Αναφορικά με την Ε.Π., Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2022, 26/6/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με την Ε.Π., Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2022, 26/6/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2022)

 

26 Ιουνίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Αναφορικά με το Άρθρο 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2

 

και

 

Αναφορικά με την Ε.Π., Δικηγόρο

Εφεσίβλητη

‑‑----‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑--‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Η Εφεσείουσα εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Μ. Κυπριανίδου (κα), για την Εφεσίβλητη

Μ. Καλογήρου για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων, παρών

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα είχε εφεσιβάλει απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (εφεξής «Π.Σ.Δ.») ημερ. 20.5.2022 με την οποία η Εφεσίβλητη δικηγόρος είχε αθωωθεί από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως σε κατηγορίες για παράβαση άρθρων του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 και των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών. Στις 23.12.2024 εξεδόθη απόφαση του Εφετείου με την οποία η προαναφερόμενη απόφαση ακυρώθηκε, από την οποία και παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της παρούσας:

 

        «Ο Π.Σ.Δ. εν προκειμένω δεν καταγράφει οποιαδήποτε τέτοια διαπίστωση ως προς την αναξιοπιστία των όσων δήλωσε η Εφεσείουσα. Προέβη από μόνο του σε κατάληξη ότι το παράπονο της Εφεσείουσας εστιάστηκε σε εσφαλμένο χειρισμό των υποθέσεων κρίνοντας ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί συστατικό στοιχείο των Κατηγοριών. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορούσε να είχε εξαχθεί στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, ειδικά αφού από μέρους της Εφεσείουσας είχε προβληθεί άλλη εκδοχή η οποία θα έπρεπε να είχε αφεθεί να αξιολογηθεί στο τέλος της δίκης, μετά την κλήση της Ε.Π. να προβάλει την υπεράσπιση της».

 

        Η Εφεσίβλητη στις 20.1.2025 καταχώρισε αίτηση για επανάνοιγμα της Πειθαρχικής Έφεσης ένεκα του ότι η ίδια δεν είχε ειδοποιηθεί για την ημερομηνία ακρόασης της Έφεσης. Με απόφαση μας ημερ. 31.3.2025 η απόφαση ημερ. 23.12.2024 παραμερίστηκε, διετάχθη επανάνοιγμα της Έφεσης και δόθηκαν οδηγίες για καταχώριση διαγραμμάτων.

 

        Κατά την ακρόαση της υπόθεσης η Εφεσείουσα υιοθέτησε τα όσα είχε θέσει ενώπιον του Εφετείου στο πλαίσιο της πρώτης ακροαματικής διαδικασίας. Η Εφεσίβλητη με το διάγραμμα της προέβαλε αριθμό ισχυρισμών που άπτονται τόσο του κατ’ ισχυρισμόν παράτυπου της Ειδοποίησης Έφεσης και του εκπρόθεσμου καταχώρισης της, όσο και της ουσίας της απόφασης του Π.Σ.Δ.

 

        Μελέτη του φακέλου καταδεικνύει ότι η Εφεσείουσα καταχώρισε «ενώπιον του «Εφετείου Λευκωσίας» στις 27.6.2022, ήτοι εμπρόθεσμα, ένα έντυπο με το οποίο εξέφραζε τα παράπονα της σε σχέση με την επίμαχη απόφαση του Π.Σ.Δ. και το οποίο έλαβε τον πιο πάνω αριθμό πειθαρχικής έφεσης. Στις 16.9.2022 που η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πρώτη φορά, επισημάνθηκε ότι η έφεση δεν είχε γίνει στον τύπο που προνοούσε ο Κανονισμός. Επειδή όμως διαπιστώθηκε τότε ότι το παράπονο της Εφεσείουσας είχε επαρκώς καταγραφεί, δόθηκε χρόνος «ώστε να καταχωρήσει η εφεσείουσα τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης». Αυτό έπραξε η Εφεσείουσα στις 26.9.2022. Δεν επρόκειτο για νέα έφεση, ώστε να θεωρηθεί εκπρόθεσμη όπως εισηγείται η Εφεσίβλητη, αλλά για τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου.

 

        Ούτε μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση της Εφεσίβλητης ότι οι οδηγίες του Δικαστηρίου συνιστούν «υπέρβαση δικαιοδοσίας και παραβίαση κάθε αρχής δικαίου». Εξάλλου, όπως προβλέπεται στον Καν. 24(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού (Δ.Ν. Τόμος ΙΙ, σ. 337), όπου έχει καταχωριστεί ειδοποίηση έφεσης ο Εφεσείων δύναται να τροποποιήσει τους λόγους έφεσης με την καταχώριση τροποποιημένων λόγων έφεσης πριν την ημερομηνία ακρόασης. Κατ’ επέκταση, η παροχή χρόνου, άδειας και οδηγιών προς την Εφεσείουσα (η οποία χειρίζετο προσωπικά την έφεση της) να καταχωρίσει τροποποιημένη Ειδοποίηση Έφεσης δεν ήταν σε καμία περίπτωση εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

        Στρεφόμενοι στα όσα καταγράφει επί της ουσίας η Εφεσίβλητη στο διάγραμμα της, διαπιστώνουμε ότι δεν πραγματεύεται καθόλου το γεγονός ότι το Π.Σ.Δ. είχε προβεί σε εξαγωγή συμπερασμάτων που προϋπέθεταν αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε δώσει ενώπιον του η Εφεσείουσα, από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Αντιθέτως, η ίδια η Εφεσίβλητη μέσω του διαγράμματος της επιχειρεί την αναφορά σε ισχυρισμούς ως προς το τι συνέβη μεταξύ της ιδίας και της Εφεσείουσας αλλά και ενώπιον του Π.Σ.Δ., οι οποίοι επίσης προϋποθέτουν μαρτυρία και αξιολόγηση για να γίνουν δεκτοί. Μάλιστα ζητά από το Εφετείο να καταλήξει ότι τα όσα αναφέρει η Εφεσείουσα αποτελούν «ένα συνονθύλευμα ισχυριζόμενων γεγονότων ψευδών στην πλειονότητα τους…, δραματικά αλλοιωμένων, συμπεράσματα, εικασίες, νεοφανή γεγονότα…».

 

        Υπενθυμίζουμε ότι το Π.Σ.Δ. απέρριψε την υπόθεση από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Όπως αναφέραμε και στην Απόφαση ημερ. 23.12.2024, στο στάδιο εκείνο της δίκης δεν λαμβάνει χώρα υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά το έργο αυτό λαμβάνει χώρα στο τέλος της δίκης.

 

        Έπεται πως, έχοντας ακούσει και την Εφεσίβλητη, κρίνουμε ότι υφίστανται τα όσα αναφέραμε στην πιο πάνω Απόφαση, τα οποία και επαναλαμβάνουμε για σκοπούς της παρούσης, ήτοι ότι το Π.Σ.Δ. θα έπρεπε να την είχε καλέσει σε απολογία, αφήνοντας να αξιολογηθεί η εκδοχή της Εφεσείουσας στο τέλος της δίκης μετά την κλήση της Εφεσίβλητης να προβάλει την υπεράσπιση της.

 

        Στο σημείο αυτό, παρά το ότι το ζήτημα δεν έχει εγερθεί από οποιονδήποτε εκ των εμπλεκομένων, δραττόμαστε της ευκαιρίας να τονίσουμε ότι η πρακτική της περίληψης ως διαδίκου του Π.Σ.Δ. και η επακόλουθη εκπροσώπηση αυτού στο πλαίσιο της Έφεσης, δεν είναι ορθή. Προς τούτο παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Αναφορικά με το Μ.Ι., Δικηγόρο (2001) 1 Α.Α.Δ. 702 στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

 

        «Είναι από τα πιο πάνω σαφές ότι η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων συνιστά δικαστική διαδικασία. Ως εκ τούτου το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων κατά την κρίση μας δεν μπορεί να είναι διάδικος στη διαδικασία, όπως και δεν θα μπορούσε κανένα άλλο Δικαστήριο να ήταν διάδικος σε οποιαδήποτε περίπτωση έφεσης από απόφαση του.  Είναι ως εκ τούτου λανθασμένο το ότι στο φάκελο της υπόθεσης που έχουμε ενώπιον μας αναφέρεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εφεσίβλητο. Ο ορθός τίτλος της υπόθεσης είναι εκείνος που αναγράφουμε ως τίτλο στην παρούσα απόφαση και που είναι "Αναφορικά με το άρθρο 17(4) του Περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, και Αναφορικά με το Μ.Ι., Δικηγόρο." Παρόμοιος ήταν πάντα ο τίτλος σε πλείστες υποθέσεις που αναφέρονται στις Νομικές Εκδόσεις και η πρακτική που ακολουθήθηκε τελευταίως σε ορισμένες υποθέσεις να αναφέρεται και να θεωρείται το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εφεσίβλητο είναι λανθασμένη».

 

        Παρομοίως έχει διορθωθεί και ο τίτλος στην παρούσα περίπτωση.

 

        Η Έφεση επιτυγχάνει.

 

        Δυστυχώς δεν παρέχεται άλλη επιλογή παρά από την ακύρωση της προσβληθείσας αθωωτικής απόφασης η οποία και ακυρώνεται με παράλληλη διαταγή για συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του ίδιου κλιμακίου του Π.Σ.Δ. με την κλήση της Εφεσίβλητης δικηγόρου να προβάλει την υπεράσπιση της, πράγμα που αναμένεται να λάβει χώρα το συντομότερο.

 

        Τα έξοδα της παρούσας θα παραμείνουν στην πορεία της Πειθαρχικής Υπόθεσης αλλά σε καμία περίπτωση να μην είναι εναντίον της Εφεσείουσας.

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο