ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ v. ΜΙΧΑΛΗ ΕΦΡΑΙΜ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 161/2018, 30/6/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ v. ΜΙΧΑΛΗ ΕΦΡΑΙΜ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 161/2018, 30/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 161/2018)

 

30 Ιουνίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

v.

 

ΜΙΧΑΛΗ ΕΦΡΑΙΜ,

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

____________________________

 

Μ. Αγαθοκλέους (κα) με Π. Καρύδη (ασκούμενο δικηγόρο) για George Pamporidis LLC, για τον Εφεσείοντα.

Ξ. Κόκκινου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 29.03.2018, με την οποία απερρίφθη η αγωγή του ενάγοντα‑εφεσείοντα (στο εξής εφεσείοντα), εναντίον του εναγόμενου‑εφεσίβλητου (στο εξής εφεσίβλητου), αλλά και η ανταπαίτηση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος.

 

Ο εφεσείοντας αξίωνε από τον εφεσίβλητο, με την αγωγή αρ. 6278/2010, €11.600,00 ως αποζημιώσεις για παράβαση προφορικής και/ή άλλης συμφωνίας και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πολιτισμού. Ο εφεσίβλητος, με την ανταπαίτησή του, αξίωνε το ποσό των €400,00 το οποίο κατέβαλε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, χαριστικώς στον εφεσείοντα, κατόπιν πιέσεων  του.

 

Τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, όπως προέκυψαν από τις έγγραφες προτάσεις, τις γραπτές δηλώσεις των διαδίκων, αλλά και ως αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:

 

1.   Στις 16.7.2001, συνομολογήθηκε συμφωνία ενοικίασης ενός καταστήματος μεταξύ της εταιρείας Telesfora Ltd, ως ιδιοκτητών, και της εταιρείας Wintip Holdings Ltd, ως ενοικιαστών, της οποίας την πιστή τήρηση εγγυήθηκαν, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, ο εφεσείοντας, ο εφεσίβλητος και τρίτο πρόσωπο, ονόματι Φωκίωνας Χατζηιωάννου.

 

2.   Στις 8.3.2002, ο εφεσείοντας και ο Φωκίωνας Χατζηιωάννου πώλησαν το σύνολο των μετοχών που κατείχαν στην εταιρεία Wintip Holdings Ltd, στην εταιρεία Top Table Restaurants Ltd, της οποίας ο εφεσίβλητος ήταν μέτοχος.

 

3.   Στις 22.12.2005, καταχωρήθηκε η αγωγή αρ. 9921/2005 από την εταιρεία Telesfora Ltd εναντίον της εταιρείας Wintip Holdings Ltd – εναγόμενης 1, του εφεσείοντα – εναγόμενου 2, του εφεσίβλητου – εναγόμενου 3 και του Φωκίωνα Χατζηιωάννου – εναγόμενου 4, με ισχυρισμούς  ότι η εταιρεία Wintip Holdings Ltd παρέλειψε να καταβάλει ενοίκια και κοινόχρηστα και ότι προκλήθηκαν ζημιές. Σημειώνεται ότι, με την αγωγή, η Telesfora Ltd αξίωνε το συνολικό ποσό των £33.203,00, πλέον νόμιμο τόκο και Φ.Π.Α..  Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνετο, μεταξύ άλλων, ποσό ύψους £12.627,00 για ενοίκια για την περίοδο Οκτωβρίου 2002 μέχρι και Δεκεμβρίου του 2004 και ποσό £18.970,00 για ισχυριζόμενες ζημιές που προκλήθηκαν στα καταστήματα.

 

4.   Στις 18.9.2008, εκδόθηκε, στην αγωγή αρ. 9921/2005, εκ συμφώνου, απόφαση υπέρ της Telesfora Ltd και εναντίον της Wintip Holdings Ltd, του εφεσείοντα, του εφεσίβλητου και του Φωκίωνα Χατζηιωάννου, ως ακολούθως:

 

«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ όπως οι εναγόμενοι 1+3, πληρώσουν αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα στην ενάγουσα εταιρεία το ποσό των €12049,00 συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της αγωγής αυτής περιλαμβανομένων και των εξόδων της απόφασης αυτής πλέον τόκο 8% ετησίως από σήμερα μέχρι εξοφλήσεως.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως ο εναγόμενος αρ.2, πληρώσει στην ενάγουσα εταιρεία το ποσό των €12049,00 συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της αγωγής αυτής περιλαμβανομένων και των εξόδων της απόφασης αυτής πλέον τόκο 8% ετησίως από σήμερα μέχρι εξοφλήσεως.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως ο εναγόμενος αρ.4, πληρώσει στην ενάγουσα εταιρεία το ποσό των €12049,00 συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της αγωγής αυτής περιλαμβανομένων και των εξόδων της απόφασης αυτής πλέον τόκο 8% ετησίως από σήμερα μέχρι εξοφλήσεως.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως υπάρξει αναστολή εκτέλεσης της απόφασης για εναγόμενους 2+4 για περίοδο 6 μηνών από σήμερα. Σε περίπτωση που ο εναγόμενος αρ.2 πληρώσει στην πιο πάνω περίοδο αναστολής το ποσό των €12049,00, τότε η αγωγή θα θεωρείται πλήρως εξοφληθείσα. Επίσης σε περίπτωση πληρωμής το ποσού των €12049,00 από τον εναγόμενο αρ.4 στην πιο πάνω περίοδο η αγωγή θα θεωρείται εξοφληθείσα.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως υπάρξει αναστολή εκτέλεσης της απόφασης για εναγόμενους 1+3 μέχρι 1/11/08. Αν μέχρι τότε οι εναγόμενοι 1+3 πληρώσουν ποσό €600,00 μαζί, τότε θα υπάρξει περαιτέρω αναστολή εκτέλεσης από μήνα σε μήνα νοουμένου ότι καταβάλλεται ποσό €600,00 την 1ην μέρα εκάστου επόμενου μήνα μέχρι εξοφλήσεως του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων.

Παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης στην καθορισμένη ημερομηνία με 7 μέρες χάρη, θα καθιστά ολόκληρο το ποσό απαιτητό  και πληρωτέο.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΔΙΔΕΙ ΑΔΕΙΑ όπως η ανταπαίτηση του εναγόμενου αρ.2 αποσυρθεί και απορριφθεί και δη δια του παρόντος αποσύρεται και απορρίπτεται χωρίς έξοδα.»

 

Ο εφεσείοντας, στη γραπτή του δήλωση, ανέφερε, πως ήτο ρητός όρος της συμφωνίας πώλησης των μετοχών, ημερομηνίας 8.3.2002, να αποζημιώσει ο ίδιος και ο Φωκίωνας Χατζηιωάννου εξίσου την Top Table Restaurants Ltd για οποιεσδήποτε υποχρεώσεις θα εμφανίζοντο και αφορούσαν την περίοδο πριν την υπογραφή της συμφωνίας, η οποία είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.2002.  Ο εφεσίβλητος αναγνώρισε ότι ουδεμία σχέση είχε (ο εφεσείοντας) με την οφειλή δυνάμει της αγωγής αρ. 9921/2005, η οποία αφορούσε ενοίκια για περίοδο μετά την πώληση των μετοχών, και τον παρακάλεσε να αποδεχθεί (ο εφεσείοντας) την έκδοση απόφασης εναντίον του για το ποσό των €12.000,00, προς εξόφληση της απαίτησης, αφού υποσχέθηκε και ανέλαβε να του εξοφλήσει προσωπικά το ποσό, όταν θα του το επέτρεπε η οικονομική του κατάσταση, λόγω του ότι αντιμετώπιζε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οικονομικά προβλήματα. Ανταλλάγηκαν, όπως είπε, μεταξύ τους ηλεκτρονικά μηνύματα, στα οποία εμφαίνετο η δέσμευση του εφεσίβλητου (Τεκμήριο 6). Ο ίδιος αποδέκτηκε αυτό που του ζήτησε ο εφεσίβλητος, λόγω των πολύ καλών φιλικών σχέσεων που είχαν και προέβηκε, στις 16.3.2009, στην καταβολή του ποσού των €12.000,00 προς τους δικηγόρους της Telesfora Ltd, το οποίο ο εφεσίβλητος θα του εξοφλούσε, όπως του υποσχέθηκε.  Κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, παρόλο που ο εφεσίβλητος αναγνώρισε την οφειλή του, κατέβαλε μόνο το ποσό των €400,00 έναντι του συνολικού ποσού των €12.000,00.  Αν δεν υπήρχε η αναγνώριση και η ανάληψη υποχρέωσης για εξόφληση του ποσού από τον εφεσίβλητο προσωπικά, ο ίδιος θα χειριζόταν διαφορετικά την αγωγή αρ. 9921/2005. Πρόσθεσε πως συμφώνησαν να καταβάλει ο κάθε εναγόμενος το ποσό των £12.049,00 και ότι ο ίδιος εξόφλησε το εν λόγω ποσό, δυνάμει της δικαστικής εκ συμφώνου απόφασης, στις 16.3.2009. Αντεξεταζόμενος, επεξήγησε πως όταν ο ίδιος και ο Φωκίωνας Χατζηιωάννου είχαν πωλήσει τις μετοχές τους στην Wintip Holdings Ltd, είχαν ζητήσει από την Telesfora Ltd να τους απαλλάξει από εγγυητές, αλλά η εισήγηση τους δεν έγινε αποδεκτή. 

 

Ο εφεσίβλητος, στη γραπτή του δήλωση ανέφερε ότι πράγματι, στις 18.9.2008, στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 9921/2005, κατόπιν σχετικής συμβουλής που είχε έκαστος διάδικος από τους δικηγόρους του, εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση, με βάση την οποία ο ίδιος κατέβαλε το ποσό των €12.049,00 που του αναλογούσε.  Ουδέποτε συμφώνησε, ή υποσχέθηκε στον εφεσείοντα να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, αφού ουδεμία υποχρέωση είχε προς τούτο, με δεδομένο ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο εφεσείοντας βρίσκονταν στην ίδια θέση, ως εγγυητές της Wintip Holdings Ltd. Στα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε στον εφεσείοντα, απαντούσε ως διευθυντής της εταιρείας Top Table Restaurants Ltd, η οποία στην ουσία ήτο ιδιοκτήτρια της Wintip Holdings Ltd και όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα.  Ο μόνος λόγος που ανταποκρίθηκε στα ηλεκτρονικά μηνύματα με τον τρόπο που ανταποκρινόταν ήταν γιατί ο εφεσείοντας, με τον οποίο στο παρελθόν διατηρούσε εξαιρετικές φιλικές σχέσεις, του ασκούσε αφόρητες πιέσεις.  Ο εφεσείοντας προέβη, επίσης, σε προσβλητικές αναρτήσεις για το πρόσωπό του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ποσό των €400,00 το κατέβαλε ένεκα των αφόρητων πιέσεων που του ασκούσε ο εφεσείοντας, χωρίς να λάβει οποιοδήποτε αντάλλαγμα, και χωρίς να του οφείλει οποιοδήποτε ποσό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των διαδίκων, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι μάρτυρες στη διαδικασία και προέβη σε συμπεράσματα.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως η θέση του εφεσείοντα ήτο ότι, δυνάμει της γραπτής συμφωνίας πώλησης των μετοχών του, απαλλάγηκε από την προσωπική εγγύηση που έδωσε για τα ενοίκια και εφόσον τα όσα διεκδικούσε η Telesfora Ltd με την αγωγή αρ. 9921/2005 προέκυψαν μετά την πώληση των μετοχών του, ο εφεσίβλητος αποδέκτηκε να του καταβάλει το ποσό της εγγύησης. Αυτή η θέση του όμως, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέρρευσε, κατά την αντεξέταση, όταν αυτός αποδέκτηκε ότι συνέχισε να είναι προσωπικά εγγυητής της εταιρείας Wintip Holdings Ltd προς την εταιρεία Telesfora Ltd, για τα ενοίκια.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου:

 

«Συνεπώς σε ότι αφορά την θέση του Ενάγοντα ότι απαλλάγηκε από τις εγγυήσεις του για την εταιρεία WINTIP, αυτή η επιχειρηματολογία κατέρρευσε συμπαρασύροντας το όλο πλαίσιο των ισχυρισμών του ότι συνεπεία της εν λόγω απαλλαγής από τις εγγυήσεις του, ο Εναγόμενος αναγνώρισε το χρέος και δέκτηκε να το αποπληρώσει. Ο Ενάγοντας επέμενε καθ' όλη την διάρκεια της Μαρτυρίας του ότι τα δυο θέματα, η απαλλαγή του από τις εγγυήσεις και η αναγνώριση του χρέους για την αγωγή 9921/05 από τον Εναγόμενο ήταν αλληλένδετα. Σε κανένα στάδιο δεν τα διαχώρισε. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση του ότι επειδή ο ίδιος δεν είχε σχέση με το χρέος στην αγωγή 9921/05, ο Εναγόμενος δέκτηκε να του πληρώσει το ποσό που συμφώνησε να καταβάλει.

Θεωρώ ότι ο Ενάγοντας εντέχνως προσπάθησε να αυτοπροσανατολίσει το Δικαστήριο. Συνέδεσε την κατ' ισχυρισμό απαλλαγή του από την εγγύηση που είχε δώσει για την εταιρεία WINTIP με την αναγνώριση χρέους από τον Εναγόμενο με βάση την οποία αποδέχτηκε ο ίδιος να εκδοθεί απόφαση εναντίον του. Η βάση όμως της τοποθέτησης του, δηλαδή η απαλλαγή από την εγγύηση που έδωσε για την εταιρεία WINTIP κατέρρευσε συμπαρασύροντας μαζί με όλο το πλαίσιο των ισχυρισμών του, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρισμού του ότι η όλη ανάληψη της υποχρέωσης από τον Εναγόμενο έγινε πριν την έκδοση απόφασης στην αγωγή 9921/05 τον οποίο ομοίως δεν διαχώρισε από το υπόλοιπο πλαίσιο των ισχυρισμών του.»

 

Το Δικαστήριο κατέληξε, όμως, στο συμπέρασμα, ότι πράγματι ο εφεσίβλητος ανέλαβε να καταβάλει στον εφεσείοντα το ποσό των €12,000,00, αλλά μετά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης, σε αντίθεση με τη θέση του εφεσείοντα ότι έγινε προηγουμένως. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Το μόνο σημείο που προκύπτει από την μαρτυρία του Ενάγοντα και μπορώ να αποδεκτώ είναι ότι μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή 9921/05 σε επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων ο Εναγόμενος ανέλαβε να πληρώσει στον Ενάγοντα τα χρήματα που ο τελευταίος πλήρωσε σε σχέση με την αγωγή 9921/2005.

Η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου διαφαίνεται και από μελέτη του Τεκμηρίου 6 που ο Ενάγων κατέθεσε. Στην εν λόγω αλληλογραφία, διαπιστώνω ότι το πρώτο μήνυμα αρχίζει 6 Απριλίου 2009, δηλαδή 7 μήνες μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή 9921/05. Σε εκείνο το πρώτο μήνυμα στις 06/04/09 ο Εναγόμενος ζήτησε όπως του αποσταλεί η απόδειξη εξόφλησης με τη θέση ότι ο ίδιος θα κοινοποιούσε πρόταση στον Ενάγοντα για διευθέτηση του θέματος. Μέχρι εκείνην τη στιγμή από την επικοινωνία που ο ίδιος ο Ενάγοντας έχει καταθέσει στο Δικαστήριο δεν φαίνεται ότι υπήρχε, ως ο Ενάγων ισχυρίζεται, συμφωνία μεταξύ των διάδικων, αφού αναφέρεται στις 06/04/2009 ο Εναγόμενος ότι θα αποστείλει πρόταση στον Ενάγοντα για να διευθετήσουν το όλο θέμα.

Αυτή η πρόταση αποστάληκε εν τέλει ως διαφαίνεται και από την αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων στο Τεκμήριο 6 με το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 21/05/2009 από τον Εναγόμενο προς τον Ενάγοντα όπου λέει ότι:

"Αγαπητέ Κωνσταντίνο, όπως σε έχω ήδη ενημερώσει σε πρόσφατη μας επικοινωνία, δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να εξοφλήσω άμεσα το ποσό ούτε να καθορίσω συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πληρωμής και εξόφλησης του εν λόγω ποσού. Είμαι πρόθυμος να καταβάλλω δόσεις ανάλογα με την ευχέρεια που θα έχω μέχρι την εξόφληση του εν λόγω ποσού γι' αυτό σε παρακαλώ όπως μου στείλεις τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο θα κάνω κατάθεση με τη διαβεβαίωση ότι θα καταβάλω κάθε προσπάθεια εξόφλησης το συντομότερο".

………………………………………………………………………………………………...

Ως εκ τούτου αποδέχομαι ότι έγινε η εν λόγω δέσμευση από την Εναγόμενο στον Ενάγοντα όπως αντικατοπτρίζεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα τις 21/5/2009, την οποία ο Ενάγοντας αποδέχτηκε την ίδια μέρα. Άλλωστε η πληρωμή ενός μικρού ποσού της τάξης των €400 προς τον Ενάγοντα από τον Εναγόμενο σε 2 δόσεις μεταγενέστερα της εν λόγω δέσμευσης δηλώνει και την ανάληψή της από τον τελευταίο προς τον πρώτο.

Σχετικό προς τούτο είναι και το τελευταίο σημείο στο οποίο αξίζει να γίνει αναφορά και στο οποίο ελέγχεται η μαρτυρία του Ενάγοντα, η θέση του Ενάγοντα όπως προέκυψε κατά την αντεξέταση ότι η υποχρέωση του Εναγόμενου ήταν ηθική, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι δεν υπήρχε κάποιο αντάλλαγμα για την συμφωνία αυτή που έγινε μεταξύ τους. Ο Ενάγων δια της παρούσης αγωγής προσπαθεί να εφαρμόζει νομικά την κατ' ισχυρισμό συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ως εκ τούτου η αποδοχή του ότι η υποχρέωση του Εναγομένου απέναντι του ήταν ηθική και όχι νομική έχει ιδιαίτερη σημασία.

Με αυτές τις επισημάνσεις μπορώ μόνο να αποδεκτώ από το σύνολο της μαρτυρίας του Ενάγοντα ότι έγινε κάποια δέσμευση από πλευράς του Εναγομένου σε αυτόν όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα τις 21/5/2009 μετά την έκδοση απόφασης στην αγωγή 9921/2005. Θα εξετασθεί πιο κάτω κατά πόσο η εν λόγω δέσμευση αποτελεί συμφωνία.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, απέρριψε, στην ολότητά της, τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Συγκεκριμένα, με βάση τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάγηκαν μεταξύ των διαδίκων, αλλά και τις αναρτήσεις στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης (facebook), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε άσκηση πίεσης εκ μέρους του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο, οι δε αναρτήσεις στο facebook έγιναν σε μεταγενέστερο της καταβολής των δύο δόσεων, από €200,00 έκαστη και ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε σύνδεση με αυτές. Απέρριψε, κατ' ακολουθία, τη θέση του εφεσίβλητου πως κατέβαλε το ποσό των €400,00 στον εφεσείοντα, λόγω των, κατ' ισχυρισμό, πιέσεων που δέχθηκε από αυτόν. Κατέληξε δε, σε σχέση με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, στα ακόλουθα: «Με αυτά τα δεδομένα η μαρτυρία του Εναγόμενου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το Δικαστήριο για εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος και απορρίπτεται συλλήβδην».

 

Το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο η δέσμευση του εφεσίβλητου συνιστούσε έγκυρη συμφωνία, εν τη εννοία του Νόμου, ξεκινώντας με τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι δεν υπήρχε έγκυρη συμφωνία, λόγω έλλειψης αντιπαροχής.

 

Το Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, προνοεί τα ακόλουθα, αναφορικά με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για σύναψη νομικά δεσμευτικής σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης και της αντιπαροχής:

 

«10.‑(1) Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες~ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.»

 

Στο σύγγραμμα «Ενοχικό Δίκαιο στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Τρίτος, του Π. Γ. Πολυβίου, αναφέρονται τα ακόλουθα, ως προς τον ορισμό της αντιπαροχής:

 

«Όποιος και να είναι ο καλύτερος ορισμός της έννοιας της αντιπαροχής, η βασική ιδέα είναι ότι χωρίς αντάλλαγμα δεν υπάρχει δεσμευτική υπόσχεση ή συμφωνία ……. Θέτοντας το θέμα κάπως διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει νομικά δεσμευτική σύμβαση χωρίς να υπάρχει το στοιχείο της αντιπαροχής, το οποίο καθιστά νομικά έγκυρη και εφαρμοστέα την πρόταση, προσφορά ή υπόσχεση.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση R.C.K. Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σύμφωνα με τον Treitel the Law of Contract, 8η έκδοση, 1991, "ο παραδοσιακός ορισμός της αντιπαροχής επικεντρώνεται πάνω στην προϋπόθεση ότι πρέπει να δοθεί 'κάτι αξίας' και κατ' ακολουθίαν αναφέρει ότι η αντιπαροχή αποτελείται είτε από κάποια ζημιά στον δανειστή (promisee) επειδή θα δώσει αξία, ή από κάποιο όφελος προς τον οφειλέτη (promisor) επειδή θα πάρει αξία Συνήθως αυτή η ζημιά και το όφελος είναι απλώς το ίδιο πράγμα εξεταζόμενα από διαφορετικές σκοπιές"

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, επίσης, στο Άρθρο 25(1) του Κεφ. 149, το οποίο αφορά στις εξαιρέσεις από την αρχή της αναγκαιότητας ύπαρξης αντιπαροχής.  Ως λέχθηκε στην Γεωργίου κ.ά. v. Ανδρέου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 162/2015, ημερομηνίας 8.2.2024:

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 25(1) του Κεφ.149 μια συμφωνία για να είναι έγκυρη και να συνιστά σύμβαση πρέπει να συνάφθηκε με αντιπαροχή.  Αν συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη εκτός εάν είναι συμφωνία όπως περιγράφεται στις παρ. (α), (β) ή (γ) του άρθρου αυτού.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, σημείωσε ότι στην περίπτωση προφορικής συμφωνίας, εφαρμογή έχει το Άρθρο 25(1)(β) του Κεφ. 149, το οποίο προνοεί ότι:

 

«25(1) Συμφωνία που συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη, εκτός αν-

…………………………………………………………………………………………………

(β) είναι υπόσχεση αποζημίωσης, εν όλω ή εν μέρει, προσώπου το οποίο ήδη έπραξε κάτι εκούσια για τον οφειλέτη ή έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει».

 

Σχετικό είναι, επίσης, και το Άρθρο 2(2)(δ) του Κεφ. 149, το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«(δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται “αντιπαροχή” για την υπόσχεση~»

 

Το θέμα της αντιπαροχής αποτέλεσε αντικείμενο στη Λήδα Μαρδαπήττα – Χατζηπαντελή v. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 316, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η πρόνοια του Άρθρου 25(1)(β) συνιστά εξαίρεση στο γενικό κανόνα ότι υπόσχεση που δίνεται χωρίς αντιπαροχή, είναι άκυρη.  Υπόσχεση να πληρώσει κάποιος κάτι ή να κάμει κάποιος κάτι για το οποίο έχει νομική υποχρέωση να το κάμει είναι υπόσχεση χωρίς αντιπαροχή, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για καλό αγώγιμο δικαίωμα, εκτός αν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Άρθρου 25.  Το επίρρημα «εκούσια» (voluntarily) θα πρέπει κατ' ανάγκη να ερμηνευθεί ως αποκλείον οτιδήποτε γίνεται κατά παράκληση ή κατά παραγγελία ή κατ' επιθυμία του υποσχομένου (οφειλέτη). Σε αντίθεση, οτιδήποτε ήδη προσφέρθηκε, με απαίτηση του υποσχομένου,  μπορεί μόνο να συνιστά καλήν αντιπαροχή, σύμφωνα με το Άρθρο 2(2)(δ) του Κεφ. 149. Φαίνεται επομένως ότι, με την ορθή ερμηνεία του επιρρήματος «εκούσια» στο Άρθρο 25(1)(β), αυτή η πρόνοια καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο, χωρίς τη γνώση του υποσχομένου (οφειλέτη) ή, εν πάση περιπτώσει, όχι κατ' απαίτηση, επιθυμία, παράκληση ή παραγγελία του, προσφέρει στον οφειλέτη κάποιαν υπηρεσία και στη συνέχεια ο οφειλέτης αναλαμβάνει να το αποζημιώσει για την υπηρεσία του.  Σε τέτοια περίπτωση η υπόσχεση δεν χρειάζεται αντάλλαγμα για να είναι νομικά έγκυρη.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε πως «Η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία που έγινε δεν είχε αντάλλαγμα και ως τέτοια δεν νοείται συμφωνία».  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Στην προκειμένη υπόθεση ο Ενάγοντας ανέλαβε να πληρώσει μέρος απαίτησης που τον αφορούσε, δηλαδή πλήρωσε το ποσό που του αναλογούσε με βάση τη συμφωνία που έκανε ο ίδιος με τον δικηγόρο των Εναγόντων στην υπόθεση 9921/05.  Δεν ανέλαβε να κάνει ή να πληρώσει ποσό το οποίο όφειλε να πληρώσει ο Εναγόμενος στην υπό εξέταση υπόθεση εκούσια για να εμπίπτει κάτω από την εξαίρεση του άρθρου 25.

 

Η δεύτερη εξαίρεση που δημιουργείται από το άρθρο 25 1 β αφορά την υπόσχεση αποζημίωσης προσώπου το οποίο έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει.

 

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου ευρήματα είναι σαφές ότι ο Ενάγοντας με την πληρωμή των €12000 δεν έπραξε κάτι για το οποίο θα μπορούσε να εξαναγκαστεί νομικά να πράξει.  Είναι σαφές ότι ο Ενάγοντας και ο Εναγόμενος ήταν εγγυητές της εταιρείας WINTIP και ως τέτοιοι δέκτηκαν την έκδοση απόφασης εναντίον τους στην αγωγή 9921/2005.

 

Εξετάζοντας πολύ προσεκτικά το θέμα της αντιπαροχής, παρατηρώ ότι για την προφορική συμφωνία που ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι συμφώνησε με τον Εναγόμενο, δεν υπάρχει αντάλλαγμα, δηλαδή ο Εναγόμενος δεν θα έπαιρνε κάτι από τον Ενάγοντα ως αντάλλαγμα για την μεταξύ τους συμφωνία.

 

Πρέπει να επισημάνω ότι ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι στη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων υπήρχε καλό αντάλλαγμα, παρατηρώ ότι υπάρχει και σε αυτή την περίπτωση κώλυμα στην εφαρμογή της αφού ως έχει τεθεί και με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, οι ουσιώδεις όροι της κατ’ ισχυρισμό σύμβασης ουδόλως βέβαιοι ήταν και με βάση την ενώπιων του Δικαστηρίου μαρτυρία προκύπτει ότι δεν είχαν διατυπωθεί με σαφήνεια. (βλ. Horrocks v. Forray [1976]1 All ER 737 , Michael Saab &Another v. Holy Monastery of Agios Neophytos (1982) 1 CLR 499).  Δηλαδή ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπήρχε καλή αντιπαροχή για τη σύναψη της συμφωνίας όπως ισχυρίζεται ο Ενάγοντας, η θέση που ο ίδιος ο Ενάγοντας προώθησε ήταν ότι ο Εναγόμενος ανέλαβε να εξοφλήσει όταν και εφόσον το επέτρεπαν οι οικονομικές του συνθήκες. Μ’ αυτό το δεδομένο δεν υπάρχει οποιαδήποτε δημιουργία βεβαιότητας ως προς τον χρόνο που το εν λόγω ποσό έπρεπε να εξοφληθεί.  Αυτό καθιστά τη νομική ισχύ της συμφωνίας αβέβαιη.

 

Το δε όλο επιχείρημα που προσπάθησε να προωθήσει ότι εάν δεν συμφωνούσε με τον Εναγόμενο δεν θα δεχόταν την έκδοση απόφασης εναντίον του, θεωρώ ότι έχει καταρρεύσει για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω. Ο ίδιος ο Ενάγων αναγνώρισε ότι ήταν εγγυητής της εταιρείας για την οποία κινήθηκε εναντίον του αγωγή και ότι παρέμεινε εγγυητής ακόμα και μετά την αποχώρηση του ίδιου από το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.

 

Ούτε μπορώ να αποδεκτώ ότι την εισήγηση από πλευράς των Δικηγόρων του Ενάγοντα ότι το αντάλλαγμα στην παρούσα περίπτωση ήταν η αναγνώριση από πλευράς του Εναγόμενου ότι ο Ενάγοντας έχοντας πωλήσει τις μετοχές του στην εταιρεία WINTIP δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την οφειλή που δημιουργήθηκε και έδωσε το έναυσμα για την καταχώρηση της αγωγής 9921/05.  Αυτή η επιχειρηματολογία για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω έχει καταρρεύσει.  Ούτε νοείται να θεωρηθεί καλό αντάλλαγμα η συναίνεση του Ενάγοντα να εκπληρώσει υφιστάμενη υποχρέωση του όπως προέκυπτε από την Σύμβαση Εγγύησης , η οποία παρά τις θέσεις του Ενάγοντα ως εκφραστήκαν στο στάδιο της κυρίως εξέτασης του, βρισκόταν σε ισχύ κατά την έκδοση απόφασης και ουδέποτε είχε απαλλαχθεί από αυτή. (Θάλεια Θεολόγου κ.α.-v- Κτηματικής Εταιρείας Νεμεσις Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ 407)

 

Αυτό που ο Ενάγων επέμενε καθ’ όλην τη διάρκεια της μαρτυρίας του ήταν ότι ο Εναγόμενος αναγνώρισε το χρέος, εύρημα στο οποίο έχει καταλήξει και το Δικαστήριο με την επισήμανση ότι έγινε μετά την έκδοση απόφασης.  Η προφορική αναγνώριση χρέους δεν δημιουργεί συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων ως έχω αναλύσει και ανωτέρω αλλά ούτε και καλό αντάλλαγμα.  Η κατ’ισχυρισμό συμφωνία που έγινε δεν είχε αντάλλαγμα και ως τέτοια δεν νοείται ως συμφωνία. Ο Ενάγων το έθεσε πολύ σωστά στη μαρτυρία του: Η υποχρέωση του Εναγόμενου ήταν ηθική γιατί ο ίδιος είχε από καιρό φύγει από την εταιρεία, με την αγωγή όμως που καταχώρησε στο Δικαστήριο ζητά να δώσει νομική υπόσταση και να εφαρμόσει νομικά την ηθική αυτήν υποχρέωση ή υπόσχεση του Εναγόμενου, κάτι το οποίο ως έχω εξηγήσει δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη, επίσης, πως ακόμα και αν υφίστατο αντιπαροχή, δεν υπήρχε δημιουργία βεβαιότητας ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο εφεσίβλητος θα κατέβαλλε το ποσό στον εφεσείοντα.  Έκρινε, επίσης, ότι ο εφεσείοντας δεν τεκμηρίωσε την αξίωση του για αδικαιολόγητο πλουτισμό.  Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου για επιστροφή του ποσού των €400,00, στη βάση του ότι δεν αποδείχτηκε οποιαδήποτε άσκηση πίεσης του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο.  

 

Ο εφεσείοντας δεν έμεινε ικανοποιημένος με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Καταχώρισε την υπό κρίση έφεση με εννέα λόγους έφεσης με τους οποίους αποδίδει στο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή κατά παράβαση της νομολογίας απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, εφόσον απέρριψε στο σύνολο της τη μαρτυρία του εφεσίβλητου (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα έκρινε ότι δεν είχε καταρτιστεί έγκυρη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων (δεύτερος λόγος), ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αναιτιολόγητα δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος αναγνώρισε την οφειλή του προς τον εφεσείοντα και κατέβαλε έναντι της οφειλής αυτής το ποσό των €400,00 (τρίτος λόγος), ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα έκρινε πως η συμφωνία μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητου ήταν χωρίς νομική ισχύ επειδή δεν έθετε χρονικό ορίζοντα στην αποπληρωμή της οφειλής από τον εφεσίβλητο (τέταρτος λόγος), ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα δεν εξέτασε και/ή εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα έκρινε πως δεν ισχύει το δεύτερο σκέλος της εξαίρεσης του Άρθρου 25(1)(β) των Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (πέμπτος λόγος), ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα δεν έλαβε υπόψη τη θέση του εφεσείοντα πως ο ίδιος ουδεμία σχέση είχε με την οφειλή που δημιούργησε η εταιρεία Wintip Holdings Ltd προς την εταιρεία Telesfora Ltd (έκτος λόγος), ότι ερμήνευσε λανθασμένα τους όρους της συμφωνίας Τεκμήριο αρ.2 (έβδομος λόγος), ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αποδέκτηκε πως η ανάληψη υποχρέωσης από τον εφεσίβλητο έγινε πριν την έκδοση απόφασης στην αγωγή αρ. 9921/2005 (όγδοος λόγος), και, τέλος ότι έκρινε λανθασμένα πως η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση (έννατος λόγος).

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον εφεσείοντα υποστήριξε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφατική αντιμετώπιση του θέματος, αφού από τη μια αναγνώρισε την ύπαρξη της επίδικης συμφωνίας και το περιεχόμενο της και αφετέρου αρνήθηκε τη νομική της υπόσταση, οδηγούμενο σε εσφαλμένα συμπεράσματα.  Το αντάλλαγμα της συμφωνίας, σύμφωνα με το επιχείρημα, ήτο πως ο εφεσίβλητος είχε απαλλάξει τον εφεσείοντα και είχε αναγνωρίσει και αναλάβει ο ίδιος την καταβολή του ποσού των €12.000,00, το οποίο δυνάμει της εκ συμφώνου απόφασης αρ. 9921/2005, θα βάραινε τον τελευταίο.  Αντίθετη ήτο η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου για τον εφεσίβλητο, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και τόνισε πως η δέσμευση του εφεσίβλητου έπετο της εκ συμφώνου απόφασης και επομένως ήτο αδύνατο ο εφεσείοντας να στηρίχθηκε σ’ αυτήν, όταν αποδέκτηκε την εκ συμφώνου απόφαση.

 

Θα ξεκινήσουμε με τους λόγους έφεσης 2-5 και 8 οι οποίοι ουσιαστικά αφορούν στην εγκυρότητα της ισχυριζόμενης επίδικης συμφωνίας και οι οποίοι μπορούν να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο, ως εκ της συνάφειας τους.  Με αυτούς, ο εφεσείοντας παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε καταρτιστεί έγκυρη συμφωνία.

 

Είναι ουσιώδες, κατά την κρίση μας, να τονίσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος ανέλαβε να πληρώσει στον εφεσείοντα το ποσό των €12.000,00, το οποίο ο τελευταίος κατέβαλε, σε σχέση με την αγωγή αρ. 9921/2005.  Το εύρημα δε του Δικαστηρίου πως ο εφεσίβλητος, προς την κατεύθυνση υλοποίησης της υπόσχεσης του, κατέβαλε το ποσό των €400,00 προς τον εφεσείοντα χωρίς να του ασκηθούν οποιεσδήποτε πιέσεις, δεν έχει εφεσιβληθεί με αντέφεση.  Το καίριο ζήτημα που θα πρέπει να αποφασιστεί, κατ’ έφεση, είναι κατά πόσο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν δόθηκε αντιπαροχή στην υπόσχεση του εφεσίβλητου και πως για το λόγο αυτό, η συμφωνία δεν ήτο έγκυρη.

 

Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείοντας και ο εφεσίβλητος «αλληλέγγυα και ο καθένας ξεχωριστά», εγγυήθηκαν την πιστή τήρηση από την εταιρεία Wintip Holdings Ltd, των όρων και υποχρεώσεων της συμφωνίας ενοικίασης (Τεκμήριο 1).  Ο εφεσείοντας παραδέκτηκε ότι παρέμεινε εγγυητής, ακόμα και μετά την πώληση των μετοχών του.  Επομένως, ο εφεσείοντας είχε νομική υποχρέωση, είτε αλληλέγγυα είτε κεχωρισμένα, να καταβάλει τα οφειλόμενα, ανεξάρτητα από το γεγονός της πώλησης των μετοχών του και ανεξάρτητα αν ο εφεσίβλητος του έδωσε την εν λόγω υπόσχεση πριν την εκ συμφώνου απόφαση.  Όπως ο ίδιος ο εφεσείοντας ανέφερε, κατά την αντεξέταση του, οι δικηγόροι της Telesfora Ltd τους εισηγήθηκαν να αναλάβουν, ως εγγυητές, από 1/3 του οφειλόμενου ποσού, έτσι ώστε να μην είναι ο καθένας ξεχωριστά υπόλογος για όλο το ποσό.  Συνεπώς, αυτός ήτο ο λόγος που ο εφεσείοντας αποδέκτηκε την εκ συμφώνου απόφαση.  Εξάλλου, το Τεκμήριο 6 που ο ίδιος ο εφεσείοντας καταχώρισε αποκαλύπτει υπόσχεση του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα που δόθηκε μετά την εκ συμφώνου απόφαση.

 

Θεωρούμε, όμως, εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπόσχεση, που έδωσε ο εφεσίβλητος, δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Άρθρου 25(1)(β) του Κεφ. 149, στη βάση των οποίων δεν χρειάζεται αντάλλαγμα για να είναι νομικά έγκυρη μία συμφωνία. Συγκεκριμένα, κρίνουμε ότι εμπίπτει στη δεύτερη εξαίρεση του Άρθρου 25(1)(β) που προνοεί ότι μπορεί να εφαρμοστεί «…υπόσχεση αποζημίωσης, εν όλω ή εν μέρει προσώπου το οποίο ήδη… έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει».  Στην υπό κρίση υπόθεση, ο εφεσείοντας, με την καταβολή του ποσού των €12,000,00 προέβη σε πράξη προς όφελος του εφεσίβλητου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ήτο προς όφελος και του ιδίου, και μεταγενέστερα ο εφεσίβλητος προέβη σε υπόσχεση αποζημίωσης του εφεσείοντα, πράξη για την οποία θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει, εφόσον ήτο εγγυητής, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα της συμφωνίας ενοικίασης. Προσθέτουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα, ο εφεσίβλητος είχε αρχίσει ουσιαστικά να υλοποιεί την υπόσχεση του δίδοντας δύο φορές το ποσό των €200,00.  Υπενθυμίζουμε, άλλωστε, ότι η εκδοχή του εφεσίβλητου ότι κατέβαλε στον εφεσείοντα το συνολικό ποσό των €400,00 υπό πίεση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και το εν λόγω συμπέρασμα δεν εφεσιβλήθηκε.   

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα «Ενοχικό Δίκαιο στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, Το Δίκαιο των Συμβάσεων» (ανωτέρω), σελ. 1019, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«(ii) Υποθέσεις όπου ο ενάγων προσέφερε κάποια υπηρεσία ή προέβη σε κάποια πράξη προς όφελος του εναγομένου, χωρίς οποιαδήποτε προτροπή ή απαίτηση ή έκφραση επιθυμίας εκ μέρους του δευτέρου.  Μεταγενέστερα, ο εναγόμενος υπόσχεται κάποια αμοιβή ή την καταβολή συγκεκριμένου φιλοδωρήματος.  Με βάση το κοινοδίκαιο ο ενάγων σίγουρα δεν έχει δικαίωμα διεκδίκησης αμοιβής ή φιλοδωρήματος, διότι πρόκειται για υπόθεση παρελθούσας αντιπαροχής (past consideration), που δεν αποτελεί νομικά έγκυρη αντιπαροχή.  Στην Ινδία και την Κύπρο, ο ενάγων πρέπει να διεκδικήσει το αντικείμενο  της υπόσχεσης με βάση το άρθρο 25(1)(β) του Νόμου, που καθιερώνει μια από τις εξαιρέσεις στην αρχή της αντιπαροχής

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως ήτο εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε έγκυρη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.

 

Τα πιο πάνω σφραγίζουν την τύχη της έφεσης και συνεπώς δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι έφεσης.

 

Στη βάση του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), και των προνοιών του Μέρους 41.12(1) και 41.13(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 κρίνουμε ότι μπορούμε να προχωρήσουμε με την έκδοση απόφασης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη η αγωγή αρ. 6278/2010 εναντίον του εφεσίβλητου, παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των €11.600,00 πλέον νόμιμο τόκο.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα-ενάγοντα και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει. Η πρωτόδικη απόφαση η οποία αφορά την ανταπαίτηση παραμένει, ως έχει.

 

 Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου €2.500,00 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο