφεσης. Προβάλλεται επίσης ότι η απόλυτη απόρριψη έφεσης λόγω τυπικού σφάλματος θα παραβίαζε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της εφεσείουσας σε δίκαιη και δημόσια ακρόαση, συμφώνως του Άρθρου 30 του Συντάγματος και η επίκληση αυστηρής τυπικότητας δεν πρέπει να υπερισχύει του δικαιώματος της εφεσείουσας για ακρόαση επί της ουσίας αφού σε τέτοια περίπτωση θα οδηγήσει σε άρνηση δικαιοσύνης. Τέλος, προβάλλεται ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε πρόθεση καταχρηστικής καθυστέρησης εκ μέρους της εφεσείουσας και σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με πάγια νομολογία, το Δικαστήριο προτάσσει την εξέταση της ουσίας της διαφοράς έναντι της αυστηρής τήρησης διαδικαστικών προθεσμιών. Το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την επίδοση της ειδοποίησης εκτός της προθεσμίας των 28 ημερών σύμφωνα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της ουσιαστικής απονομής δικαίου και εάν το Δικαστήριο το θεωρήσει απαραίτητο, η εφεσείουσα προτίθεται να καταχωρήσει αίτηση για παράταση της προθεσμίας επίδοσης, προκειμένου να θεραπεύσει κάθε ενδεχόμενη παρατυπία.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της Α.Π. δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν την εφεσείουσα, με την οποία επαναλαμβάνονται και αναπτύσσονται οι λόγοι ένστασης. Σημειώνουμε την αναφορά της ότι αν και καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια για τήρηση των σχετικών διαδικασιών, φαίνεται ότι, εν αγνοία τους και χωρίς πρόθεση ή δόλο, σημειώθηκε κάποιο σφάλμα ή παραδρομή στη διαδικασία. Πιθανολογεί ότι είτε ο φάκελος δεν παραδόθηκε εμπρόθεσμα στον επιδότη, είτε ότι, δεδομένων και των θερινών διακοπών και μειωμένης λειτουργίας υπηρεσιών εκείνης της περιόδου, ο φάκελος με τα προς επίδοση έγγραφα παραμερίστηκε ή παρέπεσε, με αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί η επίδοση εντός της νόμιμης προθεσμίας.
Κατά την ακρόαση της Αίτησης οι δικηγόροι των δύο πλευρών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων τις οποίες καταχώρησαν στο Δικαστήριο. Έχουμε μελετήσει με προσοχή τις θέσεις και εισηγήσεις των δύο πλευρών που περιέχονται στις γραπτές αγορεύσεις τους.
Θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι η ειδοποίηση εφεσείοντα επιδόθηκε εκπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα επιδόθηκε στην εφεσίβλητη 105 μέρες μετά την καταχώρηση της αντί 28 ημέρες κατά παράβαση του Μέρους 41.2(3) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«(3) Εκτός αν το Εφετείο διατάξει διαφορετικά, η ειδοποίηση εφεσείοντα πρέπει να επιδίδεται σε κάθε εφεσίβλητο:
(α) το συντομότερο δυνατόν· και
(β) σε κάθε περίπτωση εντός 28 ημερών, από την καταχώρισή της.»
Η πλευρά της εφεσίβλητης υποστηρίζει ότι για να είναι θεραπεύσιμη η πιο πάνω παρατυπία θα έπρεπε η εφεσείουσα να αιτηθεί παράταση του χρόνου επίδοσης της ειδοποίησης εφεσείοντα με βάση το μέρος 41.6(2) των Κανονισμών το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«(2) Οι διάδικοι δεν δύνανται να συμφωνήσουν να παρατείνουν οποιαδήποτε ημερομηνία ή χρόνο ο οποίος ορίζεται από:
(α) τους παρόντες κανονισμούς· ή
(β) διάταγμα του Εφετείου ή του κατώτερου δικαστηρίου.
[Ο κανονισμός 3.1(2)(α) προνοεί ότι το δικαστήριο δύναται να παρατείνει ή βραχύνει τον χρόνο συμμόρφωσης με οποιονδήποτε κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα (ακόμα και αν υποβληθεί αίτηση παράτασης μετά τη λήξη του χρόνου συμμόρφωσης)].
[Ο κανονισμός 3.1(2)(β) προνοεί ότι το δικαστήριο δύναται να αναβάλει ή να επισπεύσει μια ακρόαση].»
Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη καταχώρησε δικαιωματικά και γρήγορα την Αίτηση και η εφεσίβλητη δεν προχώρησε στη λήψη τέτοιου δικονομικού διαβήματος και επέλεξε να καταχωρήσει ένσταση στην Αίτηση, το Δικαστήριο, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, δεν έχει διακριτική ευχέρεια να θεραπεύσει την παρατυπία. Στηρίζει την εισήγηση της στην υπόθεση Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 945. Στην υπόθεση αυτή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα αίτηση επιτόπιας έρευνας και υποβλήθηκε αμέσως ένσταση από την άλλη πλευρά, μεταξύ άλλων, και για το εκπρόθεσμο της καταχώρησης της, στην οποία επέμεινε μέχρι τέλους. Αποφασίστηκε ότι το γεγονός ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης ήταν απλή παρατυπία και όχι θεμελιώδες ελάττωμα που οδηγούσε σε ακυρότητα όλης της διαδικασίας δεν σήμαινε αυτόματα και την ανοχή της παρατυπίας. Το Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αίτηση ως εκπρόθεσμη και δεν υπήρχε περιθώριο για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Επικαλείται επίσης την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd v. Πιτσιλλίδης Πολ. Εφ. Αρ. 245/18 ημερ. 17/7/2020 στην οποία το Εφετείο στις 24/6/2020 απέρριψε την έφεση μετά από αίτηση του εφεσίβλητου, η οποία βασίστηκε στο δεδομένο ότι υπήρχε επιτακτική πρόνοια για επίδοση της έφεσης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας με βάση τη Δ.35 Κ.5 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν είχαν ληφθεί μέτρα για παράταση της. Παρόλο που εν τέλει διαφάνηκε ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόνοια στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όταν καταχωρήθηκε και όταν εκδικαζόταν η πιο πάνω έφεση, η πλευρά της εφεσίβλητης επικαλείται το σκεπτικό απόρριψης της έφεσης, προτού το ίδιο το Εφετείο το διορθώσει στην συνέχεια, εφόσον η έφεση δεν είχε επιδοθεί εντός της υποτιθέμενης προθεσμίας και δεν είχαν ληφθεί μέτρα για παράταση της, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Τέλος η πλευρά της εφεσίβλητης αναφέρει ότι σε περίπτωση που η εφεσείουσα προχωρούσε σε αίτηση για παράταση του χρόνου επίδοσης της ειδοποίησης εφεσείοντα λόγω λάθους των δικηγόρων της ή και υπολειτουργίας διαφόρων επαγγελματικών μηχανισμών ένεκα του καλοκαιριού, έχει εφαρμογή η υπόθεση Σολιάτης κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ.1162.
Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε ότι η νομολογία την οποία επικαλείται η πλευρά της εφεσίβλητης βασίζεται στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ενώ η Αίτηση θα κριθεί με βάση τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 οι οποίοι σε σχέση με το Εφετείο εφαρμόζονται από 3/7/2023 (βλ. Μέρος 60.1(1)). Δεσπόζουσα θέση στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 αποτελεί ο «πρωταρχικός σκοπός» ο οποίος προνοείται στο Μέρος 1.2, ενώ στο Μέρος 1.3 προνοείται η εφαρμογή του από το Δικαστήριο:
«1.2. Πρωταρχικός σκοπός
(1) Οι παρόντες κανονισμοί αποτελούν διαδικαστικό κώδικα, πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι η παροχή στο δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.
(2) Ο χειρισμός υπόθεσης δίκαια και με αναλογικό κόστος περιλαμβάνει, στον βαθμό που είναι πρακτικά εφικτό:
(α) τη διασφάλιση ότι οι διάδικοι τίθενται επί ίσοις όροις·
(β) την εξοικονόμηση δαπανών·
(γ) τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς προς:
(i) το υπό αναφορά χρηματικό ποσό·
(ii) τη σοβαρότητα της υπόθεσης·
(iii) την πολυπλοκότητα των θεμάτων· και
(iv) τις οικονομικές συνθήκες κάθε διαδίκου·
(δ) τη διασφάλιση ταχέος και δίκαιου χειρισμού·
(ε) την κατανομή σε αυτήν κατάλληλου μέρους των πόρων του δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για κατανομή πόρων και σε άλλες υποθέσεις· και
(στ) την επιβολή συμμόρφωσης με κανονισμούς και διατάγματα.
1.3. Εφαρμογή από το δικαστήριο του πρωταρχικού σκοπού
(1) Το δικαστήριο επιδιώκει την υλοποίηση τού πρωταρχικού σκοπού κατά:
(α) την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας παρέχεται σε αυτό από τους κανονισμούς· ή
(β) την ερμηνεία οποιουδήποτε κανονισμού, εκτός αν οποιαδήποτε νομοθεσία ή κανονισμός προβλέπει διαφορετικά.»
Στην Καντούνας ν. Ηλιάδης κ.ά. Πολ. Εφ. Αρ. 54/2024 ημερ. 18/10/2024 υποδείχθηκε ότι:
«Επισημαίνουμε ότι με τη θέσπιση των νέων Κανονισμών, πέραν των ουσιαστικών διαδικαστικών αλλαγών, επιχειρείται μια αλλαγή κουλτούρας και φιλοσοφίας. Μιας κουλτούρας και φιλοσοφίας σύγχρονης και προοδευτικής που θα επιτρέπει στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του πρωταρχικού σκοπού, να διαχειρίζεται τις υποθέσεις με ευελιξία και πρακτικότητα προς εξυπηρέτηση του δικαίου και της δικαιοσύνης. Παράλληλα σκοπείται η απομάκρυνση από δυσλειτουργικές και αχρείαστες διαδικασίες που ενίοτε συνέτειναν σε καθυστερήσεις, αύξαναν κατά τρόπο αχαλίνωτο τα έξοδα και τη δαπάνη της υπόθεσης και αντιστρατεύονταν την όλη προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης. Ο πρωταρχικός σκοπός προάγει τη συμμετοχή στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και όχι τον αποκλεισμό απ' αυτήν, τηρουμένων βεβαίως της κατά κανόνα συμμόρφωσης με τεθείσες προθεσμίες, τύπους και προϋποθέσεις.»
Περαιτέρω σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους 3.8 των Κανονισμών τις οποίες επικαλείται η πλευρά της εφεσείουσας:
«3.8. Γενική εξουσία του Δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα
(1) Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:
(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο· και
(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.
(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:
(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό· και
(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.»
Έχοντας υπόψη ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του Μέρους 41.2(3) των Κανονισμών, όσον αφορά τον χρόνο επίδοσης της ειδοποίησης εφεσείοντα, θα εξετάσουμε αρχικά κατά πόσο η παράλειψη αυτή της εφεσείουσας να συμμορφωθεί με την προβλεπόμενη προθεσμία επίδοσης, συνιστά παρατυπία που θα μπορούσε να θεραπευτεί ή αν η παρατυπία είναι τέτοια που θα πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της έφεσης. Η εφεσείουσα μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της αιτείται την παραχώρηση παράτασης της προθεσμίας επίδοσης. Αντίθετη είναι η θέση της εφεσίβλητης, η οποία πάντως σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να παραχωρήσει παράταση του χρόνου επίδοσης της ειδοποίησης εφεσείοντα, εισηγείται ότι τα έξοδα της Αίτησης θα πρέπει να επιδικαστούν, υπέρ της, ως του αθώου μέρους.
Στην προκείμενη περίπτωση υποδεικνύουμε ότι η έφεση καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα, στοιχείο πολύ σημαντικό για την εξέταση της Αίτησης. Περαιτέρω σημειώνουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε ουσιαστική ή δικονομική βλάβη σε βάρος της εφεσίβλητης, ούτε η τελευταία επικαλείται κάτι τέτοιο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. Περαιτέρω δεν έχει καταδειχθεί πρόδηλη αμέλεια, καταχρηστική πρόθεση ή δόλια σκοπιμότητα εκ μέρους της εφεσείουσας ούτε ότι η παρατηρούμενη καθυστέρηση στην επίδοση της ειδοποίησης εφεσείοντα είναι τόσο μεγάλη που από μόνη της να παραπέμπει σε τέτοια συμπεριφορά. Τέλος δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε κύρωση από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 σε σχέση με την παρατυπία αυτή.
Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε, έχοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό που είναι η προώθηση και εκδίκαση των νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων που θέτει η έφεση, ότι η παρατυπία η οποία παρατηρείται, δηλαδή η μη επίδοση της ειδοποίησης εφεσείοντα εντός του προβλεπόμενου χρόνου, δεν δικαιολογεί στο στάδιο αυτό την απόρριψη της Έφεσης. Κρίνουμε περαιτέρω ότι η παράλειψη αυτή δεν καθιστά από μόνη της την έφεση απαράδεκτη, προπετή, προδήλως αβάσιμη ή ασκηθείσα προς τον σκοπό παρέλκυσης της δικαιοσύνης, ώστε να υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της, δυνάμει του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (βλ. Σεκέρσαββας κ.ά. ν. Τουρκική Δημοκρατία, Πολ. Έφ. Αρ. 415/2019, ημερ. 31/10/2024).
Παρόμοια ήταν η προσέγγιση στην πρόσφατη υπόθεση CTC Automotive Ltd v. Ψαρούδης Μπετόν Λτδ κ.ά. Πολ. Εφ. Ε112/24, ημερ. 28/3/2025 όπου το Εφετείο, επιλαμβανόμενο αίτησης για διαγραφή ειδοποίησης έφεσης, έκρινε ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να συνοδεύσει την ειδοποίηση έφεσης με το προβλεπόμενο έντυπο διορισμού δικηγόρου, δεν δικαιολογούσε την απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης.
Στην πιο πάνω υπόθεση γίνεται παραπομπή στην υπόθεση A.G. Paphitis & Co, LLC Πολ. Εφ. 112/2023 ημερ.22/9/2023, ECLI:CY:AD:2023:D297 που αφορούσε αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για άδεια προνομιακού εντάλματος Certiorari, η οποία καταχωρίστηκε σε λανθασμένο τύπο και όχι σύμφωνα με τα έντυπα που καθορίζονται στον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακολουθώντας παρόμοια προσέγγιση, έκρινε ότι παρά την πιο πάνω παρατυπία, η αίτηση, (ως αυτή τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου) φαινόταν να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου. Ως εκ τούτου, η διαπιστωθείσα παρατυπία, δεν επέβαλε μονοδρομικά στο Δικαστήριο, τον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης.
Γίνεται επίσης παραπομπή στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολ. Έφεση Ε5/2018 ημερ. 16.01.2024. Η υπόθεση αφορούσε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης, το οποίο καταχωρίστηκε με βάση τον τύπο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κατά παράβαση του Μέρους 60.1(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Το Εφετείο εξετάζοντας την πιο πάνω παρατυπία και με παραπομπή στον πρωταρχικό σκοπό, σημείωσε ότι παρά την διαπίστωση ότι η επιλογή του εφεσίβλητου να προωθήσει το αίτημα του με τον τύπο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν ήταν η ενδεδειγμένη, η εν λόγω λανθασμένη δικονομική διαδικασία, δεν οδηγούσε χωρίς άλλο, στον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης.
Τέλος, γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Robert Mucinic v. Sky Cac Ltd κ.α., Πολ. Έφεση E1/2019, ημερ. 07/06/2024, στην οποία δεν θεωρήθηκε παρατυπία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, η παντελής παράλειψη αναγραφής οποιασδήποτε νομικής βάσης στην αίτηση για ασφάλεια εξόδων, εν όψει και των περιστάσεων της υπόθεσης. (βλ. επίσης Καντούνας (ανωτέρω) όπου γίνεται παραπομπή στην A.G.Paphitis & Co, LLC και Mucinic (ανωτέρω)).
Με βάση τα πιο πάνω, όπως αναλυτικά επεξηγούμε, καταλήγουμε ότι η πιο πάνω παρατυπία δεν είναι υπό τις περιστάσεις τέτοιας σοβαρότητας που θα πρέπει, για σκοπούς σωστής απονομής της δικαιοσύνης, να καθιστά επιτακτική την απόρριψη της έφεσης. Αντίθετα, κρίνουμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως μη απορριφθεί η έφεση, έχοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.
Σε συνέχεια των πιο πάνω, έχοντας ακούσει τις θέσεις των δύο πλευρών επί του θέματος και ασκώντας τις διακριτικές εξουσίες μας, παραχωρούμε παράταση της προθεσμίας επίδοσης της ειδοποίησης εφεσείοντα μέχρι και την 20/11/2024, ούτως ώστε η επίδοση της ειδοποίησης εφεσείοντα να θεωρείται καλή επίδοση.
Η εξέλιξη αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη της Αίτησης.
Επισημαίνουμε ότι η ως άνω κατάληξη μας δεν θα πρέπει με οποιοδήποτε τρόπο να εκληφθεί ή ερμηνευθεί ως ενθάρρυνση ή ανοχή στην μη τήρηση προθεσμιών, τύπων και προϋποθέσεων που προβλέπονται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Αφορά τα ιδιαίτερα περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης όπως λεπτομερώς εξηγούνται πιο πάνω. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Ένα ζήτημα το οποίο μας απασχόλησε έντονα, είναι το θέμα των εξόδων της Αίτησης. Για το ζήτημα αυτό λαμβάνουμε υπόψη ότι η ως άνω παρατυπία ήταν παραδεκτή και από τις δυο πλευρές ως επίσης ότι δεν έχει αμφισβητηθεί το νομότυπο καταχώρησης της Αίτησης. Δεν διαπιστώνουμε η Αίτηση να καταχωρήθηκε καταχρηστικά. Κρίνουμε ότι παρόλο που η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, θα πρέπει να επιδικαστεί υπέρ της εφεσίβλητης, ως του αθώου μέρους, ένα ποσόν εξόδων κατ’ αποκοπή.
Συνακόλουθα η Αίτηση απορρίπτεται. Η εφεσίβλητη να καταχωρήσει ειδοποίηση εφεσίβλητου εντός 28 ημερών από σήμερα συμφώνως του Μέρους 41.3(3) των Κανονισμών.
Επιδικάζονται €500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο